“ton epaixa kai ego gia tin joulia!!!!!”
(όνομα ομάδας που δημιουργήθηκε στο facebook για το διαβόητο βίντεο της Τζούλιας Αλεξανδράτου)
Η υπόθεση του πορνό βίντεο της Τζούλιας Αλεξανδράτου που καταναλώθηκε μαζικά ανακινεί εξαιρετικά σημαντικά ζητήματα που αφορούν όλους.
Αρνούμαι να πιστέψω ότι η Τζούλια αντιπροσωπεύει την κατασκευασμένη εικόνα μίας ακόμα «χαζής ξανθιάς» που την παρέσυραν κάποιοι επιτήδειοι. Αρνούμαι να πιστέψω παράλληλα ότι η Τζούλια είναι απλά μία καλή επιχειρηματίας που κυνικά πούλησε τον εαυτό της, ρισκάροντας και πετυχαίνοντας μία γερή κονόμα. Όσο κι αν η δεύτερη εκδοχή είναι πειστικότερη, δεν μας λέει τίποτα ουσιαστικό που θα καταδείκνυε την ιδιαιτερότητα του φαινομένου αυτού. Θα αναδείκνυε μονάχα τη γενικότητα και το υπόβαθρό του.
Η Τζούλια, κατά την άποψή μου, είναι η έκφραση ενός κόσμου που αμφισβητεί τον εαυτό του, μονάχα μέχρις ενός σημείου, ώστε να τον καταστήσει απολύτως εξασθενημένο και πρόσφορο για εκμετάλλευση. Υπόθεσή μου είναι ότι μπορούμε να θεωρήσουμε την Τζούλια ικανή να εκφράσει την εποχή που τη γέννησε, και μία πιθανή συζήτηση μαζί της ίσως να έφερνε σε αμηχανία ακόμα και τους πιο οξυδερκείς ακαδημαϊκούς μας. Οι περισσότεροι θα ντρεπόντουσαν να κάνουν ό,τι έκανε. «Καλά, δεν έχεις καμία αξία; Δεν ντρέπεσαι;». Η Τζούλια θα μπορούσε κάλλιστα να απαντήσει: «Γιατί να ντραπώ; Γιατί να σεβαστώ τις αξίες που εσείς θεωρείτε δεδομένες, απλά και μόνο επειδή αυτές σας επιβλήθηκαν από τις οικογένειές σας και την κατεστημένη κοινωνία; Γιατί να μην κοιτάξω κι εγώ το συμφέρον μου όπως όλοι;». «Μα καλά, υπάρχουν και όρια!» θα διαμαρτύρονταν πολλοί εναντίον της. «Και ποιος τα καθορίζει αυτά τα όρια; Γιατί να τα σεβαστώ;». Στο σημείο αυτό της φανταστικής συζήτησης δεν νομίζω ότι θα είχαν οι περισσότεροι να αντιτείνουν κάτι περισσότερο από μασημένα μισόλογα και απεγνωσμένα «ναι μεν, αλλά». Είναι πολύ εύκολο σήμερα να αναπαράγει κανείς σχετικιστική επιχειρηματολογία με (λιγότερη ή περισσότερη) ευφράδεια, παρά να προσπαθήσει να επιχειρηματολογήσει υπέρ μίας ηθικής στάσης. Οι περισσότεροι κομπιάζουν αν επιχειρήσουν το τελευταίο, ιδιαίτερα αν έχουν (ως συνήθως) έναν σχετικιστή απέναντί τους.
Μία διευκρινιστική παρέκβαση εδώ: δεν θέλει να στιγματίσει αυτό το κείμενο καμία σεξουαλική επιλογή. Ο καθένας πρέπει ελεύθερα να εκφράζεται σεξουαλικά όπως νομίζει (εξαίρεση αποτελεί η παιδεραστία και, εξ’ ορισμού, ο βιασμός), ασχέτως του γεγονότος ότι κάποιες σεξουαλικές συμπεριφορές είναι καθαρά προϊόντα καταπίεσης. Στιγματίζει αυτό το κείμενο την ανοιχτή εμπορευματοποίηση του έρωτα (οποιασδήποτε μορφής) με αφορμή τη μαζική κατανάλωση του συγκεκριμένου dvd, εντάσσοντας την στον σχετικιστικό κυκεώνα που κατά την άποψή μου μαστίζει την κοινωνία. Βεβαίως, οι υποθέσεις καταναγκαστικού trafficking ή παιδικής πορνείας είναι πολύ σοβαρότερες. Απλά αυτές καταδικάζονται άμεσα και απόλυτα από τη μεγάλη πλειοψηφία, χωρίς να οδηγούν στην αμφισημία που γέννησε η κατανάλωση αυτού του dvd, άρα και στη δυνατότητα ενός ασυνήθιστου προβληματισμού. Εδώ είχαμε τη μαζική παρακολούθηση ενός dvd που προκαλούσε ευχαρίστηση (ερωτική ή χιουμοριστική ή κουτσομπολίστικη) και συγχρόνως πολλοί καταδίκαζαν αυτό με το οποίο χαιρόντουσαν. Εδώ φαίνεται ανάγλυφος ο σχετικισμός: μοιάζουμε ανίκανοι να αποφασίσουμε αν μας αρέσει κάτι ή αν το καταδικάζουμε. Περαιτέρω μοιάζουμε ανίκανοι να επιχειρηματολογήσουμε λογικά εναντίον της πράξεων της Τζούλιας, ακόμα κι αν μας φαίνονται άσχημα αυτά που έκανε. Ενώ μοιάζει πολύ εύκολο να πούμε κυνικά: «μην κρίνετε, μην είστε ηθικολόγοι, όλα είναι σχετικά, έτσι είναι ο κόσμος» κλπ., η Τζούλια έφτασε να κάνει όσα έκανε έχοντας ενσωματώσει πλήρως αυτήν την κατάσταση.
Ισχυρίζομαι λοιπόν ότι η Τζούλια είναι μία προχωρημένη έκφραση του σχετικισμού που έχει διαποτίσει σε βάθος το σύνολο της κοινωνίας. Ό,τι είναι καλό για μένα, είναι καλό για μένα, και ό,τι είναι καλό για σένα, είναι καλό για σένα. Δεν υπάρχει ούτε «κοινό καλό», ούτε αλήθεια, ούτε ηθική, ούτε τίποτα παρόμοιο. Μονάχα «απόψεις» χωρίς κανένα ιδιαίτερο βάρος η κάθε μία. Τα υπόλοιπα θεωρούνται, στην καλύτερη περίπτωση, δογματισμός και, στη χειρότερη, ολοκληρωτισμός. Αυτός ο σχετικισμός μας καταστρέφει, γιατί μας οδηγεί στην ανοχή των πιο φρικτών πραγμάτων που συμβαίνουν γύρω μας και μέσα μας. Μας στερεί και τη δυνατότητα διεκδίκησης μίας κοινωνίας στην οποία προϋπόθεση για την ανάπτυξη του ατόμου είναι η ανάπτυξη όλων των υπολοίπων. Αλλά, συγχρόνως, μας ανακουφίζει γιατί μας επιβεβαιώνει ως υποτιθέμενα «αυτόνομες» προσωπικότητες, ως αποκομμένα άτομα που μπορούν να αποσυρθούν στην ηρεμία και την ασφάλεια της ζωούλας τους, ασφάλεια παρόμοια μ’ αυτήν του τάφου. Ο σχετικισμός είναι παραίτηση της σκέψης στο πιο κρίσιμο σημείο, εγκατάλειψη της κριτικής όταν αυτή τείνει να υπερβεί τον εαυτό της και να γίνει πράξη.
Ο σχετικισμός είναι κάτι σαν ενόρμηση θανάτου. Θέλγει σ’ αυτόν η απόλυτη παραίτηση, κατά συνέπεια η απόλυτη ξεγνοιασιά και ηρεμία, το τέλος των ερεθισμών που γεννούν προκλήσεις, δηλαδή όσα αποτελούν και «θέλγητρα» του θανάτου για τον οργανισμό. Άλλη μία φορά, όμως, το ένστικτο της καταστροφής δεν γίνεται δύναμη δημιουργίας (όπως, στο παράδειγμα που έδινε ο Φρόιντ, η δυνατότητα της καταστροφής γίνεται στα χέρια του χειρούργου πράξη υπέρ της ζωής). Η απολύτως έγκυρη και ωφέλιμη αμφισβήτηση των επιβεβλημένων αληθειών δεν οδηγεί στην άρση τους σε αλήθειες που θα ήταν πια αποτέλεσμα αυτοστοχαστικότητας και της ίδιας της Ιστορίας. Προϊόντα του πολιτισμού στην πιο προωθημένη απελευθερωτική δυναμική του, πέρα από τον διαχωρισμό κοινωνίας και ατόμου. Η μαζική κατανάλωση του dvd ήταν μια πανηγυρική πράξη επιβεβαίωσης της βολικότητας του θανάτου έναντι της ζωής.
Ο Χορκχάιμερ τόνιζε ότι οφείλουμε να αντιπαραθέτουμε το υποκειμενικό στο αντικειμενικό και το αντικειμενικό στο υποκειμενικό, μέχρι την τελική συμφιλίωσή τους από την πράξη. Σε μία εποχή ριζικού ατομικισμού και υποκειμενισμού, όπου η ίδια αυτή εποχή αντιπαραθέτει μονάχα το ψευτουποκειμενικό στο αντικειμενικό, δεν βλέπω από καμία πνευματική δύναμη του τόπου αυτού (ή μάλλον, από πάρα πολύ λίγες ώστε να έχει κάποιο αντίκρισμα) να δίνει έμφαση, όπως θα όφειλε, στο αντίθετο, την αντιπαράθεση του αντικειμενικού στο υποκειμενικό και, μόνο έτσι, στην υπόδειξη ότι τα δύο αυτά δεν είναι ριζικά διαχωρισμένα. Γιατί η συνεχής υπενθύμιση, «όλα είναι σχετικά», έχει χάσει σήμερα σε μεγάλο βαθμό το ριζοσπαστικό της νόημα, το οποίο ίσως είχε σε άλλες εποχές. Δεν θίγει πια τους κυρίαρχους.
Δυστυχώς η στάση απέναντι σε φαινόμενα σήψης όπως το βίντεο της Τζούλιας, είναι η ελαφρά τη καρδία στάση που είχαν κάποιοι θετικιστές απέναντι στο φαινόμενο της θρησκείας. Εκ των προτέρων την απέρριπταν απλά ως μεταφυσική. Ναι, αλλά τότε που οφείλεται η πολύ πραγματική επιτυχία της, δηλαδή η πραγματικότητά της; Τείνουμε να θεωρούμε δεδομένο ότι έχει ήδη δοθεί η μάχη εναντίον του σχετικισμού, κι ότι η απλή επισήμανση του ανορθολογικού ως τέτοιου είναι κάτι αυτονόητα αποδεκτό και επαρκές για την ανύψωση της πραγματικότητας στο ύψος του Λόγου. Έτσι στρεφόμαστε σε άλλα διανοητικά ενδιαφέροντα, όταν, όχι μόνο η μάχη δεν έχει δοθεί, αλλά η ίδια η διάκριση ορθολογικού – ανορθολογικού, στο περιεχόμενό της, είναι πια άνευ νοήματος για την πλειοψηφία. Έχει μεγάλη σημασία το γεγονός ότι, για τον Μαρξ, η θρησκεία δεν ήταν απλά «το όπιο του λαού» αλλά και η «καρδιά ενός άκαρδου κόσμου». Το να σταματήσει μία άρρωστη καρδιά να χτυπάει δεν σημαίνει ότι αντικαταστάθηκε από μία υγιή. Μπορεί ο ασθενής να κρατείται μηχανικά στη ζωή, εξαρτημένος, χειραγωγημένος και εγκλωβισμένος.
Δεν έχει νόημα ο απλός στιγματισμός του εμπορεύματος ως ιδεολογίας, και το βαρετό αναμάσημα περί του φετιχιστικού χαρακτήρα του. Γιατί το φετίχ είναι πραγματικότερο από οποιαδήποτε «απτή» πραγματικότητα έχουν να παρουσιάσουν οι επιδερμικοί κοινωνιολόγοι επικριτές του. Και το διαβόητο dvd είχε όλα τα χαρακτηριστικά φετίχ του σύγχρονου εμπορεύματος.
Δεν μένει παρά να καταδειχθεί η συνάφεια αυτού του φετίχ με την τρέχουσα απομόνωση του ατόμου που υφέρπει στον κυρίαρχο σχετικισμό. Αλλά και η συσχέτισή του με την αναπαραγωγή του συστήματος και, κατά συνέπεια, η ίδια η πραγματικότητά του. Συγχρόνως, πρέπει οι διανοούμενοι αυτού του τόπου να ξεστομίσουν κάτι παραπάνω από τις συνήθεις εύκολες αρνήσεις που κατάντησαν φλυαρίες άνευ αντικρίσματος, στις κουραστικές επαναλήψεις και παραλλαγές τους (ας θυμηθούμε επιτέλους και την «άρνηση της άρνησης»). Να δείξουν τι είναι το όμορφο απέναντί στην ασχήμια του κόσμου αυτού, να δείξουν γιατί είναι αλήθεια ότι ο καπιταλιστικός κόσμος είναι σάπιος κι ότι, στ’ αλήθεια, προτιμότερη απ’ αυτόν είναι μία ζωή στα μέτρα των υποσχέσεων της ελευθερίας, όπως αυτή εκδηλώθηκε στους ιστορικούς αγώνες του ελευθεριακού σοσιαλισμού, και πέρα απ’ αυτούς. Αυτή είναι μία πρόκληση για τον σύγχρονο διανοούμενο. Η επιμονή στην ύπαρξη της αλήθειας – στην ιστορικότητά της – και η κατάδειξή της.
Χαίρομαι που πρόσφατα στο περιοδικό «Σημειώσεις» είδα ένα κείμενο του εκλιπόντος Μανόλη Λαμπρίδη, σ’ αυτήν την κατεύθυνση.[1] Στην ίδια κατεύθυνση προσανατολίζεται και η κοινωνική οικολογία, όπως είδαμε σε προηγούμενη ανάρτηση (και κυρίως το φιλοσοφικό «σκέλος» της, ο διαλεκτικός νατουραλισμός). Πολλά ακόμα μένουν να ειπωθούν φυσικά και, κυρίως, να γίνουν.
Θοδωρής Βελισσάρης
[1] «Για την αμφισβήτηση του Διαφωτισμού», Δεκέμβριος 2009.
Ωραίο το κειμενάκι με καίριες διαπιστώσεις. Θα μπορούσα να προσθέσω ότι ο φετιχισμός του εμπορεύματος κατά Μαρξ αφορά πρώτιστα όχι ότι τα εμπορεύματα γίνονται φετίχ αλλά ότι οι άνθρωποι οι ίδιοι γίνονται εμπορεύματα και εκλαμβάνουν τους εαυτούς τους ως τέτοια. Αυτό ακριβώς που συνέβη με τη ‘Τξούλια’. Πρόβαλλε τη Τξούλια-πράγμα, το dvd, ως την ιδεώδη εξύμνηση της ‘Τζούλιας’-ανθρώπου απαξιώνοντας ταυτόχρονα την ανθρώπινη υπόσταση της σε μέσο εξυπηρέτησης της ‘Τξούλιας’-πράγματος. Βαθύτερα και από τον σχετικισμό ως κρατούσα στάση υποφώσκει ο κυνισμός. (Ξέρω τι είναι ηθικό και δίκαιο αλλά εγώ θα κάνω αυτό που επιτάσσει το συμφέρον μου). Σωστά το κείμενο διαπιστώνει ότι το ‘συμβάν’ αντανακλά μια γενικότερη εξαχρείωση. Η δημοφιλία αυτού του περιστατικού δημόσιας αυτο-εκπόρνευσης μας προιδεάζει ότι δεν πρόκειται περί μεμονωμένης παθολογικής περίπτωσης. Με την αντιστροφή των αξιών που επικρατεί στην Ελλάδα (παράγωγη της συνολικής κοινωνικής κρίσης) μάλλον έχουμε μια ινδαλματοποίηση του ‘πράγματος’ της Τζούλιας και της ‘Τζούλιας’-πράγματος. Η προστυχιά ως ‘τολμηρότητα’, ο εξευτελισμός ως αντι-καθωσπρεπισμός, η αναξιοπρέπεια ως ‘πετυχημένο επιχειρηματικό πνεύμα’. (Λέτε να τη δούμε και βουλευτή αλά Τσιτσιολίνα σε εύλογο χρόνο;).
Η παρακάτω ενδιαφέρουσα επιστολή στάλθηκε από τον Νικόλα Σεβαστάκη:
“Αγαπητέ Θοδωρή,
Διάβασα το κείμενό σου και νομίζω ότι η ιδέα να συνδέσεις την κατανάλωση της φιγούρας ”Τζούλια” με το πρόβλημα του εμπεδωμένου σχετικισμού είναι πολύ καλή. Το πρόβλημα είναι ότι μια ορισμένη ιδεολογία της ευτυχίας (ως απόδρασης απο τη θλιμμένη ζωή, ως άρνηση του τραγικού) στηρίζει ενεργά τη διάχυτη σχετικιστική γνώμη. Και το χειρότερο είναι ότι η όποια ένσταση απέναντι σε μια ψευδο-επιτρεπτική κουλτούρα των ιδιωτικών επιλογών (ο καθένας όπως εκφράζεται, δεν υπάρχουν κριτήρια για το αγαθό, για την αξιολόγηση των ατομικών σχεδίων ζωής) κατηγορείται ως ‘συντηρητισμός’. Από όποια αφετηρία και αν προέρχεται ο κριτικός μας στοχασμός, πρέπει νομίζω να επιμείνουμε σε κάτι: να διαχωρίζουμε την υπόσχεση της ίσης ελευθερίας, της δημόσιας και συλλογικής αυτονομίας από την υπόσχεση της πλήρους ικανοποίησης μιας ‘ιδιωτικής ευτυχίας’ έτσι όπως μεταφράζεται στην αντίληψη του “να περνάμε καλά”. Κακά τα ψέμματα: μπορεί κανείς να περνά μια χαρά – να απολαμβάνει- ακόμα και με την έκλειψη κάθε ηθικοπολιτικής αξιοπρέπειας, ακόμα και κάτω απο μια δικτατορία. Η αντίληψη ότι ‘ελευθεριακό’ σημαίνει απλά απάρνηση των ορίων με στόχο την “πλέρια ανάπτυξη” όλων των επιλογών μας και των ονείρων μας, αυτός ο ακατέργαστος λυρισμός που περιφρονεί την common decency (Όργουελ) δεν μπορεί παρά να είναι αμήχανος απέναντι στο εμπορευματικό trash τύπου Τζούλιας. Μια σειρά από σύγχρονες απειλές (πρώτα από όλα η οικολογική) δείχνουν ότι ο ριζοσπαστισμός έχει πλέον νόημα μόνο αν ενσωματώνει δημιουργικά νόρμες και πολιτισμικές εμπειρίες που ο ίδιος ο υπερμοντέρνος τεχνο-καπιταλισμός τις έχει ‘αδειάσει΄ ή τις έχει ‘παρατήσει’.
Με εκτίμηση,
Νικόλας Σεβαστάκης“
Θοδωρή,
Πολύ σωστός ο προβληματισμός (παρ’ όλο που, φαντάζομαι, θα διαφωνούσαμε στο κομμάτι των προτάσεών μας), ήθελα κι εγώ να πω 2-3 πράγματα, αλλά ο Ν. Σεβαστάκης νομίζω ότι είπε όλα τα βασικά. Μάλιστα ήθελα να παραπέμψω στον Ζαν Κλοντ Μισεά και ολόκληρη τη θεωρία του για την “αξιολογική ουδετερότητα” της φιλελεύθερης κοινωνίας που θεωρεί ότι οποιαδήποτε ηθική κρίση ή οποιαδήποτε μορφή πολιτιστικής κριτικής (γιατί για εμένα αυτή η τελευταία είναι πιο σημαντική, ως μορφή κριτικής στα σύγχρονα πολιτιστικά πρότυπα) είναι δείγμα ολοκληρωτισμού, ως προσπάθεια επιβολής στην ιδιωτική σφαίρα (βλ. π.χ. το βιβλίο του Μισεά, Η αυτοκρατορία του μικρότερου κακού. Δοκίμιο για το φιλελεύθερο πολιτισμό). Από κει και η ιδέα της common decency του Όργουελ. Επίσης πολύ σημαντικό βιβλίο σχετικά είναι η Εξέγερση των ελίτ του Κρίστοφερ Λας, όπου ο συγγραφέας προσπαθεί να δείξει ότι η υπεράσπιση κάποιων συγκεκριμένων αξιών δε συνιστά απαραίτητα συντηρητισμό, αλλά, αντιθέτως, υπεράσπιση των βασικών πολιτιστικών σταθερών που εξασφαλίζουν τη διανοητική συνοχή και την υπευθυνότητα που είναι απαραίτητες για τον πολιτικό αγώνα.
Για να το θέσω με καστοριαδική ορολογία, η άνοδος της ασημαντότητας, δηλαδή η αποσύνθεση κάθε είδους αξίας και νόρμας, δημιουργεί μια ντε φάκτο επιτρεπτικότητα, δεδομένου ότι απουσιάζει κάθε κριτήριο, είτε πρόκειται για κριτήριο συντηρητικό είτε για προοδευτικό/ριζοσπαστικό. Το πρόβλημα έγκειται, ακριβώς, στο ότι πολλοί μέσα στην αριστερά και στους αναρχικούς έχουν μείνει προσκολλημένοι στο παρελθόν. Θεωρούν ότι ο σημερινός καπιταλισμός είναι ακόμα ο καπιταλισμός του 1920, με την πουριτανική του ήθική και τις πατερναλιστικές του νόρμες, κι έτσι θεωρούν ότι η πολιτιστική κριτική στη σημερινή μαζική κουλτούρα πρέπει να έχει τη μορφή της κριτικής των σουρεαλιστών ή των ντανταϊστών, δηλαδή την επίθεση στις δήθεν συντηρητικές αξίες της σημερινής κοινωνίας. Αν όμως παραδεχτόύμε ότι ο σημερινός καπιταλισμός δεν έχει, ουσιαστικά αξίες (πράγμα που καλύπτεται από την ιδεολογία του δήθεν “ηδονισμού”), καθώς οδηγεί στην αποσύνθεση του νοήματος, τότε η πολιτιστική μας κριτική σε αυτόν θα πρέπει να είναι εντελώς διαφορετική.
Νομίζω ότι μέσα σε αυτά τα πλαίσια πρέπει να προσεγγιστεί και το φαινόμενο Τζούλιας. Ως δείγμα, μεταξύ άλλων, και του ουσιώδους κενού νοήματος, της υπαρξιακής δυσφορίας και της έλλειψης ικανοποίησης στην οποία οδηγεί ο σημερινός “ηδονισμός”. Που δεν είναι παρά ένας “ηδονισμός” τυπικός, με την έννοια ότι το σεξ έχει απενοχοποιηθεί. Κάτι τέτοιο όμως απέχει παρασάγγας από την άντληση μιας γνήσιας ικανοποίησης και οδηγεί μάλλον σε έναν καταναλωτικού τύπου ευτελισμό της σεξουαλικότητας (που είναι, φυσικά, ταυτόσιμος και με μια εντελώς αντιφεμινιστική εμπορευματοποίηση της θηλυκότητας). Είναι κρίμα η σεξουαλική απελευθέρωση και οι κατακτήσεις του φεμινιστικού κινήματος να μετατρέπονται στα μπουκάλια με τη χυμένη σαμπάνια της Τζούλιας.
Όλα αυτά, βέβαια, δεν πρέπει να μας κάνουν να ξεχάσουμε ότι θα πρέπει να ασκήσουμε μια εξίσου δρυμεία κριτική στο μικροαστικό σεξισμό που εκφράστηκε με αφορμή την κυκλοφορία του DVD: “είναι πουτάνα” κ.λπ. Στο κρεβάτι του ο καθένας και η καθεμία μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, από τη στιγμή που δεν καταπιέζεται κάποιος.
Χαίρομαι με τα εξαιρετικά σχόλια που ακολούθησαν την ανάρτηση του κειμένου τα οποία συμπληρώνουν και επεκτείνουν τον προβληματισμό.
Εν τάχει, λίγα ακόμα σχόλια/παρατηρήσεις απ’τη μεριά μου:
Η κριτική στον τρέχοντα πανηδονισμό πρέπει να γίνει από την πλευρά της ανεπάρκειάς του. Υπόσχεται πολλά αλλά η απόλαυση που προσφέρει είναι, τουλάχιστον, κουτσουρεμένη. Ένα επαναστατικό κίνημα παλεύει για μία νέα κοινωνία κι έναν νέο άνθρωπο. Αν ξεχαστεί αυτό μπορεί να καταλήξουμε σε μία αναδιευθέτηση των κοινωνικών σχέσεων ώστε να απολαμβάνουν όλοι ισότιμα την αποξένωσή τους. Μ’ αυτήν την έννοια, η πραγματική απόλαυση προϋποθέτει ανεμελιά και μια απελευθέρωση των ίδιων των επιθυμιών από τα δεσμά τους. Κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο σε μία ιεραρχική κοινωνία. Βεβαίως, δεν πρέπει αυτό να μας κάνει να ξεχάσουμε το γεγονός ότι η σεξουαλική και ηδονιστική απελευθέρωση από μόνη της (όπως εκφράστηκε τη δεκαετία του ’60) όχι μόνο δεν έθιξε το σύστημα αλλά αποτέλεσε διέξοδο, μαζί με τις καταναλωτικές συνεκφάνσεις της, για την αναπαραγωγή του.
Από την άλλη, ο σύγχρονος ψευτο-ηδονισμός και καταναλωτισμός ενέχει ίσως μία αμφισημία. Οι άνθρωποι δεν έχουμε καταστεί ακόμα μαριονέτες που ακολουθούν μηχανικά οδηγίες για την αναπαραγωγή της κοινωνικής ζωής. Στο όνειρο για το καταναλωτικό προϊόν διατηρείται ένα πάθος και μία επιθυμία για μία ζωή ευχαρίστησης και απολαύσεων. Φυσικά ο καταναλωτισμός είναι συγχρόνως η καταβαράθρωση αυτής της απόλαυσης. Όμως απέναντι σε πρωτογονιστικούς εφιάλτες και νεοσυντηρητικές δυστοπίες αποτελεί σημάδι ότι το παιχνίδι ακόμα δεν έχει κριθεί. Μία αμφισημία όμως δεν σημαίνει κάτι παραπάνω απ’ αυτό, και το μέλλον είναι αβέβαιο, εκτός αν δράσουμε συλλογικά γέρνοντας την πλάστιγγα στην πλευρά της απελευθέρωσης.
Ελπίζω να μη σε πειραζει αλλά τοαναδημοσιευσα οπως και το ιδιαιτερα ενδιαφερον σχόλιο του Σεβαστακη
http://nosferatos.blogspot.com/2010/04/blog-post_8000.html
Για τον Κυνισμό, την Υποκρισια την Μεταδημοκρατια ( παλιο σχολιο στου Ροίδη 5/12/2008)
Τό συγχρονο πολιτικό συστημα στην Ελλάδα και Αλλου , δηλαδή η ΜεταΔημοκρατια ,
δεν στηριζεται πια στην Υποκρισια ( δηλαδή στην αποκρυψη της αληθειας και στην επικληση Προφασεων )
αλλά στον Κυνισμό : Δηλαδή στην αποκαλυψη της αλήθειας ως Ωμοτητας μεχρι να την συνηθισουμε δια του Μιθριδατισμου και να την αποδεχτουμε ως δεδομένη
…Με αυτή την εννοια τα σκανδαλα δεν δημιουργουν κινδυνους για το Πολιτικό συστημα αλλά το Δυναμώνουν ..
Ασε που παραγουν σε ολο και μεγαλύτερη κλίμακα εναν τυπο ανθρωπου που λεει : Αν ειναι ετσι η Πολιτική θελω να παιξω κι εγώ ..Ολο και περισσοτερη Αηδια ….αλλά και ολο περισσοτερο αποδοχή της Αηδιας ως δεδομένης και αμεταβλητης .
Κα φυσικά οι εντιμοι ανθρωποι που αντιστεκονται συκοφαντουνται και λοιδωρουνται συστηματικά απο τους Γλοιώδεις ..
απο σχολιο μου εδώ:
http://roides.wordpress.com/2008/06/30/letat-en-perile/
Εδώ και καιρό νομίζω ότι οι στίχοι από το τραγούδι “Χορός με τη σκιά μου” ταιριάζουν πολύ στην περίπτωση Τζούλια, και σε κάθε Τζούλια. Τους βάζω εδω έτσι για την ιστορία:
Στίχοι: Μάνος Χατζιδάκις
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Πρώτη εκτέλεση: Δήμητρα Γαλάνη
Το βράδυ σπίτι μου γυρίζω
κυνηγημένη σαν πουλί,
μες στα σεντόνια μου αντικρίζω
το θάνατο που με καλεί.
Κρύβω στα χέρια την καρδιά
παίρνω απ΄ τις πόρτες τα κλειδιά,
και προσπαθώ να του ξεφύγω
κρυφά σαν τα μικρά παιδιά.
Κυλώ σα δάκρυ στη σιωπή,
μέσα στου κόσμου τη ντροπή,
και σαν τα ρούχα μου ξεσκίζω
γυμνή μ΄ αρπάζει η αστραπή.
Στους δρόμους σύντροφο γυρεύω
μια μπάντα παίζει το ρυθμό,
σκίζω τους τοίχους και χορεύω
να βρω τον άγνωστο αριθμό.
Κοιτάω μ΄ ελπίδα μια φωτιά
που ανάβει έν΄ άστρο στο νοτιά,
άραγε να ΄ναι ΄κει το φως μου,
το φως ή η ατέλειωτη ερημιά.
Φοβάμαι του όχλου τη χολή
ένας τυφώνας με καλεί,
η αγάπη χάνεται στη μνήμη
κι εγώ χορεύω σαν τρελή.