Murray Bookchin, Μαρξισμός & Αναρχισμός, Ένας διάλογος με την Janet Biehl, εκδ. Ισνάφι, Ιωάννινα, Φεβρουάριος 2010. Μετάφραση: Αχιλλέας Φωτάκης, επιμέλεια-επίμετρο: Νίκος Τζ. Σέργης.
Χάρηκα πολύ με την εν λόγω έκδοση, η οποία ανανεώνει το ενδιαφέρον για το έργο του Μπούκτσιν στην Ελλάδα, κι ας μένουν τα σημαντικότερα έργα του ακόμα αμετάφραστα στα ελληνικά. Οι εκδόσεις Ισνάφι είναι ένας μικρός μεν εκδοτικός οίκος, ο οποίος έχει παρουσιάσει εντούτοις πολύ σημαντικές εκδόσεις. Ακριβώς επειδή εκτιμούμε τον εκδότη και τις προσπάθειές του, θεωρούμε σημαντικό να αναδειχθούν κάποια σημαντικά προβλήματα της έκδοσης αυτής.
Καταρχήν, η συνέντευξη αυτή (και όχι «διάλογος») τιτλοφορείται στα αγγλικά “Reflections on Marx and Marxism”, δηλαδή «Στοχασμοί για τον Μαρξ και τον μαρξισμό». Η επιλογή του τίτλου «Μαρξισμός & Αναρχισμός» είναι εντελώς αποπροσανατολιστική, στοχεύοντας ξεκάθαρα να προσελκύσει ευρύτερο κοινό με έναν πιασάρικο τίτλο που όμως δεν ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο. Η συνέντευξη μόνο σε ένα μικρό μέρος ασχολείται με τον αναρχισμό. Μάλλον «πάτημα» για την παραποίηση αυτή βρέθηκε στο γεγονός ότι ο τίτλος του αγγλικού βιβλίου στο οποίο περιλαμβάνεται η συνέντευξη είναι “Anarchism, Marxism, and the Future of the Left”. Εδώ όμως δεν μεταφράστηκε όλο το βιβλίο, το οποίο περιέχει πράγματι εκτενείς αναλύσεις και για τον αναρχισμό και για την αριστερά (π.χ. το δοκίμιο “Wither Anarchism?”). Το βιβλίο περιέχει και πραγματεύσεις του Μαρξ και του μαρξισμού, όπως η εν λόγω συνέντευξη. Αλλά αυτό δεν σημαίνει για παράδειγμα ότι ο μελλοντικός εκδότης του “Wither Anarchism?” δικαιούται να αλλάξει τον τίτλο σε “Wither Anarchism and Marxism?”. Θέλω να πιστεύω ότι ο Μπούκτσιν και η Μπηλ (ή Μπιλ, πάντως όχι «Μπίελ» όπως γράφεται στη σ.5) γνώριζαν επαρκώς το περιεχόμενο της συνέντευξης και τον αντίστοιχο αρμόζοντα τίτλο.
Ακόμα σημαντικότερα προβλήματα γεννά, κατά τη γνώμη μου, η επιμέλεια του βιβλίου. Εδώ φέρει σημαντικό μερίδιο ευθύνης ο εκδότης, ο οποίος οφείλει να επιλέγει προσεκτικά τον επιμελητή του που με κάποιο τρόπο θα πρέπει να είναι εξοικειωμένος με τον εκάστοτε συγγραφέα και το σχετικό θέμα. Ειδικά αν, πέρα από την επιμέλεια, ο επιμελητής παραθέτει κι ένα επίμετρο στο οποίο φιλοδοξεί να διαφωτίσει περισσότερο τους αναγνώστες. Τόσο η επιμέλεια όσο και το επίμετρο της εν λόγω έκδοσης δεν στέκονται στο ύψος του κειμένου. Ειδικά το επίμετρο. Ο εκδότης θα έπρεπε να είναι λοιπόν πιο προσεκτικός. Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι δεν γνώριζε αρχικά πόσο αρνητικά θα επηρεάσει ο επιμελητής την έκδοση όφειλε, αφού του παραδόθηκε μία κακή δουλειά, να αντιδράσει. Αυτή η αδιαφορία των εκδοτών και η τυφλή εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του επιμελητή οδήγησε πρόσφατα, για να αναφέρω ένα παράδειγμα, στην κάκιστη έκδοση ενός αριστουργηματικού βιβλίου του Βίκτορ Σερζ, των επαναστατικών του αναμνήσεων.
Μία γενική παρατήρηση εξαρχής. Ο επιμελητής δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται να συζητήσει σοβαρά τη σκέψη του Μπούκτσιν, ούτε να αποδοθεί σωστά το κείμενο στα ελληνικά, παρά να προβάλλει αβασάνιστα κάποιες δικές του απόψεις και γνώσεις. Αυτό συμβαίνει επίσης συχνά στον χώρο των εκδόσεων όπου εισαγωγές, επίμετρα και σχόλια εντός του κειμένου, μπορεί να καταστρέψουν ένα έργο. Προφανώς για τους επιμελητές, η ίδια η επιμέλεια, εκτός από την απολαβή χρημάτων, προσφέρει και τη δυνατότητα ανάδειξης του εαυτού τους και των ιδεών τους, κάτι που μπορεί να εξυπηρετήσει πολλούς σκοπούς, από την απλή αυτοπροβολή μέχρι την ανέλιξη σε μία ακαδημαϊκή καριέρα. Αυτό από μόνο του δεν είναι αρνητικό. Είναι μέρος της σύγχρονη πραγματικότητας. Εξάλλου, ο ανταγωνιστικός άνθρωπος είναι μάλλον προτιμότερος από τον ευνουχισμένο άνθρωπο (για να θυμηθούμε τον Αντόρνο). Υπάρχει τεράστιο πρόβλημα όμως όταν όλα αυτά οδηγούν σε κακές δουλειές και, εν προκειμένω, στην παραποίηση των ιδεών ενός έντιμου στοχαστή όπως ο Μπούκτσιν.
Ο μακαρίτης ο Μπούκτσιν, δίνει μία συνέντευξη για να εξηγήσει τις πιο ώριμες απόψεις του για τον Μαρξ και τον μαρξισμό. Προσπαθεί να αποτιμήσει το έργο του Μαρξ κριτικά, σεβόμενος ωστόσο τον μεγάλο αυτό στοχαστή. Δυστυχώς, ο Μπούκτσιν δεν απολαμβάνει τον ίδιο σεβασμό, ούτε στο ίδιο το κείμενο ούτε και στο επίμετρο.
Ας έρθουμε αρχικά στο ίδιο το κείμενο. Ο Μπούκτσιν λέει σε κάποια φάση, σύμφωνα με τον επιμελητή (μια υποσημείωση ξεκαθαρίζει ότι η συγκεκριμένη επιλογή είναι δική του, όχι του μεταφραστή – βέβαια ο επιμελητής αναλαμβάνει την ευθύνη ολόκληρης της μετάφραση ούτως ή άλλως): «(Ο Μαρξ) απέφευγε να δώσει κάποιες κατηγορικές προσταγές για τη σοσιαλιστική κοινωνία» (σ.46). Στην πραγματικότητα στο πρωτότυπο ο Μπούκτσιν λέει: «(Ο Μαρξ) απέφευγε να δώσει κάποιες ηθικές συνταγές (prescriptions) για τη σοσιαλιστική κοινωνία». Ή «ηθικές οδηγίες». Αν ήθελε, νομίζω, ο Μπούκτσιν θα είχε την ικανότητα να χρησιμοποιήσει τη φράση “categorical imperatives” αντί για “ethical prescriptions”. Ο επιμελητής οφείλει να σεβαστεί το κείμενο, όχι να αναδείξει μία πιο πνευματώδη και ευστοχότερη κατά τη γνώμη του, αλλά διαφορετική, πρόταση.
Επίσης, σ’ ένα δύσκολο αλλά πολύ σημαντικό σημείο της συνέντευξης, δεν επιλέχθηκε ξανά η ακρίβεια. Λέει ο Μπούκτσιν, σύμφωνα με τον επιμελητή και τον μεταφραστή (σσ. 32-33 – δικές μου οι παραθέσεις των αγγλικών όρων σε παρένθεση): «Εδώ, ένα κακό φαίνεται ότι έγινε για την ανθρωπότητα το μέσο για να απαγκιστρωθεί η ίδια από τη ζωικότητα – και φαίνεται ότι ήταν αναπόφευκτο (unavoidable). Αυτό δεν σημαίνει – όπως θα πίστευαν οι μαρξιστές – ότι το κράτος ήταν «αναπόφευκτο» (“inevitable”). Θα αναδιατύπωνα τα λόγια του Μπακούνιν – και του Μαρξ εξάλλου – και θα έλεγα πως το κράτος ήταν ένα «ιστορικά αναπόφευκτο κακό» (“historically unavoidable evil”), ένα κακό όμως που μπορούμε σήμερα να το εξαλείψουμε τελείως». Εδώ δεν φαίνεται η μετάφραση να μπορεί να ανταπεξέλθει στα δύσκολα. Χρησιμοποιείται η ίδια ελληνική λέξη για δύο διαφορετικές αγγλικές. Δεν γίνεται καμία προσπάθεια να φανεί η περισσότερο επιτακτική διάσταση του inevitable, π.χ. ως αναπόδραστο, και να διακριθεί από το χαλαρότερο unavoidable. Το “historically unavoided” συνδηλώνει ότι δεν κατορθώθηκε εν τέλει ιστορικά το κράτος να αποφευχθεί. Αυτή η συνδήλωση λείπει από το αναπόδραστο στοιχείο του inevitable. Ακόμα και λάθος να κάνω ως προς την εκτίμησή μου, ο επιμελητής κακώς μεταφράζει με μία μόνο ελληνική λέξη, δύο διαφορετικές αγγλικές, σ’ ένα λεπτό σημείο μάλιστα της συνέντευξης.
Αλλού, αλλοιώνεται το νόημα του κειμένου. Στη σ. 9 διαβάζουμε ότι ο Μπούκτσιν λέει: «Η οικολογική πολιτική που προώθησα ήταν τέτοια που (…) θεωρούσε κιόλας τα ανθρώπινα όντα ως τους ηθικούς οικονόμους, τους ηθικούς υπερασπιστές ενός φυσικού κόσμου, των οποίων την εξέλιξη η ανθρώπινη σκέψη θα μπορούσε δυνητικά να καταστήσει αυτοσυνείδητη». Βγάζει μάτια εδώ, και επιβεβαιώνεται από το πρωτότυπο, ότι η εξέλιξη δεν αναφέρεται στα ανθρώπινα όντα («των οποίων»), αλλά στον φυσικό κόσμο (άρα θα έπρεπε να διαβάσουμε: «του οποίου την εξέλιξη»). Επίσης, στο απόσπασμα αυτό αποδίδεται το «stewards» ως «οικονόμοι». Η ίδια λέξη ως ουσιαστικό “stewardship” αποδίδεται αλλού ως «επιστάτης (της πρώτης φύσης)» (σ.16). Η τελευταία επιλογή είναι εντελώς ακατάλληλη για να αποδώσει την ελεύθερη σχέση φύσης και ανθρώπου στην οποία προσβλέπει ο Μπούκτσιν. Πολλά ακόμα σημεία θα μπορούσαν να επισημανθούν, ακατάλληλης απόδοσης ή τυπογραφικών παραλείψεων, αλλά αρκούμαστε σ’ αυτά.
Έρχομαι τώρα στο επίμετρο. Πληροφορούμαστε σε ένα σημείο μεταξύ άλλων ότι ο Μπούκτσιν «αδυνατεί καταφανώς να ανταποκριθεί σε δύσκολα θεωρητικά προβλήματα» (σ. 73). Ο επιμελητής μένει να εννοηθεί ότι ανταποκρίνεται στα δύσκολα, εφόσον μπορεί και κρίνει, και περιμένουμε απ’ αυτόν πια ένα εξαιρετικό επίμετρο το οποίο θα έχει λάβει υπόψη τις σημαντικότερες πτυχές του υπό εξέταση θέματος. Γυρνώντας όμως στη βιβλιογραφία του επιμέτρου, βλέπουμε ότι λείπουν όλα τα σημαντικά έργα του Μπούκτσιν στα οποία πραγματεύεται επισταμένως όλα τα θέματα που απασχολούν τον συγγραφέα του επιμέτρου (ενδεικτικά αναφέρω τα: “The philosophy of social ecology – Essays on dialectical naturalism”, “The Ecology of Freedom: The Emergence and Dissolution of Hierarchy” και “Re-Enchanting Humanity: A Defense of the Human Spirit Against Antihumanism, Misanthropy, Mysticism and Primitivism”). Έχοντας άγνοια αυτών των έργων, ο επιμελητής θα μπορούσε να μην είναι τόσο επικριτικός απέναντι στον Μπούκτσιν, και να διατηρεί κάποιες επιφυλάξεις προτού τον κρίνει καταφανώς αδύναμο να ανταποκριθεί σε δύσκολα θέματα. Αλλά ο επιμελητής, όπως θα δούμε, αντί της συνεπούς ταπεινής στάσης, επιλέγει μία στάση οίησης και παραποίησης.
Θα επισημάνω τώρα μερικά σημεία που επαληθεύουν την εκτίμησή μου. Για τον επιμελητή, ο Μπούκτσιν είναι «αδιάρρηκτα προσδεδεμένος στα δόγματα του θετικισμού, δηλαδή στη διαφωτιστική δοξασία περί ‘προόδου’» (σ.74). Φυσικά δεν μπαίνει στον κόπο να μας εξηγήσει ο επιμελητής τι σημαίνει θετικισμός. Στη σ. 74 τονίζει απλά ότι στα δόγματα του θετικισμού περιλαμβάνεται η «διαφωτιστική δοξασία περί ‘προόδου’». Αλλα στις σελίδες 67-68 έγραφε ότι «απορρίφθηκε αφενός ο θετικισμός και αφετέρου η ιδέα της προόδου», σα να είναι διαφορετικά το ένα από το άλλο. Δεν είναι σαφής λοιπόν ο επιμελητής, είναι αντίθετα αντιφατικός, αλλά ας υποθέσουμε ότι η πίστη στην πρόοδο είναι βασικό στοιχείο του θετικισμού γι’ αυτόν. Ο Μπούκτσιν στα έργα του επιτέθηκε με κουραστικό ρυθμό στον θετικισμό ακολουθώντας σ’ αυτό το σημείο τη Σχολή της Φραγκφούρτης. Προσπαθούσε όμως παράλληλα να διαφυλάξει την έννοια της πρόοδου, εξηγώντας ότι με την έννοια αυτή αναφέρεται στο επίπεδο των δυνατοτήτων που διανοίγει η Ιστορία και οι επαναστατικοί αγώνες, και όχι στο πεδίο της εμπειρικής πραγματικότητας. Δεν θέλω να υπερασπιστώ τον Μπούκτσιν εδώ, ακόμα κι αν συμφωνώ. Απλά, ο επιμελητής όφειλε να τα έχει αυτά υπόψη του και να τα συζητήσει, προτού αποφανθεί για τις ιδέες του Μπούκτσιν περί προόδου. Να μιλήσει επί της ουσίας δηλαδή, κι όχι αόριστα για την «‘επιστημολογική’ στροφή στη Φιλοσοφία της Επιστήμης» στην οποία αναφέρεται (σ.74). Αλλά ο επιμελητής δεν λαμβάνει υπόψη του, ούτε συζητά καν, ακόμα και το κείμενο που επιμελήθηκε Στο ίδιο το κείμενο της συνέντευξης ο Μπούκτσιν μοχθεί να δείξει εν τάχει γιατί δεν είναι ο αφελής υποστηρικτής της Προόδου, όπως τον παρουσιάζουν (σσ. 31-32). Ο επιμελητής αδιαφορεί και δεν συζητά αυτές τις, μάταια διατυπωμένες απ’ ό,τι φαίνεται, ιδέες του Μπούκτσιν. Το μπέρδεμα εδώ είναι τέτοιο ώστε στο οπισθόφυλλο της έκδοσης μαθαίνουμε ότι ένα από τα θεωρητικά προβλήματα του καιρού μας που καλείται να αντιμετωπίσει ο Μπούκτσιν σ’ αυτή τη συνέντευξη, είναι το πώς θα αξιοποιήσουν τα νέα επαναστατικά κινήματα της κληρονομιά του θετικισμού (!!!), πρόβλημα που, έτσι διατυπωμένο, δεν είχε απασχολήσει ποτέ τον Μπούκτσιν.
Ένα ακόμα παράδειγμα: ο επιμελητής ισχυρίζεται ότι για τον Μπούκτσιν «ο φυσικός κόσμος ‘κατακτάται’ από τον άνθρωπο με την αρωγή της τεχνικής» (σ.67). Στις ιδέες του Μπούκτσιν, όπως παρουσιάζονται μάλιστα ακόμα και στη συνέντευξη, ο επιμελητής καταλογίζει ότι «το διαφωτιστικό επιχείρημα περί του ανθρώπου – ‘αντιπάλου’ της φύσης αναπαράγεται σχεδόν αυτολεξεί (…) αν και η ελάχιστη διαφοροποίηση από τον μαρξικό θετικισμό έγκειται στον ισχυρισμό ότι αντί της αδύνατης καθολικής ‘κατάκτησης’, η ανθρωπότητα θα πρέπει απλώς να ‘προσπαθήσει’» (σσ.74-75). Στο ίδιο το κείμενο ωστόσο, ο Μπούκτσιν αντιθέτως ζητάει από τους ανθρώπους να πραγματώσουμε τη δυνατότητά μας να γίνουμε «φύση που έχει καταστεί αυτοσυνειδητή» (σ.41). Κατακεραυνώνει την ιδέα της κυριαρχίας επί της φύσης στη συνέχεια, αλλά δεν αποδέχεται την παθητικότητα μίας ταύτισης με τη φύση, στα πρότυπα του πνευματιστή που θεωρεί τον εαυτό του ένα με τις πέτρες και τα μυρμήγκια. Επιδιώκει την ενότητα στη διαφορά, δηλώνοντας ότι σε μία ορθολογική κοινωνία, «θα έπρεπε να ασκήσουμε έλεγχο επί των φυσικών δυνάμεων ακριβώς με σκοπό να αποκαταστήσουμε την πρώτη φύση» (σ.45). Και πάλι δεν παίρνω θέση. Ο επιμελητής όμως δεν θα έπρεπε να συζητήσει όλα αυτά προτού εύκολα αποφανθεί, και μάλιστα με τρόπο που ανατρέπει όλες τις βασικές θέσεις του Μπούκτσιν επί του θέματος;
Κι ένα τελευταίο παράδειγμα που καταδεικνύει ότι ο επιμελητής δεν διάβασε καν με προσοχή το ίδιο το κείμενο που επιμελήθηκε. Ο Μπούκτσιν, μας λέει ο επιμελητής, δέχεται την έννοια της πρωτοπορίας, «επικαλούμενος το φαιδρό αντεπιχείρημα της καλλιτεχνικής ‘πρωτοπορίας’» (σ.76). Ο καημένος ο Μπούκτσιν αναφέρεται στους καλλιτέχνες στη συνέντευξη μονάχα για να δείξει ως παράδειγμα μία χρήση της λέξης «πρωτοπορία» που δεν προκαλεί αντανακλαστική απέχθεια. Όλα τα επιχειρήματα που επικαλείται μόνο στους καλλιτέχνες δεν αφορούν, κι ας το διαπιστώσει ο αναγνώστης (σσ. 58-63). Ο Σέργης επίσης κατηγορεί τον Μπούκτσιν ότι δεν δείχνει πώς, μαζί με την πρωτοπορία, θα διαφυλάσσεται «η αποτροπή ανάδυσης νέων εξουσιαστικών μηχανισμών» (σ.76). Στην πραγματικότητα, ο Μπούκτσιν αυτό προσπαθεί να δείξει στις προαναφερόμενες σελίδες, όπου αναφέρεται σε λογοδοσία, ανακλητότητα κ.λπ.
Αλλά, όπως είπαμε, ο Μπούκτσιν δεν αντιμετωπίστηκε από τον εκδότη και τον επιμελητή, όπως ο ίδιος αντιμετώπισε τον Μαρξ στη συνέντευξη αυτή. Με σεβασμό και σοβαρότητα. Παρόλα αυτά, το περιεχόμενο της συνέντευξης είναι τόσο σημαντικό ώστε αξίζει ο αναγνώστης να προμηθευτεί το βιβλίο.
Θοδωρής Βελισσάρης
Λάβαμε και δημοσιεύουμε την εξής απάντηση του κ. Σέργη:
ΥΒΡΙΣ ΚΑΙ ΕΝΤΙΜΟΤΗΤΑ
Σχετικά με τη βιβλιοκριτική του Θοδωρή Βελισσάρη στο βιβλίο:
Murray Bookchin, Μαρξισμός και Αναρχισμός, μτφ. Αχιλλέας Φωτάκης,
επιμέλεια – επίμετρο: Νίκος Τζ. Σέργης, εκδ. «Ισνάφι», Ιωάννινα 2010
Το: Μαρξισμός και Αναρχισμός προξένησε ποικίλες αντιδράσεις σχεδόν αμέσως μετά την κυκλοφορία του, γεγονός που κρίνεται θετικά. Εν τούτοις, ορισμένοι σχολιαστές ξεπερνούν τα όρια της καλόπιστης κριτικής και στρέφονται κακόβουλα εναντίον μου. Ο Θοδωρής Βελισσάρης, αντί διαλόγου περί ερμηνείας, εκτόξευσε έναν λίβελο προσωπικής απαξίωσης, που προφανώς εκκινεί από προσωπικά ελατήρια, παρότι δεν τον γνωρίζω ούτε καν εξ όψεως. Κατ’ αρχάς να ξεκαθαρίσω ότι η επιλογή του τίτλου του βιβλίου δεν έγινε από μένα. Όσον αφορά στο επίμετρο, η υβριστική επιχειρηματολογία κορυφώνεται: ο Βελισσάρης αναφέρεται στην «παραποίηση των ιδεών του Μπούκτσιν», στην «αυτοπροβολή» και στην «ακαδημαϊκή καριέρα» που δήθεν προσδοκώ μέσω αναλόγων δημοσιεύσεων. Θεωρώ ανάξιο να απαντήσω σε κοινότοπες λοιδορίες. Ως προς την ερμηνεία της σκέψης του Bookchin που προτείνεται στο επίμετρο, καλό θα ήταν ο Βελισσάρης, προτού ξεκινήσει την «καριέρα» του ως κριτικός, να μάθει να διαβάζει. Για τους υβριστές σαν τον Βελισσάρη είναι αδιανόητο κάποιος να διατηρεί τη διανοητική του εντιμότητα, η οποία καθορίζεται από τη συνέπεια της πνευματικής του πορείας σε σχέση με τις πολιτικές του θέσεις. Το θεωρούν αδιανόητο, διότι για τους ίδιους η διανοητική εντιμότητα είναι πιθανώς διαπραγματεύσιμη. Για μένα πάντως δεν είναι! Είμαι ανοιχτός στον θεωρητικό διάλογο, αλλά δηλώνω εξ αρχής ότι δεν θα απαντήσω ξανά σε κακόβουλες προσωπικές επιθέσεις.
ΝΙΚΟΣ ΤΖ. ΣΕΡΓΗΣ
Η απάντηση αυτή του Σέργη επιβεβαιώνει νομίζω την κριτική μου.
Τώρα, για το αν εκτόξευσα “έναν λίβελο προσωπικής απαξίωσης, που προφανώς εκκινεί από προσωπικά ελατήρια”, “υβριστική επιχειρηματολογία”, “κοινότοπες λοιδορίες”, “κακόβουλη προσωπική επίθεση”, πιστεύω ότι μπορεί να κρίνει ο κάθε αναγνώστης.
Όπως επίσης και περί “διανοητικής εντιμότητας”.