Δεν ξέρουμε αν ήταν αιτία ή αφορμή. Δεν ψάχναμε αιτία κι αφορμή, υπήρχαν πολλές. Κάθε μέρα οργή. Και η οργή μεγάλωσε. Έγινε λάβα κι έκαψε ό,τι βρήκε στο δρόμο. Μέσα απ’τη στάχτη αναπήδησε η ελπίδα. Κάτι γίνεται ακόμα, δεν τελείωσαν όλα. Αυτές οι μέρες είχαν κάτι μαγικό. Και ξέρουμε οτι οι δολοφόνοι και οι ειδήμονες θα το κάνουν δέκα άψυχες γραμμές σ’ένα βιβλίο ιστορίας σε κάποια χρόνια. Πολλοί όμως το ζήσαμε. Και τις αναμνήσεις δεν τις σκοτώνει κανείς…
Πορείες με αυθόρμητη αγανάκτηση και οργή, συνελεύσεις για το συντονισμό της δράσης, συγκρούσεις και οδοφράγματα και ένα αίσθημα οτι παίρνουμε τις ζωές στα χέρια μας. Θέλουμε όμως την αυτοθέσμιση όχι μόνο εδώ [στο δρόμο] και τώρα [που το σύστημα παρουσίασε πάλι το φριχτό του πρόσωπο] αλλά παντού [σε κάθε πυχή της ζωής μας] και πάντα [σταθερές δομές με επαναστατικό περιεχόμενο και μορφή]. Κάτι τέτοιο δεν συνιστά απλά μια πρόταση αλλά το δρόμο για τη συνέχιση και κλιμάκωση του αγώνα.
Πώς όμως θα γίνει αυτό; Με ποιον τρόπο; Αν δεχθούμε τους εαυτούς μας ως κομμάτια αυτής της κοινωνίας που για πολλούς λόγους (δυνατότητα σπουδών, συνεύρεσης σε ανοιχτούς κοινωνικούς χώρους) αλλα και λόγω δικής μας επιλογής, έχουμε το όραμα μιας άλλης κοινωνίας και τις συνθήκες για να το επιτύχουμε, τότε η αναζήτηση απαντήσεων σε αυτά τα ερωτήματα οφείλει να αποτελεί προτεραιότητα. Ο τρόπος θα μπορούσε ίσως να βρεθεί μέσα απο μια προσπάθεια ανάλυσης της πραγματικότητας καθώς και μια κοινωνικο-ιστορική ανάλυση.
Μετά τη δολοφονία του Σαββάτου, η κοινωνική έκρηξη ηταν πρωτοφανής. Πολλά κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας και κυρίως μαθητές., φοιτητές, μετανάστες και άλλοι καταπιεσμένοι πρωτοστάτησαν στη εξέγερση. Η σύνθεση του κόσμου δηλώνει ότι ο κόσμος αυτός βιώνει το μεγαλύτερο μερίδιο της καταστολής αλλά και ότι αντιδράει σε αυτήν. Ό,τι ενίοτε αντιτίθεται στην αστυνομοκρατία και στο δόγμα «τάξη και ασφάλεια».
Καταπίεση φυσικά υφίστανται και οι εργαζόμενοι. Σε καμία περίπτωση δεν παραγνωρίζεται η ταξική εκμετάλλευση. Όμως οι εργαζόμενοι, είτε γιατί είναι κατακερματισμένοι ως σύνολο και δε μπορούν να βρεθούν σε μαζική κλίμακα (τα εργαστάσια απασχολούν όλο και μικρότερο αριθμό εργατών π.χ.) και πολλοί ζουν χωρίς καν ασφάλιση, είτε γιατί μένουν προσκολλημένοι στην ιδιοτέλεια ή το ταξικό συνδικαλιστικό συμφέρον (Π.Α.Μ.Ε.) αδυνατώντας να αντιληφθούν τους εαυτούς τους πέρα από εργαζόμενους μόνο, είτε τέλος γιατί δεν μπορούν δυστυχώς να αγκαλιάσουν και ένα άλλο κίνημα σαν αυτό με διαφορετικά πολιτικά χαρακτηριστικά, έμειναν πίσω. Από την άλλη, σίγουρα η ένταση των γεγονότων και η δικαιολογημένη οργή δεν αφήνουν περιθώρια να σκεφτούμε ότι ήταν απλά μια αντίδραση, αλλά ότι υπήρχαν βαθύτερα αίτια (οικονομική κρίση, ανεργία, έλλειψη εκπροσώπησης σε δημόσιους θεσμούς, απαξίωση της κοινωνικής ζωής κτλ…).
Έτσι μια γενικευμένη διάθεση αυτοθέσμισης εκφράστηκε στο δρόμο από τους ίδιους τους εξεγερμένους, μια μορφή που ξεπερνάει μια απλή ταξική ανάλυση. Τόσο σε ιδεολογικό επίπεδο (το «Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι» έγινε το κεντρικό σύνθημα), όσο και σε θεσμικό (συγκρούσεις μαθητών σε τμήματα, καταλήψεις, φωτιές σε τράπεζες και υπερπολυτελή καταστήματα), η εξέγερση αμφισβήτησε με κάποιον τρόπο τις δομές του συστήματος. Μένει να δούμε αν αυτό μπορεί να οδηγήσει και σε μια αντικατάσταση των θεσμών του συστήματος με άλλους με πιο ελευθεριακό προσανατολισμό.
Το ζήτημα αυτό δεν μπήκε ρητά από τους εξεγερμένους. Επειδή όμως είμαστε κι εμείς κομμάτια αυτής της εξέγερσης, το να το θέσουμε συνειδητά, δεν αποτελεί καπέλωμα. Έτσι, αντιλαμβανόμενοι τους εαυτούς μας ως κομμάτια διαφόρων δυναμικών κοινωνικών ανταγωνισμών από πριν, όπως και τώρα, καθώς και στο μέλλον, δεν μπορούμε να προσεγγίσουμε την πραγματικότητα μόνο στο πως είναι ή φαίνεται αυτή τη δεδομένη χρονική στιγμή. Δρώντας μέσα στην κοινωνία, δεν βλέπουμε μόνο πως είναι αλλά και πως θα μπορούσε να είναι. Ως μια δυναμική ολότητα, αυτή τη στιγμή η κοινωνία (ή καλύτερα ένα υπολογίσιμο μέρος της) δείχνει να απαξιώνει τους θεσμούς της και να αποκτά κάποια σπέρματα επαναστατικότητας. Αυτά θα μπορούσαν ίσως να εκφραστούν αν υπήρχε ή αν δημιουργήσουμε ένα κατάλληλο πολιτικό πεδίο έτσι ώστε να αναπτυχθούν αλλά και να αντιπαρατεθούν τόσο μεταξύ τους όσο και με τα διάφορα lifestyle (του καναπέ και του καφέ) και τις κάθε είδους κυριαρχικές κοινωνικές τάσεις (του ρατσισμού, του σεξισμού). Ένα πολιτικό πεδίο δηλαδή ενάντια στο κυρίαρχο σύστημα αξιών.
Προσπαθώντας να προσδιορίσουμε το πεδίο αυτό,τουλάχιστον στη μορφή του, για να αντιτίθεται στο σύγχρονο πολιτικό σύστημα της αντιπροσώπευσης, των κομμάτων και της ιεραρχίας οφείλει να έχει αμεσοδημοκρατικά χαρακτηριστικά. Αυτό σημαίνει οτι είναι ένας στίβος αντιπαράθεσης και σύγκρουσης λόγων μη αποκλειόμενων προσώπων. Ταυτόχρονα και η εξουσία οφείλει να μοιράζεται ισόποσα τόσο υλικά (προσπάθεια να εκκινούν όλοι με ίση πολιτική και οικονομική εξουσία) όσο και ιδεολογικά και πρακτικα (ίσο λόγο, κανένας διαχωρισμός που αφορά την ταυτότητα). Ετσι ένας φασίστας ακυρώνεται (οχι ομως σαν παρουσία) απο την ίδια τη συνέλευση (ως σώμα), αφου με το λόγο της αποκλείει ένα μεγάλο μέρος της (μετανάστες). Εξάλλου η άμεση δημοκρατία γεννήθηκε εκεί όπου άνθρωποι ένιωθαν την ανάγκη να μην αφήσουν μια ολιγαρχία να διαχειρίζεται τη ζωή τους. Τέλος αίρεται κατ’αυτόν τον τρόπο ο διαχωρισμός αυτών που αποφασίζουν και εκείνων που εκτέλουν. Αυτό γιατί σε μια τέτοια διαδικασία υπάρχει η δυνατότητα να συμμετέχει κανείς, κατέχοντας την ίδια εξούσια, τόσο στη λήψη αποφάσεων (ο καθένας επηρεάζει και επηρεάζεται από το σώμα) όσο και στην υλοποίησή τους (η εξουσία για την υλοποίηση των αποφάσεων δεν ανήκει σε κάποια αρχή αλλά στη συνέλευση).
Εκτός όμως απο αυτά ένα άλλο το οποίο έχει μεγάλη σημασία(και στο οποίο πρέπει να δοθεί βαρύτητα), είναι το γεγόνος ότι δημιουργώντας ένα θεσμό όπως μια αμεσοδημοκρατική συνέλευση πολιτών δίνεται μια επιπλέον ευκαιρία για την προώθηση επαναστατικών ιδεών και ζύμωσή τους στην κοινωνία καθώς και η δυνατότητα για θεσμοποίηση μιας εξουσίας που θα αφορά τη ληψη μέτρων εδώ και τώρα. Ετσι ούτε περιμένουμε μέσω ιεραρχικών θεσμών όπως τα κόμματα να ανέλθουν στην εξουσία για να εφαρμόσουν ίσως κάτι πιο προροδευτικό, ενώ ταυτόχρονα υπάρχει και ένα είδος προώθησης μιας αντικουλτούρας, και αξιών ενάντια στα κυρίαρχα σημερινά lifestyle, κάτι τρομερά σημαντικό, αν αναλογιστούμε την τραγική έλλειψη ύπαρξης τέτοιων πεδίων, σε αντίθεση με το σύστημα που διαθέτει μια σειρά από τέτοια πεδία (Μ.Μ.Ε., σχολικούς εξουσιαστικούς θεσμούς) και προωθεί ένα διάχυτο αίσθημα ρατσισμού, σεξισμού, κτλ.
Τέλος, ανοίγεται και ένας δρόμος για να αποφύγουμε ατα αδιέξοδα που προκαλεί μόνο μια μια μονολιθική ταξική ανάλυση, χωρίς να χάνουμε όμως ταυτόχρονα και την κοινωνική μας επιρροή. Έτσι μπορούν οι επιμέρους ταυτότητες να εκφραστούν (χωρίς να προβάλλεται μια κυρίαρχη όπως του εργαζόμενου ή του επαγγελματία πολιτικού), να συγκρούονται με άλλες ή να προσπαθούν να ανατραπούν, αλλά κυρίως να επαναπροσδιοριστούν. Κάτι τέτοιο όμως πρέπει να γίνεται παράλληλα και με τη δράση σε ευρύτερα κινήματα και κινήσεις, έτσι ώστε να μην καταλήξουμε σε ρεφορμιστικές αναλύσεις και πρακτικές.
Δεν θα πρέπει να ανησυχούμε τόσο υπερβολικά για το ενδεχόμενο να εμφανιστούν σε μια τέτοιου είδους συνέλευση σαν αυτη που σκιαγραφήσαμε και άτομα εχθρικά (αφεντικά, φασίστες). Αν και είναι σωστό που επισημαίνεται, ωστόσο από τη μια τα αφεντικά αποτελούν μειοψηφία, αφού στο κάθε ένα αντιστοιχούν κάμποσοι εργαζόμενοι και μετανάστες, ενώ είναι σημαντικό το ότι τέτοιες εχθρικές ομάδες δεν επιλέγουν τέτοιου είδους μορφές οργάνωσης για να δράσουν, αλλά αντίθετα τις εχθρεύονται, πράγμα που σημαίνει ότι η συνέλευση είναι ένα επιπλέον όπλο εναντίον τους και όχι ένα πεδίο σύγκλισης και συναίνεσης, όπου όλοι οι καλοί (και κακοί) χωράνε. Έτσι, μία αμεσοδημοκρατική συνέλευση που θα αποκαλύπτει τις ιεραρχικές κοινωνικές σχέσεις και αυτούς τις συντηρούν και τις αναπαράγουν (σχέσεις που τώρα αποκρύπτονται μεθοδικά μέσω διαμεσολαβημένων θεσμών όπως τα ΜΜΕ, τα ξεκομμένα από τους πολίτες κέντρα πολιτικών αποφάσεων κ.α.) θα ωθεί τους εξουσιαστές να λογοδοτούν μπροστά της και όχι να συμμετέχουν ισότιμα με τους καταπιεσμένους.
Οι προσπάθειες μας οφείλουν να στραφούν στο να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις να έρθουν σε συνελεύσεις και άτομα που υφίστανται την καταπίεση αυτών των ομάδων και κυρίως μετανάστες και να εκφράσουν και εκεί τη γνώμη και τη βούλησή τους.