Ένα διαφορετικό οδοιπορικό

Καλοκαίρι. Εποχή διακοπών. Πετώντας για λίγο τη μάσκα της μίζερης ζωής μας και αντικαθιστώντας την από τα 3D γυαλιά των διακοπών, όπου όλα φαίνονται ιδανικά, αποδρούμε με προορισμό τις πανέμορφες ελληνικές παραλίες. Αφήνουμε πίσω τη δύσκολη προηγούμενη χρονιά και την ένταση της καθημερινής αστικής ζωής (και όχι μόνο) για μερικές μέρες ξεγνοιασιάς και ξεκούρασης. Πράγμα απολύτως κατανοητό και απαραίτητο για όλους. Όμως αυτό που δύσκολα γίνεται αντιληπτό είναι ότι μερικές μέρες διακοπών δεν αρκούν για να νιώθουμε καλά τον υπόλοιπο χρόνο, αφού η περίοδος των διακοπών είναι και αυτή συνυφασμένη με την κοινωνική θέση και τις σχέσεις που αναπτύσσουμε μέσα σε μια κοινωνία.

Και εξηγούμαι. Δικαιολογημένα ίσως, το πρώτο πράγμα που σκεφτόμαστε όταν πάμε διακοπές, είναι να αποποιηθούμε καθετί που σχετίζεται με εργασία, υποχρεώσεις και ασχολίες και να αφεθούμε στην ηρεμία και τη διασκέδαση, πράγμα όμως που εύκολα μεταφράζεται σε μια τάση απραγίας και σπατάλης, αφού όπως είπαμε οι κοινωνικές σχέσεις στις οποίες είμαστε ενταγμένοι, ωθούν προς αυτή την κατεύθυνση. Για παράδειγμα ένας/μία εργαζόμενος/-η στις διακοπές του, θα αναζητήσει συνήθως αυτό που στερείται, δηλαδή ελεύθερο χρόνο, άνεση και τη δυνατότητα να απαλλαγεί από οποιαδήποτε ενασχόληση.

Πως όμως μεταφράζονται αυτά την περίοδο των διακοπών; Ο ελεύθερος χρόνος για να έχει κάποιο νόημα αντιθετικό προς αυτό του υπολοίπου χρόνου, μετατρέπεται και υπό το βάρος της κούρασης σε νεκρό χρόνο, ενώ ταυτόχρονα η άνεση σημαίνει μετάθεση της απαραίτητης δουλειάς σε ανθρώπους που ασχολούνται με τον τουρισμό (οι οποίοι σε μια χώρα όπως η Ελλάδα είναι πολυάριθμοι). Δεν υπονοώ προφανώς ότι πρέπει όλοι να κάνουν ελεύθερο camping ή να μην πηγαίνουν σε παραθαλάσσιες ταβέρνες για φαγητό. Απλά πρέπει επιτέλους να αντιμετωπίσουμε τον αστικό μύθο περί ειδυλλιακών διακοπών σε μαγευτικά μέρη, όπου ως δια μαγείας σε λίγες ημέρες η ελευθερία μεταφράζεται μόνο σε χαλάρωση, πάρτι, κρουαζιέρες, απόλαυση ποικίλλων υπηρεσιών…

Βέβαια εδώ οφείλουμε να τονίσουμε ότι το όνειρο των διακοπών γίνεται για ολοένα και λιγότερους πραγματοποιήσιμο. Κι ενώ οι ακτοπλοϊκές εταιρίες και οι μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες τρίβουν τις τσέπες τους, η δυνατότητα για διακοπές απομακρύνεται για τα κατώτερα και μεσαία κοινωνικά στρώματα. Αυτού του είδους η έμμεση στέρηση διακοπών, παράλληλα με τη διαφήμιση μαγευτικών νησιών και παραλιών, αποτελεί μια βάναυση πρόκληση από τη μεριά του συστήματος.

Η συμπεριφορά και οι επιλογές κατά τη διάρκεια των διακοπών έχουν να κάνουν λοιπόν τόσο με αντικειμενικές συνθήκες, όσο και από το πώς αυτές αφομοιώνονται και εκφράζονται. Έτσι λοιπόν η ελευθερία γίνεται συνώνυμο του να αφήνεσαι και να μην ενεργείς (αφού όλο το χρόνο δεν μπορείς καν να σταματήσεις έστω για λίγο), ενώ οι ιεραρχικές σχέσεις μεταφέρονται σε «μικροαστικά» παράπονα για κακό «σέρβις» και φαγητό ή για καθυστέρηση στα δρομολόγια, τα οποία μοιάζουν περισσότερο με παράπονα εργοδοτών για μείωση της παραγωγικότητας των εργαζομένων παρά με μια συνειδητή στάση ενάντια σε εταιρίες και παράγοντες που δραστηριοποιούνται στον τουρισμό. Τέλος, ο μύθος των αξέχαστων διακοπών όπου τα πάντα επιτρέπονται χωρίς να το πολυ-σκεπτόμαστε και το ανόητο «εε διακοπές είμαστε, τι σε νοιάζει;» μαζί με όλο το πρότυπο της κατανάλωσης προτρέπει σε ταύτιση κάθε «δημιουργικής δραστηριότητας» κατά τη διάρκεια των διακοπών με ανόητες ασχολίες και οκνηρία.

Στην Ελλάδα, μια χώρα υπηρεσιών, το ποσοστό των ανθρώπων που ασχολούνται με τον τουρισμό είναι σίγουρα μεγάλο. Έτσι λοιπόν, για να γίνει λόγος περί διακοπών πρέπει να αναφερθεί κανείς και σε αυτό το ποσοστό, καθώς και στο πως διαρθρώνεται ο τουρισμός. Μια ξενάγηση σε ελληνικά νησιά είναι ενδεικτική για αυτό το σκοπό.

Η αποδιάρθρωση της παραγωγής στην Ελλάδα (κυρίως λόγω Ε.Ε. και έλλειψης σοβαρής πρότασης από την Αριστερά) έχει στρέψει τον κόσμο των νησιών στον τριτογενή τομέα, όπου παίρνει τη μορφή του τουρισμού. Όντας «εξαρτημένοι» οικονομικά από τον τουρισμό και λόγω έλλειψης άλλων παραγωγικών πόρων και υποδομών, οι κάτοικοι «αναγκάζονται» να στραφούν στην παροχή υπηρεσιών. Για να είναι όμως επικερδής η παροχή υπηρεσιών, θα πρέπει ο αριθμός των τουριστών να είναι μεγαλύτερος, πράγμα που σημαίνει ότι το επίπεδο των υπηρεσιών που προσφέρονται πέφτει, ενώ στρεφόμαστε και σε ένα είδος τουρισμού μαζικής κατανάλωσης.

Βέβαια τα πράγματα δεν είναι πάντα τόσο απλά. Κι αυτό γιατί οι αντικειμενικές οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες περιπλέκονται και με άλλες ιεραρχικές τάσεις, όπως ο ρατσισμός και ο σεξισμός. Για παράδειγμα στην περιοχή των Μαλίων στο Ηράκλειο φιλοξενούνται κάθε χρόνο χιλιάδες Άγγλοι (ως επί το πλείστον) τουρίστες, οι οποίοι αν και είναι καλοδεχούμενοι αφού τα βαλάντια τους κινούν την οικονομική ζωή του τόπου, εντούτοις αντιμετωπίζονται ως τροφή προς απομύζηση από τους ντόπιους, αφού δύσκολα γίνεται αντιληπτό πως η έφεσή τους προς κατωτάτου επιπέδου διασκεδάσεις οφείλεται τόσο στη «δύσκολη» ζωή των βορείων χωρών, όσο και στην επίπλαστη συνταγή των ελεύθερων διακοπών που πλασάρεται από τα εκεί γραφεία τουρισμού. Έτσι παρουσιάζεται το πλέον οξύμωρο φαινόμενο οι ντόπιοι να κατηγορούν τους ξένους τουρίστες (και μαζί όλους τους ξένους) ότι αλλοτριώνουν την (συχνά ανύπαρκτη ή ξεχασμένη) πολιτιστική ζωή και παράδοση της Κρήτης, όταν την ίδια στιγμή εξαρτώνται οικονομικά από αυτούς. Στις ίδιες αυτές περιοχές επικρατεί και ένας διάχυτος σεξισμός που σχετίζεται τόσο με τις πατριαρχικές παραδόσεις, όσο και με την αντίληψη ότι η υποτιθέμενη ισότητα των φύλων συνεπάγεται αυτόματα και την απόλυτη ελευθερία των φύλων.

H οικολογική καταστροφή που προκαλείται είναι μια άλλη πτυχή του ανεξέλεγκτου τουρισμού. Κι όσο κι αν θέλουν να μας πείσουν κάποιοι ότι οι κατασκηνωτές είναι αυτοί που αλλοιώνουν το φυσικό τοπίο, η διαταραχή της οικολογικής ισορροπίας και η υποβάθμιση του περιβάλλοντος σε περιοχές με μαζικό τουρισμό αποδεικνύει το αντίθετο. Βέβαια η μαζικότητα δεν είναι ταυτόσημη με την οικολογική καταστροφή (αν και υπάρχουν βιολογικοί και φυσικοί περιορισμοί σ’ αυτό), αλλά αυτού του είδους η μαζικότητα που στηρίζεται σε ένα συγκεκριμένο μοντέλο ανάπτυξης και η οποία από την πλευρά των ταξιδιωτών μεταφράζεται στο σχήμα: έρχομαι – καταναλώνω – διασκεδάζω – αποχωρώ, ενώ από την πλευρά των ιδιωτών σε υπέρμετρη ξενοδοχειακή κάλυψη και υπερεκμετάλλευση των φυσικών πόρων και καταπατήσεις φυσικών δημόσιων χώρων (π.χ. παραλίες). Όμως δεν πρέπει να μας απασχολεί μόνο η μείωση της οικολογικής καταστροφής αλλά και η ενθάρρυνση της εξέλιξης καθώς και η δημιουργία βάσεων προς μια οικολογικά προσανατολισμένη κοινωνία.

Και ενώ όλο και περισσότερες υπηρεσίες περνάνε σε χέρια ιδιωτών στα νησιά (συγκοινωνίες, θαλάσσιες μεταφορές κλπ.) η αναζήτηση μιας πρότασης διεξόδου αποτελεί επιτακτική ανάγκη. Η ύπαρξη σχετικής αυτονομίας όσον αφορά τα αγαθά και τις υπηρεσίες (αυτονομία που δεν θα στηρίζεται όμως αποκλειστικά στα έξοδα του τουρισμού που ούτως ή άλλως επενδύονται από ιδιώτες για περαιτέρω τουριστική ανάπτυξη) αποτελεί ένα απαραίτητο πρώτο βήμα. Ταυτόχρονα η προσπάθεια για δημιουργία κοινωνικών χώρων για συζητήσεις, συνελεύσεις ή άλλες δραστηριότητες είναι επίσης κάτι σημαντικό, όπως και ο αγώνας για προώθηση ενός είδους κοινωνικής και πολιτικής αλληλεγγύης, πράγματα που έρχονται σε σύγκρουση τόσο με την αγορά και το κράτος όσο και την ύπαρξη πατριαρχικών και ανορθολογικών αντιλήψεων. Σε αυτό θα μπορούσε να βοηθήσει η αναζήτηση και η προβολή παλαιότερων κοινωνικών αγώνων (που υπήρξαν παλαιότερα σε πολλά νησιά). Η ιδέα μιας συνομοσπονδίας νησιών ενάντια στην κρατική επιτήρηση και επιβολή, που δεν θα στηρίζεται όμως στους κανόνες της αγοράς θα αποτελούσε ίσως μία άλλη λύση έξω από τη λογική «ανάπτυξη ή θάνατος».

Τέλος, παράλληλα με τον αντικρατικά χαρακτηριστικά μίας τέτοιας προσπάθειας, επιτακτική είναι η ανάγκη για προώθηση αντι-εθνικιστικού και αντι-εθνικού λόγου, δεδομένου ότι το «πρόβλημα των μεταναστών» είναι τεράστιο στα νησιά. Η ύπαρξη κοινωνικών χώρων και η εμπλοκή και δράση μεταναστών σε αυτούς, μπορούν να συμβάλλουν στη δημιουργία αντιεθνικιστικής κουλτούρας και κοινωνικής αλληλεγγύης, ενώ παράλληλα η ενεργός συμμετοχή ανθρώπων που προωθούν τέτοιες ιδέες στη λήψη πολιτικών αποφάσεων θα μπορούσε να συμβάλει στην αποτροπή κινήσεων απέλασης και εκμετάλλευσης μεταναστών καθώς και να προωθήσει τον αγώνα τους για καλύτερες συνθήκες ζωής τόσο σε πολιτικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο.

Νίκος Μανουσάκης