Κρίση και Αριστερά

Μέσα στον κυκεώνα ενός εξαντλητικού δημόσιου διάλογου, καταγράφω βιαστικά κάποιες σκέψεις για την κρίση και την απάντηση της Αριστεράς.

Με έχει εντυπωσιάσει όλη αυτήν την περίοδο η στάση του ΚΚΕ απέναντι στην κρίση. Κυρίως βέβαια μ’ έχει επηρεάσει αρνητικά: δεν προτείνει κανένα συγκεκριμένο μέτρο και στρατηγική απέναντι στην κρίση. Δεν μπορεί έτσι να προβάλλει βραχυπρόθεσμα αιτήματα ικανά να εμπνεύσουν ένα λαϊκό κίνημα, που να είναι συγχρόνως συμβατά με τους μακροπρόθεσμους στόχους του προγράμματός του. Λες και γίνεται, ως δια μαγείας, να φτάσει κανείς απευθείας στον σοσιαλισμό.

Ακόμα πιο σημαντικά, ο αφηρημένος στόχος της λαϊκής εξουσίας που προτείνει, δεν μπορώ παρά να εικάσω ότι σημαίνει την αναβίωση του αποκρουστικού σταλινικού κρατικού καπιταλισμού που ταλαιπώρησε τόσο όσους τον βίωσαν όσο και το αριστερό κίνημα σ’ όλον τον κόσμο. Αυτό μένει να καταλάβουμε από την εξύμνηση του Στάλιν στο τελευταίο συνέδριο του κόμματος και γενικότερα από τα όργανά του (παραδέχονται μόνο κάποια μικρά ασήμαντα λάθη…). Ο κρατικός καπιταλισμός, αυτός που καταχρηστικά ονομάστηκε «σοσιαλισμός» και «κομμουνισμός», δεν είχε μονάχα ένα απάνθρωπο και ολοκληρωτικό πρόσωπο πολιτικά, αλλά ακολούθησε ως έναν βαθμό οικονομικά τις εξελίξεις του διεθνούς καπιταλισμού και σε μεγάλο βαθμό τις κρίσεις του (μάλιστα η κρίση του «κρατικιστικού» μοντέλου καπιταλιστικής ανάπτυξης ήταν κοινή και στα δύο ψυχροπολεμικά μπλοκ).

Υπάρχει όμως και κάτι που παραδέχομαι ότι εκτιμώ στη στάση του ΚΚΕ. Αναγνωρίζει ότι, απέναντι στην κρίση, υπάρχουν συγκρουόμενα συμφέροντα μεταξύ των καπιταλιστών, και όχι μία κοινή γραμμή. Κάθε είδους διαχειριστικό μέτρο μπορεί να ωφελήσει κάποια τμήματα του κεφαλαίου. Υπάρχουν τέτοια τμήματα που κερδίζουν σήμερα από την εφαρμογή του μνημονίου. Και υπάρχουν άλλα τμήματα που θα κερδίσουν από μία χρεοκοπία, στάση πληρωμών, επιστροφή στη δραχμή, και πολλά άλλα μέτρα που προτείνει ως ριζοσπαστικά ένα κομμάτι της Αριστεράς.

Να λοιπόν που το ΚΚΕ κατανοεί ότι υπάρχουν ενδοκαπιταλιστικές συγκρούσεις. Σε άλλες περιπτώσεις βέβαια δεν το κατανοεί. Παράδειγμα είναι ο αφελής αντιαμερικανισμός των αναλύσεών του για τον παγκόσμιο ιμπεριαλισμό και ειδικά για τη μέση ανατολή. Εδώ ακολουθεί όλη σχεδόν η παραδοσιακή Αριστερά και τμήματα της ελευθεριακής. Η εισβολή στο Ιράκ για παράδειγμα αντιμετωπίζεται ως κοινή συνισταμένη των κατά φαντασία κοινών παγκόσμιων καπιταλιστικών συμφερόντων, χωρίς να αναγνωρίζονται οι ανταγωνισμοί μεταξύ Ε.Ε. και Η.Π.Α. που συνέβαλλαν σημαντικά στο ξέσπασμα της εισβολής αυτής. Παράλληλα υποβαθμίζεται ο ρόλος των αρχουσών τάξεων των χωρών που υφίστανται τη βία αυτή.
Έτσι υποβαθμίζεται και η ελληνική αστική τάξη σε κάποιες αναλύσεις. Μάλιστα πολλοί θα την ήθελαν προσωρινή σύμμαχο ενάντια στην ευρωπαϊκή ή παγκόσμια καπιταλιστική τάξη, μέχρι η χώρα να σταθεί υποτίθεται στα πόδια της. Τετριμμένα σλόγκαν δίνουν και παίρνουν: εθνικοποιήσεις τραπεζών, κρατική παρέμβαση, και άλλα πτώματα από τον σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας. Συνθήματα που θυμίζουν τις εποχές ενός «σοσιαλισμού σε μία χώρα», μιας αποτυχημένης περιόδου όπου τα συμφέροντα ενός έθνους-κράτους (ΕΣΣΔ) είχαν ταυτιστεί με τα συμφέροντα σύμπασας της ανθρωπότητας. Ενός κρατικού καπιταλισμού με απάνθρωπο πολιτικό πρόσωπο.

Τα συνθήματα βέβαια της κυρίαρχης πολιτικής δεν είναι λιγότερο αποκρουστικά, μάλλον είναι περισσότερο: συρρίκνωση εισοδημάτων και συντάξεων, ανεργία, ιδιωτικοποιήσεις, πανηγύρι στη ζούγκλα των ιδιωτικών συμφερόντων…
Ρητά τονίζω ότι δεν μπορούμε να ακολουθήσουμε κανέναν από τους κυρίαρχους δρόμους που προτείνονται, ούτε να μείνουμε στην παθητικότητα του ΚΚΕ. Η κρίση είναι καπιταλιστική και πρέπει να θέσουμε βραχυπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους συμβατούς με το ξεπέρασμα του ίδιου του καπιταλισμού από μια κοινωνία οργανωμένη σύμφωνα με τις αρχές της άμεσης δημοκρατίας και του ελευθεριακού σοσιαλισμού.

Σε κάθε γειτονιά πρέπει να δημιουργήσουμε λαϊκές συνελεύσεις στις οποίες να οργανωθεί η πλειοψηφία των πολιτών και να διεκδικήσουμε άμεσα μέτρα απέναντι στην κρίση. Από δίκαια τιμολόγια Δ.Ε.Η μέχρι δημοτικά παντοπωλεία για τους πιο αδύναμους (και σταδιακά για όλους), τα οποία να διαχειρίζονται οι ανοιχτές συνελεύσεις των πολιτών. Από τον έλεγχο του προϋπολογισμού των δήμων στον έλεγχο της απασχόλησης και σταδιακά στο σύνολο της οικονομίας. Πρέπει να επιχειρηθεί μια ανταπάντηση στην αναδιανομή του πλούτου υπέρ του κεφαλαίου, με ριζική αναδιανομή υπέρ της πλειοψηφίας (που ούτε ευθύνεται για την κρίση, ούτε είχε σημαντικά οφέλη από την καπιταλιστική ανάπτυξη που οδήγησε σ’ αυτήν). Για να έχουν ακόμη σημαντικότερα αποτελέσματα, οι κινητοποιήσεις σε συνοικίες και δήμους πρέπει να συντονιστούν πανελλαδικά (και σιγά σιγά πανευρωπαϊκά), προτάσσοντας έναν αγώνα και μία κοινωνική οργάνωση ριζικά διαφορετική απ’ αυτήν που ευθύνεται για τα σημερινά χάλια.

Μ’ αυτήν την έννοια το θέμα του μνημονίου δεν μπορεί να τεθεί από μας μ’ ένα ξερό υπέρ ή κατά. Είμαστε κατά του μνημονίου, αλλά και κατά των αρνητών του, στο μέτρο που μεταξύ τους μπορεί να βρει κανείς από δεξιούς λαϊκιστές τύπου Σαμαρά μέχρι απολογητές του κρατικού καπιταλισμού. Δεν μας ενδιαφέρει να αρνηθούμε μία αστική επιλογή διαχείρισης της κρίσης για να επιβληθεί κάποια άλλη. Μας ενδιαφέρει ωστόσο, και πολύ μάλιστα, οποιαδήποτε τέτοια επιλογή να αγωνιστούμε να μην παρθεί εις βάρος μας. Μ’ αυτήν την έννοια, οποιαδήποτε επιλογή του συστήματος σήμερα, μνημόνιο ή χρεοκοπία, θα χρειαστεί έναν αγώνα αναδιανομής σαν αυτόν που περιγράψαμε παραπάνω. Και μάλιστα, πρέπει ο αγώνας αυτός να τεθεί από τα κάτω ώστε να στοχεύσει και στην κοινωνία που επιθυμούμε (και όχι με το να ψηφίσουμε απλά ΣΥΡΙΖΑ ή ΣΥΝ, αναπαράγοντας μία πολιτική κουλτούρα που ευθύνεται επίσης για την κρίση – κάπου πρέπει να μπει κι ένα όριο στη δημαγωγική χρήση της άμεσης δημοκρατίας από κόμματα που κινούνται στον χώρο του παραδοσιακού κρατισμού).
Δημιουργώντας ένα αμεσοδημοκρατικό κίνημα δημιουργούμε τις προϋποθέσεις για μια άλλη εξουσία και μία ουσιαστική αντιμετώπιση της κρίσης. Εξάλλου, η καπιταλιστική κρίση έχει να κάνει με το σύνολο της κοινωνικής ζωής υπό τον καπιταλισμό, κάτι που ελάχιστα θίγουν όσοι προτείνουν χρεοκοπία.

Επειδή οι προτάσεις των τελευταίων παρουσιάζονται ως επαναστατικές, αξίζει λίγο να τις σχολιάσουμε. Υποτίθεται θα βγούμε από την ΕΕ, θα επαναφέρουμε τη δραχμή, θα την υποτιμήσουμε για να κάνουμε ανταγωνιστικά τα προϊόντα μας και να θεμελιώσουμε μια αυτοδύναμη ανάπτυξη. Καταρχάς: ανάπτυξη για ποιον; Για την εγχώρια αστική τάξη και τα τμήματα του διεθνούς κεφαλαίου που θα χειροκροτούσαν μια τέτοια επιλογή; Ή μήπως για ένα κρατικο-καπιταλιστικό απολίθωμα που θα δημιουργούσε νέες κοινωνικές ακαμψίες με εθνικοποιημένες τράπεζες και γραφειοκρατικά τέρατα; Να κάνουμε θυσίες για παρόμοιους λόγους; (Τώρα με το μνημόνιο βέβαια ήδη κάνουμε θυσίες χωρίς τέλος – και επίσης χωρίς διαφαινόμενο αποτέλεσμα εξόδου από την κρίση!). Επίσης, είναι αυτή η πρότασή μας και για τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες με παρόμοια προβλήματα; Να επιστρέψουν στα εθνικά νομίσματα και να τα υποτιμήσουν; Να στραφούμε δηλαδή όλοι εναντίον όλων;

Γιατί να μην είναι προτιμότερο αίτημα η δημοσιονομική, εκτός από νομισματική, ένωση και ο εκδημοκρατισμός των πολιτικών θεσμών της Ε.Ε.; «Δεν μεταρρυθμίζεται η Ε.Ε.» μας λένε. Ναι αλλά ούτε ο σοσιαλισμός χτίζεται σε μία χώρα, και μάλιστα με τις ανίερες συμμαχίες (μεταξύ κατά φαντασία «προλετάριων» και «αστών») που ήδη ζέχνουν ακόμα και στα χαρτιά. Κι αν δεν μεταρρυθμίζεται η Ε.Ε. ας χτίσουμε μια καινούρια, γιατί να επιστρέψουμε στο καβούκι μας;

Φυσικά κάθε εξέλιξη, όπως ήδη τόνισα, μπορεί να εξυπηρετεί τμήματα του κεφαλαίου. Γι’ αυτό οφείλουμε να στραφούμε σε πολιτική δουλειά που στοχεύει, από μικρά δημοκρατικά βήματα, απευθείας σε μια ελευθεριακή και δίκαιη κοινωνία. Εξάλλου, ο καπιταλισμός σήμερα είναι ένα σύστημα κοινωνικής κυριαρχίας, και η κρίσεις του είναι κρίσεις όλης της κοινωνίας. Πόσο φτωχά φαντάζουν απέναντι σ’ αυτήν την πραγματικότητα τα διάφορα μονοθεματικά σενάρια για κρατικούς καπιταλισμούς ή για απάνθρωπους φιλελευθερισμούς. Όπως απαξιώθηκε το πολιτικό σύστημα από τις πρόσφατες εκλογές, ας απαξιώσουν και οι αγώνες μας τη μονοδιάστατη κοινωνία. Είτε αυτή που υπάρχει και χτίζεται ήδη γύρω μας είτε αυτή που μας πασάρουν ως «ριζοσπαστική λύση», είναι το ίδιο ανυπόφορη.

Θοδωρής Βελισσάρης

Η Μειοψηφία κερδίζει;

«το να μπορείς να εκλέξεις τον αφέντη σου, δεν σημαίνει πως παύουν να υπάρχουν αφέντες και δούλοι».
Herbert Marcuse, Ο Μονοδιάστατος άνθρωπος

Παρά το εκβιαστικό δίλημμα του ίδιου του πρωθυπουργού την πρώτη βδομάδα των εκλογών, που ουσιαστικά θέλησε -άκρως «δημοκρατικά»- να υφαρπάξει την ψήφο των πολιτών, στην πρόσφατη εκλογική διαδικασία είδαμε μια πρωτοφανή αμφισβήτηση συνολικά του πολιτικού συστήματος. Και αναφερόμαστε στο πολιτικό σύστημα, διότι ο χαρακτήρας της εν λόγω προεκλογικής περιόδου αφορούσε αποκλειστικά στο ίδιο το πολιτικό σύστημα και τις «δυνάμεις» του και κατ’ ελάχιστο στην αυτοδιοίκηση, τρανταχτή απόδειξη της σημασίας που δίνουν οι κυρίαρχοι αποκλειστικά και μόνο στην επιβίωση τους. Και αν εν τέλει ο πρώτος γύρος των εκλογών τοπικής αυτοδιοίκησης δημιούργησε προβληματισμούς αναφορικά με το ύψιστο – στα επίπεδα του πρωτοφανούς – ποσοστό αποχής εξαιτίας των απειλών του Πρωθυπουργού που μας υπενθυμίζουν την ύπαρξη του παπανδρεϊσμού ως ιδεολόγημα στη χώρα, ο δεύτερος γύρος αντί να «εξομαλύνει» την κατάσταση προς όφελος των δρώντων του πολιτικού παιγνίου, αντιθέτως μετέτρεψε τους προβληματισμούς σε φοβικά σύνδρομα.

Συνολικά το 47,5% του εκλογικού σώματος στον πρώτο γύρο της εκλογικής διαδικασίας, α-ψήφισε μέσω της εκκωφαντικής αποχής του (συν λευκό/άκυρο) τους ωμούς εκβιασμούς και τις περί μονόδρομου διακηρύξεις, τη στιγμή που η «δημοκρατική» κυβέρνηση, είναι τόσο δημοκρατική που νομιμοποιείται -σύμφωνα με το αποτέλεσμα αυτών των εκλογών- από το 34% των όσων ψήφισαν, ή ακόμη πιο καθαρά από το 18% του συνολικού εκλογικού σώματος. Το αξιοσημείωτο είναι φυσικά πως την δεύτερη εκλογική εβδομάδα παρατηρήθηκε σε αρκετούς δήμους (όπως αυτόν της Θεσσαλονίκης) μια απόλυτη νίκη της αποχής με ποσοστά άνω του 50%. Οι απέχοντες νίκησαν όχι μόνο τους κομματικούς συνδυασμούς, όπως συνέβαινε εδώ και καιρό, αλλά εν τέλει νίκησαν τον ίδιο τον θεσμό των εκλογών της αντιπροσώπευσης και της ανάθεσης εξουσιών. Το πολιτικό σύστημα μετά τα αποτελέσματα και την παράλληλη αύξηση της αποχής, απονομιμοποιήθηκε πολιτικά. Εκτός από ολιγαρχικό, παρόλες τις φανφάρες περί δημοκρατικότητας του σημερινού καθεστώτος, το σύστημα από χτες κατάντησε να μην είναι ούτε καν πλειοψηφικό σε απόλυτους αριθμούς. Η αποχή – και τα λευκά και τα άκυρα – , νίκησαν όποιον επικαλείται τους υπάρχοντες θεσμούς, προκειμένου διαμέσου αυτών να αξιώσει ισχύ εις βάρος άλλων (τον δήμαρχο, το κόμμα, τον περιφερειάρχη).

Αυτό αποδεικνύει πως εν τέλει η αποχή δεν ήταν απλώς μια ακτιβιστική πράξη, όπως θέλουν να ερμηνεύουν οι διάφοροι πολιτικοί παράγοντες, κατά την οποία η κοινωνία απλώς επιθυμεί να ακούσει το «mea culpa» ώστε να επέλθει η κάθαρσις, αλλά είναι εν τέλει μια πολιτική πράξη, μιας και όπως φαίνεται σε επίπεδα σαν τα πρόσφατα, έστω και άρρητα, αποδίδει μια ουσιαστική και υγιή αμφισβήτηση σε έναν ολόκληρο θεσμό που πλαισιώνει ένα απαρχαιωμένο πολιτικό σύστημα. Η κοινωνία δείχνει αφενός να μην αναγνωρίζει τον επίσημο πολιτικό λόγο, αλλά αφετέρου, αυτό οφείλεται στην αδυνατότητα του θεσμού να μετουσιώσει τον λόγο σε πράξη. Κοντολογίς, η «δημιουργία θέσεων εργασίας στο τοπικό επίπεδο», η «ανάπτυξη της πόλης μας», το «δωρεάν ίντερνετ», οι «red roads», οι «λαγοί με πετραχήλια», παραμένουν απλά ένας λόγος ευχολογίου και λαϊκίζουσας γλώσσας για τον εξής και μόνο λόγο: όπως παρατηρεί και ο Γιώργος Οικονόμου στο βιβλίο του Από την Κρίση του Κοινοβουλευτισμού στη Δημοκρατία, δεν υπογράφεται μεταξύ αυτού που εκλέγει και αυτού που εκλέγεται κάποιο συμβόλαιο που να πιστοποιεί τα «συμφωνηθέντα», αλλά και ούτε υπάρχει δυνατότητα καθαίρεσης αν όντως δεν υλοποιηθεί το «πολιτικό σχέδιο» που είχε προαναγγελθεί.

Επομένως οι «αντικειμενικές» έρευνες διαφόρων στατιστικολόγων για χάρη των ΜΜΕ και του lifestyle, που απλώς μετατοπίζουν το πρόβλημα στην ανικανότητα των κομμάτων ή των προσώπων που ενσαρκώνουν τα ιδεώδη τους, ούτε ως «αντικειμενικές» κρίνονται, ούτε καν σαν έρευνες. Με ποιό δικαίωμα μια έρευνα, είναι έρευνα όταν προβάλλει 5 επιλογές, μπροστά σε μία απειρία νοημάτων και καταστάσεων και βαφτίζει αυτές τις επιλογές αντικειμενικές; Προφανώς και μια αγανάχτηση προς τα κόμματα (ή τα πρόσωπα στην περίπτωση της τοπικής αυτοδιοίκησης) από τον κόσμο, αντιστοιχεί στην, και συνδέεται άμεσα (όχι απλώς έμμεσα) με την εκχώρηση της απόλυτης πολιτικής εξουσίας σε αυτά, που εν τέλει τα οδηγεί μετεκλογικά να λαμβάνουν εκ διαμέτρου αντίθετες αποφάσεις από αυτές που είχαν ανακοινώσει προεκλογικά, εφόσον ούτε κάποιος νόμος που τα αναγκάζει να ακολουθήσουν κατά γράμμα την προεκλογική τους εκστρατεία υπάρχει, ούτε νομικές κυρώσεις.

Η απεμπόληση των υποχρεώσεων των αντιπροσώπων και η ανευθυνότητα τους, αποδεικνύουν ευθύς εξαρχής πως το υπάρχον πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να θεωρείται ούτε κατά διάνοια δημοκρατικό, εφόσον αρχές όπως της πλειοψηφίας και της ισονομίας δεν υφίστανται θεσμικά. Αλλά θα εξακολουθούσε να μην είναι δημοκρατικό ακόμα και αν τα κόμματα (εν προκειμένω αυτά που βρίσκονται στην εξουσία) απολάμβαναν την εμπιστοσύνη του πλειοψηφούντος τμήματος της κοινωνίας, μιας και τυγχάνει υπό το σημερινό καθεστώς να μην υφίσταται η «κυριαρχία» του «δήμου» (δημο – κρατία), δηλαδή η λήψη αποφάσεων απευθείας από τους πολίτες.

«Η εξουσία φθείρει, η απόλυτη εξουσία φθείρει απόλυτα» όπως θα ‘λεγε και ο λόρδος Acton, επομένως δεν τίθεται απλώς και μόνο ένα ζήτημα αλλαγής των σαθρών προσώπων, των λαοπλάνων και των ραδιούργων, από καθαρά υποκείμενα που δεν θα είναι εμποτισμένα από αυτές τις νοοτροπίες και τα κοινωνικά νοήματα, αλλά προκύπτουν ζητήματα πιο βαθιά, όπως η ουσιαστική ρήξη με το υπάρχον αξίζειν/ισχύειν και η δημιουργία μιας νέας σχέσης εξουσίας μεταξύ των πολιτών δικαιότερη και πιο ηθική.

Αυτό το διαφορετικό αξίζειν/ισχύειν είναι κοινωνική υπόθεση και όχι υπόθεση φατριών και διαφόρων ελίτ, και ως κοινωνική υπόθεση θα εκχωρήσει την πολιτική εξουσία πραγματικά στο δήμο μέσω λαϊκών συνελεύσεων και όχι σε λίγους ψευδο-ειδικούς και ψευδο-τεχνοκράτες που θα ομιλούν εξ’ονόματος του, προκειμένου να ακούγονται και να λύνονται όλα τα προβλήματα και να μην υπάρχει διαχωρισμός σε σημαντικά και εργαλειακά προβλήματα από τα διάφορα γραφεία που πλαισιώνουν το εξουσιαστικό κέντρο. Αυτό αναπόφευκτα οδηγεί στην: δημιουργία νέων μορφών διοίκησης, σε σημείο όπου η αυτοδιοίκηση αλλάζει νόημα και κυρίως το σημερινό της νόημα όπου υπάρχει η τάση να μην αντιμετωπίζονται τα προβλήματα ως θεσμικά αλλά απλώς ως ανικανότητα των ανθρώπων, ή για να είμαστε πιο ακριβείς επανοικειοποιείται το πραγματικό της νόημα, όπου η αυτό-διοίκηση στο δημοτικό επίπεδο γίνεται υπόθεση δημοτών και όχι δημάρχων . Μ’ αυτό τον τρόπο επιτυγχάνεται η παράλληλη μετατροπή των «αντιπροσώπων» στο τοπικό επίπεδο που λαμβάνουν όλη την εξουσία μέσω των τοπικών εκλογών, από «εκπροσώπους», δηλαδή η μετατροπή τους από ένα κέντρο αποφάσεων για τα ζητήματα των άλλων (δηλαδή όλων), σε ένα απλό εκτελεστικό όργανο που θα υλοποιεί τις αποφάσεις της γενικής συνέλευσης, με τις όποιες κυρώσεις θα μπορεί να φέρει η μη τήρηση των.

Επομένως επανερχόμενοι στο αρχικό ερώτημα αν έχουμε δημοκρατία, οφείλουμε να πούμε πως για εμάς, η δημοκρατία νοείται μόνο ως μια συνεχής διαδικασία που είναι προϊόν κοινής, συλλογικής και ρητής δράσης αμφισβήτησης ενός μέρους ή και ολόκληρου του τρόπου θέσμισης της κοινωνίας. Και ταυτοχρόνως είναι ένα πολίτευμα που μπορεί να αντικαταστήσει τους υπάρχοντες σάπιους θεσμούς. Είναι δηλαδή ένα καθεστώς που ευνοεί τις συλλογικές διαδικασίες να ευδοκιμήσουν. Προς αυτή την κατεύθυνση μπορεί να κινηθεί μόνη της η ίδια η κοινωνία βρίσκοντας τους τρόπους για να το πετύχει, χωρίς να χρειάζεται κανένα κόμμα, πολιτικό, ή μεσσία. Μπορούμε όμως, καταρχάς, να στραφούμε από τώρα στην οικοδόμηση μιας δημοκρατίας στο δημοτικό πεδίο, όπου αυτοοργανωμένα θα αποφασίζουμε συλλογικά για τα όσα μας αφορούν. Μακριά από κράτη, αστυνομίες, κόμματα και διευθύνοντες που θα μας επιβάλλονται.

Αν μία κοινωνία δεν μπορεί να σώσει η ίδια τον εαυτό της, τότε δεν μπορεί να τη σώσει κανείς επίδοξος «σωτήρας» στο όνομα της. Κι αν προσπαθήσει να το κάνει, τότε σίγουρα θα είναι δικτάτορας…
Σ’αυτό το σημείο καμπής, αναδύεται ένα σαφές μήνυμα:

ΑΛΛΑΓΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΝΟΗΜΑΤΟΣ
ΑΛΛΑΓΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

άλλη δημοκρατία

Για την ανασυγκρότηση της ανοιχτής συνέλευσης Συκεών


Δημοσιεύουμε κείμενο/κάλεσμα της ομάδας “άλλη δημοκρατία” που καλεί τη Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 7.00μμ σε ανοιχτή συνέλευση κατοίκων στο δημαρχείο Συκεών στη Θεσσαλονίκη.

Δίνοντας μικρές λύσεις στην γειτονιά μας απαντάμε στα μεγάλα προβλήματα που μας αφορούν

Να πάρουμε τις αποφάσεις στα χέρια μας-Να κάνουμε τον δήμο χώρο δημοκρατίας για πολίτες και όχι χώρο εξουσίας για λίγους.

Τώρα που κόπασε το νταβαντούρι για τον «Καλλικράτη» και οι νέοι δήμαρχοι έχουν τακτοποιηθεί στα γραφεία τους, οι πολίτες, από «κυρίαρχος λαός» ξαναγυρνάμε εκεί που συνήθως είμαστε: στο περιθώριο. Το αντιπροσωπευτικό σύστημα υποτίθεται ότι είναι η διαδικασία όπου μέσω των εκλογών αποφασίζουμε για το ποιος θα αποφασίζει για εμάς. Ακόμα και με αυτή την παραδοχή, τα συμπεράσματα που βγαίνουν από το συντριπτικό ποσοστό αποχής ( 50% ) και άκυρων/λευκών ( 10% ) μόνο ως «νόμιμες» δεν εξουσιοδοτούν τις τοπικές αρχές του «Καλλικράτη». Τα ποσοστά αυτά προκύπτουν από στοιχεία που έδωσε το υπουργείου εσωτερικών. Η αλήθεια των πραγματικών αριθμών είναι ακόμα ποιο αμείλικτή. Στο δήμο Θεσσαλονίκης κατοικούν πάνω από μισό εκατομμύριο άνθρωποι, με αποχή 55% ψήφισαν τον δήμαρχο μόνο 55.000. Στο δήμο Συκεών-Νεάπολης ανάλογα, κατοικούν πάνω από 100.000 άνθρωποι και με 43% αποχή ψήφισαν τον δήμαρχο μόνο 18.000.

Το αντιπροσωπευτικό σύστημα εκλογής βασίζεται στο επιχείρημα της πλειοψηφίας. Οι αριθμοί σε όλη την Ελλάδα καταδεικνύουν καθαρά ότι αυτό το επιχείρημα κατέρρευσε.
Αποχή σημαίνει πολλά πράγματα. Απαξίωση του πολιτικού συστήματος, άρνηση του, τιμωρία, μοιρολατρία, αδιαφορία. Για μία πραγματική δημοκρατική κοινωνία που θα δίνει λύσεις στα τοπικά και συνολικά προβλήματα, πρέπει να περάσουμε από το στάδιο της ανάθεσης ή της αποχής σε αυτό της συμμετοχής σε δομές άμεσης δημοκρατίας στην γειτονιά, στην εργασία, στον δήμο μας. Η απουσία μας από τις αποφάσεις, η απουσία μας από τον έλεγχο της εξουσίας, η ανάθεση, είναι ο κύριος λόγος της χρεοκοπίας και όχι η κρίση. Αυτή είναι απλά η αφορμή για να καταργηθούν δικαιώματα και έννοιες όπως αυτή του πολίτη και της δημοκρατίας. Ο καπιταλισμός εξελίσσεται διαρκώς. Στη φάση που βρισκόμαστε η δημοκρατία τού είναι βάρος και για αυτό το λόγο την ξηλώνει σιγά σιγά μέσω των καταστάσεων σοκ ( βλ. κρίσεις ). Οι αγώνες όσο μαζικοί και αν γίνονται μοιάζουν να μην μπορούν να ανακόψουν αυτή τη διαδικασία που γίνεται σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Ξεχνάμε λοιπόν έτσι το πεδίο των μικρών (αλλά σημαντικών αφού μας αφορούν άμεσα) καθημερινών προβλημάτων. Έχουμε αμελήσει την πρωταρχική έννοια της πολιτικής και της δημοκρατίας που είναι η ενασχόληση με τα προβλήματα της πόλεως, της κοινότητας.

Το μέλλον μπροστά μας διακρίνεται δυσοίωνο αλλά και προσοδοφόρο για να επαναφέρουμε χαμένα ή νέα νοήματα δημοκρατίας. Το κράτος με την πολιτική του μνημονίου και με τον «Καλλικράτη» έχει δείξει ξεκάθαρα ότι απεμπολεί τον ρόλο του «κηδεμόνα» που κατείχε μέχρι τώρα για τους πολίτες και υιοθετεί πια μόνο τον ρόλο του φοροεισπράκτορα τυλιγμένο με τον μανδύα του τιμωρού. Η ακρίβεια, η ανεργία, η κοινωνική φτώχια, οι αυξήσεις στα μέσα μαζικής μεταφοράς, στα διόδια, στα τιμολόγια της ΔΕΗ, στα αγαθά πρώτης ανάγκης, η έλλειψη σωστής και ελεύθερης παιδείας, η σταδιακή κατάργηση της δωρεάν παροχής υγείας (ΕΣΥ) είναι προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σε πρώτο πρόσωπο, και κυρίως στην γειτονιά μας και άμεσα στον δήμο Συκεών. Γιατί λοιπόν, αφού στην γειτονιά μας βιώνουμε αυτήν την κατάσταση, να μην αναζητήσουμε την λύση τους σε αυτό τον χώρο και με τους ανθρώπους που μας περιβάλλουν;

Εδώ στις Συκιές δημιουργήθηκε πέρυσι μια πρωτοβουλία κατοίκων η οποία προσπαθούσε κάνοντας συνελεύσεις να ασχοληθεί με ζητήματα τόσο της περιοχής όσο και ευρύτερα. Αυτή η συνέλευση κατοίκων λάμβανε χώρα στο δημαρχείο περίπου σε εβδομαδιαία βάση. Μέσα από τις συνελεύσεις θέσαμε το ζήτημα των κεραιών ενώ υπήρχαν και άλλα θέματα στην ατζέντα. Έπειτα από ανοικτές συζητήσεις έγιναν κάποιες δράσεις με ενίοτε μαζική συμμετοχή. Ο προβληματισμός του κόσμου φανέρωσε την ανάγκη ύπαρξης τέτοιων κινήσεων που θα μπορούν όλοι να παίρνουν μέρος. Πριν από ένα μήνα έγινε πάλι στο δημαρχείο με αφορμή μια εκδήλωση για τα διόδια μια πολύ γόνιμη συζήτηση μεταξύ των παρευρισκομένων κατοίκων. Όλα αυτά μας κάνουνε να πιστεύουμε ότι έχει νόημα η σημερινή μας πρόσκληση.

Πιστεύουμε ότι επανέρχεται η ανάγκη της δημιουργίας δομών άμεσης δημοκρατίας στις Συκιές και σε κάθε γειτονιά, όχι για να συναντήσουμε ο ένας την απόγνωση του άλλου και να μοιράσουμε την απογοήτευση μας, αλλά για να συζητήσουμε και να δώσουμε μικρές λύσεις στα μεγάλα μας προβλήματα. Καλούμε λοιπόν όλους και όλες του δημότες και κατοίκους Συκεών τη Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 7.00μμ σε ανοιχτή συνέλευση στο δημαρχείο Συκεών.

Να δημιουργήσουμε λαϊκές συνελεύσεις παντού – όλοι και όλες τη Δευτέρα 22 Νοεμβρίου στις 7.00μμ –Δημαρχείο Συκεών

Στην παρούσα ή στις επόμενες συνελεύσεις, μπορούμε να συζητήσουμε αυτές ή και άλλες προτάσεις:

• Να απαιτήσουμε από το δήμο τη δημιουργία ενός κοινωνικού τιμολογίου της Δ.Ε.Η δικαιότερης παροχής στα φτωχότερα νοικοκυριά.
• Να παρέμβουμε στη κεντρική υπηρεσία της ΔΕΗ, να δημιουργήσουμε επιτροπή κοινωνικής αυτοάμυνας να μην επιτρέψουμε να μείνει κανένας κάτοικος Συκεών χωρίς ρεύμα.
• Να απαιτήσουμε από τον δήμο δημιουργία, με έξοδα του, ενός αλληλέγγυου παντοπωλείου με είδη πρώτης ανάγκης για ανέργους, ηλικιωμένους, άπορους και με έλεγχο από τους πολίτες των Συκεών. Να απαιτήσουμε να μας αποδοθεί χώρος για την λειτουργία του αλληλέγγυου παντοπωλείου. Να λειτουργεί με αυτοδιαχείριση από τη συνέλευση κατοίκων.
• Τη συμμετοχή στον αγώνα ενάντια στα διόδια.
• Την καταγραφή και συζήτηση για θέματα που αφορούν την περιοχή του δήμου (π.χ. πρόβλημα στέγης νηπιαγωγείων, κεραίες)
• Την καθιέρωση συνέλευσης κατοίκων των Συκεών που θα γίνεται στο δημαρχείο σε σταθερή βάση.

Αποχή από τις εκλογές – Συμμετοχή στις αμεσοδημοκρατικές δομές