του Κώστα Δεσποινιάδη
Το 1974 ο γερμανός νομπελίστας Χάινριχ Μπελ δημοσιεύει ένα σύντομο αφήγημα που έμελλε να αποτελέσει αρχετυπικό παράδειγμα κριτικής μιας συγκεκριμένης πρακτικής των εφημερίδων. Το βιβλίο, γνωστότατο σήμερα, είχε τον τίτλο «Η χαμένη τιμή της Κατερίνας Μπλουμ» και μιλούσε για την ιστορία μιας συνηθισμένης κοπέλας που εξαιτίας μιας τυχαίας γνωριμίας της με κάποιον καταζητούμενο, μπήκε στο στόχαστρο της αστυνομίας. Την σκυτάλη παίρνει ο κίτρινος τύπος της εποχής (ο Μπελ ευθέως δήλωσε ότι «φωτογραφίζει» την εφημερίδα Bild στο αφήγημά του) που αναλαμβάνει την κανιβαλική διαπόμπευση της Κατερίνας Μπλουμ, η οποία, με τη σύμπραξη αστυνομίας και εφημερίδων, αρχίζει να βιώνει έναν κλιμακούμενο, καφκικό εφιάλτη χωρίς τέλος.
Δυστυχώς, αυτά δεν συμβαίνουν μόνο στη λογοτεχνία. Στην πραγματική ζωή παρακολουθούμε καθημερινά τη διαπόμπευση και τον εξευτελισμό ανθρώπων από τηλεοράσεις και δημοσιογράφους εφημερίδων που λειτουργούν απροκάλυπτα ως γραφεία τύπου της ασφάλειας και της αντιτρομοκρατικής (στην εποχή του διαδικτύου είναι εύκολο να διαπιστώσει κανείς ότι πολλοί εξ αυτών δεν αλλάζουν ούτε μια λέξη στα υποτιθέμενα ρεπορτάζ τους, από το επίσημο ή ανεπίσημο δελτίο τύπου που τους δίνουν οι μοναδικοί πληροφοριοδότες τους, η ίδια η αστυνομία δηλαδή).
Αυτό το έργο είδαμε να επαναλαμβάνεται τις τελευταίες μέρες με αφορμή την σύλληψη της 27χρονης Φαίης Μάγιερ. Ένας καφές που ήπιε με κάποιον που η αστυνομία θεωρεί ύποπτο, άρκεσε για να συλληφθεί αυτή από την αντιτρομοκρατική υπηρεσία και στην συνέχεια να ξετυλιχθεί το κουβάρι της δημοσιογραφικής αλητείας. Στην προκειμένη περίπτωση μάλιστα, αστυνομία και δημοσιογράφοι επιρρίπτουν ο ένας στον άλλο την ευθύνη για το ποιος δημιούργησε το, χαμηλού έστω επιπέδου, χολιγουντιανό σενάριο: η μητέρα της ήταν μέλος της ΡΑΦ που καταζητούνταν επί χρόνια, ο δε πατέρας της, επίσης στυγνός τρομοκράτης, σκοτώθηκε σε ένοπλη σύγκρουση με την αστυνομία. Φυσικά τίποτα από τα δύο δεν ίσχυε (επρόκειτο για απλή συνωνυμία, μιας και το Μάγιερ είναι ένα κοινότατο γερμανικό επίθετο). Ο πατέρας της είναι ζωντανός και οι δύο γονείς της ουδέποτε υπήρξαν μέλη της ΡΑΦ. Ακολούθησε, μάλιστα, επίσημη διάψευση από πλευράς Γερμανίας, αλλά όπως γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις, η «προβολή» που έτυχε η διάψευση αντιστοιχεί στο 1/20 της προβολής που τυγχάνει η συκοφαντία.
Εκτός όμως από το θέμα του εξευτελισμού και της διαπόμπευσης (με τις ανυπολόγιστες συνέπειες που μπορεί να έχει για την καθημερινή ζωή κάποιου) που ατιμώρητα μπορούν να προκαλούν οι δημοσιογράφοι, υπάρχει και το ακόμα σοβαρότερο, παράπλευρο, ζήτημα ότι έτσι ακριβώς δημιουργείται το κατάλληλο κλίμα ώστε να προφυλακιστούν άνθρωποι και να παραμείνουν στη φυλακή 1-1,5 χρόνο μέχρι να γίνει η δίκη τους και να αποδείξουν (αν αποδείξουν) ότι δεν είναι ελέφαντες.
Στο μυθιστορηματικό σύμπαν του Μπελ, η κάθαρση επέρχεται έστω και δια του στρεβλού τρόπου της αυτοδικίας. Στην πραγματική ζωή, παρακολουθούμε καθημερινά τον ταχύ εκφασισμό της κοινωνίας, την εφιαλτική αστυνομο-δικαϊκή οχύρωση και αυθαιρεσία των κρατών (που μπορούν άνετα να ομολογούν ότι προσήγαγαν και ξυλοκόπησαν κάποιον επειδή έμοιαζε με κάποιον άλλον, όπως συνέβη αυτές τις μέρες με το μέλος του Σύριζα Δημοσθένη Παπαδάτο-Αναγνωστόπουλο) και την, σε ρόλο μαέστρου, εξαλλοσύνη των ΜΜΕ που ποδοπατούν ατιμώρητα οποιονδήποτε.