Σημείωμα για τους μετανάστες

Με αφορμή τα τελευταία φριχτά γεγονότα σχετικά με τους μετανάστες, δημοσιεύουμε κάποιους προβληματισμούς για να συμβάλλουμε στη συζήτηση για το θέμα, χωρίς να αποτελούν αυτοί σε καμία περίπτωση την «τελευταία κουβέντα» επί του κρίσιμου αυτού ζητήματος. Το ζήτημα της μετανάστευσης είναι πολύ σημαντικό και απαιτείται διάλογος και συνεργασία όλων των προοδευτικών δυνάμεων για διατύπωση συγκροτημένων προτάσεων προς την ουσιαστική αντιμετώπισή του. Ιδιαίτερα αυτή την σκοτεινή περίοδο, όπου είδαμε μετά τις καθημερινές επιχειρήσεις «σκούπα», λες και οι άνθρωποι αυτοί είναι σκουπίδια, να ψηφίζονται νομοσχέδια που αντιμετωπίζουν τους μετανάστες ως κακοποιούς και κλείνουν σχεδόν κάθε πόρτα σε όποιον δεν έχει «ελληνικό αίμα». Όπου είδαμε καταυλισμούς προσφύγων να κατεδαφίζονται και να πυρπολούνται στην Πάτρα, μετανάστες να σέρνονται σα ζώα στους δρόμους στη Μανωλάδα και να επιβαρύνονται από πάνω με κατηγορίες για κακουργήματα, και, μόλις τις τελευταίες μέρες, μετανάστες στη Χίο να φορτώνονται με συνοπτικές διαδικασίες σε πλοία με βίαιο τρόπο και άγνωστο προορισμό, χωρίζοντας μάλιστα παιδιά από τις μητέρες τους. Αυτήν την περίοδο λοιπόν ο σοβαρός διάλογος και η συνεργασία στην πράξη κρίνονται αναγκαίες.[1]

Κυρίως στον λεγόμενο «ελευθεριακό χώρο», παρουσιάζονται σχετικά με το θέμα κάποιες προβληματικές θέσεις. Κάποιοι αρνούνται να δεχθούν ότι η μετανάστευση αποτελεί όντως πρόβλημα, τόσο για τους ίδιους τους μετανάστες όσο και για τις χώρες υποδοχής τους. Μοναδική πρόταση και στάση γι’ αυτήν την τάση είναι η προσπάθεια να ανοίξουν εντελώς τα σύνορα και να δοθεί ένα απεριόριστο δικαίωμα μετακίνησης. Κάποιοι άλλοι, αναγνωρίζουν μεν ότι η μετανάστευση αποτελεί πρόβλημα, αλλά ισχυρίζονται ότι δεν μπορεί να επιλυθεί εντός του καπιταλιστικού συστήματος, το οποίο εξάλλου είναι υπεύθυνο για τα ίδια τα κύματα της μετανάστευσης. Έτσι δεν παρουσιάζουν καμία πρόταση, παρά μόνο παραπέμπουν για το θέμα σε μία νέα κοινωνία, ή αναπαράγουν κι αυτοί τις γενικόλογες προτάσεις της παραπάνω τάσης.

Δεν θέλουμε να μηδενίσουμε την προσφορά των παραπάνω δύο τάσεων, θεωρητικά και πρακτικά. Καλοπροαίρετα ωστόσο θέλουμε να κάνουμε κάποιες παρατηρήσεις. Σίγουρα το σύνθημα «κανένας άνθρωπος δεν είναι παράνομος» πρέπει να παραμείνει ως έμβλημα σε κάθε αγώνα υπέρ των μεταναστών. Και σίγουρα για το πρόβλημα της μετανάστευσης όπως εκδηλώνεται στις μέρες μας, ευθύνεται το καπιταλιστικό σύστημα και οτιδήποτε και να γίνει δεν μπορεί να δοθεί οριστική λύση σ’ αυτό όσο συνεχίζουν να υπάρχουν οι αιτίες που σπρώχνουν μαζικά ανθρώπους στη μετανάστευση. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα μείνουμε χωρίς προτάσεις για την όσο το δυνατό καλύτερη τροπή στις προσπάθειες για την επίλυση του προβλήματος, τόσο από την πρακτική και ανθρωπιστική, όσο και από την επαναστατική πλευρά. Η αδυναμία ουσιαστικής κατανόησης της μετανάστευσης ως προβλήματος και η απόλυτη έλλειψη ρεαλιστικών προτάσεων, σπρώχνουν την πλειοψηφία του λαού στον χώρο της δεξιάς και της ακροδεξιάς, οι οποίες παρουσιάζουν κάποιες πρακτικές «προτάσεις», όσο απάνθρωπες και ρατσιστικές κι αν είναι.

Η στάση της δεξιάς και της ακροδεξιάς βέβαια επί του θέματος, εκτός από βάρβαρη και ρατσιστική, είναι και κοινωνικά ανεύθυνη. Κανένα κατασταλτικό μέτρο δεν μπορεί να αποτρέψει ολοκληρωτικά τη μετανάστευση ανθρώπων που είναι αποφασισμένοι μέχρι θανάτου, να φύγουν από την πατρίδα τους. Η αντιμετώπισή τους ως κακούργους και η πολιτική των απελάσεων, μπορεί να μειώσει ελάχιστα τον αριθμό τους αλλά, παράλληλα, θα σπρώχνει στην παρανομία όσους καταφέρνουν να εισέλθουν στη χώρα. Αυτό σημαίνει ότι η δεξιά και ακροδεξιά στάση θα οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερα προβλήματα, τόσο για την οικονομία όσο και για την κοινωνική συνοχή, γεμίζοντας τη χώρα με «λαθραίες» υπάρξεις στα όρια της απόγνωσης, ικανές για κάθε απονενοημένη πράξη.

Τα επιχειρήματα της δεξιάς και ακροδεξιάς είναι λαϊκίστικα και ανυπόστατα. Η εγκληματικότητα αυξάνεται στην Ελλάδα τόσο μεταξύ των αλλοδαπών όσο και μεταξύ των ελλήνων πολιτών και φυσικά αυτή η εξέλιξη συνδέεται κυρίως με την οικονομική κρίση και όχι με τη μετανάστευση. Η οικονομική κρίση και εξαθλίωση γεννά μάλιστα τη μετανάστευση, και όχι το αντίθετο. Από την άλλη, με εξαίρεση ελάχιστους κλάδους, η μετανάστευση δεν συμβάλλει στην αύξηση της ανεργίας, αντιθέτως, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για ουσιώδη συνεισφορά της μετανάστευσης στην οικονομική ανάπτυξη. Πολλές από τις υποτιθέμενες θέσεις εργασίας που καταλήφθηκαν από τους μετανάστες δεν υπήρχαν πριν έρθουν αυτοί (βαριές εργασίες χωρίς ασφάλιση, συνδικαλισμό, άδειες και με ελάχιστη αμοιβή). Υπάρχει σοβαρός άνθρωπος να πιστέψει ότι για την ανεργία των γιατρών, των καθηγητών και των δασκάλων ευθύνονται οι μετανάστες; Όλοι ισχυρίζονται ότι η χώρα δεν «σηκώνει» άλλους μετανάστες, αλλά σε κανένα βιβλίο οικονομικών δεν υπάρχει το επιχείρημα ότι μία αύξηση του εργατικού δυναμικού οδηγεί αναγκαστικά στην οικονομική παρακμή. Οι ίδιοι φυσικά που γκρινιάζουν για τους μετανάστες δεν λένε τίποτα για τη συγκέντρωση του πλούτου σε λίγα χέρια, που ολοένα αυξάνεται εις βάρος όλων μας, εξαιτίας των καπιταλιστικών θεσμών που ολόψυχα στηρίζουν. Και είναι χαρακτηριστικό της κοινωνικής αμνησίας το γεγονός ότι κάποτε ελληνικές εφημερίδες, δεξιές πολλές φορές, στιγμάτιζαν την εχθρική στάση του γερμανικού κράτους ή των ΗΠΑ απέναντι σε έλληνες μετανάστες. Κι ας αφήσουν τα παραμύθια ότι δήθεν θέλουν να χτυπήσουν μονάχα τη «λαθρομετανάστευση». Κανένας άνθρωπος δεν είναι λαθραίος, και τα ίδια τα νομοσχέδια των δεξιών και ακροδεξιών σήμερα καθιστούν σχεδόν απαγορευτική κάθε άλλη στάση πλην της λαθρομετανάστευσης.

Ας είμαστε όμως ειλικρινείς, οι δεξιές και ακροδεξιές αντιλήψεις είναι κατά βάση ρατσιστικές. Αν ανάμεσα σε μετανάστες που έχουν συλληφθεί, βρισκόταν κάποιος Αφγανός υπήκοος, ο οποίος ωστόσο έχει γονείς έλληνες αλλά ξένη υπηκοότητα, είναι αμφίβολο κατά πόσο θα υποστήριζαν την ίδια σκληρή αντιμετώπιση για αυτόν.

Ωστόσο, το πρόβλημα ιδιαίτερα της κοινωνικής συνοχής δεν λύνεται έτσι απλά με τη νομιμοποίηση όλων των μεταναστών. Η πολιτική ζωή έχει πολλά δικαιώματα και υποχρεώσεις στα οποία μυηθήκαμε όλοι μας. Κανείς δεν «νομιμοποιείται» απλά σε μία πολιτική κοινωνία. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι κοινωνικοποιούμαστε μαθαίνοντας ότι η συμμετοχή μας στην πολιτική ζωή περιλαμβάνει μία σειρά απαιτήσεων προς εμάς.

Η ζωή στους δήμους και τις κοινότητες παρουσιάζει σήμερα κάποια σταθερότητα η οποία επιτρέπει και την πολιτική δράση οργανώσεων με επαναστατικό προσανατολισμό. Ιδιαίτερα στις δυτικές κοινωνίες της «φιλελεύθερης ολιγαρχίας», έχει επιτευχθεί και ένα μίνιμουμ πολιτικών δικαιωμάτων, υπό τη συνεχή απειλή και πράξη αναίρεσής τους από την εξουσία βέβαια, το οποίο διευκολύνει την περαιτέρω πολιτική δράση.

Στόχος μας δεν μπορεί να είναι ένα «περιεκτικό» κράτος το οποίο νομιμοποιεί οποιαδήποτε κουλτούρα και συμπεριφορά, κατά το δοκούν, αρκεί να διατηρείται προστατευμένη η εξουσία του. Οι μετανάστες πρέπει να μυούνται στην πολιτική ζωή, με πλήρη συμμετοχή στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που αυτή συνεπάγεται. Αυτό ισχύει για όσους θέλουν βέβαια να μείνουν στη χώρα, οι υπόλοιποι θα έπρεπε ελεύθερα να επιτρέπεται να κατευθυνθούν σε άλλες χώρες της επιλογής τους. Αυτό θα συνέβαλε στην επίλυση του προβλήματος του μεγάλου αριθμού μεταναστών σε συγκεκριμένες περιόδους, αλλά φυσικά προϋποθέτει ρήξη με την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αντί να δίνονται οι οικονομικοί πόροι στα απολίτιστα, ρατσιστικά και κοινωνικά ανεύθυνα μέτρα που σχετίζονται με τις απελάσεις, θα έπρεπε να δίνονται για τη φιλοξενία των μεταναστών και τη φροντίδα για εύρεση αξιοπρεπούς εργασίας με ίσους όρους γι’ αυτούς. Τα μαθήματα ελληνικής γλώσσας θα πρέπει να δίνονται σε όποιον το επιθυμεί από την πρώτη στιγμή, ενώ εκδηλώσεις και δρώμενα καθημερινά που θα φέρνουν κοντά τους μετανάστες με τους κατοίκους είναι αναγκαίες. Οι ιδιαιτερότητες των μεταναστών θα πρέπει να γίνονται απολύτως σεβαστές, στο μέτρο που δεν θίγουν κεκτημένα πολιτικά δικαιώματα της χώρας στην οποία έρχονται. Για παράδειγμα, δεν μπορούμε να δεχόμαστε τη σεξιστική συμπεριφορά εις βάρος ανήλικων κοριτσιών, ακόμα κι αν αυτή υποτίθεται λαμβάνει χώρα με τη «συγκατάθεσή» τους. Για την πολιτική κατάσταση της χώρας οι μετανάστες πρέπει να ενημερώνονται με κάθε δυνατό τρόπο. Μ’ αυτήν την προϋπόθεση, οι μετανάστες θα πρέπει να εντάσσονται σταδιακά πλήρως στην πολιτική ζωή της χώρας και να συμβάλλουν κι αυτοί σε κάθε πλευρά της κοινωνικής ζωής.

—————————————

[1] Το ότι το δίκαιό μας σχετικά με την πολιτική υπηκοότητα συνδέεται σε τέτοιο βαθμό με το, κατά φαντασίαν, ελληνικό «γένος», είναι σημάδι οπισθοδρόμησης ολκής. Ακόμα και σε παιδιά που γεννιούνται στην Ελλάδα αλλά δεν έχουν έλληνες γονείς αρνούμαστε την υπηκοότητα, νομιμοποιώντας την πράξη μας με την εφιαλτική και αντιεπιστημονική επίκληση του «αίματος».

Μια ψυχαναλυτική θεώρηση του αντισημιτισμού


Ως μικρή συμβολή στον αγώνα ενάντια στον αντισημιτισμό παρουσιάζουμε εδώ μία περίληψη, σχεδόν μετάφραση, κάποιων τμημάτων ενός σπουδαίου άρθρου του ψυχαναλυτή Otto Fenichel με τίτλο “Elements of a Psychoanalytic Theory of Anti-Semitism”. [1] Δεν χρειάζεται κανείς να αποδέχεται όλες τις βασικές ψυχαναλυτικές θέσεις για να κατανοήσει τη σημαντικότητα των ιδεών του Fenichel, όχι μόνο για τον αντισημιτισμό αλλά και για τον ρατσισμό γενικότερα. Ο Fenichel ήταν ένα παράδειγμα επιστήμονα με βαθιά κοινωνική ριζοσπαστική σκέψη και συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πιο εκλεκτούς ψυχαναλυτές με επαναστατικό προσανατολισμό. Δεν ξεχνά ότι ο αντισημιτισμός είναι ένα συγκεκριμένο κοινωνικό φαινόμενο και ότι δεν αρκεί η ψυχανάλυση των αντισημιτών για να τον εξηγήσεις. Μπορεί όμως να φωτίσει σημαντικές πτυχές του.

§§§

Το 1925 στη Γερμανία ο αντισημιτισμός δεν είχε γίνει ακόμη σημαντική πολιτική δύναμη, παρότι η ψυχολογική μαζική βάση για την ανάδυσή του ήταν υπαρκτή. Δέκα χρόνια μετά, το 1935, είχε γίνει σημαντική πολιτική δύναμη. Προφανώς, κοινωνικές εξελίξεις είχαν στρέψει τις μάζες προς την αντισημιτική κατεύθυνση. Πέρα όμως απ’ αυτές τις εξελίξεις, είναι σημαντικό να φωτιστεί το στοιχείο αυτό που αντιδρά έναντι αυτών των εξελίξεων, δηλαδή η ατομική ψυχή, γι’ αυτό είναι καίριος ο ρόλος της ψυχανάλυσης.

Η βασική εξέλιξη μέσα σ’ αυτή τη δεκαετία που επηρέασε τους γερμανούς ήταν η μεγάλων διαστάσεων αντισημιτική προπαγάνδα. Τι ενυπήρχε ωστόσο στη συνείδηση των μαζών που τις κατέστησε ικανές να πιστέψουν αυτή την προπαγάνδα; Μια επιφανειακή προσέγγιση υποδηλώνει ότι οι άνθρωποι δέχονται απόψεις που προοιωνίζουν κάποιο πλεονέκτημα γι’ αυτούς. Για παράδειγμα, η αφελής προοπτική ότι μπορεί να αποκτήσουν μία δουλειά στην οποία απασχολούνταν πριν ένας εβραίος. Ποιο σκοπό ωστόσο εξυπηρετούσε εξαρχής η αντισημιτική προπαγάνδα;

Ο Fenichel, για να δώσει μία απάντηση, στρέφεται στο παράδειγμα της τσαρικής Ρωσίας. Η αστυνομία κατασκεύασε και διέδωσε το πλαστογράφημα των «Πρωτόκολλων των σοφών της Σιών» σε μία εποχή επαναστατική δραστηριότητας εναντίον του τσαρικού καθεστώτος, με σκοπό να στρέψουν την οργή των ανθρώπων για τις άθλιες συνθήκες της ζωής τους από τον Τσάρο στους εβραίους. Ο ρώσικος λαός βρισκόταν εν συγχύσει μεταξύ της επαναστατικής διάθεσης ενάντια στο καθεστώς και του σεβασμού προς την εξουσία, την οποία είχε εκπαιδευτεί να σέβεται. Ο αντισημιτισμός επέτρεψε και στις δύο αυτές τάσεις να ικανοποιηθούν συγχρόνως. Η επαναστατική διάθεση, με καταστροφικές πράξεις εναντίον ανυπεράσπιστων ατόμων, και η διάθεση σεβασμού, με την υπάκουα ανταπόκριση στο κατασκεύασμα και κάλεσμα των αρχών. Οι άνθρωποι πίστεψαν ότι οι εχθροί τους ταυτίζονταν με τους υποτιθέμενους εχθρούς του καθεστώτος που τους καταπίεζε.

Ωστόσο αυτή η θεωρία του «αποδιοπομπαίου τράγου» θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε κάθε μειονότητα, όχι μόνο στους εβραίους. Γιατί οι εβραίοι ήταν κατάλληλοι για να υποστούν αυτόν τον «αποδιοπομπαίο» ρόλο και όχι για παράδειγμα οι κοκκινομάλληδες; Καταρχήν, οι εβραίοι ήταν πάντα πιο ανυπεράσπιστοι από τους κοκκινομάλληδες. Κατά δεύτερον, όταν η κοινωνική τάξη, ή μάλλον αταξία, παράγει μαζική εξαθλίωση, τα θύματά της δεν μπορούν να εξακριβώσουν την αιτία αυτής της εξαθλίωσης, εν μέρει επειδή οι υποβόσκουσες αιτίες είναι πολύπλοκες και εν μέρει επειδή οι κυρίαρχες κοινωνικές τάξεις κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να συγκαλύψουν τις πραγματικές αιτίες. Η επιδίωξή τους είναι να βρεθεί κάποιος που να μπορεί να εμφανιστεί στα θύματα ως η αιτία της εξαθλίωσής τους.

Για αιώνες οι εβραίοι, ως δανειστές ή έμποροι [2] παρουσιάζοντας σ’ όσους είχαν οικονομικές δυσκολίες ως αντιπρόσωποι του χρήματος, ασχέτως του ότι την ίδια εποχή υπήρχε τεράστια φτώχια και για τους ίδιους τους εβραίους. Πρέπει να σημειωθεί ότι και οι αρμένιοι, που διώχθηκαν από τους τούρκους όπως οι εβραίοι από τους γερμανούς, είχαν εμπορικές δραστηριότητες. Από την άλλη, αυτή η εξήγηση δεν εξηγεί κάθε ρατσισμό, όπως για παράδειγμα τον αμερικάνικο εναντίων των νέγρων, που απαιτεί ενδελεχή μελέτη του θεσμού της δουλείας.

Όμως οι νέγροι έχουν ένα χαρακτηριστικό που τους καθιστά κατάλληλους για «αποδιοπομπαίους τράγους»: είναι μαύροι. Οι εβραίοι έχουν επίσης διασυρθεί από τους αντισημίτες εξαιτίας των πολιτιστικών ή σωματικών ιδιαιτεροτήτων τους. Τα μαλλιά τους είναι συνήθως μαύρα [3], μοιάζουν απόμακροι με τα έθιμα και τις συνήθειές τους, με τη γλώσσα τους, με τις θρησκευτικές τους συνήθειες και την καθημερινότητά τους που διαπλέκεται μ’ αυτές. Αυτή την «ξενότητα» (foreignness) τη μοιράζονται με τους αρμένιους, τους νέγρους ή τους τσιγγάνους και αυτή επιτρέπει στους ανθρώπους να υποψιάζονται ότι εφόσον μοιάζουν ή μιλούν διαφορετικά μπορούν να είναι ύποπτοι κακού.

Εδώ γίνεται σημαντική η ψυχολογία των εβραίων. Είναι πολύ δύσκολο να εξηγηθεί το πείσμα με το οποίο οι εβραίοι αντιστάθηκαν στην αφομοίωση διαμέσου των αιώνων, ενώ άλλοι λαοί στις ίδιες περιόδους απορροφήθηκαν από τους πολυπληθέστερους λαούς με τους οποίους συμβίωναν. Αυτό οφειλόταν προφανώς στο σύστημα γκέτο που επιβαλλόταν ανέκαθεν στους εβραίους αλλά και στην επίμονη αποδοχή αυτού του συστήματος γκέτο από τους ίδιους τους εβραίους. Οι εβραίοι διατηρούσαν ιδιαιτερότητες τις οποίες οι πολυπληθέστεροι λαοί που συμβίωναν μαζί τους είχαν εγκαταλείψει από καιρό. Η «αλλοκοτιά» (strangeness) τους προκαλούσε μία αρχαϊκή εντύπωση ενός στοιχείου που διατηρούνταν από αρχαίους καιρούς, παρόμοια με την εντύπωση που προκαλούσε η νομαδική ζωή των τσιγγάνων στους λαούς που είχαν σταματήσει από καιρό να είναι νομάδες.

Τι υποβόσκει αυτής της εξίσωσης: Ξένος = Εχθρός; Το κύριο χαρακτηριστικό των ξένων είναι ότι δεν τους γνωρίζει κανείς ακόμα, και δεν ξέρει τι να περιμένει απ’ αυτούς. Στον αρχαίο κόσμο, οι ξένοι μπορούσαν να επιφέρουν πλεονεκτήματα και προόδους μέσω των καινοτομιών και ανακαλύψεών τους, αλλά μπορεί να θεωρούνταν και επικίνδυνοι εάν ήταν πιο προηγμένοι στην τεχνική των όπλων. Στον αρχαίο κόσμο οι ξένοι ήταν sacer, δηλαδή ταυτόχρονα ιεροί και καταραμένοι. Η «ξενότητα» των εβραίων ήταν ενός ιδιαίτερου είδους λόγω του αρχαϊκού της χαρακτήρα, ο οποίος συνδυαζόταν με μία αδιαμφισβήτητη διανοητική υπεροχή σε συγκεκριμένα ζητήματα, την οποία πιθανώς εκμεταλλεύονταν και οι εβραίοι έμποροι. Οι εβραίοι ήταν έξυπνοι και, την ίδια στιγμή, έμοιαζαν συνδεδεμένοι με παλιές αρχέγονες δυνάμεις που οι υπόλοιποι είχαν χάσει. Όταν οι αρχές κατηγόρησαν αυτόν τον «απόκοσμο» λαό ως σατανικό, δημιουργώντας αυτήν την αντισημιτική φιλολογία, οι άλλοι τις πίστεψαν πρόθυμα λόγω της δικής τους προφανούς εξαθλίωσης. Τους κατηγόρησαν ως δολοφόνους, βρωμερούς και ακόλαστους.

Δεν υπάρχει καμία έλλογη δικαιολόγηση αυτών των κατηγοριών εναντίον των εβραίων. Κάποιοι εβραίο έμποροι μπορεί να ήταν απατεώνες ή καταχραστές όσο και οι έμποροι άλλης εθνικότητας. Ωστόσο, στατιστικές καταδεικνύουν ότι οι εβραίοι δολοφόνοι είναι οι λιγότεροι κάθε άλλης φυλής. Από την άλλη, οι θρησκευτικοί κανόνες των εβραίων επιβάλλουν ιδιαίτερη καθαριότητα, ενώ οι πολύ φτωχοί εβραίοι είναι τόσο βρώμικοι όσο και οι φτωχοί κάθε άλλης φυλής. Τέλος, η σεξουαλικότητά τους είναι παρόμοια με οποιαδήποτε άλλη εθνική ή θρησκευτική ομάδα.

Αυτές οι κατηγορίες είναι δημιουργήματα της ανθρώπινης φαντασίας και πρέπει να συσχετισθούν με την αρχαϊκή «ξενότητα» που απέδιδαν οι άνθρωποι στους εβραίους. Για την ψυχανάλυση, ακόμα και το πιο παράλογο νευρωτικό φαινόμενο έχει ένα κρυφό νόημα. Οι εβραίοι είναι τόσο δολοφονικοί, βρωμεροί ή ακόλαστοι όσο κάθε άλλη ομάδα ανθρώπων. Το λανθάνον νόημα αυτών των κατηγοριών είναι ότι φονικές, βρωμερές και ακόλαστες τάσεις υπάρχουν στ’ αλήθεια κάπου κρυμμένες και οι εβραίοι αποτελούν για άλλη μια φορά «αποδιοπομπαίους τράγους», υποκατάστατα για μετάθεση.

Ο Φρόιντ έχει καταδείξει ότι όλοι μας παλεύουμε καθημερινά, για όλη μας τη ζωή, με καταπιεσμένα ένστικτα που συνεχίζουν να υπάρχουν στο ασυνείδητο. Δολοφονικές τάσεις και σεξουαλικές ορμές, κυρίως όσες θεωρούνται κατώτερες και «βρώμικες», υπάρχουν στο ασυνείδητο και επιδιώκουν την εκδήλωσή τους. Ένα μέσο άμυνας ενάντια σ’ αυτές τις ασυνείδητες τάσεις είναι η προβολή, δηλαδή το να παρατηρεί κανείς στους άλλους αυτό που δεν επιθυμεί να συνειδητοποιήσει ότι υπάρχει και μέσα του. Για τον αντισημίτη, ο εβραίος μοιάζει δολοφονικός, βρωμερός και ακόλαστος, αποφεύγοντας έτσι να συνειδητοποιήσει ότι αυτές οι τάσεις υπάρχουν εντός του.

Αρχίζει έτσι να γίνεται κατανοητός ο λόγος για τον οποίο οι άγριες διαθέσεις του όχλου εκτρέπονται συχνά ενάντια στους εβραίους. Στο ασυνείδητο των ανθρώπων του εξαγριωμένου όχλου, ο εβραίος αντιπροσωπεύει όχι μόνο τις αρχές εξουσίας, ενάντια στις οποίες φοβούνται να επιτεθούν, αλλά επίσης τα ίδια τα καταπιεσμένα ένστικτά τους, τα οποία μισούν και τα οποία απαγορεύουν οι ίδιες αρχές εξουσίας εναντίον των οποίων μπορεί να κατευθύνονται. Ασυνείδητα, για τον αντισημίτη, ο εβραίος εκφράζει ταυτόχρονα αυτόν εναντίον του οποίου θέλει να εξεγερθεί και τις ίδιες τις εξεγερτκές τάσεις εντός του. Σ’ αυτή την προβολή συμβάλλει η αρχαϊκή και εμφατική «ξενότητα» των εβραίων.

Αυτήν την «ξενότητα» μοιράζονται οι εβραίοι μαζί με το ασυνείδητο όλων μας. Ένα αίσθημα «απόκοσμο» (uncanny) μας καταλαμβάνει όποτε κάτι, το οποίο θεωρούσαμε κάποτε αληθινό αλλά κατόπιν το απορρίψαμε, αποδεικνύεται τελικά ότι ήταν αληθινό. Για τον μέσο άνθρωπο ένας δολοφόνος, ιδιαίτερα ένας πατροκτόνος, ή κάποιος ένοχος για αιμομιξία, μοιάζει απόκοσμος, επειδή όλοι έχουμε αισθανθεί παρόμοιες ορμές τις οποίες αργότερα καταπιέσαμε. Αντιστρόφως, κάποιο μέλος οποιασδήποτε φυλής η οποία μπορεί να μοιάζει απόκοσμη, θεωρείται ότι μπορεί να είναι ικανό για φόνο και αιμομιξία. Ο εβραίος, με την ακατάληπτη γλώσσα του και τον ακατανόητο θεό του μοιάζει απόκοσμος στους μη-εβραίους, όχι μόνο επειδή δεν μπορούν να τον καταλάβουν και, επομένως, τον φαντάζονται ικανό για όλες τις αμαρτίες, αλλά ακόμα περισσότερο επειδή, στο βάθος, μπορούν να τον καταλάβουν πολύ καλά, εφόσον τα έθιμά του είναι αρχαϊκά, δηλαδή εμφανίζουν στοιχεία που οι μη-εβραίοι κάποτε είχαν αλλά τα έχασαν αργότερα.

Υπάρχει ακόμα και μία ορθολογική αντίδραση η οποία ενδυναμώνει την ανορθολογική πλευρά του αντισημιτισμού. Οι εβραίοι, ως φυλετική μειονότητα, ήταν παντού και πάντοτε καταπιεσμένοι. Είναι ξεκάθαρο ότι οι κυρίαρχοι λαοί πρέπει να φοβούνται την πιθανή εκδίκηση των καταπιεσμένων λαών, ιδιαίτερα όταν η καταπίεση είναι αποτυχημένη και οι καταπιεσμένοι αντιστέκονται ξανά και ξανά, πιστεύοντας μάλιστα ότι είναι ο «εκλεκτός λαός»[4] και απαρνούμενοι να παρατήσουν τις ιδιαιτερότητές τους παρόλα τα μαρτύρια. Για τους περισσότερους ανθρώπους, ο εβραϊκός θεός είναι ένας εκδικητικός και άγριος θεός, παρότι στην Παλαιά Διαθήκη παρουσιάζεται εξίσου, αν όχι περισσότερες φορές, ως πλήρης αγάπης και ελέους. Γιατί υπερτονίζονται αυτές οι πλευρές και οι εβραίοι θεωρούνται μοχθηροί και εκδικητικοί; Είναι πασίγνωστο ότι κάθε αντισημίτης έχει γνωρίσει έστω έναν εβραίο που δεν έχει κανένα παρόμοιο χαρακτηριστικό, και παρά την εμπειρία αυτή, ο αντισημιτισμός του μένει άθικτος.

Αυτή η υποτιθέμενη εκδικητικότητα των μοχθηρών εβραίων είναι και πάλι μία προβολή. Οι κυρίαρχοι δεν μπορούν να φανταστούν ότι οι καταπιεσμένοι δεν είναι εκδικητικοί, γνωρίζοντας πόσο εκδικητικοί θα ήταν οι ίδιοι σε παρόμοιες συνθήκες. Απορριπτόμενα ένστικτα και απορριπτόμενοι αρχαίοι καιροί ξαναζούν σ’ αυτόν τον ακατανόητο, γι’ αυτούς, λαό που ζει ως ξένος ανάμεσά τους. Αυτό το οποίο πίστευαν ότι ξεπέρασαν αναδύεται ξανά και ξανά σαν Ύδρα, και προσπαθούν να κόψουν όλα τα κεφάλια της. Συγχρόνως, το απεχθάνονται με τον ίδιο τρόπο που απεχθάνονται τα δικά τους αποκηρυγμένα ένστικτα. Η περιφρόνηση και η αδιαφορία χρησιμοποιούνται για να τους βοηθήσουν να ξεπεράσουν τον φόβο τους. Προσπαθούν να τον ξορκίσουν αποδεικνύοντας στον εαυτό τους πόσο εύκολο είναι να επιτεθούν στους ανυπεράσπιστους. Αλλά η απόδειξη δεν είναι ποτέ οριστική. Με μία περίεργη περηφάνια, ακόμα και έπαρση, οι ανυπεράσπιστοι επανέρχονται ξανά και ξανά. Ο φόβος δεν ξορκίζεται, και συνεπώς η περιφρόνηση και ο εξευτελισμός πρέπει να επανέλθουν για να αναιρεθεί ο μη αναιρέσιμος φόβος.

Για να συνοψίσουμε: ο αντισημίτης φτάνει στο μίσος για τους εβραίους από μία διαδικασία μετάθεσης, η οποία διεγείρεται εξωτερικά. Βλέπει στον εβραίο ό,τι του προκαλεί δυστυχία, όχι μόνο τον κοινωνικό καταπιεστή του αλλά επίσης τα δικά του ασυνείδητα ένστικτα, τα οποία έχουν αποκτήσει έναν αιμοχαρή, βρωμερό και επονείδιστο χαρακτήρα από την κοινωνική καταπίεσή τους.[5] Μπορεί να προβάλλει στους εβραίους ό,τι προβάλλει λόγω των πραγματικών ιδιαιτεροτήτων της εβραϊκής ζωής, την «ξενότητα» της διανοητικής τους κουλτούρας, των σωματικών (μαύρα μαλλιά) και θρησκευτικών (Θεός του καταπιεσμένου λαού) ιδιαιτεροτήτων τους και των παλαιών εθίμων τους.

Δύο προϋποθέσεις συνεπώς πρέπει να εκπληρωθούν προκειμένου ο αντισημιτισμός να γίνει μαζικό κίνημα. Πρώτον, μία επαναστατική διάθεση, ή τουλάχιστον μία έντονη δυσαρέσκεια των μαζών ενάντια στην υπάρχουσα κατάσταση, μία δυσαρέσκεια που μπορεί να στραφεί ενάντια στους εβραίους ως αποδιοπομπαίους τράγους. Δεύτερον, μία διακριτή εβραϊκή πολιτιστική ζωή εν μέσω της πολιτιστική ζωής του λαού που φιλοξενεί τους εβραίους, χωρίς να υπάρχει σημαντική συσχέτιση και επαφή μεταξύ των δύο αυτών μορφών πολιτιστικής ζωής.

Και οι δύο παραπάνω συνθήκες εκπληρώνονταν στην τσαρική Ρωσία αλλά και ευρύτερα στον αντισημιτισμό του Μεσαίωνα. Όμως δεν φαίνονται να εκπληρώνονται στον σύγχρονο αντισημιτισμό, στην εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία και στις Ηνωμένες Πολιτείας.

Στη Γερμανία, η χειραφέτηση των εβραίων είχε προχωρήσει σημαντικά. Η πλειοψηφία των βερολινέζων εβραίων ακολουθούσε ελάχιστα, αν όχι καθόλου, την εβραϊκή ζωή και τις παραδόσεις, θεωρώντας τους εαυτούς τους γερμανούς. Δεν υπήρχε αρχαϊκή «ξενότητα» κατάλληλη για την προαναφερθείσα προβολή. Παρόλα αυτά, η χρησιμοποίηση των εβραίων και όχι π.χ. των κοκκινομάλληδων ως «αποδιοπομπαίων τράγων» αποδεικνύει ότι η «ξενότητα», ή έστω η ανάμνησή της, ήταν ακόμα παρούσα.

Μπορούμε να υποθέσουμε ότι η δυσαρέσκεια των μαζών και η εβραϊκή διακριτότητα σχηματίζουν μία συμπληρωματική ενότητα για την παραγωγή αντισημιτισμού. Στη Γερμανία, πριν από τον εθνικοσοσιαλισμό, η δυσαρέσκεια των μαζών ήταν τόσο τεράστια ώστε χρειάστηκε ελάχιστη εβραϊκή διακριτότητα. Η εβραϊκή χειραφέτηση από τα παλαιά έθιμα ήταν ακόμα πρώιμη ενώ ο Μεσαίωνας υπήρξε μακρύς. Οι ιστορικές αλλαγές εξάλλου συμβαίνουν αργά και οι μνήμες της «εβραϊκής διακριτότητας» ήταν ακόμα ισχυρές.

Στις ΗΠΑ η κατάσταση μοιάζει αντίστροφη. Δεν υπάρχει καμία επαναστατική διάθεση ενώ, τουλάχιστον σε κάποια μέρη, η παραδοσιακή εβραϊκή ζωή ασκείται από πολλούς. Εντούτοις, οι εβραϊκές ιδιαιτερότητες σίγουρα δεν έχουν αυξηθεί, ενώ ο αντισημιτισμός έχει αυξηθεί. Η θεωρία οδηγεί εδώ στην υπόθεση ότι, αν και δεν είναι έκδηλη, μία μαζική δυσαρέσκεια πρέπει να είναι υπαρκτή στις ΗΠΑ.

Όλα αυτά τα ζητήματα καταδεικνύουν τα όρια της ψυχολογικής εξήγησης. Η πλήρης και αποτελεσματική χρησιμοποίηση από τους κυρίαρχους των ψυχολογικών δεδομένων που παραθέσαμε είναι δυνατή μονάχα υπό συγκεκριμένες οικονομικές και πολιτικές περιστάσεις, οι οποίες δεν είναι σε καμία περίπτωση δευτερεύουσας σημασίας.

[1] The Collected Papers of Otto Fenichel: second series, Norton, New York, 1954, σσ. 335-348. Είχε δημοσιευθεί αρχικά το 1946.

[2] Σχετικά με τους εβραίους που έγιναν δανειστές παραθέτουμε την άποψη του George M. Fredrickson: «Κάποτε ευπρόσδεκτοι ως διεθνείς έμποροι, οι εβραίοι εξαναγκάζονταν, σε ολοένα μεγαλύτερο βαθμό, λόγω του εμπορικού ανταγωνισμού που δέχονταν από χριστιανικές συντεχνίες εμπόρων, να στραφούν στη μη δημοφιλή, και θεωρούμενη τότε αμαρτωλή, ενασχόληση του δανεισμού με τόκο». Racism, A short history, Princeton University Press, 2003, σ. 19

[3] Δεν είμαστε καθόλου βέβαιοι γι’ αυτήν την παρατήρηση του Fenichel. Δεν γνωρίζουμε αν συνήθως τα μαλλιά των εβραίων είναι μαύρα, με τον ίδιο τρόπο για παράδειγμα που τα μαλλιά των σουηδών είναι συνήθως ξανθά.

[4] Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι πολλοί αμφισβητούν και σχετικοποιούν την ιδιαίτερη έμφαση που δίδεται συνήθως στην πίστη των εβραίων ότι είναι ο «περιούσιος λαός». Καταρχήν, παρόμοια σχέση με τη θρησκεία τους έχουν πολλοί λαοί (βλ. π.χ. την υποτιθέμενη ιδιαίτερη σχέση ελληνισμού και ορθοδοξίας). Και περαιτέρω, υπάρχουν τάσεις εντός της εβραϊκής θρησκείας που ερμηνεύουν εντελώς διαφορετικά αυτόν τον χαρακτηρισμό του «περιούσιου λαού» για τους εβραίους.

[5] Για να μη δημιουργηθούν παρεξηγήσεις, σημειώνουμε ότι για τον Fenichel η καταπίεση των ενστίκτων δεν είναι κάτι κακό από μόνη της. Ο συγκεκριμένος τρόπος καταπίεσής τους που επιβάλλεται από την καπιταλιστική κοινωνία δημιουργεί μία προβληματική σχέση μ’ αυτά.
</font

Συνελεύσεις γειτονιάς: προτάσεις για την οργάνωση και την ενδυνάμωσή τους

Παραθέτουμε εδώ κάποιες προτάσεις για τις συνελεύσεις γειτονιάς, τις οποίες θεωρούμε κρίσιμες με βάση τη μέχρι τώρα εμπειρία μας σε σχέση μ’ αυτές.

Οι συνελεύσεις γειτονιάς είναι κάτι πολύ σημαντικό για όλους μας! Αποτελούν μικρούς προπομπούς μίας άλλης, καλύτερης οργάνωσης της κοινωνίας. Δεν πρέπει να τις αντιμετωπίζουμε πρόχειρα και βιαστικά θεωρώντας τις ως κάτι παροδικό. Ιδιαίτερα στην προοπτική αύξησης της συμμετοχής, η καλή οργάνωση καθίσταται απολύτως αναγκαία.

Ιστορικά, αν πέτυχαν κάτι οι συνελεύσεις, το πέτυχαν εξασφαλίζοντας τις συνθήκες και τις διαδικασίες εκείνες που οδηγούν στη λήψη συγκεκριμένων αποφάσεων οι οποίες αποτελούν έκφραση της βούλησης των συμμετεχόντων. Έτσι, μία συνέλευση πρέπει οπωσδήποτε να έχει συντονιστή ή συντονίστρια (όχι μονίμως τους ίδιους) καθώς και ένα στοιχειώδες πρόγραμμα για τη διεξαγωγή της. Δεν γίνεται η σειρά των ομιλητών να είναι τυχαία, να περνάει ο καθένας κατά βούληση από το ένα θέμα στο άλλο, κάποιοι να μιλάνε μισή ώρα και κάποιοι μισό λεπτό, και άλλα παρόμοια που δυστυχώς συμβαίνουν στην πλειοψηφία των περιπτώσεων.

Ο συντονισμός ορίζει τον χρόνο που έχουν στη διάθεσή τους οι ομιλητές στοχεύοντας αφενός στο να εκφραστούν όσο περισσότεροι γίνεται και, αφετέρου, στο να δοθεί η δυνατότητα να ασχοληθεί η συνέλευση με όλα τα θέματα που την ενδιαφέρουν. Φυσικά η ροή της συνέλευσης μπορεί να λάβει διαφορετική τροπή αν το επιθυμήσει η πλειοψηφία, αλλά αυτό δεν αναιρεί την αναγκαιότητα σοβαρής οργάνωσής της. Μια καλή ιδέα για την αντιμετώπιση πολλών θεμάτων, είναι η δημιουργία μικρών επιτροπών/ομάδων για κάθε θεματική.

Επίσης, μία συνέλευση δεν μπορεί να παίρνει στα σοβαρά τον εαυτό της εάν δεν έχει έναν ρητό τρόπο λήψης αποφάσεων. Δεν μπορεί να μένουν στο τέλος όσοι έχουν τις ισχυρότερες αντοχές και να παίρνουν τις αποφάσεις, ούτε ο τρόπος απόφασης να είναι κάθε φορά θέμα τύχης και συγκυριών. Κάποιες «καταστατικές» συναντήσεις οφείλουν να ξεκαθαρίσουν αυτό το θέμα (όχι αναγκαστικά με τελεσίδικο τρόπο, πρέπει να είμαστε ανοιχτοί στις αλλαγές και στις βελτιώσεις). Εμείς προτείνουμε τον δημοκρατικό τρόπο λήψης των αποφάσεων, μετά από ουσιαστική συζήτηση και κατάθεση απόψεων, δηλαδή να επικρατεί η πρόταση που συγκεντρώνει τουλάχιστον την προτίμηση του 50% της συνέλευσης συν ενός ή μίας ακόμα, αν και η πραγμάτευση αυτού του θέματος ανήκει σε μελλοντικό άρθρο.

Από ανθρώπους που θα ενδιαφερθούν να συμμετάσχουν σε μία συνέλευση γειτονιάς δεν μπορούμε να απαιτήσουμε να διαθέσουν έξι ώρες από τον χρόνο τους επειδή δεν έχουμε εξασφαλίσει στοιχειώδη οργάνωση! Να το ζητήσουμε αυτό όταν συντρέχουν σοβαροί λόγοι! Ούτε μπορούμε να ζητάμε τη συμμετοχή του κόσμου όταν δεν έχουμε φροντίσει να εξασφαλιστεί η έκφραση της γνώμης όλων καθώς και η ουσιαστική συμβολή τους στην εκάστοτε λήψη αποφάσεων. Ευλόγως πολλοί δεν επανέρχονται σε συνελεύσεις που είδαν ότι λειτουργούν εντελώς ανοργάνωτα.

Θεωρούμε τα παραπάνω εκ των ων ουκ άνευ προϋποθέσεις εάν μία συνέλευση θέλει να σέβεται τον εαυτό της. Θα συζητήσουμε τώρα και κάποιες από τις πιθανώς επαρκείς συνθήκες για την ενδυνάμωση των συνελεύσεων.

Οι πολίτες είναι πιθανότερο να ασχοληθούν με τις συνελεύσεις εάν η συμμετοχή τους θα έχει κάποιο αντίχτυπο στη ζωή τους. Πώς μπορούν να γίνουν οι συνελεύσεις αποτελεσματικότερες; Σε πρώτη φάση με τη συνεργασία μεταξύ τους. Ένα τοπικό ζήτημα πιθανώς μπορεί να επιλυθεί με τη δράση της αντίστοιχης συνέλευσης, αλλά υπάρχουν πολύ σημαντικά ζητήματα για τα οποία μπορούν να έχουν νόημα αγώνες που θα προκύπτουν μονάχα από τη συνεργασία μεταξύ των συνελεύσεων γειτονιάς, ή ακόμα και μεταξύ των δημοτικών συνελεύσεων (για παράδειγμα, στο κρίσιμο θέμα της ΕΥΑΘ και του νερού στη Θεσσαλονίκη δεν μπορεί να δοθεί προοπτική μόνο από τη συνέλευση Συκεών, ούτε από τη συνέλευση της περιοχής Σχολής τυφλών, Ευζώνων και Φαλήρου). Η επικοινωνία και η συνεργασία μεταξύ των συνελεύσεων βρίσκεται σήμερα σε εμβρυακό στάδιο και οφείλουμε να παλέψουμε για την περαιτέρω ανάπτυξή τους.

Δεν μπορούμε ωστόσο να μην αναφέρουμε εδώ τον, κατά τη γνώμη μας, σπουδαιότερο παράγοντα για την ενδυνάμωση των συνελεύσεων γειτονιάς: την ανάληψη της τοπικής εξουσίας εκ μέρους τους. Αυτή η τοπική εξουσία υπάρχει κάτω απ’ τη μύτη μας και αντί να γίνει όργανο για την ανάπτυξη αγώνων που εξυπηρετούν τα συμφέροντα της πλειοψηφίας, μένει στα χέρια αντιπροσώπων οι οποίοι, όσο καλοπροαίρετοι κι αν είναι, δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τη γενική βούληση. Ακόμη όμως και να μπορούσαν, που δεν μπορούν, δεν θα άλλαζε κάτι: θέλουμε τη δημοκρατία, όχι μονάχα επειδή πιστεύουμε ότι έτσι θα λύσουμε τα προβλήματά μας με τον καλύτερο τρόπο, αλλά και επειδή θέλουμε να είμαστε ελεύθεροι μεταξύ ελεύθερων, δεν θέλουμε να είμαστε υπήκοοι, πιόνια στα χέρια άλλων, ούτε να ζούμε ως απομονωμένοι καταναλωτές και θεατές, αφήνοντας την κοινωνικότητά μας να παραλύει μέχρι θανάτου.

Αυτό σημαίνει συνεχή πίεση προς τις δημοτικές αρχές (και όχι μόνο) για τη «θεσμοποίηση» των συνελεύσεων, δηλαδή για τη σταδιακή εκχώρηση εξουσίας και οικονομικών πόρων σ’ αυτές. Σε ωριμότερο στάδιο, αυτές οι συνελεύσεις γειτονιάς θα μπορούσαν να διεκδικήσουν το σύνολο της τοπικής εξουσίας, συμμετέχοντας και νικώντας στις τοπικές εκλογές, καθιστώντας μονάχα «βιτρίνα» τον δήμαρχο και το δημοτικό συμβούλιο. Η τοπική εξουσία περνάει έτσι εκεί όπου ανήκει, στις ανοιχτές τοπικές λαϊκές συνελεύσεις.

Σ’ αυτήν την προοπτική, τα λαϊκά κινήματα βάσης θα μπορέσουν να αξιοποιήσουν κάθε ευκαιρία για την ανάπτυξη των αγώνων τους και σε βάθος χρόνου να αντιμετωπίσουν με ίσους όρους ακόμα και το ίδιο το σύστημα που αναπαράγει σήμερα την ιεραρχία, την οικονομική εξαθλίωση, τον ρατσισμό, τον σεξισμό και την οικολογική αποσύνθεση. Η έλλειψη οργάνωσης ικανοποιεί μονάχα το σύστημα και όχι την υπόθεση της απελευθέρωσης.