Μια ψυχαναλυτική θεώρηση του αντισημιτισμού


Ως μικρή συμβολή στον αγώνα ενάντια στον αντισημιτισμό παρουσιάζουμε εδώ μία περίληψη, σχεδόν μετάφραση, κάποιων τμημάτων ενός σπουδαίου άρθρου του ψυχαναλυτή Otto Fenichel με τίτλο “Elements of a Psychoanalytic Theory of Anti-Semitism”. [1] Δεν χρειάζεται κανείς να αποδέχεται όλες τις βασικές ψυχαναλυτικές θέσεις για να κατανοήσει τη σημαντικότητα των ιδεών του Fenichel, όχι μόνο για τον αντισημιτισμό αλλά και για τον ρατσισμό γενικότερα. Ο Fenichel ήταν ένα παράδειγμα επιστήμονα με βαθιά κοινωνική ριζοσπαστική σκέψη και συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πιο εκλεκτούς ψυχαναλυτές με επαναστατικό προσανατολισμό. Δεν ξεχνά ότι ο αντισημιτισμός είναι ένα συγκεκριμένο κοινωνικό φαινόμενο και ότι δεν αρκεί η ψυχανάλυση των αντισημιτών για να τον εξηγήσεις. Μπορεί όμως να φωτίσει σημαντικές πτυχές του.

§§§

Το 1925 στη Γερμανία ο αντισημιτισμός δεν είχε γίνει ακόμη σημαντική πολιτική δύναμη, παρότι η ψυχολογική μαζική βάση για την ανάδυσή του ήταν υπαρκτή. Δέκα χρόνια μετά, το 1935, είχε γίνει σημαντική πολιτική δύναμη. Προφανώς, κοινωνικές εξελίξεις είχαν στρέψει τις μάζες προς την αντισημιτική κατεύθυνση. Πέρα όμως απ’ αυτές τις εξελίξεις, είναι σημαντικό να φωτιστεί το στοιχείο αυτό που αντιδρά έναντι αυτών των εξελίξεων, δηλαδή η ατομική ψυχή, γι’ αυτό είναι καίριος ο ρόλος της ψυχανάλυσης.

Η βασική εξέλιξη μέσα σ’ αυτή τη δεκαετία που επηρέασε τους γερμανούς ήταν η μεγάλων διαστάσεων αντισημιτική προπαγάνδα. Τι ενυπήρχε ωστόσο στη συνείδηση των μαζών που τις κατέστησε ικανές να πιστέψουν αυτή την προπαγάνδα; Μια επιφανειακή προσέγγιση υποδηλώνει ότι οι άνθρωποι δέχονται απόψεις που προοιωνίζουν κάποιο πλεονέκτημα γι’ αυτούς. Για παράδειγμα, η αφελής προοπτική ότι μπορεί να αποκτήσουν μία δουλειά στην οποία απασχολούνταν πριν ένας εβραίος. Ποιο σκοπό ωστόσο εξυπηρετούσε εξαρχής η αντισημιτική προπαγάνδα;

Ο Fenichel, για να δώσει μία απάντηση, στρέφεται στο παράδειγμα της τσαρικής Ρωσίας. Η αστυνομία κατασκεύασε και διέδωσε το πλαστογράφημα των «Πρωτόκολλων των σοφών της Σιών» σε μία εποχή επαναστατική δραστηριότητας εναντίον του τσαρικού καθεστώτος, με σκοπό να στρέψουν την οργή των ανθρώπων για τις άθλιες συνθήκες της ζωής τους από τον Τσάρο στους εβραίους. Ο ρώσικος λαός βρισκόταν εν συγχύσει μεταξύ της επαναστατικής διάθεσης ενάντια στο καθεστώς και του σεβασμού προς την εξουσία, την οποία είχε εκπαιδευτεί να σέβεται. Ο αντισημιτισμός επέτρεψε και στις δύο αυτές τάσεις να ικανοποιηθούν συγχρόνως. Η επαναστατική διάθεση, με καταστροφικές πράξεις εναντίον ανυπεράσπιστων ατόμων, και η διάθεση σεβασμού, με την υπάκουα ανταπόκριση στο κατασκεύασμα και κάλεσμα των αρχών. Οι άνθρωποι πίστεψαν ότι οι εχθροί τους ταυτίζονταν με τους υποτιθέμενους εχθρούς του καθεστώτος που τους καταπίεζε.

Ωστόσο αυτή η θεωρία του «αποδιοπομπαίου τράγου» θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε κάθε μειονότητα, όχι μόνο στους εβραίους. Γιατί οι εβραίοι ήταν κατάλληλοι για να υποστούν αυτόν τον «αποδιοπομπαίο» ρόλο και όχι για παράδειγμα οι κοκκινομάλληδες; Καταρχήν, οι εβραίοι ήταν πάντα πιο ανυπεράσπιστοι από τους κοκκινομάλληδες. Κατά δεύτερον, όταν η κοινωνική τάξη, ή μάλλον αταξία, παράγει μαζική εξαθλίωση, τα θύματά της δεν μπορούν να εξακριβώσουν την αιτία αυτής της εξαθλίωσης, εν μέρει επειδή οι υποβόσκουσες αιτίες είναι πολύπλοκες και εν μέρει επειδή οι κυρίαρχες κοινωνικές τάξεις κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να συγκαλύψουν τις πραγματικές αιτίες. Η επιδίωξή τους είναι να βρεθεί κάποιος που να μπορεί να εμφανιστεί στα θύματα ως η αιτία της εξαθλίωσής τους.

Για αιώνες οι εβραίοι, ως δανειστές ή έμποροι [2] παρουσιάζοντας σ’ όσους είχαν οικονομικές δυσκολίες ως αντιπρόσωποι του χρήματος, ασχέτως του ότι την ίδια εποχή υπήρχε τεράστια φτώχια και για τους ίδιους τους εβραίους. Πρέπει να σημειωθεί ότι και οι αρμένιοι, που διώχθηκαν από τους τούρκους όπως οι εβραίοι από τους γερμανούς, είχαν εμπορικές δραστηριότητες. Από την άλλη, αυτή η εξήγηση δεν εξηγεί κάθε ρατσισμό, όπως για παράδειγμα τον αμερικάνικο εναντίων των νέγρων, που απαιτεί ενδελεχή μελέτη του θεσμού της δουλείας.

Όμως οι νέγροι έχουν ένα χαρακτηριστικό που τους καθιστά κατάλληλους για «αποδιοπομπαίους τράγους»: είναι μαύροι. Οι εβραίοι έχουν επίσης διασυρθεί από τους αντισημίτες εξαιτίας των πολιτιστικών ή σωματικών ιδιαιτεροτήτων τους. Τα μαλλιά τους είναι συνήθως μαύρα [3], μοιάζουν απόμακροι με τα έθιμα και τις συνήθειές τους, με τη γλώσσα τους, με τις θρησκευτικές τους συνήθειες και την καθημερινότητά τους που διαπλέκεται μ’ αυτές. Αυτή την «ξενότητα» (foreignness) τη μοιράζονται με τους αρμένιους, τους νέγρους ή τους τσιγγάνους και αυτή επιτρέπει στους ανθρώπους να υποψιάζονται ότι εφόσον μοιάζουν ή μιλούν διαφορετικά μπορούν να είναι ύποπτοι κακού.

Εδώ γίνεται σημαντική η ψυχολογία των εβραίων. Είναι πολύ δύσκολο να εξηγηθεί το πείσμα με το οποίο οι εβραίοι αντιστάθηκαν στην αφομοίωση διαμέσου των αιώνων, ενώ άλλοι λαοί στις ίδιες περιόδους απορροφήθηκαν από τους πολυπληθέστερους λαούς με τους οποίους συμβίωναν. Αυτό οφειλόταν προφανώς στο σύστημα γκέτο που επιβαλλόταν ανέκαθεν στους εβραίους αλλά και στην επίμονη αποδοχή αυτού του συστήματος γκέτο από τους ίδιους τους εβραίους. Οι εβραίοι διατηρούσαν ιδιαιτερότητες τις οποίες οι πολυπληθέστεροι λαοί που συμβίωναν μαζί τους είχαν εγκαταλείψει από καιρό. Η «αλλοκοτιά» (strangeness) τους προκαλούσε μία αρχαϊκή εντύπωση ενός στοιχείου που διατηρούνταν από αρχαίους καιρούς, παρόμοια με την εντύπωση που προκαλούσε η νομαδική ζωή των τσιγγάνων στους λαούς που είχαν σταματήσει από καιρό να είναι νομάδες.

Τι υποβόσκει αυτής της εξίσωσης: Ξένος = Εχθρός; Το κύριο χαρακτηριστικό των ξένων είναι ότι δεν τους γνωρίζει κανείς ακόμα, και δεν ξέρει τι να περιμένει απ’ αυτούς. Στον αρχαίο κόσμο, οι ξένοι μπορούσαν να επιφέρουν πλεονεκτήματα και προόδους μέσω των καινοτομιών και ανακαλύψεών τους, αλλά μπορεί να θεωρούνταν και επικίνδυνοι εάν ήταν πιο προηγμένοι στην τεχνική των όπλων. Στον αρχαίο κόσμο οι ξένοι ήταν sacer, δηλαδή ταυτόχρονα ιεροί και καταραμένοι. Η «ξενότητα» των εβραίων ήταν ενός ιδιαίτερου είδους λόγω του αρχαϊκού της χαρακτήρα, ο οποίος συνδυαζόταν με μία αδιαμφισβήτητη διανοητική υπεροχή σε συγκεκριμένα ζητήματα, την οποία πιθανώς εκμεταλλεύονταν και οι εβραίοι έμποροι. Οι εβραίοι ήταν έξυπνοι και, την ίδια στιγμή, έμοιαζαν συνδεδεμένοι με παλιές αρχέγονες δυνάμεις που οι υπόλοιποι είχαν χάσει. Όταν οι αρχές κατηγόρησαν αυτόν τον «απόκοσμο» λαό ως σατανικό, δημιουργώντας αυτήν την αντισημιτική φιλολογία, οι άλλοι τις πίστεψαν πρόθυμα λόγω της δικής τους προφανούς εξαθλίωσης. Τους κατηγόρησαν ως δολοφόνους, βρωμερούς και ακόλαστους.

Δεν υπάρχει καμία έλλογη δικαιολόγηση αυτών των κατηγοριών εναντίον των εβραίων. Κάποιοι εβραίο έμποροι μπορεί να ήταν απατεώνες ή καταχραστές όσο και οι έμποροι άλλης εθνικότητας. Ωστόσο, στατιστικές καταδεικνύουν ότι οι εβραίοι δολοφόνοι είναι οι λιγότεροι κάθε άλλης φυλής. Από την άλλη, οι θρησκευτικοί κανόνες των εβραίων επιβάλλουν ιδιαίτερη καθαριότητα, ενώ οι πολύ φτωχοί εβραίοι είναι τόσο βρώμικοι όσο και οι φτωχοί κάθε άλλης φυλής. Τέλος, η σεξουαλικότητά τους είναι παρόμοια με οποιαδήποτε άλλη εθνική ή θρησκευτική ομάδα.

Αυτές οι κατηγορίες είναι δημιουργήματα της ανθρώπινης φαντασίας και πρέπει να συσχετισθούν με την αρχαϊκή «ξενότητα» που απέδιδαν οι άνθρωποι στους εβραίους. Για την ψυχανάλυση, ακόμα και το πιο παράλογο νευρωτικό φαινόμενο έχει ένα κρυφό νόημα. Οι εβραίοι είναι τόσο δολοφονικοί, βρωμεροί ή ακόλαστοι όσο κάθε άλλη ομάδα ανθρώπων. Το λανθάνον νόημα αυτών των κατηγοριών είναι ότι φονικές, βρωμερές και ακόλαστες τάσεις υπάρχουν στ’ αλήθεια κάπου κρυμμένες και οι εβραίοι αποτελούν για άλλη μια φορά «αποδιοπομπαίους τράγους», υποκατάστατα για μετάθεση.

Ο Φρόιντ έχει καταδείξει ότι όλοι μας παλεύουμε καθημερινά, για όλη μας τη ζωή, με καταπιεσμένα ένστικτα που συνεχίζουν να υπάρχουν στο ασυνείδητο. Δολοφονικές τάσεις και σεξουαλικές ορμές, κυρίως όσες θεωρούνται κατώτερες και «βρώμικες», υπάρχουν στο ασυνείδητο και επιδιώκουν την εκδήλωσή τους. Ένα μέσο άμυνας ενάντια σ’ αυτές τις ασυνείδητες τάσεις είναι η προβολή, δηλαδή το να παρατηρεί κανείς στους άλλους αυτό που δεν επιθυμεί να συνειδητοποιήσει ότι υπάρχει και μέσα του. Για τον αντισημίτη, ο εβραίος μοιάζει δολοφονικός, βρωμερός και ακόλαστος, αποφεύγοντας έτσι να συνειδητοποιήσει ότι αυτές οι τάσεις υπάρχουν εντός του.

Αρχίζει έτσι να γίνεται κατανοητός ο λόγος για τον οποίο οι άγριες διαθέσεις του όχλου εκτρέπονται συχνά ενάντια στους εβραίους. Στο ασυνείδητο των ανθρώπων του εξαγριωμένου όχλου, ο εβραίος αντιπροσωπεύει όχι μόνο τις αρχές εξουσίας, ενάντια στις οποίες φοβούνται να επιτεθούν, αλλά επίσης τα ίδια τα καταπιεσμένα ένστικτά τους, τα οποία μισούν και τα οποία απαγορεύουν οι ίδιες αρχές εξουσίας εναντίον των οποίων μπορεί να κατευθύνονται. Ασυνείδητα, για τον αντισημίτη, ο εβραίος εκφράζει ταυτόχρονα αυτόν εναντίον του οποίου θέλει να εξεγερθεί και τις ίδιες τις εξεγερτκές τάσεις εντός του. Σ’ αυτή την προβολή συμβάλλει η αρχαϊκή και εμφατική «ξενότητα» των εβραίων.

Αυτήν την «ξενότητα» μοιράζονται οι εβραίοι μαζί με το ασυνείδητο όλων μας. Ένα αίσθημα «απόκοσμο» (uncanny) μας καταλαμβάνει όποτε κάτι, το οποίο θεωρούσαμε κάποτε αληθινό αλλά κατόπιν το απορρίψαμε, αποδεικνύεται τελικά ότι ήταν αληθινό. Για τον μέσο άνθρωπο ένας δολοφόνος, ιδιαίτερα ένας πατροκτόνος, ή κάποιος ένοχος για αιμομιξία, μοιάζει απόκοσμος, επειδή όλοι έχουμε αισθανθεί παρόμοιες ορμές τις οποίες αργότερα καταπιέσαμε. Αντιστρόφως, κάποιο μέλος οποιασδήποτε φυλής η οποία μπορεί να μοιάζει απόκοσμη, θεωρείται ότι μπορεί να είναι ικανό για φόνο και αιμομιξία. Ο εβραίος, με την ακατάληπτη γλώσσα του και τον ακατανόητο θεό του μοιάζει απόκοσμος στους μη-εβραίους, όχι μόνο επειδή δεν μπορούν να τον καταλάβουν και, επομένως, τον φαντάζονται ικανό για όλες τις αμαρτίες, αλλά ακόμα περισσότερο επειδή, στο βάθος, μπορούν να τον καταλάβουν πολύ καλά, εφόσον τα έθιμά του είναι αρχαϊκά, δηλαδή εμφανίζουν στοιχεία που οι μη-εβραίοι κάποτε είχαν αλλά τα έχασαν αργότερα.

Υπάρχει ακόμα και μία ορθολογική αντίδραση η οποία ενδυναμώνει την ανορθολογική πλευρά του αντισημιτισμού. Οι εβραίοι, ως φυλετική μειονότητα, ήταν παντού και πάντοτε καταπιεσμένοι. Είναι ξεκάθαρο ότι οι κυρίαρχοι λαοί πρέπει να φοβούνται την πιθανή εκδίκηση των καταπιεσμένων λαών, ιδιαίτερα όταν η καταπίεση είναι αποτυχημένη και οι καταπιεσμένοι αντιστέκονται ξανά και ξανά, πιστεύοντας μάλιστα ότι είναι ο «εκλεκτός λαός»[4] και απαρνούμενοι να παρατήσουν τις ιδιαιτερότητές τους παρόλα τα μαρτύρια. Για τους περισσότερους ανθρώπους, ο εβραϊκός θεός είναι ένας εκδικητικός και άγριος θεός, παρότι στην Παλαιά Διαθήκη παρουσιάζεται εξίσου, αν όχι περισσότερες φορές, ως πλήρης αγάπης και ελέους. Γιατί υπερτονίζονται αυτές οι πλευρές και οι εβραίοι θεωρούνται μοχθηροί και εκδικητικοί; Είναι πασίγνωστο ότι κάθε αντισημίτης έχει γνωρίσει έστω έναν εβραίο που δεν έχει κανένα παρόμοιο χαρακτηριστικό, και παρά την εμπειρία αυτή, ο αντισημιτισμός του μένει άθικτος.

Αυτή η υποτιθέμενη εκδικητικότητα των μοχθηρών εβραίων είναι και πάλι μία προβολή. Οι κυρίαρχοι δεν μπορούν να φανταστούν ότι οι καταπιεσμένοι δεν είναι εκδικητικοί, γνωρίζοντας πόσο εκδικητικοί θα ήταν οι ίδιοι σε παρόμοιες συνθήκες. Απορριπτόμενα ένστικτα και απορριπτόμενοι αρχαίοι καιροί ξαναζούν σ’ αυτόν τον ακατανόητο, γι’ αυτούς, λαό που ζει ως ξένος ανάμεσά τους. Αυτό το οποίο πίστευαν ότι ξεπέρασαν αναδύεται ξανά και ξανά σαν Ύδρα, και προσπαθούν να κόψουν όλα τα κεφάλια της. Συγχρόνως, το απεχθάνονται με τον ίδιο τρόπο που απεχθάνονται τα δικά τους αποκηρυγμένα ένστικτα. Η περιφρόνηση και η αδιαφορία χρησιμοποιούνται για να τους βοηθήσουν να ξεπεράσουν τον φόβο τους. Προσπαθούν να τον ξορκίσουν αποδεικνύοντας στον εαυτό τους πόσο εύκολο είναι να επιτεθούν στους ανυπεράσπιστους. Αλλά η απόδειξη δεν είναι ποτέ οριστική. Με μία περίεργη περηφάνια, ακόμα και έπαρση, οι ανυπεράσπιστοι επανέρχονται ξανά και ξανά. Ο φόβος δεν ξορκίζεται, και συνεπώς η περιφρόνηση και ο εξευτελισμός πρέπει να επανέλθουν για να αναιρεθεί ο μη αναιρέσιμος φόβος.

Για να συνοψίσουμε: ο αντισημίτης φτάνει στο μίσος για τους εβραίους από μία διαδικασία μετάθεσης, η οποία διεγείρεται εξωτερικά. Βλέπει στον εβραίο ό,τι του προκαλεί δυστυχία, όχι μόνο τον κοινωνικό καταπιεστή του αλλά επίσης τα δικά του ασυνείδητα ένστικτα, τα οποία έχουν αποκτήσει έναν αιμοχαρή, βρωμερό και επονείδιστο χαρακτήρα από την κοινωνική καταπίεσή τους.[5] Μπορεί να προβάλλει στους εβραίους ό,τι προβάλλει λόγω των πραγματικών ιδιαιτεροτήτων της εβραϊκής ζωής, την «ξενότητα» της διανοητικής τους κουλτούρας, των σωματικών (μαύρα μαλλιά) και θρησκευτικών (Θεός του καταπιεσμένου λαού) ιδιαιτεροτήτων τους και των παλαιών εθίμων τους.

Δύο προϋποθέσεις συνεπώς πρέπει να εκπληρωθούν προκειμένου ο αντισημιτισμός να γίνει μαζικό κίνημα. Πρώτον, μία επαναστατική διάθεση, ή τουλάχιστον μία έντονη δυσαρέσκεια των μαζών ενάντια στην υπάρχουσα κατάσταση, μία δυσαρέσκεια που μπορεί να στραφεί ενάντια στους εβραίους ως αποδιοπομπαίους τράγους. Δεύτερον, μία διακριτή εβραϊκή πολιτιστική ζωή εν μέσω της πολιτιστική ζωής του λαού που φιλοξενεί τους εβραίους, χωρίς να υπάρχει σημαντική συσχέτιση και επαφή μεταξύ των δύο αυτών μορφών πολιτιστικής ζωής.

Και οι δύο παραπάνω συνθήκες εκπληρώνονταν στην τσαρική Ρωσία αλλά και ευρύτερα στον αντισημιτισμό του Μεσαίωνα. Όμως δεν φαίνονται να εκπληρώνονται στον σύγχρονο αντισημιτισμό, στην εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία και στις Ηνωμένες Πολιτείας.

Στη Γερμανία, η χειραφέτηση των εβραίων είχε προχωρήσει σημαντικά. Η πλειοψηφία των βερολινέζων εβραίων ακολουθούσε ελάχιστα, αν όχι καθόλου, την εβραϊκή ζωή και τις παραδόσεις, θεωρώντας τους εαυτούς τους γερμανούς. Δεν υπήρχε αρχαϊκή «ξενότητα» κατάλληλη για την προαναφερθείσα προβολή. Παρόλα αυτά, η χρησιμοποίηση των εβραίων και όχι π.χ. των κοκκινομάλληδων ως «αποδιοπομπαίων τράγων» αποδεικνύει ότι η «ξενότητα», ή έστω η ανάμνησή της, ήταν ακόμα παρούσα.

Μπορούμε να υποθέσουμε ότι η δυσαρέσκεια των μαζών και η εβραϊκή διακριτότητα σχηματίζουν μία συμπληρωματική ενότητα για την παραγωγή αντισημιτισμού. Στη Γερμανία, πριν από τον εθνικοσοσιαλισμό, η δυσαρέσκεια των μαζών ήταν τόσο τεράστια ώστε χρειάστηκε ελάχιστη εβραϊκή διακριτότητα. Η εβραϊκή χειραφέτηση από τα παλαιά έθιμα ήταν ακόμα πρώιμη ενώ ο Μεσαίωνας υπήρξε μακρύς. Οι ιστορικές αλλαγές εξάλλου συμβαίνουν αργά και οι μνήμες της «εβραϊκής διακριτότητας» ήταν ακόμα ισχυρές.

Στις ΗΠΑ η κατάσταση μοιάζει αντίστροφη. Δεν υπάρχει καμία επαναστατική διάθεση ενώ, τουλάχιστον σε κάποια μέρη, η παραδοσιακή εβραϊκή ζωή ασκείται από πολλούς. Εντούτοις, οι εβραϊκές ιδιαιτερότητες σίγουρα δεν έχουν αυξηθεί, ενώ ο αντισημιτισμός έχει αυξηθεί. Η θεωρία οδηγεί εδώ στην υπόθεση ότι, αν και δεν είναι έκδηλη, μία μαζική δυσαρέσκεια πρέπει να είναι υπαρκτή στις ΗΠΑ.

Όλα αυτά τα ζητήματα καταδεικνύουν τα όρια της ψυχολογικής εξήγησης. Η πλήρης και αποτελεσματική χρησιμοποίηση από τους κυρίαρχους των ψυχολογικών δεδομένων που παραθέσαμε είναι δυνατή μονάχα υπό συγκεκριμένες οικονομικές και πολιτικές περιστάσεις, οι οποίες δεν είναι σε καμία περίπτωση δευτερεύουσας σημασίας.

[1] The Collected Papers of Otto Fenichel: second series, Norton, New York, 1954, σσ. 335-348. Είχε δημοσιευθεί αρχικά το 1946.

[2] Σχετικά με τους εβραίους που έγιναν δανειστές παραθέτουμε την άποψη του George M. Fredrickson: «Κάποτε ευπρόσδεκτοι ως διεθνείς έμποροι, οι εβραίοι εξαναγκάζονταν, σε ολοένα μεγαλύτερο βαθμό, λόγω του εμπορικού ανταγωνισμού που δέχονταν από χριστιανικές συντεχνίες εμπόρων, να στραφούν στη μη δημοφιλή, και θεωρούμενη τότε αμαρτωλή, ενασχόληση του δανεισμού με τόκο». Racism, A short history, Princeton University Press, 2003, σ. 19

[3] Δεν είμαστε καθόλου βέβαιοι γι’ αυτήν την παρατήρηση του Fenichel. Δεν γνωρίζουμε αν συνήθως τα μαλλιά των εβραίων είναι μαύρα, με τον ίδιο τρόπο για παράδειγμα που τα μαλλιά των σουηδών είναι συνήθως ξανθά.

[4] Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι πολλοί αμφισβητούν και σχετικοποιούν την ιδιαίτερη έμφαση που δίδεται συνήθως στην πίστη των εβραίων ότι είναι ο «περιούσιος λαός». Καταρχήν, παρόμοια σχέση με τη θρησκεία τους έχουν πολλοί λαοί (βλ. π.χ. την υποτιθέμενη ιδιαίτερη σχέση ελληνισμού και ορθοδοξίας). Και περαιτέρω, υπάρχουν τάσεις εντός της εβραϊκής θρησκείας που ερμηνεύουν εντελώς διαφορετικά αυτόν τον χαρακτηρισμό του «περιούσιου λαού» για τους εβραίους.

[5] Για να μη δημιουργηθούν παρεξηγήσεις, σημειώνουμε ότι για τον Fenichel η καταπίεση των ενστίκτων δεν είναι κάτι κακό από μόνη της. Ο συγκεκριμένος τρόπος καταπίεσής τους που επιβάλλεται από την καπιταλιστική κοινωνία δημιουργεί μία προβληματική σχέση μ’ αυτά.
</font

Συνελεύσεις γειτονιάς: προτάσεις για την οργάνωση και την ενδυνάμωσή τους

Παραθέτουμε εδώ κάποιες προτάσεις για τις συνελεύσεις γειτονιάς, τις οποίες θεωρούμε κρίσιμες με βάση τη μέχρι τώρα εμπειρία μας σε σχέση μ’ αυτές.

Οι συνελεύσεις γειτονιάς είναι κάτι πολύ σημαντικό για όλους μας! Αποτελούν μικρούς προπομπούς μίας άλλης, καλύτερης οργάνωσης της κοινωνίας. Δεν πρέπει να τις αντιμετωπίζουμε πρόχειρα και βιαστικά θεωρώντας τις ως κάτι παροδικό. Ιδιαίτερα στην προοπτική αύξησης της συμμετοχής, η καλή οργάνωση καθίσταται απολύτως αναγκαία.

Ιστορικά, αν πέτυχαν κάτι οι συνελεύσεις, το πέτυχαν εξασφαλίζοντας τις συνθήκες και τις διαδικασίες εκείνες που οδηγούν στη λήψη συγκεκριμένων αποφάσεων οι οποίες αποτελούν έκφραση της βούλησης των συμμετεχόντων. Έτσι, μία συνέλευση πρέπει οπωσδήποτε να έχει συντονιστή ή συντονίστρια (όχι μονίμως τους ίδιους) καθώς και ένα στοιχειώδες πρόγραμμα για τη διεξαγωγή της. Δεν γίνεται η σειρά των ομιλητών να είναι τυχαία, να περνάει ο καθένας κατά βούληση από το ένα θέμα στο άλλο, κάποιοι να μιλάνε μισή ώρα και κάποιοι μισό λεπτό, και άλλα παρόμοια που δυστυχώς συμβαίνουν στην πλειοψηφία των περιπτώσεων.

Ο συντονισμός ορίζει τον χρόνο που έχουν στη διάθεσή τους οι ομιλητές στοχεύοντας αφενός στο να εκφραστούν όσο περισσότεροι γίνεται και, αφετέρου, στο να δοθεί η δυνατότητα να ασχοληθεί η συνέλευση με όλα τα θέματα που την ενδιαφέρουν. Φυσικά η ροή της συνέλευσης μπορεί να λάβει διαφορετική τροπή αν το επιθυμήσει η πλειοψηφία, αλλά αυτό δεν αναιρεί την αναγκαιότητα σοβαρής οργάνωσής της. Μια καλή ιδέα για την αντιμετώπιση πολλών θεμάτων, είναι η δημιουργία μικρών επιτροπών/ομάδων για κάθε θεματική.

Επίσης, μία συνέλευση δεν μπορεί να παίρνει στα σοβαρά τον εαυτό της εάν δεν έχει έναν ρητό τρόπο λήψης αποφάσεων. Δεν μπορεί να μένουν στο τέλος όσοι έχουν τις ισχυρότερες αντοχές και να παίρνουν τις αποφάσεις, ούτε ο τρόπος απόφασης να είναι κάθε φορά θέμα τύχης και συγκυριών. Κάποιες «καταστατικές» συναντήσεις οφείλουν να ξεκαθαρίσουν αυτό το θέμα (όχι αναγκαστικά με τελεσίδικο τρόπο, πρέπει να είμαστε ανοιχτοί στις αλλαγές και στις βελτιώσεις). Εμείς προτείνουμε τον δημοκρατικό τρόπο λήψης των αποφάσεων, μετά από ουσιαστική συζήτηση και κατάθεση απόψεων, δηλαδή να επικρατεί η πρόταση που συγκεντρώνει τουλάχιστον την προτίμηση του 50% της συνέλευσης συν ενός ή μίας ακόμα, αν και η πραγμάτευση αυτού του θέματος ανήκει σε μελλοντικό άρθρο.

Από ανθρώπους που θα ενδιαφερθούν να συμμετάσχουν σε μία συνέλευση γειτονιάς δεν μπορούμε να απαιτήσουμε να διαθέσουν έξι ώρες από τον χρόνο τους επειδή δεν έχουμε εξασφαλίσει στοιχειώδη οργάνωση! Να το ζητήσουμε αυτό όταν συντρέχουν σοβαροί λόγοι! Ούτε μπορούμε να ζητάμε τη συμμετοχή του κόσμου όταν δεν έχουμε φροντίσει να εξασφαλιστεί η έκφραση της γνώμης όλων καθώς και η ουσιαστική συμβολή τους στην εκάστοτε λήψη αποφάσεων. Ευλόγως πολλοί δεν επανέρχονται σε συνελεύσεις που είδαν ότι λειτουργούν εντελώς ανοργάνωτα.

Θεωρούμε τα παραπάνω εκ των ων ουκ άνευ προϋποθέσεις εάν μία συνέλευση θέλει να σέβεται τον εαυτό της. Θα συζητήσουμε τώρα και κάποιες από τις πιθανώς επαρκείς συνθήκες για την ενδυνάμωση των συνελεύσεων.

Οι πολίτες είναι πιθανότερο να ασχοληθούν με τις συνελεύσεις εάν η συμμετοχή τους θα έχει κάποιο αντίχτυπο στη ζωή τους. Πώς μπορούν να γίνουν οι συνελεύσεις αποτελεσματικότερες; Σε πρώτη φάση με τη συνεργασία μεταξύ τους. Ένα τοπικό ζήτημα πιθανώς μπορεί να επιλυθεί με τη δράση της αντίστοιχης συνέλευσης, αλλά υπάρχουν πολύ σημαντικά ζητήματα για τα οποία μπορούν να έχουν νόημα αγώνες που θα προκύπτουν μονάχα από τη συνεργασία μεταξύ των συνελεύσεων γειτονιάς, ή ακόμα και μεταξύ των δημοτικών συνελεύσεων (για παράδειγμα, στο κρίσιμο θέμα της ΕΥΑΘ και του νερού στη Θεσσαλονίκη δεν μπορεί να δοθεί προοπτική μόνο από τη συνέλευση Συκεών, ούτε από τη συνέλευση της περιοχής Σχολής τυφλών, Ευζώνων και Φαλήρου). Η επικοινωνία και η συνεργασία μεταξύ των συνελεύσεων βρίσκεται σήμερα σε εμβρυακό στάδιο και οφείλουμε να παλέψουμε για την περαιτέρω ανάπτυξή τους.

Δεν μπορούμε ωστόσο να μην αναφέρουμε εδώ τον, κατά τη γνώμη μας, σπουδαιότερο παράγοντα για την ενδυνάμωση των συνελεύσεων γειτονιάς: την ανάληψη της τοπικής εξουσίας εκ μέρους τους. Αυτή η τοπική εξουσία υπάρχει κάτω απ’ τη μύτη μας και αντί να γίνει όργανο για την ανάπτυξη αγώνων που εξυπηρετούν τα συμφέροντα της πλειοψηφίας, μένει στα χέρια αντιπροσώπων οι οποίοι, όσο καλοπροαίρετοι κι αν είναι, δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τη γενική βούληση. Ακόμη όμως και να μπορούσαν, που δεν μπορούν, δεν θα άλλαζε κάτι: θέλουμε τη δημοκρατία, όχι μονάχα επειδή πιστεύουμε ότι έτσι θα λύσουμε τα προβλήματά μας με τον καλύτερο τρόπο, αλλά και επειδή θέλουμε να είμαστε ελεύθεροι μεταξύ ελεύθερων, δεν θέλουμε να είμαστε υπήκοοι, πιόνια στα χέρια άλλων, ούτε να ζούμε ως απομονωμένοι καταναλωτές και θεατές, αφήνοντας την κοινωνικότητά μας να παραλύει μέχρι θανάτου.

Αυτό σημαίνει συνεχή πίεση προς τις δημοτικές αρχές (και όχι μόνο) για τη «θεσμοποίηση» των συνελεύσεων, δηλαδή για τη σταδιακή εκχώρηση εξουσίας και οικονομικών πόρων σ’ αυτές. Σε ωριμότερο στάδιο, αυτές οι συνελεύσεις γειτονιάς θα μπορούσαν να διεκδικήσουν το σύνολο της τοπικής εξουσίας, συμμετέχοντας και νικώντας στις τοπικές εκλογές, καθιστώντας μονάχα «βιτρίνα» τον δήμαρχο και το δημοτικό συμβούλιο. Η τοπική εξουσία περνάει έτσι εκεί όπου ανήκει, στις ανοιχτές τοπικές λαϊκές συνελεύσεις.

Σ’ αυτήν την προοπτική, τα λαϊκά κινήματα βάσης θα μπορέσουν να αξιοποιήσουν κάθε ευκαιρία για την ανάπτυξη των αγώνων τους και σε βάθος χρόνου να αντιμετωπίσουν με ίσους όρους ακόμα και το ίδιο το σύστημα που αναπαράγει σήμερα την ιεραρχία, την οικονομική εξαθλίωση, τον ρατσισμό, τον σεξισμό και την οικολογική αποσύνθεση. Η έλλειψη οργάνωσης ικανοποιεί μονάχα το σύστημα και όχι την υπόθεση της απελευθέρωσης.

Μικρά σχόλια για τις ευρωεκλογές

Αναρωτιόμαστε γιατί οδύρονται, ή έστω προβληματίζονται, οι εκπρόσωποι του συστήματος για τη μεγάλη αύξηση της αποχής στις πρόσφατες ευρωεκλογές. Αυτοί δεν έχουν φτιάξει μία Ευρώπη στην οποία περίπου το 80% των σημαντικών αποφάσεων δεν λαμβάνεται από το ευρωκοινοβούλιο αλλά από άλλους θεσμούς που δεν έχουν καν αυτή την έμμεση (και οπωσδήποτε όχι δημοκρατική!) σχέση με τους λαούς; Αυτοί δεν λειτουργούν βάσει συνθηκών (π.χ. του Μάαστριχτ) για τις οποίες δεν ρωτήθηκε ποτέ ο ίδιος ο λαός, ο οποίος πληρώνει και το απίστευτο βάρος της εφαρμογής τους, υπέρ μάλιστα των καπιταλιστικών και εναντίον των λαϊκών συμφερόντων; Όπως και να ‘χει, η αύξηση της αποχής, έστω δυστυχώς με αρνητικό μόνο τρόπο, καταδεικνύει το πόσο έχει απαξιωθεί αυτό το σύστημα κι ότι έχει αποξενωθεί σε μεγάλο βαθμό από τη βάση που συνεχώς επικαλείται για τη νομιμοποίησή του.

Και γιατί μένουν τα στόματα ανοιχτά με την άνοδο της ακροδεξιάς; Δεν είναι η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση που έχει καταστήσει τον εαυτό της απόρθητο φρούριο για τους καταπονημένους μετανάστες και πρόσφυγες; Δεν είναι η ίδια που, ακόμα κι αν αποδεχθεί κάποιους, τους αποδέχεται μονάχα ως φθηνό εργατικό δυναμικό με άθλιους όρους ζωής και οπωσδήποτε όχι ως ισότιμους με τους «ντόπιους»; Ο ρατσισμός δεν πέφτει απ’ τον ουρανό, κι ας μένουν έκπληκτοι οι καθεστωτικοί αναλυτές.

Άλλοι πάλι προβληματίστηκαν από το υποτιθέμενο παράδοξο: πώς, εν μέσω οικονομικής κρίσης, ο κόσμος ψήφισε σε πολλές περιπτώσεις τις ίδιες τις κυβερνήσεις που απέτυχαν να αποτρέψουν την κρίση (από τη Μέρκελ μέχρι τον Σαρκοζύ); Γιατί νίκησε η καπιταλιστική ευρωδεξιά την ώρα που η ανεργία εκτινάσσεται στα ύψη; Μα φυσικά, σε περίοδο γενικευμένης ανασφάλειας, δεν είναι παράλογο να κερδίζουν οι διαχειριστές του συστήματος, αυτοί που έχουν «ζεστό» χρήμα στα χέρια τους. Ιδιαίτερα όταν δεν υπάρχει σοβαρή εναλλακτική πρόταση και η Αριστερά είτε ισχυρίζεται ότι θα κάνει τον κόσμο καλύτερο μέσα από τους ίδιους καπιταλιστικούς θεσμούς (αν δεν τον έχει κάνει ήδη χειρότερο μέσα από παρελθούσες «σοσιαλιστικές» κυβερνήσεις), είτε επιμένει να προπαγανδίζει θεωρίες περί «δικτατορίας του προλεταριάτου». Πολλά παρόμοια «παράδοξα» θα επαναλαμβάνονται όσο δεν αναπτύσσεται ένα ισχυρό αμεσοδημοκρατικό λαϊκό κίνημα με σοβαρές προτάσεις και στόχους.

Στην Ελλάδα, οι μοναδικοί «νικητές», μεταξύ των μεγαλύτερων κομμάτων, που αύξησαν τον αριθμό των ψηφοφόρων τους παρά την αύξηση της αποχής, ήταν ο ρατσιστικός ΛΑΟΣ και οι Οικολόγοι Πράσινοι. Αυτά τα δύο κόμματα, παρ’ όλες τις διαφορές τους, είχαν κάτι κοινό (πέρα από την κοινή έλλειψη αμφισβήτησης του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος!): και τα δύο, καθ’ όλη τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, αλλά και από πολύ νωρίτερα, διατυμπάνιζαν σε κάθε ευκαιρία ότι είναι ανοιχτά σε συνεργασίες με τα μεγαλύτερα κόμματα. Άλλη μια φορά αποδείχτηκε ότι ο κοινοβουλευτικός δρόμος απαιτεί πολλούς συμβιβασμούς απ’ όσους συμμετέχουν σ’ αυτόν αν θέλουν να «προοδεύσουν». Τα ισχυρά ΜΜΕ που πρόσκεινται στα δύο μεγάλα κόμματα (και στα συναρτημένα μ’ αυτά ιδιωτικά συμφέροντα) προώθησαν αυτά τα δύο μικρά κόμματα με ιδιαίτερο ζήλο, έτσι ώστε να εκφραστεί η διαμαρτυρία από τους δυσαρεστημένους ψηφοφόρους χωρίς να αναδειχθούν συσχετισμοί επικίνδυνοι για τη διαιώνιση των κατεστημένων ισορροπιών (κάτι παρόμοιο έγινε και με τους οικολόγους στη Γαλλία, που σημείωσαν εντυπωσιακά ποσοστά κάνοντας «σημαία» στους προεκλογικούς αγώνες τους την απόλυτη διαθεσιμότητά τους να συνεργαστούν με τους νικητές). Φυσικά όταν τα ποσοστά των Οικολόγων Πράσινων στις δημοσκοπήσεις ξεπέρασαν τις προσδοκίες, δεδομένου και του γεγονότος ότι έχουν και κάποιες προοδευτικές θέσεις, το ίδιο κατεστημένο εξαπέλυσε επίθεση εναντίον τους. Από την άλλη, η στήριξη στο ΛΑΟΣ υπήρξε απόλυτα επιτυχής και μάλιστα προλείανε επικοινωνιακά το έδαφος για να εφαρμοστούν οι φασιστικές και ρατσιστικές πολιτικές εναντίον των μεταναστών και τα πογκρόμ εναντίον τους, μαζί και η υπερψήφιση κατάπτυστων νόμων για τους οποίους θα πρέπει να ντρεπόμαστε όλοι. Παρά την κουραστική φιλολογία επί του θέματος, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν σέρνει ο ΛΑΟΣ την κυβέρνηση στον ρατσισμό, η κυβέρνηση έψαχνε την κατάλληλη ευκαιρία για τις ρατσιστικές πολιτικές που εφαρμόζουν, με κάποιες παραλλαγές, όλοι οι εκπρόσωποι του συστήματος. Φυσικά αυτή η ανάλυση είναι σχηματική και δεν εξηγεί καθοριστικά τις αιτίες για την αύξηση των ψηφοφόρων αυτών των κομμάτων (κάτι που θα ξεπερνούσε τα όρια αυτού του μικρού άρθρου). Το σύστημα πόνταρε σε πολλά μικρά κόμματα (με παρόμοιο τρόπο προβλήθηκε π.χ. και η «Δράση») και ήταν ανοιχτό σε πολλές επιλογές ανάλογα με τις πάντα απρόβλεπτες εξελίξεις. Από την άλλη μεριά, και οι ίδιοι οι ψηφοφόροι, θέλησαν να παραμείνουν ρεαλιστές ψηφίζοντας κάποιο κόμμα, μικρό μεν αλλά διαθέσιμο να συγκυβερνήσει δε. Κι εδώ βασίλεψε η ανασφάλεια που γέννησε η κρίση και η στροφή των ψηφοφόρων προς το σύστημα, ελλείψει σοβαρής εναλλακτικής πρότασης.

Εμείς δεν τηρήσαμε ενιαία στάση, ως μέλη της Κίνησης, απέναντι στις ευρωεκλογές, μολονότι κανείς και καμιά μας δεν έχει ψευδαισθήσεις ότι μπορούν οι εκλογές να κάνουν τον κόσμο ουσιωδώς καλύτερο ή έστω να πολεμήσουν αποφασιστικά τον φασισμό. Συγκεκριμένα η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένας θεσμός εγγενώς αντιδραστικός από τον τρόπο που θεσπίστηκε και δεν μεταρρυθμίζεται. Οι λαοί πρέπει να αποδεσμευτούν απ’ αυτή στοχεύοντας σε μία νέα δημοκρατική συνομοσπονδία των λαών της Ευρώπης. Κάθε εκλογική διαδικασία πάντως δεν έχει καμία σχέση με τη δημοκρατία, στο μέτρο που αναδεικνύει αντιπροσώπους στους οποίους μεταβιβάζεται για ένα διάστημα η εξουσία για να κάνουν ό,τι θέλουν∙ δημοκρατία είναι αντιθέτως η εξουσία του λαού, ασκούμενη άμεσα απ’ αυτόν στις δημοτικές συνελεύσεις και συντονισμένη από ανακλητούς εντολοδόχους σε συνομοσπονδιακό επίπεδο. Θεωρούμε ότι ο κοινοβουλευτικός δρόμος είναι γεμάτος από συμβιβασμούς και αποπροσανατολίζει τα κοινωνικά κινήματα αποξενώνοντάς τα από τη βάση τους. Για μας, όπως έχουμε τονίσει ξανά, πρόσφορο είναι το δημοτικό πεδίο για τη δημοκρατική οργάνωση και στόχευση των αγώνων. Και μάλιστα σε μία περίοδο όπου οι κυρίαρχοι θεσμοί είναι πανίσχυροι, είμαστε αποφασισμένοι να χρησιμοποιήσουμε την τοπική λαϊκή εξουσία για να αναπτύξουμε τους αγώνες μας εναντίον τους.