Νταντάδες αμέσου δράσεως με λίγη κόκα κόλα

Στο πρόγραμμα του τηλεοπτικού σταθμού «Σκάι», υπάρχουν δύο ριάλιτι εισαγόμενες εκπομπές που προβάλλονται η μία μετά την άλλη. Η «Νταντά
πρώτων βοηθειών»
και το «Εγώ ή ο Σκύλος». Και στις δύο εκπομπές, ειδικές «νταντάδες» επισκέπτονται οικογένειες που έχουν, στην μεν
πρώτη εκπομπή, πρόβλημα με την ανατροφή των παιδιών, στη δε δεύτερη, πρόβλημα με τη συνύπαρξη με τα κατοικίδια (κυρίως σκυλιά).

Αυτό που είναι σοκαριστικό είναι ότι οι δύο πρωταγωνίστριες νταντάδες χρησιμοποιούν εκπληκτικά παρόμοιες μεθόδους με αξιοσημείωτη επιτυχία, παρότι στην μεν πρώτη εκπομπή έχουμε να κάνουμε με παιδιά, ενώ στην
άλλη με σκυλιά. Βασικά ακολουθείται ένα μονοδιάστατο αυστηρό πρόγραμμα αμοιβών και τιμωριών, ανάλογα με τις συμπεριφορές που επιδιώκουμε ή θέλουμε να αποφύγουμε αντίστοιχα από τα παιδιά και τα σκυλιά.

Η Χάννα Άρεντ έλεγε ότι το πρόβλημα με τον συμπεριφορισμό (στον οποίο εντάσσονται οι τακτικές αυτών των νταντάδων) δεν είναι η εγκυρότητα των θεωρητικών προκείμενών του, αλλά το γεγονός ότι οι σύγχρονοι άνθρωποι έχουν καταντήσει κατάλληλοι για την εφαρμογή των μεθόδων του.

Δεν μπορώ να φανταστώ κοινωνία, στα χιλιάδες χρόνια σταδιοδρομίας της ανθρωπότητας, στην οποία οι άνθρωποι να χρειάζονται ειδικές οδηγίες σχετικά με το πώς να φερθούν στα παιδιά και στα κατοικίδιά τους. Η ίδια η κοινωνικοποίησή τους φρόντιζε αυτονόητα για κάτι τέτοιο.

Αυτό επιβεβαιώνει τις απόψεις του Καστοριάδη, που τόνιζε ως βαθύ σύμπτωμα της καπιταλιστικής κρίσης την ανικανότητα και έλλειψη νοήματος που χαρακτηρίζουν τη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου. Οι θεσμοί δηλαδή έχουν διαβρωθεί και η τρέχουσα κοινωνικοποίηση μάς εγκαταλείπει σ’ έναν κόσμο χωρίς συνοχή. Αυτό δεν σημαίνει ότι λύση θα ήταν η επιστροφή σε ιεραρχικές νοοτροπίες τύπου θρησκευτικής πίστης, οι οποίες προσέφεραν μία επιφανειακή συνοχή αλλά ταυτόχρονα και αλλοτρίωση. Όπως θα το έθετε ο Μπούκτσιν, άλλο πράγμα είναι η ατομική ηθικότητα, η οποία παίρνει συνήθως τη θρησκευτική αποξενωτική μορφή των δέκα εντολών, κι άλλο ο ηθικός κοινωνικός βίος, η ηθική συνυφασμένη με την πολιτική σ’ ένα κόσμο κοινωνικής ελευθερίας και δημοκρατίας.

Επιβεβαιώνουν οι εκπομπές αυτές και τις εκτιμήσεις του Μπούκτσιν για τον καπιταλισμό, όταν συμπέραινε ότι ο τελευταίος δεν είναι απλά μία «οικονομία», αλλά έχει γίνει «κοινωνία», διεισδύοντας διαβρωτικά σ’ όλες τις πτυχές του κοινωνικού βίου. Εξάλλου, δεν μαθαίνουμε απ’ αυτές ότι η αγάπη και ο σεβασμός είναι κάτι που «κερδίζουμε», κατά βάση «επενδύοντας» σε συναισθήματα και κανόνες;

Δεν θέλω να αμφισβητήσω τη βελτίωση της ζωής των οικογενειών αυτών από τις παρεμβάσεις των νταντάδων, όπως μας παρουσιάζεται μετά το απαραίτητο μοντάζ. Θυμίζω μόνο ότι, παρά το τί θα πίστευε η εκάστοτε Θάτσερ και οι όμοιοί της, η κοινωνία δεν αποτελείται από άτομα και οικογένειες. Ο κομφορμισμός και η τεχνητή προσαρμογή στο οποιοδήποτε μικροεπίπεδο, μεταθέτει συχνά τις συγκρούσεις και τις παθογένειες σε άλλα επίπεδα.

Για παράδειγμα, τα πειθήνια χαμόγελα και οι αγκαλιές μπροστά στην κάμερα δεν είναι άσχετα με τα πειθήνια χαμόγελα και τις υποκλίσεις μπροστά στις αγορές, στους επαγγελματίες πολιτικούς ή τους αξιωματικούς και στους κατεστημένους θεσμούς, ακόμα κι όταν αυτοί είναι εξόφθαλμα ανορθολογικοί.

Το μάθημα που μας προσφέρουν αυτές οι εκπομπές είναι η ιδεολογία μίας ελαστικής προσαρμογής σε οτιδήποτε υπάρχει, και όχι η αναζήτηση του έλλογου και η κοινωνική ελευθερία. Προσαρμογή σε οτιδήποτε εμπειρικό, και στους επιφανειακούς κανόνες του, καθώς αυτό που απλά υπάρχει μπροστά μας ντύνεται με τον μανδύα της αναγκαιότητας. Αυτός ο κόσμος είναι ο καλύτερος δυνατός, δεν αλλάζει, κοιτάξτε να προσαρμοστείτε.

Ακόμα και το επιτυχημένο σύμβολο του καπιταλιστικού κόσμου, η Κόκα Κόλα, μας το καταδεικνύει εμμέσως πλην σαφώς, όταν το πιο πρόσφατο διαφημιστικό της σλόγκαν λέει: «χρειαζόμαστε να απολαμβάνουμε
περισσότερο». Ακόμα και η ηδονή και η απόλαυση, εμβληματικές μεταξύ των ελευθέριων και των καλών, απορροφήθηκαν, σε πείσμα του Αριστοτέλη, από τα αναγκαία και τα χρήσιμα.

Θοδωρής Βελισσάρης

Το dvd της Τζούλιας στην ερημιά του σχετικισμού


“ton epaixa kai ego gia tin joulia!!!!!”

(όνομα ομάδας που δημιουργήθηκε στο facebook για το διαβόητο βίντεο της Τζούλιας Αλεξανδράτου)

Η υπόθεση του πορνό βίντεο της Τζούλιας Αλεξανδράτου που καταναλώθηκε μαζικά ανακινεί εξαιρετικά σημαντικά ζητήματα που αφορούν όλους.

Αρνούμαι να πιστέψω ότι η Τζούλια αντιπροσωπεύει την κατασκευασμένη εικόνα μίας ακόμα «χαζής ξανθιάς» που την παρέσυραν κάποιοι επιτήδειοι. Αρνούμαι να πιστέψω παράλληλα ότι η Τζούλια είναι απλά μία καλή επιχειρηματίας που κυνικά πούλησε τον εαυτό της, ρισκάροντας και πετυχαίνοντας μία γερή κονόμα. Όσο κι αν η δεύτερη εκδοχή είναι πειστικότερη, δεν μας λέει τίποτα ουσιαστικό που θα καταδείκνυε την ιδιαιτερότητα του φαινομένου αυτού. Θα αναδείκνυε μονάχα τη γενικότητα και το υπόβαθρό του.

Η Τζούλια, κατά την άποψή μου, είναι η έκφραση ενός κόσμου που αμφισβητεί τον εαυτό του, μονάχα μέχρις ενός σημείου, ώστε να τον καταστήσει απολύτως εξασθενημένο και πρόσφορο για εκμετάλλευση. Υπόθεσή μου είναι ότι μπορούμε να θεωρήσουμε την Τζούλια ικανή να εκφράσει την εποχή που τη γέννησε, και μία πιθανή συζήτηση μαζί της ίσως να έφερνε σε αμηχανία ακόμα και τους πιο οξυδερκείς ακαδημαϊκούς μας. Οι περισσότεροι θα ντρεπόντουσαν να κάνουν ό,τι έκανε. «Καλά, δεν έχεις καμία αξία; Δεν ντρέπεσαι;». Η Τζούλια θα μπορούσε κάλλιστα να απαντήσει: «Γιατί να ντραπώ; Γιατί να σεβαστώ τις αξίες που εσείς θεωρείτε δεδομένες, απλά και μόνο επειδή αυτές σας επιβλήθηκαν από τις οικογένειές σας και την κατεστημένη κοινωνία; Γιατί να μην κοιτάξω κι εγώ το συμφέρον μου όπως όλοι;». «Μα καλά, υπάρχουν και όρια!» θα διαμαρτύρονταν πολλοί εναντίον της. «Και ποιος τα καθορίζει αυτά τα όρια; Γιατί να τα σεβαστώ;». Στο σημείο αυτό της φανταστικής συζήτησης δεν νομίζω ότι θα είχαν οι περισσότεροι να αντιτείνουν κάτι περισσότερο από μασημένα μισόλογα και απεγνωσμένα «ναι μεν, αλλά». Είναι πολύ εύκολο σήμερα να αναπαράγει κανείς σχετικιστική επιχειρηματολογία με (λιγότερη ή περισσότερη) ευφράδεια, παρά να προσπαθήσει να επιχειρηματολογήσει υπέρ μίας ηθικής στάσης. Οι περισσότεροι κομπιάζουν αν επιχειρήσουν το τελευταίο, ιδιαίτερα αν έχουν (ως συνήθως) έναν σχετικιστή απέναντί τους.

Μία διευκρινιστική παρέκβαση εδώ: δεν θέλει να στιγματίσει αυτό το κείμενο καμία σεξουαλική επιλογή. Ο καθένας πρέπει ελεύθερα να εκφράζεται σεξουαλικά όπως νομίζει (εξαίρεση αποτελεί η παιδεραστία και, εξ’ ορισμού, ο βιασμός), ασχέτως του γεγονότος ότι κάποιες σεξουαλικές συμπεριφορές είναι καθαρά προϊόντα καταπίεσης. Στιγματίζει αυτό το κείμενο την ανοιχτή εμπορευματοποίηση του έρωτα (οποιασδήποτε μορφής) με αφορμή τη μαζική κατανάλωση του συγκεκριμένου dvd, εντάσσοντας την στον σχετικιστικό κυκεώνα που κατά την άποψή μου μαστίζει την κοινωνία. Βεβαίως, οι υποθέσεις καταναγκαστικού trafficking ή παιδικής πορνείας είναι πολύ σοβαρότερες. Απλά αυτές καταδικάζονται άμεσα και απόλυτα από τη μεγάλη πλειοψηφία, χωρίς να οδηγούν στην αμφισημία που γέννησε η κατανάλωση αυτού του dvd, άρα και στη δυνατότητα ενός ασυνήθιστου προβληματισμού. Εδώ είχαμε τη μαζική παρακολούθηση ενός dvd που προκαλούσε ευχαρίστηση (ερωτική ή χιουμοριστική ή κουτσομπολίστικη) και συγχρόνως πολλοί καταδίκαζαν αυτό με το οποίο χαιρόντουσαν. Εδώ φαίνεται ανάγλυφος ο σχετικισμός: μοιάζουμε ανίκανοι να αποφασίσουμε αν μας αρέσει κάτι ή αν το καταδικάζουμε. Περαιτέρω μοιάζουμε ανίκανοι να επιχειρηματολογήσουμε λογικά εναντίον της πράξεων της Τζούλιας, ακόμα κι αν μας φαίνονται άσχημα αυτά που έκανε. Ενώ μοιάζει πολύ εύκολο να πούμε κυνικά: «μην κρίνετε, μην είστε ηθικολόγοι, όλα είναι σχετικά, έτσι είναι ο κόσμος» κλπ., η Τζούλια έφτασε να κάνει όσα έκανε έχοντας ενσωματώσει πλήρως αυτήν την κατάσταση.

Ισχυρίζομαι λοιπόν ότι η Τζούλια είναι μία προχωρημένη έκφραση του σχετικισμού που έχει διαποτίσει σε βάθος το σύνολο της κοινωνίας. Ό,τι είναι καλό για μένα, είναι καλό για μένα, και ό,τι είναι καλό για σένα, είναι καλό για σένα. Δεν υπάρχει ούτε «κοινό καλό», ούτε αλήθεια, ούτε ηθική, ούτε τίποτα παρόμοιο. Μονάχα «απόψεις» χωρίς κανένα ιδιαίτερο βάρος η κάθε μία. Τα υπόλοιπα θεωρούνται, στην καλύτερη περίπτωση, δογματισμός και, στη χειρότερη, ολοκληρωτισμός. Αυτός ο σχετικισμός μας καταστρέφει, γιατί μας οδηγεί στην ανοχή των πιο φρικτών πραγμάτων που συμβαίνουν γύρω μας και μέσα μας. Μας στερεί και τη δυνατότητα διεκδίκησης μίας κοινωνίας στην οποία προϋπόθεση για την ανάπτυξη του ατόμου είναι η ανάπτυξη όλων των υπολοίπων. Αλλά, συγχρόνως, μας ανακουφίζει γιατί μας επιβεβαιώνει ως υποτιθέμενα «αυτόνομες» προσωπικότητες, ως αποκομμένα άτομα που μπορούν να αποσυρθούν στην ηρεμία και την ασφάλεια της ζωούλας τους, ασφάλεια παρόμοια μ’ αυτήν του τάφου. Ο σχετικισμός είναι παραίτηση της σκέψης στο πιο κρίσιμο σημείο, εγκατάλειψη της κριτικής όταν αυτή τείνει να υπερβεί τον εαυτό της και να γίνει πράξη.

Ο σχετικισμός είναι κάτι σαν ενόρμηση θανάτου. Θέλγει σ’ αυτόν η απόλυτη παραίτηση, κατά συνέπεια η απόλυτη ξεγνοιασιά και ηρεμία, το τέλος των ερεθισμών που γεννούν προκλήσεις, δηλαδή όσα αποτελούν και «θέλγητρα» του θανάτου για τον οργανισμό. Άλλη μία φορά, όμως, το ένστικτο της καταστροφής δεν γίνεται δύναμη δημιουργίας (όπως, στο παράδειγμα που έδινε ο Φρόιντ, η δυνατότητα της καταστροφής γίνεται στα χέρια του χειρούργου πράξη υπέρ της ζωής). Η απολύτως έγκυρη και ωφέλιμη αμφισβήτηση των επιβεβλημένων αληθειών δεν οδηγεί στην άρση τους σε αλήθειες που θα ήταν πια αποτέλεσμα αυτοστοχαστικότητας και της ίδιας της Ιστορίας. Προϊόντα του πολιτισμού στην πιο προωθημένη απελευθερωτική δυναμική του, πέρα από τον διαχωρισμό κοινωνίας και ατόμου. Η μαζική κατανάλωση του dvd ήταν μια πανηγυρική πράξη επιβεβαίωσης της βολικότητας του θανάτου έναντι της ζωής.

Ο  Χορκχάιμερ τόνιζε ότι οφείλουμε να αντιπαραθέτουμε το υποκειμενικό στο αντικειμενικό και το αντικειμενικό στο υποκειμενικό, μέχρι την τελική συμφιλίωσή τους από την πράξη. Σε μία εποχή ριζικού ατομικισμού και υποκειμενισμού, όπου η ίδια αυτή εποχή αντιπαραθέτει μονάχα το ψευτουποκειμενικό στο αντικειμενικό, δεν βλέπω από καμία πνευματική δύναμη του τόπου αυτού (ή μάλλον, από πάρα πολύ λίγες ώστε να έχει κάποιο αντίκρισμα) να δίνει έμφαση, όπως θα όφειλε, στο αντίθετο, την αντιπαράθεση του αντικειμενικού στο υποκειμενικό και, μόνο έτσι, στην υπόδειξη ότι τα δύο αυτά δεν είναι ριζικά διαχωρισμένα. Γιατί η συνεχής υπενθύμιση, «όλα είναι σχετικά», έχει χάσει σήμερα σε μεγάλο βαθμό το ριζοσπαστικό της νόημα, το οποίο ίσως είχε σε άλλες εποχές. Δεν θίγει πια τους κυρίαρχους.

Δυστυχώς η στάση απέναντι σε φαινόμενα σήψης όπως το βίντεο της Τζούλιας, είναι η ελαφρά τη καρδία στάση που είχαν κάποιοι θετικιστές απέναντι στο φαινόμενο της θρησκείας. Εκ των προτέρων την απέρριπταν απλά ως μεταφυσική. Ναι, αλλά τότε που οφείλεται η πολύ πραγματική επιτυχία της, δηλαδή η πραγματικότητά της; Τείνουμε να θεωρούμε δεδομένο ότι έχει ήδη δοθεί η μάχη εναντίον του σχετικισμού, κι ότι η απλή επισήμανση του ανορθολογικού ως τέτοιου είναι κάτι αυτονόητα αποδεκτό και επαρκές για την ανύψωση της πραγματικότητας στο ύψος του Λόγου. Έτσι στρεφόμαστε σε άλλα διανοητικά ενδιαφέροντα, όταν, όχι μόνο η μάχη δεν έχει δοθεί, αλλά η ίδια η διάκριση ορθολογικού – ανορθολογικού, στο περιεχόμενό της, είναι πια άνευ νοήματος για την πλειοψηφία. Έχει μεγάλη σημασία το γεγονός ότι, για τον Μαρξ, η θρησκεία δεν ήταν απλά «το όπιο του λαού» αλλά και η «καρδιά ενός άκαρδου κόσμου». Το να σταματήσει μία άρρωστη καρδιά να χτυπάει δεν σημαίνει ότι αντικαταστάθηκε από μία υγιή. Μπορεί ο ασθενής να κρατείται μηχανικά στη ζωή, εξαρτημένος, χειραγωγημένος και εγκλωβισμένος.

Δεν έχει νόημα ο απλός στιγματισμός του εμπορεύματος ως ιδεολογίας, και το βαρετό αναμάσημα περί του φετιχιστικού χαρακτήρα του. Γιατί το φετίχ είναι πραγματικότερο από οποιαδήποτε «απτή» πραγματικότητα έχουν να παρουσιάσουν οι επιδερμικοί κοινωνιολόγοι επικριτές του. Και το διαβόητο dvd είχε όλα τα χαρακτηριστικά φετίχ του σύγχρονου εμπορεύματος.

Δεν μένει παρά να καταδειχθεί η συνάφεια αυτού του φετίχ με την τρέχουσα απομόνωση του ατόμου που υφέρπει στον κυρίαρχο σχετικισμό. Αλλά και η συσχέτισή του με την αναπαραγωγή του συστήματος και, κατά συνέπεια, η ίδια η πραγματικότητά του. Συγχρόνως, πρέπει οι διανοούμενοι αυτού του τόπου να ξεστομίσουν κάτι παραπάνω από τις συνήθεις εύκολες αρνήσεις που κατάντησαν φλυαρίες άνευ αντικρίσματος, στις κουραστικές επαναλήψεις και παραλλαγές τους (ας θυμηθούμε επιτέλους και την «άρνηση της άρνησης»). Να δείξουν τι είναι το όμορφο απέναντί στην ασχήμια του κόσμου αυτού, να δείξουν γιατί είναι αλήθεια ότι ο καπιταλιστικός κόσμος είναι σάπιος κι ότι, στ’ αλήθεια, προτιμότερη απ’ αυτόν είναι μία ζωή στα μέτρα των υποσχέσεων της ελευθερίας, όπως αυτή εκδηλώθηκε στους ιστορικούς αγώνες του ελευθεριακού σοσιαλισμού, και πέρα απ’ αυτούς. Αυτή είναι μία πρόκληση για τον σύγχρονο διανοούμενο. Η επιμονή στην ύπαρξη της αλήθειας – στην ιστορικότητά της – και η κατάδειξή της.

Χαίρομαι που πρόσφατα στο περιοδικό «Σημειώσεις» είδα ένα κείμενο του εκλιπόντος Μανόλη Λαμπρίδη, σ’ αυτήν την κατεύθυνση.[1] Στην ίδια κατεύθυνση προσανατολίζεται και η κοινωνική οικολογία, όπως είδαμε σε προηγούμενη ανάρτηση (και κυρίως το φιλοσοφικό «σκέλος» της, ο διαλεκτικός νατουραλισμός). Πολλά ακόμα μένουν να ειπωθούν φυσικά και, κυρίως, να γίνουν.

Θοδωρής Βελισσάρης

[1] «Για την αμφισβήτηση του Διαφωτισμού», Δεκέμβριος 2009.

Σημείωμα για τους μετανάστες

Με αφορμή τα τελευταία φριχτά γεγονότα σχετικά με τους μετανάστες, δημοσιεύουμε κάποιους προβληματισμούς για να συμβάλλουμε στη συζήτηση για το θέμα, χωρίς να αποτελούν αυτοί σε καμία περίπτωση την «τελευταία κουβέντα» επί του κρίσιμου αυτού ζητήματος. Το ζήτημα της μετανάστευσης είναι πολύ σημαντικό και απαιτείται διάλογος και συνεργασία όλων των προοδευτικών δυνάμεων για διατύπωση συγκροτημένων προτάσεων προς την ουσιαστική αντιμετώπισή του. Ιδιαίτερα αυτή την σκοτεινή περίοδο, όπου είδαμε μετά τις καθημερινές επιχειρήσεις «σκούπα», λες και οι άνθρωποι αυτοί είναι σκουπίδια, να ψηφίζονται νομοσχέδια που αντιμετωπίζουν τους μετανάστες ως κακοποιούς και κλείνουν σχεδόν κάθε πόρτα σε όποιον δεν έχει «ελληνικό αίμα». Όπου είδαμε καταυλισμούς προσφύγων να κατεδαφίζονται και να πυρπολούνται στην Πάτρα, μετανάστες να σέρνονται σα ζώα στους δρόμους στη Μανωλάδα και να επιβαρύνονται από πάνω με κατηγορίες για κακουργήματα, και, μόλις τις τελευταίες μέρες, μετανάστες στη Χίο να φορτώνονται με συνοπτικές διαδικασίες σε πλοία με βίαιο τρόπο και άγνωστο προορισμό, χωρίζοντας μάλιστα παιδιά από τις μητέρες τους. Αυτήν την περίοδο λοιπόν ο σοβαρός διάλογος και η συνεργασία στην πράξη κρίνονται αναγκαίες.[1]

Κυρίως στον λεγόμενο «ελευθεριακό χώρο», παρουσιάζονται σχετικά με το θέμα κάποιες προβληματικές θέσεις. Κάποιοι αρνούνται να δεχθούν ότι η μετανάστευση αποτελεί όντως πρόβλημα, τόσο για τους ίδιους τους μετανάστες όσο και για τις χώρες υποδοχής τους. Μοναδική πρόταση και στάση γι’ αυτήν την τάση είναι η προσπάθεια να ανοίξουν εντελώς τα σύνορα και να δοθεί ένα απεριόριστο δικαίωμα μετακίνησης. Κάποιοι άλλοι, αναγνωρίζουν μεν ότι η μετανάστευση αποτελεί πρόβλημα, αλλά ισχυρίζονται ότι δεν μπορεί να επιλυθεί εντός του καπιταλιστικού συστήματος, το οποίο εξάλλου είναι υπεύθυνο για τα ίδια τα κύματα της μετανάστευσης. Έτσι δεν παρουσιάζουν καμία πρόταση, παρά μόνο παραπέμπουν για το θέμα σε μία νέα κοινωνία, ή αναπαράγουν κι αυτοί τις γενικόλογες προτάσεις της παραπάνω τάσης.

Δεν θέλουμε να μηδενίσουμε την προσφορά των παραπάνω δύο τάσεων, θεωρητικά και πρακτικά. Καλοπροαίρετα ωστόσο θέλουμε να κάνουμε κάποιες παρατηρήσεις. Σίγουρα το σύνθημα «κανένας άνθρωπος δεν είναι παράνομος» πρέπει να παραμείνει ως έμβλημα σε κάθε αγώνα υπέρ των μεταναστών. Και σίγουρα για το πρόβλημα της μετανάστευσης όπως εκδηλώνεται στις μέρες μας, ευθύνεται το καπιταλιστικό σύστημα και οτιδήποτε και να γίνει δεν μπορεί να δοθεί οριστική λύση σ’ αυτό όσο συνεχίζουν να υπάρχουν οι αιτίες που σπρώχνουν μαζικά ανθρώπους στη μετανάστευση. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα μείνουμε χωρίς προτάσεις για την όσο το δυνατό καλύτερη τροπή στις προσπάθειες για την επίλυση του προβλήματος, τόσο από την πρακτική και ανθρωπιστική, όσο και από την επαναστατική πλευρά. Η αδυναμία ουσιαστικής κατανόησης της μετανάστευσης ως προβλήματος και η απόλυτη έλλειψη ρεαλιστικών προτάσεων, σπρώχνουν την πλειοψηφία του λαού στον χώρο της δεξιάς και της ακροδεξιάς, οι οποίες παρουσιάζουν κάποιες πρακτικές «προτάσεις», όσο απάνθρωπες και ρατσιστικές κι αν είναι.

Η στάση της δεξιάς και της ακροδεξιάς βέβαια επί του θέματος, εκτός από βάρβαρη και ρατσιστική, είναι και κοινωνικά ανεύθυνη. Κανένα κατασταλτικό μέτρο δεν μπορεί να αποτρέψει ολοκληρωτικά τη μετανάστευση ανθρώπων που είναι αποφασισμένοι μέχρι θανάτου, να φύγουν από την πατρίδα τους. Η αντιμετώπισή τους ως κακούργους και η πολιτική των απελάσεων, μπορεί να μειώσει ελάχιστα τον αριθμό τους αλλά, παράλληλα, θα σπρώχνει στην παρανομία όσους καταφέρνουν να εισέλθουν στη χώρα. Αυτό σημαίνει ότι η δεξιά και ακροδεξιά στάση θα οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερα προβλήματα, τόσο για την οικονομία όσο και για την κοινωνική συνοχή, γεμίζοντας τη χώρα με «λαθραίες» υπάρξεις στα όρια της απόγνωσης, ικανές για κάθε απονενοημένη πράξη.

Τα επιχειρήματα της δεξιάς και ακροδεξιάς είναι λαϊκίστικα και ανυπόστατα. Η εγκληματικότητα αυξάνεται στην Ελλάδα τόσο μεταξύ των αλλοδαπών όσο και μεταξύ των ελλήνων πολιτών και φυσικά αυτή η εξέλιξη συνδέεται κυρίως με την οικονομική κρίση και όχι με τη μετανάστευση. Η οικονομική κρίση και εξαθλίωση γεννά μάλιστα τη μετανάστευση, και όχι το αντίθετο. Από την άλλη, με εξαίρεση ελάχιστους κλάδους, η μετανάστευση δεν συμβάλλει στην αύξηση της ανεργίας, αντιθέτως, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για ουσιώδη συνεισφορά της μετανάστευσης στην οικονομική ανάπτυξη. Πολλές από τις υποτιθέμενες θέσεις εργασίας που καταλήφθηκαν από τους μετανάστες δεν υπήρχαν πριν έρθουν αυτοί (βαριές εργασίες χωρίς ασφάλιση, συνδικαλισμό, άδειες και με ελάχιστη αμοιβή). Υπάρχει σοβαρός άνθρωπος να πιστέψει ότι για την ανεργία των γιατρών, των καθηγητών και των δασκάλων ευθύνονται οι μετανάστες; Όλοι ισχυρίζονται ότι η χώρα δεν «σηκώνει» άλλους μετανάστες, αλλά σε κανένα βιβλίο οικονομικών δεν υπάρχει το επιχείρημα ότι μία αύξηση του εργατικού δυναμικού οδηγεί αναγκαστικά στην οικονομική παρακμή. Οι ίδιοι φυσικά που γκρινιάζουν για τους μετανάστες δεν λένε τίποτα για τη συγκέντρωση του πλούτου σε λίγα χέρια, που ολοένα αυξάνεται εις βάρος όλων μας, εξαιτίας των καπιταλιστικών θεσμών που ολόψυχα στηρίζουν. Και είναι χαρακτηριστικό της κοινωνικής αμνησίας το γεγονός ότι κάποτε ελληνικές εφημερίδες, δεξιές πολλές φορές, στιγμάτιζαν την εχθρική στάση του γερμανικού κράτους ή των ΗΠΑ απέναντι σε έλληνες μετανάστες. Κι ας αφήσουν τα παραμύθια ότι δήθεν θέλουν να χτυπήσουν μονάχα τη «λαθρομετανάστευση». Κανένας άνθρωπος δεν είναι λαθραίος, και τα ίδια τα νομοσχέδια των δεξιών και ακροδεξιών σήμερα καθιστούν σχεδόν απαγορευτική κάθε άλλη στάση πλην της λαθρομετανάστευσης.

Ας είμαστε όμως ειλικρινείς, οι δεξιές και ακροδεξιές αντιλήψεις είναι κατά βάση ρατσιστικές. Αν ανάμεσα σε μετανάστες που έχουν συλληφθεί, βρισκόταν κάποιος Αφγανός υπήκοος, ο οποίος ωστόσο έχει γονείς έλληνες αλλά ξένη υπηκοότητα, είναι αμφίβολο κατά πόσο θα υποστήριζαν την ίδια σκληρή αντιμετώπιση για αυτόν.

Ωστόσο, το πρόβλημα ιδιαίτερα της κοινωνικής συνοχής δεν λύνεται έτσι απλά με τη νομιμοποίηση όλων των μεταναστών. Η πολιτική ζωή έχει πολλά δικαιώματα και υποχρεώσεις στα οποία μυηθήκαμε όλοι μας. Κανείς δεν «νομιμοποιείται» απλά σε μία πολιτική κοινωνία. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι κοινωνικοποιούμαστε μαθαίνοντας ότι η συμμετοχή μας στην πολιτική ζωή περιλαμβάνει μία σειρά απαιτήσεων προς εμάς.

Η ζωή στους δήμους και τις κοινότητες παρουσιάζει σήμερα κάποια σταθερότητα η οποία επιτρέπει και την πολιτική δράση οργανώσεων με επαναστατικό προσανατολισμό. Ιδιαίτερα στις δυτικές κοινωνίες της «φιλελεύθερης ολιγαρχίας», έχει επιτευχθεί και ένα μίνιμουμ πολιτικών δικαιωμάτων, υπό τη συνεχή απειλή και πράξη αναίρεσής τους από την εξουσία βέβαια, το οποίο διευκολύνει την περαιτέρω πολιτική δράση.

Στόχος μας δεν μπορεί να είναι ένα «περιεκτικό» κράτος το οποίο νομιμοποιεί οποιαδήποτε κουλτούρα και συμπεριφορά, κατά το δοκούν, αρκεί να διατηρείται προστατευμένη η εξουσία του. Οι μετανάστες πρέπει να μυούνται στην πολιτική ζωή, με πλήρη συμμετοχή στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που αυτή συνεπάγεται. Αυτό ισχύει για όσους θέλουν βέβαια να μείνουν στη χώρα, οι υπόλοιποι θα έπρεπε ελεύθερα να επιτρέπεται να κατευθυνθούν σε άλλες χώρες της επιλογής τους. Αυτό θα συνέβαλε στην επίλυση του προβλήματος του μεγάλου αριθμού μεταναστών σε συγκεκριμένες περιόδους, αλλά φυσικά προϋποθέτει ρήξη με την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αντί να δίνονται οι οικονομικοί πόροι στα απολίτιστα, ρατσιστικά και κοινωνικά ανεύθυνα μέτρα που σχετίζονται με τις απελάσεις, θα έπρεπε να δίνονται για τη φιλοξενία των μεταναστών και τη φροντίδα για εύρεση αξιοπρεπούς εργασίας με ίσους όρους γι’ αυτούς. Τα μαθήματα ελληνικής γλώσσας θα πρέπει να δίνονται σε όποιον το επιθυμεί από την πρώτη στιγμή, ενώ εκδηλώσεις και δρώμενα καθημερινά που θα φέρνουν κοντά τους μετανάστες με τους κατοίκους είναι αναγκαίες. Οι ιδιαιτερότητες των μεταναστών θα πρέπει να γίνονται απολύτως σεβαστές, στο μέτρο που δεν θίγουν κεκτημένα πολιτικά δικαιώματα της χώρας στην οποία έρχονται. Για παράδειγμα, δεν μπορούμε να δεχόμαστε τη σεξιστική συμπεριφορά εις βάρος ανήλικων κοριτσιών, ακόμα κι αν αυτή υποτίθεται λαμβάνει χώρα με τη «συγκατάθεσή» τους. Για την πολιτική κατάσταση της χώρας οι μετανάστες πρέπει να ενημερώνονται με κάθε δυνατό τρόπο. Μ’ αυτήν την προϋπόθεση, οι μετανάστες θα πρέπει να εντάσσονται σταδιακά πλήρως στην πολιτική ζωή της χώρας και να συμβάλλουν κι αυτοί σε κάθε πλευρά της κοινωνικής ζωής.

—————————————

[1] Το ότι το δίκαιό μας σχετικά με την πολιτική υπηκοότητα συνδέεται σε τέτοιο βαθμό με το, κατά φαντασίαν, ελληνικό «γένος», είναι σημάδι οπισθοδρόμησης ολκής. Ακόμα και σε παιδιά που γεννιούνται στην Ελλάδα αλλά δεν έχουν έλληνες γονείς αρνούμαστε την υπηκοότητα, νομιμοποιώντας την πράξη μας με την εφιαλτική και αντιεπιστημονική επίκληση του «αίματος».