Μέσα στον κυκεώνα ενός εξαντλητικού δημόσιου διάλογου, καταγράφω βιαστικά κάποιες σκέψεις για την κρίση και την απάντηση της Αριστεράς.
Με έχει εντυπωσιάσει όλη αυτήν την περίοδο η στάση του ΚΚΕ απέναντι στην κρίση. Κυρίως βέβαια μ’ έχει επηρεάσει αρνητικά: δεν προτείνει κανένα συγκεκριμένο μέτρο και στρατηγική απέναντι στην κρίση. Δεν μπορεί έτσι να προβάλλει βραχυπρόθεσμα αιτήματα ικανά να εμπνεύσουν ένα λαϊκό κίνημα, που να είναι συγχρόνως συμβατά με τους μακροπρόθεσμους στόχους του προγράμματός του. Λες και γίνεται, ως δια μαγείας, να φτάσει κανείς απευθείας στον σοσιαλισμό.
Ακόμα πιο σημαντικά, ο αφηρημένος στόχος της λαϊκής εξουσίας που προτείνει, δεν μπορώ παρά να εικάσω ότι σημαίνει την αναβίωση του αποκρουστικού σταλινικού κρατικού καπιταλισμού που ταλαιπώρησε τόσο όσους τον βίωσαν όσο και το αριστερό κίνημα σ’ όλον τον κόσμο. Αυτό μένει να καταλάβουμε από την εξύμνηση του Στάλιν στο τελευταίο συνέδριο του κόμματος και γενικότερα από τα όργανά του (παραδέχονται μόνο κάποια μικρά ασήμαντα λάθη…). Ο κρατικός καπιταλισμός, αυτός που καταχρηστικά ονομάστηκε «σοσιαλισμός» και «κομμουνισμός», δεν είχε μονάχα ένα απάνθρωπο και ολοκληρωτικό πρόσωπο πολιτικά, αλλά ακολούθησε ως έναν βαθμό οικονομικά τις εξελίξεις του διεθνούς καπιταλισμού και σε μεγάλο βαθμό τις κρίσεις του (μάλιστα η κρίση του «κρατικιστικού» μοντέλου καπιταλιστικής ανάπτυξης ήταν κοινή και στα δύο ψυχροπολεμικά μπλοκ).
Υπάρχει όμως και κάτι που παραδέχομαι ότι εκτιμώ στη στάση του ΚΚΕ. Αναγνωρίζει ότι, απέναντι στην κρίση, υπάρχουν συγκρουόμενα συμφέροντα μεταξύ των καπιταλιστών, και όχι μία κοινή γραμμή. Κάθε είδους διαχειριστικό μέτρο μπορεί να ωφελήσει κάποια τμήματα του κεφαλαίου. Υπάρχουν τέτοια τμήματα που κερδίζουν σήμερα από την εφαρμογή του μνημονίου. Και υπάρχουν άλλα τμήματα που θα κερδίσουν από μία χρεοκοπία, στάση πληρωμών, επιστροφή στη δραχμή, και πολλά άλλα μέτρα που προτείνει ως ριζοσπαστικά ένα κομμάτι της Αριστεράς.
Να λοιπόν που το ΚΚΕ κατανοεί ότι υπάρχουν ενδοκαπιταλιστικές συγκρούσεις. Σε άλλες περιπτώσεις βέβαια δεν το κατανοεί. Παράδειγμα είναι ο αφελής αντιαμερικανισμός των αναλύσεών του για τον παγκόσμιο ιμπεριαλισμό και ειδικά για τη μέση ανατολή. Εδώ ακολουθεί όλη σχεδόν η παραδοσιακή Αριστερά και τμήματα της ελευθεριακής. Η εισβολή στο Ιράκ για παράδειγμα αντιμετωπίζεται ως κοινή συνισταμένη των κατά φαντασία κοινών παγκόσμιων καπιταλιστικών συμφερόντων, χωρίς να αναγνωρίζονται οι ανταγωνισμοί μεταξύ Ε.Ε. και Η.Π.Α. που συνέβαλλαν σημαντικά στο ξέσπασμα της εισβολής αυτής. Παράλληλα υποβαθμίζεται ο ρόλος των αρχουσών τάξεων των χωρών που υφίστανται τη βία αυτή.
Έτσι υποβαθμίζεται και η ελληνική αστική τάξη σε κάποιες αναλύσεις. Μάλιστα πολλοί θα την ήθελαν προσωρινή σύμμαχο ενάντια στην ευρωπαϊκή ή παγκόσμια καπιταλιστική τάξη, μέχρι η χώρα να σταθεί υποτίθεται στα πόδια της. Τετριμμένα σλόγκαν δίνουν και παίρνουν: εθνικοποιήσεις τραπεζών, κρατική παρέμβαση, και άλλα πτώματα από τον σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας. Συνθήματα που θυμίζουν τις εποχές ενός «σοσιαλισμού σε μία χώρα», μιας αποτυχημένης περιόδου όπου τα συμφέροντα ενός έθνους-κράτους (ΕΣΣΔ) είχαν ταυτιστεί με τα συμφέροντα σύμπασας της ανθρωπότητας. Ενός κρατικού καπιταλισμού με απάνθρωπο πολιτικό πρόσωπο.
Τα συνθήματα βέβαια της κυρίαρχης πολιτικής δεν είναι λιγότερο αποκρουστικά, μάλλον είναι περισσότερο: συρρίκνωση εισοδημάτων και συντάξεων, ανεργία, ιδιωτικοποιήσεις, πανηγύρι στη ζούγκλα των ιδιωτικών συμφερόντων…
Ρητά τονίζω ότι δεν μπορούμε να ακολουθήσουμε κανέναν από τους κυρίαρχους δρόμους που προτείνονται, ούτε να μείνουμε στην παθητικότητα του ΚΚΕ. Η κρίση είναι καπιταλιστική και πρέπει να θέσουμε βραχυπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους συμβατούς με το ξεπέρασμα του ίδιου του καπιταλισμού από μια κοινωνία οργανωμένη σύμφωνα με τις αρχές της άμεσης δημοκρατίας και του ελευθεριακού σοσιαλισμού.
Σε κάθε γειτονιά πρέπει να δημιουργήσουμε λαϊκές συνελεύσεις στις οποίες να οργανωθεί η πλειοψηφία των πολιτών και να διεκδικήσουμε άμεσα μέτρα απέναντι στην κρίση. Από δίκαια τιμολόγια Δ.Ε.Η μέχρι δημοτικά παντοπωλεία για τους πιο αδύναμους (και σταδιακά για όλους), τα οποία να διαχειρίζονται οι ανοιχτές συνελεύσεις των πολιτών. Από τον έλεγχο του προϋπολογισμού των δήμων στον έλεγχο της απασχόλησης και σταδιακά στο σύνολο της οικονομίας. Πρέπει να επιχειρηθεί μια ανταπάντηση στην αναδιανομή του πλούτου υπέρ του κεφαλαίου, με ριζική αναδιανομή υπέρ της πλειοψηφίας (που ούτε ευθύνεται για την κρίση, ούτε είχε σημαντικά οφέλη από την καπιταλιστική ανάπτυξη που οδήγησε σ’ αυτήν). Για να έχουν ακόμη σημαντικότερα αποτελέσματα, οι κινητοποιήσεις σε συνοικίες και δήμους πρέπει να συντονιστούν πανελλαδικά (και σιγά σιγά πανευρωπαϊκά), προτάσσοντας έναν αγώνα και μία κοινωνική οργάνωση ριζικά διαφορετική απ’ αυτήν που ευθύνεται για τα σημερινά χάλια.
Μ’ αυτήν την έννοια το θέμα του μνημονίου δεν μπορεί να τεθεί από μας μ’ ένα ξερό υπέρ ή κατά. Είμαστε κατά του μνημονίου, αλλά και κατά των αρνητών του, στο μέτρο που μεταξύ τους μπορεί να βρει κανείς από δεξιούς λαϊκιστές τύπου Σαμαρά μέχρι απολογητές του κρατικού καπιταλισμού. Δεν μας ενδιαφέρει να αρνηθούμε μία αστική επιλογή διαχείρισης της κρίσης για να επιβληθεί κάποια άλλη. Μας ενδιαφέρει ωστόσο, και πολύ μάλιστα, οποιαδήποτε τέτοια επιλογή να αγωνιστούμε να μην παρθεί εις βάρος μας. Μ’ αυτήν την έννοια, οποιαδήποτε επιλογή του συστήματος σήμερα, μνημόνιο ή χρεοκοπία, θα χρειαστεί έναν αγώνα αναδιανομής σαν αυτόν που περιγράψαμε παραπάνω. Και μάλιστα, πρέπει ο αγώνας αυτός να τεθεί από τα κάτω ώστε να στοχεύσει και στην κοινωνία που επιθυμούμε (και όχι με το να ψηφίσουμε απλά ΣΥΡΙΖΑ ή ΣΥΝ, αναπαράγοντας μία πολιτική κουλτούρα που ευθύνεται επίσης για την κρίση – κάπου πρέπει να μπει κι ένα όριο στη δημαγωγική χρήση της άμεσης δημοκρατίας από κόμματα που κινούνται στον χώρο του παραδοσιακού κρατισμού).
Δημιουργώντας ένα αμεσοδημοκρατικό κίνημα δημιουργούμε τις προϋποθέσεις για μια άλλη εξουσία και μία ουσιαστική αντιμετώπιση της κρίσης. Εξάλλου, η καπιταλιστική κρίση έχει να κάνει με το σύνολο της κοινωνικής ζωής υπό τον καπιταλισμό, κάτι που ελάχιστα θίγουν όσοι προτείνουν χρεοκοπία.
Επειδή οι προτάσεις των τελευταίων παρουσιάζονται ως επαναστατικές, αξίζει λίγο να τις σχολιάσουμε. Υποτίθεται θα βγούμε από την ΕΕ, θα επαναφέρουμε τη δραχμή, θα την υποτιμήσουμε για να κάνουμε ανταγωνιστικά τα προϊόντα μας και να θεμελιώσουμε μια αυτοδύναμη ανάπτυξη. Καταρχάς: ανάπτυξη για ποιον; Για την εγχώρια αστική τάξη και τα τμήματα του διεθνούς κεφαλαίου που θα χειροκροτούσαν μια τέτοια επιλογή; Ή μήπως για ένα κρατικο-καπιταλιστικό απολίθωμα που θα δημιουργούσε νέες κοινωνικές ακαμψίες με εθνικοποιημένες τράπεζες και γραφειοκρατικά τέρατα; Να κάνουμε θυσίες για παρόμοιους λόγους; (Τώρα με το μνημόνιο βέβαια ήδη κάνουμε θυσίες χωρίς τέλος – και επίσης χωρίς διαφαινόμενο αποτέλεσμα εξόδου από την κρίση!). Επίσης, είναι αυτή η πρότασή μας και για τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες με παρόμοια προβλήματα; Να επιστρέψουν στα εθνικά νομίσματα και να τα υποτιμήσουν; Να στραφούμε δηλαδή όλοι εναντίον όλων;
Γιατί να μην είναι προτιμότερο αίτημα η δημοσιονομική, εκτός από νομισματική, ένωση και ο εκδημοκρατισμός των πολιτικών θεσμών της Ε.Ε.; «Δεν μεταρρυθμίζεται η Ε.Ε.» μας λένε. Ναι αλλά ούτε ο σοσιαλισμός χτίζεται σε μία χώρα, και μάλιστα με τις ανίερες συμμαχίες (μεταξύ κατά φαντασία «προλετάριων» και «αστών») που ήδη ζέχνουν ακόμα και στα χαρτιά. Κι αν δεν μεταρρυθμίζεται η Ε.Ε. ας χτίσουμε μια καινούρια, γιατί να επιστρέψουμε στο καβούκι μας;
Φυσικά κάθε εξέλιξη, όπως ήδη τόνισα, μπορεί να εξυπηρετεί τμήματα του κεφαλαίου. Γι’ αυτό οφείλουμε να στραφούμε σε πολιτική δουλειά που στοχεύει, από μικρά δημοκρατικά βήματα, απευθείας σε μια ελευθεριακή και δίκαιη κοινωνία. Εξάλλου, ο καπιταλισμός σήμερα είναι ένα σύστημα κοινωνικής κυριαρχίας, και η κρίσεις του είναι κρίσεις όλης της κοινωνίας. Πόσο φτωχά φαντάζουν απέναντι σ’ αυτήν την πραγματικότητα τα διάφορα μονοθεματικά σενάρια για κρατικούς καπιταλισμούς ή για απάνθρωπους φιλελευθερισμούς. Όπως απαξιώθηκε το πολιτικό σύστημα από τις πρόσφατες εκλογές, ας απαξιώσουν και οι αγώνες μας τη μονοδιάστατη κοινωνία. Είτε αυτή που υπάρχει και χτίζεται ήδη γύρω μας είτε αυτή που μας πασάρουν ως «ριζοσπαστική λύση», είναι το ίδιο ανυπόφορη.
Θοδωρής Βελισσάρης