Η πραγματικότητα της μη-πραγματικότητας του μεταμοντέρνου ανορθολογισμού

του Γιώργου Δαρεμά[1]

Στο δοκίμιο του ριζοσπαστικού στοχαστή της «ελευθερίας» Μ. Μπούκτσιν παρουσιάζεται μια γενική κριτική των μεταμοντέρνων ιδεών ως κυρίαρχο ρεύμα της σημερινής διανόησης. Κύριο μέλημα αυτής της κριτικής είναι να καταδειχθεί ο ανορθολογικός χαρακτήρας αυτών των ιδεών που συνεπάγεται τον εξοβελισμό του ορθού λόγου και της κληρονομιάς του Διαφωτισμού από τη σύγχρονη κριτική σκέψη. Συνάμα ο Μπούκτσιν εκθέτει με ευσύνοπτο τρόπο βασικές θέσεις του εμφορούμενος από τον «διαλεκτικό Λόγο» ως τον κατ’εξοχήν λόγο που εστιάζει σε μια θεωρητική ανασυγκρότηση του υπαρκτού ώστε να αναδεικνύεται και να θεμελιώνεται η δυνατότητα του ανθρώπινου χειραφετητικού προτάγματος και η πρακτική άρση των σχέσεων κυριαρχίας, εκμετάλλευσης, καταπίεσης καθώς και της ιεραρχικής οργάνωσης των θεσμών της καπιταλιστικής νεωτερικότητας.

Στο παρόν σημείωμα πραγματευόμαστε εν συντομία μια κεντρική διάσταση της μεταμοντέρνας θεωρίας, τη θέση που κατέχει η έννοια της «αλήθειας» και τις παρεπόμενες ηθικοπολιτικές, πραξεολογικές συνέπειες που απορρέουν από αυτήν. Για τα Ελληνικά δεδομένα η μεταμοντέρνα θεωρία αποτελεί terra incognita, όχι εξαιτίας του δυσνόητου και στρυφνού χαρακτήρα της αλλά γιατί όπως κάθε ‘θεωρητικός λόγος’ προσκρούει στον κυρίαρχο αντιδιανοουμενισμό και στον χωρισμό θεωρίας/πράξης που καταδυναστεύει την επικρατούσα μαζική κουλτούρα. Ένας χωρισμός που βολεύει την απερίσκεπτη, «τυφλή» πολιτική δράση, την ξεκομμένη από έλλογες αρχές πρακτική γιατί έτσι «αποδεσμεύονται» οι πολιτικοί δρώντες (και πόσω μάλλον οι άρχοντες της πολιτικής) από την αναγκαία υποχρέωση να λογοδοτούν και να αιτιολογούν ορθολογικά τις όποιες πολιτικές αποφάσεις λαμβάνουν. Χωρίς την εποπτεία του ορθολογικού στοχασμού η πολιτική πράξις υποβιβάζεται σε πρακτικισμό, η ορθοπραξία σε ‘αυθαιρεσία της θέλησης’ και παρά τον φαινομενικό εξισωτισμό των βουλήσεων (‘όποιος θέλει αυθαιρετεί’) ένα τέτοιο καθεστώς συσκοτίζει την υπάρχουσα ανισότητα ισχύος και την προνομιακή προώθηση των ιδιοτελών επιδιώξεων των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων.

Ο μεταμοντέρνος λόγος αυτοπαρουσιάζεται ως ‘κριτικός λόγος’ με την έννοια ότι δεν προβάλλει δογματικά μια σύλληψη του κόσμου στηριγμένη σε «αυθαίρετες αρχές» αλλά ότι αντλεί τον λόγο ύπαρξης του «παρασιτικά» προς τον κυρίαρχο λόγο, αποδιαρθρώνοντας, «αποδομώντας» τον με το να εντοπίζει τις εσωτερικές ανακολουθίες του και κυρίως με το να ‘αποκαλύπτει’ ότι πίσω από το αίτημα γνώσης του κόσμου ενεδρεύει η επιδίωξη κυριάρχησης πάνω στη φύση και την κοινωνία.

Η καταστατική θέση των μεταμοντέρνων εκκινεί από την διακήρυξη περί του «τέλους των ολιστικών αφηγήσεων».[2] Πέρα από αναμάσημα της πεπαλαιωμένης θέσης του νεοσυντηρητικού κοινωνιολόγου Daniel Bell για το «τέλος της ιδεολογίας», η θέση αυτή εισάγει το καινοφανές στοιχείο ότι κάθε θεωρία που αιτείται τη συνολική κατανόηση του κόσμου ως ιστορικοκοινωνική ολότητα δεν είναι παρά μια «αφήγηση», τίποτα περισσότερο από έναν εκκοσμικευμένο μύθο, μια «μυθοποιητική» όπως εύστοχα επισημαίνει ο Μπούκτσιν, ισάξια σε γνωστικό κύρος με κάθε άλλη αφήγηση είτε μυθολογική είτε θρησκευτική είτε μυστικιστική είτε παραληρηματική καθώς έχουν εξαφανισθεί σε αυτή τη θεώρηση τα αντικειμενικά κριτήρια βάσει των οποίων θα μπορούσε κανείς αφενός να πιστοποιήσει ότι η πραγματικότητα είναι συγκροτημένη με ένα προσδιορισμένο τρόπο και όχι έρμαια απροσδιόριστων τυχαιοτήτων, αφετέρου δε να εναντιωθεί στην εκάστοτε προβαλλόμενη ‘ερμηνευτική’ ότι υπολείπεται του πραγματικού βλέποντας τα πράγματα από μια μονόπλευρη, περιορισμένη οπτική γωνία που αντιλαμβάνεται μόνο ό,τι την ‘συμφέρει’ εντός του περιορισμένου οπτικού πεδίου της.

Η μεταμοντέρνα θεώρηση σε όλες τις παραλλαγές της εδράζεται στη περιβόητη «γλωσσική στροφή» της κοινωνικοπολιτικής θεωρίας που συντελέσθηκε μέσα στον 20ο αιώνα. Η «γλώσσα» από ιστορικοκοινωνικά διαμορφωμένο συμβολικό σύστημα περιγραφής και αναπαράστασης της πραγματικότητας προβιβάζεται σε οντολογικό πρωτείο της σύστασης του κόσμου. Αντί η «γλώσσα» να διαμεσολαβεί τη νοητική ανασυγκρότηση ενός εξω-γλωσσικού κόσμου και να υπάγεται στους εκάστοτε συμπροσδιορισμούς του, μετατρέπεται τώρα σε σφαίρα νοηματοδότησης ενός κόσμου που αν υπάρχει και το πώς υπάρχει είναι αποκλειστικό προϊόν ενδογλωσσικών κατασκευών, «λεκτικών παιγνίων» αυτών που τα διατυπώνουν και από τον «τόπο» που τα εκφέρουν. Το τι είναι ο κόσμος καθεαυτόν και κατ’ επέκταση η «αλήθεια» του παύει να υφίσταται ως γνωστικά προσπελάσιμο ενδιαφέρον της σκέψης και αντ’ αυτού προεξάρχει το τι νομίζουμε ό,τι είναι ο κόσμος στη βάση των προδιαγραφών του «τελικού λεξιλογίου» που έχουμε επιλέξει για να τον νοηματοδοτήσουμε.[3] Η πρωτοκαθεδρία της γλώσσας ως εφαλτήριο «κατασκευής» απειράριθμων προσεγγίσεων τού κοινωνικού είναι δεν εξαντλείται με τους μεταμοντέρνους σχετικιστές αλλά συμπεριλαμβάνει μοντέλα «διυποκειμενικότητας» όπως την «επικοινωνιακή θεωρία» του Χάμπερμας καθώς και κοινωνιολογικές προσεγγίσεις περί «κοινωνικού ορισμού» της πραγματικότητας.[4]

Δεδομένης της βαβέλ των γλωσσών (και ως «γλώσσα» εννοείται εδώ κάθε ιδιόμορφο πολιτισμικό μόρφωμα) που επικρατεί στον σημερινό κόσμο, η «αλήθεια» του κόσμου κατακερματίζεται σε μια πανσπερμία ‘γλωσσικά εντοιχισμένων’ απόψεων αληθείας, δηλαδή η «αλήθεια» σχετικοποιείται ως παράγωγο των επιμέρους προοπτικών, των τοπικά και χρονικά περιορισμένων επόψεων του επιστητού. Παραδόξως, ενώ ο μεταμοντέρνος σχετικισμός εμφανίζεται ως αντιδογματισμός που κλονίζει συθέμελα τις παραδεδομένες «βεβαιότητες» του θετικισμού, στην πραγματικότητα απολυτοποιεί την σχετικοποίηση των πάντων μη δεχόμενος την δυνατότητα ύπαρξης μιας μη-σχετικοποιημένης πραγματικότητας.[5] Ταυτόχρονα, ενώ προτάσσει την ενδελεχή σκεπτικιστική υπονόμευση κάθε «βεβαιότητας» (αναστοχαστικά διαυγασμένης αλήθειας) αρνείται να υποβάλλει σε κριτικό ορθολογικό έλεγχο τις αρκτικές προϋποθέσεις του ή τις εναρκτήριες παραδοχές του. Αν τα πάντα σχετικοποιούνται υπό την οπτική γωνία του ‘νοηματοδοτούντος’ υποκειμένου τότε ακόμη και η πρωταρχική κρίση της φιλοσοφίας ότι το Ον είναι δηλαδή ότι υπάρχει το Σύμπαν τίθεται σε αμφιβολία. Σωστά ο Μπούκτσιν διαβλέπει ότι το υπόστρωμα του σχετικισμού συνιστά ένας ακραίος υποκειμενισμός, ο σολιψισμός.

Η σχετικοποίηση της «αλήθειας» οδηγεί στην ανυπαρξία της αλήθειας. Από την στιγμή που εξαλείφονται τα αντικειμενικά κριτήρια γνώσης της αλήθειας και απαλείφονται οι αντικειμενικά έλλογοι γνώμονες αξιολόγησης των ισχυρισμών περί αληθείας τότε κάθε ‘αλήθεια’ δεν είναι παρά μια υποκειμενική δοξασία ‘αληθής’ για την κουλτούρα που την ενστερνίζεται, το ενδεχομενικό πιστεύω του ενός εξίσου ‘έγκυρο’ με κάθε άλλο έστω και αν ισχυρίζονται αντίθετες ‘αλήθειες’. Προκύπτει εξ’ αυτού η απεμπόληση του λογικού κριτηρίου της μη-αντίφασης. Συνακόλουθα όμως, και αυτό είναι κρίσιμο από πλευράς χειραφετητικού προτάγματος, η αντινομική συγκρότηση της καπιταλιστικής κοινωνικής πραγματικότητας αποσιωπάται εν ονόματι της πλουραλιστικής διαφοράς των απόψεων που διεκδικούν την αποδοχή της ‘δικιάς τους’ αλήθειας. Η κριτική της αλλοτριωμένης πραγματικότητας υποκαθίσταται από τον «ορισμό» τής κατά το δοκούν πραγματικότητας.

Με την απολυτοποίηση της σχετικότητας της αλήθειας, ως ‘αλήθεια’ αναδεικνύεται όχι αυτή που έχει τον ορθό λόγο με το μέρος της αλλά όπως αυτή ορίζεται στη βάση της κατοχής οικονομικοπολιτικής και πολιτισμικής ισχύος που επιτρέπει την επιβολή της ως ‘αλήθεια’. Κλασικό παράδειγμα αποτελεί το μοντέλο της «ολοκληρωτικής αγοροκρατίας» που εννοημένο ως ‘πρότυπο δημοκρατίας’ (ο πολίτης ως αγοραίος καταναλωτής) εξάγει η μονοκρατορία των Η.Π.Α. διαθέτοντας τα μέσα οικονομικής, πολιτικής και πολιτισμικής κατίσχυσης του.

Η υποκειμενοποίηση (με άξονα αναφοράς ατομικά ή/και συλλογικά υποκείμενα) του λόγου περί ‘αληθείας’ και η αφάνιση της αλήθειας καθεαυτή που διακηρύσσει ο μεταμοντέρνος ανορθολογισμός υποβαστάζει την κυρίαρχη αστική ιδεολογία επιτρέποντας τους ακόλουθους μετασχηματισμούς. Ας πάρουμε για παράδειγμα το κοινωνικό φαινόμενο της καταπίεσης. Η καταπίεση είναι μια κοινωνική σχέση μεταξύ εξουσιαστών και εξουσιαζομένων όπου η σύσταση της σχέσης αφαιρεί την δυνατότητα από τον εξουσιαζόμενους να αυτο-προσδιορίζονται, δηλαδή να πράττουν ελεύθερα ενώ ταυτόχρονα τους υποβιβάζει σε αντικείμενο της βούλησης του άλλου, του εξουσιαστή, καθιστώντας τους πράγματα, πραγμοποιημένους δρώντες. Η κυρίαρχη ιδεολογία αλλοιώνει την πραγματική υφή της καταπίεσης μέσω της συμβολικής διαδικασίας της προσωποποίησης. Αυτό που πριν ήταν μια κοινωνική σχέση συστηματικού χαρακτήρα και ενταγμένη σε ένα θεσμικό πλαίσιο εμφανίζεται τώρα ως αποτέλεσμα των προσωπικών ιδιοτήτων του εξουσιαστή.

Έτσι απαλείφεται το πλέγμα ιστορικοκοινωνικών προσδιορισμών που παρήγαγαν την καταπιεστική σχέση με αναγκαστικό αιτιοκρατικό τρόπο και αντ’αυτού επέρχεται η ψυχολογικοποίηση της εξουσιαστικής λειτουργίας. Ο εξουσιαστής, ο ιεραρχικά ανώτερος ως εργοδότης, πολιτικός αρχηγέτης, εκκλησιαστικός άρχοντας, πατριάρχης-σύζυγος ή γονιός, ο πολιτισμικός αυθέντης (κάτοχος δογματικά παραδεδομένης αυθεντίας), ‘κατασκευάζεται’ ως κυρίαρχο πρόσωπο από την προσωπική βουλή τού οποίου συναρτάται η παρουσία/απουσία τού καταπιεστικού φαινομένου. Από πλευράς λογικής διαπράττεται το μεθοδολογικό σφάλμα της υποστασιοποίησης. Η σχέση ως ουσία της καταπίεσης αποκρύπτεται αντικαθιστώμενη από το υποκείμενο/υπόσταση ως τον ενεργό παραγωγό της καταπιεστικής κατάστασης. Αυτός ο μετασχηματισμός επιφέρει δύο ιδεολογικές συνέπειες. Πρώτον, η καταπίεση εμφανίζεται να είναι προϊόν των προθέσεων τού καταπιεστή άρα η αντικειμενικότητα της καταπίεσης ανάγεται σε δίκη προθέσεων καλών ή κακών καταπιεστών. Δεύτερον και σημαντικότερο, η καταπίεση ως ‘προσωπικό ιδίωμα’ γίνεται αντιληπτή ως ενδεχομενικότητα δηλαδή ότι υφίσταται τυχαία και συγκυριακά και ότι θα μπορούσε εξίσου τυχαιοκρατικά να μην υφίστατο ή να εξαλειφόταν. Κατά συνέπεια η πολιτική πρακτική που απορρέει από την προσωποποίηση των πάσης φύσεως καταπιεστικών σχέσεων οδηγείται αφενός στη καταγγελία του καταπιεστή ως ατόμου αφήνοντας στο απυρόβλητο τις δομικές σχέσεις που διαμορφώνουν τους όρους καταπίεσης και αφετέρου εξαντλούνται σε πολιτικές ‘διαπαιδαγώγησης’ ή πειθούς των καταπιεστών προκειμένου να αλλάξουν. Η αναγωγή της καταπιεστικής δομής σε ατομική συμπεριφορά ενισχύει τον ατομοκεντρικό χαρακτήρα της καπιταλιστικής κοινωνίας καθώς εντάσσεται σε μία ‘αυτονόητα’ ορθή υποκειμενική παράσταση του κόσμου που υπερπροβάλλει την ιδέα της δημιουργίας του κοινωνικού ως τυχαίας συνισταμένης ατομικών επιλογών δράσης και έτσι οδηγούμαστε στην επίφαση της εξαφάνισης της καταπίεσης αφού εναπόκειται στο κάθε δρώντα να απέχει από το να καπιέζει ή να καταπιέζεται κατά το δοκούν.

Η μεταμοντέρνα απάρνηση της ισχύος της αντικειμενικής αλήθειας (της συμφωνίας του κόσμου ως ολότητας, ως ιστορικοκοινωνικά υπαρκτού συμπεριλαμβανομένων των ενύπαρκτων δυνατοτήτων μεταβολής του, με την ΄Εννοια του μέσω της διαμεσολάβησης του ορθού Λόγου)[6] συνεπάγεται επιπρόσθετα ότι η έλλογη κριτική των καταπιεστικών σχέσεων σχετικοποιείται αναφορικά με την υποκειμενική οπτική είτε του καταπιεστή είτε του καταπιεζομένου με αποτέλεσμα η ‘καταπίεση’ να υπάρχει μόνο και όταν έτσι νομίζει το ένα ή το άλλο υποκείμενο. Αντί λοιπόν να μπαίνει στο στόχαστρο της κριτικής η πληθώρα φαινομένων και συνθηκών που παράγουν καταπίεση και ανελευθερία τίθεται στο επίκεντρο της καταδολίευσης ο Λόγος που αξιώνει τον εντοπισμό και την συνακόλουθη άρση των δομών καταπίεσης. Το ‘πρόβλημα’ μετατίθεται στον Λόγο που επιχειρεί να κατηγοριοποιήσει και να αναστοχασθεί την αλλοτριωμένη φύση τού υπάρχοντος κοινωνικού είναι ‘επιβάλλοντας’ διανοητικούς κορσέδες στο πραγματικό και όχι στην ίδια τη κοινωνική πραγματικότητα που έτσι και αλλιώς για τους μεταμοντέρνους ανορθολογιστές είναι καθεαυτή απροσπέλαστη καθόσον κάθε πρόσβαση σε αυτή είναι μεσολαβημένη από την γλώσσα και τα εκάστοτε ιδιάζοντα συμβολικά πλαίσια που ενοικούν σε αυτή.

Εξαιτίας της παντοδυναμίας της γλώσσας να νοηματοδοτεί τον κόσμο όπως αυτός επικαιροποιείται εμπειρικά εντός της πολλαπλότητας των επιμέρους πολιτισμικών κοινοτήτων (κάθε κοινότητα ως αποκλειστικός φορέας της προσίδιας γλώσσάς της και άρα της ‘αυτοπροσδιορισμένης’ πολιτισμικής της ταυτότητας) η μεταμοντέρνα σκέψη αρνείται να στοχασθεί το έτερο της γλώσσας και ως εκ τούτου παγιδεύεται σε ένα γλωσσικό ιδεαλισμό που ναρκισσεύεται ότι αρκεί να αλλάξουμε τα «γλωσσικά παίγνια» εντός των οποίων ορίζεται η εκάστοτε κοινωνική πραγματικότητα προκειμένου να αλλάξουμε τον κόσμο. Ακόμη και ο πολιτικοποιημένος μεταμοντερνισμός που διεκδικεί δάφνες ριζοσπαστικότητας δεν αντιλαμβάνεται το λογικό ανακόλουθον που προκύπτει όταν εκ της αρχής ότι το νόημα παράγεται ως «ρηματικές κατασκευές» αποκλειστικά εντός του γλωσσικού πεδίου, εξυπακούεται ότι το νόημα δεν υπόκειται και σε εξω-ρηματικούς συμπροσδιορισμούς του.[7] Από την ‘λογική’ αυτή απορρέει το πρόταγμα της «πολιτικής ορθότητας» δηλαδή της ευαισθητοποίησης απέναντι σε ‘καλές’ και ‘κακές’ λέξεις η χρήση των οποίων επιβραβεύει ή «πληγώνει» τα αισθήματα ταυτότητας της μιας ή της άλλης κοινωνιοπολιτισμικής συλλογικότητας. Χωρίς να παραγνωρίζουμε την σημασία της ονοματοδοσίας για την συμβολική αυτοκατανόηση των κοινωνικών υποκειμένων καθώς και τον ρόλο που επιτελεί στις επιδιώξεις των αρχουσών τάξεων να υιοθετούνται από τους κυριαρχουμένους οι γλωσσικοί συμβολισμοί που φυσικοποιούν την υποταγή τους, που την εμφανίζουν σαν μια φυσική τάξη πραγμάτων, εντούτοις δεν μπορούμε να παραβλέψουμε την ιδεολογική αντιστροφή που λαμβάνει χώρα στη σκέψη των μεταμοντέρνων αναφορικά με την σχέση γλώσσας και κυριάρχησης. Αν θέσουμε το ερώτημα: τελικά ποιος έχει την ικανότητα να νοηματοδοτεί τον κόσμο, η γλώσσα ή οι σχέσεις κυριάρχησης, τότε διαπιστώνουμε την «επιστροφή του απωθημένου» ιστορικοκοινωνικού πραγματικού.

Η νοηματοδοσία των συμβόλων και γλωσσικών σημείων που κάνει χρήση η κάθε «ομιλιακή κοινότητα» εδράζεται στη κατοχή, στον έλεγχο ή/και στην ιδιοκτησία των κοινωνιο-υλικών φορέων παραγωγής νοήματος όπως είναι φερ’ ειπείν ο εκπαιδευτικός θεσμός, τα μέσα μαζικής/δημόσιας επικοινωνίας, οι εθνικής εμβέλειας δημόσιες τελετουργίες και η επίσημη, δημόσια επικύρωση των εθνικών συμβόλων που συνέχουν τα μέλη των κοινωνιών σε φαντασιακές εθνικές συλλογικότητες. Δεν εναπόκειται λοιπόν στο υποτιθέμενο πρωτείο της γλώσσας το κατά πόσον η υιοθέτηση ενός «έσχατου λεξιλογίου» σημασιοδοτεί την ύπαρξη ή όχι κυριαρχικών σχέσεων, ούτε εκκινούν οι ποικίλες ομιλιακές κοινότητες από μια ισότιμη βάση νοηματοδότησης των όρων ζωής τους όπως το συλλαμβάνει η φιλελεύθερη πλουραλιστική παράδοση αλλά έγκειται στην ανισότητα ισχύος, στον αποκλεισμό που επιβάλλει η ιδιοκτησιακή κατοχή και στις μορφές κοινωνικής σύγκρουσης κατά πόσον ο τρόπος που νοηματοδοτείται ο κόσμος των υποκειμένων και των αντικειμένων είναι αποτέλεσμα συλλογικής αυτονομίας ή ετερόνομου εξαναγκασμού. Πίσω από την κυριαρχία της γλώσσας κρύβεται η γλώσσα του κυρίαρχου.

Το πρωτείο στη γλώσσα δεν απαντάται αποκλειστικά στη μεταμοντέρνα σκέψη αλλά με ελαφρώς τροποποιημένη μορφή, ανθρωπολογικά επενδεδυμένο συνιστά την βάση της Χαμπερμασιανής σύλληψης και ιδιαίτερα της απόπειράς του να ‘ανασκευάσει’ τις κατ’ αυτόν ατέλειες του ιστορικού υλισμού. Απόπειρα που τον οδηγεί όχι στην αποκατάσταση της Μαρξικής φιλοσοφίας της ιστορίας αλλά στη συλλήβδην υπέρβαση του ιστορικού υλισμού και στη διαπίστωση ότι το καπιταλιστικό σύστημα συνιστά τον ευκταίο τρόπο αναπαραγωγής της υλικής ζωής.[8] Ο Χάμπερμας δεν είναι ένας τυχαίος θεωρητικός αλλά χαρακτηρίζεται ως συνεχιστής της κλασικής κριτικής θεωρίας, της σχολής της Φραγκφούρτης. Η «γλωσσική στροφή» του και η συνακόλουθη έμφαση στην πρωτοκαθεδρία της «ερμηνευτικής των αναγκών» των υποκειμένων όπως αυτά, άνευ της διαμεσολάβησης της κυρίαρχης ιδεολογίας, βιώνουν την ύπαρξη τους στον βιόκοσμο ευθυγραμμίστηκε με τον μεταμοντέρνο πλουραλισμό τον οποίο υποτίθεται ότι αντιμαχόταν. Έτσι όμως απαξίωσε το χειραφετητικό δυναμικό που ενυπήρχε στη θεωρητική σύλληψη της κριτικής θεωρίας. Υποβιβάζοντας την συγκεκριμένη ιστορικότητα των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων σε ενδεχομενική επιφαινομενικότητα μιας φιλοσοφικής ανθρωπολογίας των «ιδεωδών όρων ομιλίας» προς την οποία πρέπει να προσβλέπουν οι δρώντες προκειμένου να επιτυγχάνουν έλλογες συναινέσεις εξέτρεψε τους όρους της απελευθερωτικής κριτικής από τις αντικειμενικές συνθήκες καταδυνάστευσης στους υποκειμενικούς όρους συμβολικής αυτοκατανόησης των δρώντων υποκειμένων. Είναι ορθή η συμπερίληψη του Χάμπερμας στον αλλοπρόσαλο αστερισμό του μεταμοντερνισμού από τον Μπούκτσιν (καίτοι ο Χάμπερμας δεν απαρνιέται το αίτημα της διαύγασης του κόσμου από τον ορθό λόγο) καθώς η θεωρητική του σύλληψη απεμπολεί ή ακόμα και αντιστρατεύεται το επαναστατικό πρόταγμα για την έλλογη αλλαγή της καθεστηκύϊας τάξης πραγμάτων.

Στη σφαίρα της κοινωνικής θεωρίας η μεταμοντέρνα «αφήγηση» ρίζωσε με ταχύ τρόπο στους νέους επιστημονικούς κλάδους των πολιτισμικών και επικοινωνιακών σπουδών, στους παραδοσιακούς τομείς των ανθρωπιστικών σπουδών και σε σημαντικό βαθμό αναδεικνύεται σε ένα πρωτεύον «υπόδειγμα» επιστημονικού σκέπτεσθαι στις κοινωνικές επιστήμες. Οι λόγοι αυτής της ταχύτατης διείσδυσης είναι σύνθετοι οφείλονται όμως κυρίως σε τρεις παράγοντες. Η κοινωνική θεωρία σήμερα παράγεται από τα πανεπιστημιακά ιδρύματα του Δυτικού κόσμου με την επικουρία των ερευνητικών κέντρων και των «δεξαμενών σκέψης» που επεξεργάζονται την καταγραφή και την θεματοποίηση των κοινωνικών ζητημάτων και του σχηματισμού πολιτικών. Ο επικρατούν θεωρητικός προσανατολισμός είναι αυτός ενός θετικισμού που ισχυρίζεται ότι περιγράφει αντικειμενικά την κρατούσα κοινωνική πραγματικότητα ως επιμέρους άθροισμα δεδομένων με «επιστημονική ουδετερότητα» χωρίς να προβαίνει σε αξιολογικές κρίσεις που θα ‘μόλυναν’ την αξιοπιστία της συλλεγομένης γνώσης για τον κόσμο. Κόντρα σε αυτόν τον αποστεωμένο συντηρητικό θετικισμό που σφικταγκαλιάζει τα δεδομένά του σαν μονάκριβο ιδιοκτησιακό απόκτημα του (και άρα εξαρτημένος από αυτά), και τα πάντα ορεί ως εάν να υπερίπταται της πραγματικότητας και να κατέχει την πανοπτική «θέα από το πουθενά»,[9] ο μεταμοντέρνος λογισμός εισάγει την απεριόριστη ‘ελευθερία’ της ερμηνευτικής αυθαιρεσίας όπου κυριαρχεί το υποκείμενο στα πράγματα και όχι η διαλεκτική αλληλόδραση των πραγμάτων/δεδομένων με το υποκείμενο της γνώσης.

Αυτή η επιστημολογική αναστροφή απελευθερώνει το γνωστικό υποκείμενο από τους ‘καταναγκασμούς’ των κατεστημένων γνωστικών προτύπων. Συνάμα επιτρέπει την εναλλακτική σύλληψη του κόσμου βάσει της οπτικής γωνίας θέασης από όπου εφορμάται η στάση γνωστικής πρόσκτησης και νοητικής διαπραγμάτευσης των φαινομένων. Αυτή η έμφαση στον κυρίαρχο ρόλο του υποκειμένου της γνώσης και της συνεπαγόμενης ‘ελευθερίας’ επί των φαινομένων εξηγεί την ελκυστικότητα της μεταμοντέρνας σκέψης. Στην θέση της μίας και μοναδικής πραγματικότητας αναδύεται η ‘πολλαπλότητα’ πραγματικοτήτων όπως την κατασκευάζει κανείς με την ιδιαίτερη οπτική του/της. ( Στην ελληνική πραγματικότητα, η εδραίωση της μεταμοντέρνας αντίληψης εμφαίνεται από την διαδεδομένη στιχομυθία : «Αυτό δεν είναι αλήθεια» λέει ο διαφωτιστής. «Αυτή είναι η δικιά μου αλήθεια» απαντά ο μεταμοντέρνος. Τέτοιες στιχομυθίες είναι συχνές στην νεανική μαζική κουλτούρα των ριάλιτυ τηλεπαιγνιδιών όπου μάλλον δυσεύρετος είναι ο ρόλος του διαφωτιστή).

Η ‘επιστημονική’ ασυδοσία τού «τα πάντα επιτρέπονται» (“anything goes”)[10] άνοιξε διόδους κριτικής απέναντι στα κακώς κείμενα. Ο μεταμοντέρνος στοχαστής μπορεί μεθοδολογικά να εστιάσει την κριτική του επί παντός επιστητού αφού ήρθησαν οι παρεμποδισμοί του ορθού λόγου, ήτοι έλλογα κριτήρια ανάπτυξης συλλογισμών, μέθοδοι προσέγγισης του αντικειμένου, δεσμευτικά κατηγοριακά και ταξινομικά πλαίσια αφού το αντικείμενο καθεαυτό εξαφανίσθηκε κάτω από το επίστρωμα των πολιτισμικών, συμβολικών και γλωσσικών σηματοδοτήσεων που το συναιρούν στην μεταμοντέρνα κουλτούρα. Αυτό το άνοιγμα στην πολυσημία συνιστά τον δεύτερο παράγοντα ‘γοητείας’ του μεταμοντέρνου λόγου υιοθετημένου και από τις πανεπιστημιακές συντεχνίες ένεκα της διάνοιξης ενός νέου πεδίου δόξας λαμπρής στη κριτική αλλά και από περιθωριακές ή περιθωριοποιημένες συλλογικότητες που έτσι μπορούσαν να αποκτήσουν πολιτική φωνή και πολιτισμική παρουσία ανάμεσα στις επίσημες φωνές ισχυροτέρων κοινωνικών στρωμάτων και κοινωνικών κατηγοριών. (Η περίπτωση των μετα-αποικιακών λόγων).[11] Η δυνατότητα που εισέφερε ο μεταμοντέρνος λόγος σε κοινωνικά αποκλεισμένες κατηγορίες (μετανάστες, άνεργοι, κοινότητες χρηστών ναρκωτικών, ομοφυλόφιλοι, αποικιοκρατούμενες εθνότητες κ.α.) να αποκτήσουν φωνή έκφρασης και να διατυπώσουν αιτήματα αναγνώρισης και διευθέτησης των όρων κοινωνικής ύπαρξης τους προς την δημόσια σφαίρα ασφαλώς ενδυνάμωσε το χειραφετητικό πρόταγμα και υποβοήθησε την σχετική αφύπνιση της γενικής συνείδησης ως προς τα προβλήματα τους.

Εντούτοις, πέρα από την παροντοποίηση «συμβολικά αφανισμένων» (για να χρησιμοποιήσω αυτή την καίρια διατύπωση του George Gerbner) ή «επικοινωνιακά αποκλεισμένων»[12] μειονοτήτων, ένας λόγος που δεν κανοναρχείται από τα δεσμά του ορθού λόγου δεν μπορεί να παρέξει έλλογη δικαιολόγηση των όποιων κοινωνικών αιτημάτων εγείρονται ούτε βέβαια να ανασυγκροτήσει την διάρθρωση της κοινωνικής πραγματικότητας με τρόπο που θα καθιστά σαφή τις κοινωνικές αιτίες που εξηγούν την γένεση και την διαμόρφωση αυτών των ίδιων των περιθωριοποιημένων κοινωνικών κατηγοριών. Ούτε βέβαια να φωτίσει την κατεύθυνση της κοινωνικοπολιτικής μεταβολής που κρίνεται ως αναγκαία προκειμένου να αρθεί η εξαθλίωση και ο αποκλεισμός που υφίστανται αυτές οι μειονότητες. Παρεπόμενο αυτής της άλογης κριτικής του μεταμοντέρνου ανορθολογισμού υπήρξε η επίταση του πολιτισμικού κατακερματισμού της κανονιστικότητας των σύγχρονων κοινωνιών με την ανάδυση μιας πληθώρας κοινωνικών ομάδων που η καθεμιά επεδίωκε την αποδοχή και κατοχύρωση της ιδιαίτερης ταυτότητας της (παραφύαδες ανατολικών θρησκειών προσαρμοσμένες στις κοσμικές νόρμες κατανάλωσης της Δύσης, σύλλογοι απαχθέντων από εξωγήινους, νεο-μυστικιστικές αιρέσεις). Όπως επισημαίνει ο Μπούκτσιν τα φαινόμενα της new age εποχής και η αναβίωση του νεο-θρησκευτισμού και των μυστικιστικών ρευμάτων υποδαυλίσθηκε αλλά και συναρτάται με το εγγενές περιεχόμενο της μεταμοντέρνας σκέψης.

Ο τρίτος εξηγητικός παράγοντας της απήχησης του μεταμοντέρνου ανορθολογισμού συναρτάται με την γενικευμένη αλλοτρίωση του ατομοκεντρικού προσανατολισμού της ύστερης καπιταλιστικής μοντερνικότητας. Τι καταλληλότερο υπάρχει για να εκφράσει την προϊούσα διάλυση του κοινωνικού ιστού, την γενικευμένη ιδιώτευση, την ραγδαία υποχώρηση της πολιτικής ως συλλογικού πράττειν, την υποκατάσταση του ενεργού πολίτη από τον homo consumis από μια ιδεολογία που εξυμνεί την ικανότητα του υποκειμένου να κατασκευάζει μια ‘πραγματικότητα’ όπως αυτό την επιθυμεί, να νομίζει ότι ο κόσμος είναι έτσι όπως αυτό θέλει να τον βλέπει, να μπορεί ανενδοίαστα και απενοχοποιημένα να απολαμβάνει χωρίς κριτήρια ορθοπραξίας; Αφού το τί είναι δίκαιο ή άδικο, πρέπον ή μεμπτό, ηθικό ή ανήθικο, ωραίο ή ευτελές προσδιορίζεται βάσει της κριτιριολογίας του ορθού λόγου περί του αληθούς και το αληθές έχει εξοβελισθεί είτε ως απροσπέλαστο είτε ως ανύπαρκτο από την εν λόγω ιδεολογία.

Για να δούμε την εκ των ων ουκ άνευ σπουδαιότητα του ορθού λόγου ως στυλοβάτη κάθε ιδέας κριτικής ας πάρουμε ένα παράδειγμα από την σκέψη του αναρχισμού. Παρά την ποικιλία των ρευμάτων που χαρακτηρίζουν τον αναρχισμό μια μόνιμη επωδός κριτικής στην οποία συμπλέουν αποτελεί ο αντι-κρατικισμός. Για να ευσταθεί η αντικρατιστική στάση και να μην είναι απλώς μια ενόρμηση της αυθαίρετης θέλησης πρέπει ο στοχαστής να λάβει μια σειρά από λογικά βήματα. Πρώτον πρέπει να ορίσει τι είναι το κράτος την ύπαρξη του οποίου αντιμάχεται. Είναι το ‘κράτος’ μια ιδέα, μια υπόσταση, ένα Υποκείμενο, μια σχέση, μια δομή, ένας θεσμός, μια έννοια, ένα φαινόμενο, μια κοινότητα, ένα τίποτα παρεκτός τα πρόσωπα που το εκπροσωπούν; Τι είναι τέλος πάντων το κράτος;

Ας συμφωνήσουμε προκαταρκτικά ότι το κράτος είναι μια οντότητα δηλαδή να του αποδώσουμε ύπαρξη, ότι υπάρχει ως κάτι τι οντολογικά, ότι δεν είναι ανύπαρκτο, ένα απλό πλάσμα φαντασιοπληξίας. Ήδη με την οντολογική αυτή παραδοχή έχουμε αρχίσει να κινούμαστε εκτός των ορίων του μεταμοντέρνου ανορθολογισμού καθώς θα μας κατηγορούσαν για δογματισμό. Ο ‘δογματισμός’ αυτός θα προερχόταν από το γεγονός ότι έχουμε παραπλανηθεί από την ύπαρξη της λέξεως ‘κράτος’ και βεβιασμένα πιστεύουμε ότι αυτή η λέξη σώνει και καλά δηλώνει μια ‘πραγματικότητα’ ανεξάρτητη από την λέξη καθεαυτή. Αυτή η εναντίωση έλκει την καταγωγή της από την Νιτσεϊκή φιλοσοφία (και ο Νίτσε συνιστά έναν από τους κατ’εξοχήν φιλοσοφικούς προγόνους του μεταμοντερνισμού) και την θέση του Νίτσε ότι η ύπαρξη γραμματικών τύπων στη δομή της γλώσσας (π.χ. το υποκείμενο ‘εγώ’) παρερμηνεύεται ως εάν να αντιστοιχούσε και στην υπαρκτότητα ενός υποκειμένου εξωγλωσσικής υπόστασης.

Ο μεταμοντέρνος σκεπτικιστής θα μετέστρεφε το ερώτημα ‘τι είναι κράτος;’ στο ερώτημα ‘τι σημαίνει κράτος;’, και θα αναζητούσε την πολυσημία της λέξεως ‘κράτος’, τις παραδοξολογίες στη νοηματοδότηση του ‘κράτους’, την γενεαλογία της λέξεως ‘κράτος’ (τι πίστευαν οι άνθρωποι ότι είναι ‘κράτος’ σε διάφορες εποχές), τις πολιτισμικές επιρροές που διαμόρφωσαν το λεξιλόγιο περί ‘κράτους’ και ποιες άλλες λέξεις ή απεικονιστικά συμπλέγματα εικόνων το συνοδεύουν. Θα εστίαζε με άλλα λόγια στη πληθώρα των λόγων και ρηματικών κατασκευών που έχουν διατυπωθεί για το ‘κράτος’. Όμως το ερώτημα για το ‘τι είναι κράτος’ θα έμενε για πάντα απροσδιόριστο και αναπάντητο, θαμμένο κάτω από την πλημμυρίδα των λόγων, των πίστεων και των πεποιθήσεων περί κράτους. Επιπλέον θα αξίωνε ότι δεν μας επιτρέπεται να ιεραρχήσουμε λογικά την ουσιαστικότητα αυτής της πολλαπλότητας λόγων/εκφορών, δηλαδή το κατά πόσον κάποιοι λόγοι/εκφορές είναι ουσιώδεις και ορθότεροι αφού κάτι τέτοιο θα απαιτούσε το κριτήριο της αλήθειας του αντικειμένου ‘κράτους’ (ποιες διατυπώσεις θα συμφωνούσαν ή έστω θα προσέγγιζαν την ουσία του εννοιακού αντικειμένου ‘κράτος’). Και η αλήθεια για την μεταμοντέρνα σκέψη δεν υπάρχει (υπάρχει μόνο η λέξη ‘αλήθεια’ και τα Φουκωϊκά συγκυριακά «καθεστώτα αληθείας» και ‘τι σημαίνει αλήθεια άραγε;’, και έτσι ξεκινάει πάλι ένας νέος γύρος αναζητήσεων περί των ιστορικοπολιτισμικών σημασιών της ‘αλήθειας’).

Ο μόνος τρόπος για να ξεφύγουμε από τον κυκεώνα της μεταμοντέρνας κυκλικότητας που κατ’ ουσίαν είναι αυτο-αναφορικός είναι να παραμείνουμε εντός τροχιάς του ορθού λόγου. Για να ορισθεί το ‘κράτος’ πρέπει να του επισυνάψουμε κατηγορήματα, δηλαδή εννοιολογικά χαρακτηριστικά, ιδιότητες, ποιότητες, ποσότητες. Έτσι το ‘κράτος’ από μια άμορφη οντότητα, από έννοια κενής περιεχομένου αποκτά μια σειρά προσδιορισμών, συγκεκριμενοποιείται και ως εκ τούτου καθίσταται υπαρκτό αντικείμενο ανάλυσης και κριτικής. Η κατηγόρηση χαρακτηριστικών για τον συνολικό προσδιορισμό της έννοιας ‘κράτος’ δεν είναι μια αυτονόητη ούτε αναντίρρητη θεωρητική εργασία. Είναι τα πλαίσια του ορθού λόγου σε δεύτερη φάση που διασφαλίζουν την ορθότητα των κατηγορήσεων. Είναι η σύλληψη που προκύπτει λογικά συνεπής (ή διατυπώνονται άλλα αντ’άλλων ισχυρισμοί, όπως συμβαίνει συχνά στο πεδίο της πολιτικής με την υιοθέτηση από τους πολιτικούς της μεταμοντέρνας σοφιστικής που τους ‘απελευθερώνει’ από την λογική δεσμευτικότητα τήρησης των υποσχέσεων, των συμφωνηθέντων και της ειλικρίνειας), σέβεται την αρχή της μη-αντιφατικότητας, διαθέτει πειστήρια και τεκμήρια που αντλώνται από την κατοχυρωμένη επιστημονική γνώση; Τέλος ανασυγκροτεί η επιχειρηματολογία την ολότητα του αντικειμένου υπό διερεύνηση φωτίζοντας κρυμμένες όψεις ή ουσιώδεις διαστάσεις του αντικειμένου[13] απαντώντας εύλογα στις πιθανές ορθολογικές αιτιάσεις που μπορεί να έχουν εγερθεί ενάντια στη προτεινόμενη θεώρηση του ‘κράτους’;

Το τρίτο και αποφασιστικό λογικό βήμα αφορά στη δυνατότητα άσκησης κριτικής. Από την στιγμή που έχουμε μια θεωρία για το ‘τι είναι το κράτος’, δηλαδή ένα σύνολο προσδιορισμών που εξηγούν την σύσταση και διαμόρφωσή του για να δικαιολογηθεί έλλογα μια αντικρατιστική κριτική πρέπει να θεμελιωθούν δύο γνώμονες. Πρώτον, υπολείπεται το εμπειρικό κράτος όπως αυτό είναι στοιχειοθετημένο ιστορικοκοινωνικά από την έλλογη σύλληψη του ή ταυτίζονται τα δύο; Αποτελεί με άλλα λόγια το υπάρχον κράτος εμπραγμάτωση της έννοιάς του ή διαφέρουν με τρόπο ώστε το υπάρχον κράτος να είναι καρικατούρα της λογικής ύπαρξης του; Το άνυσμα που προκύπτει μεταξύ του αντικειμένου και της έννοιας του είναι το πεδίο της κριτικής. Γιατί η εμπειρική υπόσταση του κράτους δεν συνάδει με την λογική μορφή του; Ποιες ιστορικοκοινωνικές διαδικασίες και συνθήκες υπεισέρχονται που αλλοιώνουν την συμφωνία εννοίας και αντικειμένου, δηλαδή καταστρέφουν την αλήθεια του και ως εκ τούτου εμφανίζεται το υπάρχον κράτος ως αναληθές, ως αυτό-που-είναι ενώ θα όφειλε να είναι-διάφορο-από-αυτό-που-είναι; Από την διαφορά αυτή προκύπτει και η έλλογη πρακτική πολιτική δράση. Τι οφείλουμε να πράξουμε ώστε να αρθεί η ασυμφωνία; Πως πρέπει να δράσουμε ώστε να μετασχηματισθεί το κράτος από καρικατούρα του εαυτού του σε αυτό που οφείλει να είναι, στην πραγματική ενσάρκωση του λογικού ιδεώδους που το διέπει; Ποιες είναι οι ενύπαρκτες δυνατότητες αλλαγής του αντικειμένου ώστε από ισχύον να μετατραπεί σε πραγματικό; Στη θέση του ‘κράτους’ εδώ μπορούμε να σκεφθούμε μια σειρά εννοιών που διέπονται από την ίδια λογική δομή της κριτικής όπως ‘ελευθερία’, ‘ισότητα’, ‘δικαιοσύνη’, ‘καλή κοινωνία’, ‘οικολογική ισορροπία’, ‘σεβασμός στη φύση’, ‘αρμονική κοινωνική συμβίωση’, ‘συλλογική αυτονομία’ κ.α.

Ο δεύτερος γνώμονας της κριτικής που είναι αναγκαίος για να θεμελιώσει μια έλλογη στάση ενάντια στο ‘κράτος’ αφορά μια καίρια συνιστώσα της αντικρατιστικής θεώρησης, την οποία μπορούμε να ονομάσουμε αντικρατική στάση. Εδώ δεν πρόκειται για μια αντίληψη που στηλιτεύει το υπάρχον κράτος για την ιστορικοκοινωνικά διαστρεβλωμένη ύπαρξη του ή για την αλλοίωση, καταπάτηση, περιφρόνηση των διακηρυγμένων σκοπών του αλλά εναντιώνεται ολοσχερώς στην καθεαυτή υπόσταση του κράτους εν γένει. Σε αυτή την περίπτωση το ‘κράτος’ δεν γίνεται αντιληπτό ως «οργανωμένη πολιτική κοινότητα ανθρώπων» αλλά ανάγεται αποκλειστικά στην εξουσιαστική του φύση.[14] Ταυτίζεται εξ’ολοκλήρου με τον μηχανισμό κυριάρχησης των υποκειμένων που υπάγονται σε αυτό και ως εκ τούτου το πρόβλημα του ‘κράτους’ δεν αφορά τις ποικίλες ιστορικοκοινωνικές διαμορφώσεις του αλλά την εγγενή ‘ουσία’ του με αφαίρεση από την ιστορικότητα του.

Το αίτημα που προκύπτει από την θεώρηση αυτή είναι η οριστική και πλήρης κατάργηση, εξάλειψη του ‘κράτους’. Από λογικής άποψης ένα τέτοιο αίτημα απαιτεί την εκπλήρωση δύο όρων. Πρώτο, μια λογικά συγκροτημένη θεωρία τού τι θα αντικαταστήσει το εκλίπον κράτος. Ειδάλλως η κατάργηση της κρατικής οργάνωσης των σύγχρονων κοινωνιών είναι απλώς μια συνταγή για την έλευση του χάους ως όρο συγκρότησης του κοινωνικού ή για την ‘επιστροφή’ σε μια Χομπσιανή ζούγκλα της κατάστασης-της-φύσεως. Δεύτερο, η κατάργηση του κράτους δεν μπορεί να συνιστά μια απλή μετονομασία (κατά την προσφιλή τακτική των μεταμοντέρνων ότι αν καταργήσουμε την λέξη παύει να υφίσταται και η συναρτημένη με αυτήν ‘πραγματικότητα’), δηλαδή να προτείνεται μια νέα πολιτική οργάνωση της κοινωνίας αλλά αυτή να μην ονομάζεται ‘κράτος’, ενώ είναι κρατική μορφή, εξαιτίας των αρνητικών συμπαραδηλώσεων που είναι συνυφασμένες με το ‘κράτος’.

Υπάρχει τεράστια λογική απόσταση μεταξύ της θέσης ενάντια σε κάθε μορφή κράτους tout court και της θέσης που απορρίπτει τις υπάρξασες μορφές κράτους υπέρ μιας νέας πολιτικής οργάνωσης, μιας νέας πολιτειακής μορφοδομής συλλογικά χειραφετημένων ανθρώπων που αυτοδιαχειρίζονται ολιστικά (λαμβάνοντας υπόψη τους τις συνέπειες της πράξης τους στις επερχόμενες γενεές καθώς και τις επιπτώσεις τους σε άλλες κοινωνίες) τον τρόπο σύνταξης του κοινωνικού είναι τους. Η θέση μου αυτή προσεγγίζει το πνεύμα του κοινωνιακού μορφώματος που ο Μπούκτσιν ασπάζεται ονομάζοντάς το «ελευθεριακό σοσιαλισμό».

[1] Το δοκίμιο αυτό δημοσιεύτηκε ως εισαγωγή στο βιβλίο Ιστορία, Πολιτισμός, Πρόοδος (εκδ.Ισνάφι).
[2] Βλέπε J. F. Lyotard, The Postmodern Condition: A Report on Knowledge (Manchester: Manchester University Press, 1984).
[3] Για τον εγκλωβισμό εντός των ορίων διαφόρων ασύμβατων μεταξύ τους «τελικών λεξιλογίων» και την ντεσιζιονιστική επιλογή υιοθέτησης τους, βλέπε R. Rorty, Contingency, irony, and solidarity (Cambridge: Cambridge University Press, 1989), σσ. 3-69 και του ιδίου «Solidarity or objectivity?» στο Objectivity, Relativism, and Truth: Philosophical Papers Vol. 1 (Cambridge: Cambridge UP., 1991), σσ. 21-34.
[4] Για τον «γλωσσικό ιδεαλισμό» του Χάμπερμας, βλέπε Γ. Δαρεμάς, «Φιλοσοφία της ιστορίας και ιστορικός υλισμός στην κριτική θεωρία του Γιούργκεν Χάμπερμας» στο Κ. Καβουλάκος (επιμ.) Κριτική θεωρία: Παράδοση και προοπτικές (Αθήνα: νήσος, 2003), σ. 203. Για μια εμπεριστατωμένη κριτική του Χάμπερμας από τον Μπούκτσιν βλ. «Finding the Subject: Notes on Whitebook and “Habermas Ltd.”» Telos, no. 50 (Winter 1981-82) αναδημοσιευμένο εδώ.
[5] Για τον κρυμμένο δογματισμό του σχετικισμού που μιμείται τον έκδηλο δογματισμό του θεωρητικού αντιπάλου του ενώ διακηρύσσει ότι τον υποσκάπτει βλ. Σ. Δημητρίου, Θεμελίωση και Ανασκευή: Επιχείρημα, νοηματική ταυτότητα και φιλοσοφική αξιολογία (Αθήνα: Βιβλιοπωλείο της «Εστίας», 2003), σσ. 146-152, 160.
[6] Αυτή είναι η σύλληψη της «αντικειμενικής αλήθειας» από τον Διαλεκτικό Λόγο. «Διότι Αλήθεια είναι η αντιστοιχία της αντικειμενικότητας με την έννοια» Hegel [1830], Logic: Part One of the Encyclopaedia of the Philosophical Sciences (Oxford: Clarendon Press, 1975), § 213, σ. 275.
[7] «Εκείνο που λέει ο Laclau είναι ότι οι λόγοι, οι πράξεις και τα αντικείμενα δεν μπορούν να έχουν κανένα νόημα έξω από τις ρηματικές συνθήκες μέσα στις οποίες εμφανίζονται και από τις οποίες εξαρτώνται καταστατικά…η «ύπαρξή» τους εν γένει δεν έχει νόημα εκτός του πεδίου του [ρηματικού] λόγου…και τυχόν εξωρηματικές πρακτικές δεν μπορούν παρά να υπάρχουν μέσα και μέσω της δομής του νοήματος (λόγου) και ποτέ έξω από αυτό.» (οι εμφάσεις δικές μου). Η. Μαυρίδης, «Ernesto Laclau: για μια σύγχρονη θεώρηση του πολιτικού» Αξιολογικά, τευχ. 14 (Δεκέμβριος 2003): 242-275, 246-7.
[8] Γ. Χάμπερμας, «Διαλεκτική του εξορθολογισμού» στου ιδίου, Αυτονομία και αλληλεγγύη, (Αθήνα: Ύψιλον, 1987), σ. 68.
[9] Thomas Nagel, The View from Nowhere (Oxford: Oxford University Press, 1986).
[10] P. Feyerabend, Against Method (London: Verso Editions, 1978), σ. 28.
[11] Για το ‘ανατρεπτικό’ υπόγειο μετα-αποικιακό υποκείμενο που αναδύεται αίφνης στα διάκενα του αποδιαρθρωμένου γλωσσικά νοήματος και δρα άνευ αιτίας βλ. Homi Bhabha, «The Postcolonial and the Postmodern: The question of agency» στου ιδίου The Location of Culture (London: Routledge, 1994), σσ. 171-197, 185-6.
[12] Γ. Δαρεμάς, «Επικοινωνιακός αποκλεισμός και μορφές αντιπροσώπευσης» στο Κοινωνικές Ανισότητες και Κοινωνικός Αποκλεισμός (Αθήνα: Εκδ. Ιδρύματος Σ. Καράγιωργα, 1998), σσ. 713-727, 726-7.
[13] Για ένα διεξοδικό αναστοχασμό της σημασίας των ουσιωδών διαστάσεων του ολικού ιστορικοκοινωνικού αντικειμένου υπό την σκοπιά της κριτικής θεωρίας και του χειραφετητικού προτάγματος, βλέπε Κοσμάς Ψυχοπαίδης, Ιστορία και Μέθοδος (Αθήνα: Σμίλη, 1994).
[14] Αυτή είναι και η θέση του Μπούκτσιν για το «κράτος» όπως διατυπώνεται επανειλημμένα στο M. Bookchin, From Urbanization to Cities: Toward a New Politics of Citizenship, αναθεωρημένη εκδ., (London: Cassell, 1995).

Λόγος και Ιστορία – Μια κριτική στον Καστοριάδη από τη σκοπιά του διαλεκτικού νατουραλισμού του Μπούκτσιν

Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε το 2007. Σε μία ελαφρώς εκτενέστερη μορφή δημοσιεύτηκε εδώ.

«Ο Λόγος, για τον οποίο είπαμε ότι κυβερνά τον κόσμο, είναι μια λέξη εξίσου αόριστη με την Πρόνοια. Κάποιοι μιλούν διαρκώς για τον Λόγο, δίχως να μπορούν να αναφέρουν τον προσδιορισμό του, το περιεχόμενό του, το κριτήριο βάσει του οποίου μπορούμε να κρίνουμε αν κάτι είναι έλλογο ή άλογο. Το θέμα είναι η σύλληψη του π ρ ο σ δ ι ο ρ ι σ μ ο ύ του Λόγου∙ τα υπόλοιπα, όταν δηλαδή μένει κανείς στον Λόγο εν γένει, είναι μόνο λόγια». [1]

I

Γιατί επιδιώκουμε την κοινωνική απελευθέρωση; Πού βασίζουμε, αν κάτι τέτοιο είναι εφικτό και επιθυμητό, τη σκέψη μας όταν αρνούμαστε την αδικία; Μπορούμε να αξιώσουμε αντικειμενικότητα και ορθολογικότητα για τους αγώνες ενάντια στις τάξεις, στην εκμετάλλευση και στην ιεραρχία, ή μήπως αυτοί συνιστούν απλά υποκειμενικές επιλογές χωρίς αναφορά στην πραγματικότητα;

Η σημασία αυτών των ζητημάτων είναι προφανής: η πάλη ενάντια στην ετερονομία διεξάγεται επίσης στο ιδεολογικό επίπεδο. Τα συμπεράσματα της θεωρίας ακολουθούν δρόμους που διανοίγουν οι κοινωνικοί αγώνες και, συγχρόνως, η κοινωνική πάλη εμπνέεται από τα εν λόγω συμπεράσματα. Αν η ερώτηση: «η επανάσταση δημιούργησε τον Μαρξ ή ο Μαρξ την επανάσταση;» ακούγεται τετριμμένη, μια σοβαρή απόπειρα απάντησης είναι βαθιά σύνθετη.
Στον εικοστό αιώνα, αρκετοί συγγραφείς προσπάθησαν να στοχαστούν συστηματικά τούτα τα ζητήματα. Όσο υποχωρούσαν ωστόσο οι κοινωνικοί αγώνες τόσο υποχωρούσε και η ριζοσπαστική σκέψη που προσπαθούσε να τους διαυγάσει. Το κοινωνικό σύστημα της εκμετάλλευσης θεωρήθηκε δεδομένο και τα υποκείμενα ανίκανα για την καθολική υπέρβασή του.

Έτσι η σκέψη στράφηκε στο περιθωριακό, στο αποσπασματικό, στην ανάδειξη της διαφοράς και στον κομφορμισμό. Σε αντίθεση με αυτήν την τάση, κάποιοι στοχαστές επέμειναν στην προσπάθεια να διασώσουν τις απελευθερωτικές αξίες και την καθολικότητα των αγώνων για την πραγμάτωσή τους: τόσο ο Κορνήλιος Καστοριάδης όσο και ο Murray Bookchin (Μάρρεϋ Μπούκτσιν) υπήρξαν μεταξύ των σημαντικότερων στοχαστών του εικοστού αιώνα της λεγόμενης δημοκρατικής παράδοσης. Δημοκρατικής με τη βαθύτερη έννοια της άμεσης δημοκρατίας και ενός απελευθερωτικού προτάγματος ασύμβατου με την καπιταλιστική πραγματικότητα και κάθε είδος ετερονομίας και ιεραρχίας.

Και οι δύο προσέφεραν με το έργο τους ένα εναλλακτικό στον καπιταλισμό, την ιεραρχία και την ετερονομία πρόταγμα κοινωνικής απελευθέρωσης∙ ο Καστοριάδης ανέπτυξε το πρόταγμα της αυτονομίας και ο Μπούκτσιν το αντίστοιχο του κομμουναλισμού (όπως συνόψισε όψιμα τις θεωρητικές και πρακτικές προσπάθειές του). Η εξέλιξή τους μοιράζεται πολλά κοινά στοιχεία: αμφότεροι αρχικά στρατεύτηκαν στον μαρξισμό (και ιδιαίτερα στις τροτσκιστικές του τάσεις) τον οποίο περίπου την ίδια περίοδο ξεπέρασαν δημιουργικά στο πλαίσιο των νέων κοινωνικών συνθηκών του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα. Συνυπήρξαν για μία περίοδο στη συμβουλευτική επιτροπή του περιοδικού Κοινωνία και Φύση (μετονομασμένου αργότερα ως Δημοκρατία και Φύση), ενώ από τον μεταφραστή και συνεργάτη του Καστοριάδη David Curtis μαθαίνουμε ότι ο Καστοριάδης έστελνε στον Μπούκτσιν τα βιβλία του τις δύο τελευταίες δεκαετίες της ζωής του.

Ο Μπούκτσιν, όπως και ο Καστοριάδης, προσπάθησε να υπερβεί κριτικά τη δυτική φιλοσοφική παράδοση. Δεν ήρθε όμως σε καθολική ρήξη μαζί της. Αποπειράθηκε να ανανεώσει τη φιλοσοφία της φύσης και τη διαλεκτική, διατηρώντας παράλληλα τις έννοιες της διαλεκτικής Προόδου και της αντικειμενικότητας. Ο Καστοριάδης από τη μεριά του, απέρριψε ριζικά τη διαλεκτική παράδοση και άσκησε σφοδρή κριτική σε οποιοδήποτε φιλοσοφικό σύστημα περιστρεφόταν γύρω από την «ψευδο-θεότητα που λέγεται Ιστορία»[2] (κατά τη φράση της Χάννα Άρεντ). Επίσης αποστρεφόταν την έννοια της αντικειμενικότητας ως ασύμβατης με τη δημοκρατία. Μια κάποια σύγκρουση λοιπόν μεταξύ τους ήταν αναμενόμενο να εκδηλωθεί, αργά ή γρήγορα.

Η αφορμή δόθηκε όταν ο Μπούκτσιν παραιτήθηκε από τη συμβουλευτική επιτροπή του περιοδικού Δημοκρατία και Φύση. Στην επιστολή παραίτησής του άσκησε δριμεία κριτική στον Καστοριάδη κατηγορώντας τον για τις «πολύ υποκειμενιστικές, ανιστορικές, σχετικιστικές (…) εκφάνσεις» της θεωρίας του, συνδέοντάς τον άμεσα με τον μεταμοντερνισμό, ο οποίος χρησιμοποιεί εκτενώς τα «κλεισμένα στον εαυτό τους» καστοριαδικά φαντασιακά.[3] Για λόγους που θα αναφέρουμε παρακάτω, ο Μπούκτσιν δεν ανέπτυξε διεξοδικά την παραπάνω κριτική. Την εγκυρότητα των ισχυρισμών του αυτών θα προσπαθήσουμε να εξετάσουμε στη συνέχεια.

Η κριτική του Μπούκτσιν στον Καστοριάδη, σε πρώτη ανάγνωση, δείχνει ανεπαρκώς θεμελιωμένη και ανασκευάσιμη. Σε αντίθεση προς τον μεταμοντερνισμό, στον οποίο έχει ασκήσει ριζική κριτική για τον «κομφορμισμό» του, ο Καστοριάδης διαμορφώνει με το έργο του ένα καθολικό κριτήριο για να κρίνουμε μεταξύ των διαφόρων φαντασιακών θεσμίσεων και δημιουργιών: το πρόταγμα της αυτονομίας.[4] Συγχρόνως, όπως και ο Μπούκτσιν, θέτει στη θεωρία την προβληματική τόσο της κοινωνίας όσο και της ιστορίας, πέρα από τον υποκειμενισμό αλλά ακόμα και από την έννοια της διυποκειμενικότητας.

Μολονότι άσκησε κριτική στην προσπάθεια γνωστικής σύλληψης μιας τελειωτικής και αντικειμενικής αλήθειας, εξίσου σημαντική κριτική άσκησε και στον σχετικισμό που παραιτείται από κάθε διερώτηση σχετικά με την αλήθεια. Ο Καστοριάδης δέχεται πως υπάρχει αλήθεια την οποία όριζε μάλιστα ως την κίνηση που διαρρηγνύει την εκάστοτε κατεστημένη κλειστότητα και αναζητεί, μέσα στην προσπάθεια για λογική συνοχή και λόγον διδόναι, να συναντηθεί μ’ αυτό που υπάρχει.[5] Ρητά για τον Καστοριάδη, «όλες οι γνώμες δεν αξίζουν το ίδιο».[6] Πάσχιζε ακόμα να εξηγήσει γιατί το πρόταγμα της αυτονομίας δεν είναι υποκειμενικό και αυθαίρετο, ότι δεν αποτελεί μια ουτοπία, μέσα από την παρατήρηση ότι τα τελευταία 150 χρόνια έχει τεθεί επανειλημμένα από τεράστια συλλογικά κινήματα που άλλαξαν την όψη του κόσμου.

Μάλιστα, τόπος της καστοριαδικής αλήθειας είναι το κοινωνικο-ιστορικό.[7] Συνεπώς, ούτε η κατηγορία περί υποκειμενισμού μπορεί να γίνει δεκτή αβασάνιστα. Για τον Καστοριάδη η κοινωνία και η ιστορία καθορίζονται από το κοινωνικό φαντασιακό και τις φαντασιακές κοινωνικές σημασίες. Ισχυρίζεται πως «το ανθρώπινο ον υπάρχει μόνο ως κοινωνικό ον».[8]

Επιπρόσθετα, αρνήθηκε τον διαχωρισμό υποκειμένου και αντικειμένου. Για τον Καστοριάδη, σε ό,τι λέμε για τον κόσμο δεν μπορούμε ποτέ να διαχωρίσουμε αυστηρώς και απολύτως, στο έσχατο επίπεδο, την υποκειμενική από την αντικειμενική συνιστώσα. Αντιπάλεψε, τέλος, σθεναρά τις μεταμοντέρνες θεωρίες περί «θανάτου του υποκειμένου» προσπαθώντας να διασώσει την υπεύθυνη συλλογική πολιτική πράξη.

Σε σχέση με τις υποτιθέμενες «ανιστορικές εκφάνσεις» της θεωρίας του, και πάλι στο έργο του βρίσκονται θέσεις που υποδεικνύουν το αντίθετο: τόνιζε πως «κάθε σκέψη πάνω στην κοινωνία και την ιστορία ανήκει η ίδια στην κοινωνία και την ιστορία».[9] Για τον Καστοριάδη, μία κοινωνία δεν μπορεί να κατανοηθεί και να υπάρξει, παρά μόνο ως ιστορικά τεθειμένη κοινωνία που υπόκειται σε ιστορικό αυτο-μετασχηματισμό. Ακόμα, παρότι ισχυριζόταν ότι θα διαβεβαίωνε την αξία της αυτονομίας ανεξάρτητα από τον εκάστοτε ιστορικό ορίζοντα, την ίδια στιγμή παρατηρούσε ότι η βλέψη και το περιεχόμενο της αυτονομίας ανήκουν στην εποχή της.[10]

II

Ωστόσο, ήδη στις θέσεις του Καστοριάδη που αντικρούουν τις κατηγορίες του Μπούκτσιν, ανακύπτουν κάποια προβλήματα. Ακόμα κι αν το πρόταγμα της αυτονομίας δεν είναι υποκειμενικό και αυθαίρετο, για ποιο λόγο να επιλέξουμε να κινητοποιηθούμε για την πραγμάτωσή του; Γιατί να επιλέξουμε την αυτονομία και όχι την ετερονομία; Αν στραφούμε αναλυτικότερα στο έργο του Καστοριάδη, θα δούμε ότι οι απαντήσεις του ενέχουν σημαντικές αμφισημίες.

Καταρχήν, ο Καστοριάδης θεμελιώνει την ανασκευή του σχετικισμού με την αναφορά στις φαντασιακές σημασίες μιας συγκεκριμένης κοινότητας. Γράφει: «Τα αξιώματα δεν έχουν αξία παρά μέσα σε και για μια κοινότητα».[11] Το ίδιο και αλλού: «Η μόνη δυνατή αναίρεση του σκεπτικισμού είναι η ανθρώπινη κοινότητα»[12] και η συναίνεση επί των αξιωμάτων αυτών που έχουν υιοθετηθεί απ’ αυτήν. Γράφει επιπλέον: «Κάθε κοινωνία (όπως και κάθε έμβιο ον ή είδος) εγκαθιδρύει, δημιουργεί τον ιδιόκοσμό της, στον οποίο, προφανώς, αυτοεγκλείεται».[13] Επικαλείται συγχρόνως το «γνωστικό κλείσιμο της θέσμισης», συμπληρώνοντας ότι «η οιονεί-ολότητα των μελών μιας δοσμένης κοινωνίας δεν (…) θα μπορούσε να καταλάβει μια ‘ξένη’ κοινωνία».[14] Ωστόσο, μας λέει, κάποια πρόσωπα μπορούν να καταλάβουν. Όχι επειδή ως ανθρώπινα όντα είναι δυνητικοί φορείς ενός καθολικού Λόγου αλλά επειδή είναι φορείς μίας δημιουργικής φαντασίας. Αν φαντάστηκε κάποιος κάτι, μπορεί να το φανταστεί ξανά κάποιος άλλος.

Εδώ αναγνωρίζουμε τα εξής: υιοθετούμε αξίες επειδή ως τέτοιες έχουν δημιουργηθεί σε μια συγκεκριμένη κοινότητα και αποτελούν μέρος της παράδοσής της. Έτσι συναινούμε π.χ. σήμερα στην ελληνοδυτική κοινότητα και παράδοση για την αξία της λογικής συζήτησης ως προς την επίλυση των διαφορών, σε αντίθεση με άλλες κοινότητες και παραδόσεις. Απέναντι, ωστόσο, στα σχετικιστικά ερωτήματα που θέλουν να αποδώσουν ίση αξία σε κάθε παράδοση, όπως: «γιατί να φανταστούν οι υπόλοιπες κοινωνίες αυτές τις αξίες και όχι κάποιες άλλες;», ή «γιατί να θέλουμε να γίνουν οικουμενικές οι αξίες της δικής μας παράδοσης και να μη γίνουν οικουμενικές οι αξίες των ετερόνομων κοινωνιών;», η επικέντρωση στη δημιουργικότητα της εκάστοτε κοινότητας δεν μας παρέχει καμία ουσιαστική απάντηση. Το κριτήριο της αλήθειας σχετικοποιείται γιατί συνδέεται με κλειστές στην κατανόηση κοινωνικές και ιστορικές μορφές. Οι αναφορές στο έργο του, για τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του «είναι» κάθε κοινωνίας, για τον τρόπο που κάθε συγκεκριμένη κοινωνία αναφέρεται στον εαυτό της και για τον τρόπο που οι άλλες υπάρχουν γι’ αυτή, είναι πλείστες και χαρακτηριστικές.

Τα παραπάνω καθιστούν δύσκολη, έως ανέφικτη, την ανάδειξη της ανωτερότητας κάποιων αξιών έναντι άλλων, τόσο εντός μίας κοινότητας ή κοινωνίας όσο μάλλον και μεταξύ διαφορετικών κοινωνιών, τόσο γεωγραφικά όσο και χρονικά. Το φαντασιακό για τον Καστοριάδη δρα εντός ενός πεδίου απροσδιοριστίας όπου τα ιστορικά νοήματα δεν είναι ούτε αληθή ούτε ψευδή.[15] Ανακύπτει έτσι ένα ζήτημα σχετικισμού, το οποίο καθίσταται έκδηλο π.χ. όταν πραγματεύεται ο Καστοριάδης το θέμα της ηθικής. Γράφει: «Πάντα θα πρέπει να φτιάχνουμε τη ζωή μας μέσα στις τραγικές συνθήκες που τη χαρακτηρίζουν, δεδομένου ότι δεν γνωρίζουμε πάντοτε ποιο είναι το καλό και ποιο το κακό, ούτε στο ατομικό ούτε στο συλλογικό επίπεδο».[16]

Αρνείται βέβαια ο Καστοριάδης ότι είναι σχετικιστής ή αγνωστικιστής βεβαιώνοντας επί παραδείγματι «ότι θεοί δεν υπάρχουν, ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να ‘είναι’ κοράκια, και δεν μπορούμε [αυτό] να το ξεχάσουμε επίτηδες, όταν εξετάζουμε μια κοινωνία άλλου χρόνου ή χώρου». Αμφιβάλλει όμως για τη δυνατότητα απάντησης στο ερώτημα «αν το ορθολογικό δεν είναι παρά μια στιγμή του φαντασιακού ή αν εκφράζει τη συνάντηση του ανθρώπου με μια υπερβατική τάξη».[17] Όντως, δεν έχει άδικο όταν παρατηρεί πως το νόημα για τους Ασσύριους ή τους Μπορορό δεν μπορεί να γίνει, με απόλυτη ακρίβεια, νόημα για μας. Όμως, θα αντιτείναμε, συγκεκριμένες πλευρές του σύμπαντος σημασιών των Ασσυρίων ή των Μπορορό, καίριες για μας, πρέπει να μπορούν να έχουν νόημα και για μας, και να είναι συγκρίσιμες με πλευρές δικές μας, ειδάλλως θα έπρεπε να πάψουμε να αναφερόμαστε στον όρο «ανθρωπότητα». Ιδιαίτερα μάλιστα όταν μπορούμε ιστορικά να αναγνωρίσουμε εκπληκτικές παρόμοιες αναπτύξεις μεταξύ πολιτισμών, ακόμα και μεταξύ αυτών που δεν είχαν καμία επαφή μεταξύ τους. Ο Καστοριάδης όμως θεωρεί «χωρίς νόημα» την προσπάθεια να συλλάβουμε την ιστορία σε συνάρτηση με το ζεύγος κατηγοριών φαντασιακό-ορθολογικό. Ωστόσο, γράφει, δεν μπορούμε και να μην το προσπαθούμε, αφού όμως το έχει χαρακτηρίσει ως «α-νόητο», βαθαίνοντας περαιτέρω την αμφισημία των θέσεών του.

Έτσι, ο Καστοριάδης απορρίπτει τις ρασιοναλιστικές (όπως τις αποκαλεί) θεωρίες της Ιστορίας. Η Ιστορία, τονίζει, δεν μπορεί να είναι ορθολογική επειδή δεν μπορεί να ισχύει ότι «τα πάντα διαδραματίστηκαν σύμφωνα με αιτίες τελείως πρόσφορες και προσπελάσιμες από το λογικό μας».[18] Ωστόσο, εδώ απλοποιεί τις διαφορές που μπορεί να υπάρχουν μεταξύ των διαφόρων θεωριών της ιστορίας αγνοώντας τη δυνατότητα μιας ρασιοναλιστικής θεωρίας της ιστορίας που δεν αξιώνει την απόλυτη γνώση επί των πάντων. Κάποιες από τις προσεγγίσεις αυτές εξάγουν ένα έλλογο κριτήριο για τον προσδιορισμό των γεγονότων που συνιστούν ιστορία. Κατ’ επέκταση, σε μια ορθολογική διαλεκτική δεν απαιτείται, όπως ισχυρίζεται ο Καστοριάδης, η «ολότητα να περιλάβει τα πάντα χωρίς ν’ αφήσει κατάλοιπο».[19] Πρέπει μάλλον να εξετάζουμε αν μπορεί η ολότητα να συμπεριλάβει περιοχές της πραγματικότητας που αφορούν στις απελευθερωτικές μας βλέψεις και όχι να εγκαταλείπουμε τις προσπάθειες για κάτι τέτοιο επειδή δεν έχουμε, ούτε θα μπορούσαμε να έχουμε, μια συμπαντική φόρμουλα απόλυτης γνώσης.

Μια συχνή πρόκληση για τον μελετητή του Καστοριάδη είναι επίσης η κριτική του στον Λόγο. Ασκεί κριτική σε κάθε «ορθολογική καθολικότητα» ταυτίζοντάς τη με το τεχνικο-επιστημονικό ορθολογικό.[20] Έτσι και η διαλεκτική δεν είναι για τον Καστοριάδη παρά μια παραλλαγή της ταυτιστικής λογικής. Παραγνωρίζει το γεγονός ότι οι διαλεκτικοί φιλόσοφοι πάσχισαν να επισημάνουν τις τεράστιες διαφορές μεταξύ διαλεκτικής και εργαλειακής, τυπικής ή συμβατικής λογικής. Αγνοεί επιδεικτικά αυτές τις διαφορές, όταν για παράδειγμα γράφει: «Δεν ξέρω γιατί η παραδοχή του ‘2+2=4’ ή της κβαντικής θεωρίας δεν είναι συμβιβαστή με τη διακήρυξη της αναγκαιότητας… να εξολοθρεύσουμε τους Εβραίους».[21] Με τη συμβατική λογική του «2+2=4» εντούτοις μπορούμε να χτίζουμε για παράδειγμα γέφυρες, όμως κανένας διαλεκτικός φιλόσοφος δεν θεμελιώνει σ’ αυτήν και μόνο ηθικές ή πολιτικές αξίες (ο Χέγκελ μάλιστα ασκεί κριτική στη στενότητα της μαθηματικής λογική). Έτσι, η σωστή κριτική που ασκεί ο Καστοριάδης στη συνολοταυτιστική τεχνικο-επιστημονική λογική (επισημαίνοντας ότι αυτή καταστέλλει ό,τι της αντιστέκεται, αξιώνοντας ισχύ για πτυχές της πραγματικότητας που δεν ανήκουν στην αρμοδιότητάς της) δεν τον οδηγεί σε μια πλουσιότερη διαλεκτική σύλληψη της λογικής.

Με αφορμή την κριτική του Καστοριάδη στη διαλεκτική λογική, ας μας επιτραπεί μια μικρή παρέκβαση σχετικά με τις αντλημένες ή εμπνευσμένες από το έργο του κατηγορίες που εξαπολύονται συχνά εναντίον της διαλεκτικής, όσον αφορά την υποτιθέμενη υπερκαθοριστικότητα, τον δογματισμό ή τον αναγωγισμό της. Ο Χέγκελ, για παράδειγμα, σε οξεία αντίθεση με ό,τι τού καταλογίζεται, δεν καθορίζει ούτε προσδιορίζει πουθενά στα λογικά του έργα το Είναι αυθαίρετα. Ο Χέγκελ δεν θα δεχόταν την προϋπόθεση πως «το Είναι είναι Χάος» (όπως ο Καστοριάδης στις οντολογικές του θέσεις), αλλά αντίθετα προσπαθεί να αναγνώσει την αυτοανάπτυξη του Είναι χωρίς να την καθορίσει από πριν. Η αυτοανάπτυξη αυτή έχει έναν εγγενή κριτικό χαρακτήρα, ο οποίος επιτρέπει την προχώρηση της διαλεκτικής θεωρίας (όπως καταδεικνύει η εξέλιξη της διαλεκτικής παράδοσης μετά τον Χέγκελ). Όταν σκεφτόμαστε μέσω της εγελιανής λογικής, πρέπει να είμαστε έτοιμοι να επιτρέψουμε στη ίδια τη σκέψη να προσδιορίσει τον εαυτό της, αντί να επιμένουμε πως εμείς θα ελέγξουμε το μονοπάτι που θα ακολουθήσει η σκέψη. Γι’ αυτό ο Χέγκελ μιλάει για κατηγορίες που προσδιορίζουν τον εαυτό τους, αντί για κατηγορίες που τις προσδιορίζουμε εμείς. Η λογική του δεν χτίζεται πάνω σε «ακλόνητες» προκείμενες και ορισμούς αλλά παρουσιάζει έννοιες που μεταβάλλονται διαλεκτικά ενόσω διαστοχαζόμαστε και καθιστούμε ρητούς τους λανθάνοντες προσδιορισμούς τους. Για τον Χέγκελ, «η αλήθεια είναι η ίδια η κίνηση του εαυτού της».[22] Και η διαλεκτική του Μπούκτσιν, την οποία θα παρουσιάσουμε στοιχειωδώς στο τελευταίο μέρος του κειμένου, αν και διαφοροποιείται από την εγελιανή, υιοθετεί κριτικά τον παραπάνω θεωρητικό προσανατολισμό.[23] Ας επιστρέψουμε όμως στο έργο του Καστοριάδη.

Εν τέλει, η πράξη για τον Καστοριάδη στηρίζεται σε μια γνώση που είναι «πάντοτε αποσπασματική και προσωρινή».[24] Φτάνει στο σημείο να δέχεται ότι κάθε επιλογή είναι αυθαίρετη αλλά η επιλογή της αυτονομίας είναι η λιγότερο αυθαίρετη.[25] Το πρόταγμά του μ’ αυτόν τον τρόπο δεν μπορεί να θεμελιωθεί αλλά μόνο να διαυγαστεί. Καταλήγει έτσι σε μια πράξη που βασίζεται στην απόφαση.[26] Για τον Καστοριάδη, επιδιώκουμε το ξεπέρασμα της αυτοξένωσης και ετερονομίας «γιατί το θέλουμε και γιατί ξέρουμε ότι και άλλοι άνθρωποι το θέλουν».[27] Γράφει χαρακτηριστικά: «Η Ιερά Εξέταση, ο σταλινισμός, ο ναζισμός, είναι επίσης δημιουργίες της ιστορίας μας. Όμως εμείς επιλέγουμε την αυτονομία αντί της ετερονομίας (…). Πρόκειται για επιλογή και σαν τέτοια συνεπάγεται μία κατηγορία που εύκολα την ξεχνούμε κατά τις φιλοσοφικές και πολιτικές συζητήσεις σήμερα: συνεπάγεται τη βούληση».[28]

Εδώ όμως, εστιασμένοι πλέον στη βούληση, σε μια υπεύθυνη επιλογή μεταξύ άλλων, κινδυνεύουμε να αγνοήσουμε έναν κίνδυνο για τον οποίο μας είχαν προειδοποιήσει αρκετοί στοχαστές, όπως ο Μαξ Χορκχάιμερ, όταν τόνιζε ότι η διάλυση της ιδέας του αντικειμενικού Λόγου μπορεί να ωφελήσει περισσότερο την αντίδραση και τον σκοταδισμό: «Αν η υποκειμενιστική άποψη αληθεύει, η σκέψη δεν προσφέρει καμία βοήθεια στον προσδιορισμό της επιθυμητότητας οποιουδήποτε στόχου καθεαυτόν. (…) Όλες οι θεμελιώδεις αποφάσεις μας εξαρτώνται πλέον από παράγοντες άλλους από τον Λόγο. Θεωρούνται ότι αποτελούν ζητήματα εκλογής και προτίμησης και έχει γίνει χωρίς νόημα να μιλάμε για αλήθεια στη διαδικασία λήψης πρακτικών, ηθικών και αισθητικών αποφάσεων. […] Τα επενδεδυμένα συμφέροντα εναντιωμένα στις παραδοσιακές ανθρωπιστικές αξίες θα επικαλεστούν τον ουδετεροποιημένο, ανήμπορο Λόγο στο όνομα του ‘κοινού νου’».[29]

Σχετικά με τη σύγχρονη κατάσταση, εύστοχη κρίνουμε και την εξής παρατήρηση του Μπούκτσιν που θα πρέπει να μας προβληματίσει για τη θεώρηση του κοινωνικο-ιστορικού ως φαντασιακά δημιουργημένου: «Αν και το ‘φαντασιακό’ και το υποκειμενικό είναι σίγουρα στοιχεία της κοινωνικής ανάπτυξης, ο σύγχρονος καπιταλισμός διαλύει σταθερά τη μοναδικότητα των ‘φαντασιακών’ που χαρακτήριζαν προγενέστερες, περισσότερο ποικιλόμορφες κουλτούρες. Πράγματι, ο καπιταλισμός, σε ολοένα μεγαλύτερο βαθμό, ισοπεδώνει και ομογενοποιεί την κοινωνία, πολιτισμικά και οικονομικά μέχρι του σημείου όπου τα ίδια εμπορεύματα, οι βιομηχανικές τεχνικές, οι κοινωνικοί θεσμοί, οι αξίες, ακόμη και οι επιθυμίες, ‘καθολικεύονται’ σ’ έναν βαθμό δίχως προηγούμενο στη μακρά σταδιοδρομία της ανθρωπότητας».[30]

IΙΙ

Αναρωτιέται εντούτοις κανείς γιατί ο Μπούκτσιν δεν ανέπτυξε την κριτική του περαιτέρω ώστε να τη θεμελιώσει πιο εμπεριστατωμένα αντί να εξαπολύσει τόσο βαριές κατηγορίες χωρίς επεξήγηση. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Μπούκτσιν ήταν ένας άνθρωπος με βαθιά πολιτική δράση. Οι ιδέες του Καστοριάδη δεν είχαν μεγάλη απήχηση στις πολιτικές ομάδες των Η.Π.Α. κι έτσι ο Μπούκτσιν ανάλωσε τον χρόνο του ασκώντας κριτική σε άλλους θεωρητικούς. Επίσης, προτίμησε προς το τέλος της ζωής του, όντας άρρωστος, να αφοσιωθεί στη συγγραφή ενός μνημειώδους τετράτομου έργου για την ιστορία των επαναστάσεων καθώς και να ξεκαθαρίσει μία σειρά απόψεων υπό το έμβλημα πλέον του κομμουναλισμού. Οι σποραδικές και ολιγόλογες αναφορές (πολεμικού χαρακτήρα) στον Καστοριάδη δεν καταδεικνύουν ότι δεν είχε μελετήσει και κατανοήσει το έργο του (φίλοι που επισκέφτηκαν τον Μπούκτσιν στις Η.Π.Α. μου είπαν ότι είδαν τη «Φαντασιακή θέσμιση…» του Καστοριάδη στη βιβλιοθήκη του διαβασμένη και με πολλές σημειώσεις).

Είδαμε λοιπόν ότι η κριτική του Μπούκτσιν, αν και συνοπτική, αποδεικνύεται βάσιμη. Συχνά ο Καστοριάδης επικαλείται τον Λόγο, όμως στο κύριο μέρος του έργου του, τον αποδυναμώνει σε τέτοιο βαθμό, ώστε καταλήγει να αναιρεί τις ίδιες τις προθέσεις του. Ο Καστοριάδης, στην εύλογη προσπάθειά του να αντιπαρατεθεί σε αυτούς τους εκφραστές του μαρξισμού και της «διαλεκτικής» που ευθύνονταν για τον εκφυλισμό του σοσιαλισμού στις χώρες του «υπαρκτού», αλλά και σ’ αυτούς που τον αναπαρήγαγαν δογματικά στις δυτικές κοινωνίες, κατέληξε να ταυτίσει λανθασμένα την έννοια της αντικειμενικότητας, όπως αυτή παρουσιάζεται στην κοινωνική θεωρία, με τον απαρέγκλιτο ντετερμινισμό και τον ολοκληρωτισμό, και την έννοια της διαλεκτικής ανάγνωσης της ιστορίας με μία προκαθορισμένη τελεολογία. Οδηγήθηκε στις αμφισημίες επειδή από τη μία προσπάθησε να ξεπεράσει τους μεταμοντέρνους αλλά συγχρόνως, από την άλλη, προσπάθησε να αποφύγει κάθε έννοια αντικειμενικότητας λόγω της κριτικής στον μαρξισμό. Στην προσπάθειά του αυτή, παρουσίασε ως υπερβολικά ρηξικέλευθη τη φιλοσοφία του, αποκρύπτοντας συχνά τις οφειλές της στη φιλοσοφική παράδοση που οι μεταμοντέρνοι απεχθάνονται.

Είναι όμως αμφίβολο το αν θα πρέπει να ταυτίζουμε την έννοια της αντικειμενικότητας με τον ολοκληρωτισμό. Τα ιεραρχικά στοιχεία που ενυπάρχουν στον μαρξισμό δεν σχετίζονται με την αξίωσή του για αντικειμενικότητα αλλά με το ιδιαίτερο περιεχόμενό του, το οποίο αναγνωρίζει την αναγκαιότητα ενός εργατικού Κράτους, της δικτατορίας του προλεταριάτου, της κυριαρχίας πάνω στη Φύση κλπ. Θα πρέπει συνεπώς να εξετάζουμε το περιεχόμενο μιας αντικειμενικής θεωρίας προτού την καταδικάσουμε σχεδόν αντανακλαστικά ως ολοκληρωτική απλώς και μόνο επειδή αξιώνει αντικειμενικό χαρακτήρα για τις θέσεις της. Υπό ποία έννοια μπορεί να είναι ολοκληρωτική μια θεωρία που αξιώνει ως αντικειμενικά ορθολογικό τον διάλογο και την άμεση δημοκρατία; Διαφωτιστική θα ήταν εν προκειμένω και η εξέταση ορισμένων παραδειγμάτων ολοκληρωτισμού στην ιστορία. Ο Χίτλερ δεν διακατεχόταν από αντικειμενικές ιδέες όταν κατέσφαζε, τη «νύχτα των μεγάλων μαχαιριών», πολλούς ιδεολογικούς του συνoδοιπόρους και τους πιο πιστούς συντρόφους του, για να ενισχύσει την εξουσία του και την επιρροή του στην αστική τάξη. Ακόμα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι σημαντικοί αναρχικοί στοχαστές επικαλούνται στο έργο τους ακόμα και την ύπαρξη κοινωνικών νόμων, επιδιδόμενοι σ’ έναν «επιστημονισμό» που ξεπερνά κατά πολύ τις αξιώσεις για αντικειμενικότητα του Μπούκτσιν. Αυτό όμως δεν οδήγησε το αναρχικό κίνημα στον ολοκληρωτισμό, παρόλη την ανεπάρκειά του, τις λίγες φορές που αναδύθηκε στο ιστορικό προσκήνιο. Ολοκληρωτική τουναντίον μπορεί να είναι η δαιμονοποίηση της έννοιας της αντικειμενικότητας. Χαρακτηριστική είναι η αποστροφή του Μαρκούζε: «το να επιμένει κανείς ότι το γενικό συμφέρον δεν είναι γενικά προσδιορίσιμο αποτελεί (…) και πάλι μια μορφή καταστολής».[31]

Από την άλλη, ο διαλεκτικός νατουραλισμός του Μπούκτσιν προσπαθεί να διασώσει, αφενός, την αντικειμενικότητα της απελευθερωτικής ηθικής έναντι του σύγχρονου υποκειμενισμού και, αφετέρου, την έννοια της προόδου έναντι του τρέχοντος πεσιμισμού («τέλος της ιστορίας»), χωρίς να υποπίπτει σε δογματικές συλλήψεις που στηρίζονται σε απαράβατους και αιώνιους νόμους της ιστορικής κίνησης. Η φιλοσοφία του θεμελιώνεται στις ίδιες τις δυνητικότητες [potentialities] που διανοίγει η φυσική και κοινωνική εξέλιξη. Ο Μπούκτσιν εδραιώνει έννοιες όπως πολίτης, κοινότητα κλπ, ανάγοντάς τες στο ιστορικό τους υπόβαθρο. Εκεί αναζητά το νόημά τους. Δεν τις αντιπαραβάλλει με ιστορικούς νόμους ή τάσεις, αλλά προσπαθεί να εξετάσει πως συνδέονται με θεμελιώδεις «κατευθυντικότητες» [directionalities] που εξάγει παρατηρώντας τη φυσική και κοινωνική εξέλιξη. Υπάρχει στη Φύση μια εξέλιξη από στοιχειώδεις μορφές ζωής σε περισσότερο σύνθετες μορφές ζωής με ανεπτυγμένο νευρικό σύστημα. Η ίδια η φυσική εξέλιξη παρέχει έτσι τη βάση για αυξανόμενη δυνατότητα υποκειμενικότητας και επιλογής. Η κοινωνική εξέλιξη αναδύεται από τη φυσική και επίσης χαρακτηρίζεται από μία διαλεκτική εξέλιξη που αναδεικνύει δυνατότητες για ελευθερία μέσα από μία σειρά ιστορικών μορφωμάτων.

Χαρακτηρίζεται βέβαια η κοινωνική εξέλιξη κυρίως από μεγάλες περιόδους βαρβαρότητας. Ωστόσο, οι εκτυλισσόμενες δυνατότητες για ελευθερία δεν μπορούν να συγκριθούν με τις στιγμιαίες ικανότητες για καταστροφή.[32] Οι πρώτες απαιτούν φυσική και κοινωνική ανάπτυξη και πραγματικό ιστορικό μόχθο, ενώ οι δεύτερες μια απλή καθήλωση στη «ζωική» λογική της εργαλειακότητας των μέσων και σκοπών. Η Ρώσικη Επανάσταση, για παράδειγμα, με τα νέα ποιοτικά στοιχεία που έφερε, με τη διεκδίκηση του τερματισμού της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, είχε ως υπόβαθρο μία μακρά ιστορική διαδικασία που περιλάμβανε αμέτρητους υλικούς και πνευματικούς αγώνες για την κατάργηση της δουλείας ή της κληρονομικής βασιλείας, αγώνες οικονομικής ισότητας κλπ. Από την άλλη, ο Χίτλερ και ο κάθε Χίτλερ αναπαρήγαγαν αυτό που έκανε ο κάθε τύραννος, απλώς με πλουσιότερα τεχνολογικά μέσα. Και ακόμα περισσότερο, ο ναζισμός ως ιδεολογία απαρνήθηκε τις μοναδικές εκτυλισσόμενες δυνητικότητες που διανοίγει η κοινωνική εξέλιξη, για να μας κατακρημνίσει σε μια άβυσσο βαρβαρότητας.

Όπως το θέτει ο Μπούκτσιν: «Η κοινωνία που αποτυγχάνει να πραγματώσει ενεργά τις λανθάνουσες δυνατότητές της για ανθρώπινη ευτυχία και πρόοδο, είναι μεν αρκετά ‘πραγματική’, με την έννοια ότι υπάρχει, αλλά δεν είναι αληθινά κοινωνική. Παραμένει ημιτελής και διαστρεβλωμένη, εφόσον απλά διατηρείται ως τέτοια, και κατά συνέπεια είναι ανορθολογική. Υπολείπεται αυτού που θα όφειλε να είναι από κοινωνική άποψη, όπως ακριβώς ένα γενικά καχεκτικό ζώο υπολείπεται αυτού που θα όφειλε να είναι από βιολογική άποψη. Μολονότι αυτή η κοινωνία είναι ‘πραγματική’, υπό μία υπαρκτική έννοια, ωστόσο είναι ανολοκλήρωτη και άρα ‘μη πραγματική’ από την άποψη των λανθανουσών δυνατοτήτων της».[33]

Για τον Μπούκτσιν, το έρεισμα για τα «ακατάστατα δοκίμια» (όπως τα χαρακτηρίζει) του Καστοριάδη (αλλά και για τον μηδενισμό π.χ. του Αντόρνο) ήταν το γεγονός ότι οι αναγκαίες και επαρκείς συνθήκες για την απελευθέρωση δεν υπήρξαν ποτέ στην ιστορία σε μία σχέση αυστηρής ακολουθίας. Δέχεται κι ο ίδιος ότι η εφεύρεση π.χ. του δόρατος δεν συνεπάγεται αυτομάτως το πέρασμα από τη μητριαρχία στην πατριαρχία, ούτε το αλέτρι στην ιδιωτική ιδιοκτησία. Όντως η κοινωνική εξέλιξη παράγει «τεράστια διαφορετικότητα» και ποικιλία κοινωνικών μορφών και πολιτισμών. Όμως, οι περιορισμοί που τίθενται από τον Καστοριάδης σ’ αυτό που αποκαλεί «ορθολογική διαλεκτική της ιστορίας» αλλά και στον ίδιο τον Λόγο, ισχύουν μόνο στον βαθμό που εξαίρουμε αυτές τις μεγάλες διαφορές αντί να «αναγνωρίσουμε το νήμα των ομοιοτήτων που οδηγούν την ανθρωπότητα στο σημείο μιας δημιουργικής ανάπτυξης».[34]

Δεν θα διαφωνούσε ο Μπούκτσιν ότι είναι ανοησία να συμφύρονται οι πολιτισμοί χωρίς ιδιαίτερη αναφορά στη θέση τους στον χρόνο και στις κοινωνικές καταβολές τους. Αυτό που αντιμάχεται είναι η αποκλειστική προσήλωση στις ιδιαιτερότητες των μεμονωμένων πολιτισμών «σε τέτοιο βαθμό ώστε ακόμα και η αυτονομία που τόσο εκτιμά ο Καστοριάδης να μπορεί να απορριφθεί ως υποκειμενική νόρμα που δεν έχει μεγαλύτερη αξία από τη νόρμα της ιεραρχίας».[35]

Γιατί, αντιτείνει ο Μπούκτσιν, υπάρχει προς αφήγηση μια «ιστορία έλλογων προόδων».[36] Τόσο η ανάπτυξη της γεωργίας όσο και αυτή της τεχνολογίας υπήρξαν σημαντικότατες για την ανθρώπινη χειραφέτηση. Τη μεγαλύτερη ωστόσο σπουδαιότητα είχε η λεγόμενη αστεακή (urban) επανάσταση, η ανάδυση της πόλης σε οικουμενικό επίπεδο και η διάλυση της κοινωνικής συμβίωσης που στηρίζονταν στους συγγενικούς δεσμούς ή τους δεσμούς της ηλικίας και του φύλου. Η ανάδυση της πόλης (χάρη στην οποία μπόρεσαν να φανταστούν οι Αθηναίοι τη δημοκρατία), έδωσε τη δυνατότητα για τη συγκρότηση του ελεύθερου πολίτη.

Συνεπώς η ιστορία για τον Μπούκτσιν είναι κάτι παραπάνω από ένα, όπως γράφει χαρακτηριστικά, «αρχιπέλαγος διασκορπισμένων και κλεισμένων στον εαυτό τους ‘κοινωνικών φαντασιακών’». Η Ιστορία είναι, γράφει, «το ορθολογικό περιεχόμενο και η συνέχεια των γεγονότων (με τον δέοντα σεβασμό στα ‘ποιοτικά’ άλματα) που εδράζονται στις δυνατότητες της ανθρωπότητας για ελευθερία, αυτοσυνείδηση και συνεργασία, στην αυτο-διαμορφωνόμενη ανάπτυξη ολοένα και πιο ελευθεριακών μορφών κοινωνικής συμβίωσης (consociation). Είναι η, τρόπος του λέγειν, ορθολογική ‘υποδομή’ που συνέχει τις ανθρώπινες πράξεις και τους θεσμούς, πάνω από το παρελθόν και το παρόν, προς την κατεύθυνση μιας χειραφετητικής κοινωνίας και του χειραφετημένου ατόμου. Δηλαδή, η Ιστορία είναι ακριβώς ό,τι είναι ορθολογικό στην ανθρώπινη ανάπτυξη. Επιπλέον, είναι ό,τι είναι ορθολογικό με τη διαλεκτική έννοια του λανθάνοντος που εκτυλίσσεται, διευρύνεται και αρχίζει μέσω αυξανόμενης διαφοροποίησης και με διακυμάνσεις να πραγματώνει ενεργά τις ίδιες τις πραγματικές δυνατότητες της ανθρωπότητας για ελευθερία, αυτοσυνείδηση και συνεργασία». Και συμπληρώνει παρακάτω: «Δεν ισχύει ότι η κοινωνική ανάπτυξη είναι διαλεκτική επειδή είναι αναγκαία ορθολογική όπως ένας παραδοσιακός εγελιανός θα υπέθετε, αλλά μάλλον πως όπου η κοινωνική ανάπτυξη είναι ορθολογική, αυτή είναι διαλεκτική ή ιστορική. Διαβεβαιώνουμε, εν ολίγοις, πως μπορούμε να συνάγουμε από μία μοναδικά ανθρώπινη δυνατότητα μία ορθολογική ανάπτυξη που προάγει την ανθρώπινη αυτοπραγμάτωση σε μια ελεύθερη, αυτοσυνειδητή και συνεργατική κοινωνία. Ο θεωρησιακός λόγος προτάσσει επί τούτου τον ισχυρισμό ότι διαβλέπει την ορθολογική ανάπτυξη (με κανέναν τρόπο ανοσοποιημένη απέναντι σε ανορθολογικές μεταστροφές) της κοινωνίας όπως θα όφειλε να είναι, δεδομένης της ανθρώπινης δυνατότητας όπως τη γνωρίζουμε στη πραγματική ζωή, να μεταβαίνει από μία φυλετική ομάδωση σε ένα δημοκρατικό σώμα πολιτών, από τη μυθοποιητική στον ορθό λόγο, από την υποταγή της εαυτότητας εντός μιας δημώδους συλλογικότητας στην ατομικότητα εντός μιας ορθολογικής κοινότητας – όλες αυτές οι μεταβάσεις προκύπτουν ως αμφότερα ορθολογικοί σκοποί και υπαρξιακές πραγματικότητες. Ο θεωρησιακός λόγος πρέπει πάντοτε να εγκαλείται ώστε να κατανοήσει και να εξηγήσει όχι μόνο τι έχει διαδραματισθεί αναφορικά με αυτές τις προβληματικές, αλλά και γιατί επανέρχονται με ποικιλόμορφη ένταση και πως μπορούν να επιλυθούν».[37]

Η civitas για παράδειγμα, η ιδιότητα του πολίτη, αποτελεί προϋπόθεση της πιο πλούσια humanitas, της ιδιότητας του ανθρώπου. Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Μπούκτσιν, η civitas, σε ανθρώπινο μέγεθος και δημοκρατικά δομημένη, μιλά σε μας διαμέσου των αιώνων, από τον Επιτάφιο του Περικλή μέχρι τις εκπληκτικά οικείες και ακλόνητα εγκόσμιες κωμωδίες του Αριστοφάνη, «τα έργα του οποίου γκρεμίζουν την έμφαση του Καστοριάδη στον ‘μυστήριο’ και στον ‘κλειστό’ χαρακτήρα της αθηναϊκής πόλης για το σύγχρονο πνεύμα».[38]

Βέβαια, ο χώρος δεν μας επιτρέπει να καταδείξουμε επαρκώς γιατί ο Μπούκτσιν δεν είναι οπαδός μίας απλοϊκής έννοιας προόδου σε όλες τις ιστορικές περιόδους. Μπορούμε μόνο να σημειώσουμε ότι στο, αμετάφραστο ακόμα στα ελληνικά, έργο του Η Οικολογία της Ελευθερίας παρουσιάζει και αναλύει τη συσχέτιση και την ανάπτυξη, σε όλη τους την πολυπλοκότητα, και των δύο πλευρών της ανθρώπινης ιστορίας: την «κληρονομιά της ελευθερίας» και την «κληρονομιά της κυριαρχίας». Αυτές οι δύο παραδόσεις, η μία ως η ιστορία των διευρυνόμενων χειραφετητικών αγώνων, και η άλλη ως το χρονικό της ιεραρχίας σ’ όλη της τη βαρβαρότητα, διαπλέκονται, ανταγωνίζονται, αλληλεπιδρούν και επηρεάζουν διαλεκτικά η μία την άλλη κατά την ιστορική εξέλιξη.

IV

Ενώ λοιπόν η σημαντική και πρωτότυπη φιλοσοφική προσπάθεια του Καστοριάδη θέλησε να στραφεί ενάντια στον υποκειμενισμό και σχετικισμό που δικαιώνουν την καπιταλιστική βαρβαρότητα που βιώνουμε, στο έργο του συνυπάρχουν μ’ αυτές τις τάσεις αμφισημίες οι οποίες λειτουργούν ανασχετικά στην ίδια αυτή προσπάθεια. Ένα κίνημα που θέλει να ξεπεράσει τον καπιταλισμό και την ιεραρχία για την ελευθερία και την αυτονομία, θα πρέπει να συγκρατήσει τα γόνιμα στοιχεία της σκέψης του, αλλά να μη φοβηθεί να διεκδικήσει αντικειμενικότητα για τις αξιώσεις και τους στόχους που θέτει. Σ’ αυτήν την προσπάθεια πολύτιμη κρίνουμε τη φιλοσοφική συμβολή του Μπούκτσιν.

Σπουδαία πλευρά της φιλοσοφίας του Καστοριάδη, μεταξύ άλλων, που οφείλουμε να συγκρατήσουμε είναι ότι η αλήθεια συναρτάται και διαπλέκεται με την ιστορική συλλογική πράξη και τους κοινωνικούς αγώνες.[39] Όμως, απ’ αυτό το γεγονός και μόνο, προκύπτει ότι ως τέτοια, η αλήθεια, ξεπερνά το επίπεδο της βούλησης και της απόφασης. Απέναντι στη βαρβαρότητα του καπιταλιστικού συστήματος, απέναντι στην ιεραρχία και τον φασισμό θα πρέπει να διατηρούμε ακέραια τη δυνατότητα να εκφράζουμε κάτι παραπάνω από τη γνώμη μας. Ειδικά σ’ αυτήν την εργαλειακή εποχή, όπου εξατομικευόμαστε ως απλά γρανάζια στην αναπαραγωγή του καπιταλιστικού κόσμου, είναι σημαντικό να καταδείξουμε ότι το ανθρώπινο πνεύμα ως τέτοιο δεσμεύεται, όχι απλά από διυποκειμενικούς αλλά από αντικειμενικούς όρους. Ότι μπορούμε να αξιώνουμε αντικειμενικότητα διότι είμαστε φορείς ενός Λόγου και μιας Ιστορίας.

Επιπρόσθετα, απέναντι στο τέλμα του υποτιθέμενου «τέλους της Ιστορίας», θα πρέπει να αναδείξουμε τα ιστορικά εκείνα κύματα και τις επαναστάσεις που έδωσαν συνοχή στην κοινωνική εξέλιξη προς την πραγμάτωση της ελευθερίας, και να επιδιώξουμε μαζικά παγκόσμια επαναστατικά κινήματα για περισσότερες παρόμοιες κατακτήσεις. Ο Μπούκτσιν τόνιζε ορθά, κατά τη γνώμη μου, έχοντας στον νου του και τον Καστοριάδη, ότι «με την απουσία ορθολογικών αντικειμενικών κριτηρίων συμπεριφοράς, η φαντασία μπορεί να καταστεί τόσο δαιμονική, όσο απελευθερωτική μπορεί να είναι όταν υφίστανται τέτοια κριτήρια∙ εξ ου και η ανάγκη για διαπαιδαγωγημένη αυθορμησία – και μια στοχαζόμενη φαντασία».[40]

Δεν μπορούμε να αρκεστούμε στο σχόλιο του Καστοριάδη απέναντι στον Hans Jonas, ο οποίος στεναχωριόταν επειδή θα ήταν ικανός να πει στον Χίτλερ «θα σας σκοτώσω» αλλά όχι «έχετε άδικο!». Ο Καστοριάδης απαντά: «Κατά πρώτο λόγο, ο Χίτλερ θα είχε δίκιο να απαντήσει: ‘Δεν μπορείτε να μου αποδείξετε την εγκυρότητα των αξιωμάτων σας’ (…)».[41] Εντούτοις, κατά τη γνώμη μου, θα πρέπει να μπορούμε να καταδείξουμε γιατί ο εκάστοτε Χίτλερ έχει άδικο, και αυτή η κατάδειξη να συναρμοστεί με έναν οικουμενικό αγώνα εναντίον του.

Θοδωρής Βελισσάρης

[1] Χέγκελ, Ο Λόγος στην ιστορία: Εισαγωγή στη φιλοσοφία της ιστορίας, μτφρ: Παναγιώτης Θανασάς (Αθήνα: Μεταίχμιο, 2006), σ. 123.
[2] Hannah Arendt, The Life of the Mind, ed. Mary McCarthy (New York: Harcourt, 1978), vol. 1: Thinking, σ. 216.
[3] Murray Bookchin, Επιστολή παραίτησης, Δημοκρατία και Φύση, τ.2, (Αθήνα: Στάχυ & Τόπος, Οκτώβριος 1996), σσ. 200-203.
[4] Σύμφωνα με τον Καστοριάδη, το κοινωνικό φαντασιακό είναι η δημιουργική ικανότητα και πράξη του ανώνυμου συλλογικού από τις οποίες πηγάζουν οι θεσμοί που ρυθμίζουν τη ζωή των ανθρώπων.
[5] Κορνήλιος Καστοριάδης, Χώροι του Ανθρώπου, μτφρ: Ζήσης Σαρίκας (Αθήνα: Ύψιλον, 1995), σ. 160.
[6] Κορνήλιος Καστοριάδης, Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, μτφρ: Σωτήρης Χαλικιάς, Γιούλη Σπαντιδάκη και Κώστας Σπαντιδάκης (Αθήνα: Ράππα, 1985), σ. 53.
[7] Κορνήλιος Καστοριάδης, Η άνοδος της ασημαντότητας, μτφρ: Κώστας Κουρεμένος (Αθήνα: Ύψιλον, 2000), σ. 160.
[8] Τέτα Παπαδοπούλου (επιμ.), Του Κορνήλιου Καστοριάδη: Είμαστε υπεύθυνοι για την ιστορία μας, (Αθήνα: Πόλις, Απρίλιος 2001), σ. 65.
[9] Κορνήλιος Καστοριάδης, Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, σ. 14.
[10] Ό.π., σσ. 148-149.
[11] Κορνήλιος Καστοριάδης, Χώροι του Ανθρώπου, σ. 171.
[12] Ό.π., σσ. 337-338.
[13] Ό.π., σ. 119.
[14] Ό.π. σσ. 163-164.
[15] Κορνήλιος Καστοριάδης, Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, σ. 238.
[16] Κορνήλιος Καστοριάδης, Η άνοδος της ασημαντότητας, σ. 259.
[17] Κορνήλιος Καστοριάδης, Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, σσ. 240-241.
[18] Ό.π., σ. 64.
[19] Ό.π., σ. 82.
[20] Κορνήλιος Καστοριάδης, Ο θρυμματισμένος κόσμος, μτφρ: Ζήσης Σαρίκας και Κώστας Σπαντιδάκης (Αθήνα: Ύψιλον, 1992), σ. 71.
[21] Κορνήλιος Καστοριάδης, Χώροι του Ανθρώπου, σ. 71.
[22] Παραπέμπω ενδεικτικά στην εισαγωγή της «μικρής» Λογικής, G.W.F. Hegel, The Encyclopaedia Logic: Part I of the Encyclopaedia of Philosophical Sciences, μτφρ: T.F.Geraets, W.A.Suchting, H.S.Harris (Indianapolis: Hackett, 1991). Επίσης, βλ. Stephen Houlgate, An introduction to Hegel: Freedom, Truth and History, (Blackwell, 2005), σσ. 26-47.
[23] Βλ. Murray Bookchin, The philosophy of social ecology: essays on dialectical naturalism, (Black Rose Books, 1996), σσ. 13-16.
[24] Κορνήλιος Καστοριάδης, Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, σ. 115.
[25] Ό.π., σ. 148.
[26] Κορνήλιος Καστοριάδης, Ο θρυμματισμένος κόσμος, σ. 78.
[27] Κορνήλιος Καστοριάδης, Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, σ. 516.
[28] Κορνήλιος Καστοριάδης, «Η κρίση του μαρξισμού και η κρίση της πολιτικής», Κοινωνίας και Φύση, τ. 2, (Αθήνα: Κοινωνία και Φύση, Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 1992), σσ. 235-236.
[29] Μαξ Χορκχάιμερ, Η έκλειψη του Λόγου, μτφρ: Θέμις Μίνογλου (Αθήνα: Κριτική, 1987), σ. 18 και σ. 37.
[30] Murray Bookchin, Ιστορία, Πολιτισμός και Πρόοδος: Περίγραμμα μιας Κριτικής του Σύγχρονου Σχετικισμού, μτφρ: Θοδωρής Βελισσάρης και Γεώργιος Δαρεμάς (Ιωάννινα: Ισνάφι, 2005), σσ. 67-68.
[31] Γ.Ι. Μανιάτης, Γ. Σαγκριώτης, Α.Α. Χρύσης (επιμ.): Herbert Marcuse: Κριτική, ουτοπία, απελευθέρωση, (Αθήνα: Στάχυ, 1999), σ. 290.
[32] Σε αντίθεση με τον Καστοριάδη που θεωρεί ισάξιες ως ανθρώπινες δυνατότητες, αυτή του να είναι κανείς Σωκράτης και την αντίστοιχη του να είναι κανείς Χάιντριχ. Βλ. Κορνήλιος Καστοριάδης, Η άνοδος της ασημαντότητας, σ. 143.
[33] Murray Bookchin, The philosophy of social ecology, σ. 21. Δική μου μετάφραση.
[34] Murray Bookchin, «Σχόλια για τη συνάντηση του Διεθνούς Δικτύου Κοινωνικής Οικολογίας και τη ‘βαθιά κοινωνική οικολογία’ του John Clark», Δημοκρατία και Φύση, τ.2, (Αθήνα: Στάχυ & Τόπος, Οκτώβριος 1996), σ.192.
[35] Ό.π.
[36] Οι οποίες πρόοδοι δεν ήταν φυσικά τελεολογικά προκαθορισμένες αλλά παρατηρήσιμες κατά την ιστορική τους ανάπτυξη. Μπορούμε σύμφωνα με τον Μπούκτσιν να δώσουμε στους υλικούς παράγοντες τη σημασία που τους αρμόζει χωρίς «να υποβιβάζουμε τις πολιτισμικές αλλαγές σε αυτόματα, και χωρίς να μιλούμε για μυστικιστικά ‘στάδια ανάπτυξης’».
[37] Murray Bookchin, Ιστορία, Πολιτισμός και Πρόοδος, σσ. 45-46 και σσ. 65-66.
[38] Murray Bookchin, «Σχόλια για τη συνάντηση του Διεθνούς Δικτύου Κοινωνικής Οικολογίας και τη ‘βαθιά κοινωνική οικολογία’ του John Clark», σ. 195.
[39] Εδώ βέβαια ο Καστοριάδης ακολουθεί μία συγκεκριμένη φιλοσοφική παράδοση: για την αλήθεια ως πρακτικό και όχι σχολαστικό ζήτημα δεν μπορούμε να μη στραφούμε στον Μαρξ – ή στον Καντ και τον συνακόλουθο γερμανικό ιδεαλισμό, για να πάμε ακόμα νωρίτερα.
[40] Murray Bookchin, Ιστορία, Πολιτισμός και Πρόοδος, σ. 70.
[41] Κορνήλιος Καστοριάδης, Χώροι του Ανθρώπου, σσ. 170-1.