Η αναγκαιότητα μιας στρατηγικής αναδιάρθρωσης τού Δημοσίου Χρέους


του Γ. Δαρεμά*

Η οικονομική και κοινωνική πολιτική που ακολουθεί η Ελληνική κυβέρνηση δεν είναι προϊόν αυθαιρεσίας ούτε η πραγμάτωση των προ-εκλογικά υπεσχημένων αλλά η κατά γράμμα υλοποίηση των συμφωνηθέντων με την Ευρωπαϊκή Ένωση, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο βάσει των μνημονίων που έχουν συνυπογραφεί.

Η ενδελεχής μελέτη των ντοκουμέντων αποτελεί πρώτιστο πολιτικό καθήκον καθώς παρουσιάζει ανάγλυφα το τι μέλλει γενέσθαι τα επόμενα χρόνια. Προστατεύει επίσης τον σκεπτόμενο πολίτη από βεβιασμένες και ατεκμηρίωτες απόψεις που απορρέουν από την ευρεία παραπληροφόρηση που διαχέεται από το κομματικά μεροληπτικό ιδιωτικό και δημόσιο σύστημα μαζικής επικοινωνίας. Παρέχει επίσης ένα χρονοδιάγραμμα υιοθέτησης των συμφωνηθέντων μέτρων και των δομικών μεταρρυθμίσεων, η χρονική αλληλουχία των οποίων είναι ανεξάρτητη από τον πολιτικό κύκλο, και συνεπώς των κρίσιμων περιόδων κατά τις οποίες θα έχουμε συμπύκνωση των κοινωνικών επιπτώσεων και των συνακόλουθων αντιδράσεων και κινητοποιήσεων.

Στο παρόν κείμενο θα αναφερθούμε στη δυναμική του Ελληνικού δημοσίου χρέους όπως αυτή αξιολογείται από τους μελετητές του ΔΝΤ ενόψει της έγκρισης του δανείου (30 δις ευρώ καταβαλλόμενο σε δόσεις) που αιτήθηκε η Ελληνική κυβέρνηση[1]. ‘Όπως θα δειχθεί παρακάτω, το συμπέρασμα που συνάγεται από την ανάλυση και αποτίμηση της διάρθρωσης του εξελισσόμενου δημοσίου εξωτερικού χρέους της χώρας οδηγεί μετά βεβαιότητας στην ανάγκη καταφυγής στη ‘τεχνική χρεοκοπία’ ή, πιο εύσχημα διατυπωμένο, στην αναδιάρθρωση ή αναδιαπραγμάτευση της αποπληρωμής του χρέους με τους διεθνείς πιστωτές. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος και να αποφευχθεί η χρεοκοπία της χώρας χρειάζεται η εκπόνηση μιας στρατηγικής ήδη από τώρα ώστε να προετοιμασθεί το έδαφος κατάλληλα κατά την ώρα της ύστατης κρίσης.

Ο δανεισμός των 110 δις ευρώ από την Ε.Ε. (που ουσιαστικά συντονίζει τα διμερή διακρατικά δάνεια που μας παρέχουν τα άλλα δεκαπέντε κράτη-μέλη της ευρωζώνης αναλογικά με το μερίδιο που διαθέτουν στην ΕΚΤ) και το ΔΝΤ αποσκοπεί ρητά στην αποφυγή καταφυγής στις διεθνείς χρηματαγορές για την κάλυψη των δανειακών αναγκών της χώρας. Το τριετές πρόγραμμα δανεισμού παρέχεται προκειμένου η χώρα να αντιμετωπίσει το χρονίζον πρόβλημα του δημοσιονομικού ελλείμματος ώστε με την επιτυχή συρρίκνωσή του κάτω από το 3% (όπως ορίζει το Σύμφωνο Δημοσιονομικής Σταθερότητας της ΕΕ.) και την παραγωγή πρωτογενούς πλεονάσματος (δηλαδή περισσότερα δημόσια έσοδα από ότι δαπάνες εξαιρουμένης της πληρωμής χρεολυσίων και τόκων) να καταστεί το Ελληνικό κράτος αξιόπιστο έναντι των διεθνών χρηματαγορών. Ας το κάνουμε αυτό σαφέστερο. Η ομοβροντία μέτρων που λαμβάνονται, η συμπίεση της ενεργού ζήτησης και κατανάλωσης και η σχετική εξαθλίωση που επικρέμεται πάνω σε ευρεία κοινωνικά στρώματα αποσκοπεί στην ανάκτηση της διεθνούς επενδυτικής εμπιστοσύνης προκειμένου να βγει μόνη της η χώρα από το 2013 και μετά για να δανειστεί από τις κεφαλαιαγορές τα ποσά που χρειάζεται για να ανακυλήσει (roll over) το τότε απαιτητό χρέος[2]. Το συνολικό δημόσιο χρέος τότε θα είναι σημαντικά υψηλότερο από το σημερινό 115% του ΑΕΠ (ακαθάριστο εγχώριο προϊόν)[3] καθώς θα προστίθενται εντωμεταξύ τα παραγόμενα δημοσιονομικά ελλείμματα των ετών 2010-11-12-13 κοκ.

Πρέπει να επισημανθεί το ακόλουθο. Η κατηγορία της επενδυτικής εμπιστοσύνης είναι μια σφόδρα υποκειμενική εννοιακή κατηγορία. Τίποτα δεν μπορεί να προδικάσει, προεξοφλήσει, ή να προσδιορίσει αντικειμενικά την έκφραση της. Ένα χαμηλό δημοσιονομικό έλλειμμα γύρω στο -2.6% (όπως προβλέπει το βέλτιστο σενάριο δημοσιονομικής προσαρμογής) δεν συνεπάγεται ότι υπερνικείται η επενδυτική ανησυχία που νοιώθει ο υποψήφιος δανειστής όταν συνυπολογίζει στην αποτίμηση ρίσκου το 150% του χρέους προς ΑΕΠ που θα κουβαλά η χώρα στην πλάτη την ίδια αυτή περίοδο. Και φυσικά ούτε μπορεί να προεξοφληθεί η κατάσταση στις διεθνείς χρηματαγορές το 2014 και μετέπειτα καθόσον εμπεριστατωμένες απόψεις πιθανολογούν ότι εισερχόμεθα σε μια νέα ‘Ιαπωνική δεκαετία’ τεταμένου αποπληθωρισμού και διηνεκούς ύφεσης.

Ο έωλος χαρακτήρας της ‘επενδυτικής εμπιστοσύνης’ γίνεται εμπειρικά σαφής στη πρόσφατη αποτίμηση της διεθνούς οικονομικής συγκυρίας από τον νομπελίστα οικονομολόγο Paul Krugman (Κρούγκμαν) ο οποίος χρησιμοποιώντας το παράδειγμα της Ελλάδος διαπιστώνει τον ανορθολογισμό που διέπει την συλλογιστική της νέο-φιλελεύθερης ορθοδοξίας. Μεταξύ άλλων τονίζει ότι «[ο]ι σκληροπυρηνικοί συχνά επικαλούνται τις δυσχέρειες που αντιμετωπίζει η Ελλάδα και άλλα έθνη στις παρυφές της Ευρώπης για να δικαιολογήσουν τις ενέργειες τους. Και είναι αλήθεια ότι οι επενδυτές ομολόγων αποστρέφονται τις κυβερνήσεις με εκτροχιασμένα ελλείμματα. Αλλά δεν υφίσταται το παραμικρό πειστήριο ότι η βραχυπρόθεσμη δημοσιονομική λιτότητα εντός μιας βαθειάς υφεσιακής οικονομίας προάγει το αίσθημα εφησυχασμού στους επενδυτές. Τουναντίον, ενώ η Ελλάδα έχει συμφωνήσει σε μια σκληρή λιτότητα, έρχεται αντιμέτωπη με ολοένα διευρυνόμενα επιτοκιακά περιθώρια ανάληψης ρίσκου [risk spreads]»[4] Και για του λόγου το αληθές, παρά την επιδοκιμασία για την επιτυχή μείωση του ελλείμματος στο πρώτο εξάμηνο του 2010 το ‘κόστος ασφάλισης των ελληνικών ομολόγων’ ανήλθε σε ιστορικό ρεκόρ στις 1117,74 μονάδες βάσης (11+%) ενώ η εκτιμώμενη πιθανότητα χρεοκοπίας της χώρας σκαρφάλωσε στο 68,39%, το υψηλότερο ποσοστό στον πλανήτη[5]. Είναι ολοφάνερο ότι μια κυβέρνηση που προσβλέπει στην ανάκτηση της ‘εμπιστοσύνης των επενδυτών’ μέσω μιας σκληρότατης πολιτικής λιτότητας ενώ υποβαστάζει ένα αβάσταχτο κρατικό χρέος είναι, για να χρησιμοποιήσουμε μια παροιμιώδη φράση του φιλοσόφου Χέγκελ (Hegel), σαν τον αγρότη που σπέρνει την θάλασσα και θερίζει τους βράχους.

Η Ελληνική κοινωνία καλείται να αντιμετωπίσει μια τριάδα προβλημάτων. Το υπέρογκο κρατικό χρέος, το χρόνιο δημοσιονομικό έλλειμμα και την απισχνασμένη ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Αυτό που αποσιωπάται στη δημόσια σφαίρα είναι ότι η τριάδα αυτών των προβλημάτων δεν είναι ισοσθενής αλλά ιεραρχημένη, με το κρατικό χρέος να αποτελεί το υπέρτατο μακροοικονομικό (και κοινωνιολογικό, καθώς η ενδεχόμενη χρεοκοπία συνιστά τον θεμελιώδη καθοριστικό παράγοντα κατάλυσης της κοινωνικής συνοχής) πρόβλημα ενώ τα άλλα δύο προβλήματα συνιστούν ενδιάμεσους σκοπούς, η αντιμετώπιση των οποίων συνιστά το εργαλείο ποδηγέτησης του εκτροχιασμένου δημόσιου χρέους. Η ιεράρχηση αυτή εξηγεί γιατί έχει βαλθεί η κυβέρνηση να παίρνει τόσο άγρια μέτρα περικοπής δαπανών και αύξησης εμμέσων φόρων, δηλαδή ακραίας δημοσιονομικής πειθαρχίας εν μέσω ύφεσης, όταν η επιστημονική συναίνεση της οικονομολογίας είναι ότι σε περιόδους ύφεσης τα ενδεικνυόμενα μέτρα συνηγορούν υπέρ της δημοσιονομικής επέκτασης και όχι συρρίκνωσης καθώς η τελευταία επιτείνει την ύφεση αντί να την μετριάζει. Η δε ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας (η οποία αφορά πρωτίστως την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και την μείωση των τιμών αγαθών και υπηρεσιών) αφορά τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, τομέα στον οποίο το κράτος δεν μπορεί να παρέμβει άμεσα, ούτε να εφαρμόσει τα αυταρχικά διοικητικά μέτρα που αφορούν στα του ‘οίκου του’. Επιπλέον οι πολιτικές ‘ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας’ είναι μέσο-μακροχρόνιας αποτελεσματικότητας και ανυπολόγιστου πολιτικού κόστους καθώς φέρνουν σε σύγκρουση την κυβέρνηση με το σύνολο σχεδόν των κοινωνικών τάξεων (απελευθέρωση των ‘κλειστών επαγγελμάτων’, τιθάσευση των καρτέλ και των ολιγοπωλίων, απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και συμπίεση του εργατικού μισθού, αδρανοποίηση ή και κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, πάταξη της φοροδιαφυγής και άρα του αθέμιτου ανταγωνισμού κ.α.). Μόνο η απτότητα των χρηματικών εισροών από τα δημοσιονομικά μέτρα εγγυάται την απρόσκοπτη συνέχιση της δανειοδότησης αφενός και η πραγμάτωση του βέλτιστου σεναρίου που έχει σχεδιάσει η κυβέρνηση αφετέρου. Πρέπει να διευκρινισθεί ότι όλα τα υιοθετούμενα μέτρα από την κυβέρνηση είναι δικής της έμπνευσης και όχι επιβληθέντα μέτρα από το ΔΝΤ. Η κυβέρνηση πρότεινε και το ΔΝΤ συναίνεσε σε αυτά (με την επιφύλαξη μάλιστα ότι κάποια είναι ακραία και θα εγείρουν έντονες κοινωνικές αντιδράσεις).

Τι προβλέπει το βέλτιστο σενάριο για την δυναμική του δημοσίου χρέους; Ότι θα κορυφωθεί στο 149% το 2013 και μετά θα αποκλιμακώνεται σταδιακά ώστε να κατέλθει στο 120% του ΑΕΠ το 2020 (Πίνακας Α.2, σ. 39). Η αναλογία χρέους/ΑΕΠ και η τάση αποκλιμάκωσής του στηρίζονται στις ακόλουθες παραδοχές. 1) Ότι το 2012 θα έχουμε αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ (κατά 1.1%) η οποία θα συνεχισθεί τα επόμενα χρόνια ξεπερνώντας το 2% ετησίως. 2) Ότι από φέτος (2010) και όλα τα επόμενα χρόνια θα έχουμε αύξηση των εξαγωγών που θα ξεπερνά ετησίως το 5%. 3) Ότι το 2011 θα ισοσκελισθεί το εμπορικό ισοζύγιο (εξαγωγές μείον εισαγωγές) και τα επόμενα χρόνια θα είναι θετικό. (!) (Πίνακας 1, σ. 26). 4) Ότι το 2011 θα έχουμε αποπληθωρισμό και τα επόμενα χρόνια πληθωρισμό κάτω από το 1% ετησίως (και συστηματικά χαμηλότερο από το μέσο όρο της Ευρωζώνης). Ο επιδιωκόμενος χαμηλότερος του Ευρωπαϊκού πληθωρισμός αποσκοπεί στην επίτευξη ‘εσωτερικής υποτίμησης’ δηλαδή μιας στρατηγικής ενδυνάμωσης της ανταγωνιστικότητας όντας μέσα στο ευρώ καθώς δεν μπορεί να υποτιμηθεί το νόμισμα. Ταυτόχρονα προσπαθεί να μειώσει την εσωτερική ανατίμηση του νομίσματος μέσω του υπερβάλλοντος πληθωρισμού που είχαμε τα προηγούμενα χρόνια (υπολογίζεται μεταξύ 20-30%, σ.4), ο οποίος μεταφράζεται σε υπερκέρδη του κεφαλαίου (αυξημένη χρηματική εισροή μέσω μεταβίβασης πληθωριστικού χρήματος αποτιμώμενο σε σταθερό νόμισμα από την εθνική αποταμίευση και τις εμπορευματικές εισροές της Ευρωζώνης, συνθήκη που εξηγεί και την ένταση των εμπορευματικών εισαγωγών από οικονομίες του ευρώ) χωρίς όμως αυτή η χρηματική ιδιοποίηση κοινωνικών πόρων να μεταφρασθεί σε αύξηση παραγωγικών επενδύσεων ή εκσυγχρονισμό των παραγωγικών δραστηριοτήτων.

Πριν προχωρήσουμε στο επιχείρημα που τεκμηριώνει την αναγκαιότητα μιας στρατηγικής αναδιάρθρωσης του χρέους πρέπει να τονίσουμε ότι όλα τα εναλλακτικά σενάρια (εκτός ενός) για την δυναμική του χρέους υποθέτουν μια επιδείνωση του αναλογικά προς το ΑΕΠ σε σχέση με το εφαρμοζόμενο ‘βέλτιστο σενάριο’. Αν τυχόν η οικονομία κινηθεί βάσει κάποιου από αυτά τότε θα χρειασθούν επιπλέον ακραία, απροσδιόριστα προς το παρόν μέτρα όπως πιθανότατα άρση της μονιμότητας της δημοσιοϋπαλληλίας με απόλυση ενός σημαντικού τμήματος αυτής, βιαστικό ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας (το μνημόνιο ευελπιστεί στην άντληση ενός δις ευρώ ετησίως από το 2011 και μετά από ιδιωτικοποιήσεις στην ‘καλή’ εκδοχή του) και ανελέητη φόρο-επιδρομή ενώ η ανεργία θα ξεπεράσει δραματικά το 14% που προγιγνώσκεται από το παρόν μνημόνιο.

Τα εναλλακτικά σενάρια κατασκευάζονται βάσει έξη μεταβλητών που λαμβάνονται υπόψη με όρους ceteris paribus (χωρίς να συνδυάζονται μεταξύ τους ως προς την ενδεχόμενη αλληλο-τροφοδοτούμενη επενέργεια τους) . Το πρώτο υποθέτει μεγαλύτερη ανάπτυξη κατά 1% ετησίως από το βασικό σενάριο και οδηγεί σε κλιμάκωση του χρέους το 2013 στο ύψος του 139% του ΑΕΠ. Το σενάριο αυτό υποθέτει μια δυναμικά αναπτυσσόμενη διεθνή οικονομία τα επόμενα χρόνια.

Το δεύτερο σενάριο υποθέτει μικρότερη ανάπτυξη κατά 1% από το βασικό σενάριο (ρεαλιστική εκδοχή) και προβλέπει ύψος χρέους στο 160% κατά το 2013 και 166% το 2020. Το τρίτο σενάριο υποθέτει 3% χαμηλότερο πληθωρισμό (κατά τα έτη 2010-12) από το βασικό σενάριο δηλαδή αρνητικό πληθωρισμό, ως απόρροια μιας έντονης ύφεσης και ραγδαίας πτώσης των τιμών. Μπορούμε να ισχυρισθούμε εύλογα ότι με τον πληθωρισμό κατά το πρώτο εξάμηνο του 2010 να κινείται σε επίπεδα ελαφρώς άνω του 4.1% σε ετησιοποιημένη βάση και χωρίς να έχει συνυπολογισθεί η επίπτωση της δεύτερης αύξησης του ΦΠΑ ακόμα, είναι πρακτικώς αδύνατον να κλείσει το έτος με αρνητικό πληθωρισμό και εξίσου δύσκολο να κατέλθει στο 1.9% που προβλέπει το βασικό σενάριο[6]. Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε όμως τη δραστική συρρίκνωση της ζήτησης το 2011 και 2012 που δυνητικά θα αποφέρει αποπληθωρισμό. Το σενάριο αυτό προβλέπει αύξηση του χρέους το 2013 στο 176% και διατήρηση του σε αυτό το ύψος μέχρι το 2020. Αυτή η υψηλή μεταβολή στην αναλογία χρέους/ΑΕΠ οφείλεται στο γεγονός ότι σε συνθήκες αποπληθωρισμού μειώνεται αναλογικά το συνολικό ΑΕΠ δηλαδή ο παρονομαστής του κλάσματος χρέους/ΑΕΠ χωρίς να εκτινάσσεται το απόλυτο μέγεθος του χρέους. Όμως η μείωση του απόλυτου μεγέθους του ΑΕΠ είναι ένας κρίσιμος παράγοντας καθώς ενδεικνύει τις πραγματικές δυνατότητες ανταπόκρισης στην αποπληρωμή χρέους της εθνικής οικονομίας.

Το τέταρτο σενάριο υποθέτει ότι θα έχουμε μικρότερο πρωτογενές πλεόνασμα στον δημόσιο προϋπολογισμό κατά 1% ετησίως, συνθήκη που θα οδηγήσει σε ύψος χρέους 154% κατά το 2013. Το πέμπτο σενάριο κατασκευάζεται βάσει της υπόθεσης ότι υφίστανται ‘μαύρες τρύπες’ δηλαδή χρέη δημοσίων οργανισμών που δεν έχουν καταγραφεί επίσημα, εγγυήσεις του δημοσίου που θα καταπέσουν και χρεία επιπρόσθετου δανεισμού. Η υπόθεση αυτή ανεβάζει το χρέος στο ύψος του 164% το 2013. Τέλος, στο έκτο σενάριο υιοθετείται η εκτίμηση ότι ο δανεισμός της χώρας θα λαμβάνει χώρα με επιτόκιο 200 μονάδες βάσης (2%) πάνω από το επιτοκιακό ύψος του Γερμανικού ομολόγου αναφοράς. Εδώ να επισημάνουμε ότι το δάνειο από την ‘τρόικα’ δεν καλύπτει την πλήρη ανάγκη δανεισμού της χώρας αλλά το 57% του συνόλου που θα χρειασθεί η Ελλάδα μέχρι τον Ιούνιο του 2013[7]. Ως προς το ύψος του χρέους αυτό θα ανέλθει στο 149% το 2013, δηλαδή ισο-υψές με αυτό του βασικού σεναρίου. Υποδηλώνει όμως υπόρρητα ποιο είναι το ύψος του επιτοκιακού ανύσματος επιπλέον του Γερμανικού που προσβλέπει η κυβέρνηση ότι θα μπορεί να δανείζεται στο προσεχές μέλλον.

Όλα τα σενάρια (με την εξαίρεση αυτού περί μεγαλύτερης ανάπτυξης βραχυπρόθεσμα) καταλήγουν στην επίταση του προβλήματος του διογκωμένου κρατικού χρέους που καλείται να αποπληρώσει η χώρα. Το πρόβλημα του χρέους όμως δεν εξαντλείται στο επικείμενο ύψος του αλλά αφορά καίρια και την εσωτερική διάρθρωση του σε συνάρτηση με την ωρίμανση του δηλαδή την περίοδο λήξης των ομολόγων που το συναποτελούν.

Ως πέμπτο Προσάρτημα του Μνημονίου παρατίθεται η μελέτη αποτίμησης του προγράμματος δανεισμού που αιτείται η Ελλάδα και η αξιολόγηση της διακινδύνευσης που επωμίζεται το ΔΝΤ αν αποδεχθεί το αίτημα. Οι μελετητές του ΔΝΤ εξετάζουν το πρόγραμμα από την οπτική του στενού συμφέροντος του ΔΝΤ και αυτό τους καθιστά αρκούντως ειλικρινείς ως προς τις δυνητικές επιπτώσεις και μάλλον σαφείς στις εκτιμήσεις τους παρά την ουδετεροφανή και συσκοτίζουσα τεχνοκρατική γλώσσα που χρησιμοποιούν οι διεθνείς οργανισμοί[8]. Δεν μπορεί να διαφύγει από κανένα προσεκτικό αναγνώστη η αρνητική αξιολόγηση που αποπνέει η μελέτη η οποία επισημαίνει μια σειρά από κινδύνους που διατρέχει το ΔΝΤ αν προχωρήσει στη σύναψη του δανείου. Παρά τις επιφυλάξεις και τον εντοπισμό υπερβολικά αυξημένων κινδύνων (high substantial risks)[9] , η καταληκτική παράγραφος, με εμφανή αμηχανία, συνηγορεί στην αποδοχή της αίτησης δανεισμού, μάλλον με άνωθεν πολιτική εντολή. Το γεγονός αυτό είναι ενδεικτικό της σημασίας της πολιτικής διπλωματίας για μια στρατηγική ενδεχόμενης αναδιάρθρωσης του χρέους.

Τρεις είναι οι λόγοι που σκιαγραφούν ένα εξαιρετικά δυσοίωνο μέλλον και θα φέρουν την χώρα στο χείλος της χρεοκοπίας, δηλαδή την αναγκαστική στάση πληρωμών κατά την διετία 2014-15. Η παρούσα σύνθεση του δημοσίου χρέους είναι ήδη υπερβολικά εξαρτημένη από τον εξωτερικό δανεισμό, η καταφυγή στον οποίο εκτινάχθηκε κατά την εξαετία 2004-2009 από το 71% του ΑΕΠ στο 111% του ΑΕΠ το 2009 και υπολογίζεται να ανέλθει στο 142.7% του ΑΕΠ στο τέλος του 2010. Αυτό το μέγεθος αφορά αποκλειστικά το συνολικό (βραχυπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο) εξωτερικό δημόσιο χρέος, του οποίου το απόλυτο μέγεθος υπολογίζεται σε 329 δισεκατομμύρια ευρώ (σ.125)[10]. Ένα σημαντικό ποσοστό του τεράστιου εξωτερικού δημοσίου χρέους που όφειλε το κράτος στα τέλη του 2009 (γύρω στα 150 δις ευρώ) οφείλεται σε ξένους πιστωτές ήτοι 36% σε Γαλλικές τράπεζες, 21% σε Γερμανικές τράπεζες, 32% σε άλλες Ευρωπαϊκές τράπεζες και το υπόλοιπο 11% σε μη-Ευρωπαϊκές τράπεζες (σ. 127 και πίνακας 2). Γίνεται εμφανής ο βαθμός έντασης της εξάρτησης από τον Γάλλο-γερμανικό άξονα και ευρύτερα από την Ευρωπαϊκή κεφαλαιαγορά, η οποία διαιωνίζεται με το καινούργιο δάνειο, αν και εν μέρει μετατοπίζεται σε άμεση οφειλή προς τις δανείστριες χώρες που εγγυώνται την παροχή του.

Ο πρώτος λόγος της υψηλής πιθανότητας χρεοκοπίας είναι ότι η χώρα θα επωμίζεται ένα δυσθεώρητο εξωτερικό δημόσιο χρέος που θα κυμαίνεται γύρω στο 150%, για την ακρίβεια 150.3% το 2013, 148.7% το 2014 και 147.7% το 2015 (σ.29). Σε αυτό πρέπει να προστεθεί και ένα επιπλέον 20% του ΑΕΠ στα τέλη του 2009 χρεωμένο στη Τράπεζα της Ελλάδος που δεν προσμετράται στο εξωτερικό δημόσιο χρέος σύμφωνα με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ τον ορισμό της οποίας ακολουθεί η Eurostat που καταγράφει το δημόσιο χρέος των κρατών-μελών (σ. 127 υπ. 13), το οποίο υπολογίζεται σε 84 δις ευρώ με τη λήξη του 2010 (36.5% του ΑΕΠ) και το οποίο φυσικά μπορεί να αυξηθεί τα επόμενα χρόνια.

Οι δείκτες αυτοί προκύπτουν βάσει του ‘βέλτιστου σεναρίου’ όπου όλα θα έχουν εξελιχθεί χωρίς απρόβλεπτες και αντίξοες εξελίξεις. Σε ποια ανάκτηση της ‘εμπιστοσύνης των διεθνών επενδυτών’ για να μας δανείσουν απρόσκοπτα θα μπορούμε να προσβλέπουμε τότε όταν τώρα με 115% χρέος έχουν εκτοξευθεί τα επιτόκια στην στρατόσφαιρα;

Ο δεύτερος λόγος και σημαντικότερος είναι η χρονική διάρθρωση του χρέους. Ο μέσος χρόνος λήξης του χρέους της γενικής κυβέρνησης είναι οκτώ έτη. Όμως περισσότερο από το ένα τρίτο του συνόλου λήγει τα επόμενα τρία χρόνια, ενώ σχεδόν το ήμισυ του συνόλου λήγει σε μια πενταετία, δηλαδή το 2014-15 (σ.35). Δηλαδή όχι μόνο πρέπει να πληρώσουμε τεράστια ποσά αλλά πρέπει να τα πληρώσουμε και μαζεμένα.

Ο τρίτος λόγος συνίσταται ότι την περίοδο αυτή ξεκινά και η αποπληρωμή του δανείου που θα έχει λάβει η Ελλάδα από ΔΝΤ και ΕΕ. Καθώς αυτό δεν είναι μακροπρόθεσμο αλλά βραχυπρόθεσμα απαιτητό. Με ποσοτικούς όρους, η ετήσια αποπληρωμή χρέους και τοκοχρεολυσίων είναι η ακόλουθη. Το 2014 η εξυπηρέτηση του χρέους (κεφάλαιο συν τόκοι) θα απαιτήσει το 62% των συνολικών κρατικών εσόδων του προϋπολογισμού, το δε 2015 το 70% (σ. 132). Το ποσό αυτό αντιστοιχεί σε 22.9% του ΑΕΠ για το 2014, και σε 25.2% για το 2015. Αντιστοιχεί δε στο 85.6% του συνόλου των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών της χώρας για το 2014 και στο 91.3% για το 2015. Μόνο η εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους που αναλογεί στα δάνεια της ΕΕ. και του ΔΝΤ που πρέπει να αποπληρωθούν ταυτόχρονα, αντιστοιχεί στο 17% του ΑΕΠ, γύρω στο 46% των γενικών κρατικών εσόδων και πλέον του 60% των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών (σ. 129).

Τα μεγέθη αποπληρωμής του δημοσίου χρέους που θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε το 2014 (έτος που συμπίπτει με τον εκλογικό κύκλο) και το 2015 είναι τρομακτικά και δεν υπάρχει η παραμικρή δυνατότητα η Ελλάδα να μπορέσει να ανταποκριθεί εξ ιδίων. Ούτε μπορούμε να ευελπιστούμε στη προθυμία των ποικιλώνυμων κερδοσκοπικών, ιδιωτικών ή/και κρατικών επενδυτικών ταμείων να καλύψουν αυτή την τεράστια ανάγκη άμεσου δανεισμού (και αν καλύψουν ένα ελάχιστο μέρος αυτό θα γίνει με υπέρογκα επιτόκια πλέον της πιθανολογούμενης αύξησης του βασικού επιτοκίου που θα έχει επέλθει τότε. Φαίνεται λοιπόν ότι πρέπει ως κοινωνία, κυβέρνηση, πολιτικά κόμματα, κοινωνικά κινήματα να αρχίσουμε να προβληματιζόμαστε για τον σχεδιασμό μιας στρατηγικής ‘τεχνικής επιμήκυνσης’ του χρέους σε πρώτη φάση ή και σε συνδυασμό με ένα ‘κούρεμα’ (haircut), δηλαδή μια μερική διαγραφή του χρέους (ήδη στα αναγγελθέντα ‘τεστ κοπώσεως’ των Ευρωπαϊκών τραπεζών ένα κριτήριο αποτίμησης είναι η δυνητική απώλεια του 17% της αξίας όσων κατέχουν Ελληνικά ομόλογα) αν στοχεύουμε ως χώρα την αποφυγή της άμεσης κατάρρευσης με την λήξη του δανείου.

Το ΔΝΤ σε περιπτώσεις σαν της Ελλάδας, σύμφωνα με τη μέχρι τώρα πρακτική του, οργανώνει την επαναδιαπραγμάτευση του χρέους. Δεδομένου ότι ένα μεγάλο (όχι όμως το μεγαλύτερο) μέρος του εξωτερικού μας χρέους είναι στα χέρια Ευρωπαϊκών τραπεζών, των οποίων όμως είναι σχετικά μικρό μέρος των στοιχείων ενεργητικού τους, μια τέτοια διαπραγμάτευση θα ήταν ίσως πολιτικά και οικονομικά εφικτή. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει προηγμένη πολιτική ενοποίηση, ισχυρή διακρατική αλληλεγγύη και μετριασμό της ανεξαρτησίας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ώστε να μπορεί να αναλάβει την απευθείας στήριξη των κρατικών χρεών των χωρών-μελών της Ευρωζώνης. Πέρα από την αλλαγή της Συνθήκης της Λισαβόνας (όρος τυπικά μη δυνάμενος να πραγματοποιηθεί) που απαιτεί η θέσπιση καινοφανών θεσμών δανειοδότησης κρατικού χρέους, πρέπει να ληφθεί υπόψη η ισχυρή τάση εθνικής αναδίπλωσης που εκδιπλώνεται τα τελευταία χρόνια στην ΕΕ. η οποία ενισχύεται από την χρηματοπιστωτική κρίση και την συνακόλουθη οικονομική κρίση που επιτάσσουν μια λογική ο ‘σώζων εαυτόν σωθήτω’.

Μια πολιτική Ευρωπαϊκής διακρατικής αλληλεγγύης για την αναδιάρθρωση του Ελληνικού χρέους από το 2014 και μετά συναρτάται με δύο καθοριστικούς παράγοντες. Πρώτον την δυνατότητα άλλων Ευρωπαϊκών χωρών (Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ιταλία, Βέλγιο κ.α.) να εξυπηρετούν απρόσκοπτα το δικό τους κρατικό χρέος μέσω των κεφαλαιαγορών. Ειδάλλως φαντάζει αδιανόητο ότι η ΕΕ. θα μπορέσει να ανταποκριθεί (ακόμα και αν το ήθελε) σε μια γενικευμένη κρίση κρατικών χρεών (και παρά την φημολογούμενη άτυπη θέσπιση ενός Ευρωπαϊκού διακρατικού ταμείου ανάληψης χρεών του οποίου όμως οι χρηματικοί πόροι και οι πηγές χρηματοδότησης είναι προς το παρόν άφαντοι) . Αντίστροφα όμως, η πιθανότητα γενίκευσης της δυσκολίας άντλησης δανειοδότησης ανοίγει την πόρτα σε μια δυνητική συμμαχία ενόψει του διαμοιραζόμενου δυσοίωνου πεπρωμένου. Τέτοιου τύπου συμμαχίες για να σταθούν προαπαιτούν προεργασία, προετοιμασία και εκπόνηση κοινών θέσεων βάσει του ομοειδούς συμφέροντος με ικανότητα επίτευξης συμβιβασμών, υποχωρήσεων και εξομάλυνσης των τριβών.

Ο δεύτερος παράγοντας αφορά στην ευμενή διάθεση της Ευρωπαϊκής κοινής γνώμης και δη της κοινής γνώμης των ηγεμονικών χωρών της ΕΕ. Ειδάλλως γιατί να συνδράμουν σε μια υποστήριξη που επιβαρύνει τους δικούς τους κρατικούς προϋπολογισμούς ενώ υφίστανται ήδη μια συμπίεση του κοινωνικού κράτους ένεκα της δημοσιονομικής πειθαρχίας που επιβάλλεται από τις κυβερνήσεις τους; Το ελάχιστο που απαιτείται είναι μια συντονισμένη επικοινωνιακή εκστρατεία που να αποδομεί την στερεότυπη εικόνα της Ελλάδος που έχει οικοδομηθεί ως ένα είδος Ευρωπαϊκού παρία η αποβολή του οποίου θα αποφέρει περισσότερα οφέλη παρά κάποια απώλεια.

Ως έχουν τα πράγματα τώρα, η επίσημη θέση του μνημονίου είναι σαφής ότι το δάνειο των 110 δις δίνεται μόνο και μόνο για να αντέξει η Ελλάδα μέχρι να επιλύσει το δημοσιονομικό πρόβλημά της για να ξαναβγεί μόνη της να δανεισθεί από τις κεφαλαιαγορές. Προς το παρόν δεν φαίνεται ότι την χρονική στιγμή της ύστατης κρίσης του δημοσίου χρέους θα υπάρξει η αναγκαία συνδρομή για την αποφυγή της χρεοκοπίας. Χωρίς βοήθεια και προ-συνεννόηση με τους πιστωτές την ώρα της αδυναμίας αποπληρωμής οι δανείστριες τράπεζες θα δημεύουν ό,τι προλάβουν να αρπάξουν από τον γενικό εκπλειστηριασμό της δημόσιας περιουσίας. Το δε ΔΝΤ που δεν το αφορά το χρέος προς άλλους (ούτε συνεγγυάται το πολυμερές δάνειο της ΕΕ.) έχει έτοιμη την εκδοχή αναδιάρθρωσης (για τα δικά του 30 δις ευρώ) η οποία συνίσταται σε επιμήκυνση του δανείου με επιτόκιο ίσο με το τότε υφιστάμενο τρίμηνο Euribor συν 4%. Η ίδια ρήτρα ισχύει και για το Ευρωπαϊκό δάνειο (σ. 5)[11]. Μια τέτοια εξέλιξη μειώνει μεν κατά τι το μέγεθος των δανείων που θα πρέπει να αποπληρώσει η χώρα άμεσα, αυτή όμως συνεχίζει να παραμένει βαρύτατα υπόχρεη έναντι της ΕΕ. της ΕΚΤ, του ΔΝΤ και κυρίως προς τους ιδιώτες πιστωτές. Αν επιτευχθεί μια συμφωνία αναδιαπραγμάτευσης με τους Ευρωπαίους εταίρους και το ΔΝΤ αυτό θα χρησίμευε και ως μοχλός πίεσης προς τους ιδιώτες δανειστές. Σύσσωμη η κοινωνία πρέπει να εγκαταλείψει την παραδοσιακή και εν πολλοίς βολική στάση τού ‘βλέποντας και κάνοντας’ και αντί να χορέψει αναπόδραστα την μεταμοντέρνα εκδοχή του ‘χορού του Ζαλόγγου’ να προετοιμασθεί από τώρα με περισυλλογή και εγκράτεια για την αποφυγή της ‘ελεύθερης’ πτώσης από τον γκρεμό.

—————————————————————————————

* Δημοσιεύουμε το πολύ ενδιαφέρον αυτό άρθρο του Γιώργου Δαρεμά, μέλους της εκτελεστικής επιτροπής του ATTAC-Ελλάδος (Κίνημα Πολιτών για την Φορολόγηση των Χρηματιστικών Συναλλαγών), χωρίς αναγκαστικά να υιοθετούμε στο ακέραιο τα συμπεράσματά του. Από την πλευρά μας, καταθέσαμε μία πρώτη άποψη επί του θέματος στο κείμενο “Μια πολιτική διέξοδος από την κρίση“, και ελπίζουμε να επανέλθουμε σύντομα. Θεωρούμε πως αμεσότερη από οποιαδήποτε διαχειριστική επιλογή για αναδιάρθρωση του χρέους εντός του καπιταλιστικού πλαισίου, είναι η ανάγκη οικοδόμησης ενός δημοκρατικού κινήματος από τα κάτω, το οποίο θα προτάσσει την αναδιανομή του βάρους της εξόδου από την κρίση εις βάρος του κεφαλαίου και όχι των ανθρώπων. Οποιαδήποτε άποψη βέβαια, θα πρέπει να λάβει υπόψη της τα δεδομένα και τον προβληματισμό που πολύ ωραία παρουσιάζει το άρθρο, με την απαιτούμενη ψυχραιμία και τη δέουσα αναφορά στα στοιχεία.

[1] Greece: Staff Report on Request for Stand-By Arrangement, IMF Country Report No. 10/110, May 2010.

[2] Στην πραγματικότητα, κατά την τριετία του δανειστικού προγράμματος δεν καλύπτεται η πλήρης ανάγκη δανεισμού της χώρας. Επί παραδείγματι το 2012 το κράτος θα χρειασθεί 66.8 δις ευρώ ενώ το δάνειο καλύπτει μόνο τα 24 δις ευρώ (Πίνακας 4, σ. 90).

[3] Επειδή ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ ύψους 115% στα τέλη του 2009 δεν έχει επισημοποιηθεί από την Γιούροστατ, ενδέχεται αυτός να ανέλθει περαιτέρω κατά 5 με 7 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ (σ.6).

[4] Paul Krugman, ‘The Third Depression’, Op-ed Column, The New York Times, 27/6/2010.

[5] Ελευθεροτυπία, Οικονομική, σ. 49, 25/6/2010.

[6] Έθνος, Οικονομία, σ. 33, 8/7/2010

[7] Ελευθεροτυπία, Οικονομική, σ.28, 3/7/2010

[8] Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της εξωραϊστικής νεοφιλελεύθερης ορολογίας αποτελεί το σημείο της εισηγητικής έκθεσης της κυβέρνησης που ομιλεί για ‘ολιγοπωλιακό έλεγχο’ ορισμένων τομέων της οικονομίας (και προτείνει να αντιμετωπίσει με την ενδυνάμωση και νομοθετική ανεξαρτητοποίηση της Αρχής Ανταγωνισμού) το οποίο μεταγράφεται στην έκθεση αξιολόγησης ως ‘ύπαρξη ακλόνητων αγορών’ (uncontested markets) έτσι ώστε να απαλείφεται οριστικά ο όρος ‘ολιγοπώλιο’ που αναδίδει χροιά σοσιαλδημοκρατικού ή αριστερού λόγου.

[9] Finance & Strategy, Policy & Review Depts., Greece- Assessment of the Risks to the Fund’s Liquidity Position, p. 129, IMF. Η αναλογία του ύψους του Ελληνικού δανείου ως προς το πολλαπλάσιο της ποσόστωσης που δικαιούται η χώρα (το οποίο παραβιάζεται ασύστολα) ανέρχεται σε 3,200% της ποσόστωσης αν δοθεί το συνολικό δάνειο. Όπως επισημαίνουν οι συντάκτες «[μ]ε όρους ποσόστωσης, η προβλεπόμενη κορυφή της [δανειοδοτικής] έκθεσης θα αποτελεί την μέγιστη [που υπήρξε ποτέ] στην ιστορία του Ταμείου.» (έμφαση δική μου), σ. 128. Γράψαμε (διεθνή) ιστορία ως χώρα.

[10] Το συνολικό εξωτερικό χρέος, δηλαδή συμπεριλαμβανομένου του ιδιωτικού χρέους αναμένεται να ανέλθει σε 427 δις ευρώ το 2010 (σ. 125).

[11] Επίσης μια έξτρα χρέωση 0.5% για κάθε δόση του δανείου επιπροστίθεται στα τοκοχρεολύσια του δανείου (σ.5).