Η αναγκαιότητα μιας στρατηγικής αναδιάρθρωσης τού Δημοσίου Χρέους


του Γ. Δαρεμά*

Η οικονομική και κοινωνική πολιτική που ακολουθεί η Ελληνική κυβέρνηση δεν είναι προϊόν αυθαιρεσίας ούτε η πραγμάτωση των προ-εκλογικά υπεσχημένων αλλά η κατά γράμμα υλοποίηση των συμφωνηθέντων με την Ευρωπαϊκή Ένωση, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο βάσει των μνημονίων που έχουν συνυπογραφεί.

Η ενδελεχής μελέτη των ντοκουμέντων αποτελεί πρώτιστο πολιτικό καθήκον καθώς παρουσιάζει ανάγλυφα το τι μέλλει γενέσθαι τα επόμενα χρόνια. Προστατεύει επίσης τον σκεπτόμενο πολίτη από βεβιασμένες και ατεκμηρίωτες απόψεις που απορρέουν από την ευρεία παραπληροφόρηση που διαχέεται από το κομματικά μεροληπτικό ιδιωτικό και δημόσιο σύστημα μαζικής επικοινωνίας. Παρέχει επίσης ένα χρονοδιάγραμμα υιοθέτησης των συμφωνηθέντων μέτρων και των δομικών μεταρρυθμίσεων, η χρονική αλληλουχία των οποίων είναι ανεξάρτητη από τον πολιτικό κύκλο, και συνεπώς των κρίσιμων περιόδων κατά τις οποίες θα έχουμε συμπύκνωση των κοινωνικών επιπτώσεων και των συνακόλουθων αντιδράσεων και κινητοποιήσεων.

Στο παρόν κείμενο θα αναφερθούμε στη δυναμική του Ελληνικού δημοσίου χρέους όπως αυτή αξιολογείται από τους μελετητές του ΔΝΤ ενόψει της έγκρισης του δανείου (30 δις ευρώ καταβαλλόμενο σε δόσεις) που αιτήθηκε η Ελληνική κυβέρνηση[1]. ‘Όπως θα δειχθεί παρακάτω, το συμπέρασμα που συνάγεται από την ανάλυση και αποτίμηση της διάρθρωσης του εξελισσόμενου δημοσίου εξωτερικού χρέους της χώρας οδηγεί μετά βεβαιότητας στην ανάγκη καταφυγής στη ‘τεχνική χρεοκοπία’ ή, πιο εύσχημα διατυπωμένο, στην αναδιάρθρωση ή αναδιαπραγμάτευση της αποπληρωμής του χρέους με τους διεθνείς πιστωτές. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος και να αποφευχθεί η χρεοκοπία της χώρας χρειάζεται η εκπόνηση μιας στρατηγικής ήδη από τώρα ώστε να προετοιμασθεί το έδαφος κατάλληλα κατά την ώρα της ύστατης κρίσης.

Ο δανεισμός των 110 δις ευρώ από την Ε.Ε. (που ουσιαστικά συντονίζει τα διμερή διακρατικά δάνεια που μας παρέχουν τα άλλα δεκαπέντε κράτη-μέλη της ευρωζώνης αναλογικά με το μερίδιο που διαθέτουν στην ΕΚΤ) και το ΔΝΤ αποσκοπεί ρητά στην αποφυγή καταφυγής στις διεθνείς χρηματαγορές για την κάλυψη των δανειακών αναγκών της χώρας. Το τριετές πρόγραμμα δανεισμού παρέχεται προκειμένου η χώρα να αντιμετωπίσει το χρονίζον πρόβλημα του δημοσιονομικού ελλείμματος ώστε με την επιτυχή συρρίκνωσή του κάτω από το 3% (όπως ορίζει το Σύμφωνο Δημοσιονομικής Σταθερότητας της ΕΕ.) και την παραγωγή πρωτογενούς πλεονάσματος (δηλαδή περισσότερα δημόσια έσοδα από ότι δαπάνες εξαιρουμένης της πληρωμής χρεολυσίων και τόκων) να καταστεί το Ελληνικό κράτος αξιόπιστο έναντι των διεθνών χρηματαγορών. Ας το κάνουμε αυτό σαφέστερο. Η ομοβροντία μέτρων που λαμβάνονται, η συμπίεση της ενεργού ζήτησης και κατανάλωσης και η σχετική εξαθλίωση που επικρέμεται πάνω σε ευρεία κοινωνικά στρώματα αποσκοπεί στην ανάκτηση της διεθνούς επενδυτικής εμπιστοσύνης προκειμένου να βγει μόνη της η χώρα από το 2013 και μετά για να δανειστεί από τις κεφαλαιαγορές τα ποσά που χρειάζεται για να ανακυλήσει (roll over) το τότε απαιτητό χρέος[2]. Το συνολικό δημόσιο χρέος τότε θα είναι σημαντικά υψηλότερο από το σημερινό 115% του ΑΕΠ (ακαθάριστο εγχώριο προϊόν)[3] καθώς θα προστίθενται εντωμεταξύ τα παραγόμενα δημοσιονομικά ελλείμματα των ετών 2010-11-12-13 κοκ.

Πρέπει να επισημανθεί το ακόλουθο. Η κατηγορία της επενδυτικής εμπιστοσύνης είναι μια σφόδρα υποκειμενική εννοιακή κατηγορία. Τίποτα δεν μπορεί να προδικάσει, προεξοφλήσει, ή να προσδιορίσει αντικειμενικά την έκφραση της. Ένα χαμηλό δημοσιονομικό έλλειμμα γύρω στο -2.6% (όπως προβλέπει το βέλτιστο σενάριο δημοσιονομικής προσαρμογής) δεν συνεπάγεται ότι υπερνικείται η επενδυτική ανησυχία που νοιώθει ο υποψήφιος δανειστής όταν συνυπολογίζει στην αποτίμηση ρίσκου το 150% του χρέους προς ΑΕΠ που θα κουβαλά η χώρα στην πλάτη την ίδια αυτή περίοδο. Και φυσικά ούτε μπορεί να προεξοφληθεί η κατάσταση στις διεθνείς χρηματαγορές το 2014 και μετέπειτα καθόσον εμπεριστατωμένες απόψεις πιθανολογούν ότι εισερχόμεθα σε μια νέα ‘Ιαπωνική δεκαετία’ τεταμένου αποπληθωρισμού και διηνεκούς ύφεσης.

Ο έωλος χαρακτήρας της ‘επενδυτικής εμπιστοσύνης’ γίνεται εμπειρικά σαφής στη πρόσφατη αποτίμηση της διεθνούς οικονομικής συγκυρίας από τον νομπελίστα οικονομολόγο Paul Krugman (Κρούγκμαν) ο οποίος χρησιμοποιώντας το παράδειγμα της Ελλάδος διαπιστώνει τον ανορθολογισμό που διέπει την συλλογιστική της νέο-φιλελεύθερης ορθοδοξίας. Μεταξύ άλλων τονίζει ότι «[ο]ι σκληροπυρηνικοί συχνά επικαλούνται τις δυσχέρειες που αντιμετωπίζει η Ελλάδα και άλλα έθνη στις παρυφές της Ευρώπης για να δικαιολογήσουν τις ενέργειες τους. Και είναι αλήθεια ότι οι επενδυτές ομολόγων αποστρέφονται τις κυβερνήσεις με εκτροχιασμένα ελλείμματα. Αλλά δεν υφίσταται το παραμικρό πειστήριο ότι η βραχυπρόθεσμη δημοσιονομική λιτότητα εντός μιας βαθειάς υφεσιακής οικονομίας προάγει το αίσθημα εφησυχασμού στους επενδυτές. Τουναντίον, ενώ η Ελλάδα έχει συμφωνήσει σε μια σκληρή λιτότητα, έρχεται αντιμέτωπη με ολοένα διευρυνόμενα επιτοκιακά περιθώρια ανάληψης ρίσκου [risk spreads]»[4] Και για του λόγου το αληθές, παρά την επιδοκιμασία για την επιτυχή μείωση του ελλείμματος στο πρώτο εξάμηνο του 2010 το ‘κόστος ασφάλισης των ελληνικών ομολόγων’ ανήλθε σε ιστορικό ρεκόρ στις 1117,74 μονάδες βάσης (11+%) ενώ η εκτιμώμενη πιθανότητα χρεοκοπίας της χώρας σκαρφάλωσε στο 68,39%, το υψηλότερο ποσοστό στον πλανήτη[5]. Είναι ολοφάνερο ότι μια κυβέρνηση που προσβλέπει στην ανάκτηση της ‘εμπιστοσύνης των επενδυτών’ μέσω μιας σκληρότατης πολιτικής λιτότητας ενώ υποβαστάζει ένα αβάσταχτο κρατικό χρέος είναι, για να χρησιμοποιήσουμε μια παροιμιώδη φράση του φιλοσόφου Χέγκελ (Hegel), σαν τον αγρότη που σπέρνει την θάλασσα και θερίζει τους βράχους.

Η Ελληνική κοινωνία καλείται να αντιμετωπίσει μια τριάδα προβλημάτων. Το υπέρογκο κρατικό χρέος, το χρόνιο δημοσιονομικό έλλειμμα και την απισχνασμένη ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Αυτό που αποσιωπάται στη δημόσια σφαίρα είναι ότι η τριάδα αυτών των προβλημάτων δεν είναι ισοσθενής αλλά ιεραρχημένη, με το κρατικό χρέος να αποτελεί το υπέρτατο μακροοικονομικό (και κοινωνιολογικό, καθώς η ενδεχόμενη χρεοκοπία συνιστά τον θεμελιώδη καθοριστικό παράγοντα κατάλυσης της κοινωνικής συνοχής) πρόβλημα ενώ τα άλλα δύο προβλήματα συνιστούν ενδιάμεσους σκοπούς, η αντιμετώπιση των οποίων συνιστά το εργαλείο ποδηγέτησης του εκτροχιασμένου δημόσιου χρέους. Η ιεράρχηση αυτή εξηγεί γιατί έχει βαλθεί η κυβέρνηση να παίρνει τόσο άγρια μέτρα περικοπής δαπανών και αύξησης εμμέσων φόρων, δηλαδή ακραίας δημοσιονομικής πειθαρχίας εν μέσω ύφεσης, όταν η επιστημονική συναίνεση της οικονομολογίας είναι ότι σε περιόδους ύφεσης τα ενδεικνυόμενα μέτρα συνηγορούν υπέρ της δημοσιονομικής επέκτασης και όχι συρρίκνωσης καθώς η τελευταία επιτείνει την ύφεση αντί να την μετριάζει. Η δε ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας (η οποία αφορά πρωτίστως την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και την μείωση των τιμών αγαθών και υπηρεσιών) αφορά τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, τομέα στον οποίο το κράτος δεν μπορεί να παρέμβει άμεσα, ούτε να εφαρμόσει τα αυταρχικά διοικητικά μέτρα που αφορούν στα του ‘οίκου του’. Επιπλέον οι πολιτικές ‘ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας’ είναι μέσο-μακροχρόνιας αποτελεσματικότητας και ανυπολόγιστου πολιτικού κόστους καθώς φέρνουν σε σύγκρουση την κυβέρνηση με το σύνολο σχεδόν των κοινωνικών τάξεων (απελευθέρωση των ‘κλειστών επαγγελμάτων’, τιθάσευση των καρτέλ και των ολιγοπωλίων, απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και συμπίεση του εργατικού μισθού, αδρανοποίηση ή και κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, πάταξη της φοροδιαφυγής και άρα του αθέμιτου ανταγωνισμού κ.α.). Μόνο η απτότητα των χρηματικών εισροών από τα δημοσιονομικά μέτρα εγγυάται την απρόσκοπτη συνέχιση της δανειοδότησης αφενός και η πραγμάτωση του βέλτιστου σεναρίου που έχει σχεδιάσει η κυβέρνηση αφετέρου. Πρέπει να διευκρινισθεί ότι όλα τα υιοθετούμενα μέτρα από την κυβέρνηση είναι δικής της έμπνευσης και όχι επιβληθέντα μέτρα από το ΔΝΤ. Η κυβέρνηση πρότεινε και το ΔΝΤ συναίνεσε σε αυτά (με την επιφύλαξη μάλιστα ότι κάποια είναι ακραία και θα εγείρουν έντονες κοινωνικές αντιδράσεις).

Τι προβλέπει το βέλτιστο σενάριο για την δυναμική του δημοσίου χρέους; Ότι θα κορυφωθεί στο 149% το 2013 και μετά θα αποκλιμακώνεται σταδιακά ώστε να κατέλθει στο 120% του ΑΕΠ το 2020 (Πίνακας Α.2, σ. 39). Η αναλογία χρέους/ΑΕΠ και η τάση αποκλιμάκωσής του στηρίζονται στις ακόλουθες παραδοχές. 1) Ότι το 2012 θα έχουμε αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ (κατά 1.1%) η οποία θα συνεχισθεί τα επόμενα χρόνια ξεπερνώντας το 2% ετησίως. 2) Ότι από φέτος (2010) και όλα τα επόμενα χρόνια θα έχουμε αύξηση των εξαγωγών που θα ξεπερνά ετησίως το 5%. 3) Ότι το 2011 θα ισοσκελισθεί το εμπορικό ισοζύγιο (εξαγωγές μείον εισαγωγές) και τα επόμενα χρόνια θα είναι θετικό. (!) (Πίνακας 1, σ. 26). 4) Ότι το 2011 θα έχουμε αποπληθωρισμό και τα επόμενα χρόνια πληθωρισμό κάτω από το 1% ετησίως (και συστηματικά χαμηλότερο από το μέσο όρο της Ευρωζώνης). Ο επιδιωκόμενος χαμηλότερος του Ευρωπαϊκού πληθωρισμός αποσκοπεί στην επίτευξη ‘εσωτερικής υποτίμησης’ δηλαδή μιας στρατηγικής ενδυνάμωσης της ανταγωνιστικότητας όντας μέσα στο ευρώ καθώς δεν μπορεί να υποτιμηθεί το νόμισμα. Ταυτόχρονα προσπαθεί να μειώσει την εσωτερική ανατίμηση του νομίσματος μέσω του υπερβάλλοντος πληθωρισμού που είχαμε τα προηγούμενα χρόνια (υπολογίζεται μεταξύ 20-30%, σ.4), ο οποίος μεταφράζεται σε υπερκέρδη του κεφαλαίου (αυξημένη χρηματική εισροή μέσω μεταβίβασης πληθωριστικού χρήματος αποτιμώμενο σε σταθερό νόμισμα από την εθνική αποταμίευση και τις εμπορευματικές εισροές της Ευρωζώνης, συνθήκη που εξηγεί και την ένταση των εμπορευματικών εισαγωγών από οικονομίες του ευρώ) χωρίς όμως αυτή η χρηματική ιδιοποίηση κοινωνικών πόρων να μεταφρασθεί σε αύξηση παραγωγικών επενδύσεων ή εκσυγχρονισμό των παραγωγικών δραστηριοτήτων.

Πριν προχωρήσουμε στο επιχείρημα που τεκμηριώνει την αναγκαιότητα μιας στρατηγικής αναδιάρθρωσης του χρέους πρέπει να τονίσουμε ότι όλα τα εναλλακτικά σενάρια (εκτός ενός) για την δυναμική του χρέους υποθέτουν μια επιδείνωση του αναλογικά προς το ΑΕΠ σε σχέση με το εφαρμοζόμενο ‘βέλτιστο σενάριο’. Αν τυχόν η οικονομία κινηθεί βάσει κάποιου από αυτά τότε θα χρειασθούν επιπλέον ακραία, απροσδιόριστα προς το παρόν μέτρα όπως πιθανότατα άρση της μονιμότητας της δημοσιοϋπαλληλίας με απόλυση ενός σημαντικού τμήματος αυτής, βιαστικό ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας (το μνημόνιο ευελπιστεί στην άντληση ενός δις ευρώ ετησίως από το 2011 και μετά από ιδιωτικοποιήσεις στην ‘καλή’ εκδοχή του) και ανελέητη φόρο-επιδρομή ενώ η ανεργία θα ξεπεράσει δραματικά το 14% που προγιγνώσκεται από το παρόν μνημόνιο.

Τα εναλλακτικά σενάρια κατασκευάζονται βάσει έξη μεταβλητών που λαμβάνονται υπόψη με όρους ceteris paribus (χωρίς να συνδυάζονται μεταξύ τους ως προς την ενδεχόμενη αλληλο-τροφοδοτούμενη επενέργεια τους) . Το πρώτο υποθέτει μεγαλύτερη ανάπτυξη κατά 1% ετησίως από το βασικό σενάριο και οδηγεί σε κλιμάκωση του χρέους το 2013 στο ύψος του 139% του ΑΕΠ. Το σενάριο αυτό υποθέτει μια δυναμικά αναπτυσσόμενη διεθνή οικονομία τα επόμενα χρόνια.

Το δεύτερο σενάριο υποθέτει μικρότερη ανάπτυξη κατά 1% από το βασικό σενάριο (ρεαλιστική εκδοχή) και προβλέπει ύψος χρέους στο 160% κατά το 2013 και 166% το 2020. Το τρίτο σενάριο υποθέτει 3% χαμηλότερο πληθωρισμό (κατά τα έτη 2010-12) από το βασικό σενάριο δηλαδή αρνητικό πληθωρισμό, ως απόρροια μιας έντονης ύφεσης και ραγδαίας πτώσης των τιμών. Μπορούμε να ισχυρισθούμε εύλογα ότι με τον πληθωρισμό κατά το πρώτο εξάμηνο του 2010 να κινείται σε επίπεδα ελαφρώς άνω του 4.1% σε ετησιοποιημένη βάση και χωρίς να έχει συνυπολογισθεί η επίπτωση της δεύτερης αύξησης του ΦΠΑ ακόμα, είναι πρακτικώς αδύνατον να κλείσει το έτος με αρνητικό πληθωρισμό και εξίσου δύσκολο να κατέλθει στο 1.9% που προβλέπει το βασικό σενάριο[6]. Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε όμως τη δραστική συρρίκνωση της ζήτησης το 2011 και 2012 που δυνητικά θα αποφέρει αποπληθωρισμό. Το σενάριο αυτό προβλέπει αύξηση του χρέους το 2013 στο 176% και διατήρηση του σε αυτό το ύψος μέχρι το 2020. Αυτή η υψηλή μεταβολή στην αναλογία χρέους/ΑΕΠ οφείλεται στο γεγονός ότι σε συνθήκες αποπληθωρισμού μειώνεται αναλογικά το συνολικό ΑΕΠ δηλαδή ο παρονομαστής του κλάσματος χρέους/ΑΕΠ χωρίς να εκτινάσσεται το απόλυτο μέγεθος του χρέους. Όμως η μείωση του απόλυτου μεγέθους του ΑΕΠ είναι ένας κρίσιμος παράγοντας καθώς ενδεικνύει τις πραγματικές δυνατότητες ανταπόκρισης στην αποπληρωμή χρέους της εθνικής οικονομίας.

Το τέταρτο σενάριο υποθέτει ότι θα έχουμε μικρότερο πρωτογενές πλεόνασμα στον δημόσιο προϋπολογισμό κατά 1% ετησίως, συνθήκη που θα οδηγήσει σε ύψος χρέους 154% κατά το 2013. Το πέμπτο σενάριο κατασκευάζεται βάσει της υπόθεσης ότι υφίστανται ‘μαύρες τρύπες’ δηλαδή χρέη δημοσίων οργανισμών που δεν έχουν καταγραφεί επίσημα, εγγυήσεις του δημοσίου που θα καταπέσουν και χρεία επιπρόσθετου δανεισμού. Η υπόθεση αυτή ανεβάζει το χρέος στο ύψος του 164% το 2013. Τέλος, στο έκτο σενάριο υιοθετείται η εκτίμηση ότι ο δανεισμός της χώρας θα λαμβάνει χώρα με επιτόκιο 200 μονάδες βάσης (2%) πάνω από το επιτοκιακό ύψος του Γερμανικού ομολόγου αναφοράς. Εδώ να επισημάνουμε ότι το δάνειο από την ‘τρόικα’ δεν καλύπτει την πλήρη ανάγκη δανεισμού της χώρας αλλά το 57% του συνόλου που θα χρειασθεί η Ελλάδα μέχρι τον Ιούνιο του 2013[7]. Ως προς το ύψος του χρέους αυτό θα ανέλθει στο 149% το 2013, δηλαδή ισο-υψές με αυτό του βασικού σεναρίου. Υποδηλώνει όμως υπόρρητα ποιο είναι το ύψος του επιτοκιακού ανύσματος επιπλέον του Γερμανικού που προσβλέπει η κυβέρνηση ότι θα μπορεί να δανείζεται στο προσεχές μέλλον.

Όλα τα σενάρια (με την εξαίρεση αυτού περί μεγαλύτερης ανάπτυξης βραχυπρόθεσμα) καταλήγουν στην επίταση του προβλήματος του διογκωμένου κρατικού χρέους που καλείται να αποπληρώσει η χώρα. Το πρόβλημα του χρέους όμως δεν εξαντλείται στο επικείμενο ύψος του αλλά αφορά καίρια και την εσωτερική διάρθρωση του σε συνάρτηση με την ωρίμανση του δηλαδή την περίοδο λήξης των ομολόγων που το συναποτελούν.

Ως πέμπτο Προσάρτημα του Μνημονίου παρατίθεται η μελέτη αποτίμησης του προγράμματος δανεισμού που αιτείται η Ελλάδα και η αξιολόγηση της διακινδύνευσης που επωμίζεται το ΔΝΤ αν αποδεχθεί το αίτημα. Οι μελετητές του ΔΝΤ εξετάζουν το πρόγραμμα από την οπτική του στενού συμφέροντος του ΔΝΤ και αυτό τους καθιστά αρκούντως ειλικρινείς ως προς τις δυνητικές επιπτώσεις και μάλλον σαφείς στις εκτιμήσεις τους παρά την ουδετεροφανή και συσκοτίζουσα τεχνοκρατική γλώσσα που χρησιμοποιούν οι διεθνείς οργανισμοί[8]. Δεν μπορεί να διαφύγει από κανένα προσεκτικό αναγνώστη η αρνητική αξιολόγηση που αποπνέει η μελέτη η οποία επισημαίνει μια σειρά από κινδύνους που διατρέχει το ΔΝΤ αν προχωρήσει στη σύναψη του δανείου. Παρά τις επιφυλάξεις και τον εντοπισμό υπερβολικά αυξημένων κινδύνων (high substantial risks)[9] , η καταληκτική παράγραφος, με εμφανή αμηχανία, συνηγορεί στην αποδοχή της αίτησης δανεισμού, μάλλον με άνωθεν πολιτική εντολή. Το γεγονός αυτό είναι ενδεικτικό της σημασίας της πολιτικής διπλωματίας για μια στρατηγική ενδεχόμενης αναδιάρθρωσης του χρέους.

Τρεις είναι οι λόγοι που σκιαγραφούν ένα εξαιρετικά δυσοίωνο μέλλον και θα φέρουν την χώρα στο χείλος της χρεοκοπίας, δηλαδή την αναγκαστική στάση πληρωμών κατά την διετία 2014-15. Η παρούσα σύνθεση του δημοσίου χρέους είναι ήδη υπερβολικά εξαρτημένη από τον εξωτερικό δανεισμό, η καταφυγή στον οποίο εκτινάχθηκε κατά την εξαετία 2004-2009 από το 71% του ΑΕΠ στο 111% του ΑΕΠ το 2009 και υπολογίζεται να ανέλθει στο 142.7% του ΑΕΠ στο τέλος του 2010. Αυτό το μέγεθος αφορά αποκλειστικά το συνολικό (βραχυπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο) εξωτερικό δημόσιο χρέος, του οποίου το απόλυτο μέγεθος υπολογίζεται σε 329 δισεκατομμύρια ευρώ (σ.125)[10]. Ένα σημαντικό ποσοστό του τεράστιου εξωτερικού δημοσίου χρέους που όφειλε το κράτος στα τέλη του 2009 (γύρω στα 150 δις ευρώ) οφείλεται σε ξένους πιστωτές ήτοι 36% σε Γαλλικές τράπεζες, 21% σε Γερμανικές τράπεζες, 32% σε άλλες Ευρωπαϊκές τράπεζες και το υπόλοιπο 11% σε μη-Ευρωπαϊκές τράπεζες (σ. 127 και πίνακας 2). Γίνεται εμφανής ο βαθμός έντασης της εξάρτησης από τον Γάλλο-γερμανικό άξονα και ευρύτερα από την Ευρωπαϊκή κεφαλαιαγορά, η οποία διαιωνίζεται με το καινούργιο δάνειο, αν και εν μέρει μετατοπίζεται σε άμεση οφειλή προς τις δανείστριες χώρες που εγγυώνται την παροχή του.

Ο πρώτος λόγος της υψηλής πιθανότητας χρεοκοπίας είναι ότι η χώρα θα επωμίζεται ένα δυσθεώρητο εξωτερικό δημόσιο χρέος που θα κυμαίνεται γύρω στο 150%, για την ακρίβεια 150.3% το 2013, 148.7% το 2014 και 147.7% το 2015 (σ.29). Σε αυτό πρέπει να προστεθεί και ένα επιπλέον 20% του ΑΕΠ στα τέλη του 2009 χρεωμένο στη Τράπεζα της Ελλάδος που δεν προσμετράται στο εξωτερικό δημόσιο χρέος σύμφωνα με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ τον ορισμό της οποίας ακολουθεί η Eurostat που καταγράφει το δημόσιο χρέος των κρατών-μελών (σ. 127 υπ. 13), το οποίο υπολογίζεται σε 84 δις ευρώ με τη λήξη του 2010 (36.5% του ΑΕΠ) και το οποίο φυσικά μπορεί να αυξηθεί τα επόμενα χρόνια.

Οι δείκτες αυτοί προκύπτουν βάσει του ‘βέλτιστου σεναρίου’ όπου όλα θα έχουν εξελιχθεί χωρίς απρόβλεπτες και αντίξοες εξελίξεις. Σε ποια ανάκτηση της ‘εμπιστοσύνης των διεθνών επενδυτών’ για να μας δανείσουν απρόσκοπτα θα μπορούμε να προσβλέπουμε τότε όταν τώρα με 115% χρέος έχουν εκτοξευθεί τα επιτόκια στην στρατόσφαιρα;

Ο δεύτερος λόγος και σημαντικότερος είναι η χρονική διάρθρωση του χρέους. Ο μέσος χρόνος λήξης του χρέους της γενικής κυβέρνησης είναι οκτώ έτη. Όμως περισσότερο από το ένα τρίτο του συνόλου λήγει τα επόμενα τρία χρόνια, ενώ σχεδόν το ήμισυ του συνόλου λήγει σε μια πενταετία, δηλαδή το 2014-15 (σ.35). Δηλαδή όχι μόνο πρέπει να πληρώσουμε τεράστια ποσά αλλά πρέπει να τα πληρώσουμε και μαζεμένα.

Ο τρίτος λόγος συνίσταται ότι την περίοδο αυτή ξεκινά και η αποπληρωμή του δανείου που θα έχει λάβει η Ελλάδα από ΔΝΤ και ΕΕ. Καθώς αυτό δεν είναι μακροπρόθεσμο αλλά βραχυπρόθεσμα απαιτητό. Με ποσοτικούς όρους, η ετήσια αποπληρωμή χρέους και τοκοχρεολυσίων είναι η ακόλουθη. Το 2014 η εξυπηρέτηση του χρέους (κεφάλαιο συν τόκοι) θα απαιτήσει το 62% των συνολικών κρατικών εσόδων του προϋπολογισμού, το δε 2015 το 70% (σ. 132). Το ποσό αυτό αντιστοιχεί σε 22.9% του ΑΕΠ για το 2014, και σε 25.2% για το 2015. Αντιστοιχεί δε στο 85.6% του συνόλου των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών της χώρας για το 2014 και στο 91.3% για το 2015. Μόνο η εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους που αναλογεί στα δάνεια της ΕΕ. και του ΔΝΤ που πρέπει να αποπληρωθούν ταυτόχρονα, αντιστοιχεί στο 17% του ΑΕΠ, γύρω στο 46% των γενικών κρατικών εσόδων και πλέον του 60% των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών (σ. 129).

Τα μεγέθη αποπληρωμής του δημοσίου χρέους που θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε το 2014 (έτος που συμπίπτει με τον εκλογικό κύκλο) και το 2015 είναι τρομακτικά και δεν υπάρχει η παραμικρή δυνατότητα η Ελλάδα να μπορέσει να ανταποκριθεί εξ ιδίων. Ούτε μπορούμε να ευελπιστούμε στη προθυμία των ποικιλώνυμων κερδοσκοπικών, ιδιωτικών ή/και κρατικών επενδυτικών ταμείων να καλύψουν αυτή την τεράστια ανάγκη άμεσου δανεισμού (και αν καλύψουν ένα ελάχιστο μέρος αυτό θα γίνει με υπέρογκα επιτόκια πλέον της πιθανολογούμενης αύξησης του βασικού επιτοκίου που θα έχει επέλθει τότε. Φαίνεται λοιπόν ότι πρέπει ως κοινωνία, κυβέρνηση, πολιτικά κόμματα, κοινωνικά κινήματα να αρχίσουμε να προβληματιζόμαστε για τον σχεδιασμό μιας στρατηγικής ‘τεχνικής επιμήκυνσης’ του χρέους σε πρώτη φάση ή και σε συνδυασμό με ένα ‘κούρεμα’ (haircut), δηλαδή μια μερική διαγραφή του χρέους (ήδη στα αναγγελθέντα ‘τεστ κοπώσεως’ των Ευρωπαϊκών τραπεζών ένα κριτήριο αποτίμησης είναι η δυνητική απώλεια του 17% της αξίας όσων κατέχουν Ελληνικά ομόλογα) αν στοχεύουμε ως χώρα την αποφυγή της άμεσης κατάρρευσης με την λήξη του δανείου.

Το ΔΝΤ σε περιπτώσεις σαν της Ελλάδας, σύμφωνα με τη μέχρι τώρα πρακτική του, οργανώνει την επαναδιαπραγμάτευση του χρέους. Δεδομένου ότι ένα μεγάλο (όχι όμως το μεγαλύτερο) μέρος του εξωτερικού μας χρέους είναι στα χέρια Ευρωπαϊκών τραπεζών, των οποίων όμως είναι σχετικά μικρό μέρος των στοιχείων ενεργητικού τους, μια τέτοια διαπραγμάτευση θα ήταν ίσως πολιτικά και οικονομικά εφικτή. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει προηγμένη πολιτική ενοποίηση, ισχυρή διακρατική αλληλεγγύη και μετριασμό της ανεξαρτησίας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ώστε να μπορεί να αναλάβει την απευθείας στήριξη των κρατικών χρεών των χωρών-μελών της Ευρωζώνης. Πέρα από την αλλαγή της Συνθήκης της Λισαβόνας (όρος τυπικά μη δυνάμενος να πραγματοποιηθεί) που απαιτεί η θέσπιση καινοφανών θεσμών δανειοδότησης κρατικού χρέους, πρέπει να ληφθεί υπόψη η ισχυρή τάση εθνικής αναδίπλωσης που εκδιπλώνεται τα τελευταία χρόνια στην ΕΕ. η οποία ενισχύεται από την χρηματοπιστωτική κρίση και την συνακόλουθη οικονομική κρίση που επιτάσσουν μια λογική ο ‘σώζων εαυτόν σωθήτω’.

Μια πολιτική Ευρωπαϊκής διακρατικής αλληλεγγύης για την αναδιάρθρωση του Ελληνικού χρέους από το 2014 και μετά συναρτάται με δύο καθοριστικούς παράγοντες. Πρώτον την δυνατότητα άλλων Ευρωπαϊκών χωρών (Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ιταλία, Βέλγιο κ.α.) να εξυπηρετούν απρόσκοπτα το δικό τους κρατικό χρέος μέσω των κεφαλαιαγορών. Ειδάλλως φαντάζει αδιανόητο ότι η ΕΕ. θα μπορέσει να ανταποκριθεί (ακόμα και αν το ήθελε) σε μια γενικευμένη κρίση κρατικών χρεών (και παρά την φημολογούμενη άτυπη θέσπιση ενός Ευρωπαϊκού διακρατικού ταμείου ανάληψης χρεών του οποίου όμως οι χρηματικοί πόροι και οι πηγές χρηματοδότησης είναι προς το παρόν άφαντοι) . Αντίστροφα όμως, η πιθανότητα γενίκευσης της δυσκολίας άντλησης δανειοδότησης ανοίγει την πόρτα σε μια δυνητική συμμαχία ενόψει του διαμοιραζόμενου δυσοίωνου πεπρωμένου. Τέτοιου τύπου συμμαχίες για να σταθούν προαπαιτούν προεργασία, προετοιμασία και εκπόνηση κοινών θέσεων βάσει του ομοειδούς συμφέροντος με ικανότητα επίτευξης συμβιβασμών, υποχωρήσεων και εξομάλυνσης των τριβών.

Ο δεύτερος παράγοντας αφορά στην ευμενή διάθεση της Ευρωπαϊκής κοινής γνώμης και δη της κοινής γνώμης των ηγεμονικών χωρών της ΕΕ. Ειδάλλως γιατί να συνδράμουν σε μια υποστήριξη που επιβαρύνει τους δικούς τους κρατικούς προϋπολογισμούς ενώ υφίστανται ήδη μια συμπίεση του κοινωνικού κράτους ένεκα της δημοσιονομικής πειθαρχίας που επιβάλλεται από τις κυβερνήσεις τους; Το ελάχιστο που απαιτείται είναι μια συντονισμένη επικοινωνιακή εκστρατεία που να αποδομεί την στερεότυπη εικόνα της Ελλάδος που έχει οικοδομηθεί ως ένα είδος Ευρωπαϊκού παρία η αποβολή του οποίου θα αποφέρει περισσότερα οφέλη παρά κάποια απώλεια.

Ως έχουν τα πράγματα τώρα, η επίσημη θέση του μνημονίου είναι σαφής ότι το δάνειο των 110 δις δίνεται μόνο και μόνο για να αντέξει η Ελλάδα μέχρι να επιλύσει το δημοσιονομικό πρόβλημά της για να ξαναβγεί μόνη της να δανεισθεί από τις κεφαλαιαγορές. Προς το παρόν δεν φαίνεται ότι την χρονική στιγμή της ύστατης κρίσης του δημοσίου χρέους θα υπάρξει η αναγκαία συνδρομή για την αποφυγή της χρεοκοπίας. Χωρίς βοήθεια και προ-συνεννόηση με τους πιστωτές την ώρα της αδυναμίας αποπληρωμής οι δανείστριες τράπεζες θα δημεύουν ό,τι προλάβουν να αρπάξουν από τον γενικό εκπλειστηριασμό της δημόσιας περιουσίας. Το δε ΔΝΤ που δεν το αφορά το χρέος προς άλλους (ούτε συνεγγυάται το πολυμερές δάνειο της ΕΕ.) έχει έτοιμη την εκδοχή αναδιάρθρωσης (για τα δικά του 30 δις ευρώ) η οποία συνίσταται σε επιμήκυνση του δανείου με επιτόκιο ίσο με το τότε υφιστάμενο τρίμηνο Euribor συν 4%. Η ίδια ρήτρα ισχύει και για το Ευρωπαϊκό δάνειο (σ. 5)[11]. Μια τέτοια εξέλιξη μειώνει μεν κατά τι το μέγεθος των δανείων που θα πρέπει να αποπληρώσει η χώρα άμεσα, αυτή όμως συνεχίζει να παραμένει βαρύτατα υπόχρεη έναντι της ΕΕ. της ΕΚΤ, του ΔΝΤ και κυρίως προς τους ιδιώτες πιστωτές. Αν επιτευχθεί μια συμφωνία αναδιαπραγμάτευσης με τους Ευρωπαίους εταίρους και το ΔΝΤ αυτό θα χρησίμευε και ως μοχλός πίεσης προς τους ιδιώτες δανειστές. Σύσσωμη η κοινωνία πρέπει να εγκαταλείψει την παραδοσιακή και εν πολλοίς βολική στάση τού ‘βλέποντας και κάνοντας’ και αντί να χορέψει αναπόδραστα την μεταμοντέρνα εκδοχή του ‘χορού του Ζαλόγγου’ να προετοιμασθεί από τώρα με περισυλλογή και εγκράτεια για την αποφυγή της ‘ελεύθερης’ πτώσης από τον γκρεμό.

—————————————————————————————

* Δημοσιεύουμε το πολύ ενδιαφέρον αυτό άρθρο του Γιώργου Δαρεμά, μέλους της εκτελεστικής επιτροπής του ATTAC-Ελλάδος (Κίνημα Πολιτών για την Φορολόγηση των Χρηματιστικών Συναλλαγών), χωρίς αναγκαστικά να υιοθετούμε στο ακέραιο τα συμπεράσματά του. Από την πλευρά μας, καταθέσαμε μία πρώτη άποψη επί του θέματος στο κείμενο “Μια πολιτική διέξοδος από την κρίση“, και ελπίζουμε να επανέλθουμε σύντομα. Θεωρούμε πως αμεσότερη από οποιαδήποτε διαχειριστική επιλογή για αναδιάρθρωση του χρέους εντός του καπιταλιστικού πλαισίου, είναι η ανάγκη οικοδόμησης ενός δημοκρατικού κινήματος από τα κάτω, το οποίο θα προτάσσει την αναδιανομή του βάρους της εξόδου από την κρίση εις βάρος του κεφαλαίου και όχι των ανθρώπων. Οποιαδήποτε άποψη βέβαια, θα πρέπει να λάβει υπόψη της τα δεδομένα και τον προβληματισμό που πολύ ωραία παρουσιάζει το άρθρο, με την απαιτούμενη ψυχραιμία και τη δέουσα αναφορά στα στοιχεία.

[1] Greece: Staff Report on Request for Stand-By Arrangement, IMF Country Report No. 10/110, May 2010.

[2] Στην πραγματικότητα, κατά την τριετία του δανειστικού προγράμματος δεν καλύπτεται η πλήρης ανάγκη δανεισμού της χώρας. Επί παραδείγματι το 2012 το κράτος θα χρειασθεί 66.8 δις ευρώ ενώ το δάνειο καλύπτει μόνο τα 24 δις ευρώ (Πίνακας 4, σ. 90).

[3] Επειδή ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ ύψους 115% στα τέλη του 2009 δεν έχει επισημοποιηθεί από την Γιούροστατ, ενδέχεται αυτός να ανέλθει περαιτέρω κατά 5 με 7 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ (σ.6).

[4] Paul Krugman, ‘The Third Depression’, Op-ed Column, The New York Times, 27/6/2010.

[5] Ελευθεροτυπία, Οικονομική, σ. 49, 25/6/2010.

[6] Έθνος, Οικονομία, σ. 33, 8/7/2010

[7] Ελευθεροτυπία, Οικονομική, σ.28, 3/7/2010

[8] Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της εξωραϊστικής νεοφιλελεύθερης ορολογίας αποτελεί το σημείο της εισηγητικής έκθεσης της κυβέρνησης που ομιλεί για ‘ολιγοπωλιακό έλεγχο’ ορισμένων τομέων της οικονομίας (και προτείνει να αντιμετωπίσει με την ενδυνάμωση και νομοθετική ανεξαρτητοποίηση της Αρχής Ανταγωνισμού) το οποίο μεταγράφεται στην έκθεση αξιολόγησης ως ‘ύπαρξη ακλόνητων αγορών’ (uncontested markets) έτσι ώστε να απαλείφεται οριστικά ο όρος ‘ολιγοπώλιο’ που αναδίδει χροιά σοσιαλδημοκρατικού ή αριστερού λόγου.

[9] Finance & Strategy, Policy & Review Depts., Greece- Assessment of the Risks to the Fund’s Liquidity Position, p. 129, IMF. Η αναλογία του ύψους του Ελληνικού δανείου ως προς το πολλαπλάσιο της ποσόστωσης που δικαιούται η χώρα (το οποίο παραβιάζεται ασύστολα) ανέρχεται σε 3,200% της ποσόστωσης αν δοθεί το συνολικό δάνειο. Όπως επισημαίνουν οι συντάκτες «[μ]ε όρους ποσόστωσης, η προβλεπόμενη κορυφή της [δανειοδοτικής] έκθεσης θα αποτελεί την μέγιστη [που υπήρξε ποτέ] στην ιστορία του Ταμείου.» (έμφαση δική μου), σ. 128. Γράψαμε (διεθνή) ιστορία ως χώρα.

[10] Το συνολικό εξωτερικό χρέος, δηλαδή συμπεριλαμβανομένου του ιδιωτικού χρέους αναμένεται να ανέλθει σε 427 δις ευρώ το 2010 (σ. 125).

[11] Επίσης μια έξτρα χρέωση 0.5% για κάθε δόση του δανείου επιπροστίθεται στα τοκοχρεολύσια του δανείου (σ.5).

Όψεις της μαζικής κουλτούρας

Ο καπιταλισμός γνωρίζει δραματικές μεταμορφώσεις τα τελευταία χρόνια, οι οποίες μπορούν να ανιχνευθούν εξίσου στη σφαίρα της μαζικής κουλτούρας, και κυρίως στα ηλεκτρονικά μέσα, με κυρίαρχη την τηλεόραση που παραμένει κεντρική ιδιαίτερα στην ελληνική πραγματικότητα.

Παρατηρείται καταρχήν μία κατακόρυφη αύξηση των εκπομπών μαγειρικής. Δημοφιλείς εκπομπές περιέχουν οπωσδήποτε εκτενή θέματα μαγειρικής. Αλλά, το κυριότερο, εκπομπές αποκλειστικά μαγειρικής πληθαίνουν. Συγχρόνως, αυξάνονται και οι εκπομπές που έχουν ως θέμα έναν συνδυασμό της μαγειρικής με άλλα θέματα (π.χ. ταξίδια) ή με ριάλιτι διαγωνισμούς πάσης φύσεως.

Εφόσον φθίνει ολοένα η πολιτική ζωή, και η υπόσχεση ελευθερίας που τη συνοδεύει, το έδαφος κερδίζει η αναγκαιότητα που διέπει παραδοσιακά τη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής. Στο μέτρο που το πεπρωμένο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής αποξενώνεται συνεχώς από τους ίδιους της τους φορείς, αυτοί μπορούν να στραφούν μονάχα στις μικροϋποθέσεις τους. Τι θα φάμε, τι θα πιούμε… Οδηγούμαστε σε μία απολιτική κατάσταση, στην οποία τον κεντρικό ρόλο καταλαμβάνει η επιβίωση, δηλαδή η αναγκαιότητα. Όλα τα άλλα δυσφημούνται ως παροδικά ή φαντασιοκοπίες. Όμως, πρέπει να φάμε. Αυτό δεν αλλάζει. Αυτή η βιαιότητα βαραίνει στη συνείδηση των ανθρώπων στο μέτρο που συνοδεύεται από την πλήρη υποτίμησή τους ως πολιτικών όντων. Συνεπώς, η αναγκαιότητα πρέπει να αποκτήσει ένα ωραίο ιδεολογικό περιτύλιγμα (δεν μπορεί να πει κανείς ότι δεν είναι συμπαθητικοί οι διάφοροι μαμαλάκηδες και βέφες).

Στο μέτρο που επιτείνονται οι καπιταλιστικές απαιτήσεις για υπακοή και προσαρμογή, οτιδήποτε διέπεται από ακριβείς κανόνες θεωρείται σύστοιχο της καθώς πρέπει ζωής. Στις συνταγές όλα είναι μετρημένα. Ακολουθούνται τυφλά κανόνες. Οι άνθρωποι βρίσκουμε τον εαυτό που η κοινωνία απαιτεί, μιμούμενοι τις συνταγές που μας υποδεικνύουν στο γυαλί. Αναπαράγεται έτσι ο ποθητός ανθρωπολογικός τύπος, χωρίς πολλές τύψεις. Η υπακοή είναι εύκολη, μαζί με το τέλος κάθε ενεργού διαμεσολάβησης. Από τη μία η ανάγκη να φας, από την άλλη το μέτρο και οι κανόνες που επιβάλλονται για ένα σωστό φαγητό, και ο ανήμπορος άνθρωπος έχει βρει μπροστά του το αυτόματο που αγωνίζεται να γίνει αν θέλει να λάβει την καθολική αναγνώριση.

Οι διαδικασίες στον σύγχρονο καπιταλισμό είναι αστραπιαίες. Απλά μπορεί να δει κανείς με τι ταχύτητα αυξάνεται το εθνικό χρέος των Η.Π.Α. Η διάρκεια δεν έχει θέση σε μία ζωή στην οποία μπορεί ξαφνικά να χάσεις το σπίτι σου μαζί με τους κόπους μιας ζωής (στο χρηματιστήριο, σε μία χρεοκοπημένη τράπεζα ή ασφαλιστική εταιρία). «Έσω έτοιμος» είναι το μόνιμο σύνθημα. Μπορεί εν τέλει να έρθει εκείνη η αναμενόμενη ευκαιρία. Πάντως είσαι μόνος σου και δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει. Τι πιο συμβατό μ’ αυτή την αλλοτριωτική σύλληψη του χρόνου από την προσωρινότητα του φαγητού. Όλα γίνονται με μία καταραμένη ομορφιά που προορίζεται σε λίγο να αφανισθεί. Η κάθε ενέργεια σηματοδοτεί απόγνωση. Πριν ολοκληρωθεί πρέπει να επαναληφθεί. Μετά το μεσημεριανό ακολουθεί το βραδινό.

Το φαγητό επίσης απευθύνεται στις αισθήσεις και μόνο. Δεν χωρούν εκεί κριτική δύναμη και έννοιες. Σ’ εμένα αρέσουν τα φασολάκια, και κάποιος άλλος τα μισεί. Τέλος της συζήτησης. Ο πιο ακραίος σχετικισμός και υποκειμενισμός αναδύεται μαζί με τη μυρωδιά που ευχαριστιόμαστε ή απεχθανόμαστε. Ο έλλογος εξοπλισμός των ανθρώπων υποβαθμίζεται, όπως θα έπρεπε εξάλλου σ’ έναν κόσμο που αποζητά συμβιβασμό και προσαρμογή. Μαζί εξατμίζεται η κοινωνικότητά τους, στη αυξανόμενη θερμότητα της ατομικής αρέσκειας. Κάτι βρίσκετα για όλα τα κατακερματισμένα γούστα.

Όμως χρειάζεται και η κατάλληλη ιδεολογία. Το μαγείρεμα είναι τέχνη σου λένε. Μπορείς να χαροποιείς τους γύρω σου ανθρώπους. Κάνει τη ζωή μας ομορφότερη η ενασχόληση μ’ αυτές τις εκπομπές γιατί το φαγητό είναι τόσο πολύ μέρος της ζωής μας. Το ίδιο με την καπιταλιστική ιδεολογία: οι παραγωγικές σχέσεις παρουσιάζονται ως αναγκαίες ή ως ενδεδυμένες τον μανδύα της ισότητας, ενώ οι παραγωγικές δυνάμεις είναι βουτηγμένες στη μεγαλύτερη ανισότητα. Παραγωγικές σχέσεις εδώ εννοούνται ως η βιτρίνα της κοινωνικής ζωής, και παραγωγικές δυνάμεις ως η πραγματικότητά της. Βεβαίως το μαγείρεμα δεν μπορεί να είναι τέχνη. Η τέχνη επικαλείται τόσο την έννοια όσο και τις αισθήσεις, σ’ ένα ελεύθερο παιχνίδι υπό την καθοδήγηση της φαντασίας. Η τέχνη έχει διάρκεια και μία απόσταση από την εμπειρική πραγματικότητα. Καμία σχέση με το μαγείρεμα. Αλλά αν και δεν είναι τέχνη, η μαγειρική μπορεί όντως να είναι όμορφη και δημιουργική, όπως τυπικά υπάρχει και ισότητα στον τρόπο συνάντησης των καπιταλιστικών ανθρώπων στην αγορά. Αυτό όμως στο κατάλληλο περιβάλλον δεν λειτουργεί παρά ως συγκαλύπτουσα ιδεολογία που συγχέει ολοφάνερα ψέματα με δυνητικές αλήθειες.

Στην ίδια επικράτηση του ιδιώτη ανθρώπου έναντι του πολιτικού, εδράζεται και η κυριαρχία των μεσημεριανών κουτσομπολίστικων εκπομπών. Όλη η κοινωνία παρουσιάζεται ως νοικοκυριό που πρέπει να αντιμετωπίσει τις καθημερινές υποθέσεις του. Διαζύγια, πτωχεύσεις, θάνατοι, γεννήσεις, επαγγελματική ανέλιξη και τραγωδίες, όλα υπό το έμβλημα μίας καθολικότητας που είναι το κουφάρι της ατομικότητας σε μία βάρκα ναυαγών.

Την ίδια στιγμή, τεράστια επιτυχία γνωρίζουν οι εκπομπές που δεν παράγουν κάτι πρωτογενές αλλά βασικά παρουσιάζουν βιντεάκια τηλεοπτικής κορύφωσης. Εδώ εντάσσονται, σε διαφορετικό βαθμό έκαστος, οι κάθε λαζόπουλοι, θέμοι, και κανάκηδες. Δεν ενδιαφέρει εδώ το ότι περιβάλλονται αυτά τα βιντεάκια με λιγότερα ή περισσότερα σχόλια (εύστοχα ή, τις περισσότερες φορές, άστοχα) αλλά ότι αποτελούν τον βασικό κορμό των εκπομπών αυτών (πολλές φορές με το πρόσχημα ότι κεντρικότερος είναι ο σχολιασμός τους ̶ κι όμως, το συνδετικό νήμα σ’ αυτές είναι η παρουσίαση των βίντεο). Εδώ βρίσκει το σύστοιχό της η καπιταλιστική παραγωγική στασιμότητα που αναζητά διέξοδο στη χρηματοπιστωτική σφαίρα, αναπαραγόμενη τρώγοντας τις σάρκες της. Τα «τοξικά» χρηματοπιστωτικά προϊόντα δεν είναι παρά συμπυκνώσεις της καπιταλιστικής λογικής της ανάπτυξης και εκμετάλλευσης στην εποχή των σύγχρονων κοινωνικών και οικολογικών αδιεξόδων. Η λύση για το σύστημα είναι η βαθύτερη καταβύθιση στις ίδιες διαδικασίες που καταστρέφουν κοινωνία και βιόσφαιρα. Έτσι και για τους τηλεοπτικούς ήρωες, η εποχή της δημιουργικής μηδαμινότητας, τούς οδηγεί στην αναπαραγωγή του τηλεοπτικού τέλματος σε απαστράπτον περιτύλιγμα.

Η αναπαραγωγή ως τέτοια, ως αυτοσκοπός, γίνεται τόσο σημαντική κοινωνικά (σε σημείο να τείνει να μετατρέψει την κοινωνία σε βιολογικό οργανισμό, σε μία άνευ προηγουμένου οπισθοδρόμηση), ώστε διακινούνται σήμερα μέσω διαδικτύου άπειρα ηλεκτρονικά αρχεία ταινιών και μουσικής, με προεξάρχον το youtube ή τα διάφορα torrents, χωρίς να διαμαρτύρεται κανείς για την, κατά κανόνα, κάκιστη μετάδοση και ποιότητά τους. Η διαδικασία χρήμα-εμπόρευμα-χρήμα απογειώνεται με τον μανδύα και πάλι της ισότητας όσον αφορά την υποτιθέμενη δυνατότητα κατοχής. Όλοι μπορούν να έχουν άλμπουμ και ταινίες, αυτό θεωρείται σημαντικό, όχι το περιεχόμενο αυτών των προϊόντων.

Όσον αφορά τις ακόμα πιο πρόσφατες εξελίξεις, παρατηρείται μία στροφή στις εκπομπές ριάλιτι. Σ’ αυτές παραδοσιακά συμμετείχαν άγνωστοι που αποτελούσαν ευκρινή αποκρυστάλλωση του απεγνωσμένου που δεν μπορεί να πουλήσει παρά μόνο την εργατική του δύναμη. Τώρα παρατηρούμε ότι στα ίδια ριάλιτι, ή σε καινούργια, παρουσιάζονται διάσημοι σε ολοένα μεγαλύτερο βαθμό (μια ακόμα εισαγόμενη μόδα). Εδώ επαναλαμβάνεται το μοτίβο της κενής αναπαραγωγής και του συστήματος που τρέφεται από τις σάρκες του. Δεν τρέφεται όμως, όπως θα υπέθετε κανείς, με τις καλύτερες, τις πιο άριστες πλευρές του. Δεν είναι ότι στρατολογεί τους πιο εκλεκτούς εκπροσώπους του για την καλύτερη ανάπτυξή του. Απλώς ακόμα και οι υποτιθέμενα ξεχωριστοί ισοπεδώνονται καθώς ο κυκεώνας της καπιταλιστικής ανάπτυξης γιγαντώνεται. Δεν υπάρχει πια, εδώ και καιρό, ο μορφωμένος αστός, ούτε ο αυστηρός πατέρας, για να κρατήσουν μερικά μέτρα εδάφους μακριά από τον κυκεώνα αυτό. Οι περίλαμπροι αστέρες αυτογελοιοποιούνται. Εκεί που όριζαν τους κανόνες με τις κριτικές τους επιτροπές για να προσαρμοστούν οι άλλοι, τώρα υποχρεώνονται να υπαχθούν πλήρως στους κανόνες που τείνουν να αυτονομηθούν ως περιεχόμενο. Ο κανόνας λέει: υπάγονται όλοι με αυστηρότητα στον κανόνα. Όλοι υποτάσσονται σ’ έναν κενό χρόνο και σε μία αποξενωμένη εργασία που πηγάζει από την κοινωνική κυριαρχία. Η ταξική πάλη υποβαθμίζεται σταθερά. Η κινητικότητα αυξάνεται αλλά βασικά προς τα κάτω. Ο καπιταλισμός ως κοινωνία σπάει όλες τις διαχωριστικές γραμμές.

Η αντίφαση εντούτοις παραμένει. Η ανισότητα πρέπει να έχει τον μανδύα της ισότητας. Τη μοναξιά και ανημπόρια πρέπει να καλύπτουν τα τηλεοπτικά λούσα και το κλάμα να καλύπτεται από το πιο αποκρουστικό γέλιο. Την επανάσταση δεν θα επιφέρουν ούτε οι απόλυτα εξαθλιωμένοι ούτε και οι συνειδητοποιημένοι λίγοι. Κοινωνικοί χώροι διανοίγονται και περιμένουν ένα πολιτικό κίνημα που να μη φοβάται να σκεφτεί την, και να υπαχθεί στην, αντίφαση.

Θοδωρής Βελισσάρης

Η διορατικότητα και τα προβλήματα του Κομμουνιστικού Μανιφέστου


του Murray Bookchin (Μάρεϊ Μπούκτσιν)

[Μεταφράσαμε αυτό το δοκίμιο του Μάρεϊ Μπούκτσιν επειδή το βρήκαμε πολύ ενδιαφέρον ως προς την κριτική αντιμετώπιση του μαρξισμού, η επικαιρότητα του οποίου είναι όλο και πιο εμφανής τελευταία].

Είναι πολιτικά τονωτικό να κοιτάζει κανείς με νέο βλέμμα το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος (για να χρησιμοποιήσουμε τον αυθεντικό του τίτλο), που γράφτηκε προτού ο Μαρξισμός επικαλυφθεί από ρεφορμιστικούς, μεταμοντέρνους, πνευματικούς και ψυχολογικούς σχολιασμούς. Από την εξέταση αυτού του έργου με τους δικούς του όρους, προκύπτει πως δεν πρόκειται για κάποιο «κείμενο» προορισμένο να εξυπηρετήσει κάποια ακαδημαϊκή αποδόμηση και περίπλοκη ερμηνεία, αλλά μάλλον πως πρόκειται για το μανιφέστο ενός κόμματος που αμφισβήτησε την ύπαρξη των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων και τη βαθύτερη ταξική βάση τους. Το Μανιφέστο αντιμετώπιζε ευθέως το εκμεταλλευτικό κοινωνικό σύστημα της εποχής του και στόχευε στην παρακίνηση μιας τάξης –του προλεταριάτου– σε επαναστατική δράση εναντίον του.

Οι Μαρξ και Ένγκελς έθεσαν τη θεωρία στην υπηρεσία της οικοδόμησης ενός κινήματος –πράγματι, συνύφαναν με οξύνοια βασικές αναλυτικές ιδέες με προγραμματικά και οργανωτικά ζητήματα. Κάτι τέτοιο ακούγεται εξωπραγματικό στη σημερινή εποχή, η οποία διχοτομεί αυστηρά αυτά τα δύο στοιχεία. Είναι σίγουρο πως, σήμερα, η ύπαρξη μιας «Μαρξολογίας» ως πανεπιστημιακού επιστημονικού κλάδου με το δικό της σώμα καθηγητών και τα δικά της περιοδικά, διαχωρισμένης από μια ζωντανή πρακτική, δεν είναι ένα εντελώς πρωτόγνωρο φαινόμενο. Ο Κάουτσκυ, μεταξύ άλλων, ήδη εγκαινίασε αυτή τη διχοτόμηση ως υπεύθυνος σύνταξης του Die Neue Zeit τη δεκαετία του 1890. Αλλά το Die Neue Zeit, τουλάχιστον, ήταν το θεωρητικό όργανο ενός μαζικού κινήματος που κινητοποιούσε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων στη Γερμανική πολιτική σκηνή. Μόνο κατά τις πρόσφατες δεκαετίες εμφανίστηκαν αυστηρά ακαδημαϊκά μαρξικά περιοδικά που επιδείκνυαν ελάχιστες ή και μηδαμινές πολιτικές προθέσεις και, γι’ αυτόν τον λόγο, δεν παρείχαν καμία βάση για μια πρακτική προσηλωμένη στον μετασχηματισμό της κοινωνίας. Το διαζύγιο μεταξύ θεωρίας και πράξης –και η αποτυχία των δεδηλωμένων αριστεριστών να χτίσουν μια επαναστατική δημόσια σφαίρα στις πρόσφατες δεκαετίες– οδήγησε στην αποδυνάμωση της ίδιας της θεωρίας, όπως μαρτυρεί η τρέχουσα αποδοχή από μια μερίδα αυτοαποκαλούμενων μαρξιστών, του μεταμοντέρνου μηδενισμού, του καταστασιακού αισθητισμού και αρκετά πρόσφατα, ακόμα και του ανατολικού πνευματισμού.

Αντιθέτως, το πιο αναζωογονητικό στοιχείο του Μανιφέστου ως θεωρητικού κειμένου είναι πως ανυπόκριτα και θαρραλέα καταπιάνεται με ζωντανές κοινωνικές σχέσεις και όχι απλώς με τις πολιτιστικές παραφυάδες τους. Ο υφολογικός μαγνητισμός του, που το καθιέρωσε ως αμίμητο πρότυπο για τόσες πολλές προγραμματικές διακηρύξεις επαναστατικών κινημάτων, βρίσκεται ακριβώς στην άφοβη ευθυκρισία του σχετικά με τους υλικούς παράγοντες που διέπουν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Ο Μαρξ (ο οποίος φαίνεται πως συνέγραψε το μεγαλύτερο μέρος του Μανιφέστου), πολύ περισσότερο από τον Νίτσε, έγραψε με σφυρί για τις πραγματικότητες του καπιταλιστικού συστήματος που αναδυόταν εκείνη την εποχή. Η περίφημη εναρκτήρια πρόταση –«Η ιστορία όλων των ως τώρα κοινωνιών, είναι η ιστορία ταξικών αγώνων»– είναι εντυπωσιακά δηλωτική, μη επιτρέποντας καμία αμφισημία [1].

Δημοσιευμένο σε μια περιορισμένη γερμανική έκδοση 800 αντιτύπων την παραμονή της Επανάστασης του Φεβρουαρίου του 1848 στη Γαλλία, το Μανιφέστο συνέθετε γενιές στοχασμού πάνω στις ριζικές αιτίες της κοινωνικής αδικίας και σύγκρουσης. Όπως παραδέχτηκε ανοικτά και ο ίδιος ο Μαρξ, η σημασία που προσδίδει στην πάλη των τάξεων δεν ήταν πρωτοφανής στην επαναστατική σκέψη. Μπορεί να ανιχνευθεί πίσω στους Ισοπεδωτές [Levellers] της Αγγλικής Επανάστασης ή ακόμα και σε Λολλάρδους [Lollards] όπως ο John Ball στον αγγλικό «Πόλεμο των Χωρικών» τον 14ο αιώνα. Χωρίς να έχει άμεσο αντίκτυπο στα γεγονότα που σημάδεψαν το θυελλώδες έτος του 1848, εντούτοις, το Μανιφέστο άφησε ένα μόνιμο αποτύπωμα στα μεταγενέστερα κινήματα της εργατικής τάξης, παρέχοντας ένα αποφασιστικό κριτήριο για να κρίνονται οι επαναστατικές προθέσεις τους. Και έθεσε σε κάθε μεταγενέστερο επαναστατικό κίνημα την υποχρέωση να καταστήσει τους καταπιεσμένους ικανούς να συνειδητοποιήσουν την κατάστασή τους –δηλαδή να εμφυσήσει στους εκμεταλλευόμενους μια βαθιά αίσθηση ταξικής συνείδησης και να τους εξωθήσει στην κατάργηση της ταξικής κοινωνίας ως τέτοιας.

Έτσι σφυρηλατημένη καθώς ήταν, η εναρκτήρια πρόταση του Μανιφέστου –απέριττη και κατηγορηματική– καθιέρωσε άμεσα την «Ένωση των Κομμουνιστών» (για την οποία γράφτηκε) ως ένα καταφανώς επαναστατικό κίνημα. Μετέπειτα, οι σοσιαλιστικές οργανώσεις και τα κινήματα που δήλωναν πως αξίωναν δικαιοσύνη για τους καταπιεσμένους έπρεπε να επικυρώσουν τη συμπαράταξη τους με την αναδυόμενη εργατική τάξη, στη σύγκρουσή της με την αστική τάξη. Μετά την έκδοση του Μανιφέστου, η ταξική πάλη θεωρούνταν δεδομένη από παρόμοια κινήματα, ακόμα κι αν επιχειρούσαν να φθάσουν στον σοσιαλισμό με ειρηνικά και σταδιακά μέσα, κάνοντας συμβιβασμούς μεταξύ των εργατών και των καπιταλιστών.

Επιπλέον, η εναρκτήρια πρόταση του Μαρξ ανήγγειλε πως το Μανιφέστο δεν θα συσκότιζε τις πραγματικές κοινωνικές σχέσεις που συγκροτούν τον καπιταλισμό. Το Μανιφέστο τόνιζε με έμφαση ότι ο καπιταλισμός είναι μια αδυσώπητα εκμεταλλευτική οικονομία που οδηγείται από τις ανταγωνιστικές σχέσεις της στον αποικισμό ολόκληρου του πλανήτη και στην τοποθέτηση της κοινωνικής ζωής, ως τέτοιας, αντιμέτωπης πρόσωπο με πρόσωπο με τον προβληματισμό για την ίδια την ικανότητά της για επιβίωση, δεδομένης της απουσίας μιας κομμουνιστικής κοινωνίας. Σήμερα, τη στιγμή που ο ρεφορμισμός διεισδύει στο μεγαλύτερο μέρος της πολιτικής σκέψης η οποία πλασάρεται με το όνομα του αριστερισμού, θα κάναμε καλά να θυμηθούμε ξανά τις προειδοποιήσεις των Μαρξ και Ένγκελς, ενάμιση αιώνα νωρίτερα, ότι η «αστική τάξη είναι ανίκανη να συνεχίσει να αποτελεί την κυρίαρχη τάξη στην κοινωνία, και να επιβάλλει τις δικές της συνθήκες ύπαρξης επί της κοινωνίας ως ακατάλυτο νόμο», πράγματι, ότι «η ύπαρξή της δεν είναι πια συμβατή με την κοινωνία» (σσ. 495, 497) [2].

Τα μέρη I («Αστοί και Προλετάριοι») και II («Προλετάριοι και Κομμουνιστές») του Μανιφέστου εκθέτουν το κύριο επιχείρημα του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου, σε ζωντανή, ξεκάθαρη πρόζα που είναι συναρπαστικά προγραμματική όσο και λαμπρά θεωρητική. Οι μεστές διατυπώσεις είναι αδύνατο να συνοψισθούν χωρίς να αδικηθούν, ενώ είναι αδύνατο να συλληφθεί η οξύνοια με την οποία οι Μαρξ και Ένγκελς κατέδειξαν ότι ο καπιταλισμός δημιουργεί τις συνθήκες της αναπόδραστης καταστροφής του. Στο αποκορύφωμα του πρώτου μέρους περιέχονται ιδέες που είναι προκλητικές και διορατικές ακόμα και για τον 21ο αιώνα:

«Η αστική τάξη δεν μπορεί να υπάρχει αν δεν επαναστατικοποιεί συνεχώς τα μέσα παραγωγής, και συνεπώς τις σχέσεις παραγωγής και, μαζί μ’ αυτές, όλες γενικά τις κοινωνικές σχέσεις (…). Την αστική εποχή διακρίνουν απ’ όλες τις προηγούμενες η συνεχής επαναστατικοποίηση της παραγωγής, ο αδιάκοπος κλονισμός όλων των κοινωνικών συνθηκών και για η αιώνια αβεβαιότητα και κινητικότητα. Όλες οι σταθερές, σκουριασμένες σχέσεις και η ακολουθία τους από αρχαίες σεβάσμιες προκαταλήψεις και αντιλήψεις διαλύονται, κι όλες οι νεοσχηματισμένες παλιώνουν αμέσως, πριν προφτάσουν να οστεοποιηθούν. Καθετί σταθερό και ακλόνητο κλονίζεται, καθετί ιερό βεβηλώνεται, και οι άνθρωποι αναγκάζονται επιτέλους να δουν με καθαρό μάτι τις πραγματικές συνθήκες της ζωής τους και τις μεταξύ τους σχέσεις.»

Η ανάγκη για μία συνεχώς επεκτεινόμενη αγορά των προϊόντων της κυνηγά την αστική τάξη σ’ όλη την υδρόγειο. Είναι αναγκασμένη να φωλιάζει παντού, να εγκαθίσταται παντού, να δημιουργεί σχέσεις παντού (…). Η σύγχρονη αστική κοινωνία με τις σχέσεις παραγωγής, ανταλλαγής και ιδιοκτησίας, που δημιούργησε σαν από θαύμα τόσο ισχυρά μέσα παραγωγής και συναλλαγής, μοιάζει με το μαθητευόμενο μάγο, που δεν μπορεί πια να κυριαρχήσει στις υποχθόνιες δυνάμεις που ο ίδιος προσκάλεσε». (σσ. 487, 489).

Αυτές οι γραμμές γράφτηκαν ενάμιση αιώνα πριν, όταν ο καπιταλισμός μετά βίας αποτελούσε το κυρίαρχο κοινωνικό σύστημα στην Ευρωπαϊκή ήπειρο, μολονότι είχε εισβάλλει για τα καλά στη Βρετανία και η τελική επικράτησή του στη Γαλλία και τη Γερμανία ήταν επικείμενη. Ο βιομηχανικός καπιταλισμός στην Ευρωπαϊκή ήπειρο αποτελούσε ακόμη μέρος μιας μεικτής οικονομίας – μερικώς αστικής, μερικώς φεουδαρχικής και κατά κύριο μέρος αγροτικής. Σχεδόν όλες οι πόλεις ήταν ακόμα συμπαγείς οντότητες, πλημμυρισμένες από ελικοειδείς μεσαιωνικούς δρόμους και περιστοιχισμένες με τείχη, ενώ τα καθημερινά αγαθά φτιάχνονταν από τα χέρια επιδέξιων τεχνιτών. Ο χειμώνας του 1847-48 δεν ήταν ακόμη παρά η απαρχή της αστικής εποχής, όχι το απόγειό της, πόσο μάλλον το τέλος της, και λέξεις όπως παγκοσμιοποίηση και πολυεθνισμός [multinationalism] ήταν τότε ανήκουστες, παρότι το Μανιφέστο περιέγραφε παρόμοια φαινόμενα. Οι προβλέψεις του παραπάνω παραθέματος θα μπορούσαν κάλλιστα να απορριφθούν ως ευφάνταστα οράματα εάν δεν τοποθετούνταν στο πλαίσιο του Μανιφέστου που προσέδωσε σ’ αυτές ένα, τόσο ιστορικό όσο και εκπαιδευτικό, νόημα το οποίο έλλειπε από πρότερες αποτιμήσεις του καπιταλισμού (λέξη που ήταν ακόμα καινούρια).

Αυτές οι γραμμές καταδεικνύουν τη δύναμη της θεωρίας να προεκτείνεται στο μέλλον, πέρα από τις δεδομένες συνθήκες – και οι θεωρητικές προβλέψεις των Μαρξ και Ένγκελς έγιναν ολοφάνερες πραγματικότητες πολλές γενιές αργότερα, μολονότι παραμένουν ανεκπλήρωτες ακόμα και στη νέα χιλιετία. Αξεπέραστη είναι η θεμελιώδης πραγματικότητα πως ο καπιταλισμός είναι ένα ανεξέλεγκτο προϊόν ιστορικής «μαγγανείας» –ένα σύστημα παραγωγής για την παραγωγή ως αυτοσκοπό– το οποίο, όσο υπάρχει, πρέπει να καταβροχθίζει τον φυσικό κόσμο και να αναμορφώνει δραστικά τον πλανήτη, πιθανώς μέχρι την εξολόθρευση όλων των μορφών ζωής, των ανθρώπων συμπεριλαμβανομένων. Χωρίς την επαναστατική αλλαγή, η ορμή του ως μετασχηματιστικό σύστημα –ως κοινωνία που λειτουργεί από μόνη της, πέρα ακόμα κι απ’ τον έλεγχο της ίδιας της αστικής τάξης– μπορεί να μετριαστεί αλλά δεν μπορεί να αναχαιτιστεί.

Η συζήτηση επί των θεωρητικών και προγραμματικών ζητημάτων του Μανιφέστου δεν μπορεί να έχει νόημα αν δεν καταπιαστεί με την ανάγκη για τη δημιουργία ενός «επαναστατικού κινήματος ενάντια στην υφιστάμενη κοινωνική και την πολιτική τάξη πραγμάτων» (σελ. 519). «Η θεωρία των κομμουνιστών», όπως διακηρύσσει το Μανιφέστο, «μπορεί να συνοψιστεί στην εξής πρόταση: κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας» (σελ. 498) ή ισοδύναμα, κατάργηση του καπιταλισμού χωρίς οποιεσδήποτε επιφυλάξεις. Η αποτυχία ενός κομμουνιστικού κινήματος ως προς αυτόν τον στόχο, σύμφωνα με τους Μαρξ και Ένγκελς, δεν θα ήταν η «κατά προσέγγιση επίτευξή» του ή η «ρεαλιστική» τροποποίησή του, αλλά η καθολική εγκατάλειψή του [3]. Όπως έγραψαν οι συντάκτες του Μανιφέστου στην εισήγησή τους στην «Ένωση των Κομμουνιστών» μετά από τα γεγονότα των 1848-49, μεταρρυθμίσεις θα μπορούσαν δικαίως να απαιτηθούν, αλλά μόνο ως μέσα κλιμάκωσης μεγαλύτερων διεκδικήσεων που θα ήταν αδύνατο να ικανοποιηθούν από την υφιστάμενη κοινωνική τάξη πραγμάτων, και έτσι θα οδηγούσαν σε μια ένοπλη αντιπαράθεση με την αστική τάξη για την ίδια τη δομή της κοινωνίας.

Και δεν ήταν βέβαια οι αναγνώστες του Μανιφέστου εκείνη την εποχή –αλλά και μία γενιά αργότερα– μέλη του βιομηχανικού προλεταριάτου, στο οποίο απευθυνόταν το κείμενο. Μακράν, η συντριπτική πλειοψηφία των εργατών που θα μπορούσαν να καταλάβουν το μήνυμά του ήταν τεχνίτες που προσέβλεπαν στο δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι (σε αδελφότητες αλληλοβοήθειας συντεχνιακού τύπου ή βιομηχανικά συνδικάτα) και, μεταξύ των πιο προηγμένων εργατών, που προσέβλεπαν στο δικαίωμα της συνεταιριστικής «οργάνωσης της εργασίας». Αυτός ο συντεχνιακός [artisanal] ή συνεργατικός [associative] σοσιαλισμός, όπως τον έχουν ονομάσει οι ιστορικοί, ήταν περισσότερο συνεταιριστικός [cooperative] παρά κομμουνιστικός, ανταμείβοντας τα μέλη των ενώσεων σύμφωνα με την εργασία τους και όχι σύμφωνα με τις ανάγκες τους.

Σε αντίθεση, το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος έκανε ένα μεγάλο άλμα, απαράμιλλο σε σχέση με κάθε σύγχρονό του σοσιαλιστικό κείμενο. Έδειξε ότι ο κομμουνισμός δεν ήταν μόνο ένα ηθικό ζητούμενο για κοινωνική δικαιοσύνη αλλά μια ακαταμάχητη ιστορική αναγκαιότητα η οποία προέκυπτε από την ίδια την ανάπτυξη του καπιταλισμού. Αυτό το άλμα πήρε μορφή στο μίνιμουμ πρόγραμμα των δέκα σημείων, το οποίο αποτελεί ως επί το πλείστον συμβολή του Ένγκελς. Με τις συγκρατημένες διεκδικήσεις του, φαίνεται να είχε σχεδιαστεί για το γερμανικό εργατικό κίνημα, το οποίο ακόμη συμμαχούσε με τις μεσαίες τάξεις ενάντια στην αριστοκρατία. Έτσι, ακόμα και η πιο σοσιαλιστική διεκδίκηση από τις δέκα, η έβδομη, προέτρεπε μετριοπαθώς για «διεύρυνση της κρατικής ιδιοκτησίας των εργοστασίων και των μέσων παραγωγής», παρά για κολλεκτιβοποίηση της οικονομίας (σελ. 505). Μακρόπνοα, το δεύτερο μέρος του Μανιφέστου προέβλεπε τη συγκέντρωση όλων των παραγωγικών λειτουργιών, συμπεριλαμβανομένης της γης, στα «χέρια μιας ευρείας ένωσης [association] ολόκληρου του έθνους» (σελ. 505). Στην πραγματικότητα, αυτή η τελευταία φράση, «ευρεία ένωση ολόκληρου του έθνους» υπήρχε μόνο στην αγγλική μετάφραση∙ το γερμανικό κείμενο μιλούσε για «συνεταιρισμένα άτομα», χρησιμοποιώντας μια κάπως πιο προυντονιστική διατύπωση που θα καθιστούσε το έγγραφο πιο αποδεκτό στη Γερμανία της εποχής.

Αφού εξαφανιστούν οι τάξεις και κοινωνικοποιηθεί η ιδιοκτησία, λέει το Μανιφέστο, «η δημόσια εξουσία θα χάσει τον πολιτικό χαρακτήρα της», δηλαδή την κρατική της μορφή:

«Η πολιτική εξουσία (το κράτος), όπως δεόντως αποκαλείται, είναι απλά η οργανωμένη εξουσία μιας τάξης για την καταπίεση μιας άλλης. Εάν το προλεταριάτο αναγκασθεί λόγω των περιστάσεων κατά τον αγώνα του με την αστική τάξη να οργανωθεί το ίδιο ως τάξη, και εάν μέσω μιας επανάστασης γίνει το ίδιο η άρχουσα τάξη και ως τέτοια καταστρέψει δια της βίας τις παλιές συνθήκες παραγωγής, τότε θα έχει καταστρέψει μαζί με αυτές τις συνθήκες και τις προϋποθέσεις ύπαρξης των ταξικών ανταγωνισμών και των τάξεων γενικότερα, και με αυτόν τον τρόπο θα έχει καταργήσει την ίδια την κυριαρχία του ως τάξη».

«Αντί της παλαιάς αστικής κοινωνίας με τις τάξεις και τους ταξικούς ανταγωνισμούς, θα έχουμε μια ένωση, στην οποία η ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός θα είναι η προϋπόθεση για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων». (σσ. 505-6)

Οι κομμουνιστές που προσπαθούν να επιτύχουν αυτούς τους στόχους, λέει το Μανιφέστο, δεν έχουν συμφέροντα «πέραν αυτών του προλεταριάτου ως συνόλου» (σελ. 496). Αποτελούν τον πιο αποφασιστικό παράγοντα στον αγώνα για την προώθηση της ευημερίας του προλεταριάτου αλλά, πάντα βλέποντας τα χαρακτηριστικά του αγώνα συνολικά, «υποστηρίζουν παντού κάθε επαναστατικό κίνημα ενάντια στην υφιστάμενη κοινωνική και πολιτική τάξη πραγμάτων». Πράγματι, φέρνουν πάντα στο προσκήνιο «σαν κύριο διακύβευμα (κάθε αγώνα), το ζήτημα της ιδιοκτησίας, ασχέτως του βαθμού ανάπτυξής του τη δεδομένη στιγμή» (σελ. 519).

Λαμβάνοντας υπόψη: την ανάλυση του Μανιφέστου για τον καπιταλισμού ως μία καταδικασμένη κοινωνική τάξη πραγμάτων, μέσα στην οποία οι μεταρρυθμίσεις πρέπει πάντα να τίθενται στην υπηρεσία της επανάστασης∙ την αποφασιστική δέσμευσή του για τη (γενικά βίαια) επανάσταση∙ τη θεώρηση του κομμουνισμού ως συνεργατικό παρά κρατικό σύστημα «στο οποίο η ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός θα είναι η προϋπόθεση για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων», είναι λογικό να αναρωτιόμαστε τι ακριβώς εννοούσαν οι Μαρξ και Ένγκελς ως «πολιτική εξουσία» το 1847-48. Η απάντηση –η οποία έχει ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά λαμβάνοντας υπόψη αυτά που επρόκειτο να γράψουν αργότερα– είναι αναπάντεχα ελευθεριακή.

Στο Μανιφέστο, το προλεταριακό «κράτος» που θα αντικαταστήσει την αστική «πολιτική εξουσία» και αρχικά θα επιχειρήσει τις πιο «δεσποτικές επιδρομές στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας», θα αποτελείται από το προλεταριάτο που θα έχει ανέλθει στη «θέση της κυρίαρχης τάξης». Πιο συγκεκριμένα:

«Το προλεταριάτο θα χρησιμοποιήσει την πολιτική υπεροχή του για να αποσπάσει βαθμιαία όλο το κεφάλαιο από την αστική τάξη, έτσι ώστε να συγκεντρώσει όλα τα μέσα παραγωγής στα χέρια του κράτους, δηλαδή του προλεταριάτου οργανωμένου ως άρχουσα τάξη, αλλά και να αυξήσει το σύνολο των παραγωγικών δυνάμεων όσο το δυνατόν γρηγορότερα» (έμφαση του Μπούκτσιν). (σελ. 504)

Μόλις μετά βίας θα μπορούσε κάτι τέτοιο να αποκληθεί κράτος, είτε με τη συνηθισμένη Μαρξική έννοια της λέξης, είτε με την έννοια του κοινωνικού αναρχισμού. Στην πραγματικότητα, οι επιπτώσεις αυτής της ασυνήθιστης διατύπωσης έχουν συγχύσει τους ικανότερους των σοσιαλιστών θεωρητικών, τόσο του αναρχικού όσο και του μαρξιστικού χώρου, και ακολούθησαν τον Μαρξ και τον Ένγκελς ως πρόβλημα μέχρι το τέλος της ζωής τους. Πώς θα μπορούσε μια ολόκληρη τάξη, το προλεταριάτο οργανωμένο ως «κίνημα» που θα εκπροσωπούσε τελικά την κοινωνία συνολικά, να θεσμοποιήσει τον εαυτό του σε μία «πολιτική» (ή κρατική) εξουσία; Με ποιες συγκεκριμένες θεσμικές μορφές αυτή η τάξη, της οποίας η επανάσταση –σε αντίθεση με όλες τις προηγούμενες– θα αντιπροσώπευε «το συμφέρον της συντριπτικής πλειοψηφίας» (σελ. 495), θα ασκούσε την οικονομική και πολιτική ηγεμονία της;

Μέχρι την Κομμούνα του Παρισιού το 1871, οι Μαρξ και Ένγκελς πιθανώς στόχευαν σε μία εγκαθιδρυμένη από το προλεταριάτο «πολιτική εξουσία» που δεν θα ήταν τίποτα περισσότερο από μια έμμεση δημοκρατία [republic], δηλαδή μια αντιπροσωπευτική μορφή διακυβέρνησης, εδραιωμένη όμως σε πολιτικά δικαιώματα όπως η ανακλητότητα. Αναρχικοί κριτικοί του Μαρξ επισήμαναν πολύ εύστοχα πως οποιοδήποτε σύστημα αντιπροσώπευσης θα μετεξελισσόταν σε ένα κρατικό σύστημα που θα εξυπηρετούσε μόνο τα δικά του συμφέροντα και που, στην καλύτερη περίπτωση, θα λειτουργούσε ενάντια στα συμφέροντα των εργατικών τάξεων (συμπεριλαμβανομένης της αγροτιάς) ενώ, στη χειρότερη περίπτωση, θα ήταν μια δικτατορική δύναμη τόσο κακοήθης όσο οι χειρότερες αστικές κρατικές μηχανές. Πράγματι, με την πολιτική εξουσία ενισχυμένη από την οικονομική εξουσία, με τη μορφή μιας εθνικοποιημένης οικονομίας, μία «δημοκρατία των εργατών» θα μπορούσε να αποδειχθεί ένας δεσποτισμός (για να χρησιμοποιήσουμε έναν από τους αγαπημένους όρους του Μπακούνιν) αμείλικτης καταπίεσης.

Οι Μαρξ και Ένγκελς δεν είχαν καμία αποτελεσματική απάντηση σε αυτή την κριτική, όπως μπορούμε να συνάγουμε από την αλληλογραφία με τους γερμανούς υποστηρικτές τους. Τίποτα στα γραπτά τους δεν δείχνει ότι έδωσαν κάποια ιδιαίτερη σημασία στην παράδοση των συνελεύσεων που καθιερώθηκε από τους παρισινούς τομείς [sections] κατά τη διάρκεια της μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης. Σ’ αυτήν, οι «αβράκωτοι», συμπεριλαμβανομένων των φτωχότερων και πιο εξαθλιωμένων κατοίκων της Γαλλικής πρωτεύουσας, άσκησαν πραγματικά τη συλλογική εξουσία μέσω των συνελεύσεων γειτονιάς κατά τη διάρκεια της θυελλώδους περιόδου μεταξύ της εξέγερσης [journée] του Αυγούστου του 1792 που ανέτρεψε τη μοναρχία, και της εξέγερσης του Ιουνίου του 1793 που σχεδόν πέτυχε την αντικατάσταση της Εθνοσυνέλευσης από ένα κομμουναλιστικό σύστημα διοίκησης υπό τον έλεγχο των τομέων. Αυτή η παράδοση, που παρέμεινε εν ισχύ στη Γαλλία για το μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα, δεν βρήκε καμία απήχηση στα μαρξιστικά κείμενα.

Αλλά η Κομμούνα του Παρισιού του 1871 ήρθε ως ανάσα καθαρού αέρα για τον Μαρξ και τον Ένγκελς οι οποίοι, μια γενιά μετά τη δημοσίευση του Μανιφέστου, αγκάλιασαν την Κομμούνα ως τη θεσμική δομή που θα δημιουργούνταν από το προλεταριάτο μεταξύ της καπιταλιστικής και της κομμουνιστικής κοινωνίας ή, όπως το έθεσε ο Μαρξ στην Κριτική του προγράμματος της Γκότα, ως την «επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου» [4]. Ο Μαρξ εγκωμίασε την Κομμούνα για την καθιέρωση του δικαιώματος να ανακαλούνται οι εκπρόσωποι στο Συμβούλιο της Κομμούνας (το αντίστοιχο του δημοτικού συμβουλίου του Παρισιού), για την υιοθέτηση της αμοιβής ενός ειδικευμένου εργάτη ως αποζημίωση για τη συμμετοχή στο Συμβούλιο, για τον εξοπλισμό του λαού, και ιδιαίτερα σημαντικά, για την εισαγωγή ενός «λειτουργικού, μη κοινοβουλευτικού σώματος, το οποίο είναι εκτελεστικό και νομοθετικό συγχρόνως» [5].

Tα οικονομικά επιτεύγματα της Κομμούνας ήταν πολύ περιορισμένα. Όχι μόνο απέτυχε να κοινωνικοποιήσει την οικονομία, αλλά επέφερε τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για την εργατική τάξη μόνο επειδή οι πιο ριζοσπάστες Διεθνιστές, οι οποίοι αποτελούσαν τη μειοψηφία του Συμβουλίου της Κομμούνας, έπρεπε να υπερνικήσουν τα εμπόδια που έθεταν οι νεογιακωβίνοι, οι οποίοι υποστήριζαν τις αστικές νομικές αξιώσεις (Βλ. Murray Bookchin, Third revolution, Volume 2). Όσον αφορά στους πολιτικούς θεσμούς της, η Κομμούνα ήταν πολύ περισσότερο μια δημοτιστική [municipalist] οντότητα με ισχυρή συγγένεια με τις αναρχικές ιδέες μιας συνομοσπονδίας από κομμούνες. Αμφισβήτησε ουσιαστικά την ύπαρξη του Γαλλικού έθνους-κράτους, ζητώντας από τις χιλιάδες κομμούνες που ήταν διάσπαρτες στη Γαλλία, να ενωθούν σε ένα προυντονικό δίκτυο από αυτόνομες κομμούνες, στα πρότυπα ενός κοινωνικού συμβολαίου [contractual], παρά να υπαχθούν σε ένα συγκεντρωτικό κράτος.

Ο Μαρξ αγκάλιασε αυτή τη δημοτιστική Κομμούνα και ουσιαστικά το κάλεσμά της για μια συνομοσπονδία από κομμούνες (χωρίς να χρησιμοποιεί την ενοχοποιητική λέξη συνομοσπονδία που υιοθετούσαν οι αναρχικοί αντίπαλοί του), ως πολιτική δομή στην οποία «η παλαιά συγκεντρωτική κυβέρνηση των επαρχιών», ακολουθώντας το πρότυπο του Παρισιού, θα «υποχωρούσε μπροστά στην αυτοκυβέρνηση των παραγωγών», προφανώς δηλαδή σε μια δικτατορία του προλεταριάτου. Κάθε εκπρόσωπος από τις διάφορες κομμούνες θα ήταν δεσμευμένος «από τις επίσημες οδηγίες [mandat impératif] των μελών τους», μια αυστηρά αναρχική ιδέα η οποία υποβίβαζε τον εκπρόσωπο, από κοινοβουλευτικό αντιπρόσωπο ή απεσταλμένο, σε έναν απλό εντολοδόχο του λαού, εκ μέρους του οποίου αναμενόταν να μιλά και να ψηφίζει [6].

Ο ισχυρισμός του Μαρξ πως η κεντρική κυβέρνηση θα διατηρούσε «λίγες αλλά σημαντικές λειτουργίες» ήταν τολμηρός αλλά μετά βίας πιστευτός – ακόμη και ο James Guillaume, ένας από τους πιο στενούς συνεργάτες του Μπακούνιν, θεώρησε την ευνοϊκή αξιολόγηση των ελευθεριακών χαρακτηριστικών της Κομμούνας από τον Μαρξ ως βάση για μια συμφιλίωση μεταξύ των μαρξιστών και των αναρχικών στην Πρώτη Διεθνή. Ο Ένγκελς μάλιστα, σε μια επιστολή του 1875 στον August Bebel στην οποία ασκεί κριτική στο πρόγραμμα της Γκότα (που είχε μόλις υιοθετηθεί από τους Γερμανούς Σοσιαλδημοκράτες), προέτρεψε αντί του «λαϊκού κράτους», το πρόγραμμα να χρησιμοποιήσει την «παλιά καλή γερμανική λέξη» Gemeinwesen η οποία «μπορεί να κάνει την δουλεία αντί του γαλλικού ‘Κομμούνα’», αν και είπε λίγα ουσιαστικά για αυτήν [7].

Κάποια στιγμή, αν και αμφιταλαντευόμενος, ο Μαρξ επέστρεψε στον ευνοϊκό απολογισμό του για την Κομμούνα [8]. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι επέστρεψε στην υποστήριξη του για τους ρεπουμπλικανικούς [republican] θεσμούς που είχαν χαρακτηρίσει τις πολιτικές του ιδέες μετά τις επαναστάσεις του 1848. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, χωρίς να λέει πολλά σχετικά με το θέμα της Κομμούνας, ήταν ακόμα σαφώς ευνοϊκά διακείμενος απέναντι στην ενσωμάτωση πολλών χαρακτηριστικών της σε μια έμμεση δημοκρατία [republic] –της κλίμακας αμοιβών για τους εκπροσώπους, του δικαιώματος της ανακλητότητας, της ανάγκης να οπλιστεί η εργατική τάξη, και το mandat impératif– τα οποία είχε εγκωμιάσει στο έργο του «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία». Αλλά ο βαθμός στον οποίο εκτιμούσε πως ένα εργατικό κράτος πρέπει να είναι συγκεντρωτικό και το μέγεθος της εξουσίας [authority] που πρέπει να απολαμβάνει, είναι ερωτήματα που παρέμειναν αναπάντητα μέχρι τον θάνατό του.

Οι ρεπουμπλικανικοί θεσμοί, όσο κι αν προορίζονται να εκφράζουν τα συμφέροντα των εργατών, τοποθετούν απαραιτήτως τη χάραξη πολιτικής στα χέρια των εκπροσώπων και, κατηγορηματικά, δεν αποτελούν ένα «προλεταριάτο που οργανώθηκε σε κυρίαρχη τάξη». Δημοκρατία, υπό την ακριβή σημασία του όρου, δεν υπάρχει εάν η δημόσια πολιτική, όπως διακρίνεται από τις διοικητικές δραστηριότητες, δεν ασκείται από τον λαό που κινητοποιείται στις συνελεύσεις και που συντονίζεται συνομοσπονδιακά από εντολοδόχους [agents] σε τοπική, περιφερειακή και εθνική κλίμακα. Οι εξουσίες που απολαμβάνει ο λαός κάτω από τέτοιες περιστάσεις μπορούν να υφαρπαχθούν χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Κάποιοι αναρχικοί θα βρίσκουν πάντα ελαττώματα σε κάθε μορφή θεσμικής κοινωνικής οργάνωσης αλλά, εάν οι άνθρωποι πρόκειται να αποκτήσουν πραγματική εξουσία πάνω στις ζωές τους και την κοινωνία, πρέπει να εγκαθιδρύσουν –και το έχουν κάνει για μικρές χρονικές περιόδους στο παρελθόν– καλά οργανωμένους θεσμούς. Θεσμούς στους οποίους οι ίδιοι διαμορφώνουν άμεσα τις πολιτικές των κοινοτήτων τους και, στην περίπτωση των περιφερειών τους, εκλέγουν τους συνομοσπονδιακούς λειτουργούς, ανακλήσιμους και αυστηρά ελέγξιμους, οι οποίοι θα τις εκτελέσουν. Μόνο υπό αυτή την έννοια μπορεί μία τάξη, ιδιαίτερα μια τάξη δεσμευμένη στην κατάργηση των τάξεων, να κινητοποιηθεί ως τάξη για να διαχειριστεί την κοινωνία.

Εκτός από τα παλιότερα γραπτά τους που υποστήριζαν την Κομμούνα του Παρισιού, ούτε ο Μαρξ ούτε ο Ένγκελς επίλυσαν ποτέ το πρόβλημα των πολιτικών θεσμών για την προλεταριακή εξουσία, όπως το έθεσαν στο Μανιφέστο: το πρόβλημα του πώς μια τάξη, πόσο μάλλον η μάζα των ανθρώπων της αστικής κοινωνίας, θα αναλάβει τα ηνία της εξουσίας ως τάξη ή λαός. Το 1905 οι ρώσοι εργάτες βρήκαν με το σοβιέτ της Πετρούπολης τη δική τους λύση στο πρόβλημα των πολιτικών θεσμών για την ταξική εξουσία. Αυτό το σοβιέτ πόλης που αναδύθηκε στην ρωσική πρωτεύουσα κατά την επανάσταση του 1905, ήταν μια επαναπροσέγγιση των συνελεύσεων που είχαν εμφανιστεί κατά τη μεγάλη Γαλλική Επανάσταση. Εάν είχε παραμείνει απλά ένα δημοτικό συμβούλιο, θα διέφερε ελάχιστα από την Κομμούνα του Παρισιού, αν και ο χαρακτήρας του ήταν πολύ περισσότερο εργατικός.

Αλλά το σοβιέτ της Πετρούπολης είχε επίσης βαθιές ρίζες στα εργοστάσια της πόλης και καθοδηγούνταν άμεσα, μέσω απεργιακών επιτροπών και των επιτροπών καταστημάτων, από τους ίδιους τους εργαζομένους. Περισσότερο από τον Λένιν ήταν ο Λέων Τρότσκι, ένας από τους τελευταίους και αναμφισβήτητα ο πιο εξέχων πρόεδρός του, ο οποίος διείδε στο σοβιέτ αυτό, όχι μόνο τον θεσμό που θα μπορούσε να κινητοποιήσει το προλεταριάτο ως τάξη, αλλά και αυτόν που θα μπορούσε να παρέχει τη μεταβατική πολιτική και οικονομική γέφυρα από μία καπιταλιστική σε μια σοσιαλιστική κοινωνία. Ο Λένιν είχε μία πιο εργαλειακή άποψη για το σοβιέτ: το θεώρησε απλά ως μέσο εκπαίδευσης της εργατικής τάξης και το έθεσε στην υπηρεσία του Μπολσεβικικού κόμματος.

Έπρεπε να έρθει το 1917 για να αλλάξει ριζικά ο Λένιν την άποψή του για τα σοβιέτ και να αρχίσει να τα θεωρεί θεσμούς εξουσίας της εργατικής τάξης. Ακόμα κι έτσι όμως, αμφιταλαντεύτηκε κατά τη διάρκεια των γεγονότων του Ιουλίου όταν οι Μπολσεβίκοι ηγέτες φυλακίστηκαν ως αποτέλεσμα μιας πρόωρης αυθόρμητης εξέγερσης και, μέχρι το φθινόπωρο του 1917, είχε επανέλθει στον στόχο μιας σοβιετικής κυβέρνησης. Για ένα διάστημα πρότεινε μια σοβιετική κυβέρνηση που θα μπορούσε να συμπεριλάβει όλα τα σοβιετικά κόμματα –Μενσεβίκους και Σοσιαλεπαναστάτες όλων των ειδών, όπως επίσης και Μπολσεβίκους– αλλά μέχρι το τέλος του 1918 οι Μπολσεβίκοι εξουσίαζαν εξ ολοκλήρου το νεοϊδρυθέν σοβιετικό κράτος και μετέτρεψαν τελικά τα σοβιέτ σε υπάκουα όργανα του κομματικού μηχανισμού τους.

Το ζήτημα των θεσμών της πολιτικής και κοινωνικής διαχείρισης από μια τάξη ως σύνολο –και τελικά από τους πολίτες σε μια αταξική κοινωνία– δεν έχει εύκολη λύση. Πολύ απλά, δεν αντιμετωπίζεται επαρκώς από το ομοσπονδιακό σύστημα του Προυντόν, το οποίο είναι πολύ ασυνάρτητο και ασαφές αλλά και διατηρεί πολλά αστικά χαρακτηριστικά –όπως η ιδιοκτησία μέσω συμβολαίου ή η ατομική ιδιοκτησία– για να μπορεί να παρέχει μια αληθινά επαναστατική λύση. Οι λύσεις που πρότειναν μεταγενέστεροι –περισσότερο κολεκτιβιστές από τους προυντονιστές– αναρχικοί, είναι γεμάτες δυνατότητες αλλά πάσχουν εξίσου από έλλειψη σαφήνειας.

Από τη μεριά τους, οι αναρχοσυνδικαλιστές πρότειναν τον εργατικό έλεγχο της βιομηχανίας ως την πιο βιώσιμη επαναστατική εναλλακτική λύση στο κράτος, επικαλούμενοι την κατάληψη των εργοστασίων και της αγροτικής γης ως αποδεικτικά στοιχεία για το εφικτό της πρότασής τους. Μία επαρκής συζήτηση των δυνατοτήτων και των περιορισμών αυτής της πρότασης, θα απαιτούσε ένα ξεχωριστό άρθρο [9]. Όσον αφορά όμως τα κοινωνικά στοιχεία για μια απελευθερωτική κοινωνία, ο εργατικός έλεγχος έχει βασικά προβλήματα∙ όχι μόνο το τοπικιστικό πνεύμα και την ιδιαίτερα εμφανή μείωση στο μέγεθος της εργατικής τάξης στον κλάδο της μεταποίησης αλλά, ιδιαίτερα, την τάση να οδηγεί σε ανταγωνιστικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις υπό συλλογική ιδιοκτησία. Απλά και μόνο ο οικονομικός έλεγχος των εγκαταστάσεων και των εργοστασίων είναι μόνο μια πλευρά του νομίσματος ενός επαναστατικού μετασχηματισμού, κάτι το οποίο οι Ισπανοί αναρχοσυνδικαλιστές έμαθαν με πολύ δραματικό τρόπο την περίοδο 1936-37 όταν, παρά το μεγαλύτερο πείραμα κολεκτιβοποίησης στην ιστορία, απέτυχαν να εξαλείψουν το αστικό κράτος, το οποίο επέστρεψε δριμύτερο τον Μάιο του 1937 συντρίβοντας βίαια τους θύλακες των αναρχικών στην Καταλονία και την Αραγονία.

Αυτό που φαίνεται απαραίτητο είναι οι θεσμοί μιας δημοκρατικής πολιτικής – για να χρησιμοποιήσουμε τη λέξη πολιτική με την αρχαία ελληνική σημασία της και όχι ως ευφημισμό για τη σύγχρονη ρεπουμπλικανική κρατική διαχείριση. Αναφέρομαι σε μια πολιτική που θα δημιουργούσε τοπικές συνελεύσεις ανθρώπων και θα τις συνομοσπονδιοποιούσε σε αμιγώς διαχειριστικά συμβούλια προκειμένου να αποτελέσει μία αντίρροπη εξουσία στο έθνος-κράτος. Το πώς μία τέτοια αντίρροπη εξουσία θα μπορούσε να εγκαθιδρυθεί και να λειτουργήσει, είναι πέρα από τα όρια αυτού του άρθρου. Πολλές σημαντικές λεπτομέρειες, ιστορικές και οργανωτικές, θα χάνονταν σε μια συνοπτική περίληψη αυτής της «συνελευσιακής» πρότασης [10].

Και μόνο το γεγονός πως το ζήτημα των θεσμών την ταξικής εξουσίας θίχτηκε στο Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, είναι μια πτυχή του κειμένου που το κάνει τόσο ζωντανό το 1998, όσο και το 1848. Το γεγονός πως οι Μαρξ και Ένγκελς, με το θεωρητικό βάθος της σκέψης τους, πρόβλεψαν την εξέλιξη της καπιταλιστικής ανάπτυξης με όρους που είναι πιο σχετικοί σήμερα απ’ όσο ήταν στην εποχή τους, θα ήταν αρκετό να καταστήσει αυτό το κείμενο ανυπέρβλητο κατόρθωμα [tour de force] στη σφαίρα της πολιτικής σκέψης. Τόσο η μεγάλη διορατικότητά του όσο και τα ενοχλητικά προβλήματά του, συνεχίζουν να μας συντροφεύουν μέχρι και σήμερα. Η τραγωδία του μαρξισμού είναι πως ήταν τυφλός στις ιδέες του κοινωνικού αναρχισμού, ενώ και οι μεταγενέστεροι επαναστάτες απέτυχαν στις κρίσιμες στιγμές της ιστορίας να συγκεράσουν τη διορατικότητα και των δύο αυτών μορφών του σοσιαλισμού αλλά και να τις υπερβούν.

—————————————————————————————

[1] Karl Marx and Friedrich Engels, Manifesto of the Communist Party, Collected Works, τ. 6 (Moscow: Progress Publishers, 1976), σελ. 482. Όλες οι παραπομπές του Μπούκτσιν αντλούνται από αυτή την αγγλική μετάφραση και σε αυτήν αντιστοιχούν οι σελίδες που αναφέρει.
[2] Το επιχείρημα του Μανιφέστου για τη θεμελιώδη ανικανότητα της αστικής τάξης να επιληφθεί της κοινωνικής ζωής βασιζόταν στην «εκπτώχευση» [pauperization] του προλεταριάτου – η περίφημη θέση περί «εξαθλίωσης» [immiseration] στην οποία θα κατέληγε ο πρώτος τόμος του Κεφαλαίου. Με την κατοπινή εμφάνιση των κρατών κοινωνικής πρόνοιας και της ικανότητάς τους να διαχειριστούν τις κρίσεις, ο καπιταλισμός φάνηκε ικανός να αποτρέπει την καταβύθισή του σε μια βαθιά εδραιωμένη οικονομική κρίση, καθιστώντας την ιδέα της «εξαθλίωσης» αμφισβητήσιμη. Αλλά η αστάθεια του σύγχρονου «νεοφιλελεύθερου» καπιταλισμού και η διάβρωση των μεθόδων του για διαχείριση κρίσεων έχουν αμφισβητήσει στην πράξη την ικανότητα του καπιταλισμού να αυτοθεραπεύεται. Δεν είναι καθόλου σίγουρο πως, κατά τα προσεχή έτη, η οικονομική κατάρρευση (όπως και οι οικολογικές καταστροφές) θα αποφευχθούν. Ο καπιταλισμός είναι ακόμα πάρα πολύ ρευστός, και οι προειδοποιήσεις του Μανιφέστου για «αναρχία στην παραγωγή» δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να αποκλειστούν ως πηγή μαζικής κοινωνικής αναταραχής.
[3] Στο πρωτότυπο: “For a communist movement to fall short of this goal, as Marx and Engels understood, would be, not to “approximate” it or to “realistically” modify it, but to abandon it altogether.”
[4] Karl Marx, Critique of the Gotha Programme, Marx and Engels, Collected Works, τ. 24, σελ. 95. Η έμφαση στο πρωτότυπο.
[5] Karl Marx, The Civil War in France, Collected Works, τ. 22, 331.
[6] ‘Ο.π., σελ. 332.
[7] Engels, “Letter to August Bebel, March 18-28, 1875», Collected Works, τ. 24, σελ. 71.
[8] Βλ. την επιστολή του Μαρξ προς τον Ferdinand Domela Nieuwenhuis, 22 Φεβρουαρίου 1881, Collected Works, τ. 46, σσ. 65-66.
[9] Η πλήρης αποτίμησή μου υπάρχει στο “The Ghost of Anarcho-Syndicalism», Anarchist Studies, τ. 1 (1993), σσ. 3-24.
[10] Για μία επαναστατική πολιτική με την οποία ο λαός μπορεί να διαχειρίζεται τις υποθέσεις του μέσω συνομοσπονδιοποιημένων αμεσοδημοκρατικών λαϊκών συνελεύσεων –την έχω ονομάσει ελευθεριακό δημοτισμό– ίσως θα επιθυμούσε ο αναγνώστης να συμβουλευτεί το βιβλίο μου From Urbanization to Cities (1987; London and New York: Cassell, 1996) όπως επίσης και το βιβλίο της Janet Biehl, The Politics of Social Ecology: Libertarian Municipalism (Montreal: Black Rose Books, 1997). Πρόσφατες θεωρίες «ισχυρής δημοκρατίας», και άλλες παρόμοιες, προϋποθέτουν την ύπαρξη του κράτους και τείνουν να παραπέμπουν στην ιδέα πως η σημερινή κοινωνία είναι πολύ «πολύπλοκη» για να επιτρέψει την άμεση δημοκρατία και επομένως δεν συνεισφέρουν σε κάποια σοβαρή αμφισβήτηση της υφιστάμενης κοινωνικής τάξης πραγμάτων.