Eκδήλωση-λαϊκή συνέλευση για το θέμα των διοδίων

Εκδήλωση-λαϊκή συνέλευση πραγματοποιείται την Κυριακή 31/10 στις 7:00 μμ. στο δημαρχείο Συκεών, με σκοπό την ενημέρωση των πολιτών της Θεσσαλονίκης για το κίνημα κατά των διοδίων και την εξεύρεση τρόπων για την ενδυνάμωσή του.

http://epitropesdiodiastop.blogspot.com/

Η ανοιχτή συνέλευση “Ελεύθεροι δρόμοι χωρίς διόδια” καλεί επίσης σε συνάντηση την Τετάρτη 27/10 τις 8:00μμ στο Μικρόπολις, για την προετοιμασία της εκδήλωσης-λαϊκής συνέλευσης με θέμα τα διόδια που θα πραγματοποιηθεί στο Δημαρχείο Συκεών την Κυριακή 31/10.

Θέματα της συνάντησης προετοιμασίας είναι:

  • Οι εισηγήσεις της εκδήλωσης
  • Παρεμβάσεις στις Συκιές
  • Πανελλαδική συνάντηση για τα διόδια-νέα-εξελίξεις
  • _____________________________________________________________________

    Σχετική με την εκδήλωση είναι και η προκήρυξη της συλλογικότητας “Αλλη Δημοκρατία”:


    Ο Δήμος δεν υπάρχει μόνο για τους Δημάρχους – Δήμος είναι η εξουσία των πολιτών
    Να πάρουμε οι πολίτες τις αποφάσεις στα χέρια μας – Να δώσουμε τις λύσεις στα προβλήματα μόνοι μας

    Kρίση, ύφεση της οικονομίας, ΔΝΤ, αποπληρωμή του χρέους, μείωση μισθών, κοινωνική συνοχή, οικολογικές καταστροφές λέξεις που παρά το δυσνόητο περιεχόμενό τους αρχίζουν πλέον να μπαίνουν στο λεξιλόγιό μας και να ακούγονται όλο και περισσότερο στο δημόσιο διάλογο. Η κινδυνολογία και η κατάχρησή τους από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης δημιουργεί σύγχηση για το πως χειριζόμαστε αυτά τα θέματα, ποιους αφορούν και το πιο σημαντικό τι απαντήσεις δίνουμε και με πιο τρόπο σε ζητήματα που καθορίζουν τη ζωή μας. Συχνά ακούγεται ότι έρχονται χειρότερες μέρες και η πιθανότητα να ζήσουμε χειρότερα από τις προηγούμενες γενιές είναι πλέον αυξημένη (χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια ότι έζησαν καλά και ευτυχισμένα αυτές οι γενιές). Είναι πολύ σημαντικό να είμαστε σε θέση να έχουμε μια πιο ξεκάθαρη εικόνα για το τι συμβαίνει γύρω μας και να συμμετέχουμε ενεργά στη λήψη και την υλοποίηση αποφάσεων για κάθε είδους ζητήματα.

    Κάτι τέτοιο όμως δεν είναι απλά μια άσκηση ή μια δραστηριότητα. Είναι ένας τρόπος να αισθανθούμε ότι υπάρχουμε σαν ενεργά υποκείμενα, όπως επίσης και να δημιουργήσουμε θεσμούς και δομές πιο δίκαιες και πιο ωφέλιμες για όλους μας να. Πρέπει να βγούμε απ’ το καβούκι μας όχι μόνο γιατί δεν θα κερδίσουμε τίποτα αλλιώς αλλά και γιατί αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για να διευθύνουμε τις κοινές υποθέσεις μας, δηλαδή συζητώντας οργανωμένα να λαμβάνουμε αποφάσεις για ζητήματα που θέτουμε οι ίδιοι. Και βέβαια θα απαντήσει κάποιος ότι κάτι τέτοιο είναι υπό τις δεδομένες συνθήκες αδύνατο. Το σίγουρο είναι ότι και αδύνατο δεν είναι όπως μαρτυρούν οι πολλές μικρές αλλά ελπιδοφόρες προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση ανά τον κόσμο, αλλά είναι και μια διέξοδος στο αίσθημα της μη-ικανοποίησης και της αποξένωσης της ζωής μας που κυριαρχείται από μοτίβα καταναλωτικά, παθητικά, φοβικά και καταπιεστικά. Πέρα όμως απ’ όλα αυτά είναι και μια συνειδητή προσπάθεια στοχασμού πάνω στα θέματα που μας αφορούν και μας ενδιαφέρουν και νοηματοδότησης της κοινωνικής μας ζωής μέσα από την ανάδειξη ενός χώρου πραγματικά συλλογικού και δημοκρατικού.

    Εδώ στις Συκιές δημιουργήθηκε πέρυσι μια πρωτοβουλία κατοίκων η οποία προσπαθούσε κάνοντας συνελεύσεις να ασχοληθεί με ζητήματα τόσο της περιοχής όσο και ευρύτερα. Αυτή η συνέλευση κατοίκων λάμβανε χώρα στο δημαρχείο περίπου σε εβδομαδιαία βάση. Μέσα από τις συνελεύσεις θέσαμε το ζήτημα των κεραιών ενώ υπήρχαν και άλλα θέματα στην ατζέντα. Έπειτα από συζητήσεις ανοικτές έγιναν κάποιες δράσεις με ενίοτε μαζική συμμετοχή. Ο προβληματισμός του κόσμου φανέρωσε την ανάγκη ύπαρξης τέτοιων κινήσεων που θα μπορούν όλοι να παίρνουν μέρος. Δυστυχώς η συνέλευση κυρίως λόγω έλλειψης χρόνου, πείρας και οργάνωσης δεν κατάφερε να υλοποιήσει ό,τι οραματιζόταν. Μαθαίνοντας απ’ τα λάθη του παρελθόντος σας καλούμε ώστε να συμμετέχουμε σε μια δημόσια συζήτηση γύρω απ’ το θέμα των διοδίων, προσπαθώντας να δημιουργήσουμε εκ νέου μία συνέλευση κατοίκων στις Συκιές.

    Όλοι στην εκδήλωση-λαϊκή συνέλευση την Κυριακή 31 Οκτωβρίου στις 7:00μμ –Δημαρχείο Συκεών

    Προτείνουμε για συζήτηση στην παρούσα ή στις επόμενες συνελεύσεις:

    • Τη δημιουργία ενός κοινωνικού τιμολογίου της Δ.Ε.Η. από το δήμο όπου θα τιμολογείται δικαιότερα η παροχή στα φτωχότερα νοικοκυριά.
    • Τη δημιουργία με έξοδα του δήμου ενός αλληλέγγυου παντοπωλείου με είδη πρώτης ανάγκης και έλεγχο από τους πολίτες των Συκεών.
    • Τη συμμετοχή στον αγώνα ενάντια στα διόδια
    • Την καταγραφή και συζήτηση για θέματα που αφορούν την περιοχή του δήμου(π.χ. πρόβλημα στέγης νηπιαγωγείων, κεραίες,)
    • Τη καθιέρωση συνέλευσης κατοίκων των Συκεών που θα γίνεται στο δημαρχείο σε σταθερή βάση.

    Άλλη δημοκρατία

    Ο Φώτης Τερζάκης για τη Φύση και την Κοινωνία

    Παρακολούθησα στο Μικρόπολις στη Θεσσαλονίκη, στις 12/10 μία διάλεξη του Φώτη Τερζάκη με θέμα «Φύση και Κοινωνία».

    Εντυπωσιάστηκα από τη διάλεξη αυτή για διάφορους λόγους. Όχι μόνο κατέδειξε την πολυμάθεια του ανθρώπου, αλλά επίσης και την ικανότητά του να τη χειρίζεται γόνιμα, καθώς μιλούσε από στήθους χωρίς να διαβάζει κείμενο. Συγχρόνως ο τρόπος παρουσίασης των ιδεών ήταν τέτοιος ώστε προκαλούσε συνεχώς την κριτική σκέψη του ακροατή.

    Όλες αυτές τις γνώσεις και ικανότητες συνέχει και ένα γνήσιο απελευθερωτικό ενδιαφέρον, ελευθεριακών και ριζοσπαστικών διαθέσεων. Οι όποιες διαφωνίες λοιπόν που αναδείχθηκαν στη συζήτηση που ακολούθησε τη διάλεξη ήταν για μένα πολύ γόνιμες.

    Σ’ αυτό το κείμενο θα καταγράψω κάποιους προβληματισμούς, πολύ σημαντικούς από τη σκοπιά της κοινωνικής οικολογίας, με αφορμή την εισήγηση και την εκδήλωση. Δεν είναι ο αρχικός σκοπός μου ούτε η πλήρης παρουσίαση όσων ειπώθηκαν ούτε η σύνολη κριτική των ιδεών του Τερζάκη επί του θέματος.

    Η γυναικεία χειραφέτηση

    Για το θέμα του φεμινισμού, νομίζω ότι ο Τερζάκης ήταν πολύ εύστοχος σε όλα τα σχόλιά του. Έκανε ριζική κριτική σε μεταμοντέρνες απόψεις (κονστρουκτιβιστικές) οι οποίες θεωρούν στην ουσία ότι δεν υπάρχουν φύλα παρά μόνο αυθαίρετοι κοινωνικοί ρόλοι, κι αυτοί ακόμα χωρίς αντικειμενική διάσταση. Πολύ ορθά επισήμανε ότι αν ακολουθήσουμε αυτή τη λογική στις ακραίες της συνέπειες, τότε θα χάσουμε από τα μάτια μας τις ίδιες τις γυναίκες οι οποίες αγωνίζονται για μια μη-πατριαρχική κοινωνία. Από πού θα εξαπολύσουμε την κριτική και για ποιον;

    Ακόμα κι αν τα φύλα ήταν αμιγώς κοινωνικά (που δεν είναι), η διαφορά μεταξύ τους παραμένει ως τέτοια. Η ισοπέδωση που διαδίδουν οι μεταμοντέρνες αυτές απόψεις δεν είναι άσχετες με τη φιλελεύθερη ισοπέδωση που θεώρησε πως το άπαν της απελευθέρωσης των γυναικών είναι η ισότιμη υιοθέτηση παραδοσιακών πατριαρχικών ρόλων.

    Φύση, Αντόρνο και φροϋδισμός

    Θα περάσω τώρα σε κάποια θέματα που ενείχαν περισσότερες αμφισημίες από τη σκοπιά της κοινωνικής οικολογίας. Ας με συγχωρήσει ο αναγνώστης που ως πέρασμα θα χρησιμοποιήσω μια κάπως πιο θεωρητική συζήτηση για τον Αντόρνο.

    Ο Τερζάκης στην εισήγησή του έδωσε έμφαση στη θεώρηση της φύσης από τον Αντόρνο και τη Σχολή της Φραγκφούρτη, ως ενός απερίσταλτου είναι που όχι μόνο δεν μπορεί να κατακτήσει πλήρως η κοινωνία, αλλά και η ίδια η ιδέα αυτής της κατάκτησης είναι άνευ νοήματος. Κατά την ερμηνεία που πρόκρινε ο Τερζάκης, σύμφωνα με τους φραγκφουρτέζους, σ’ αυτή την «ανέγγιχτη» φύση (η οποία βρίσκεται και εντός του ανθρώπου) μπορεί να βασιστεί σε κάποιο βαθμό και η ελπίδα της χειραφέτησης σήμερα. Επ’ αυτού δόθηκε και το παράδειγμα του Αντόρνο όταν υποστήριζε τον «βιολογισμό» του Φρόιντ έναντι των μεταφροϋδικών ρεβιζιονιστών (Φρομ, Χόρνεϋ κ.α.) οι οποίοι έδιναν έμφαση στην κοινωνική πλευρά των ψυχικών συγκρούσεων.

    Κατά την άποψή μου, πράγματι υπάρχουν αυτά τα στοιχεία στους φραγκφουρτέζους, αλλά δεν είναι κεντρικά ως τέτοια. Υπάρχουν, γιατί ο αστικός καπιταλιστικός εξορθολογισμός, όπως μας δίδαξαν, δεν θέλησε να κατακτήσει μόνο την εξωτερική φύση αλλά και την εσωτερική φύση του ανθρώπου. Έπνιξε τη ζωντάνια των ορμών του στην αλυσίδα συναρμολόγησης και στην ιδεολογία της απόδοσης. Αυτή η παρουσίαση όμως χάνει το νόημά της χωρίς την αναφορά σε μία άλλη εξίσου σημαντική διάσταση.

    Ο Αντόρνο υποστήριξε τον βιολογισμό του Φρόιντ πρωτίστως για άλλους λόγους. Μία εμπορευματική κοινωνία στην οποία οι ανθρώπινες σχέσεις γίνονται πράγματα, αρχίζει να χάνει τον κοινωνικό της χαρακτήρα. Γίνεται σαν φύση, μία δεύτερη φύση. Μ’ αυτήν την έννοια, ο Φρόιντ με τον βιολογισμό του είναι καταλληλότερος να περιγράψει τι γίνεται σ’ αυτήν την κοινωνία από τους νεοφροϋδικούς που βαυκαλίζονται πιστεύοντας ακόμα στην καινοτόμο δύναμη της κοινωνίας και στη δύναμη του ανθρώπου μέσα στον πιο ακραίο φετιχισμό.

    Η φύση του Αντόρνο λοιπόν δεν είναι κάτι μη κοινωνικό αλλά κοινωνία που έχει παγώσει, και έχει πάρει τη μορφή που ο ίδιος ο αστικός εξορθολογισμός προσέδωσε στη φύση. Αυτή η θεώρηση έχει διττή σημασία: η ιστορία φυσικοποιείται, αλλά συγχρόνως η φύση ιστορικοποιείται. Δεν υπάρχει ούτε αμιγής κοινωνία ούτε αμιγής φύση.

    Κοινωνία και Φύση

    Για να μη γίνω εντελώς βαρετός, σταματάω εδώ τη συζήτηση του Αντόρνο, γιατί θα μπορούσα να συνεχίσω καταδεικνύοντας γιατί αυτή η θεώρηση της φύσης ενέχει κάτι επαναστατικό αλλά και κάτι βαθιά απαισιόδοξο γι’ αυτόν. Επιστρέφω στο θέμα μας.

    Ο Τερζάκης διευκρίνισε ότι προκρίνει μία διαλεκτική σχέση κοινωνίας και φύσης αλλά νομίζω ότι δόθηκε περισσότερη έμφαση στη μία διάσταση της φύσης, ως του μη τεχνητού και ανθρώπινου, το οποίο μπορεί να μείνει έξω από τον έλεγχο του ανθρώπου και συνεπώς είναι δυνάμει απελευθερωτικό. Εδώ μου έρχεται για παράδειγμα η θεώρηση του ασυνείδητου ως πηγή απελευθερωτικών δυνάμεων.

    Νομίζω η απελευθέρωση θα είναι περισσότερο έργο ιστορικών δυνάμεων παρά «φυσικών» με την παραπάνω έννοια. Αλλά ιστορικό δεν σημαίνει αποκλειστικά κοινωνικό. Πρέπει να δούμε την ενότητα φύσης και κοινωνίας και όχι μόνο τη διαφορά τους. Για την ακρίβεια, την ενότητα στη διαφορά τους.

    Εδώ υπάρχει μία πλούσια παράδοση στην οποία δεν αναφέρθηκε κανείς στην εκδήλωση. Μπορεί να εντάξει κανείς σ’ αυτήν τον Ντιντερό με την έννοια της «αισθητικότητας» της ύλης που ανέπτυξε, αλλά και τη φιλοσοφία της φύσης του Χέγκελ. Ακόμα, σημαντικό μέρος του μαρξισμού (ειδικά αυτό που αποκρυσταλλώθηκε στη Σχολή της Φραγκφούρτης), και βεβαίως τις ιδέες του Μάρεϊ Μπούκτσιν για την κοινωνική οικολογία.

    Εδώ η φύση θεωρείται δυνάμει υποκειμενική, έμφορτη δυνατοτήτων για επιλογή και συνείδηση, ενώ η κοινωνία θεωρείται δυνάμει αυτοσυνειδητή φύση. Ως τέτοιες στέκουν η μία απέναντι στην άλλη ως αλληλοαρνήσεις αλλά η ενεργός και έλλογη σκέψη και πράξη μπορεί να άρει την άρνηση σε μία αληθινή ενότητα στη διαφορά. Δεν θα μπορούσε να υπάρξει κοινωνία χωρίς τη φύση, αλλά και χωρίς την κοινωνία η φύση δεν θα μπορούσε να αποκτήσει συνείδησή του εαυτού της.

    Η έμφαση στον «άγριο» χαρακτήρα της φύσης, με την έννοια του αχαρτογράφητου, χάνει αυτή τη διαλεκτική, παρότι βλέπει την απελευθερωτική διάσταση στο «φυσικό». Επίσης, η έμφαση στον αχαρτογράφητο αυτό χαρακτήρα νομίζω αναδεικνύει περισσότερο μία διαφορά που δεν δικαιολογείται πια, και καλεί εμμέσως σε μία νέα χαρτογράφηση, η οποία στον αστικό πολιτισμό σημαίνει κατάκτηση, δηλαδή ιδεολογία κυριαρχίας. Διατηρεί τον δυισμό. Η φύση όμως είναι τόσο το αχαρτογράφητο όσο και το οικείο.

    Επίσης, δεν πρέπει να καλλιεργείται η εντύπωση ότι κάτι απλώς φυσικό ανθίσταται στην κυριαρχία. Μία τέτοια θεώρηση του αμιγώς φυσικού μπορεί να οδηγήσει σε μία ανορθολογική και συντηρητική αντίσταση, όπως έχει φανεί από διάφορες σκοτεινές πλευρές του οικολογικού κινήματος.

    Επιστήμη

    Έχοντας απομυθοποιήσει τη φύση και την κοινωνία, μπορούμε να δούμε ψύχραιμα και το θέμα της επιστήμης. Όταν η φυσική επιστήμη διατείνεται ότι μπορεί να γνωρίσει πραγματικά πτυχές της φύσης καλύτερα από ανταγωνιστικά παραδείγματα, αυτό δεν σημαίνει αυτόματα ότι καθιστά τη φύση δεδομένο προς εκμετάλλευση. Όταν διατείνεται με τις μεθόδους της ότι μπορεί να εξαντλήσει κάθε πτυχή του φυσικού και κοινωνικού κόσμου, τότε γίνεται επικίνδυνη, αλλά τότε δεν είναι πια επιστήμη αλλά επιστημονισμός.

    Η σύγκρουση της φυσικής επιστήμης με πολλές προαιώνιες προκαταλήψεις για τα φυσικά φαινόμενα, δεν είναι αναγκαστικά μέρος της ιδεολογίας της κυριάρχησης της φύσης. Όταν συμβαίνει αυτό συμβαίνει επειδή η επιστήμη αναπτύσσεται μέσα σε ιεραρχικές κοινωνικές σχέσεις. Η κυριαρχία της φυσικής επί των παλαιών προκαταλήψεων ήταν αγώνας όχι μόνο για τη συνείδηση της κοινωνίας αλλά και την αυτοσυνείδηση της φύσης. Αγώνας με αμφισημίες, ίσως όχι γραμμικά προοδευτικός, αλλά σίγουρα απελευθερωτικός από πολλές απόψεις.

    Σίγουρα λοιπόν, τόσο οι σαμάνοι και οι οιωνοσκόποι, όσο και οι σημερινοί επιστήμονες, εξυπηρετούν και εξυπηρετούσαν κοινωνικές ανάγκες. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τα πορίσματά τους μπορούν να αξιώσουν εξίσου την αλήθεια.

    Είναι μεγάλο κέρδος να διερευνούμε τον κοινωνικό χαρακτήρα της γνώσης, τον τρόπο με τον οποίο η γνώση αναπτύσσεται εντός και επηρεάζεται από τις ταξικές και ιεραρχικές σχέσεις. Αλλά αυτό δεν μπορεί να μας κάνει να ξεχνάμε και τον φυσικό χαρακτήρα της γνώσης. Νομίζω στην εισήγηση και συζήτηση δόθηκε μεγάλο βάρος μόνο στον πρώτο. Όμως, για να δώσω ένα παράδειγμα, το να πούμε ότι η αποφασιστική επικράτηση του ηλιοκεντρικού συστήματος ήταν αποτέλεσμα του αγώνα της αστικής τάξης ενάντια στο παλαιό καθεστώς, δεν σημαίνει ότι δεν είναι αλήθεια ότι όντως το ηλιακό σύστημα είναι ηλιοκεντρικό και όχι γαιοκεντρικό.

    Κάθε απόφανση και κάθε πράξη συσχετίζεται με την κοινωνία στην οποία αναπτύσσεται. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μπορεί να σταθεί αυτόματα στο ύψος του Λόγου. Κι αυτό αφορά τόσο τη βουντού ιατρική όσο και ένα ναζιστικό καθεστώς. Η λειτουργικότητά τους σε μία κοινωνία δεν είναι επιχείρημα για την αλήθεια τους.

    Αλλά ας μην ανοίξω το θέμα γενικά στη γνώση και ας επικεντρωθώ στην επιστήμη. Στην προσπάθειά μας να ασκήσουμε, πολύ σωστά, κριτική στον σύγχρονο επιστημονισμό και στη θεοποίηση των ειδικών, δεν μπορούμε να εξιδανικεύουμε αντιεπιστημονικές οπτικές και κοσμοθεωρήσεις. Όσα κι αν έχουμε διαβάσει κατά καιρούς από τον Φεγεράμπεντ και τους υποστηρικτές τού «όλα επιτρέπονται», στην καθημερινή μας πρακτική θα κατεβαίναμε από την ταράτσα ενός ψηλού κτιρίου με τις σκάλες ή το ασανσέρ, κι ας μας συμβούλευαν διάφοροι σύγχρονοι σαμάνοι να πηδήξουμε από την ταράτσα, σύμφωνα με κάποιο νέο τους όραμα.

    Βέβαια ο Τερζάκης δεν είναι ακραίος, ούτε υποστήριξε τα παραπάνω. Δεν λέει ότι σήμερα θα είχε νόημα να εμπιστευόμαστε εξίσου τους σαμάνους και τους φυσικούς επιστήμονες. Αυτό που υποστήριξε ήταν ότι ο καθένας στην κοινωνία του εκπληρώνει έναν κοινωνικό ρόλο, που δεν μπορεί να μετρηθεί σε βαθμούς αλήθειας. Ή, τουλάχιστον, αυτό δεν είναι το σημαντικό. Εγώ αυτό κατάλαβα.

    Ακόμα κι αυτή η στάση όμως σχετικοποιεί εμμέσως αυτές τις πρακτικές. Ο Μαρξ έλεγε ότι δεν υπάρχει βασιλική οδός για την επιστήμη. Όλοι είναι ικανοί γι’ αυτήν. Για να την κατακτήσει όμως κανείς πρέπει να μοχθήσει, να βάλει σε λειτουργία τον έλλογο εξοπλισμό και την κριτική του δύναμη (και φυσικά να υπάρχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις). Οι σαμάνοι σχετίζονταν και σχετίζονται με μυστικές δυνάμεις, κληρονομημένες ιδιότητες, συναρτημένες ακόμα και θεωρητικά με προνόμια λίγων εκλεκτών. Για την τέχνη τους υπάρχει σίγουρα βασιλική οδός.

    Η επιστήμη είναι από τη φύση της δημοκρατική. Προχωράει μέσα από την αμείλικτη κριτική και το λόγον διδόναι. Μπορεί ωστόσο, οι εφαρμογές της σε μία συγκεκριμένη κοινωνία να είναι αντιδημοκρατικές, είτε με την κακή χρήση της είτε με την αξίωσή της να έχει τον τελευταίο λόγο για το σύνολο της ύπαρξης (ερμηνεύοντας π.χ. την ηθική με τα γονίδια) πέρα από τις εργαλειακές πλευρές της πραγματικότητας. Η μέθοδος των σαμάνων και των οιωνοσκόπων είναι πάντα αντιδημοκρατική, όπως κι αν είναι το κοινωνικό περιβάλλον εντός του οποίου αναπτύσσεται.

    Υπάρχει βέβαια το αντεπιχείρημα ότι οι κοινωνίες των σαμάνων δεν ήταν ιεραρχικές. Θα έλεγα αρχικά ότι δεν ήταν και δημοκρατικές ή ελευθεριακά κομμουνιστικές. Αλλά και πέρα απ’ αυτό, ο σαμάνος είναι μια μεταβατική φιγούρα που συνέβαλλε στην μετατροπή των απλών διαφορών κύρους σε θεσμικές μορφές ιεραρχίας, οι οποίες οδήγησαν στη συνέχεια και στην ανάδυση των τάξεων.

    Το ότι η στάση που επικεντρώνει μονάχα στον κοινωνικό χαρακτήρα της επιστήμης δεν είναι αρκετή, φάνηκε στην εκδήλωση και από την ευνοϊκή στάση απέναντι σε πρακτικές όπως η ομοιοπαθητική και ο βελονισμός. Το να αποδεχθεί κανείς αυτές τις μεθόδους χωρίς την έγκριση της επιστήμης (η οποία π.χ. δέχεται και εξηγεί κάποιες λειτουργίες του βελονισμού, χωρίς βέβαια να αναφέρεται σε ενεργειακά πεδία και γιν και γιανγκ) σημαίνει ότι ανοίγει την πόρτα σε οποιαδήποτε μέθοδο που δεν μπορεί να σταθεί στο ύψος του λόγου και της κριτικής σκέψης. Επόμενο βήμα μπορεί να είναι η αποδοχή της βουντού ιατρικής και ακόμα πιο μετά δεν ξέρω.

    Δυτικές προκαταλήψεις;

    Αυτά δεν είναι ευρωκεντρικές και φιλοδυτικές προκαταλήψεις. Η ιστορική ανάπτυξη ήταν και είναι άνιση. Τα οφέλη της όμως είναι παγκόσμια. Μπορεί έξω από τη δύση να μην αναπτύχθηκαν για παράδειγμα ποτέ τόσο πολλά επαναστατικά κινήματα αλλά σπέρματα και τάσεις αυτών των κινημάτων υπήρχαν πολλά. Πρέπει να δούμε τι εμπόδισε εν τέλει παρόμοια κινήματα να εμφανιστούν, όπως τα εμπόδισε και στη δύση να ανθίσουν πλήρως. Το ίδιο και με την επιστήμη. Οι καταβολές της προέρχονται απ’ όλες τις άκρες της υφηλίου.

    Ακόμα πατάμε πάνω στα μεγάλα οικουμενικά ιστορικά κύματα που δημιούργησαν το αλφάβητο, τη γεωργία, την πόλη, τους αριθμούς και πολλές ακόμα καθολικές ανθρώπινες επαναστάσεις.

    Η υπεράσπιση της αλήθειας και της ελευθερίας όπως αποκρυσταλλώνεται στις μεγάλες ιδέες και τις μεγάλες επαναστάσεις είναι ένας αγώνας τον οποίο, με όλες τις αμφισημίες του, δεν μπορούμε παρά να συνεχίσουμε στην καθολικότητά του. Μπορεί οι δεσμοί αίματος να δέχθηκαν μεγάλο πλήγμα από την ανάδυση του πολίτη, αλλά ακόμα μένει το βήμα της ανάδυσης του ανθρώπου και, μαζί του, της φύσης και της ιστορίας.

    Θοδωρής Βελισσάρης

    Βιβλιοκριτική: Μπούκτσιν, Μαρξισμός και Αναρχισμός

    Murray Bookchin, Μαρξισμός & Αναρχισμός, Ένας διάλογος με την Janet Biehl, εκδ. Ισνάφι, Ιωάννινα, Φεβρουάριος 2010. Μετάφραση: Αχιλλέας Φωτάκης, επιμέλεια-επίμετρο: Νίκος Τζ. Σέργης.

    Χάρηκα πολύ με την εν λόγω έκδοση, η οποία ανανεώνει το ενδιαφέρον για το έργο του Μπούκτσιν στην Ελλάδα, κι ας μένουν τα σημαντικότερα έργα του ακόμα αμετάφραστα στα ελληνικά. Οι εκδόσεις Ισνάφι είναι ένας μικρός μεν εκδοτικός οίκος, ο οποίος έχει παρουσιάσει εντούτοις πολύ σημαντικές εκδόσεις. Ακριβώς επειδή εκτιμούμε τον εκδότη και τις προσπάθειές του, θεωρούμε σημαντικό να αναδειχθούν κάποια σημαντικά προβλήματα της έκδοσης αυτής.

    Καταρχήν, η συνέντευξη αυτή (και όχι «διάλογος») τιτλοφορείται στα αγγλικά “Reflections on Marx and Marxism”, δηλαδή «Στοχασμοί για τον Μαρξ και τον μαρξισμό». Η επιλογή του τίτλου «Μαρξισμός & Αναρχισμός» είναι εντελώς αποπροσανατολιστική, στοχεύοντας ξεκάθαρα να προσελκύσει ευρύτερο κοινό με έναν πιασάρικο τίτλο που όμως δεν ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο. Η συνέντευξη μόνο σε ένα μικρό μέρος ασχολείται με τον αναρχισμό. Μάλλον «πάτημα» για την παραποίηση αυτή βρέθηκε στο γεγονός ότι ο τίτλος του αγγλικού βιβλίου στο οποίο περιλαμβάνεται η συνέντευξη είναι “Anarchism, Marxism, and the Future of the Left”. Εδώ όμως δεν μεταφράστηκε όλο το βιβλίο, το οποίο περιέχει πράγματι εκτενείς αναλύσεις και για τον αναρχισμό και για την αριστερά (π.χ. το δοκίμιο “Wither Anarchism?”). Το βιβλίο περιέχει και πραγματεύσεις του Μαρξ και του μαρξισμού, όπως η εν λόγω συνέντευξη. Αλλά αυτό δεν σημαίνει για παράδειγμα ότι ο μελλοντικός εκδότης του “Wither Anarchism?” δικαιούται να αλλάξει τον τίτλο σε “Wither Anarchism and Marxism?”. Θέλω να πιστεύω ότι ο Μπούκτσιν και η Μπηλ (ή Μπιλ, πάντως όχι «Μπίελ» όπως γράφεται στη σ.5) γνώριζαν επαρκώς το περιεχόμενο της συνέντευξης και τον αντίστοιχο αρμόζοντα τίτλο.

    Ακόμα σημαντικότερα προβλήματα γεννά, κατά τη γνώμη μου, η επιμέλεια του βιβλίου. Εδώ φέρει σημαντικό μερίδιο ευθύνης ο εκδότης, ο οποίος οφείλει να επιλέγει προσεκτικά τον επιμελητή του που με κάποιο τρόπο θα πρέπει να είναι εξοικειωμένος με τον εκάστοτε συγγραφέα και το σχετικό θέμα. Ειδικά αν, πέρα από την επιμέλεια, ο επιμελητής παραθέτει κι ένα επίμετρο στο οποίο φιλοδοξεί να διαφωτίσει περισσότερο τους αναγνώστες. Τόσο η επιμέλεια όσο και το επίμετρο της εν λόγω έκδοσης δεν στέκονται στο ύψος του κειμένου. Ειδικά το επίμετρο. Ο εκδότης θα έπρεπε να είναι λοιπόν πιο προσεκτικός. Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι δεν γνώριζε αρχικά πόσο αρνητικά θα επηρεάσει ο επιμελητής την έκδοση όφειλε, αφού του παραδόθηκε μία κακή δουλειά, να αντιδράσει. Αυτή η αδιαφορία των εκδοτών και η τυφλή εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του επιμελητή οδήγησε πρόσφατα, για να αναφέρω ένα παράδειγμα, στην κάκιστη έκδοση ενός αριστουργηματικού βιβλίου του Βίκτορ Σερζ, των επαναστατικών του αναμνήσεων.

    Μία γενική παρατήρηση εξαρχής. Ο επιμελητής δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται να συζητήσει σοβαρά τη σκέψη του Μπούκτσιν, ούτε να αποδοθεί σωστά το κείμενο στα ελληνικά, παρά να προβάλλει αβασάνιστα κάποιες δικές του απόψεις και γνώσεις. Αυτό συμβαίνει επίσης συχνά στον χώρο των εκδόσεων όπου εισαγωγές, επίμετρα και σχόλια εντός του κειμένου, μπορεί να καταστρέψουν ένα έργο. Προφανώς για τους επιμελητές, η ίδια η επιμέλεια, εκτός από την απολαβή χρημάτων, προσφέρει και τη δυνατότητα ανάδειξης του εαυτού τους και των ιδεών τους, κάτι που μπορεί να εξυπηρετήσει πολλούς σκοπούς, από την απλή αυτοπροβολή μέχρι την ανέλιξη σε μία ακαδημαϊκή καριέρα. Αυτό από μόνο του δεν είναι αρνητικό. Είναι μέρος της σύγχρονη πραγματικότητας. Εξάλλου, ο ανταγωνιστικός άνθρωπος είναι μάλλον προτιμότερος από τον ευνουχισμένο άνθρωπο (για να θυμηθούμε τον Αντόρνο). Υπάρχει τεράστιο πρόβλημα όμως όταν όλα αυτά οδηγούν σε κακές δουλειές και, εν προκειμένω, στην παραποίηση των ιδεών ενός έντιμου στοχαστή όπως ο Μπούκτσιν.

    Ο μακαρίτης ο Μπούκτσιν, δίνει μία συνέντευξη για να εξηγήσει τις πιο ώριμες απόψεις του για τον Μαρξ και τον μαρξισμό. Προσπαθεί να αποτιμήσει το έργο του Μαρξ κριτικά, σεβόμενος ωστόσο τον μεγάλο αυτό στοχαστή. Δυστυχώς, ο Μπούκτσιν δεν απολαμβάνει τον ίδιο σεβασμό, ούτε στο ίδιο το κείμενο ούτε και στο επίμετρο.

    Ας έρθουμε αρχικά στο ίδιο το κείμενο. Ο Μπούκτσιν λέει σε κάποια φάση, σύμφωνα με τον επιμελητή (μια υποσημείωση ξεκαθαρίζει ότι η συγκεκριμένη επιλογή είναι δική του, όχι του μεταφραστή – βέβαια ο επιμελητής αναλαμβάνει την ευθύνη ολόκληρης της μετάφραση ούτως ή άλλως): «(Ο Μαρξ) απέφευγε να δώσει κάποιες κατηγορικές προσταγές για τη σοσιαλιστική κοινωνία» (σ.46). Στην πραγματικότητα στο πρωτότυπο ο Μπούκτσιν λέει: «(Ο Μαρξ) απέφευγε να δώσει κάποιες ηθικές συνταγές (prescriptions) για τη σοσιαλιστική κοινωνία». Ή «ηθικές οδηγίες». Αν ήθελε, νομίζω, ο Μπούκτσιν θα είχε την ικανότητα να χρησιμοποιήσει τη φράση “categorical imperatives” αντί για “ethical prescriptions”. Ο επιμελητής οφείλει να σεβαστεί το κείμενο, όχι να αναδείξει μία πιο πνευματώδη και ευστοχότερη κατά τη γνώμη του, αλλά διαφορετική, πρόταση.

    Επίσης, σ’ ένα δύσκολο αλλά πολύ σημαντικό σημείο της συνέντευξης, δεν επιλέχθηκε ξανά η ακρίβεια. Λέει ο Μπούκτσιν, σύμφωνα με τον επιμελητή και τον μεταφραστή (σσ. 32-33 – δικές μου οι παραθέσεις των αγγλικών όρων σε παρένθεση): «Εδώ, ένα κακό φαίνεται ότι έγινε για την ανθρωπότητα το μέσο για να απαγκιστρωθεί η ίδια από τη ζωικότητα – και φαίνεται ότι ήταν αναπόφευκτο (unavoidable). Αυτό δεν σημαίνει – όπως θα πίστευαν οι μαρξιστές – ότι το κράτος ήταν «αναπόφευκτο» (“inevitable”). Θα αναδιατύπωνα τα λόγια του Μπακούνιν – και του Μαρξ εξάλλου – και θα έλεγα πως το κράτος ήταν ένα «ιστορικά αναπόφευκτο κακό» (“historically unavoidable evil”), ένα κακό όμως που μπορούμε σήμερα να το εξαλείψουμε τελείως». Εδώ δεν φαίνεται η μετάφραση να μπορεί να ανταπεξέλθει στα δύσκολα. Χρησιμοποιείται η ίδια ελληνική λέξη για δύο διαφορετικές αγγλικές. Δεν γίνεται καμία προσπάθεια να φανεί η περισσότερο επιτακτική διάσταση του inevitable, π.χ. ως αναπόδραστο, και να διακριθεί από το χαλαρότερο unavoidable. Το “historically unavoided” συνδηλώνει ότι δεν κατορθώθηκε εν τέλει ιστορικά το κράτος να αποφευχθεί. Αυτή η συνδήλωση λείπει από το αναπόδραστο στοιχείο του inevitable. Ακόμα και λάθος να κάνω ως προς την εκτίμησή μου, ο επιμελητής κακώς μεταφράζει με μία μόνο ελληνική λέξη, δύο διαφορετικές αγγλικές, σ’ ένα λεπτό σημείο μάλιστα της συνέντευξης.

    Αλλού, αλλοιώνεται το νόημα του κειμένου. Στη σ. 9 διαβάζουμε ότι ο Μπούκτσιν λέει: «Η οικολογική πολιτική που προώθησα ήταν τέτοια που (…) θεωρούσε κιόλας τα ανθρώπινα όντα ως τους ηθικούς οικονόμους, τους ηθικούς υπερασπιστές ενός φυσικού κόσμου, των οποίων την εξέλιξη η ανθρώπινη σκέψη θα μπορούσε δυνητικά να καταστήσει αυτοσυνείδητη». Βγάζει μάτια εδώ, και επιβεβαιώνεται από το πρωτότυπο, ότι η εξέλιξη δεν αναφέρεται στα ανθρώπινα όντα («των οποίων»), αλλά στον φυσικό κόσμο (άρα θα έπρεπε να διαβάσουμε: «του οποίου την εξέλιξη»). Επίσης, στο απόσπασμα αυτό αποδίδεται το «stewards» ως «οικονόμοι». Η ίδια λέξη ως ουσιαστικό “stewardship” αποδίδεται αλλού ως «επιστάτης (της πρώτης φύσης)» (σ.16). Η τελευταία επιλογή είναι εντελώς ακατάλληλη για να αποδώσει την ελεύθερη σχέση φύσης και ανθρώπου στην οποία προσβλέπει ο Μπούκτσιν. Πολλά ακόμα σημεία θα μπορούσαν να επισημανθούν, ακατάλληλης απόδοσης ή τυπογραφικών παραλείψεων, αλλά αρκούμαστε σ’ αυτά.

    Έρχομαι τώρα στο επίμετρο. Πληροφορούμαστε σε ένα σημείο μεταξύ άλλων ότι ο Μπούκτσιν «αδυνατεί καταφανώς να ανταποκριθεί σε δύσκολα θεωρητικά προβλήματα» (σ. 73). Ο επιμελητής μένει να εννοηθεί ότι ανταποκρίνεται στα δύσκολα, εφόσον μπορεί και κρίνει, και περιμένουμε απ’ αυτόν πια ένα εξαιρετικό επίμετρο το οποίο θα έχει λάβει υπόψη τις σημαντικότερες πτυχές του υπό εξέταση θέματος. Γυρνώντας όμως στη βιβλιογραφία του επιμέτρου, βλέπουμε ότι λείπουν όλα τα σημαντικά έργα του Μπούκτσιν στα οποία πραγματεύεται επισταμένως όλα τα θέματα που απασχολούν τον συγγραφέα του επιμέτρου (ενδεικτικά αναφέρω τα: “The philosophy of social ecology – Essays on dialectical naturalism”, “The Ecology of Freedom: The Emergence and Dissolution of Hierarchy” και “Re-Enchanting Humanity: A Defense of the Human Spirit Against Antihumanism, Misanthropy, Mysticism and Primitivism”). Έχοντας άγνοια αυτών των έργων, ο επιμελητής θα μπορούσε να μην είναι τόσο επικριτικός απέναντι στον Μπούκτσιν, και να διατηρεί κάποιες επιφυλάξεις προτού τον κρίνει καταφανώς αδύναμο να ανταποκριθεί σε δύσκολα θέματα. Αλλά ο επιμελητής, όπως θα δούμε, αντί της συνεπούς ταπεινής στάσης, επιλέγει μία στάση οίησης και παραποίησης.

    Θα επισημάνω τώρα μερικά σημεία που επαληθεύουν την εκτίμησή μου. Για τον επιμελητή, ο Μπούκτσιν είναι «αδιάρρηκτα προσδεδεμένος στα δόγματα του θετικισμού, δηλαδή στη διαφωτιστική δοξασία περί ‘προόδου’» (σ.74). Φυσικά δεν μπαίνει στον κόπο να μας εξηγήσει ο επιμελητής τι σημαίνει θετικισμός. Στη σ. 74 τονίζει απλά ότι στα δόγματα του θετικισμού περιλαμβάνεται η «διαφωτιστική δοξασία περί ‘προόδου’». Αλλα στις σελίδες 67-68 έγραφε ότι «απορρίφθηκε αφενός ο θετικισμός και αφετέρου η ιδέα της προόδου», σα να είναι διαφορετικά το ένα από το άλλο. Δεν είναι σαφής λοιπόν ο επιμελητής, είναι αντίθετα αντιφατικός, αλλά ας υποθέσουμε ότι η πίστη στην πρόοδο είναι βασικό στοιχείο του θετικισμού γι’ αυτόν. Ο Μπούκτσιν στα έργα του επιτέθηκε με κουραστικό ρυθμό στον θετικισμό ακολουθώντας σ’ αυτό το σημείο τη Σχολή της Φραγκφούρτης. Προσπαθούσε όμως παράλληλα να διαφυλάξει την έννοια της πρόοδου, εξηγώντας ότι με την έννοια αυτή αναφέρεται στο επίπεδο των δυνατοτήτων που διανοίγει η Ιστορία και οι επαναστατικοί αγώνες, και όχι στο πεδίο της εμπειρικής πραγματικότητας. Δεν θέλω να υπερασπιστώ τον Μπούκτσιν εδώ, ακόμα κι αν συμφωνώ. Απλά, ο επιμελητής όφειλε να τα έχει αυτά υπόψη του και να τα συζητήσει, προτού αποφανθεί για τις ιδέες του Μπούκτσιν περί προόδου. Να μιλήσει επί της ουσίας δηλαδή, κι όχι αόριστα για την «‘επιστημολογική’ στροφή στη Φιλοσοφία της Επιστήμης» στην οποία αναφέρεται (σ.74). Αλλά ο επιμελητής δεν λαμβάνει υπόψη του, ούτε συζητά καν, ακόμα και το κείμενο που επιμελήθηκε Στο ίδιο το κείμενο της συνέντευξης ο Μπούκτσιν μοχθεί να δείξει εν τάχει γιατί δεν είναι ο αφελής υποστηρικτής της Προόδου, όπως τον παρουσιάζουν (σσ. 31-32). Ο επιμελητής αδιαφορεί και δεν συζητά αυτές τις, μάταια διατυπωμένες απ’ ό,τι φαίνεται, ιδέες του Μπούκτσιν. Το μπέρδεμα εδώ είναι τέτοιο ώστε στο οπισθόφυλλο της έκδοσης μαθαίνουμε ότι ένα από τα θεωρητικά προβλήματα του καιρού μας που καλείται να αντιμετωπίσει ο Μπούκτσιν σ’ αυτή τη συνέντευξη, είναι το πώς θα αξιοποιήσουν τα νέα επαναστατικά κινήματα της κληρονομιά του θετικισμού (!!!), πρόβλημα που, έτσι διατυπωμένο, δεν είχε απασχολήσει ποτέ τον Μπούκτσιν.

    Ένα ακόμα παράδειγμα: ο επιμελητής ισχυρίζεται ότι για τον Μπούκτσιν «ο φυσικός κόσμος ‘κατακτάται’ από τον άνθρωπο με την αρωγή της τεχνικής» (σ.67). Στις ιδέες του Μπούκτσιν, όπως παρουσιάζονται μάλιστα ακόμα και στη συνέντευξη, ο επιμελητής καταλογίζει ότι «το διαφωτιστικό επιχείρημα περί του ανθρώπου – ‘αντιπάλου’ της φύσης αναπαράγεται σχεδόν αυτολεξεί (…) αν και η ελάχιστη διαφοροποίηση από τον μαρξικό θετικισμό έγκειται στον ισχυρισμό ότι αντί της αδύνατης καθολικής ‘κατάκτησης’, η ανθρωπότητα θα πρέπει απλώς να ‘προσπαθήσει’» (σσ.74-75). Στο ίδιο το κείμενο ωστόσο, ο Μπούκτσιν αντιθέτως ζητάει από τους ανθρώπους να πραγματώσουμε τη δυνατότητά μας να γίνουμε «φύση που έχει καταστεί αυτοσυνειδητή» (σ.41). Κατακεραυνώνει την ιδέα της κυριαρχίας επί της φύσης στη συνέχεια, αλλά δεν αποδέχεται την παθητικότητα μίας ταύτισης με τη φύση, στα πρότυπα του πνευματιστή που θεωρεί τον εαυτό του ένα με τις πέτρες και τα μυρμήγκια. Επιδιώκει την ενότητα στη διαφορά, δηλώνοντας ότι σε μία ορθολογική κοινωνία, «θα έπρεπε να ασκήσουμε έλεγχο επί των φυσικών δυνάμεων ακριβώς με σκοπό να αποκαταστήσουμε την πρώτη φύση» (σ.45). Και πάλι δεν παίρνω θέση. Ο επιμελητής όμως δεν θα έπρεπε να συζητήσει όλα αυτά προτού εύκολα αποφανθεί, και μάλιστα με τρόπο που ανατρέπει όλες τις βασικές θέσεις του Μπούκτσιν επί του θέματος;

    Κι ένα τελευταίο παράδειγμα που καταδεικνύει ότι ο επιμελητής δεν διάβασε καν με προσοχή το ίδιο το κείμενο που επιμελήθηκε. Ο Μπούκτσιν, μας λέει ο επιμελητής, δέχεται την έννοια της πρωτοπορίας, «επικαλούμενος το φαιδρό αντεπιχείρημα της καλλιτεχνικής ‘πρωτοπορίας’» (σ.76). Ο καημένος ο Μπούκτσιν αναφέρεται στους καλλιτέχνες στη συνέντευξη μονάχα για να δείξει ως παράδειγμα μία χρήση της λέξης «πρωτοπορία» που δεν προκαλεί αντανακλαστική απέχθεια. Όλα τα επιχειρήματα που επικαλείται μόνο στους καλλιτέχνες δεν αφορούν, κι ας το διαπιστώσει ο αναγνώστης (σσ. 58-63). Ο Σέργης επίσης κατηγορεί τον Μπούκτσιν ότι δεν δείχνει πώς, μαζί με την πρωτοπορία, θα διαφυλάσσεται «η αποτροπή ανάδυσης νέων εξουσιαστικών μηχανισμών» (σ.76). Στην πραγματικότητα, ο Μπούκτσιν αυτό προσπαθεί να δείξει στις προαναφερόμενες σελίδες, όπου αναφέρεται σε λογοδοσία, ανακλητότητα κ.λπ.

    Αλλά, όπως είπαμε, ο Μπούκτσιν δεν αντιμετωπίστηκε από τον εκδότη και τον επιμελητή, όπως ο ίδιος αντιμετώπισε τον Μαρξ στη συνέντευξη αυτή. Με σεβασμό και σοβαρότητα. Παρόλα αυτά, το περιεχόμενο της συνέντευξης είναι τόσο σημαντικό ώστε αξίζει ο αναγνώστης να προμηθευτεί το βιβλίο.

    Θοδωρής Βελισσάρης