Αναρωτιόμαστε γιατί οδύρονται, ή έστω προβληματίζονται, οι εκπρόσωποι του συστήματος για τη μεγάλη αύξηση της αποχής στις πρόσφατες ευρωεκλογές. Αυτοί δεν έχουν φτιάξει μία Ευρώπη στην οποία περίπου το 80% των σημαντικών αποφάσεων δεν λαμβάνεται από το ευρωκοινοβούλιο αλλά από άλλους θεσμούς που δεν έχουν καν αυτή την έμμεση (και οπωσδήποτε όχι δημοκρατική!) σχέση με τους λαούς; Αυτοί δεν λειτουργούν βάσει συνθηκών (π.χ. του Μάαστριχτ) για τις οποίες δεν ρωτήθηκε ποτέ ο ίδιος ο λαός, ο οποίος πληρώνει και το απίστευτο βάρος της εφαρμογής τους, υπέρ μάλιστα των καπιταλιστικών και εναντίον των λαϊκών συμφερόντων; Όπως και να ‘χει, η αύξηση της αποχής, έστω δυστυχώς με αρνητικό μόνο τρόπο, καταδεικνύει το πόσο έχει απαξιωθεί αυτό το σύστημα κι ότι έχει αποξενωθεί σε μεγάλο βαθμό από τη βάση που συνεχώς επικαλείται για τη νομιμοποίησή του.
Και γιατί μένουν τα στόματα ανοιχτά με την άνοδο της ακροδεξιάς; Δεν είναι η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση που έχει καταστήσει τον εαυτό της απόρθητο φρούριο για τους καταπονημένους μετανάστες και πρόσφυγες; Δεν είναι η ίδια που, ακόμα κι αν αποδεχθεί κάποιους, τους αποδέχεται μονάχα ως φθηνό εργατικό δυναμικό με άθλιους όρους ζωής και οπωσδήποτε όχι ως ισότιμους με τους «ντόπιους»; Ο ρατσισμός δεν πέφτει απ’ τον ουρανό, κι ας μένουν έκπληκτοι οι καθεστωτικοί αναλυτές.
Άλλοι πάλι προβληματίστηκαν από το υποτιθέμενο παράδοξο: πώς, εν μέσω οικονομικής κρίσης, ο κόσμος ψήφισε σε πολλές περιπτώσεις τις ίδιες τις κυβερνήσεις που απέτυχαν να αποτρέψουν την κρίση (από τη Μέρκελ μέχρι τον Σαρκοζύ); Γιατί νίκησε η καπιταλιστική ευρωδεξιά την ώρα που η ανεργία εκτινάσσεται στα ύψη; Μα φυσικά, σε περίοδο γενικευμένης ανασφάλειας, δεν είναι παράλογο να κερδίζουν οι διαχειριστές του συστήματος, αυτοί που έχουν «ζεστό» χρήμα στα χέρια τους. Ιδιαίτερα όταν δεν υπάρχει σοβαρή εναλλακτική πρόταση και η Αριστερά είτε ισχυρίζεται ότι θα κάνει τον κόσμο καλύτερο μέσα από τους ίδιους καπιταλιστικούς θεσμούς (αν δεν τον έχει κάνει ήδη χειρότερο μέσα από παρελθούσες «σοσιαλιστικές» κυβερνήσεις), είτε επιμένει να προπαγανδίζει θεωρίες περί «δικτατορίας του προλεταριάτου». Πολλά παρόμοια «παράδοξα» θα επαναλαμβάνονται όσο δεν αναπτύσσεται ένα ισχυρό αμεσοδημοκρατικό λαϊκό κίνημα με σοβαρές προτάσεις και στόχους.
Στην Ελλάδα, οι μοναδικοί «νικητές», μεταξύ των μεγαλύτερων κομμάτων, που αύξησαν τον αριθμό των ψηφοφόρων τους παρά την αύξηση της αποχής, ήταν ο ρατσιστικός ΛΑΟΣ και οι Οικολόγοι Πράσινοι. Αυτά τα δύο κόμματα, παρ’ όλες τις διαφορές τους, είχαν κάτι κοινό (πέρα από την κοινή έλλειψη αμφισβήτησης του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος!): και τα δύο, καθ’ όλη τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, αλλά και από πολύ νωρίτερα, διατυμπάνιζαν σε κάθε ευκαιρία ότι είναι ανοιχτά σε συνεργασίες με τα μεγαλύτερα κόμματα. Άλλη μια φορά αποδείχτηκε ότι ο κοινοβουλευτικός δρόμος απαιτεί πολλούς συμβιβασμούς απ’ όσους συμμετέχουν σ’ αυτόν αν θέλουν να «προοδεύσουν». Τα ισχυρά ΜΜΕ που πρόσκεινται στα δύο μεγάλα κόμματα (και στα συναρτημένα μ’ αυτά ιδιωτικά συμφέροντα) προώθησαν αυτά τα δύο μικρά κόμματα με ιδιαίτερο ζήλο, έτσι ώστε να εκφραστεί η διαμαρτυρία από τους δυσαρεστημένους ψηφοφόρους χωρίς να αναδειχθούν συσχετισμοί επικίνδυνοι για τη διαιώνιση των κατεστημένων ισορροπιών (κάτι παρόμοιο έγινε και με τους οικολόγους στη Γαλλία, που σημείωσαν εντυπωσιακά ποσοστά κάνοντας «σημαία» στους προεκλογικούς αγώνες τους την απόλυτη διαθεσιμότητά τους να συνεργαστούν με τους νικητές). Φυσικά όταν τα ποσοστά των Οικολόγων Πράσινων στις δημοσκοπήσεις ξεπέρασαν τις προσδοκίες, δεδομένου και του γεγονότος ότι έχουν και κάποιες προοδευτικές θέσεις, το ίδιο κατεστημένο εξαπέλυσε επίθεση εναντίον τους. Από την άλλη, η στήριξη στο ΛΑΟΣ υπήρξε απόλυτα επιτυχής και μάλιστα προλείανε επικοινωνιακά το έδαφος για να εφαρμοστούν οι φασιστικές και ρατσιστικές πολιτικές εναντίον των μεταναστών και τα πογκρόμ εναντίον τους, μαζί και η υπερψήφιση κατάπτυστων νόμων για τους οποίους θα πρέπει να ντρεπόμαστε όλοι. Παρά την κουραστική φιλολογία επί του θέματος, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν σέρνει ο ΛΑΟΣ την κυβέρνηση στον ρατσισμό, η κυβέρνηση έψαχνε την κατάλληλη ευκαιρία για τις ρατσιστικές πολιτικές που εφαρμόζουν, με κάποιες παραλλαγές, όλοι οι εκπρόσωποι του συστήματος. Φυσικά αυτή η ανάλυση είναι σχηματική και δεν εξηγεί καθοριστικά τις αιτίες για την αύξηση των ψηφοφόρων αυτών των κομμάτων (κάτι που θα ξεπερνούσε τα όρια αυτού του μικρού άρθρου). Το σύστημα πόνταρε σε πολλά μικρά κόμματα (με παρόμοιο τρόπο προβλήθηκε π.χ. και η «Δράση») και ήταν ανοιχτό σε πολλές επιλογές ανάλογα με τις πάντα απρόβλεπτες εξελίξεις. Από την άλλη μεριά, και οι ίδιοι οι ψηφοφόροι, θέλησαν να παραμείνουν ρεαλιστές ψηφίζοντας κάποιο κόμμα, μικρό μεν αλλά διαθέσιμο να συγκυβερνήσει δε. Κι εδώ βασίλεψε η ανασφάλεια που γέννησε η κρίση και η στροφή των ψηφοφόρων προς το σύστημα, ελλείψει σοβαρής εναλλακτικής πρότασης.
Εμείς δεν τηρήσαμε ενιαία στάση, ως μέλη της Κίνησης, απέναντι στις ευρωεκλογές, μολονότι κανείς και καμιά μας δεν έχει ψευδαισθήσεις ότι μπορούν οι εκλογές να κάνουν τον κόσμο ουσιωδώς καλύτερο ή έστω να πολεμήσουν αποφασιστικά τον φασισμό. Συγκεκριμένα η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένας θεσμός εγγενώς αντιδραστικός από τον τρόπο που θεσπίστηκε και δεν μεταρρυθμίζεται. Οι λαοί πρέπει να αποδεσμευτούν απ’ αυτή στοχεύοντας σε μία νέα δημοκρατική συνομοσπονδία των λαών της Ευρώπης. Κάθε εκλογική διαδικασία πάντως δεν έχει καμία σχέση με τη δημοκρατία, στο μέτρο που αναδεικνύει αντιπροσώπους στους οποίους μεταβιβάζεται για ένα διάστημα η εξουσία για να κάνουν ό,τι θέλουν∙ δημοκρατία είναι αντιθέτως η εξουσία του λαού, ασκούμενη άμεσα απ’ αυτόν στις δημοτικές συνελεύσεις και συντονισμένη από ανακλητούς εντολοδόχους σε συνομοσπονδιακό επίπεδο. Θεωρούμε ότι ο κοινοβουλευτικός δρόμος είναι γεμάτος από συμβιβασμούς και αποπροσανατολίζει τα κοινωνικά κινήματα αποξενώνοντάς τα από τη βάση τους. Για μας, όπως έχουμε τονίσει ξανά, πρόσφορο είναι το δημοτικό πεδίο για τη δημοκρατική οργάνωση και στόχευση των αγώνων. Και μάλιστα σε μία περίοδο όπου οι κυρίαρχοι θεσμοί είναι πανίσχυροι, είμαστε αποφασισμένοι να χρησιμοποιήσουμε την τοπική λαϊκή εξουσία για να αναπτύξουμε τους αγώνες μας εναντίον τους.