Η υποσημείωση που παρέθεσε ο Θοδωρής Β. για τον Μαρξ και πως τον “αντιμετώπισε” ο Καστοριάδης, άνοιξε μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση για τον Μαρξισμό σήμερα. Θέλοντας να παρέμβω στην συζήτηση αυτή, ζήτησα τους διαχειριστές του blog -και τους ευχαριστώ για την ανταπόκριση τους- να δημοσιεύσουν τις δύο πρώτες θέσεις από ένα κείμενο του Καρλ Κόρς (Κarl Korsch) με την ονομασία “Η Κρίση του Μαρξισμού”.
Ο Κορς, συγγραφέας του “Μαρξισμός και Φιλοσοφία” (1923) έγραψε το κείμενο αυτό το 1931, σε μια εποχή που θυμίζει σε πολλά την σημερινή. Βιώνουμε μια ανάλογη κρίση του καπιταλισμού, μια υποβάθμιση της εργατικής αξίας και μια ακόμη ήττα του εργατικού κινήματος. Με αυτή μου την σημείωση δεν θέλω να θεωρηθεί πως υπαινίσσομαι την “κυκλική ροή της ιστορίας”. Το αντίθετο, πιστέυω ότι τα πάντα είναι ανοιχτά στην κάθε ιστορική τους εποχή, ξεχωριστά και ιδιαίτερα, μέσα όμως στην αδιαίρετη συνοχή τους με το παρελθόν. Από αυτό το παρελθόν που είναι σήμερα μαζί μας πιστεύω ότι οι πρώτες 2 θέσεις του κειμένου του Κορς απηχούν εξαιρετικά στη συζήτηση που έγινε με αφορμή την προηγούμενη ανάρτηση.
1. Ο μαρξισμός ως κίνημα και ως θεωρία, περνάει σήμερα μια κρίση. Δεν πρόκειται απλά για μια κρίση στο εσωτερικό του ίδιου του μαρξισμού, αλλά για μια κρίση του ίδιου του μαρξισμού.
Εξωτερικά, η κρίση συνίσταται στην ολοκληρωτική κατάρρευση της κυρίαρχης εκείνης θέσης στην οποία -μισοπραγματικά, μισοαπατηλά- είχε ανυψωθεί ο μαρξισμός μέσα στο σύνολο του προπολεμικού εργατικού κινήματος. Εσωτερικά, η κρίση αυτή συνίσταται σε μια τροποποίηση της ίδιας της μαρξιστικής θεωρίας και πρακτικής, τροποποίηση που φανέρωσαν οι μαρξιστές αλλάζοντας θέση απέναντι στο δικό τους Κράτος και το αστικό σύστημα γενικά. Αποτελεί τελείως επιπόλαιο και λαθεμένο τρόπο αντίληψης της θεωρητικής ουσίας της σύγχρονης κρίσης το να περιοριστούμε στη διαπίστωση ότι η επαναστατική θεωρία του Μαρξ και του Ενγκελς νοθεύτηκε στα χέρια των επιγόνων τους και εν μέρει εγκαταλείφτηκε, και να φανταζόμαστε πως σ΄αυτόν τον πτωχευμένο και παραποιημένο μαρξισμό αντιπαρατίθεται η “καθαρή θεωρία” του μαρξισμού των Μαρξ και Ένγκελς. Γιατί σε τελευταία ανάλυση, η σημερινή κρίση του μαρξισμού είναι πάνω απ΄όλα κρίση της ίδιας της θεωρίας του Μαρξ και του Ένγκελς. Ο ιδεολογικός και δογματικός διαχωρισμός της “καθαρής θεωρίας” από το πραγματικό κίνημα -στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και η συνέχιση της θεωρητικής του ανάπτυξης- αποτελεί και αυτός μια μορφή εκδήλωσης αυτής της κρίσης.
2. Η ιστορική μορφή του μαρξισμού, που στις μέρες μας μπήκε στην κρίσιμη φάση της ανάπτυξής της, προέρχεται από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα:στις χώρες της Ευρώπης, όπου ο καπιταλισμός δεν ήταν ακόμα πλήρως ανεπτυγμένος, το εργατικό κίνημα διαφύλαξε ορισμένα στοιχεία μιας θεωρίας που προέρχονταν από εντελώς άλλες ιστορικές συνθήκες. Πάνω σε αυτήν την ιστορική γένεση του σημερινού μαρξισμού εδρεύει ο διαχωρισμός θεωρίας και πρακτικής, που είναι σύμφυτος στο μαρξισμό από την αρχή κιόλας. Στα πρώτα βήματα της, η θεωρία δεν είναι η “γενική έκφραση των υπαρχόντων ταξικών αγώνων”. Είναι μάλλον το συμπυκνωμένο συμπέρασμα των ταξικών αγώνων μιας προηγούμενης εποχής, χωρίς καμιά άμεση σχέση με τους σύγχρονους ταξικούς αγώνες που ξαναγεννιούνται τώρα μέσα σε ολότελα αλλαγμένες συνθήκες. Αυτός ο διαχωρισμός, που απ΄την αρχή κιόλας εγκαθιδρύθηκε ανάμεσα στη θεωρία και την πρακτική, δεν εξασθένισε στην πορεία της ανάπτυξης. Αντίθετα, ενισχύθηκε.
Αυτή η βάση αποτελεί το στήριγμα τριών χαρακτηριστικών φαινομένων: του “ρεβιζιονισμού”, της “ορθοδοξίας” κι εκείνων των προσπαθειών που από καιρό σε καιρό στοχεύουν στην “αναβίωση” της καθαρής μορφής του αρχικού επαναστατικού μαρξισμού όπως εκφράζεται στην εποχή μας, εδρεύει εξίσου και πάνω σ΄αυτήν την αρχική μορφή του μαρξισμού.
Από το δοκίμιο “Η Κρίση του Μαρξισμού”, το οποίο μπορεί να βρει κανείς στη συλλογή “Γιατί είμαι Μαρξιστής”, εκδόσεις Ύψιλον, μετάφραση Γιάννη Ιωαννίδη, 1980.
Αθανάσιος Γεωργιλάς
Για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, η ανάρτηση αυτή στοχεύει στην κριτική των θέσεών μου στην προηγούμενη συζήτηση περί Καστοριάδη και Μαρξ. Ο Αθανάσιος πιστεύει ότι ζητάω να βρούμε τον καθαρό Μαρξ, οπότε αντιδρά παραθέτοντας αυτά τα αποσπάσματα, ειδικά του Κορς, επειδή εκτιμώ πολύ τον Κορς.
Κάποιες διευκρινίσεις:
Δεν υπάρχει ενιαίο έργο του Καρλ Κορς. Ο Κορς περί το 1919 ασκεί κριτική στον μαρξισμό επειδή δεν προβάλλει κάποια θετική εικόνα για τον σοσιαλισμό και μένει στην αρνητική κριτική του καπιταλισμού.
Περί το 1923 αγκαλιάζει κριτικά τον μαρξισμό και τον λενινισμό, στην επαναστατική δυναμική τους και όχι βλέποντας τα γραπτά και τις πράξεις τους ως αλάθητα. Γράφει το δοκίμιο που τον άφησε στην ιστορία και θεωρείται από εχθρούς και φίλους το σημαντικότερό του (‘Μαρξισμός και Φιλοσοφία’). Εννοιοποιεί φιλοσοφικά από ιστορικό πρίσμα τις επαναστάσεις του 1917-19 (δουλειά που κάνει επίσης την ίδια περίοδο ο Λούκατς, περισσότερο φιλοσοφικά).
Μετά από μερικά χρόνια, απογοητευμένος από την πορεία της επανάστασης, στρέφεται κατά του λενινισμού αναθεωρώντας αρκετές θέσεις που είχε εκφράσει παλιότερα (στροφή στον συμβουλιακό κομμουνισμό). Σταδιακά επιτίθεται στον ίδιο τον μαρξισμό: θεωρεί ότι ο μαρξισμός μετά το 1848 ήταν βάρος για την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος! Προς το τέλος της ζωής του στρέφεται στον Μπακούνιν… Το πολύ ενδιαφέρον είναι ότι όλα αυτά τα υποστηρίζει ως μαρξιστής.
Γιατί το 1923 θεωρείται η σπουδαιότερη χρονιά του έργου του ως μαρξιστή; Στο έργο του ‘Μαρξισμός και Φιλοσοφία’ ο Κορς συλλαμβάνει θεωρητικά και ιστορικά την τεταμένη σχέση θεωρίας και πράξης ως ζήτημα ιστορικής συνείδησης στον Μαρξισμό. Δεν θεωρεί τον τελευταίο ένα αποστεωμένο σύνολο αρχών, αλλά τον περιοδολογεί μέσα στο σχήμα μιας ενιαίας ιστορικής διαδικασίας. Ο μαρξισμός αντανακλά τον υποκειμενικό αγώνα να οδηγηθεί από τα μέσα η αστική κρίση στα όριά της. Η υποκειμενική διάσταση του μαρξισμού αναδεικνύεται κρυστάλλινα με τους Λένιν και Λούξεμπουργκ (κυρίως τον πρώτο). Η επανάσταση είναι η επίταση της κρίσης της αστικής κοινωνίας και όχι η εναντίωση στην κρίση αυτή. Για τον Κορς του 1923 δεν υπάρχει κάποιο καταφύγιο και ίσκιος υπό τον ήλιο της αστικής κοινωνίας ώστε να αρθεί η τεταμένη σχέση θεωρίας και πράξης, άρα η μάχη, άρα η υποκειμενική διαπάλη. Η επανάσταση φέρνει πιο κοντά τα θρυμματισμένα μέρη και η αντεπανάσταση τα απομακρύνει.
Η απογοήτευση από την πορεία της ΕΣΣΔ στρέφει τον Κορς ενάντια σ’ αυτή τη θεώρηση (η Σχολή της Φραγκφούρτης δεν πείστηκε από τις αιτιολογήσεις του και δεν αποδέχτηκε ότι ο Λένιν έπνιξε τα σοβιέτ, είδε την ευθύνη και των ίδιων των σοβιέτ).
Ο Κορς τώρα άλλαξε στάση:
Θεωρεί πως η επανάσταση του 1848 και ο ρόλος του εργατικού κινήματος προσέφερε την έλλογη λύση όλων των μυστηρίων της αντίφασης θεωρίας και πράξης. Ο μαρξισμός μετά το 1848 αναπτυσσόταν λοιπόν μονάχα ιδεολογικά (ακόμα και η συγγραφή του ‘Κεφαλαίου’ θεωρείται τώρα στιγμή παρακμής!). Η θεωρία είχε γίνει αναχρονιστική. Αυτό που μετράει είναι η πράξη την οποία αναμένουμε ευλαβικά. Ένας μεσσιανισμός της αυθόρμητης δράσης του προλεταριάτου.
Ο Κορς εγκατέλειψε τη θεωρητική σύλληψη του 1923 στην οποία έβλεπε τους Λένιν και Λούξεμπουργκ ως αγωνιστές που προσπαθούσαν να ανακτήσουν το 1848 στη θεωρία και πράξη του 1917-19. Ο μαρξισμός του Μαρξ μετά το 1848 θεωρείται πλέον μια ανάπτυξη μακριά από εργατικούς αγώνες, άρα ιδεολογική και τυφλή (χάθηκε εδώ το ελαστικό βλέμμα που έβλεπε τα διάφορα επίπεδα της πάλης και τον ρόλο της συνείδησης). Η ‘ιστορικά κυμαίνουσα’ σχέση θεωρίας και πράξης και η μη ταυτότητα που επέτρεπε την υποκειμενική επαναστατική συνείδηση, έγινε ταυτότητα που εκφραζόταν απλά στην αυθόρμητη και από τα κάτω δράση του προλεταριάτου. Η παραγωγική ένταση θεωρίας και πράξης του 1923 διαλύεται στη σταθερή ενότητα θεωρίας και πράξης εντός του προλεταριάτου.
Αυτά ας τα έχει στον νου του ο αναγνώστης. Εγώ όταν διάβασα, χωρίς να τα γνωρίζω αυτά, το βιβλίο ‘Μαρξισμός και Φιλοσοφία’, καταμπερδεύτηκα γιατί εκτός από το ομώνυμο και άλλα δοκίμια περί του 1923, περιέχει και κείμενα από άλλες περιόδους ανάκατα. Η παράλληλη ανάγνωση και δύο ακόμα βιβλίων του στα ελληνικά (‘Γιατί είμαι μαρξιστής’ και ‘Καρλ Μαρξ’) με μπέρδεψε ακόμα περισσότερο. Ας έχει ο αναγνώστης αυτά υπόψη του και ας διαλέξει στρατόπεδο. Δεν υπάρχει σίγουρα ενιαίος Κορς.
Τώρα για τα συγκεκριμένα αποσπάσματα: κρίση του μαρξισμού αναφέρει ο Κορς και το 1923. Το θέμα είναι ότι τότε βλέπει την αναγκαία κριτική του μαρξισμού ως ανανέωση του ίδιου του μαρξισμού και όχι ως κατάδειξη της αποστέωσής του. Το θέμα είναι αν μπορεί να γίνει μια μαρξιστική κριτική του μαρξισμού, όσο διατηρεί η αστική κοινωνία τον χαρακτήρα υποταγής στη δυναμική του κεφαλαίου, ή αν πρέπει να εγκαταλειφθεί ο μαρξισμός κατ’ ουσία και να αναχθεί ο επαναστατικός του ρόλος στην περίοδο μέχρι το 1848!
Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι να βρούμε τον καθαρό Μαρξ αλλά την επαναστατική δυναμική του έργου του που μπορεί να έχει ακόμα νόημα. Οι μεγάλοι μαρξιστές, του Μαρξ συμπεριλαμβανομένου, ποτέ δεν παρουσίασαν μια μαρξιστική αγία γραφή (παρότι στους αγώνες εναντίον πολλών αντεπαναστατών μαρξιστών παρουσίασαν μια εικόνα αποκατάστασης του Μαρξ: αυτό ήταν μέρος της κρίσης του μαρξισμού που δεν μπορούσε να λυθεί, το αντίθετο επιτεινόταν με την κρίση της αστικής κοινωνίας). Οι μεγάλοι μαρξιστές, όπως ο Κορς το 1923, πήγαν παραπέρα τον ίδιο τον Μαρξ μέσα στον ορίζοντα του μαρξισμού, μέσα στον ορίζοντα της αστικής κοινωνίας: αυτή η ίδια δείχνει την αναλήθεια και τη δυνατότητα ανατροπής της.
Ο Murray Bookchin, όταν ρωτήθηκε σχετικά από την Janet Biehl, εξήγησε ότι κάθε έργο πολιτικού στοχασμού θα πρέπει να ερμηνεύεται και μέσα από το ιστορικό πλαίσιο που γράφτηκε. Ο ίδιος με αυτό τον τρόπο ήθελε να εξηγήσει πω όταν έγραφε το 1969 το «άκου Μαρξιστή» προσπαθούσε να απαντήσει στις προσπάθειες των τότε μαρξιστικών κύκλων που επιχειρούσαν να διεισδύσουν στην οργάνωση των «φοιτητών για μια Δημοκρατική Κοινωνία». Αργότερα που υποχώρησαν αυτού του είδους οι αντιπαραθέσεις από το περιβάλλον του ίδιου, υποχώρησε και η «ακρότητα» της κριτικής του στον Μαρξ. Αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι «αναθεώρησε» σε σχέση με τον Μαρξ όπως υπονοήθηκε σε προηγούμενη κουβέντα.
Ανάλογα πιστεύω λειτούργησε και ο Κορς το 1923. Υπηρετώντας και πραχτικούς σκοπούς εκτός τους θεωρητικούς, περιόρισε την κριτική του περισσότερο στους ορθόδοξους και στους χυδαίους μαρξιστές παρά στον Μαρξ και τους Λένιν – Λούξεμπουργκ. Σε μια εποχή αίματος κάτι αντίθετο θα χαρακτηριζόταν ίσως και δικαίως ως αντιδραστικό. Πιστεύω ότι αργότερα που η ήττα απελευθέρωσε από τα δεσμά του καθήκοντος την κριτική ο Κορς, στο έργο του, είναι πιο ελεύθερος και πιο συνολικός.
Από αυτό το παράδειγμα θέλω να υποστηρίξω την ιδέα ότι κάθε συγγραφέα θα πρέπει να του αποδίδουμε 2 ταυτόχρονα και ισάξια σημεία αφετηρίας του έργου τους. Το ενδιαφέρον τους για την αντιπαράθεση στο πεδίο των ιδεών, και το ενδιαφέρον τους για την συμβολή τους στην ιστορική πραγματικότητα που κινούνται. Κανείς φιλόσοφος ή πολιτικός στοχαστής, ακόμα πιο σημαντικά κανείς επιστήμονας δεν υπήρξε «αμέτοχος» από την πραγματικότητα που τον περιέβαλε. Αυτό το κριτήριο πρέπει να αποτελεί σταθερό και αντικειμενικό εργαλείο στην μελέτη κάθε συγγραφέα, και όχι να το θυμόμαστε κατά πως μας εξυπηρετεί στις προσωπικές και φιλοσοφικές αντιπαραθέσεις.
Έτσι διαβάζουμε τον Thomas More, τον Πλάτωνα, τον Μακιαβέλι με δυο ισάξιους τρόπους ανάγνωσης. Μία στην εποχή του και μία στην δικιά μας, αλλά και στον συνδυασμό τους στο πώς το έργο του είχε αντίκτυπο σε ενδιάμεσες εποχές.
Ο Μαρξ και ο Κορς δεν αποτελούν εξαίρεση από αυτό τον κανόνα. Ιδιαίτερα ο πολύ συμπαθής μου Κορς, αποτελεί τον κατεξοχήν εκπρόσωπο αυτού του είδους ανάγνωσης κειμένων. Υποτιμάται σε μεγάλο βαθμό ο Κορς αν του αποδώσουμε «συναισθηματισμούς» και «απογοητεύσεις» στον πολιτικό του στοχασμό μετά το 1923 και εντέχνως έτσι θεωρήσουμε οτιδήποτε δικό του υποδεέστερο του «Μαρξισμός & Φιλοσοφία».
Ο Κορς παλεύει και στο πεδίο των ιδεών και στο πεδίο του αγώνα με την ίδια πεποίθηση ότι η υλιστική διαλεκτική είναι η μόνη μέθοδος ενάντια στην αστική τάξη για την επιτυχία του επαναστατικού αγώνα. Και η μέθοδος αυτή είναι για αυτόν πιο ισχυρή από το θεωρητικό σχήμα που αυτονομήθηκε μετά το 1848 από το επαναστατικό κίνημα και έγινε ιδεολογία. Έτσι, συνεπής, το πιστεύει αυτό ακόμα και όταν κάνει κριτική στον Μαρξ, στους μαρξιστές και στους μπολσεβίκους. Για αυτό, το λόγο ο Κορς είναι ίδιος είτε όταν γράφει το «Μαρξισμός & φιλοσοφία» είτε αργότερα καθώς χρησιμοποιεί την ίδια μέθοδο διαλεκτικής και θεώρησης.
Το βήμα που δεν προχώρησε ο Κορς ώστε να το κάνει ρητό, είναι να διαχωρίσει ξεκάθαρα και για πάντα την υλιστική διαλεκτική –μια φιλοσοφία του προλεταριάτου επέκταση και ενάντια στη φιλοσοφία της αστικής τάξης που ήταν η γερμανική σχολή του ιδεαλισμού- από τους μαρξιστές και από τον ίδιο τον Μαρξ. Μέσα στα κείμενα του αυτή η σύγκρουσή βρίσκεται σε κάθε παράγραφο, και παίρνει την μορφή της αέναης κριτικής, αλλά ο Κορς είτε δέσμιος, είτε μη θέλοντας να παραδεχτεί αυτή τη ρήξη δεν προχώρησε ποτέ σε αυτό το ξεκαθάρισμα του Μαρξ από την υλιστική διαλεκτική και περιορίστηκε στην –πολύ προωθημένη ακόμη και σήμερα- κριτική στον Μαρξ.
Αυτή η ΤΑΥΤΙΣΗ, η άνευ αμφισβήτησης, αναγωγή και βάφτισμα της υλιστικής διαλεκτικής σε «μαρξισμό» είναι που, αποδυνάμωσε από την μία το ίδιο αυτό ιστορικό / φιλοσοφικό εργαλείο σκέψης, και από την άλλη δημιούργησε μια νέα ψευδή συνείδηση, μια ιδεολογία – Θεολογία με όλα τα χαρακτηριστικά της θρησκείας, δηλαδή τον προφήτη της ( Μαρξ ), τους αποστόλους της ( μαρξιστές ), τους αιρετικούς της ( Κορς ) και τους «μεταρρυθμιστές» της ( Θοδωρής Β. ). : )
Στην προηγούμενη συζήτηση ο κάθε ένας, με τον τρόπο του, διευκρίνισε την σπουδαιότητα του έργου του Μαρξ, έτσι και εγώ δεν θα μιλήσω διαφορετικά. Αλλά θα τολμήσω να πω ότι έχοντας μελετήσει τον τελευταίο μήνα την κριτική του Κορς πιστεύω πως το συμπέρασμα του ήταν ότι η θεωρία του Μαρξ είναι μια θεωρία του προλεταριάτου του 1848 βασισμένη επάνω στις τότε υλικές και ιστορικές φάσεις του αναπτυσσόμενου καπιταλισμού και του αστικού εποικοδομήματος του. Αυτή η θεωρία δεν προχώρησε και δεν μπόρεσε να απαντήσει στις αλλαγές τόσο του καπιταλισμού όσο και του προλεταριάτου των επόμενων δεκαετιών, πόσο άλλωστε δεν μπορεί να απαντήσει σε αυτές τις συνθήκες σήμερα.
Η Μαρξική θεωρία έχασε, ή περισσότερο δεν θέλησε να έχει, την επαφή της με την κοινωνική πραγματικότητα και ιδιαιτερότητα, και αναπαρήγαγε την πραγματικότητα του εαυτού της επί της κοινωνίας. – Αυτός ο «μαρξιστικός ναρκισσισμός» είναι και ο λόγος που θέλησα να συνοδευτεί το κείμενο του Καρλ Κορς με τον πίνακα Narcissus του Καραβάτζιο ώστε να επενδύσω και με εικόνες την δύναμη του κειμένου του Κορς. ; )
Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που δεν συζητάμε πια οι επαναστάτες θεωρητικά σχήματα αλλά περισσότερο έχουμε μετατραπεί σε σχολιαστές ιστορικών φυσιογνωμιών και μοιράζουμε τους ρόλους μας σε στρατόπεδα –ισμών προσωπολατρίας. Είτε είναι αυτοί Καστοριασμοί, είτε Μαρξισμοί, είτε Μπουκτσινισμοί έχουν το ίδιο υπόβαθρο και σημασία στο αποτέλεσμα τους, δηλαδή την αλλοτρίωση της επαναστατικής θεωρίας σε φετίχ και όχι σε συνείδηση, για να μιλήσω και λίγο μαρξικά .
Όποιος εμμένει σε αυτή τη «Θεολογία των -ισμών» αναπολώντας την εποχή ενός ρομαντισμού του «χρυσού αιώνα των επαναστάσεων», θα δυσανασχετεί, μην πω «ξενερώνει», με αυτά που γίνονται γύρω του και θα καταλήξει αναμφίβολα σε κοινωνική και θεωρητική αδράνεια. Απογοητευμένος που απουσιάζουν το κόμμα, το προλεταριάτο, και η επαναστατική ιδεολογία, θα αποστρέφετε την σημερινή «κακή πραγματικότητα» βρίσκοντας καταφύγιο στο παρελθόν. ( Μήπως ο Αντόρνο υπέπεσε σε αυτή την ασθένεια; Δεν γνωρίζω, ίσως όποιος τον έχει μελετήσει μπορεί να μας βοηθήσει σε αυτό ).
Μόνο αν σκεφτούμε επαναστατικά, υλιστικά και διαλεκτικά, και όχι «μαρξιστικά», θα μπορέσουμε και να πράξουμε επαναστατικά. Ο διαχωρισμός αυτός πρέπει να γίνει και είναι ο μόνος τρόπος που κατά παράξενο τρόπο δικαιώνει και τον ίδιο τον Μαρξ. Σε αυτό το σημείο λοιπόν συμφωνώ με τον Θοδωρή όταν λέει ότι:
«Το ζήτημα δεν είναι να βρούμε τον καθαρό Μαρξ αλλά την επαναστατική δυναμική του έργου του που μπορεί να έχει ακόμα νόημα».
Ίσως αυτό να ήθελε να κάνει και ο Κορς, ίσως αυτό είναι που εννοούσαν και οι Μπουκτσιν – Καστοριάδης, έχει περισσότερη σημασία όμως για μας να κατανοήσουμε τα λόγια τους στο σήμερα παρά στο χτες. Σήμερα υπάρχουν όλα τα δεδομένα για ένα τέτοιο τρόπο σκέψης, και το πολιτικό υποκείμενο ήδη αποτελεί το κίνημα και τον φορέα αυτής της θεωρίας και της επαναστατικής συνείδησης.
Αυτό που απουσιάζει, να το πω «σχηματικά», είναι οι σύγχρονοι Μαρξ & Έγκελς που θα δώσουν περιεχόμενο και Θεωρία στην μορφή και στις σημερινές κοινωνικές συγκρούσεις. Οι υλικές συνθήκες υπάρχουν, είναι σύγχρονες, ιδιαίτερες και πολύ μα πάρα πολύ ταξικές, η διαλεκτική απουσιάζει. Εμείς είμαστε μικροί καθημερινοί «μαθητευόμενοι μάγοι» δεν μπορούμε να αναλάβουμε αυτό το βάρος. Η αδυναμία μας όμως να έχουμε «ξεκάθαρη θεωρία» ίσως είναι και η δύναμη μας, ίσως από την άλλη είναι και η καθοριστική αδυναμίας μας, σε αυτό το θέμα νιώθω και εγώ το κενό να αντλήσω μια απόλυτη απάντηση από τους σημερινούς θεωρητικούς ή κινήματα.
Αυτό που μπορώ όμως να πω, είναι να καταλάβουμε ότι η «σχολαστική ιστοριολογία» είναι ένα ευτελές υποκατάστατο και ένδειξη της απουσίας επαναστατικής θεωρίας, ή να το πω αλλιώς, ότι όσο περισσότερο αδυνατούμε σήμερα να παράγουμε επαναστατικές ζυμώσεις τόσο περισσότερο θα μας απασχολούν οι επαναστάτες του παρελθόντος.
Είναι κάποιες σύγχρονες θεατρικές ομάδες που αντί να ανεβάσουν ένα θεατρικό έργο ενός συγγραφέα του αλλάζουν τα φώτα, με την δικαιολογία ότι έτσι αποδίδουν ‘τα ίσα’ στον συγγραφέα, την εποχή του, και τη δική τους εποχή.
Κάτι παρόμοιο βλέπω να συμβαίνει συχνά και με θεωρητικά κείμενα. Αντί να γίνει προσπάθεια να καταλάβουμε το περιεχόμενό τους, κάνουμε μια δημοσιογραφικού τύπου αναγωγή στο περιβάλλον. Αυτή η ‘ιστορική’ ανάγνωση είναι λιγότερο ιστορική από μια ανάγνωση που θα προσπαθούσε να καταλάβει το περιεχόμενο των κειμένων, καθώς μόνο έτσι θα αναδεικνυόταν ντε φάκτο η ιστορικότητα ως ρήξη και συνέχεια και όχι ως αποτυχημένο τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ.
Μ’ αυτήν την έννοια, κατανοώ αλλά δεν δικαιολογώ τον Μπούκτσιν (είμαι μάλιστα πολύ επικριτικός) όταν λέει ότι έκανε επίθεση σε ένα σκιάχτρο του Μαρξ επειδή τότε κυριαρχούσαν την Αριστερά οι σταλινικοί (τουλάχιστον αυτός το παραδέχτηκε – και, ναι, αναθεώρησε όσα έλεγε π.χ. σε κείμενα όπως το ‘ο μαρξισμός σαν αστική κοινωνιολογία’).
Όπως κάποιοι σύγχρονοι ατάλαντοι παραποιούν τα έργα του Μπέκετ ‘προσαρμόζοντας’ τον Μπέκετ κατά το δοκούν (δλδ διαλύοντας τη συνοχή του έργου) και παρουσιαζόμενοι ως καλλιτεχνική πρωτοπορία με ξένα κόλυβα που οι ίδιοι χάλασαν, έτσι μπορεί να γίνεται και με θεωρητικά κείμενα.
Έκανα μια συζήτηση των διαφορών περιεχομένου του Κορς του ’23 με τον Κορς άλλων φάσεων. Αντιπαρατίθεται τώρα μια δημοσιογραφική λογική που δεν μπαίνει στη συζήτηση αυτή, η οποία απλά λέει ότι το ’23 τα είπε αυτά για ειδικούς λόγους (πάντα υπάρχουν ειδικοί λόγοι!). Υπονοείται ότι ο Κορς αυτολογοκρίθηκε και δεν τα είπε από το 1923 στον Λένιν χύμα και τσουβαλάτα! Λες και το 1923 δεν είχε μάθει ο κόσμος π.χ. για την Κροστάνδη. Ιδού τι γράφει ο Αθανάσιος:
‘Υπηρετώντας και πραχτικούς σκοπούς εκτός τους θεωρητικούς, περιόρισε την κριτική του περισσότερο στους ορθόδοξους και στους χυδαίους μαρξιστές παρά στον Μαρξ και τους Λένιν – Λούξεμπουργκ’.
Περίεργοι ψυχολογισμοί παρουσιάζονται ως ιστορική ανάγνωση. Υποθέσεις δηλαδή κατά το συμφέρον του επιχειρήματος. Το περιβάλλον σίγουρα σχετίζεται με το έργο. Εγώ περιορίστηκα να μιλήσω για μια συσχέτιση με την επανάσταση και την ήττα της επανάστασης χωρίς να τη συσχετίζω αιτιακά με τις ιδέες όπως γίνεται εδώ. Πόσο μάλλον όταν η συσχέτιση βάζει στο παιχνίδι ονειροφαντασίες υποτιθέμενων ‘περιορισμών’.
Δεν μπορεί να μην πρόσεξες Αθανάσιε ότι παρόλη την αναφορά σε ‘απογοήτευση’ η προτίμησή μου για τον Κορς του ’23 είναι καθαρά θεωρητική.
Γράφεις στη συνέχεια:
‘Για αυτό, το λόγο ο Κορς είναι ίδιος είτε όταν γράφει το «Μαρξισμός & φιλοσοφία» είτε αργότερα καθώς χρησιμοποιεί την ίδια μέθοδο διαλεκτικής και θεώρησης.’
Προσπάθησα να εξηγήσω στο προηγούμενο σχόλιό μου γιατί η μέθοδος πριν και μετά το ’23 είναι εντελώς διαφορετική. Αυτό το επιβεβαιώνεις όταν γράφεις:
‘Το βήμα που δεν προχώρησε ο Κορς ώστε να το κάνει ρητό, είναι να διαχωρίσει ξεκάθαρα και για πάντα την υλιστική διαλεκτική –μια φιλοσοφία του προλεταριάτου επέκταση και ενάντια στη φιλοσοφία της αστικής τάξης που ήταν η γερμανική σχολή του ιδεαλισμού- από τους μαρξιστές και από τον ίδιο τον Μαρξ’
Η υποκειμενική διάσταση του μαρξισμού, η τεταμένη σχέση θεωρίας και πράξης στην καρδιά της επανάστασης, λείπει ακριβώς μετά το ‘23. Υποτίθεται τώρα ότι η υλιστική διαλεκτική είναι ένα γέννημα της προ-1848 περιόδου, και κατόπιν το τι κάνει ο Μαρξ είναι αναγκαστικά ιδεολογία. Αν αυτά δεν είναι αλλαγή της υλιστικής μεθόδου, τι θα μπορούσε να είναι;
Αυτά που γράφεις παρακάτω είναι, παρότι χιουμοριστικά, ένδειξη της ισοπέδωσης της ικανότητας της σκέψης για διακρίσεις στην οποία ίσως οδηγεί ο φόβος του μπαμπούλα της θεωρίας. Γράφεις:
‘Αυτή η ΤΑΥΤΙΣΗ, η άνευ αμφισβήτησης, αναγωγή και βάφτισμα της υλιστικής διαλεκτικής σε «μαρξισμό» είναι που, αποδυνάμωσε από την μία το ίδιο αυτό ιστορικό / φιλοσοφικό εργαλείο σκέψης, και από την άλλη δημιούργησε μια νέα ψευδή συνείδηση, μια ιδεολογία – Θεολογία με όλα τα χαρακτηριστικά της θρησκείας, δηλαδή τον προφήτη της ( Μαρξ ), τους αποστόλους της ( μαρξιστές ), τους αιρετικούς της ( Κορς ) και τους «μεταρρυθμιστές» της ( Θοδωρής Β. ). : )’
Δηλαδή το έργο του Μαρξ είναι μια νέα Αγία Γραφή επειδή η συνεκτικότητα της βασικής σύλληψής του παραμένει καίρια υπό τη δυναμική της επιμονής της αστικής κοινωνίας να συνεχίζει να υπάρχει! Λες και έκανε κανένας πιστός ή μεταρρυθμιστής ό,τι έκανε π.χ. ο Κορς με τις ιδέες του Μαρξ. Αυτή η σύγκριση είναι ένα χτύπημα κάτω από τη μέση γιατί ο Μαρξισμός δεν είναι ένα σύνολο δογμάτων κατάλληλων παντός καιρού όπως η θρησκεία. Είναι η ιστορική συνείδηση μιας συγκεκριμένης κοινωνίας, το ίδιο δυναμικός και στατικός όσο αυτή.
Η θεωρία λες ότι δεν μπόρεσε να έχει σημασία μετά το 1848: θυμίζω ότι μετά το 1848 γράφεται το Κεφάλαιο, δημιουργείται η Α’ και Β’ Διεθνής, και την επανάσταση περί το 1917-8 στηρίζουν πιο ενεργά απ’ όλους οι μαρξιστές Λένιν και Λούξεμπουργκ! Νάρκισσος είναι περισσότερο αυτός που νομίζει ότι έπιασε μια υπεριστορική αλήθεια και απορρίπτει μετά μια σειρά εξελίξεων ως επουσιώδεις (π.χ. ο ώριμος Κορς).
Αυτή είναι η κριτική μου στην προσπάθειά σου να συρρικνώσεις τη σημασία του μαρξισμού. Με όσα γράφεις μετά ωστόσο συμφωνώ σε μεγάλο βαθμό: αυτό αντανακλά και την αντίφαση του ίδιου του Κορς. Ενώ ο μαρξισμός θεωρεί ότι έγινε ιδεολογία και όχι επαναστατικός μετά το 1848, συνεχίζει να αποτιμά την πραγματικότητα μαρξιστικά!
Πράγματι παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχουν σήμερα μαζικά κινήματα, επαναστατική οργάνωση εργατών και πολιτών, καθώς και οργανωμένη Αριστερά, η κρίση της αστικής κοινωνίας και η δυνατότητα υπέρβασής της δεν έχει σβήσει. Αυτό μας κάνει να γυρνάμε στο παρελθόν, είτε για να το λατρέψουμε είτα για να το αφορίσουμε. Αυτό κάνουν σήμερα οι σταλινικοί ή οι κομματικοί μαρξιστές-λενινιστές, ή το δεύτερο π.χ. οι Καστοριαδικοί σε σχέση με τον Μαρξ και την επανάσταση. Είμαστε στον ορίζοντα του παρελθόντος αλλά όχι σα να είμαστε σε φέρετρο. Το παρελθόν περιμένει και το ίδιο τη λύτρωσή του μαζί με την πιθανή δική μας λύτρωση από τη δική μας θεωρία και πράξη. Αυτά θέλει να αναδείξει η υπεράσπιση του μαρξισμού εκ μέρους μου.
Από τη μια με αντιμετωπίζεις ως αναβιωτή ενός θεολογικού ‘-ισμού’, και από την άλλη αντιλαμβάνεσαι και το γράφεις κιόλας ότι δεν θέλω να βρω τον καθαρό Μαρξ. Απλά να απαλείψω κάποιες προκαταλήψεις απέναντι στον Μαρξ. Αυτό ήταν και το έργο του Μαρξ εντούτοις. Ο ίδιος αμείλικτα προχώρησε την ίδια τη θεωρία του και ποτέ δεν παρουσίασε έναν θεολογικό ‘-ισμό’. Ακόμα και το συστηματικότερο έργο, το Κεφάλαιο, δεν είναι ολοκληρωμένο. Έτσι ο Αντόρνο παραμένει πιστός στη μαρξιστική θεωρία γράφοντας πολύ διαφορετικά πράγματα.
Νομίζεις ότι η συσχέτιση με τη θεωρία οδηγεί σε αδράνεια. Αυτό είναι και πάλι μια υπεριστορική αρχή. Η γνώμη μου είναι ότι η επιμονή στην πάλη και η συνέχιση του αγώνα μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερη αδράνεια σε μια εποχή πολύ διαφορετική από αυτή του 1848 αλλά και του 1917.
Όταν δεν υπάρχει πράξη η θεωρία μπορεί να είναι μια μορφή αντίστασης που προετοιμάζει την πράξη. Αυτό το συσκοτίζετε εσύ και ο Κορς του ’30. Όλα γίνονται σχολαστικότητες εκτός από την αυθόρμητη δράση του προλεταριάτου που περιμένουμε αλλά δεν έρχεται. Όμως η διάσωση της σχέσης της εποχής μας με την επανάσταση, και η διάσωση της υποκειμενικής διάστασης του μαρξισμού, δηλαδή της παραγωγικής έντασης θεωρίας και πράξης είναι, στην καθολικότητα που εκφράζουν, μέρος του αγώνα σήμερα. Ο Κορς εξάλλου δίδαξε ότι οι ιδεολογικοί αγώνες είναι εξίσου πραγματικοί και σημαντικοί.
Μην υποτιμάς λοιπόν τη συζήτηση που έγινε ως κονταροχτύπημα ‘–ισμών’. Ό,τι κάνουμε έχει σημασία: δικαίωμά σου να πιστεύεις βέβαια ότι η συμμετοχή σε μια πορεία είναι πολύ πιο σημαντική. Κατά τη γνώμη μου είναι εξίσου.
Α, και αποφάσισε επιτέλους αν με κατατάσσεις στους θεολόγους ή όχι.
Το παρελθόν δεν μας παραλύει στο παρόν: ρίχνει το φως του ως φως αμείλικτης κριτικής, ως αποκάλυψη της ανεπάρκειάς μας. Ο Αντόρνο έδινε σπουδαίες ιδεολογικές μάχες που πήραν τη θέση τους στην ενιαία ιστορική (μάλλον ‘προϊστορική’) διαδικασία.
Το να πάψουμε να βλέπουμε το παρελθόν είτε ως τερατούργημα είτε ως χαμένη Εδέμ είναι σήμερα ένα σημαντικό θεωρητικό καθήκον. Ασήμαντο θα πεις μπροστά στους Μαρξ και Ένγκελς. Όπως και οι σημερινές πορείες απέναντι στις γενικές απεργίες του παρελθόντος. Όμως αναγκαίες.
Ίσως σας ενδιαφέρει.
Διάλεξη ‘Μαρξ και Βίβλος’ των Κοπιδάκη και Βενέρη
http://www.ntua.gr/announcements/general/uploads/2011-05-18_117262_MegaronPlus-Kopidakis-Veneris.pdf
Πού είστε; δεν έχετε να πείτε κάτι για τις εξελίξεις;
Αγαπητέ Ράκη, βρισκόμαστε εδώ και αρκετό καιρό σε περίοδο εσωτερικών ανακατατάξεων, σύντομα θα υπάρξει ανακοίνωση που θα ενημερώνει σχετικά.
Γιάννης
Ok. Ενημερώστε και μας που είμαστε μακριά.