Kαι μία σημείωση για την “κρίση του Μαρξισμού”

Η υποσημείωση που παρέθεσε ο Θοδωρής Β. για τον Μαρξ και πως τον “αντιμετώπισε” ο Καστοριάδης, άνοιξε μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση για τον Μαρξισμό σήμερα. Θέλοντας να παρέμβω στην συζήτηση αυτή, ζήτησα τους διαχειριστές του blog -και τους ευχαριστώ για την ανταπόκριση τους- να δημοσιεύσουν τις δύο πρώτες θέσεις από ένα κείμενο του Καρλ Κόρς (Κarl Korsch) με την ονομασία “Η Κρίση του Μαρξισμού”.

Ο Κορς, συγγραφέας του “Μαρξισμός και Φιλοσοφία” (1923) έγραψε το κείμενο αυτό το 1931, σε μια εποχή που θυμίζει σε πολλά την σημερινή. Βιώνουμε μια ανάλογη κρίση του καπιταλισμού, μια υποβάθμιση της εργατικής αξίας και μια ακόμη ήττα του εργατικού κινήματος. Με αυτή μου την σημείωση δεν θέλω να θεωρηθεί πως υπαινίσσομαι την “κυκλική ροή της ιστορίας”. Το αντίθετο, πιστέυω ότι τα πάντα είναι ανοιχτά στην κάθε ιστορική τους εποχή, ξεχωριστά και ιδιαίτερα, μέσα όμως στην αδιαίρετη συνοχή τους με το παρελθόν. Από αυτό το παρελθόν που είναι σήμερα μαζί μας πιστεύω ότι οι πρώτες 2 θέσεις του κειμένου του Κορς απηχούν εξαιρετικά στη συζήτηση που έγινε με αφορμή την προηγούμενη ανάρτηση.

1. Ο μαρξισμός ως κίνημα και ως θεωρία, περνάει σήμερα μια κρίση. Δεν πρόκειται απλά για μια κρίση στο εσωτερικό του ίδιου του μαρξισμού, αλλά για μια κρίση του ίδιου του μαρξισμού.

Εξωτερικά, η κρίση συνίσταται στην ολοκληρωτική κατάρρευση της κυρίαρχης εκείνης θέσης στην οποία -μισοπραγματικά, μισοαπατηλά- είχε ανυψωθεί ο μαρξισμός μέσα στο σύνολο του προπολεμικού εργατικού κινήματος. Εσωτερικά, η κρίση αυτή συνίσταται σε μια τροποποίηση της ίδιας της μαρξιστικής θεωρίας και πρακτικής, τροποποίηση που φανέρωσαν οι μαρξιστές αλλάζοντας θέση απέναντι στο δικό τους Κράτος και το αστικό σύστημα γενικά. Αποτελεί τελείως επιπόλαιο και λαθεμένο τρόπο αντίληψης της θεωρητικής ουσίας της σύγχρονης κρίσης το να περιοριστούμε στη διαπίστωση ότι η επαναστατική θεωρία του Μαρξ και του Ενγκελς νοθεύτηκε στα χέρια των επιγόνων τους και εν μέρει εγκαταλείφτηκε, και να φανταζόμαστε πως σ΄αυτόν τον πτωχευμένο και παραποιημένο μαρξισμό αντιπαρατίθεται η “καθαρή θεωρία” του μαρξισμού των Μαρξ και Ένγκελς. Γιατί σε τελευταία ανάλυση, η σημερινή κρίση του μαρξισμού είναι πάνω απ΄όλα κρίση της ίδιας της θεωρίας του Μαρξ και του Ένγκελς. Ο ιδεολογικός και δογματικός διαχωρισμός της “καθαρής θεωρίας” από το πραγματικό κίνημα -στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και η συνέχιση της θεωρητικής του ανάπτυξης- αποτελεί και αυτός μια μορφή εκδήλωσης αυτής της κρίσης.

2. Η ιστορική μορφή του μαρξισμού, που στις μέρες μας μπήκε στην κρίσιμη φάση της ανάπτυξής της, προέρχεται από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα:στις χώρες της Ευρώπης, όπου ο καπιταλισμός δεν ήταν ακόμα πλήρως ανεπτυγμένος, το εργατικό κίνημα διαφύλαξε ορισμένα στοιχεία μιας θεωρίας που προέρχονταν από εντελώς άλλες ιστορικές συνθήκες. Πάνω σε αυτήν την ιστορική γένεση του σημερινού μαρξισμού εδρεύει ο διαχωρισμός θεωρίας και πρακτικής, που είναι σύμφυτος στο μαρξισμό από την αρχή κιόλας. Στα πρώτα βήματα της, η θεωρία δεν είναι η “γενική έκφραση των υπαρχόντων ταξικών αγώνων”. Είναι μάλλον το συμπυκνωμένο συμπέρασμα των ταξικών αγώνων μιας προηγούμενης εποχής, χωρίς καμιά άμεση σχέση με τους σύγχρονους ταξικούς αγώνες που ξαναγεννιούνται τώρα μέσα σε ολότελα αλλαγμένες συνθήκες. Αυτός ο διαχωρισμός, που απ΄την αρχή κιόλας εγκαθιδρύθηκε ανάμεσα στη θεωρία και την πρακτική, δεν εξασθένισε στην πορεία της ανάπτυξης. Αντίθετα, ενισχύθηκε.

Αυτή η βάση αποτελεί το στήριγμα τριών χαρακτηριστικών φαινομένων: του “ρεβιζιονισμού”, της “ορθοδοξίας” κι εκείνων των προσπαθειών που από καιρό σε καιρό στοχεύουν στην “αναβίωση” της καθαρής μορφής του αρχικού επαναστατικού μαρξισμού όπως εκφράζεται στην εποχή μας, εδρεύει εξίσου και πάνω σ΄αυτήν την αρχική μορφή του μαρξισμού.

Από το δοκίμιο “Η Κρίση του Μαρξισμού”, το οποίο μπορεί να βρει κανείς στη συλλογή “Γιατί είμαι Μαρξιστής”, εκδόσεις Ύψιλον, μετάφραση Γιάννη Ιωαννίδη, 1980.

Αθανάσιος Γεωργιλάς

Βιβλιοκριτική: Μπούκτσιν, Μαρξισμός και Αναρχισμός

Murray Bookchin, Μαρξισμός & Αναρχισμός, Ένας διάλογος με την Janet Biehl, εκδ. Ισνάφι, Ιωάννινα, Φεβρουάριος 2010. Μετάφραση: Αχιλλέας Φωτάκης, επιμέλεια-επίμετρο: Νίκος Τζ. Σέργης.

Χάρηκα πολύ με την εν λόγω έκδοση, η οποία ανανεώνει το ενδιαφέρον για το έργο του Μπούκτσιν στην Ελλάδα, κι ας μένουν τα σημαντικότερα έργα του ακόμα αμετάφραστα στα ελληνικά. Οι εκδόσεις Ισνάφι είναι ένας μικρός μεν εκδοτικός οίκος, ο οποίος έχει παρουσιάσει εντούτοις πολύ σημαντικές εκδόσεις. Ακριβώς επειδή εκτιμούμε τον εκδότη και τις προσπάθειές του, θεωρούμε σημαντικό να αναδειχθούν κάποια σημαντικά προβλήματα της έκδοσης αυτής.

Καταρχήν, η συνέντευξη αυτή (και όχι «διάλογος») τιτλοφορείται στα αγγλικά “Reflections on Marx and Marxism”, δηλαδή «Στοχασμοί για τον Μαρξ και τον μαρξισμό». Η επιλογή του τίτλου «Μαρξισμός & Αναρχισμός» είναι εντελώς αποπροσανατολιστική, στοχεύοντας ξεκάθαρα να προσελκύσει ευρύτερο κοινό με έναν πιασάρικο τίτλο που όμως δεν ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο. Η συνέντευξη μόνο σε ένα μικρό μέρος ασχολείται με τον αναρχισμό. Μάλλον «πάτημα» για την παραποίηση αυτή βρέθηκε στο γεγονός ότι ο τίτλος του αγγλικού βιβλίου στο οποίο περιλαμβάνεται η συνέντευξη είναι “Anarchism, Marxism, and the Future of the Left”. Εδώ όμως δεν μεταφράστηκε όλο το βιβλίο, το οποίο περιέχει πράγματι εκτενείς αναλύσεις και για τον αναρχισμό και για την αριστερά (π.χ. το δοκίμιο “Wither Anarchism?”). Το βιβλίο περιέχει και πραγματεύσεις του Μαρξ και του μαρξισμού, όπως η εν λόγω συνέντευξη. Αλλά αυτό δεν σημαίνει για παράδειγμα ότι ο μελλοντικός εκδότης του “Wither Anarchism?” δικαιούται να αλλάξει τον τίτλο σε “Wither Anarchism and Marxism?”. Θέλω να πιστεύω ότι ο Μπούκτσιν και η Μπηλ (ή Μπιλ, πάντως όχι «Μπίελ» όπως γράφεται στη σ.5) γνώριζαν επαρκώς το περιεχόμενο της συνέντευξης και τον αντίστοιχο αρμόζοντα τίτλο.

Ακόμα σημαντικότερα προβλήματα γεννά, κατά τη γνώμη μου, η επιμέλεια του βιβλίου. Εδώ φέρει σημαντικό μερίδιο ευθύνης ο εκδότης, ο οποίος οφείλει να επιλέγει προσεκτικά τον επιμελητή του που με κάποιο τρόπο θα πρέπει να είναι εξοικειωμένος με τον εκάστοτε συγγραφέα και το σχετικό θέμα. Ειδικά αν, πέρα από την επιμέλεια, ο επιμελητής παραθέτει κι ένα επίμετρο στο οποίο φιλοδοξεί να διαφωτίσει περισσότερο τους αναγνώστες. Τόσο η επιμέλεια όσο και το επίμετρο της εν λόγω έκδοσης δεν στέκονται στο ύψος του κειμένου. Ειδικά το επίμετρο. Ο εκδότης θα έπρεπε να είναι λοιπόν πιο προσεκτικός. Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι δεν γνώριζε αρχικά πόσο αρνητικά θα επηρεάσει ο επιμελητής την έκδοση όφειλε, αφού του παραδόθηκε μία κακή δουλειά, να αντιδράσει. Αυτή η αδιαφορία των εκδοτών και η τυφλή εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του επιμελητή οδήγησε πρόσφατα, για να αναφέρω ένα παράδειγμα, στην κάκιστη έκδοση ενός αριστουργηματικού βιβλίου του Βίκτορ Σερζ, των επαναστατικών του αναμνήσεων.

Μία γενική παρατήρηση εξαρχής. Ο επιμελητής δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται να συζητήσει σοβαρά τη σκέψη του Μπούκτσιν, ούτε να αποδοθεί σωστά το κείμενο στα ελληνικά, παρά να προβάλλει αβασάνιστα κάποιες δικές του απόψεις και γνώσεις. Αυτό συμβαίνει επίσης συχνά στον χώρο των εκδόσεων όπου εισαγωγές, επίμετρα και σχόλια εντός του κειμένου, μπορεί να καταστρέψουν ένα έργο. Προφανώς για τους επιμελητές, η ίδια η επιμέλεια, εκτός από την απολαβή χρημάτων, προσφέρει και τη δυνατότητα ανάδειξης του εαυτού τους και των ιδεών τους, κάτι που μπορεί να εξυπηρετήσει πολλούς σκοπούς, από την απλή αυτοπροβολή μέχρι την ανέλιξη σε μία ακαδημαϊκή καριέρα. Αυτό από μόνο του δεν είναι αρνητικό. Είναι μέρος της σύγχρονη πραγματικότητας. Εξάλλου, ο ανταγωνιστικός άνθρωπος είναι μάλλον προτιμότερος από τον ευνουχισμένο άνθρωπο (για να θυμηθούμε τον Αντόρνο). Υπάρχει τεράστιο πρόβλημα όμως όταν όλα αυτά οδηγούν σε κακές δουλειές και, εν προκειμένω, στην παραποίηση των ιδεών ενός έντιμου στοχαστή όπως ο Μπούκτσιν.

Ο μακαρίτης ο Μπούκτσιν, δίνει μία συνέντευξη για να εξηγήσει τις πιο ώριμες απόψεις του για τον Μαρξ και τον μαρξισμό. Προσπαθεί να αποτιμήσει το έργο του Μαρξ κριτικά, σεβόμενος ωστόσο τον μεγάλο αυτό στοχαστή. Δυστυχώς, ο Μπούκτσιν δεν απολαμβάνει τον ίδιο σεβασμό, ούτε στο ίδιο το κείμενο ούτε και στο επίμετρο.

Ας έρθουμε αρχικά στο ίδιο το κείμενο. Ο Μπούκτσιν λέει σε κάποια φάση, σύμφωνα με τον επιμελητή (μια υποσημείωση ξεκαθαρίζει ότι η συγκεκριμένη επιλογή είναι δική του, όχι του μεταφραστή – βέβαια ο επιμελητής αναλαμβάνει την ευθύνη ολόκληρης της μετάφραση ούτως ή άλλως): «(Ο Μαρξ) απέφευγε να δώσει κάποιες κατηγορικές προσταγές για τη σοσιαλιστική κοινωνία» (σ.46). Στην πραγματικότητα στο πρωτότυπο ο Μπούκτσιν λέει: «(Ο Μαρξ) απέφευγε να δώσει κάποιες ηθικές συνταγές (prescriptions) για τη σοσιαλιστική κοινωνία». Ή «ηθικές οδηγίες». Αν ήθελε, νομίζω, ο Μπούκτσιν θα είχε την ικανότητα να χρησιμοποιήσει τη φράση “categorical imperatives” αντί για “ethical prescriptions”. Ο επιμελητής οφείλει να σεβαστεί το κείμενο, όχι να αναδείξει μία πιο πνευματώδη και ευστοχότερη κατά τη γνώμη του, αλλά διαφορετική, πρόταση.

Επίσης, σ’ ένα δύσκολο αλλά πολύ σημαντικό σημείο της συνέντευξης, δεν επιλέχθηκε ξανά η ακρίβεια. Λέει ο Μπούκτσιν, σύμφωνα με τον επιμελητή και τον μεταφραστή (σσ. 32-33 – δικές μου οι παραθέσεις των αγγλικών όρων σε παρένθεση): «Εδώ, ένα κακό φαίνεται ότι έγινε για την ανθρωπότητα το μέσο για να απαγκιστρωθεί η ίδια από τη ζωικότητα – και φαίνεται ότι ήταν αναπόφευκτο (unavoidable). Αυτό δεν σημαίνει – όπως θα πίστευαν οι μαρξιστές – ότι το κράτος ήταν «αναπόφευκτο» (“inevitable”). Θα αναδιατύπωνα τα λόγια του Μπακούνιν – και του Μαρξ εξάλλου – και θα έλεγα πως το κράτος ήταν ένα «ιστορικά αναπόφευκτο κακό» (“historically unavoidable evil”), ένα κακό όμως που μπορούμε σήμερα να το εξαλείψουμε τελείως». Εδώ δεν φαίνεται η μετάφραση να μπορεί να ανταπεξέλθει στα δύσκολα. Χρησιμοποιείται η ίδια ελληνική λέξη για δύο διαφορετικές αγγλικές. Δεν γίνεται καμία προσπάθεια να φανεί η περισσότερο επιτακτική διάσταση του inevitable, π.χ. ως αναπόδραστο, και να διακριθεί από το χαλαρότερο unavoidable. Το “historically unavoided” συνδηλώνει ότι δεν κατορθώθηκε εν τέλει ιστορικά το κράτος να αποφευχθεί. Αυτή η συνδήλωση λείπει από το αναπόδραστο στοιχείο του inevitable. Ακόμα και λάθος να κάνω ως προς την εκτίμησή μου, ο επιμελητής κακώς μεταφράζει με μία μόνο ελληνική λέξη, δύο διαφορετικές αγγλικές, σ’ ένα λεπτό σημείο μάλιστα της συνέντευξης.

Αλλού, αλλοιώνεται το νόημα του κειμένου. Στη σ. 9 διαβάζουμε ότι ο Μπούκτσιν λέει: «Η οικολογική πολιτική που προώθησα ήταν τέτοια που (…) θεωρούσε κιόλας τα ανθρώπινα όντα ως τους ηθικούς οικονόμους, τους ηθικούς υπερασπιστές ενός φυσικού κόσμου, των οποίων την εξέλιξη η ανθρώπινη σκέψη θα μπορούσε δυνητικά να καταστήσει αυτοσυνείδητη». Βγάζει μάτια εδώ, και επιβεβαιώνεται από το πρωτότυπο, ότι η εξέλιξη δεν αναφέρεται στα ανθρώπινα όντα («των οποίων»), αλλά στον φυσικό κόσμο (άρα θα έπρεπε να διαβάσουμε: «του οποίου την εξέλιξη»). Επίσης, στο απόσπασμα αυτό αποδίδεται το «stewards» ως «οικονόμοι». Η ίδια λέξη ως ουσιαστικό “stewardship” αποδίδεται αλλού ως «επιστάτης (της πρώτης φύσης)» (σ.16). Η τελευταία επιλογή είναι εντελώς ακατάλληλη για να αποδώσει την ελεύθερη σχέση φύσης και ανθρώπου στην οποία προσβλέπει ο Μπούκτσιν. Πολλά ακόμα σημεία θα μπορούσαν να επισημανθούν, ακατάλληλης απόδοσης ή τυπογραφικών παραλείψεων, αλλά αρκούμαστε σ’ αυτά.

Έρχομαι τώρα στο επίμετρο. Πληροφορούμαστε σε ένα σημείο μεταξύ άλλων ότι ο Μπούκτσιν «αδυνατεί καταφανώς να ανταποκριθεί σε δύσκολα θεωρητικά προβλήματα» (σ. 73). Ο επιμελητής μένει να εννοηθεί ότι ανταποκρίνεται στα δύσκολα, εφόσον μπορεί και κρίνει, και περιμένουμε απ’ αυτόν πια ένα εξαιρετικό επίμετρο το οποίο θα έχει λάβει υπόψη τις σημαντικότερες πτυχές του υπό εξέταση θέματος. Γυρνώντας όμως στη βιβλιογραφία του επιμέτρου, βλέπουμε ότι λείπουν όλα τα σημαντικά έργα του Μπούκτσιν στα οποία πραγματεύεται επισταμένως όλα τα θέματα που απασχολούν τον συγγραφέα του επιμέτρου (ενδεικτικά αναφέρω τα: “The philosophy of social ecology – Essays on dialectical naturalism”, “The Ecology of Freedom: The Emergence and Dissolution of Hierarchy” και “Re-Enchanting Humanity: A Defense of the Human Spirit Against Antihumanism, Misanthropy, Mysticism and Primitivism”). Έχοντας άγνοια αυτών των έργων, ο επιμελητής θα μπορούσε να μην είναι τόσο επικριτικός απέναντι στον Μπούκτσιν, και να διατηρεί κάποιες επιφυλάξεις προτού τον κρίνει καταφανώς αδύναμο να ανταποκριθεί σε δύσκολα θέματα. Αλλά ο επιμελητής, όπως θα δούμε, αντί της συνεπούς ταπεινής στάσης, επιλέγει μία στάση οίησης και παραποίησης.

Θα επισημάνω τώρα μερικά σημεία που επαληθεύουν την εκτίμησή μου. Για τον επιμελητή, ο Μπούκτσιν είναι «αδιάρρηκτα προσδεδεμένος στα δόγματα του θετικισμού, δηλαδή στη διαφωτιστική δοξασία περί ‘προόδου’» (σ.74). Φυσικά δεν μπαίνει στον κόπο να μας εξηγήσει ο επιμελητής τι σημαίνει θετικισμός. Στη σ. 74 τονίζει απλά ότι στα δόγματα του θετικισμού περιλαμβάνεται η «διαφωτιστική δοξασία περί ‘προόδου’». Αλλα στις σελίδες 67-68 έγραφε ότι «απορρίφθηκε αφενός ο θετικισμός και αφετέρου η ιδέα της προόδου», σα να είναι διαφορετικά το ένα από το άλλο. Δεν είναι σαφής λοιπόν ο επιμελητής, είναι αντίθετα αντιφατικός, αλλά ας υποθέσουμε ότι η πίστη στην πρόοδο είναι βασικό στοιχείο του θετικισμού γι’ αυτόν. Ο Μπούκτσιν στα έργα του επιτέθηκε με κουραστικό ρυθμό στον θετικισμό ακολουθώντας σ’ αυτό το σημείο τη Σχολή της Φραγκφούρτης. Προσπαθούσε όμως παράλληλα να διαφυλάξει την έννοια της πρόοδου, εξηγώντας ότι με την έννοια αυτή αναφέρεται στο επίπεδο των δυνατοτήτων που διανοίγει η Ιστορία και οι επαναστατικοί αγώνες, και όχι στο πεδίο της εμπειρικής πραγματικότητας. Δεν θέλω να υπερασπιστώ τον Μπούκτσιν εδώ, ακόμα κι αν συμφωνώ. Απλά, ο επιμελητής όφειλε να τα έχει αυτά υπόψη του και να τα συζητήσει, προτού αποφανθεί για τις ιδέες του Μπούκτσιν περί προόδου. Να μιλήσει επί της ουσίας δηλαδή, κι όχι αόριστα για την «‘επιστημολογική’ στροφή στη Φιλοσοφία της Επιστήμης» στην οποία αναφέρεται (σ.74). Αλλά ο επιμελητής δεν λαμβάνει υπόψη του, ούτε συζητά καν, ακόμα και το κείμενο που επιμελήθηκε Στο ίδιο το κείμενο της συνέντευξης ο Μπούκτσιν μοχθεί να δείξει εν τάχει γιατί δεν είναι ο αφελής υποστηρικτής της Προόδου, όπως τον παρουσιάζουν (σσ. 31-32). Ο επιμελητής αδιαφορεί και δεν συζητά αυτές τις, μάταια διατυπωμένες απ’ ό,τι φαίνεται, ιδέες του Μπούκτσιν. Το μπέρδεμα εδώ είναι τέτοιο ώστε στο οπισθόφυλλο της έκδοσης μαθαίνουμε ότι ένα από τα θεωρητικά προβλήματα του καιρού μας που καλείται να αντιμετωπίσει ο Μπούκτσιν σ’ αυτή τη συνέντευξη, είναι το πώς θα αξιοποιήσουν τα νέα επαναστατικά κινήματα της κληρονομιά του θετικισμού (!!!), πρόβλημα που, έτσι διατυπωμένο, δεν είχε απασχολήσει ποτέ τον Μπούκτσιν.

Ένα ακόμα παράδειγμα: ο επιμελητής ισχυρίζεται ότι για τον Μπούκτσιν «ο φυσικός κόσμος ‘κατακτάται’ από τον άνθρωπο με την αρωγή της τεχνικής» (σ.67). Στις ιδέες του Μπούκτσιν, όπως παρουσιάζονται μάλιστα ακόμα και στη συνέντευξη, ο επιμελητής καταλογίζει ότι «το διαφωτιστικό επιχείρημα περί του ανθρώπου – ‘αντιπάλου’ της φύσης αναπαράγεται σχεδόν αυτολεξεί (…) αν και η ελάχιστη διαφοροποίηση από τον μαρξικό θετικισμό έγκειται στον ισχυρισμό ότι αντί της αδύνατης καθολικής ‘κατάκτησης’, η ανθρωπότητα θα πρέπει απλώς να ‘προσπαθήσει’» (σσ.74-75). Στο ίδιο το κείμενο ωστόσο, ο Μπούκτσιν αντιθέτως ζητάει από τους ανθρώπους να πραγματώσουμε τη δυνατότητά μας να γίνουμε «φύση που έχει καταστεί αυτοσυνειδητή» (σ.41). Κατακεραυνώνει την ιδέα της κυριαρχίας επί της φύσης στη συνέχεια, αλλά δεν αποδέχεται την παθητικότητα μίας ταύτισης με τη φύση, στα πρότυπα του πνευματιστή που θεωρεί τον εαυτό του ένα με τις πέτρες και τα μυρμήγκια. Επιδιώκει την ενότητα στη διαφορά, δηλώνοντας ότι σε μία ορθολογική κοινωνία, «θα έπρεπε να ασκήσουμε έλεγχο επί των φυσικών δυνάμεων ακριβώς με σκοπό να αποκαταστήσουμε την πρώτη φύση» (σ.45). Και πάλι δεν παίρνω θέση. Ο επιμελητής όμως δεν θα έπρεπε να συζητήσει όλα αυτά προτού εύκολα αποφανθεί, και μάλιστα με τρόπο που ανατρέπει όλες τις βασικές θέσεις του Μπούκτσιν επί του θέματος;

Κι ένα τελευταίο παράδειγμα που καταδεικνύει ότι ο επιμελητής δεν διάβασε καν με προσοχή το ίδιο το κείμενο που επιμελήθηκε. Ο Μπούκτσιν, μας λέει ο επιμελητής, δέχεται την έννοια της πρωτοπορίας, «επικαλούμενος το φαιδρό αντεπιχείρημα της καλλιτεχνικής ‘πρωτοπορίας’» (σ.76). Ο καημένος ο Μπούκτσιν αναφέρεται στους καλλιτέχνες στη συνέντευξη μονάχα για να δείξει ως παράδειγμα μία χρήση της λέξης «πρωτοπορία» που δεν προκαλεί αντανακλαστική απέχθεια. Όλα τα επιχειρήματα που επικαλείται μόνο στους καλλιτέχνες δεν αφορούν, κι ας το διαπιστώσει ο αναγνώστης (σσ. 58-63). Ο Σέργης επίσης κατηγορεί τον Μπούκτσιν ότι δεν δείχνει πώς, μαζί με την πρωτοπορία, θα διαφυλάσσεται «η αποτροπή ανάδυσης νέων εξουσιαστικών μηχανισμών» (σ.76). Στην πραγματικότητα, ο Μπούκτσιν αυτό προσπαθεί να δείξει στις προαναφερόμενες σελίδες, όπου αναφέρεται σε λογοδοσία, ανακλητότητα κ.λπ.

Αλλά, όπως είπαμε, ο Μπούκτσιν δεν αντιμετωπίστηκε από τον εκδότη και τον επιμελητή, όπως ο ίδιος αντιμετώπισε τον Μαρξ στη συνέντευξη αυτή. Με σεβασμό και σοβαρότητα. Παρόλα αυτά, το περιεχόμενο της συνέντευξης είναι τόσο σημαντικό ώστε αξίζει ο αναγνώστης να προμηθευτεί το βιβλίο.

Θοδωρής Βελισσάρης

Χέρμπερτ Μαρκούζε: Σοβιετικός Μαρξισμός – Μία κριτική ανάλυση




[Δημοσιεύουμε την εισαγωγή του σημαντικού βιβλίου του Χέρμπερτ Μαρκούζε “Σοβιετικός Μαρξισμός”, σε καινούρια μετάφραση του Γιώργου Στεφανίδη. Μπορεί σήμερα να μην υπάρχει πια σοβιετικός, υπάρχει όμως ακόμα φιλοσοβιετικός μαρξισμός. Το κείμενο του Μαρκούζε αποτελεί παράδειγμα μίας γόνιμης αντιπαράθεσης με τον Μαρξ και τον μαρξισμό. Παρά τα 50 και πλέον χρόνια από την αρχική του δημοσίευση, αμφισβητεί πολλές προκείμενες του παραδοσιακού μαρξισμού και μπορεί να συμβάλλει στο έργο της ανανέωσης της ριζοσπαστικής σκέψης. Για μας, σήμερα, η τελευταία δεν μπορεί παρά να προχωρά μαζί με την μαρξική σκέψη και, συχρόνως, πέρα από αυτήν.]



Αυτή η μελέτη επιχειρεί να αξιολογήσει ορισμένες κύριες τάσεις του σοβιετικού μαρξισμού υπό την έννοια μίας “εμμενούς κριτικής”˙ με άλλα λόγια, αυτή η μελέτη εκκινεί από τις θεωρητικές προκείμενες του σοβιετικού μαρξισμού, αναπτύσσει τις ιδεολογικές και κοινωνιολογικές τους συνέπειες και επανεξετάζει τις προκείμενες υπό το φως αυτών των συνεπειών. Έτσι, η κριτική χρησιμοποιεί τα εννοιολογικά εργαλεία του αντικειμένου της, ήτοι του μαρξισμού, προκειμένου να διασαφηνίσει την πραγματική λειτουργία του μαρξισμού στη σοβιετική κοινωνία και την ιστορική του κατεύθυνση. Αυτή η προσέγγιση συνεπάγεται μία διπλή υπόθεση:

(1) ότι ο σοβιετικός μαρξισμός (τουτέστιν ο λενινισμός, ο σταλινισμός, οι μετα-σταλινικές τάσεις) δεν είναι απλώς μία ιδεολογία που διαδίδεται από το Κρεμλίνο προκειμένου να εξορθολογίσει και να δικαιολογήσει τις πολιτικές του, αλλά εκφράζει με ποικίλους τρόπους την πραγματικότητα των σοβιετικών εξελίξεων. Σε αυτήν την περίπτωση, η έσχατη ένδεια ή ακόμη και δολιότητα της σοβιετικής θεωρίας δεν στρεβλώνει τη βασική της σημασία, αλλά παραπέμπει στους παράγοντες που προκάλεσαν τις καταφανείς θεωρητικές ανεπάρκειες˙

(2) ότι οι αναγνωρίσιμες αντικειμενικές τάσεις και ροπές ενεργοποιούνται στην ιστορία και συνιστούν την ενδιάθετη ορθολογικότητα της ιστορικής διαδικασίας. Επειδή αυτή η υπόθεση παρερμηνεύεται εύκολα ως αποδοχή της εγελιανής μεταφυσικής, επιτρέπεται να πούμε λίγα λόγια εν είδει υπεράσπισης και εξήγησης.

Η πίστη σε αντικειμενικούς ιστορικούς “νόμους” ανήκει πράγματι στον σκληρό πυρήνα της εγελιανής φιλοσοφίας. Σύμφωνα με τον Χέγκελ, αυτοί οι νόμοι είναι η αποκάλυψη του Λόγου – μία υποκειμενική και αντικειμενική δύναμη που ενεργοποιείται στην ιστορική δράση των ανθρώπων και στην υλική και διανοητική κουλτούρα. Έτσι, η ιστορία είναι συγχρόνως μία λογική και τελεολογική διαδικασία, ήτοι η πρόοδος (παρά τις υποτροπές και τις οπισθοχωρήσεις) στη συνείδηση και την πραγματοποίηση της ελευθερίας. Η διαδοχή των κυριότερων σταδίων του πολιτισμού είναι, ως εκ τούτου, ανάβαση σε υψηλότερες μορφές της ανθρωπότητας – ποσοτική και ποιοτική ανάπτυξη. Ο Μαρξ έχει διατηρήσει αυτήν τη βασική έννοια, τροποποιώντας την με αποφασιστικό τρόπο: η ιστορία προοδεύει διαμέσου της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, η οποία συνιστά πρόοδο, όχι στην πραγματοποίηση της ελευθερίας, αλλά στη δημιουργία των αναγκαίων συνθηκών της ελευθερίας˙ οι παραγωγικές δυνάμεις παραμένουν απλώς αναγκαίες συνθήκες στην προοπτική της ταξικής κοινωνίας. Έτσι, σύμφωνα με τον Μαρξ, η ιστορία δεν αποτελεί, βεβαίως, την αποκάλυψη του Λόγου αλλά, πολύ περισσότερο, το αντίθετο˙ ο Λόγος προσιδιάζει μόνο στη μελλοντική αταξική κοινωνία ως μία κοινωνική οργάνωση που προσαρμόζεται στην ελεύθερη ανάπτυξη των ανθρώπινων αναγκών και ικανοτήτων. Ό,τι είναι ιστορία για τον Χέγκελ είναι ακόμη προϊστορία για τον Μαρξ.

Η υπόθεση των ιστορικών νόμων μπορεί να διαχωρισθεί από κάθε τελεολογία. Αυτή η υπόθεση, λοιπόν, σημαίνει ότι η ανάπτυξη ενός συγκεκριμένου κοινωνικού συστήματος, όπως και οι αλλαγές που οδηγούν από ένα κοινωνικό σύστημα στο επόμενο, καθορίζονται από τη δομή την οποία χορηγεί στον εαυτό της η σχετική κοινωνία˙ με άλλα λόγια, καθορίζονται από τη βασική διαίρεση και οργάνωση της κοινωνικής εργασίας. Επίσης, αυτή η υπόθεση σημαίνει ότι οι πολιτικοί και πολιτιστικοί θεσμοί γεννιούνται από τη βασική διαίρεση και οργάνωση και αντιστοιχούν σε αυτήν. Οι πολλαπλές διαστάσεις και απόψεις της κοινωνικής ζωής δεν αποτελούν ένα απλό άθροισμα γεγονότων και δυνάμεων, αλλά συστήνουν μία σαφώς αναγνωρίσιμη συνάφεια, έτσι ώστε οι μακροπρόθεσμες εξελίξεις σε οποιαδήποτε διάσταση πρέπει να συλληφθούν στη σχέση τους προς τη “βάση”. Υπό την προϋπόθεση αυτής της δομικής ενότητας, τα διαδοχικά κοινωνικά συστήματα μπορούν να διακριθούν μεταξύ τους ως ουσιωδώς διαφορετικές μορφές κοινωνίας, της οποίας η γενική κατεύθυνση ανάπτυξης είναι με ευαπόδεικτο τρόπο “προκαθορισμένη” από τη δημιουργία της. Η χαρακτηριστική αδυναμία να προσδιορισθεί η ακριβής ημερομηνία (ακόμη και εντός ενός αιώνα ή περισσότερο) στην οποία ολοκληρώνεται ένα κοινωνικό σύστημα και εκκινεί το επόμενο καταδεικνύει την υποκείμενη τάση που μετασχηματίζει ένα σύστημα σε κάποιο άλλο. Η καινούργια κοινωνία εμφανίζεται εντός του πλαισίου της παλαιάς διαμέσου προσδιορίσιμων αλλαγών στη δομή της – αλλαγές που συντελούνται σωρευτικά μέχρι να παρουσιασθεί η ουσιωδώς διαφορετική δομή. Σε τελευταία ανάλυση, δεν υπάρχουν “εξωγενείς” αιτίες σε αυτήν την αλυσίδα, καθ’ ότι όλοι οι φαινομενικά εξωτερικοί παράγοντες και γεγονότα (όπως οι ανακαλύψεις, οι επεμβάσεις, ο αντίκτυπος απομακρυσμένων δυνάμεων) θα επηρεάσουν την κοινωνική δομή στον βαθμό που το έδαφος έχει προετοιμασθεί για αυτούς, π.χ., αν “συναντήσουν” αντίστοιχες εξελίξεις εντός της σχετικής κοινωνίας ή αν συναντήσουν κοινωνικές επιθυμίες και ανάγκες (όπως η βαρβαρική εισροή στην αποδυναμωμένη ρωμαϊκή αυτοκρατορία ή όπως η επίδραση των διεθνών συναλλαγών και του εμπορίου και οι ανακαλύψεις στις εσωτερικά μεταβαλλόμενες φεουδαρχικές κοινωνίες από τον δέκατο τρίτο στο δέκατο έκτο αιώνα).

Η βασική μορφή της κοινωνικής αναπαραγωγής, μόλις αποκτήσει θεσμική μορφή, δεν καθορίζει την κατεύθυνση της ανάπτυξης μόνον εντός της σχετικής κοινωνίας αλλά και πέρα από αυτήν. Υπό αυτήν την έννοια, η ιστορική διαδικασία είναι ορθολογική και μη αναστρέψιμη. Ως παράδειγμα της ανάπτυξης εντός της κοινωνίας: το παρόν στάδιο της δυτικής βιομηχανικής κοινωνίας, με την αυξανόμενη ιδιωτική και κυβερνητική ρύθμιση της οικονομίας (με άλλα λόγια, με την αυξανόμενη πολιτική οικονομία και κουλτούρα), φαίνεται ως το “λογικό”, τουτέστιν ενδιάθετο, αποτέλεσμα της ελεύθερης πρωτοβουλίας και του ελεύθερου ανταγωνισμού που κυριαρχούσαν στο προηγούμενο στάδιο. Δεν χρειάζονται μαρξιστικές κατηγορίες προκειμένου να διευκρινισθεί, από τη μία πλευρά, η σύνδεση μεταξύ της συγκέντρωσης της οικονομικής δύναμης και των αντίστοιχων πολιτικών και πολιτιστικών αλλαγών και, από την άλλη πλευρά, της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης της αυξανόμενης παραγωγικότητας της εργασίας και της τεχνολογικής προόδου. Ως ένα παράδειγμα της ανάπτυξης πέρα από την κοινωνία: η ανάδυση του φεουδαρχικού συστήματος από τους βασικούς θεσμούς της αγροτικής οικονομίας στην ύστερη ρωμαϊκή αυτοκρατορία υπό την επίδραση της βαρβαρικής φυλετικο-στρατιωτικής οργάνωσης προσφέρει ίσως το σαφέστερο παράδειγμα ενδιάθετης ιστορικής ορθολογικότητας και μη αναστρεψιμότητας. Για τους ίδιους λόγους, οποιοδήποτε και αν είναι το επόμενο στάδιο του βιομηχανικού πολιτισμού, αποτελεί εύλογη πρόβλεψη ότι οι βασικοί θεσμοί της εκτεταμένα εκμηχανισμένης βιομηχανίας και η εκρηκτική αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας που οφείλεται σε αυτήν θα δημιουργήσουν πολιτικούς και πολιτιστικούς θεσμούς, οι οποίοι είναι ανέκκλητα διαφορετικοί από τους αντίστοιχους θεσμούς της φιλελεύθερης περιόδου – μία ιστορική τάση η οποία πιθανόν να υπερβεί ορισμένες από τις τρέχουσες εξόφθαλμες διαφορές μεταξύ του δυτικού και του σοβιετικού συστήματος.

Η σύντομη περιγραφή της έννοιας των αντικειμενικών ιστορικών νόμων μπορεί να συμβάλει στην έκθεση του μη τελεολογικού χαρακτήρα της υπόθεσης. Αυτή η υπόθεση δεν συνεπάγεται κανέναν σκοπό, κανένα “τέλος” προς το οποίο κινείται η ιστορία, κανέναν μεταφυσικό ή πνευματικό Λόγο που διατρέχει τη διαδικασία – μόνον τον θεσμικό προσδιορισμό της˙ επιπροσθέτως, [αυτή η υπόθεση] είναι ένας ιστορικός προσδιορισμός, με άλλα λόγια, δεν είναι με κανέναν τρόπο “αυτόματη”. Εντός του θεσμικού πλαισίου που οι άνθρωποι έχουν χορηγήσει στον εαυτό τους κατά την αλληλεπίδραση με τις κυρίαρχες φυσικές και ιστορικές συνθήκες, η ανάπτυξη προχωρά διαμέσου της δράσης των ανθρώπων – οι άνθρωποι είναι οι ιστορικοί φορείς, ενώ οι επιλογές και οι αποφάσεις ανήκουν σε αυτούς.

Εφαρμόζοντας την υπόθεση στην ερμηνεία του σοβιετικού μαρξισμού, ένας περιορισμός επιβάλλεται εξαρχής. Φαίνεται ότι η καθοριστική τάση δεν μπορεί να ορισθεί απλώς υπό την έννοια της δομής της σοβιετικής κοινωνίας, αλλά πρέπει να ορισθεί υπό την έννοια της αλληλεπίδρασης μεταξύ σοβιετικής και δυτικής κοινωνίας. Ακόμη και η βιαστικότερη έρευνα του σοβιετικού μαρξισμού αντιπαρατίθεται με το γεγονός ότι σχεδόν σε κάθε καμπή της εξέλιξης η σοβιετική θεωρία (και η σοβιετική πολιτική) αντιδρά σε μία αντίστοιχη δυτική εξέλιξη και αντιστρόφως. Αυτή η παραδοχή είναι τόσο προφανής, ώστε δεν θα άξιζε τον κόπο να αναφερθούμε σε αυτήν˙ όμως, είναι γεγονός ότι εξετάζεται με επιπολαιότητα, ότι διερευνάται απλώς αναφορικά προς τη διπλωματία και την προπαγάνδα ή ότι γίνεται αντιληπτή ως διευθετήσεις σκοπιμοτήτων, ως βραχυπρόθεσμες προσαρμογές, κοκ. Ωστόσο, η αλληλεπίδραση φαίνεται ότι έχει μεγαλύτερη σημασία και ότι εκφράζει έναν ουσιώδη δεσμό μεταξύ των δύο συγκρουόμενων συστημάτων, επηρεάζοντας την ίδια τη δομή της σοβιετικής κοινωνίας. Στην πλέον ορατή μορφή του, ο δεσμός φανερώνεται στην κοινή τεχνικο-οικονομική βάση των δύο συστημάτων, τουτέστιν στην εκμηχανισμένη (και αυξανόμενα εκμηχανισμένη) βιομηχανία ως την κινητήρια δύναμη της κοινωνικής οργάνωσης σε όλες τις σφαίρες της ζωής. Απέναντι σε αυτόν τον κοινό τεχνικο-οικονομικό παρανομαστή βρίσκεται η άκρως διαφορετική θεσμική δομή – από τη μία πλευρά, ιδιωτική πρωτοβουλία, από την άλλη πλευρά, κρατικοποιημένη πρωτοβουλία. Θα κατισχύσει τελικά η κοινή τεχνικο-οικονομική βάση πάνω και ενάντια στους διαφορετικούς κοινωνικούς θεσμούς ή θα εξακολουθήσουν οι τελευταίοι να διευρύνουν τη διαφορά στην εκμετάλλευση των παραγωγικών δυνάμεων στα δύο κοινωνικά συστήματα; (Σύμφωνα με τη μαρξική θεωρία, η τεχνικο-οικονομική βάση είναι ουδέτερη καθ’ εαυτήν και επιδεκτική τόσο της καπιταλιστικής όσο και της σοσιαλιστικής εκμετάλλευσης, καθώς η απόφαση εξαρτάται από την έκβαση της ταξικής πάλης – μία έννοια που φωτίζει καθαρά τα όρια του μαρξικού “ντετερμινισμού”.) Η ερώτηση παίζει έναν αποφασιστικό ρόλο στην αξιολόγηση μίας διεθνούς δυναμικής και των προοπτικών ενός παγκόσμιου “κρατικού καπιταλισμού” ή σοσιαλισμού˙ η πραγμάτευση του παραπάνω ερωτήματος υπερβαίνει την εμβέλεια αυτής της μελέτης, η οποία, ωστόσο, μπορεί να παράσχει αρκετό προκαταρκτικό υλικό.

Η αλληλεπίδραση μεταξύ των δυτικών και των σοβιετικών εξελίξεων, η οποία δεν αποτελεί διόλου έναν εξωτερικό παράγοντα, προσιδιάζει στην καθοριστική ιστορική τάση – τόσο στον ιστορικό “νόμο” που κυβερνά τον σοβιετικό μαρξισμό όσο και στην πραγματικότητα που αντανακλάται στον σοβιετικό μαρξισμό. Εξαρχής, η συγκεκριμένη διεθνής δυναμική που απελευθερώθηκε από τη μεταμόρφωση του “κλασικού” καπιταλισμού σε οργανωμένο καπιταλισμό (με μαρξικούς όρους, μονοπωλιακό καπιταλισμό) καθορίζει τον σοβιετικό μαρξισμό – στο λενινικό δόγμα της πρωτοπορίας, στην έννοια του “σοσιαλισμού σε μία χώρα”, στον θρίαμβο του σταλινισμού πάνω στον τροτσκισμό και τους παλαιούς μπολσεβίκους, στην παρατεταμένη προτεραιότητα της βαριάς βιομηχανίας, στη συνέχιση της οπισθοδρομικής ολοκληρωτικής συγκεντροποίησης. Όσα αναφέρθηκαν αποτελούν υπό αυστηρή έννοια αντιδράσεις στην (με μαρξικούς όρους, “ανώμαλη”) ανάπτυξη και αναπροσαρμογή της δυτικής βιομηχανικής κοινωνίας, όπως και στην παρακμή της επαναστατικής δυναμικής του δυτικού κόσμου που προκλήθηκε από την παραπάνω αναπροσαρμογή. Ο βαθμός στον οποίο αυτές οι εξελίξεις έχουν διαμορφώσει τον σοβιετικό μαρξισμό μπορεί να φωτισθεί από τη λειτουργία του όρου “συνύπαρξη”. Η έννοια της συνύπαρξης έχει λάβει πολύ διαφορετικές σημασίες στον σοβιετικό μαρξισμό – οι οποίες εκτείνονται από μία βραχυπρόθεσμη ανάγκη τακτικής έως έναν μακροπρόθεσμο στόχο. Ωστόσο, η ίδια η διάκριση μεταξύ “βραχυπρόθεσμου” και “μακροπρόθεσμου” στερείται σημασίας, αν δεν χρησιμοποιηθούν αναγνωρίσιμα κριτήρια μέτρησης, τα οποία με τη σειρά τους προϋποθέτουν μία ευαπόδεικτη θεωρητική αξιολόγηση της ιστορικής κατεύθυνσης των σοβιετικών εξελίξεων. Στη γλώσσα του σοβιετικού μαρξισμού καθετί είναι βραχυπρόθεσμο, αν συγκριθεί με το έσχατο γεγονός του παγκόσμιου κομμουνισμού. Πέρα από την επικράτεια αυτής της γλώσσας, δεν είναι λογικό να αποκαλούνται “βραχυπρόθεσμες” πολιτικές, οι οποίες μπορεί να διαρκέσουν δεκαετίες και οι οποίες επιβάλλονται, όχι από τις πολιτικές διακυμάνσεις, αλλά από τη δομή της διεθνούς κατάστασης. Καθώς εξετάζεται σε αυτό το πλαίσιο, η συνύπαρξη είναι ίσως το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα της σύγχρονης περιόδου, ήτοι η συνάντηση δύο ανταγωνιστικών μορφών του βιομηχανικού πολιτισμού, οι οποίες διαγκωνίζονται στην ίδια διεθνή αρένα, χωρίς κάποια εκ των δύο να είναι τόσο ισχυρή ώστε να αντικαταστήσει την άλλη. Αυτή η σχετική αδυναμία των δύο συστημάτων είναι χαρακτηριστική των σχετικών δομών τους και, συνεπώς, ενός μακροπρόθεσμου παράγοντα˙ το τέλος της αποτελεσματικότητας ενός συστήματος θα ήταν ισοδύναμο με το τέλος του συστήματος. Στη δυτική βιομηχανική κοινωνία, η αδυναμία εκπηγάζει από τον σταθερό κίνδυνο της υπερπαραγωγής σε μία παγκόσμια αγορά που συρρικνώνεται και των σοβαρών κοινωνικών και οικονομικών αποδιαρθρώσεων˙ αυτός ο κίνδυνος απαιτεί σταθερά πολιτικά αντίμετρα, τα οποία με τη σειρά τους περιορίζουν την οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη του συστήματος. Από την άλλη πλευρά, το σοβιετικό σύστημα εξακολουθεί να υποφέρει από τη μάστιγα της υποπαραγωγής, η οποία διαιωνίζεται από τις στρατιωτικές και πολιτικές δεσμεύσεις απέναντι στον αναπτυγμένο δυτικό κόσμο. Οι επιπτώσεις αυτής της δυναμικής θα ερευνηθούν στα επόμενα κεφάλαια.

Η εξέλιξη από τον λενινισμό στον σταλινισμό και εκείθεν θα εξετασθεί ως το αποτέλεσμα, στα κύρια στάδια και γνωρίσματά του, ενός “ανώμαλου” αστερισμού, στον οποίο θα οικοδομούνταν μία σοσιαλιστική[1] κοινωνία που περισσότερο συνυπάρχει παρά διαδέχεται την καπιταλιστική κοινωνία, ως ο ανταγωνιστής παρά ως ο κληρονόμος της. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι πολιτικές (όπως η σταλινική εκβιομηχάνιση) που καθόρισαν τη θεμελιώδη τάση της σοβιετικής κοινωνίας ήταν μία αδυσώπητη αναγκαιότητα. Υπήρχαν εναλλακτικές δυνατότητες, αλλά συνιστούσαν με εμφατικό τρόπο ιστορικές εναλλακτικές δυνατότητες – “επιλογές” που παρουσιάσθηκαν στις τάξεις οι οποίες έδωσαν τους μεγάλους κοινωνικούς αγώνες του μεσοπολέμου παρά επιλογές που ήταν στη διακριτική ευχέρεια της σοβιετικής ηγεσίας. Η έκβαση αποφασίσθηκε σε αυτόν τον αγώνα˙ αποφασίσθηκε στην Ευρώπη έως το 1923. Η σοβιετική ηγεσία δεν πήρε αυτήν την απόφαση, μολονότι συνέβαλε σε αυτήν (εκείνη την περίοδο συνέβαλε πιθανότατα σε μικρότερο βαθμό από αυτόν που συνήθως υποτίθεται).

Αν αυτές οι προτάσεις μπορούν να επιβεβαιωθούν, το ερώτημα αν η σοβιετική ηγεσία καθοδηγείται ή όχι από μαρξιστικές αρχές στερείται σημασίας˙ μόλις ενσωματωθεί στους θεμελιώδεις θεσμούς και στόχους της καινούργιας κοινωνίας, ο μαρξισμός υπόκειται σε μία ιστορική δυναμική που υπερβαίνει τις προθέσεις της ηγεσίας και στην οποία υποτάσσονται οι ίδιοι οι εκμεταλλευτές. Η εμμενής εξέταση του σοβιετικού μαρξισμού μπορεί να συντελέσει στην αναγνώριση αυτής της δυναμικής, στην οποία υπόκειται η ίδια η ηγεσία – όσο αυτόνομη ή ολοκληρωτική και αν είναι. Έτσι, εξετάζοντας τον σοβιετικό μαρξισμό και την (θεωρητική) κατάσταση από την οποία γεννήθηκε, δεν ασχολούμαστε με την αφηρημένη, δογματική εγκυρότητα αλλά με τις συγκεκριμένες πολιτικές και οικονομικές τάσεις, οι οποίες μπορεί να φωτίσουν επικείμενες πιθανές εξελίξεις.

Πρέπει να πούμε λίγα λόγια προκειμένου να δικαιολογήσουμε μία τέτοια προσέγγιση. Η μαρξική θεωρία διατείνεται ότι είναι μία ουσιωδώς καινούργια φιλοσοφία, ουσιαστικά διαφορετική από την κύρια παράδοση της δυτικής φιλοσοφίας. Ο μαρξισμός αξιώνει να εκπληρώσει αυτήν την παράδοση μεταβαίνοντας από την ιδεολογία στην πραγματικότητα, από τη φιλοσοφική ερμηνεία στην πολιτική δράση. Για αυτόν τον σκοπό, ο μαρξισμός δεν επανακαθορίζει απλώς τις κύριες κατηγορίες και τρόπους της σκέψης, αλλά επανακαθορίζει τη διάσταση της επαλήθευσής τους˙ η εγκυρότητά τους πρέπει να καθορισθεί από την ιστορική κατάσταση και τη δράση του προλεταριάτου. Υπάρχει θεωρητική συνέχεια μεταξύ της πρώιμης μαρξικής έννοιας του προλεταριάτου ως της εξαντικειμενικευμένης αλήθειας της καπιταλιστικής κοινωνίας και της σοβιετικο-μαρξιστικής έννοιας της partinost (της αφοσίωσης στο κόμμα).

Υπό αυτές τις συνθήκες, η κριτική που απλώς εφαρμόζει τα παραδοσιακά κριτήρια της φιλοσοφικής αλήθειας στον σοβιετικό μαρξισμό δεν επιτυγχάνει, υπό αυστηρή έννοια, τον στόχο της. Αυτή η κριτική, όσο ισχυρή και γερά θεμελιωμένη και αν είναι, αδρανοποιείται από το επιχείρημα ότι τα εννοιολογικά της θεμέλια έχουν κλονισθεί από τη μαρξιστική μετάβαση σε μία διαφορετική περιοχή της ιστορικής και θεωρητικής επαλήθευσης. Έτσι, η ίδια η μαρξιστική διάσταση φαίνεται να μένει ανέπαφη, διότι μένει εκτός του επιχειρήματος. Όμως, αν η κριτική εισέλθει σε αυτήν τη διάσταση, εξετάζοντας την ανάπτυξη και τη χρήση των μαρξιστικών κατηγοριών υπό τους όρους του οικείου τους ισχυρισμού και περιεχομένου, δύναται να εισχωρήσει στο πραγματικό περιεχόμενο κάτω από την ιδεολογική και πολιτική μορφή με την οποία παρουσιάζεται.
Η κριτική του σοβιετικού μαρξισμού “από έξω” πρέπει είτε να απορρίπτει τις θεωρητικές του απόπειρες ως “προπαγάνδα” είτε να τις εκλαμβάνει κατ’ όνομα, ήτοι ως φιλοσοφία ή κοινωνιολογία με την παραδοσιακή έννοια αυτών των επιστημονικών κλάδων. Η πρώτη εκδοχή φαίνεται να αποφεύγει την ερώτηση αναφορικά με την πραγματική σημασία του σοβιετικού μαρξισμού και τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η διάκριση[2]. Η δεύτερη εκδοχή εμπλέκεται σε φιλοσοφικές και κοινωνιολογικές αντιπαραθέσεις εκτός του πλαισίου στο οποίο παρουσιάζονται οι σοβιετικο-μαρξιστικές θεωρίες και το οποίο είναι ουσιώδες για τη σημασία τους. Καθώς αντιμετωπίζονται με αυτόν τον τρόπο, ως αντικείμενα στην ιστορία της φιλοσοφικής ή κοινωνιολογικής σκέψης, τα άρθρα του Σύντομου Φιλοσοφικού Λεξικού, π.χ., ή η συζήτηση περί λογικής του 1950-51, στερούνται εντελώς σημασίας – τα φιλοσοφικά τους σφάλματα είναι καταφανή σε κάθε μορφωμένο άνθρωπο˙ η λειτουργία τους δεν είναι η ακαδημαϊκή διατύπωση καθολικά έγκυρων κατηγοριών και τεχνικών σκέψης αλλά ο καθορισμός της σχέσης τους προς την πολιτική πραγματικότητα[3]. Αντιθέτως, μία εμμενής κριτική, η οποία δεν εξετάζει διόλου αυτές τις θεωρίες κατ’ όνομα, θα μπορούσε να αποκαλύψει την πολιτική απόβλεψη που συνιστά το πραγματικό τους περιεχόμενο. Η προσέγγιση που προτείνεται εδώ μετατοπίζει την έμφαση της κριτικής από τις θεαματικές δημόσιες αντιπαραθέσεις, όπως η δημόσια συζήτηση σχετικά με την υπόθεση Aleksandrov ή η συζήτηση περί λογικής και γλώσσας, σε βασικές τάσεις στον σοβιετικό μαρξισμό και χρησιμοποιεί τις πρώτες μόνον ως παράδειγμα των τελευταίων.

Η εμμενής κριτική συντελείται υπό την προϋπόθεση ότι η μαρξική θεωρία παίζει αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση και την εκτέλεση της σοβιετικής πολιτικής και ότι από τη σοβιετική χρήση της μαρξικής θεωρίας μπορούν να συναχθούν συμπεράσματα για την εθνική και διεθνή ανάπτυξη του σοβιετικού κράτους. Το γεγονός είναι ότι το μπολσεβίκικο κόμμα και η μπολσεβίκικη επανάσταση εξελίχθηκαν, σε σημαντικό βαθμό, σύμφωνα με μαρξιστικές αρχές και ότι η σταλινική ανασυγκρότηση της σοβιετικής κοινωνίας βασίσθηκε στον λενινισμό, ο οποίος ήταν μία συγκεκριμένη ερμηνεία της μαρξικής θεωρίας και πράξης. Έτσι, η ιδεολογία γίνεται αποφασιστικό κομμάτι της πραγματικότητας, παρά το γεγονός ότι χρησιμοποιήθηκε ως όργανο κυριάρχησης και προπαγάνδας. Για αυτόν τον λόγο, η επαναλαμβανόμενη σύγκριση του σοβιετικού μαρξισμού με την προ-σοβιετική μαρξική θεωρία θα είναι αναγκαία. Το πρόβλημα των σοβιετικών “αναθεωρήσεων” της μαρξικής θεωρίας δεν θα εξετασθεί ως πρόβλημα του μαρξικού δογματισμού˙ πολύ περισσότερο, η σχέση μεταξύ των διαφόρων μορφών και σταδίων του μαρξισμού θα χρησιμοποιηθεί ως ένδειξη του τρόπου με τον οποίο η σοβιετική ηγεσία ερμηνεύει και αξιολογεί τη μεταβαλλόμενη ιστορική κατάσταση ως το πλαίσιο για τις πολιτικές της αποφάσεις.

Ο σοβιετικός μαρξισμός έχει προσλάβει τον χαρακτήρα μίας “συμπεριφορικής επιστήμης”. Οι περισσότερες από τις θεωρητικές του διακηρύξεις έχουν μία πραγματιστική, εργαλειακή απόβλεψη˙ χρησιμεύουν στην εξήγηση, δικαιολόγηση, προαγωγή και καθοδήγηση ορισμένων δράσεων και συμπεριφορών, οι οποίες είναι πραγματικά “δεδομένα” για αυτές τις διακηρύξεις. Αυτές οι δράσεις και συμπεριφορές (για παράδειγμα, η επιταχυμένη κολεκτιβοποίηση της οικονομίας, ο σταχανοφισμός, η αναπόσπαστη αντι-δυτική ιδεολογία, η εμμονή στον αντικειμενικό καθορισμό των βασικών οικονομικών νόμων υπό τον σοσιαλισμό) εξορθολογίζονται και δικαιολογούνται υπό το πρίσμα του κληρονομημένου σώματος του “μαρξισμού-λενινισμού”, το οποίο η σοβιετική ηγεσία εφαρμόζει στη μεταβαλλόμενη ιστορική κατάσταση. Όμως, είναι ακριβώς ο πραγματιστικός, συμπεριφορικός χαρακτήρας του σοβιετικού μαρξισμού που τον μετατρέπει σε αναντικατάστατο εργαλείο για την κατανόηση των σοβιετικών εξελίξεων. Οι θεωρητικές διακηρύξεις του σοβιετικού μαρξισμού, στην πραγματιστική τους λειτουργία, καθορίζουν την τάση των σοβιετικών εξελίξεων.

Κατ’ επέκταση, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της εξωτερικής διατύπωσης και της πραγματικής σημασίας των σοβιετικο-μαρξιστικών δηλώσεων. Αυτή η διάκριση δεν διεξάγεται υπό τον βολικό όρο “αισώπεια γλώσσα”, ο οποίος συγκαλύπτει παρά υπογραμμίζει την πραγματική διάκριση. Βεβαίως, στη σοβιετική τους χρήση η σημασία των όρων “δημοκρατία”, “ειρήνη”, “ελευθερία”, κοκ. διαφέρει πολύ από τη σημασία που γίνεται κατανοητή στον δυτικό κόσμο – όμως, το ίδιο ισχύει με τη σημασία των όρων “επανάσταση” και “δικτατορία του προλεταριάτου”. Η σοβιετική χρήση επανακαθορίζει, επίσης, τη σημασία συγκεκριμένων μαρξικών εννοιών. Οι τελευταίες μεταμορφώνονται, καθ’ όσον ο σοβιετικός μαρξισμός ισχυρίζεται ότι είναι μαρξισμός εντός και προς όφελος μίας καινούργιας ιστορικής κατάστασης˙ σχηματίζουν τη μαρξιστική απάντηση στις θεμελιώδεις οικονομικές και πολιτικές αλλαγές κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του αιώνα.

Από αυτήν την οπτική γωνία, ο σοβιετικός μαρξισμός εμφανίζεται ως η απόπειρα να συμφιλιωθεί το κληρονομημένο σώμα της μαρξικής θεωρίας με την ιστορική κατάσταση, η οποία φάνηκε να στρεβλώνει την κεντρική έννοια της ίδιας της θεωρίας, ήτοι τη μαρξική έννοια της μετάβασης από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό. Πριν από τη συζήτηση του σοβιετικού μαρξισμού, πρέπει, κατ’ επέκταση, να περιγράψουμε τόσο την ιστορική όσο και τη θεωρητική κατάσταση από την οποία εκπήγασε ο σοβιετικός μαρξισμός. Πρέπει να προσπαθήσουμε να αναγνωρίσουμε το σημείο κατά το οποίο η ιστορική ανάπτυξη φάνηκε να καταρρίπτει τη μαρξική ανάλυση. Αυτό είναι το κρίσιμο σημείο για την κατανόηση του σοβιετικού μαρξισμού.

Το πρώτο τμήμα αυτής της μελέτης επιδιώκει να αναλύσει τις βασικές έννοιες χάριν των οποίων ο σοβιετικός μαρξισμός εμφανίζεται ως μία ενοποιημένη θεωρία της σύγχρονης ιστορίας και κοινωνίας. Λαμβάνουμε αυτές τις έννοιες στη δογματική τους μορφή απλώς και μόνο για να τις αναπτύξουμε στο πλαίσιο των κοινωνικών και πολιτικών διαδικασιών, τις οποίες ερμηνεύουν και από τις οποίες μονάχα αντλούν τη σημασία τους. Η έμφαση δίδεται ολωσδιόλου στις ροπές που ο σοβιετικός μαρξισμός φαίνεται να αντανακλά και να προλαμβάνει. Έτσι, ενώ το πρώτο τμήμα εστιάζει πάνω στους αντικειμενικούς παράγοντες που υπόκεινται στον σοβιετικό μαρξισμό, το δεύτερο τμήμα πραγματεύεται τον υποκειμενικό παράγοντα, δηλαδή το “ανθρώπινο υλικό” που υποτίθεται ότι ακολουθεί την ηγεσία και πετυχαίνει τους τεθειμένους από τον σοβιετικό μαρξισμό σκοπούς. Το υλικό για αυτό το τμήμα έχει ληφθεί από τη σοβιετική ηθική [ethical] φιλοσοφία.

—————————————————————————————————–

[1] Σε αυτήν τη μελέτη η χρήση του όρου “σοσιαλιστικός, -ή, -ό” για τη σοβιετική κοινωνία δεν συνεπάγεται σε κανένα σημείο ότι αυτή η κοινωνία είναι σοσιαλιστική με την έννοια που την οραματίσθηκε ο Μαρξ και ο Ένγκελς. Ωστόσο, υποτίθεται ότι η αρχική πρόθεση και στόχος της μπολσεβίκικης επανάστασης ήταν η οικοδόμηση μίας σοσιαλιστικής κοινωνίας.
[2] Βλέπε παρακάτω σελ. 39 κ.έ.
[3] Βλέπε Κεφάλαιο 5.