Η κριτική στη δημοκρατία των συνελεύσεων


του Μάρεϊ Μπούκτσιν [*]

Η πιο συχνή ίσως κριτική που έχουν πραγματοποιήσει τόσο οι Μαρξιστές όσο και οι αναρχικοί ενάντια στον ελευθεριακό δημοτισμό είναι ο ισχυρισμός πως οι σύγχρονες πόλεις είναι υπερβολικά μεγάλες για να οργανωθούν λειτουργικά επί τη βάσει λαϊκών συνελεύσεων. Κάποιοι επικριτές θεωρούν πως αν στοχεύουμε στην πραγματική δημοκρατία, ο καθένας από την ηλικία των μηδέν μέχρι τα εκατό, ασχέτως υγείας, διανοητικής κατάστασης ή ιδιοσυγκρασίας, πρέπει να λαμβάνει μέρος στη λαϊκή συνέλευση και πως μία συνέλευση πρέπει να είναι μικρή όσο μία αμερικάνικου τύπου ομάδα ψυχοθεραπείας ή μία «ομάδα συγγένειας», όπως την αποκαλεί κάποιος από τους επικριτές. Αλλά στις μεγάλες πόλεις του κόσμου, υποστηρίζουν αυτοί οι επικριτές, οι οποίες έχουν πληθυσμό μερικών εκατομμυρίων κατοίκων, θα χρειαζόμασταν πολλές χιλιάδες συνελεύσεις προκειμένου να επιτύχουμε πραγματική δημοκρατία. Σε τέτοιες πόλεις, επιχειρηματολογούν, μία τέτοια πλειάδα μικρών συνελεύσεων θα ήταν πολύ βραδυκίνητη και δυσλειτουργική.

Όμως ένας μεγάλος αστικός πληθυσμός δεν είναι από μόνος του εμπόδιο για τον ελευθεριακό δημοτισμό. Πράγματι, βασιζόμενοι σε έναν υπολογισμό ο οποίος θα θεωρούσε όλους τους κατοίκους ως συμμετέχοντες πολίτες – οι 48 Παρισινοί τομείς του 1793 θα είχαν υπάρξει εντελώς μη λειτουργικοί, δεδομένου πως το επαναστατημένο Παρίσι είχε έναν πληθυσμό 500.000 με 600.000 ανθρώπων. Εάν κάθε άνδρας, γυναίκα και παιδί, καθώς και κάθε παθολογικά φρενοβλαβές και εντελώς δυσλειτουργικό άτομο είχε παρακολουθήσει τις τομεακές συνελεύσεις και εφόσον αυτές δεν είχαν πάνω από 40 άτομα, η αριθμητική μας λέει πως θα χρειάζονταν περίπου 15.000 συνελεύσεις για να στεγάσουν όλους τους ανθρώπους του επαναστατημένου Παρισιού. Υπό αυτές τις συνθήκες όμως, είναι να απορεί κανείς πως θα μπορούσε ποτέ να έχει συμβεί η Γαλλική επανάσταση.

Αυτοί οι επικριτές είναι συνήθως κάθε άλλο παρά επαναστάτες, και πιθανότατα πιστεύουν πως η ιστορία θα ήταν πολύ καλύτερη αν οι παρισινοί τομείς δεν είχαν υπάρξει ποτέ για να προωθήσουν τη Γαλλική επανάσταση. Η αντίρρησή τους αναπαριστά τον εργαλειακό νου ως υπολογιστική μηχανή, στη χειρότερη εκδοχή του. Κατ’ αρχάς, μία λαϊκή δημοκρατία δεν βασίζεται στην ιδέα πως ο καθένας θα μπορεί ή και θα θέλει να παρακολουθεί λαϊκές συνελεύσεις. Ούτε θα έπρεπε κάποιος να κάνει τη συμμετοχή υποχρεωτική, εξαναγκάζοντας τον καθένα να συμμετέχει. Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός πως σπάνια η μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων, σε ένα συγκεκριμένο τόπο, έτυχε να εμπλακεί στην επανάσταση, πόσο μάλλον το σύνολό των ανθρώπων – πράγματι, με βάση όσα γνωρίζω, κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ στην επαναστατική ιστορία. Απέναντι στην εξέγερση, σε μία επαναστατική κατάσταση όπου κάποιοι άγνωστοι αγωνιστές, υποβοηθούμενοι από έναν μικρό αριθμό υποστηρικτών, εξεγείρονται και ανατρέπουν την καθεστικυία τάξη, οι περισσότεροι άνθρωποι είναι συνήθως ενεργοί ή αδρανείς παρατηρητές.

Έχοντας κάνει προσεκτική ανασκόπηση της εξέλιξης όλων σχεδόν των κύριων επαναστάσεων στο ευρω-αμερικανικό κόσμο, μπορώ να πω μετά λόγου γνώσεως πως ακόμη και σε μία απολύτως επιτυχημένη επανάσταση, μόνο μία μειοψηφία των ανθρώπων παρακολουθούσαν τις συνελεύσεις οι οποίες έπαιρναν σημαντικές αποφάσεις για τη μοίρα της κοινωνίας τους. Η εκτενής διαφοροποίηση όσον αφορά στην πολιτική και κοινωνική συνείδηση, στα συμφέροντα, στη μόρφωση και εν γένει στο υπόβαθρο μεταξύ των μαζών μέσα σε μία καπιταλιστική κοινωνία, εγγυάται πως οι άνθρωποι θα ελκυσθούν και θα συμμετέχουν κατά κύματα στις επαναστατικές διαδικασίες, εάν πρόκειται να συμμετέχουν σε μια επανάσταση. Το πρώτο και πιο μαχητικό κύμα είναι, αριθμητικά, εκπληκτικά μικρό. Ακολουθείται όμως από κάποιους παρατηρητές οι οποίοι ενώνονται με το πρωτεύον κύμα, αν η εξέγερση φανεί να έχει πιθανότητες επιτυχίας. Μόνο αφότου τη εξέγερση συγκεντρώσει και άλλες πιθανότητες επιτυχίας, την ακολουθούν σε διάφορους βαθμούς και τα πολιτικώς λιγότερο ανεπτυγμένα κύματα. Ακόμη και όταν η εξέγερση έχει επιτύχει, απαιτείται χρόνος ώστε η πραγματική πλειοψηφία του πληθυσμού να συμμετάσχει πλήρως στην επαναστατική διαδικασία, συνήθως ως πλήθος σε διαδηλώσεις και πιο σπάνια ως συμμετέχοντες στους επαναστατικούς θεσμούς.

Στην Αγγλική Επανάσταση της δεκαετίας του 1640 για παράδειγμα, ήταν κυρίως ο στρατός των Πουριτανών που έθεσε τα πιο δημοκρατικά αιτήματα, με την υποστήριξη των Levellers (Ισοπεδωτών), οι οποίοι συνιστούσαν ένα πολύ μικρό κλάσμα του πληθυσμού των πολιτών. Η Αμερικανική Επανάσταση συγκέντρωνε τη διαβόητη υποστήριξη, αν και σε καμία περίπτωση την ενεργή υποστήριξη, μόλις του ενός τρίτου του αποικιακού πληθυσμού. Η μεγάλη Γαλλική Επανάσταση, συγκέντρωσε την κύρια υποστήριξή της στο Παρίσι και κατάφερε να προχωρήσει με τους 48 τομείς του, η πλειονότητα των οποίων βασιζόταν σε συνελεύσεις με χαμηλή προσέλευση, εκτός από τις περιπτώσεις που υπό το βάρος βαρυσήμαντων αποφάσεων ξεσηκώνονταν οι πιο επαναστατικές γειτονιές.

Στην πραγματικότητα, αυτό που καθόρισε την έκβαση των περισσοτέρων επαναστάσεων, ήταν λιγότερο το πόση υποστήριξη έλαβαν τα πιο μαχητικά κομμάτια της, αλλά μάλλον ο βαθμός της αντίστασης που αντιμετώπισαν. Αυτό που έφερε τον Λουδοβίκο τον 16ο μαζί με την οικογένειά του από τις Βερσαλλίες πίσω στο Παρίσι τον Οκτώβριο του 1789, σίγουρα δεν ήταν όλες οι γυναίκες του Παρισιού – στην πραγματικότητα μόνο μερικές χιλιάδες συμμετείχαν στην περίφημη πορεία προς τις Βερσαλλίες – αλλά μάλλον η ανικανότητα του βασιλιά να κινητοποιήσει αρκετές και αξιόπιστες δυνάμεις για να τους αντισταθεί. Η Ρωσική Επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1917 στην Πετρούπολη – η οποία αποτελεί για πολλούς ιστορικούς «μοντέλο» αυθόρμητης μαζικής επανάστασης (με μία εξέγερση πολύ πιο σύνθετη απ’ ό,τι υποδεικνύουν οι περισσότερες διηγήσεις) – ήταν επιτυχημένη επειδή ούτε καν η προσωπική φρουρά του τσάρου ήταν έτοιμη να υπερασπιστεί τη μοναρχία, πόσο μάλλον οι πάλαι ποτέ αξιόπιστοι υποστηρικτές του δεσποτισμού, δηλαδή οι Κοζάκοι. Στην επαναστατημένη Βαρκελώνη του 1936, η αντίσταση στις δυνάμεις του Φράνκο ξεκίνησε από μόλις μερικές χιλιάδες αναρχοσυνδικαλιστές με τη βοήθεια της «Αστικής Φρουράς» (Guardia de Asalto), της οποίας η πειθαρχία, ο οπλισμός και η εκπαίδευση ήταν αναγκαίος παράγοντας για τον εντοπισμό και την τελική νίκη ενάντια στην εξέγερση του τακτικού στρατού.

Είναι τέτοιοι «αστερισμοί» δυνάμεων που εξηγούν πως οι επαναστάσεις επιτυγχάνουν στην πράξη. Δεν θριαμβεύουν επειδή «οι πάντες» ή ακόμα και η πλειονότητα του πληθυσμού, συμμετέχουν ενεργά στην ανατροπή ενός καταπιεστικού καθεστώτος, αλλά επειδή οι ένοπλες δυνάμεις της παλιάς τάξης πραγμάτων αλλά και γενικότερα ο πληθυσμός, δεν είναι πλέον διατεθειμένοι να την υπερασπιστούν απέναντι σε μία μαχητική και αποφασισμένη μειοψηφία.

Ούτε είναι πιθανό, όσο κι αν είναι επιθυμητό μετά από μία επιτυχημένη εξέγερση, η μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων, ακόμη και των καταπιεσμένων, να συμμετέχει προσωπικά στην επαναστατική δραστηριότητα της κοινωνίας. Έπειτα από την επιτυχία μίας επανάστασης, η πλειονότητα των ανθρώπων τείνουν να αποσύρονται στις εστίες τους, όσο μικρές ή μεγάλες κι αν είναι αυτές, όπου τα προβλήματα της καθημερινής ζωής έχουν τον μεγαλύτερο αντίκτυπο στις μάζες. Αυτές οι εστίες μπορεί να είναι οικιστικές ή βιομηχανικές γειτονιές σε μεγάλες πόλεις, ο περίγυρος χωριών και οικισμών ή ακόμη και διασκορπισμένοι χώροι κατοικίας και εργασίας σε μεγάλη απόσταση από αστικές περιοχές.

Με λίγα λόγια, δεν μπορώ να δω πως το μεγάλο μέγεθος των σύγχρονων πόλεων συνιστά ανυπέρβλητο εμπόδιο για τη δημιουργία ενός κινήματος συνελεύσεων γειτονιάς. Οι πόρτες των συνελεύσεων γειτονιάς πρέπει να είναι πάντα ανοιχτές για όποιον ζει στη γειτονιά. Άτομα λιγότερο συνειδητοποιημένα πολιτικά, μπορεί να επιλέξουν να μην παρακολουθούν τις εργασίες της συνέλευσης γειτονιάς στην οποία ανήκουν και δεν πρέπει να υποχρεωθούν να το κάνουν. Οι συνελεύσεις, ανεξαρτήτως μεγέθους, θα έχουν να αντιμετωπίσουν ήδη αρκετά προβλήματα πέρα από τους αδιάφορους παριστάμενους και τους περαστικούς. Αυτό που έχει σημασία είναι πως οι πόρτες των συνελεύσεων θα παραμένουν ανοικτές για όλους αυτούς που επιθυμούν να παρακολουθήσουν και να λάβουν μέρος, μιας και σε αυτό το χαρακτηριστικό εδράζεται η αυθεντική δημοκρατική φύση των συνελεύσεων γειτονιάς.

Μία άλλη κριτική που έχω ακούσει ενάντια στον ελευθεριακό δημοτισμό είναι πως ένας δυναμικός ομιλητής ή μία ομάδα, θα είναι ίσως σε θέση να χειραγωγήσουν το πλήθος, όπως για παράδειγμα τους πολίτες σε μία συνέλευση. Αυτή η χονδροειδέστατη κριτική θα μπορούσε να εκτοξευτεί ενάντια σε οποιονδήποτε δημοκρατικό θεσμό, είτε είναι μία μεγάλη συνέλευση, μία μικρή επιτροπή, ένα εξειδικευμένο συνέδριο ή συνάντηση, ακόμη και μία «ομάδα συγγένειας». Κατά την άποψή μου, μία τόσο ξεκάθαρη απόπειρα να καταφερθούν ενάντια σε κάθε προσπάθεια να δημιουργηθεί μία λαϊκή οργάνωση, μετά βίας αξίζει την όποια συζήτηση. Το μέγεθος της ομάδας δεν αποτελεί σημαντικό παράγοντα εδώ – κάποιες από τις πιο βάναυσες τυραννίες εμφανίζονται σε πολύ μικρές ομάδες, όπου μία ή δύο επιβλητικές παρουσίες μπορούν να κυριαρχήσουν πάνω σε όλους τους υπόλοιπους.

Αυτό που θα μπορούσαν να ρωτήσουν οι επικριτές – αλλά σπάνια το κάνουν – είναι το πως θα μπορέσουμε να αποτρέψουμε άτομα με μεγάλη πειθώ να επιχειρήσουν τη δημαγώγηση οποιασδήποτε λαϊκής συνέλευσης, ανεξαρτήτως μεγέθους. Κατά την άποψή μου, το μόνο εμπόδιο σε τέτοιες απόπειρες μπορεί να είναι η ύπαρξη ενός οργανωμένου σώματος επαναστατών – ναι, ακόμη και μίας φράξιας – η οποία θα είναι αφοσιωμένη στην αναζήτηση της αλήθειας, στην εφαρμογή του ορθού λόγου και στην προώθηση της ηθικής της δημόσιας υπευθυνότητας. Μία τέτοια ομάδα ή οργάνωση θα χρειαστεί, κατά την άποψή μου, όχι μόνο πριν και κατά τη διάρκεια της επανάστασης αλλά και μετά, όταν το δομικό πρόβλημα της δημιουργίας σταθερών, παιδευτικών και με διάρκεια δημοκρατικών θεσμών θα είναι στην ημερήσια διάταξη.

Μία τέτοια οργάνωση θα χρειαστεί ειδικά κατά την περίοδο της κοινωνικής αναδόμησης, όταν θα πραγματοποιούνται οι προσπάθειες να γίνει ο ελευθεριακός δημοτισμός πράξη. Δεν μπορούμε να προσδοκούμε πως απλά και μόνο επειδή προτείνουμε την εδραίωση συνελεύσεων γειτονιάς, θα είμαστε πάντα – ή έστω και συχνά – η πλειοψηφία σε αυτούς τους θεσμούς, στη δημιουργία των οποίων παίξαμε τόσο καθοριστικό ρόλο. Είναι γεγονός πως πρέπει να είμαστε πάντα προετοιμασμένοι να γίνουμε η μειοψηφία, μέχρι που οι συγκυρίες και οι κοινωνικές συνθήκες θα καταστήσουν τα μηνύματά μας στη ευρύτητά τους αποδεκτά από τις πλειοψηφίες των συνελεύσεων.

[*] Πρόκειται για απόσπασμα από το άρθρο του με τίτλο Η επαναστατική πολιτική του ελευθεριακού δημοτισμού, το οποίο δεν υπάρχει μεταφρασμένο στα ελληνικά.

Σκέψου παγκόσμια, δράσε τοπικά


Ενημερώνουμε φίλους και ενδιαφερόμενους για δύο εκδηλώσεις της ομάδας άλλη δημοκρατία (στην οποία συμμετέχουμε) στις 12 και 13 Ιανουαρίου στη Θεσσαλονίκη.

Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 7.00μμ – Δημαρχείο Συκεών

Κοινωνία σκουπιδιών & η ορθολογική οικολογική διαχείριση των απορριμμάτων στο δημοτικό χώρο

Μια εναλλακτική πρόταση κοινωνικής επίλυσης του ζητήματος των απορριμμάτων ενάντια στο αδιέξοδο του καταναλωτισμού των σκουπιδιών και των ΧΥΤΑ που δημιουργούν κοινότητες σκουπιδότοπους: περίπτωση Φυλής-Λευκίμης-Κερατέας.

-Κοινωνία σκουπιδιών
Πόσο η οργάνωση της κοινωνίας σήμερα παράγει σκουπίδια και τι μπορούμε να κάνουμε για αυτό
-Αστική διαχείριση σκουπιδιών
Ανακύκλωση και τι κάνουν ή δεν κάνουν οι δήμοι για τα σκουπίδια ( περίπτωση ιδιωτών κλπ )
-Μια ρεαλιστική πρόταση για το δημοτικό πεδίο
Κομποστοποίηση, ανακύκλωση στην πηγή, επαναχρησιμοποίηση

Eισήγηση:
άλλη δημοκρατία

Oμιλητές:
Εργαζόμενος, μέλος γενικού συμβουλίου, ΠΟΕ-ΟΤΑ
Γιώργος Κολέμπας, οικογεωργός/συγγραφέας

***

Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 7.00μμ – Μικρόπολις

Παρουσίαση του βιβλίου «τοπικοποίηση» του Γιώργου Κολέμπα και συζήτηση για τις προοπτικές της εφαρμογής της σήμερα.

-Η τοπικοποίηση είναι μια πολιτική πρόταση με την οποία θα απαντήσουμε στην «υπαρκτή» παγκοσμιοποίηση και θα επιδιώξουμε τη στροφή σε μια αποκεντρωμένη, επανατοπικοποιημένη, αυτοδιαχειριζόμενη, οικολογική κοινωνία της ισοκατανομής, που θα έχει σαν κύτταρο την αυτοδύναμη κοινότητα και το δήμο και θα στηρίζεται στην ομοσπονδιοποίηση δήμων-περιφερείων-εθνών.

-Για το ξεπέρασμα του δυτικού μοντέλου ανάπτυξης, της κλιματικής οικολογικής καταστροφής, του καπιταλισμού και του εθνικού κράτους.

Εισήγηση:
άλλη δημοκρατία

Ομιλητές:
Γιώργος Κολέμπας, οικογεωργός/συγγραφέας
Αλέξανδρος Γεωργόπουλος, κέντρο πληροφόρησης Αντιγόνη /Καθηγητής παιδαγωγικού ΑΠΘ

Κρίση και Αριστερά

Μέσα στον κυκεώνα ενός εξαντλητικού δημόσιου διάλογου, καταγράφω βιαστικά κάποιες σκέψεις για την κρίση και την απάντηση της Αριστεράς.

Με έχει εντυπωσιάσει όλη αυτήν την περίοδο η στάση του ΚΚΕ απέναντι στην κρίση. Κυρίως βέβαια μ’ έχει επηρεάσει αρνητικά: δεν προτείνει κανένα συγκεκριμένο μέτρο και στρατηγική απέναντι στην κρίση. Δεν μπορεί έτσι να προβάλλει βραχυπρόθεσμα αιτήματα ικανά να εμπνεύσουν ένα λαϊκό κίνημα, που να είναι συγχρόνως συμβατά με τους μακροπρόθεσμους στόχους του προγράμματός του. Λες και γίνεται, ως δια μαγείας, να φτάσει κανείς απευθείας στον σοσιαλισμό.

Ακόμα πιο σημαντικά, ο αφηρημένος στόχος της λαϊκής εξουσίας που προτείνει, δεν μπορώ παρά να εικάσω ότι σημαίνει την αναβίωση του αποκρουστικού σταλινικού κρατικού καπιταλισμού που ταλαιπώρησε τόσο όσους τον βίωσαν όσο και το αριστερό κίνημα σ’ όλον τον κόσμο. Αυτό μένει να καταλάβουμε από την εξύμνηση του Στάλιν στο τελευταίο συνέδριο του κόμματος και γενικότερα από τα όργανά του (παραδέχονται μόνο κάποια μικρά ασήμαντα λάθη…). Ο κρατικός καπιταλισμός, αυτός που καταχρηστικά ονομάστηκε «σοσιαλισμός» και «κομμουνισμός», δεν είχε μονάχα ένα απάνθρωπο και ολοκληρωτικό πρόσωπο πολιτικά, αλλά ακολούθησε ως έναν βαθμό οικονομικά τις εξελίξεις του διεθνούς καπιταλισμού και σε μεγάλο βαθμό τις κρίσεις του (μάλιστα η κρίση του «κρατικιστικού» μοντέλου καπιταλιστικής ανάπτυξης ήταν κοινή και στα δύο ψυχροπολεμικά μπλοκ).

Υπάρχει όμως και κάτι που παραδέχομαι ότι εκτιμώ στη στάση του ΚΚΕ. Αναγνωρίζει ότι, απέναντι στην κρίση, υπάρχουν συγκρουόμενα συμφέροντα μεταξύ των καπιταλιστών, και όχι μία κοινή γραμμή. Κάθε είδους διαχειριστικό μέτρο μπορεί να ωφελήσει κάποια τμήματα του κεφαλαίου. Υπάρχουν τέτοια τμήματα που κερδίζουν σήμερα από την εφαρμογή του μνημονίου. Και υπάρχουν άλλα τμήματα που θα κερδίσουν από μία χρεοκοπία, στάση πληρωμών, επιστροφή στη δραχμή, και πολλά άλλα μέτρα που προτείνει ως ριζοσπαστικά ένα κομμάτι της Αριστεράς.

Να λοιπόν που το ΚΚΕ κατανοεί ότι υπάρχουν ενδοκαπιταλιστικές συγκρούσεις. Σε άλλες περιπτώσεις βέβαια δεν το κατανοεί. Παράδειγμα είναι ο αφελής αντιαμερικανισμός των αναλύσεών του για τον παγκόσμιο ιμπεριαλισμό και ειδικά για τη μέση ανατολή. Εδώ ακολουθεί όλη σχεδόν η παραδοσιακή Αριστερά και τμήματα της ελευθεριακής. Η εισβολή στο Ιράκ για παράδειγμα αντιμετωπίζεται ως κοινή συνισταμένη των κατά φαντασία κοινών παγκόσμιων καπιταλιστικών συμφερόντων, χωρίς να αναγνωρίζονται οι ανταγωνισμοί μεταξύ Ε.Ε. και Η.Π.Α. που συνέβαλλαν σημαντικά στο ξέσπασμα της εισβολής αυτής. Παράλληλα υποβαθμίζεται ο ρόλος των αρχουσών τάξεων των χωρών που υφίστανται τη βία αυτή.
Έτσι υποβαθμίζεται και η ελληνική αστική τάξη σε κάποιες αναλύσεις. Μάλιστα πολλοί θα την ήθελαν προσωρινή σύμμαχο ενάντια στην ευρωπαϊκή ή παγκόσμια καπιταλιστική τάξη, μέχρι η χώρα να σταθεί υποτίθεται στα πόδια της. Τετριμμένα σλόγκαν δίνουν και παίρνουν: εθνικοποιήσεις τραπεζών, κρατική παρέμβαση, και άλλα πτώματα από τον σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας. Συνθήματα που θυμίζουν τις εποχές ενός «σοσιαλισμού σε μία χώρα», μιας αποτυχημένης περιόδου όπου τα συμφέροντα ενός έθνους-κράτους (ΕΣΣΔ) είχαν ταυτιστεί με τα συμφέροντα σύμπασας της ανθρωπότητας. Ενός κρατικού καπιταλισμού με απάνθρωπο πολιτικό πρόσωπο.

Τα συνθήματα βέβαια της κυρίαρχης πολιτικής δεν είναι λιγότερο αποκρουστικά, μάλλον είναι περισσότερο: συρρίκνωση εισοδημάτων και συντάξεων, ανεργία, ιδιωτικοποιήσεις, πανηγύρι στη ζούγκλα των ιδιωτικών συμφερόντων…
Ρητά τονίζω ότι δεν μπορούμε να ακολουθήσουμε κανέναν από τους κυρίαρχους δρόμους που προτείνονται, ούτε να μείνουμε στην παθητικότητα του ΚΚΕ. Η κρίση είναι καπιταλιστική και πρέπει να θέσουμε βραχυπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους συμβατούς με το ξεπέρασμα του ίδιου του καπιταλισμού από μια κοινωνία οργανωμένη σύμφωνα με τις αρχές της άμεσης δημοκρατίας και του ελευθεριακού σοσιαλισμού.

Σε κάθε γειτονιά πρέπει να δημιουργήσουμε λαϊκές συνελεύσεις στις οποίες να οργανωθεί η πλειοψηφία των πολιτών και να διεκδικήσουμε άμεσα μέτρα απέναντι στην κρίση. Από δίκαια τιμολόγια Δ.Ε.Η μέχρι δημοτικά παντοπωλεία για τους πιο αδύναμους (και σταδιακά για όλους), τα οποία να διαχειρίζονται οι ανοιχτές συνελεύσεις των πολιτών. Από τον έλεγχο του προϋπολογισμού των δήμων στον έλεγχο της απασχόλησης και σταδιακά στο σύνολο της οικονομίας. Πρέπει να επιχειρηθεί μια ανταπάντηση στην αναδιανομή του πλούτου υπέρ του κεφαλαίου, με ριζική αναδιανομή υπέρ της πλειοψηφίας (που ούτε ευθύνεται για την κρίση, ούτε είχε σημαντικά οφέλη από την καπιταλιστική ανάπτυξη που οδήγησε σ’ αυτήν). Για να έχουν ακόμη σημαντικότερα αποτελέσματα, οι κινητοποιήσεις σε συνοικίες και δήμους πρέπει να συντονιστούν πανελλαδικά (και σιγά σιγά πανευρωπαϊκά), προτάσσοντας έναν αγώνα και μία κοινωνική οργάνωση ριζικά διαφορετική απ’ αυτήν που ευθύνεται για τα σημερινά χάλια.

Μ’ αυτήν την έννοια το θέμα του μνημονίου δεν μπορεί να τεθεί από μας μ’ ένα ξερό υπέρ ή κατά. Είμαστε κατά του μνημονίου, αλλά και κατά των αρνητών του, στο μέτρο που μεταξύ τους μπορεί να βρει κανείς από δεξιούς λαϊκιστές τύπου Σαμαρά μέχρι απολογητές του κρατικού καπιταλισμού. Δεν μας ενδιαφέρει να αρνηθούμε μία αστική επιλογή διαχείρισης της κρίσης για να επιβληθεί κάποια άλλη. Μας ενδιαφέρει ωστόσο, και πολύ μάλιστα, οποιαδήποτε τέτοια επιλογή να αγωνιστούμε να μην παρθεί εις βάρος μας. Μ’ αυτήν την έννοια, οποιαδήποτε επιλογή του συστήματος σήμερα, μνημόνιο ή χρεοκοπία, θα χρειαστεί έναν αγώνα αναδιανομής σαν αυτόν που περιγράψαμε παραπάνω. Και μάλιστα, πρέπει ο αγώνας αυτός να τεθεί από τα κάτω ώστε να στοχεύσει και στην κοινωνία που επιθυμούμε (και όχι με το να ψηφίσουμε απλά ΣΥΡΙΖΑ ή ΣΥΝ, αναπαράγοντας μία πολιτική κουλτούρα που ευθύνεται επίσης για την κρίση – κάπου πρέπει να μπει κι ένα όριο στη δημαγωγική χρήση της άμεσης δημοκρατίας από κόμματα που κινούνται στον χώρο του παραδοσιακού κρατισμού).
Δημιουργώντας ένα αμεσοδημοκρατικό κίνημα δημιουργούμε τις προϋποθέσεις για μια άλλη εξουσία και μία ουσιαστική αντιμετώπιση της κρίσης. Εξάλλου, η καπιταλιστική κρίση έχει να κάνει με το σύνολο της κοινωνικής ζωής υπό τον καπιταλισμό, κάτι που ελάχιστα θίγουν όσοι προτείνουν χρεοκοπία.

Επειδή οι προτάσεις των τελευταίων παρουσιάζονται ως επαναστατικές, αξίζει λίγο να τις σχολιάσουμε. Υποτίθεται θα βγούμε από την ΕΕ, θα επαναφέρουμε τη δραχμή, θα την υποτιμήσουμε για να κάνουμε ανταγωνιστικά τα προϊόντα μας και να θεμελιώσουμε μια αυτοδύναμη ανάπτυξη. Καταρχάς: ανάπτυξη για ποιον; Για την εγχώρια αστική τάξη και τα τμήματα του διεθνούς κεφαλαίου που θα χειροκροτούσαν μια τέτοια επιλογή; Ή μήπως για ένα κρατικο-καπιταλιστικό απολίθωμα που θα δημιουργούσε νέες κοινωνικές ακαμψίες με εθνικοποιημένες τράπεζες και γραφειοκρατικά τέρατα; Να κάνουμε θυσίες για παρόμοιους λόγους; (Τώρα με το μνημόνιο βέβαια ήδη κάνουμε θυσίες χωρίς τέλος – και επίσης χωρίς διαφαινόμενο αποτέλεσμα εξόδου από την κρίση!). Επίσης, είναι αυτή η πρότασή μας και για τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες με παρόμοια προβλήματα; Να επιστρέψουν στα εθνικά νομίσματα και να τα υποτιμήσουν; Να στραφούμε δηλαδή όλοι εναντίον όλων;

Γιατί να μην είναι προτιμότερο αίτημα η δημοσιονομική, εκτός από νομισματική, ένωση και ο εκδημοκρατισμός των πολιτικών θεσμών της Ε.Ε.; «Δεν μεταρρυθμίζεται η Ε.Ε.» μας λένε. Ναι αλλά ούτε ο σοσιαλισμός χτίζεται σε μία χώρα, και μάλιστα με τις ανίερες συμμαχίες (μεταξύ κατά φαντασία «προλετάριων» και «αστών») που ήδη ζέχνουν ακόμα και στα χαρτιά. Κι αν δεν μεταρρυθμίζεται η Ε.Ε. ας χτίσουμε μια καινούρια, γιατί να επιστρέψουμε στο καβούκι μας;

Φυσικά κάθε εξέλιξη, όπως ήδη τόνισα, μπορεί να εξυπηρετεί τμήματα του κεφαλαίου. Γι’ αυτό οφείλουμε να στραφούμε σε πολιτική δουλειά που στοχεύει, από μικρά δημοκρατικά βήματα, απευθείας σε μια ελευθεριακή και δίκαιη κοινωνία. Εξάλλου, ο καπιταλισμός σήμερα είναι ένα σύστημα κοινωνικής κυριαρχίας, και η κρίσεις του είναι κρίσεις όλης της κοινωνίας. Πόσο φτωχά φαντάζουν απέναντι σ’ αυτήν την πραγματικότητα τα διάφορα μονοθεματικά σενάρια για κρατικούς καπιταλισμούς ή για απάνθρωπους φιλελευθερισμούς. Όπως απαξιώθηκε το πολιτικό σύστημα από τις πρόσφατες εκλογές, ας απαξιώσουν και οι αγώνες μας τη μονοδιάστατη κοινωνία. Είτε αυτή που υπάρχει και χτίζεται ήδη γύρω μας είτε αυτή που μας πασάρουν ως «ριζοσπαστική λύση», είναι το ίδιο ανυπόφορη.

Θοδωρής Βελισσάρης