Λίγα λόγια για έναν μεγάλο ζωγράφο, τον Βαν Γκογκ όπως τον ξέρουμε, Φαν Χωχ, όπως προφέρεται στα ολλανδικά.
Ο Βαν Γκογκ ήταν ένας ευαίσθητος παρατηρητής των ανθρώπινων υποθέσεων στα τέλη του 19ου αιώνα, και ζούσε την εποχή του ως την περίοδο συσσωρευόμενης έντασης πριν από το ξέσπασμα μια μεγάλης καταιγίδας. Είναι σίγουρος ωστόσο ότι δεν θα ζήσει ο ίδιος αυτήν την επαναστατική θύελλα. Όπως όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες, είναι πολύ πιο μπροστά από την εποχή του, και αντιλαμβάνεται την πραγμοποίηση των κοινωνικών σχέσεων, τη “φυσικοποίησή” τους, αλλά και την επερχόμενη αντίδραση και τις δυνατότητες που αναπτύσσονται παράλληλα.
Έγραφε: “…Αισθάνεται κανείς ενστικτωδώς πως πολλά πράγματα αλλάζουν και πως όλα θα αλλάξουν – βρισκόμαστε στο τελευταίο τέταρτο ενός αιώνα που θα τελειώσει πάλι με μια τεράστια επανάσταση. Αλλά κι αν υποθέσουμε πως βλέπουμε στο τέλος της ζωής μας την αρχή της – τους καλύτερους καιρούς καθαρού αέρα και της αναζωογόνησης ολόκληρης της κοινωνίας μετά από αυτή τη θύελλα, σίγουρα δεν θα τους ζήσουμε” (από το βιβλίο “Η αναγκαιότητα της τέχνης”, του Ερνστ Φίσερ).
Γράφει ο Ερνστ Φίσερ για τον Βαν Γκογκ:
“Ο νεαρός αγρότης που καταστρέφει και παραμορφώνει το σώμα του στη διαδικασία της εργασίας είναι μόνος. Εκδηλώνεται το μοτίβο της μοναξιάς, η εγκατάλειψη του ξεχωριστού ατόμου που αγωνίζεται για μια χούφτα ζωή που πάντα είναι ανασφαλής και αμφίβολη. Το πρόσωπό του κάτω από τα ξανθά σα στάχια μαλλιά εκφράζει ταυτόχρονα προσπάθεια και εξάντληση. Την επόμενη στιγμή μπορεί αυτός ο θεριστής να γίνει πολύ βαρύς και η γη τον τραβά, τον κάνει πράγμα ανάμεσα σε πράγματα. Αυτά τα πράγματα είναι ισχυρότερα από τον άνθρωπο και φαίνεται πως έχουν μια δική τους δαιμονική ζωή: αυτό δεν είναι πια η ακίνητη μάζα των σιτηρών που ζωγράφισε ο Μπρέγκελ, είναι ένα χωράφι σε πυρετό, ένα χωράφι που το τραντάζει μια αλλόκοτη ανατριχίλα”.
Συλλαμβάνει για τον Φίσερ ο Βαν Γκογκ “τον εγκαταλειμμένο και φορτωμένο με εκρηκτική ύλη κόσμο – και πίσω απ’ αυτόν τον τεράστιο ήλιο που ίσως μια μέρα να λάμψει όχι μόνο για τα πράγματα, αλλά και για τους ανθρώπους”.
Οι κοινωνικές σχέσεις πετρώνουν όλο και περισσότερο. Γίνονται “φύση”, όπως έχουμε μάθει λανθασμένα να προσλαμβάνουμε τη φύση. Στατικά, όπως τη θέα απ’το παράθυρο. Όμως η φύση είναι η ιστορία της φύσεως, και η κοινωνία η ιστορία της κοινωνίας όπως η τελευταία αναδύεται από τη φύση, με ενότητα και διαφορά. Μαζί με την κληρονομιά της κυριαρχίας υπάρχει και μια κληρονομιά απελευθέρωσης, δυνατοτήτων για ελευθερία, αυτοσυνείδηση, και συνεργασία. Αυτή η αντίφαση οργιάζει και κανένας συμβιβασμός δεν την καθησυχάζει. Έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα, οικολογικά και πολιτικο-οικονομικά, γίνεται όλο και πιο επιτακτική η απάντηση εκ μέρους μας: άμεση δημοκρατία, ελευθεριακός σοσιαλισμός, ή βαρβαρότητα;