Σ’ ένα βιβλίο πολιτικής οικονομίας τού 1804, ο James Maitland (ή, αλλιώς, όγδοος κόμης του Lauderdale) διαπίστωσε πως υπάρχει μία αντίστροφη σχέση μεταξύ δημόσιων αγαθών και ιδιωτικού πλούτου. Η αύξηση του τελευταίου συνοδεύεται από την εξάλειψη των πρώτων. Τα δημόσια αγαθά υπάρχουν (ή, καλύτερα, θεωρείται ότι υπάρχουν) σε απόλυτη αφθονία, ενώ τα ιδιωτικά πλούτη προκύπτουν μονάχα απ’ οτιδήποτε σπανίζει (πραγματικά ή ιδεολογικά). Τα πρώτα είναι, για παράδειγμα, ο αέρας που αναπνέουμε ή το νερό μίας πηγής, ενώ τα ιδιωτικά πλούτη αποτελούνται από εμπορεύματα.
Που είναι το παράδοξο; Ο Maitland παρατήρησε ότι μία αύξηση της σπανιότητας αγαθών που πριν θεωρούνταν σε αφθονία (όπως το νερό, ο αέρας και η τροφή), και η μετατροπή τους σε εμπορεύματα, οδηγούσε σε αύξηση του ιδιωτικού πλούτου, και συνεπώς του εθνικού, αλλά αυτό εις βάρος των δημόσιων αγαθών. Έτσι, για παράδειγμα, μια πλήρης ιδιωτικοποίηση του νερού μπορεί να αυξήσει τον πλούτο αλλά στην πραγματικότητα έχει οδηγήσει σε σωρεία προβλημάτων τόσο σε σχέση με την τιμή όσο και με την ποιότητα [2].
Ο Μαρξ ανέπτυξε περαιτέρω αυτό το παράδοξο, κωδικοποιώντας το στην αντίθεση μεταξύ αξιών χρήσης και ανταλλακτικών αξιών (δημόσια αγαθά και ιδιωτικά πλούτη ή εμπορεύματα, αντίστοιχα). Αμφισβήτησε ριζικά τη θεώρηση της Φύσης ως «δώρου» το οποίο μπορεί να εκμεταλλευτεί κατά το δοκούν η ανθρωπότητα (όσο μπορούσε φυσικά στο πλαίσιο της εποχής του). Βασική πτυχή της καπιταλιστικής ιδεολογίας που αντιπάλεψε είναι η ταύτιση, μάλλον η σύγχυση, αξίας και πλούτου, με την έννοια ότι αξία παράγουν μόνο οι άνθρωποι. Ο Μαρξ ήταν κατηγορηματικός: αξία και αγαθά παράγει τόσο η ανθρώπινη εργασία όσο και η Φύση. Η αποτυχία να ενσωματώσει τη Φύση στον υπολογισμό της αξίας αποτελούσε για τον Μαρξ θεμελιώδη αντίφαση του κεφαλαίου.
Οι σύγχρονες εξελίξεις δικαιώνουν τους Μαρξ και Maitland. Ο καπιταλισμός τρέφεται από τη σπανιότητα. Τίποτα δεν είναι πιο επικίνδυνο γι’ αυτόν από την αφθονία. Η οικολογική αποσύνθεση γίνεται ευκαιρία για νέες αγορές, επενδύσεις και κέρδη. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι ανθούσες βιομηχανίες διαχείρισης αποβλήτων και ανταλλαγών εκπομπών άνθρακα. Η γιγάντωση της σπανιότητας των φυσικών πόρων οδηγεί επιπλέον στην ιδιωτικοποίηση των παγκόσμιων αγαθών. Πολυεθνικές σαν τη Suez (που έχουν βάλει στο μάτι και την ΕΥΑΘ στη Θεσσαλονίκη) επιβουλεύονται το τρεχούμενο νερό. Η σπανιότητα των παραδοσιακών ενεργειακών πόρων, από την άλλη, όπως η εξάντληση των αποθεμάτων πετρελαίου, οδηγεί στη στροφή της παγκόσμιας γεωργίας από τα τρόφιμα στα βιοκαύσιμα. Αυτό επιτείνει την παγκόσμια πείνα, με την άνοδο της τιμής των τροφίμων, ανοίγοντας παράλληλα τον δρόμο στη βιομηχανία των γενετικά τροποποιημένων [3]. Από τη σκοπιά συνεπώς της καπιταλιστικής συσσώρευσης το φαινόμενο της πλανητικής υπερθέρμανσης, η ερημοποίηση και όλα όσα μας απειλούν, μπορούν να είναι ευλογία και προοπτική επέκτασης των ιδιωτικών κερδών. Όχι λοιπόν μόνο παράγει ο καπιταλισμός αυτά τα προβλήματα, αλλά μπορεί και να τρέφεται απ’ αυτά.
Συγχρόνως, ωστόσο, αυτές οι εξελίξεις δημιουργούν προβλήματα καθώς οδηγούν (πέρα από τον οικολογικό όλεθρο) όχι μόνο στην εξάλειψη κάποιων παραδοσιακών πηγών κέρδους αλλά και σε μία, ολοένα αυξανόμενη, κοινωνική δυσαρέσκεια. Μεγάλα τμήματα του παγκόσμιου κεφαλαίου εγκατέλειψαν τα τελευταία χρόνια τους παραδοσιακούς τομείς παραγωγής και στράφηκαν στις χρηματιστικές αγορές [4]. Αυτή η έξοδος κινδύνου, με τα τοξικά της χρηματοπιστωτικά προϊόντα και τα δάνεια υψηλού κινδύνου, μαζί με την πτώση της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών, οδήγησε απευθείας στην πρόσφατη μεγάλη οικονομική κρίση, τις συνέπειες της οποίας ακόμα βιώνουμε. Όλα αυτά επιβεβαιώνουν την έμφαση που δίνουμε στα «εξωτερικά», και όχι μόνο στα «εσωτερικά», όρια του καπιταλισμού (βλ. το κείμενό μας «Κάποιες βασικές μας θέσεις»).
Η μαρξιστική ανάλυση της κρίσης, παρόλη της την οξυδέρκεια, συναντά εντούτοις ένα όριο (που εμποδίζει τον μαρξισμό ως τέτοιο να γίνει πλήρως οικολογικός). Τα οικολογικά προβλήματα δεν είναι μονάχα προβλήματα σπάνης. Ακόμα και με άπειρα αποθέματα ενέργειας και πόρων, το σύστημα μπορεί εξίσου καλά να παράγει σαβούρα για τον εγγενή σ’ αυτό καταναλωτισμό και να καταστρέφει τη βιόσφαιρα. Με άλλα λόγια, η ιδεολογία της κυριαρχίας επί της Φύσης μπορεί να συνεχιστεί και να βρει νέες εκφράσεις (όπως εξίσου ανέπαφες από το ξεπέρασμα της σπάνης μπορούν να μείνουν ιεραρχίες όπως ο ρατσισμός και ο σεξισμός). Οι κοινωνικοί οικολόγοι, αναγνωρίζουν τη σπουδαιότητα της μαρξιστικής ανάλυσης του καπιταλισμού, αλλά πηγαίνουν πέρα απ’ αυτή, στην ανάλυση των σύμφυτων πλέον με το σύστημα ιεραρχιών που καταστρέφουν τόσο την κοινωνική ζωή όσο και τον πλανήτη (βλ. το κείμενό μας «Τι είναι η κοινωνική οικολογία;»).
Όσον αφορά στην Ελλάδα, η προσφυγή στον μηχανισμό στήριξης και στο ΔΝΤ, μαζί με τα ακόμα πιο σκληρά μέτρα που θα ακολουθήσουν, σημαίνουν τη χρεωκοπία, όχι της χώρας και των ανθρώπων της, αλλά της σάπιας, εγχώριας εκδοχής του καπιταλιστικού μοντέλου ανάπτυξης. Τι οδήγησε στην καταστροφή της οικονομίας; Ο κρατικοδίαιτος τερατώδης κεντρικός μηχανισμός και οι ανάγκες αναπαραγωγής του, μαζί με την αποδιάρθρωση της παραγωγής που έφερε το άνοιγμα των αγορών για την κερδοφορία του κεφαλαίου, καθώς και η αυξανόμενη παθητίκευση του πληθυσμού και το κυνήγι του ιδιωτικού βολέματος. Η λύση δεν μπορεί παρά να είναι πολιτική. Οι «οικονομικές» λύσεις είναι μέρος του προβλήματος ενός συστήματος που διαχώρισε την οικονομία από την πολιτική και την κοινωνία. Βραχυπρόθεσμα η, πολυδιαφημιζόμενη στον ριζοσπαστικό χώρο, στάση πληρωμών και η έξοδος από την ευρωζώνη δεν λένε από μόνες τους τίποτα, ενώ μπορεί να οδηγήσουν και σε ακόμα πιο τερατώδη κρατικό μηχανισμό και ακόμα υψηλότερα επιτόκια δανεισμού (δεν είναι τυχαίο ότι την προτείνουν ακόμα και απολογητές του συστήματος όπως ο Ανδριανόπουλος). Νόημα έχουν ως βραχυπρόθεσμα μέτρα μόνο αν συνοδευτούν από κάποιου είδους άμεση μεταρρύθμιση προς την πραγματική δημοκρατία, πολιτική αποκέντρωση, μετάθεση της εξουσίας στους ίδιους τους πολίτες και τις συνελεύσεις τους, επικέντρωση στην τοπική οικονομία με διαδημοτικό συντονισμό στα εθνικά και περιφερειακά θέματα. Αυτή είναι μία ακόμα ευκαιρία για τον ελευθεριακό σοσιαλισμό. Αργά ή γρήγορα, οι ψευδαισθήσεις τύπου «η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει» καταρρέουν. Έρχεται η στιγμή για ν’ αποφασίσουμε, με ποιους θα πάμε και ποιους θ’ αφήσουμε.
——————————————————————————————————-
[1]Το άρθρo αυτό αντλεί το υλικό του από το δοκίμιο των John Bellamy Foster και Brett Clark, “The paradox of wealth: Capitalism and ecological destruction”, Monthly Review, Nov. 2009 , NO.6.
[2] The private sector in water in 2009, David Hall and Emanuele Lobina, PSIRU, Business School, University of Greenwich, March 2009
[3] Αυτές οι εξελίξεις, και η ανατροπή πολλών μύθων που τις συνοδεύουν, αναλύονται στο κείμενο του Brian Tokar, “Movements for Climate Action:Towards Utopia or Apocalypse?”
[4] Αυτή η συμβολή της οικολογικής κρίσης στις σύγχρονες επίπονες μεταμορφώσεις του κεφαλαίου περιγράφεται καλά στα: “Monopoly-Finance capital and the paradox of accumulation” των John Bellamy Foster και Robert W. McChesney, Monthly Review, October 2009, Vol. 61, NO. 5 και το “Promissory notes: From crisis to commons”, Midnight Notes Collective and Friends