Την Τετάρτη (10/6/2009), στο υπόγειο της Φιλοσοφικής σχολής Θεσσαλονίκης, έλαβαν χώρα οι εκλογές του πρόσφατα ιδρυθέντος συλλόγου μεταπτυχιακών και υποψηφίων διδακτόρων Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής για την ανάδειξη του διοικητικού συμβουλίου. Εξήντα οχτώ (68) ψηφοδέλτια στήριξαν τη διαδικασία σε συμφωνία με το καταστατικό, το οποίο απομακρύνει τις παρατάξεις από τις κεντρικές θεσμικές διαδικασίες του συλλόγου. Πενήντα εννιά (59) ήταν τα άκυρα κομματικά ψηφοδέλτια που επέβαλαν με το «έτσι θέλω» οι κομματικοί μηχανισμοί, παραβιάζοντας τις διατάξεις του καταστατικού υπό την απειλή διάλυσης της διαδικασίας. Αυτή η μικρή νίκη, νομιμοποιεί πλήρως τον νέο σύλλογο και έχει μεγάλη σημασία για τη δημοκρατία εντός του φοιτητικού κινήματος. Ας πάρουμε ωστόσο τα πράγματα από την αρχή.
Κατά τη διάρκεια των προηγούμενων ετών, οι μαζικές φοιτητικές κινητοποιήσεις που ανέστειλαν την αναθεώρηση του Συντάγματος, έθεσαν επί τάπητος μία σειρά ζητημάτων, πέρα από το κεντρικό της αποτροπής της ιδιωτικοποίησης της εκπαίδευσης. Τι σημαίνει πραγματικά δημόσια Παιδεία; Πως εξασφαλίζεται ο λαϊκός έλεγχος στα ζητήματα της εκπαίδευσης; Ποιο θα έπρεπε να είναι το περιεχόμενο της εκπαίδευσης, ποιους εξυπηρετεί σήμερα και πως μπορεί εναλλακτικά να καθορίζεται; Τι σημαίνει δημοκρατία εντός των σχολών και πως μπορούν να καταπολεμηθούν οι ιεραρχικές και αλλοτριωτικές σχέσεις που τις κατακλύζουν; Τι μπορεί να αντιπαρατεθεί στην από καθέδρας διδασκαλία, στην παπαγαλία και τις εξετάσεις, και στο παγιωμένο και «από πάνω» επιβεβλημένο πρόγραμμα σπουδών;
Σ’ αυτό το κλίμα, τέθηκε σε εκτεταμένο βαθμό και το ζήτημα του ρόλου των κομμάτων εντός του φοιτητικού κινήματος. Μαζικές φοιτητικές συνελεύσεις μετατρέπονταν σε θέατρα αντιπαράθεσης κομματικών ή μη παρατάξεων, ενώ χανόταν η ευκαιρία να συζητηθούν εις βάθος κρίσιμα ζητήματα και να ακουστεί η φωνή της πλειοψηφίας. Οι κομματικές παρατάξεις εμφανίζονταν μ’ ένα πλαίσιο θέσεων που τους είχαν υπαγορευτεί κεντρικά και μάχονταν λυσσαλέα για την υπερψήφισή τους, πρωτίστως για το συμφέρον των ίδιων των κομμάτων και όχι του κινήματος. Σε πολλές περιπτώσεις ψηφίζονταν πλαίσια χωρίς να έχει συζητηθεί η πλειοψηφία των θέσεών τους, απλά και μόνο επειδή υποστηρίζονται από ένα κόμμα, με συνέπεια να αποξενώνεται η βάση του κινήματος από το περιεχόμενο του. Στις επιτροπές αγώνα, που δυστυχώς λειτουργούσαν με ομοφωνία και όχι ως εντολοδόχοι των συνελεύσεων, τα κόμματα ασκούσαν βέτο στις πιο κρίσιμες και ριζοσπαστικές προτάσεις και μετέτρεπαν ακόμα και τα ενιαία πλαίσια σε κακοτεχνίες κοπτοραπτικής αντιφατικών θέσεων με στόχο την κατά το δυνατόν ικανοποίηση των κομματικών ινστρουχτόρων. Δεδομένου και του γεγονότος ότι ο φοιτητικός συνδικαλισμός έχει καταντήσει σε μεγάλο βαθμό απλά πεδίο καταμέτρησης εκλογικών δυνάμεων και χώρος διαπλοκής με τα χειρότερα στοιχεία του πανεπιστημιακού κατεστημένου, απωθώντας τη μεγάλη πλειοψηφία των φοιτητών, άρχισε να τίθεται το ζήτημα της αποκομματικοποίησης του φοιτητικού κινήματος. Αν είχε καταφέρει κάτι το κίνημα, το είχε καταφέρει στρεφόμενο ενάντια στις κομματικές γραμμές και μία από τις προϋποθέσεις ριζοσπαστικοποίησής του φαινόταν πως είναι ο εκδημοκρατισμός του, μακριά από τις κομματικές υπαγορεύσεις.
Σ’ αυτήν την κατεύθυνση έλαβαν χώρα αρκετές πρωτοβουλίες ανά την Ελλάδα ενάντια στην κομματικοποίηση του φοιτητικού κινήματος. Έτσι και οι μεταπτυχιακοί φοιτητές Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής ξεκίνησαν διαδικασίες για τη συγκρότηση πρωτοβάθμιου συλλόγου παρασυρμένοι από το κίνημα, έχοντας όμως υπόψη και πτυχές της παραπάνω προβληματικής. Στον τομέα των μεταπτυχιακών, τα κομματικά επιτελεία ήταν ικανοποιημένα με την «Ένωση μεταπτυχιακών», μια γραφειοκρατική ένωση που «αντιπροσωπεύει» όλα τα μεταπτυχιακά της Θεσσαλονίκης και τους χιλιάδες φοιτητές τους, κατάλληλη για ανακοινώσεις στον τύπο και δοσοληψίες με το πανεπιστημιακό κατεστημένο, εις βάρος πολλές φορές των πρωτοβάθμιων συλλόγων και των αγώνων τους. Παρά λοιπόν την έντονη και συνεχή κοινοποίηση αυτής της διαδικασίας συγκρότησης συλλόγου, τα κομματικά επιτελεία ήταν απόντα.
Επιδιώχθηκε μετά από πολύμηνες διαδικασίες καταστατικών συνελεύσεων η δημιουργία ενός δημοκρατικού καταστατικού. Το καταστατικό ρητά τοποθετεί όλη την εξουσία του συλλόγου σε συχνές, τακτικές ή μη, γενικές συνελεύσεις, οι οποίες και μόνο αποφασίζουν για τα θέματα του συλλόγου. Το εκλεγμένο διοικητικό συμβούλιο, είναι ανακλητό, και έχει ρητά συντονιστικό ρόλο, αναλαμβάνοντας την υλοποίηση ή μεταφορά των αποφάσεων της γενικής συνέλευσης. Όσον αφορά τις κεντρικές θεσμικές διαδικασίες, τα κόμματα ως τέτοια, και όχι τα μέλη τους, αποκλείονται απ’ αυτές. Στις γενικές συνελεύσεις δεν ψηφίζονται ετοιμοπαράδοτα παραταξιακά πλαίσια αλλά γίνεται συζήτηση και ψηφοφορία για κάθε θέμα χωριστά, ώστε το πλαίσιο απόφασης να προκύπτει συνειδητά μετά από δημοκρατική διαβούλευση, και να εκφράζει τη βάση του συλλόγου και όχι τους εκάστοτε γραφειοκράτες «ειδήμονες». Φυσικά, το καταστατικό προσκαλεί και επιδοκιμάζει την ανακοίνωση των κομματικών ή παραταξιακών θέσεων με κάθε μέσο, ακόμα και εντός της συνέλευσης, δεν δέχεται όμως ο πυρήνας των δημοκρατικών διαδικασιών να ευτελίζεται στο επίπεδο των κομματικών ανταγωνισμών. Επιπρόσθετα, οι εκλογές ανάδειξης διοικητικού συμβουλίου δεν προβλέπεται να γίνονται με παραταξιακά ψηφοδέλτια, αλλά μεταξύ φοιτητών και φοιτητριών που έχουν παρουσιάσει τις θέσεις τους σε προηγούμενες δράσεις και συνελεύσεις.
Τα κομματικά επιτελεία έφριξαν με το καταστατικό αυτό και σε αγαστή συνεργασία (ξεχνώντας τις δήθεν αγεφύρωτες αντιθέσεις τους) στράφηκαν εναντίον του με ύβρεις και απειλές. Την ημέρα των εκλογών, κινητοποιήθηκε ο μηχανισμός τους (κυρίως των νεολαιών ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ) επιβάλλοντας τα κομματικά τους ψηφοδέλτια περιφρονώντας πλήρως το καταστατικό. Έδειξαν το δημοκρατικό τους φρόνημα για άλλη μία φορά και το πόσο σέβονται τη μακρά διαδικασία των καταστατικών συνελεύσεων, από την οποία μάλιστα συστηματικά απείχαν παρά τις συνεχείς ανακοινώσεις. Είναι πασιφανές ότι επιδοκιμάζουν τη δημοκρατία στο μέτρο που ικανοποιούνται οι κομματικές τους επιδιώξεις. Χρειάστηκε αρκετή προσπάθεια στο τέλος της διαδικασίας για να απομακρυνθούν τα καταμετρημένα ψηφοδέλτια από τα απλωμένα χέρια και τις απειλητικές τους διαθέσεις.
Αυτός ο σύλλογος κι αυτή η μικρή νίκη, προστίθενται στα παραδείγματα αγώνων για τη δημιουργία ενός δημοκρατικού φοιτητικού κινήματος και των προϋποθέσεων για την επιδίωξη μίας δημόσιας δημοκρατικής παιδείας στα πλαίσια μίας δημοκρατικής έλλογης κοινωνίας. Φυσικά δεν υπάρχει κάποιο απόλυτο εξωτερικό κριτήριο για να κριθούν αυτές οι προσπάθειες. Η ίδια η ιστορία του φοιτητικού κινήματος, το παρελθόν και το μέλλον του, οι εμπειρίες και οι βλέψεις του, είναι η κινητήρια δύναμη παρόμοιων προσπαθειών.
Ας έχουμε ωστόσο υπόψη μας ότι, ακόμα και ο δημοκρατικός συνδικαλισμός παραμένει συνδικαλισμός. Εκφράζει δηλαδή αγώνες κυρίως για την πραγμάτωση μερικών συμφερόντων, ακόμα κι όταν υποστηρίζει αγαθά όπως η δημόσια παιδεία. Τα πιο προχωρημένα τμήματα του φοιτητικού κινήματος αναζητούσαν αγωνιωδώς την υπόλοιπη κοινωνία, καθ’ όλη τη διάρκεια των φοιτητικών κινητοποιήσεων, στοχεύοντας σ’ έναν κοινό αγώνα. Το πεδίο που θα επέτρεπε αυτή τη συνάντηση δεν κατορθώθηκε να βρεθεί.
Οι συνδικαλιστικοί αγώνες, κατά την εκτίμησή μας, μπορούν να ξεπερνούν τα εγγενή όριά τους εάν αποτελούν μέρος ενός ευρύτερου κοινωνικού κινήματος. Οι συνελεύσεις γειτονιάς που πλήθυναν μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη αναδεικνύουν σπερματικά ένα πεδίο για την καθολική και δημοκρατική ανάπτυξη των αγώνων και την επισήμανση των στοιχείων που τους ενώνουν. Αγώνων για μία δημοκρατική κοινωνία, ελεγχόμενη από τις συνελεύσεις των πολιτών, πέρα από τις υπάρχουσες καπιταλιστικές και ιεραρχικές σχέσεις.