Η εξέγερση του Δεκέμβρη και η κομμουναλιστική προοπτική

«Οι δημοτικές αρχές φυσικά είναι εξ ορισμού ευάλωτες, αφού η
πολιτική τους επιτυχία εξαρτάται από την πεποίθηση ότι αντιπροσωπεύουν
τους πολίτες και όχι κάποια έξωθεν κυβέρνηση ή τους εντολοδόχους της.
Εξ ου ίσως και η κλασσική γαλλική παράδοση, οι εξεγερμένοι να κινούν για
το δημαρχείο και όχι για τα βασιλικά ή τα αυτοκρατορικά ανάκτορα, και να
ανακηρύσσουν εκεί την προσωρινή κυβέρνηση, όπως στα 1848 ή στα 1870».

Eric Hobsbaum, «Πόλεις και εξεγέρσεις»

Τη νύχτα της 6ης Δεκεμβρίου του 2008, η φονική αστυνομική σφαίρα που καρφώθηκε στο στήθος του μαθητή Αλέξη Γρηγορόπουλου, έσπασε τον απατηλό καθρέφτη της κοινωνικής ειρήνης και ανέδειξε τις δυνάμεις της άρνησης που εργάζονται ακατάπαυστα στην καρδιά της κοινωνίας. Μια αμείλικτη αλήθεια εξαπλώθηκε δυναμικά: το υπάρχον κοινωνικο-οικονομικό σύστημα βρίσκεται σε ριζική σύγκρουση με τη ζωή και τα συμφέροντα της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών.

Τα αντανακλαστικά της ελληνικής κοινωνίας ήταν ακόμα οξυμένα από τον πρόσφατο αγώνα των φυλακισμένων για τα δικαιώματά τους, με μαζικές απεργίες πείνας. Ένα μεγάλο κύμα αλληλεγγύης είχε βοηθήσει αυτόν τον αγώνα να εκπληρώσει ένα μέρος των στόχων του. Το προηγούμενο διάστημα, τα περιστατικά αστυνομικής κτηνωδίας διαδέχονταν το ένα το άλλο. Η δολοφονία του Γρηγορόπουλου επέκτεινε την αλληλεγγύη σ’ όλα τα θύματα της κρατικής βίας και ανέπτυξε την οργή σ’ έναν άνευ προηγουμένου βαθμό. Όλες οι γελοίες αναφορές περί «μεμονωμένου περιστατικού» κατέρρευσαν. Και δικαίως, όπως κατέδειξαν τόσο οι μέρες που ακολούθησαν, με τους εκφοβιστικούς πυροβολισμούς και τη χρήση όπλων εκ μέρους της αστυνομίας εναντίον των διαδηλωτών, όσο και τα χρόνια που προηγήθηκαν.

Η αντίδραση ήταν άμεση και δυναμική. Την ίδια τη νύχτα της δολοφονίας, ενώ τα ΜΜΕ είτε «αγνοούσαν» το γεγονός της δολοφονίας είτε απλώς ανέφεραν αόριστα κάποια συμπλοκή με πυροβολισμούς, η αλήθεια διαδίδονταν αστραπιαία, στόμα με στόμα, με μηνύματα και τηλεφωνήματα, ενώ σημαντικό ρόλο έπαιξε το ίντερντετ και κυρίως το ελληνικό indymedia. Δυναμικές διαδηλώσεις σχηματίστηκαν σ’ όλη την Ελλάδα οι οποίες στράφηκαν ενάντια στα όργανα του συστήματος που ευθυνόταν γι’ αυτή τη δολοφονία, δηλαδή ενάντια στους αστυνομικούς και τα αστυνομικά τμήματα. Οι στόχοι της λαϊκής οργής δεν άργησαν να συμπεριλάβουν σταδιακά κι άλλα υποστυλώματα της ιεραρχικής και εκμεταλλευτικής κοινωνίας που όπλισε τον φονιά, όπως τις τράπεζες ή τα πολυτελή καταστήματα του καταναλωτισμού.

Μια μεγαλειώδης κοινωνική εξέγερση ακολούθησε η οποία άντλησε τη δύναμή της, όχι μονάχα από την αφορμή της κρατικής καταστολής, αλλά και από τις τεράστιες ταξικές αντιθέσεις που οξύνονται τα τελευταία χρόνια γεννώντας εξαθλίωση και μαζική ανεργία, και από τις ιεραρχικές σχέσεις που αλλοτριώνουν και εκμηδενίζουν τη ζωή των πολιτών. Η εξέγερση αυτή αποτέλεσε κυρίως έκφραση οργής και αγανάκτησης. Οι τελευταίες, δεν μετουσιώθηκαν ρητά σε επαναστατικές διεκδικήσεις και δεν υποστηρίχθηκαν με σταθερότητα και οργάνωση κάποια συγκεκριμένα αιτήματα. Αυτό παραμένει ένα μειονέκτημα παρότι πολλά αιτήματα προβλήθηκαν, αν και ρεφορμιστικού βασικά χαρακτήρα, τα οποία ωστόσο συνεχώς ριζοσπαστικοποιούνταν, από την απαίτηση να τιμωρηθεί ο δολοφόνος, να αφοπλιστεί η αστυνομία, να παραιτηθεί η κυβέρνηση κ.α. Η παρατήρηση αυτή δεν μειώνει φυσικά το μέγεθος και τη σημασία της εξέγερσης.[1]

Ο βίαιος χαρακτήρας της εξέγερσης

Ομολογουμένως, η βίαιη αντίδραση ήταν ισχυρή και μαζική σε τέτοιο βαθμό που καθιστά αδύνατη την υπόθεση ότι διεκπεραιώθηκε από αναρχικούς. Η τροπή των γεγονότων τις επόμενες μέρες έδειξε ότι στις άγριες συγκρούσεις συμμετείχαν μαθητές και φοιτητές, μετανάστες, και εργαζόμενοι όλων των ηλικιών, αλλά κυρίως οικονομικά εξασθενημένοι. Δεν μπορούμε να ανταποκριθούμε στις υστερικές απαιτήσεις του συστήματος και να καταδικάσουμε τη βία στην οποία επιδόθηκαν όλες αυτές οι ομάδες. Παρά την προπαγάνδα των ΜΜΕ, είναι εξακριβωμένο ότι η συντριπτική πλειοψηφία των στόχων είχαν αντικρατικό και αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα. Επίσης, η βία των διαδηλωτών δεν συγκρίνεται με τη βία του ίδιου του συστήματος. Για παράδειγμα, μερικές σπασμένες βιτρίνες αποτελούν σταγόνα στον ωκεανό μπροστά στην επίθεση που δέχονται οι μικρομεσαίοι μαγαζάτορες από τους καπιταλιστές και τις ανοιχτές αγορές της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δυστυχώς σε σημαντικό βαθμό αυτοί οι μικροϊδιοκτήτες, χωρίς να αντιλαμβάνονται το πραγματικό συμφέρον τους ενάντια στο σύστημα, στράφηκαν ενάντια στην εξέγερση). Πρέπει επίσης να αναγνωρίσουμε ότι οι δυναμικές συγκρούσεις έφεραν δημοσιότητα στη δολοφονία και την εξέγερση, καθώς και μία αυξανόμενη, τις πρώτες ημέρες, μέριμνα γι’ αυτήν.

Μια μικρή παρένθεση που αφορά τα ΜΜΕ είναι εδώ απαραίτητη. Τα ΜΜΕ ούρλιαζαν ενάντια στην εξέγερση, παρουσιάζοντας εξαρχής τη δολοφονία ως «μεμονωμένο περιστατικό» και συνιστώντας «πολιτισμένη» αντίδραση. Αυτό είναι σαφές και πρέπει να κλείσει το στόμα κάποιων ηλίθιων που ισχυρίζονται ότι τα ΜΜΕ δημιούργησαν την εξέγερση. Την ίδια στιγμή όμως που τα ΜΜΕ επιδίδονταν σε διαγωνισμό κοσμιότητας, συνέχιζαν να προβάλλουν μετά μανίας τις βίαιες συγκρούσεις, προς άγραν τηλεθέασης, αγνοώντας συγχρόνως τις καθημερινές μαζικές πορείες χιλιάδων ατόμων όταν ήταν ειρηνικές.

Ωστόσο, από την πλευρά μας, η βία δεν μπορεί να αποτελεί τη βασική πολιτική πρόταση για τον επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν την απορρίπτουμε για λόγους αρχής και θεωρούμε ότι μπορεί σε συγκεκριμένες συνθήκες να είναι απόλυτα νομιμοποιημένη. Ένα εύλογο παράδειγμα αποτελεί η καθόλα δίκαιη εξέγερση των νέων στα παρισινά προάστια, πριν από λίγα χρόνια, η οποία εν τέλει ενδυνάμωσε τον Σαρκοζύ και την αντιδραστική πολιτική του. Μία εξέγερση γεννά πλειάδα πολιτικών δυνατοτήτων ωστόσο κρίσιμη είναι η πολιτικοποίηση και ριζοσπαστικοποίησή της. Η αυθορμησία οφείλει να είναι διαπαιδαγωγημένη (για να θυμηθούμε τον Μπούκτσιν) και ο αγώνας πρέπει να είναι συλλογικά και υπεύθυνα οργανωμένος.

Οι εκκλήσεις για «ατομική εξέγερση» και «αυτόνομη έκφραση» στις συγκρούσεις με την αστυνομία και τις υπόλοιπες βίαιες ενέργειες, αποτελούν αντίδραση που επιβεβαιώνει και νομιμοποιεί την κατεστημένη τάξη όταν αυτή εξολοθρεύει τα αληθινά υποκείμενα μέσω του καθημερινού ψευτο-ατομικισμού. Η επιτιθέμενη «ορδή» (δηλαδή ένα σώμα από εξεγερμένες «ατομικότητες» που δεν έχουν συνείδηση των κοινών συμφερόντων τους και κατά συνέπεια μένουν ανοργάνωτες), όσο παραμένει εγκλωβισμένη στην ατομική εκτόνωση έναντι ενός ακαθόριστου εχθρού, υποκύπτει στη διάλυση εντός μίας μάζας που δεν θίγει εν τέλει τους κυρίαρχους. Κάτι που αποτελεί μικρογραφία της σύγχρονης κατάστασης στην οποία οι άνθρωποι αδυνατούν να διακρίνουν έστω αμυδρά τον πραγματικό εχθρό, μέσα στις καταιγιστικές διαδικασίες ταύτισης της μαζικής και καταναλωτικής κοινωνίας. Μπορεί βέβαια να δοθεί μία εξήγηση για την παραπάνω στάση καθώς, όπως γράφει ο Τζάκομπυ, «η λατρεία της υποκειμενικότητας αποτελεί άμεση αντίδραση στην έκλειψή της». Δυστυχώς, μία τέτοια αντίδραση ενισχύει αυτή την έκλειψη αντί να την καταπολεμήσει.

Η αντίδραση του Κράτους και της κυβέρνησης

Φυσικά, το Κράτος και η αστυνομία δεν έμειναν με σταυρωμένα τα χέρια παρακολουθώντας παθητικά την εξέγερση να αναπτύσσεται. Μέχρι τις 13 Δεκεμβρίου (μία εβδομάδα μετά τη δολοφονία) έγιναν 258 προσαγωγές, 176 συλλήψεις (οι 100 εκ των οποίων αφορούσαν μετανάστες), 24 προφυλακίσεις και 32 καταδίκες (πολλές απ’ αυτές με χρήση του τρομονόμου). Εκπληκτικό παραμένει το γεγονός ότι αυτή η γιγάντια καταστολή δεν σταμάτησε τις διαδηλώσεις και η εξέγερση συνεχίστηκε με πολλούς τρόπους. Το σύστημα χρησιμοποίησε μεγάλο μέρος του επίσημου και ανεπίσημου οπλοστασίου του για να καταπνίξει άμεσα την εξέγερση (απειλές, αστυνομική κτηνωδία βίας και χημικών, φασίστες που αυτοπαρουσιάζονταν ως «αγανακτισμένοι πολίτες» και πολλά άλλα μέσα).

Αλλά η εξέγερση επέμενε. Αυτό βεβαίως καταδεικνύει τη δύναμη του λαού απέναντι στους κρατικούς μηχανισμούς καταστολής. Η κυβέρνηση και η αστυνομία, ιδιαίτερα τις πρώτες ημέρες, ήταν σε μεγάλο βαθμό απονομιμοποιημένες και καταδικασμένες στη συνείδηση των πολιτών, και γι’ αυτό αντέδρασαν σπασμωδικά και μη συστηματικά. Αναγκάστηκαν να υιοθετήσουν μία μετριοπαθή στάση και τακτική τις πρώτες μέρες που ένα κύμα οργής σάρωνε τη χώρα. Έπρεπε να περιμένουν να πιάσουν τόπο τα υστερικά ουρλιαχτά των ΜΜΕ εναντίον της υποτιθέμενης «τυφλής βίας» των διαδηλωτών και οι απεγνωσμένες φωνές: «που είναι το Κράτος;», για να κερδίσουν λίγη υποστήριξη από την κοινή γνώμη και να επιδοθούν στη συστηματική βία.

Η κυβέρνηση ένιωσε το έδαφος κάτω από τα πόδια της να τρέμει και επιδόθηκε σε κάποιες αμήχανες και πανικόβλητες κινήσεις. Ο πρωθυπουργός, επί παραδείγματι, ζήτησε από τις συνδικαλιστικές ηγεσίες να ακυρώσουν την προαποφασισμένη (πριν από τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου) διαδήλωσή τους για τις 10/12/2008. Φυσικά γνώριζε πως το πιθανότερο ήταν ότι τα συνδικάτα, τα οποία πρόσκεινται στην αντιπολίτευση, θα διαφωνούσαν. Όμως βρισκόταν σε τέτοια θέση που αναγκάστηκε να δοκιμάσει οτιδήποτε για την αποκλιμάκωση της κρίσης (τα συνδικάτα αυτά, παρότι αρνήθηκαν την πρόταση του πρωθυπουργού δείξανε βέβαια πως αποτελούν φυσικούς συμμάχους του συστήματος, επιδιδόμενα σε διαδηλώσεις απολύτως ρεφορμιστικών αιτημάτων, εν καιρώ εξέγερσης). Τον πανικό της έδειξε η κυβέρνηση και με άλλους χαρακτηριστικούς τρόπους: τι άλλο προδίδει η χρήση των ειδικών αντιτρομοκρατικών κατασταλτικών μονάδων (ΕΚΑΜ), ο «κίτρινος συναγερμός» εντός του στρατεύματος και η σπορά των φημών περί επέμβασης του στρατού[2], τα παρακάλια και οι φοβέρες των ευρωβουλευτών της για συμπαράσταση από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και πολλά άλλα;

Ο ρόλος των κομμάτων

Εξόφθαλμη ήταν η απουσία μίας επαναστατικής οργάνωσης με αντικαπιταλιστικό και αντι-ιεραρχικό προσανατολισμό που θα μπορούσε οργανωμένα να συμμετέχει και να προτείνει με συνέπεια διεξόδους για την κλιμάκωση του αγώνα. Από τις υπάρχουσες μαζικές οργανώσεις με συγκεκριμένη ιδεολογική ταυτότητα δεν είδαμε τίποτα. Το ΚΚΕ ήταν για άλλη μια φορά πλήρως απομονωμένο από έναν αγώνα που δεν υπόκειται στον απόλυτο έλεγχό του. Την ώρα που η κοινωνία, ιδεολογικά αλλά και πρακτικά, στρεφόταν δυναμικά ενάντια σε κάποιους αστικούς θεσμούς, το ΚΚΕ αποφάσισε πως για τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου ευθύνονται εξίσου το σύστημα και όσοι χρησιμοποιούν βίαιες στρατηγικές εναντίον του. Συμπορεύτηκε έτσι με τους ιδεολόγους του συστήματος που έλεγαν πως για τη δολοφονία υπεύθυνη είναι η ανοχή της κυβέρνησης απέναντι στη βία των αναρχικών και στο «άσυλο» των Εξαρχείων (ένα ιδιαίτερο άσυλο ομολογούμε, με διμοιρίες και ενόπλους σε κάθε γωνία!). Έτσι, η κριτική του ΚΚΕ εξαπολύθηκε κυρίως εναντίον των αναρχικών και των κοινοβουλευτικών του ανταγωνιστών, ενώ η πρακτική του εξαντλήθηκε σε πορείες αποκομμένες από τα γεγονότα. Δεν υπήρχαν εκ μέρους του προτάσεις για την κλιμάκωση του αγώνα, αντιθέτως υπήρχαν ακόμα και ακραίες θεωρίες συνωμοσίας για την αποκλιμάκωσή του. Την κορύφωση αυτής της προσπάθειας αποτέλεσε ο ισχυρισμός της Αλέκας Παπαρήγα ότι την εξέγερση οργάνωσαν ελληνικές και ξένες μυστικές υπηρεσίες! Ο ΣΥΡΙΖΑ και οι Οικολόγοι-Πράσινοι περίμεναν το τέλος της εξέγερσης για να μετρήσουν σε ψήφους το κέρδος τους (που εν τέλει ήταν μάλλον ζημία). Ο ΣΥΡΙΖΑ επιδόθηκε σε ατελείωτα ρεσιτάλ υποκρισίας και καιροσκοπισμού, μιλώντας για δίκαιη εξέγερση και ταυτοχρόνως καταδικάζοντας τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται, δικαιώνοντας έτσι την μπότα του συστήματος στο πρόσωπο των θυμάτων του. Οι Οικολόγοι-Πράσινοι αναλώθηκαν σε σειρά εκδηλώσεων τύπου Γκάντι (μόνο πολύ πιο περιθωριοποιημένες) και η συμβολή τους περιορίστηκε στο να ζητήσουν τον υπηρεσιακό φάκελο του δολοφόνου (ανέλαβαν άραγε ρόλο εισαγγελέα;) και να προτείνουν ψήφο από τα 16 (φαίνεται ο πιο ολοκληρωμένος άνθρωπος που φαντάζονται είναι ο ψηφοφόρος). Οι λοιπές οργανώσεις είχαν πολύ μικρή επιρροή και κάποιες πρόβαλλαν το, ρεφορμιστικό από μόνο του, αίτημα «να πέσει η κυβέρνηση».

Οι συνελεύσεις γειτονιάς

Φυσικά, η ίδια η εξέγερση βρήκε δημιουργικές διεξόδους αυτοέκφρασης. Πέρα από τις πορείες και τις συγκρούσεις, έλαβαν χώρα καταλήψεις σχολείων και πανεπιστημίων, δημαρχείων και γραφείων συνδικαλιστικών ηγεσιών, μέσων μαζικής ενημέρωσης (ραδιοφώνων και τηλεόρασης), παρεμβάσεις σε θέατρα, κινηματογράφους κ.λπ..[3] Αλλά η σημαντικότερη εξέλιξη από την κομμουναλιστική σκοπιά ήταν η δημιουργία λαϊκών συνελεύσεων (οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις συνοδεύονταν από κατάληψη δημαρχείων). Στην Αθήνα (Αγ. Δημήτριος, Χαλάνδρι κ.α.), τη Θεσσαλονίκη (Συκιές, Άνω Πόλη κ.α.) και την υπόλοιπη Ελλάδα (π.χ. Ιωάννινα), οι συνελεύσεις αυτές, περισσότερο ή λιγότερο επιτυχημένες και μαζικές, αποτέλεσαν την κορύφωση της εξέγερσης. Η δολοφονία του Γρηγορόπουλου κατέδειξε ότι η αστυνομία και άλλοι θεσμοί είναι διαχωρισμένοι από την κοινωνία και δεν ελέγχονται από τους πολίτες. Αυτές οι συνελεύσεις διαμόρφωσαν έναν δυνητικό δημόσιο χώρο όπου η ολότητα της κοινωνικής ζωής μπορεί να ανακτηθεί από τον λαϊκό έλεγχο.

Πολλούς πιθανώς να ξενίσει η τοποθέτηση των μειοψηφικών συνελεύσεων αυτών στο επίκεντρο των γεγονότων εκ μέρους μας. Γι’ αυτό οφείλουμε μία εξήγηση. Ο Ερνστ Μπλοχ είχε κάποτε παρατηρήσει το παράδοξο ότι το πνεύμα μίας εποχής δεν το εκφράζει αναγκαστικά η πλειοψηφία και ο λεγόμενος «μέσος άνθρωπος». Κάλλιστα, τις δυνατότητες μίας εποχής μπορεί να τις έχει συλλάβει μία μειοψηφία προτού αυτές γίνουνε λαϊκό κτήμα και πιθανώς πραγματωθούνε. Παρομοίως, το πνεύμα αυτής της εξέγερσης δεν αντανακλάται αναγκαστικά στα χαρακτηριστικά που «πλειοψηφούν». Οι βίαιες συγκρούσεις σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό επαναλαμβάνονται χωρίς να απειλούν από μόνες τους το σύστημα. Τις τάσεις ανατροπής του συστήματος τις ανέδειξαν, σπερματικά έστω, αυτές οι συνελεύσεις.

Μέσα σ’ αυτές τις συνελεύσεις παρατηρήθηκαν, χονδρικά, δύο κύριες τάσεις. Η πρώτη ήθελε αυτές οι συνελεύσεις να αποτελέσουν απλώς μέρος της εξέγερσης, όργανα διαμαρτυρίας και εναλλακτικής πληροφόρησης σχετικά με κρίσιμα θέματα, όπως το ζήτημα των συλληφθέντων και των προφυλακισμένων. Η δεύτερη τάση, πέρα από τις παραπάνω λειτουργίες, έβλεπε τις συνελεύσεις αυτές ως δυνητικά μόνιμους αμεσοδημοκρατικούς θεσμούς λαϊκής εξουσίας οι οποίοι θα επιδιώξουν την κατάληψη της τοπικής εξουσίας σε κάθε δήμο, και θα παλέψουν για τοπικά και γενικότερα ζητήματα στην προοπτική της συνένωσής τους και της αμφισβήτησης της εξουσίας του Κράτους και του καπιταλισμού. Αυτές οι συνελεύσεις μπορούν να αποτελέσουν (και αποτελούν ήδη σ’ ένα βαθμό[4]) στίβους εκδίπλωσης ταξικών και αντι-ιεραρχικών αγώνων. Οι κομμουναλιστές μαζί με ελευθεριακούς κομμουνιστές και πολιτικοποιημένους πολίτες πρέπει να παλέψουν για την επικράτηση της δεύτερης τάσης.

Θα συζητήσουμε τώρα κάποια θέματα που αφορούν αυτές τις συνελεύσεις εδώ στη Θεσσαλονίκη. Μία ομάδα ελευθεριακών, αναρχικών και πολιτικοποιημένων ανθρώπων κατέλαβε συμβολικά το δημαρχείο Συκεών και κάλεσε το απόγευμα σε ανοιχτή λαϊκή συνέλευση. Παράδειγμα γι’ αυτή την πράξη είχε αποτελέσει η αντίστοιχη δράση στον Αγ. Δημήτριο Αθήνας, κι αυτή με τη σειρά της ενέπνευσε παρόμοιες κινήσεις στην Άνω Πόλη και σε άλλες συνοικίες. Υπήρχαν πολλές ηττοπαθείς φωνές που απέτρεπαν τη διεκπεραίωση της ενέργειας αυτής στις Συκιές επειδή δεν θα συμμετείχαν πολλοί κάτοικοι από τις Συκιές στην κατάληψη. Αν κάτι ωστόσο μάθαμε απ’ αυτή την εξέγερση είναι ότι σε παρόμοιες συνθήκες, πολλά πράγματα που φαντάζουν δύσκολα και προβληματικά τελικά επιτυγχάνουν ακριβώς επειδή στην κοινωνία, ιδεολογικά και πρακτικά, πολλές κατεστημένες απόψεις και συμπεριφορές τίθενται υπό αμφισβήτηση και οι άνθρωποι είναι πιο ανοιχτοί σε ριζοσπαστκές προτάσεις. Γι’ αυτό εξάλλου δεν πρέπει να χάνεται και καθόλου χρόνος, και οι σημαντικότερες ενέργειες πρέπει να γίνονται τη στιγμή που κορυφώνεται η εξέγερση.

Στις Συκιές παρουσιάστηκε και μία ευκαιρία που πέρασε αναξιοποίητη. Στην πρώτη συνέλευση, εμφανίστηκε και ο Δήμαρχος μπροστά σε 200 άτομα (50 εκ των οποίων περίπου κάτοικοι Συκεών). Παρουσίασε τον εαυτό του ως πολιτικά προοδευτικό, ισχυρίστηκε ότι και ο ίδιος αντιμάχεται την αστυνομική βαρβαρότητα και δήλωσε πως θα προσφέρει σ’ αυτή τη συνέλευση την αίθουσα του δημαρχείου για τακτικές συναντήσεις. Πρότεινε ακόμα και την πιθανή συνεργασία της συνέλευσης με τον ίδιο και το δημοτικό συμβούλιο. Δεν γνωρίζουμε αν όλα αυτά αποτελούσαν ψηφοθηρική και λαϊκιστική τακτική εκ μέρους του. Πιθανότατα, αλλά αυτό δεν θα έπρεπε να μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Έπρεπε να του ζητήσουμε άμεσα, εφόσον παρουσιαζόταν ως τέτοιος δημοκράτης, να θεσμοποιήσει τη συνέλευση και να της δώσει την εξουσία για κάποια τοπικά ζητήματα, με τέτοιο τρόπο ώστε αυτός να αποτελεί απλώς τον εντολοδόχο που θα υλοποιεί τις αποφάσεις της. Εάν αρνούνταν, το δημοκρατικό προσωπείο θα είχε καταρρεύσει μπροστά σε πολλούς δημότες και ήδη ένας εναλλακτικός τρόπος λαϊκού ελέγχου της τοπικής εξουσίας θα είχε αναδειχθεί. Εάν δεχόταν, η επόμενη συνέλευση πιθανότατα θα ήταν πολύ πιο επιτυχημένη δεδομένου ότι θα υπήρχε ένα ισχυρό κίνητρο συμμετοχής.

Η συνέλευση Άνω Πόλης, ως ένα βαθμό, είναι ένα παράδειγμα για την πρώτη από τις δύο τάσεις που αναφέραμε. Οι διοργανωτές της έκαναν ότι μπορούσαν για να την κρατήσουν στο επίπεδο της διαμαρτυρίας σχετικά με τα γεγονότα. Παρότι υπήρξε θετική ανταπόκριση από πολλούς συμμετέχοντες σε παρεμβάσεις που πρότειναν η συνέλευση να έχει μόνιμο χαρακτήρα και να αποτελεί θεσμό που ασκεί την τοπική εξουσία και αντιμάχεται κάθε είδος ιεραρχίας, οι παρεμβάσεις αυτές δεν κέρδισαν ευρεία αποδοχή. Αυτό κυρίως επειδή δεν συνοδεύονταν από άμεσες συγκεκριμένες οργανωτικές προτάσεις. Κάθε συνεκτική ανάλυση πρέπει να συνοδεύεται από παρόμοιες προτάσεις εάν πρόκειται να υποστηριχθεί από την πλειοψηφία σε μία συνέλευση. Για παράδειγμα, μία τέτοια πρόταση ως πρώτο βήμα θα μπορούσε να αφορά την οργάνωση πορείας προς τα γραφεία του δημοτικού διαμερίσματος Άνω Πόλης και τη δυναμική διεκδίκηση ενός δημοτικού χώρου για τη διεξαγωγή των δημοτικών συνελεύσεων. [Η σύντομη παρουσίαση που προηγήθηκε αφορά τις μέρες της εξέγερσης. Σήμερα, οι συνελεύσεις Συκεών και Άνω Πόλης συνεχίζονται, όπως και άλλες, π.χ. στην Καλαμαριά. Την εξέλιξή τους θα τη συζητήσουμε σε επόμενα κείμενα].

Οι αναρχικοί

Οι αναρχικοί συνέβαλαν με πολλούς τρόπους στην ανάπτυξη της εξέγερσης. Ωστόσο, η συνεισφορά τους άγγιξε ένα όριο πέρα απ’ το οποίο δεν ήξεραν πώς να κινηθούν. Θα σχολιάσουμε εδώ κάποιες κύριες τάσεις στις γραμμές των αναρχικών (για τους «εξεγερτικούς» αναρχικούς, τα σχόλια στην αρχή του κειμένου νομίζουμε αρκούν). Κάποιες τάσεις φοβούνται πολλές φορές να προτείνουν συγκεκριμένες μορφές κλιμάκωσης του αγώνα επειδή πιστεύουν πως κάτι τέτοιο είναι εξουσιαστικό. Επαφίενται σε διάφορα κοινωνικά κομμάτια καταπιεσμένων, μ’ έναν αόριστο τρόπο, και είναι πρόθυμοι να τα ακολουθήσουν στους αγώνες τους. Ακόμα και το κάλεσμα για λαϊκές συνελεύσεις μπορεί να τους φαίνεται εξουσιαστικό γιατί δεν προέκυψε από την πλειοψηφία όσων συγκρούονταν με την αστυνομία στους δρόμους. Έτσι παραλύουν και αφήνονται στη μυστικιστική αντίληψη του κοινωνικού αυθορμητισμού. Κάποιες άλλες τάσεις, είναι πρόθυμες να συμμετέχουν (σε) και να οργανώσουν μία λαϊκή συνέλευση, αρκεί να είναι αμιγώς επαναστατική κατά τα μέτρα τους και ταξικά καθαρή. Συγχέουν τις λαϊκές συνελεύσεις με επαναστατικές οργανώσεις που θέτουν όρους για να γίνει κανείς μέλος. Όμως θα ήταν φρικτό λάθος να περιμένουμε να γίνουν όλοι επαναστάτες προτού αποφασίσουμε να συμμετέχουμε σε λαϊκές μορφές οργάνωσης. Αυτό θα ήταν σα να δεχόμασταν ότι θα περιμένουμε πρώτα την επανάσταση και μετά θα αγωνιστούμε γι’ αυτή! Και μεταφράζεται σε απομόνωση από τους κοινωνικούς αγώνες. Εξάλλου, στο μέτρο που πιστεύουμε ότι αποτελεί συμφέρον της μεγάλης πλειοψηφίας του πληθυσμού η κατάργηση του καπιταλισμού, του Κράτους και κάθε θεσμοποιημένης ιεραρχίας, δεν πρέπει να φοβόμαστε τις ανοιχτές λαϊκές συνελεύσεις. Καθήκον μας θα ήταν η κινητοποίηση της μεγάλης πλειοψηφίας και η συμμετοχή της σ’ αυτές.  Γενικότερα, σημαντικές τάσεις των αναρχικών αποστρέφονται τα συγκεκριμένα προτάγματα και τις συνεκτικές θεωρήσεις που θα βοηθούσαν μία εξέγερση να αναπτυχθεί. Φοβούνται κάθε είδος εξουσίας, ακόμα και στην πιο τοπική και λαϊκή της μορφή, κι έτσι οι προτάσεις τους είναι μονίμως αόριστες. Απομονώνονται, καθώς αρνούνται να συμμετάσχουν συστηματικά σε κάθε θεσμική μορφή εξουσίας, από τις δημοτικές συνελεύσεις μέχρι τις συνελεύσεις των συνδικάτων, ακόμα και τις φοιτητικές συνελεύσεις. Ενώ αναζητούν συνεχώς την «κοινωνία», τελικά αποσύρονται την ίδια τη στιγμή που πρόκειται να τη συναντήσουν σε λαϊκούς θεσμούς βάσης.

Ενάντια στην ιεραρχία: η κομμουναλιστική προοπτική!

Η εξέγερση αυτή δεν χωράει στα στενά όρια κάποιας απλοϊκής ταξικής ανάλυσης. Φυσικά συμμετείχαν σ’ αυτή εργαζόμενοι που υφίστανται άγρια εκμετάλλευση και εξαθλίωση. Αλλά κάθε εργαζόμενος με οικονομικά προβλήματα δεν αποτελεί προλετάριο, εάν θέλουμε να πάρουμε στα σοβαρά τον Μαρξ, τον Λένιν ή τον εαυτό μας. Οι συμμετέχοντες στη συγκεκριμένη αυτή εξέγερση, και αυτό φάνηκε τόσο από την αφορμή (όχι αιτία) που τους κινητοποίησε όσο και απ’ ό,τι ακολούθησε, εκτός από την ταξική εκμετάλλευση υποφέρουν από την κρατική τρομοκρατία, τον ρατσισμό, την αλλοτρίωση από κάθε σημαντικό κοινωνικό θεσμό, την αποβλάκωση στην εκπαιδευτική διαδικασία και από την ιεραρχική οργάνωση των κοινωνικών σχέσεων. Η εξέγερση έπαιξε τον ρόλο του καταλύτη που αποπειράθηκε να κινητοποιήσει την πλειοψηφία της κοινωνίας σε μία ταξική και αντι-ιεραρχική πάλη. Τελικά αυτό που επιτεύχθηκε ήταν κυρίως μία ιδεολογική αμφισβήτηση κυρίαρχων θεσμών η οποία καθιστά καίρια την έννοια του πολίτη με τη βαθύτερη έννοια. Του πολίτη που ελέγχει συλλογικά και άμεσα την ολότητα της κοινωνικής ζωής, από την πολιτική μέχρι την παραγωγή. Σ’ αυτήν την κοινωνική ζωή, οι κάθε λογής αντιπρόσωποι αντικαθίστανται από τις λαϊκές συνελεύσεις και τους ανακλητούς εντολοδόχους τους, τα Κράτη από συνομοσπονδίες δήμων, και ο καπιταλισμός από μία οικονομία βασισμένη στο αξίωμα «από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του».

Το σύστημα, πέρα από τις ταξικές αντιθέσεις που το καταδιώκουν σα φαντάσματα, υποτάσσεται σε αμείλικτες αντιφάσεις προκειμένου να διατηρήσει την κυριαρχία του. Από τη μία, επιδιώκει τον απόλυτο έλεγχο επί των υπηκόων του αλλά, από την άλλη, χρησιμοποιεί, για να πετύχει αποτελεσματικότερα αυτόν τον έλεγχο, τοπικά παραρτήματα της εξουσίας του. Λόγω των ιστορικών αγώνων του λαού, αλλά και λόγω της ανάγκης του συστήματος για «δημοκρατική» νομιμοποίηση στα μάτια των πολιτών, αυτά τα παραρτήματα αποτελούν ακόμα σε μεγάλο βαθμό θεσμούς δημοτικής εξουσίας με σημαντικές αρμοδιότητες που ελέγχονται από τους κατά τόπους πολίτες. Υπάρχει μία συνεχής ένταση μεταξύ αυτών των δημοτικών θεσμών και του Κράτους. Το τελευταίο, προσπαθεί με ποικίλες παρεμβάσεις να καταστήσει τυπική και ανούσια την εξουσία των πρώτων. Αυτή η εξουσία, ασκούμενη από θεσμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, δεμένη με τις τοπικές κοινωνίες και τις ανάγκες τους, είναι δυνητικά επαναστατική και μπορεί να στραφεί ενάντια στο σύστημα που της επιτρέπει να υπάρχει. Τα δημοτικά συμβούλια, σε ριζική αντίθεση με το Κράτος, είναι δυνητικά δημοκρατικά και επαναστατικά επειδή την εξουσία τους μπορούν να την αναλάβουν λαϊκές συνελεύσεις.

Σε μία περίοδο στην οποία ο παραδοσιακός συνδικαλισμός και το παραδοσιακό εργατικό κίνημα φθίνουν στην Ελλάδα μαζί με τον μεταποιητικό τομέα της βιομηχανίας, όλα τα λαϊκά κινήματα βάσης έρχονται αντιμέτωπα με μία πρόκληση. Θα χρησιμοποιήσουν τα υπάρχοντα δημοτικά συμβούλια και την εξουσία τους προκειμένου να ενώσουν και να επιταχύνουν τους αγώνες τους ορθώνοντας νέες επαναστατικές Κομμούνες; Ο δημοτικός στίβος και οι λαϊκές συνελεύσεις αποτελούν μία δημοκρατική μορφή όχι μόνο για να ξεδιπλώσουν αυτά τα κινήματα το επαναστατικό τους περιεχόμενο (ταξικό και αντι-ιεραρχικό) αλλά και για να επιδιώξουν μία καθολική ρήξη με το σύστημα, στην προοπτική της ένωσης των δήμων σε μία συνομοσπονδία (μία «Κομμούνα από Κομμούνες») με κεντρικό συντονιστικό ρόλο. Κάθε κίνημα στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες, εργατικό, δικαιωμάτων, οικολογικό, εκπαιδευτικό κ.λπ., αναζητούσε απεγνωσμένα τρόπους να συνενωθεί με την υπόλοιπη κοινωνία. Οι δήμοι σήμερα προσφέρουν μία τέτοια ευκαιρία, όπως έδειξαν τα πρόσφατα γεγονότα. Θα πρέπει να τους δούμε ως πρωτοβάθμιους θεσμούς κατάλληλους για λαϊκό έλεγχο.

Ο καπιταλισμός, εκτός από τα «εσωτερικά» του όρια (ως σύστημα εγγενώς προσανατολισμένο σε κρίσεις), και από τα «εξωτερικά» του όρια (της απεριόριστης ανάπτυξης εις βάρος της Φύσης), είναι απολύτως συναρτημένος με τη λειτουργία του Κράτους (όπως δείχνει η τρέχουσα οικονομική κρίση). Το Κράτος βρισκόταν πάντα και βρίσκεται σε ριζική αντίθεση με την ουσιαστική εξουσία των δήμων. Αυτή η ιστορική διαλεκτική μεταξύ δήμων και Κράτους πρέπει να επιδιωχθεί να ξεδιπλωθεί σε όλες τις διαστάσεις της.

Όλοι όσοι απορρίπτουμε, όχι μόνο τους παραδοσιακούς ιεραρχικούς κομματικούς μηχανισμούς, αλλά και την «τυραννία» της έλλειψης δομών, πρέπει να οργανωθούμε εάν θέλουμε να αγωνιστούμε αποτελεσματικά για μία έλλογη ελεύθερη κοινωνία. Μία επαναστατική οργάνωση μπορεί να βοηθήσει στην κλιμάκωση του αγώνα αλλά και να αποτελέσει μέσο συσσώρευσης εμπειρίας. Αυτή η οργάνωση θα παλεύει σε κάθε συνθήκη, είτε αυτή είναι κατά τα φαινόμενα «ειρηνική» είτε είναι συνθήκη ανοιχτής πάλης. Θα στοχεύει με συνέπεια στην αντικατάσταση του καπιταλισμού και του Κράτους από αμεσοδημοκρατικούς θεσμούς και θα μάχεται για τη διάλυση κάθε είδους θεσμοποιημένης ιεραρχίας.

—————————————

[1] Μίας εξέγερσης που ο αντίχτυπός της έφτασε σ’ όλες τις άκρες της γης και τρόμαξε ακόμα και αρχηγούς άλλων κρατών, όπως τον Σαρκοζύ που απέφυγε να καταθέσει το νομοσχέδιο για την Παιδεία φοβούμενος μία παρόμοια εξέγερση, κατά ομολογία στελεχών του κόμματός του. Μίας εξέγερσης που δίνει ακόμα ισχυρή ώθηση σε κοινωνικά κινήματα όπως αυτό της αλληλεγγύης στην Κωνσταντίνα Κούνεβα, τη μετανάστρια και συνδικαλίστρια που δέχθηκε δολοφονική επίθεση για την πολιτική δράση της και κινδυνεύει η ζωή της. Την ισχύ της εξέγερσης φανερώνουν ακόμα, τρεις μήνες μετά, τα άγρια κατασταλτικά μέτρα που προωθεί τώρα το Κράτος ποινικοποιώντας τις διαδηλώσεις (βλ. τη δρακόντεια νομοθεσία περί «κουκούλας» και περιύβρισης αρχής).

[2] Αυτή η εξέλιξη πρέπει να προβληματίσει πολλούς αναρχικούς και αριστεριστές και να τους πείσει ότι το αίτημα της κατάργησης της υποχρεωτικής στράτευσης είναι αντιδραστικό. Ένας πλήρως επαγγελματοποιημένος στρατός μισθοφόρων είναι πολύ πιο επικίνδυνος για τα επαναστατικά κινήματα.

[3] Η δημιουργία της «Κίνησης για τον Ελευθεριακό Δημοτισμό» έλαβε επίσης χώρα εντός των ημερών της εξέγερσης και προσπάθησε να παρέμβει σ’ αυτή.

[4] Βλ. π.χ. το μπλογκ της συνέλευσης Συκεών