Οι μεταμορφώσεις της έννοιας του Λόγου στο έργο των Αντόρνο και Μπούκτσιν

Παρουσιάζουμε μια παλαιότερη, πολύ εισαγωγική, παρουσίαση κεντρικών σημασιών του Λόγου (reason) στο έργο των Αντόρνο και Μπούκτσιν, για να μη μένει στο συρτάρι. Στο μέλλον θα προσπαθήσουμε να επιδοθούμε στο πιο ουσιώδες ζήτημα, να συσχετίσουμε δηλαδή τους δύο στοχαστές και να τους εντάξουμε στο διαλεκτικό ιστορικό και θεωρητικό συνεχές, από τον Χέγκελ και τον Μαρξ μέχρι σήμερα, που στοχεύει στο ξεπέρασμα του καπιταλισμού, και της «προϊστορίας» εν γένει, προς της κοινωνική ελευθερία [εδώ οι σχέσεις ιστορίας και θεωρίας δίνονται απροσδιόριστα, παραθετικά]. Μόνο μια νύξη: η πιο εμμενής κριτική του καπιταλισμού ως ταξικής κοινωνίας, η μαρξιστική, μπόρεσε να αρθρώσει το επιχείρημά της στο όνομα της κοινωνίας γενικά, όταν προέταξε ως στόχο του περάσματος από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό το τέλος σύνολης της προϊστορίας, για ν’ αρχίσει επιτέλους η ιστορία. Η εμμενής, αυστηρά εγγενής ανάλυση του καπιταλισμού ενείχε εξαρχής διϊστορική έκταση. Αυτή η διαλεκτική εμμενούς και δι-ιστορικού επιτρέπει την ανάδειξη θεμάτων όχι μόνο ταξικών αλλά και διαταξικών. Η διαλεκτική της κυριαρχίας του Αντόρνο είναι μια εκπληκτική διεύρυνση του μαρξισμού, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που οι κοινωνικές σχέσεις είχαν (έχουν) πραγμοποιηθεί σε σημείο να μοιάζουν με «φυσικές» – όπως ο καπιταλισμός βλέπει τη φύση βέβαια (ας αναλογιστούμε λίγο εδώ την πρόσληψη της κρίσης ως φαινομένου από την ελληνική κοινωνία). Η κυριαρχία διευρύνεται σε ιεραρχία στις αναλύσεις του Μπούκτσιν, και η δεύτερη φύση αποκτά έννοια δυνάμει, όχι μόνο άρνησης. Ας μείνουμε εδώ όμως προς το παρόν.

1. Th. W. Adorno

Ο εξέχων στοχαστής της Σχολής της Φραγκφούρτης, Τέοντορ Β. Αντόρνο, υπήρξε βαθύς γνώστης της φιλοσοφικής παράδοσης και ρηξικέλευθος ανανεωτής της. Ως διαλεκτικός στοχαστής που συνεξέταζε τις φιλοσοφικές έννοιες με την κοινωνικοϊστορική πραγματικότητα στην οποία είναι εμβαπτισμένες, δεν μπορούσε να επαναπαυτεί στις δάφνες των φιλοσοφικών συστημάτων του παρελθόντος. Γιατί η κοινωνική πραγματικότητα τις είχε διαψεύσει. Αυτό ωστόσο δεν αναιρούσε τη δυνατότητα της φιλοσοφίας. Αντιθέτως, της επέτρεπε να αποφενακιστεί και να αναπτυχθεί απροκατάληπτα.

Διόλου τυχαία, το σημαντικότερο φιλοσοφικό έργο του Αντόρνο (Αρνητική Διαλεκτική) ξεκινούσε με τη διαπίστωση ότι η στιγμή της πραγματοποίησης της φιλοσοφίας πέρασε και χάθηκε (με την αποτυχία των σοσιαλιστικών επαναστάσεων). Ωστόσο, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο αποφαίνεται ότι διατηρείται στη ζωή, ενώ κάποτε φαινόταν ξεπερασμένη.[1]

Η σύγχρονη τού Αντόρνο κοινωνική πραγματικότητα περιλάμβανε γεγονότα που είχαν κλονίσει την παραδοσιακή σκέψη, και δη τη μαρξιστική, από την οποία εκκινούσε ο Αντόρνο και η Σχολή της Φραγκφούρτης. Τα επαναστατικά κινήματα που υποτιθέμενα θα ακολουθούσαν τη Σοβιετική επανάσταση απέτυχαν και αντ’ αυτών αναδύθηκε ο ναζισμός και ο φασισμός, ενώ ακόμα και στις χώρες του ανατολικού μπλοκ ένα αυταρχικό Κράτος είχε εδραιωθεί. Δύο παγκόσμιοι πόλεμοι αλληλοσφαγής, και το Ολοκαύτωμα που είχε συνοδεύσει τον δεύτερο, είχαν επιβεβαιώσει την επικράτηση των εκμεταλλευτικών σχέσεων επί του ανθρώπου και επί της Φύσης. Στο όνομα ολοκληρωτικών θεωριών και συστημάτων η αδικία και η βαρβαρότητα εξάπλωναν την κυριαρχία τους. Ο Λόγος, όχι μόνο δεν είχε εκπληρώσει τις διαφωτιστικές υποσχέσεις του αλλά συνεπικουρούσε το κακό με τις εργαλειακές του ιδιότητες. Η φιλοσοφία, για τον Αντόρνο, δεν θα μπορούσε να μη διαστοχαστεί όλες αυτές τις εξελίξεις και να μη διερωτηθεί για τη νέα θέση της, προσαρμοσμένη στη νέα πραγματικότητα.

Η αυτοκριτική της φιλοσοφίας έπρεπε να στραφεί στις αξιώσεις της για την ύπαρξη ενός Λόγου που υποτιθέμενα μπορεί να περιλαμβάνει την ολότητα του πραγματικού, αξιώσεις οι οποίες είχαν προσβληθεί όπως είδαμε ανεπανόρθωτα από την κοινωνική κατάσταση. Σχετικά πρώιμα, στο δοκίμιό του «Η επικαιρότητα της φιλοσοφίας» (1931), ο Αντόρνο διακήρυττε ότι η φιλοσοφία πρέπει «να παραιτηθεί απ’ την ψευδαίσθηση (…) ότι είναι εφικτή με τη δύναμη του σκέπτεσθαι η σύλληψη της ολότητας του Πραγματικού».[2]

Η στροφή αυτή δεν μπορεί παρά να συνοδευτεί από μία κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας. Ο Χέγκελ, ως εκφραστής της αναδυόμενης αστικής κοινωνίας ταυτίζει το υποκείμενο με το αντικείμενο. Αυτό παραλληλίζεται στη σκέψη του Αντόρνο με την ταύτιση, αφενός του ξεχωριστού ατόμου με την αστική κοινωνία, η οποία το έχει απορροφήσει στους θεσμούς της, και αφετέρου της αστικής κοινωνίας με τη Φύση υπό την έννοια φυσικά της καθυπόταξης της Φύσης (και εδώ ως Φύση εννοούμε και τον εξωτερικό φυσικό κόσμο αλλά και τη φύση του ανθρώπου, τα ένστικτα και τις ορμές του: και οι δύο αυτές πτυχές πρέπει να τιθασευτούν από την αστική εμπορευματική κοινωνία). Η ταυτότητα υποκειμένου και αντικειμένου στον Χέγκελ θεμελιώνεται με την επίκληση του Κράτους, το οποίο αφανίζει εντός του εγελιανού συστήματος το ξεχωριστό άτομο και τις ιδιαιτερότητές του. Κατά την εύστοχη διατύπωση του Zima, η εγελιανή ολότητα δεν είναι ουσιαστική για τον Αντόρνο καθώς «φέρει το σημάδι της ανταλλακτικής αξίας που τείνει να εξαφανίσει τις ποιοτικές διαφορές και μαζί μ’ αυτές ό,τι είναι ξεχωριστό και επομένως ‘μερικό’».[3]

Ωστόσο, εμφατικά πρέπει να τονίσουμε ότι η κριτική αυτή δεν στρέφει τον Αντόρνο κατά του ίδιου του Λόγου, σε μια ανορθολογική άρνηση της δυνατότητας της φιλοσοφίας να αναφέρεται στον αντικειμενικό κόσμο. Ουσιωδώς, αυτό που επιδιώκει ο Αντόρνο είναι η μετατροπή της ολότητας από καταφατική κατηγορία σε μια κατηγορία «αενάως κριτική» (κατά τη φράση του Martin Jay).[4] Όλα όσα η φιλοσοφία της ταυτότητας άφηνε έξω από το σύστημά της φιλοδοξεί να τα συμπεριλάβει στη νέα ολότητά της η φιλοσοφία που προτάσσει ο Αντόρνο. Σύμφωνα με τα ίδια τα λόγια του, «το πνεύμα ίσως να μην μπορεί να παραγάγει ή να συλλάβει το μείζον, την Ολότητα του Πραγματικού, μπορεί όμως να συλλάβει το ελάσσον (…)».[5]

Τα παραπάνω σημαίνουν ότι ο ορθός λόγος μπορεί να παραμένει τέτοιος μόνο στο μέτρο που η σκέψη που τον εξασκεί είναι σκέψη πάνω σε κάτι συγκεκριμένο. Ο ανορθολογισμός αναδύεται όταν η σκέψη υποστασιοποιεί τα προϊόντα της και τα προβάλλει ως υπεριστορικές αμετάβλητες αλήθειες. Αναδύεται εντούτοις εδώ ο φόβος να διολισθήσει η ανοιχτή αυτή σκέψη στο τυχαίο και στην αυθαιρεσία. Ο Αντόρνο παραδέχεται ότι δεν υπάρχει εγγύηση έναντι αυτού του κινδύνου. Ωστόσο, δεν παραιτείται. Προβάλλει το επιχείρημα ότι «η συνεπής ανάπτυξη [της ανοιχτής σκέψης], η πυκνότητα του ιστού, συμβάλλει ώστε να βρει [η σκέψη] αυτό που πρέπει».[6] Παρότι η φιλοσοφία δεν μπορεί να επικαλείται μια σκέψη ανοσοποιημένη από την πιθανότητα να χαθεί η αλήθεια, η συνεπής και επίμονη προσήλωση στο συγκεκριμένο μπορεί να φέρει τη γνώση. Αναδύεται εδώ ένα «συγκεκριμένο καθέκαστο» το οποίο ευρισκόμενο σε διαλεκτική αντίθεση με την έννοια βοηθά στην ανάδυση της αντικειμενικής πραγματικότητας, στο μέτρο που θέλουμε να αποφύγουμε την πρόσδεσή της στην προκρούστεια κλίνη των σχολαστικών κατηγοριοποιήσεων. Αποκηρύσσει λοιπόν ο Αντόρνο τον εννοιακό αναγωγισμό που τείνει να αφανίσει το συγκεκριμένο, και κατά συνέπεια τείνει να εξασθενήσει και τον ορθό λόγο αλλά και τη γνώση (δεν μπορώ παρά να επισημάνω εδώ πόσο ακριβώς έχει επανέλθει σ’ αυτού του είδους τον αναγωγισμό ο Χάμπερμας, προδίδοντας το έργο της πρώτης γενιάς στοχαστών της Σχολής της Φραγκφούρτης).

Κατεξοχήν δείγμα αυτής της φιλοσοφικής προσπάθειας είναι η Διαλεκτική του Διαφωτισμού (έργο που συνέγραψαν κυριολεκτικά μαζί ο Αντόρνο με τον Χορκχάιμερ, και γι’ αυτό θα πρέπει να θεωρείται «κτήμα» και των δύο). Στο έργο αυτό καταβάλλεται προσπάθεια να εξηγηθεί η προσχώρηση της ανθρωπότητας στη βαρβαρότητα, παρά τις δυνατότητες και τις υποσχέσεις του Λόγου, από τον Διαφωτισμό κι έπειτα, για μια κοινωνία χωρίς αδικία. Εξαρχής οι Αντόρνο και Χορκχάιμερ αναδεικνύουν την αμφισημία του ίδιου του Λόγου, ο οποίος μαζί με τις υποσχέσεις έφερε εξαρχής τα σημεία της αυτοκαταστροφής του. Πρέπει όμως να τονίσουμε, προς αποφυγή παρεξηγήσεων, ότι δεν εκπίπτουν στον ανορθολογισμό. Όπως επισημαίνει και ο Κοσμάς Ψυχοπαίδης στο επίμετρο της ελληνικής έκδοσης της Διαλεκτικής του Διαφωτισμού, εκ μέρους των Αντόρνο και Χορκχάιμερ «επιχειρείται να αποκατασταθεί αρνητικά [το έλλογο θεμελιωτικό πλαίσιο της κριτικής τους] με αναφορά στον ανθρώπινο πόνο, στη στέρηση και την αδικία, μέσα από τις οποίες συγκροτήθηκαν οι σύγχρονες εξορθολογισμένες δομές κατεξουσιασμού και διαχείρισης των κοινωνιών και της φύσης».[7] Δεν εφησυχάζουν σε μια καταφατική ολότητα που μπορεί να ερμηνεύει διϊστορικά την πραγματικότητα αλλά αναφέρονται στο συγκεκριμένο το οποίο αντιπαραθέτουν στις καθολικές αξιώσεις του Λόγου, ανασύροντας, μέσα από την αντίφασή τους, την αληθινή όψη της πραγματικότητας.

Πράγματι, ανιχνεύουν τον διφυή χαρακτήρα του Λόγου. Για παράδειγμα,[8] παρουσιάζουν ως μορφή του Λόγου τη σύγχρονή τους (και σύγχρονή μας βέβαια) οικονομία της αγοράς. Όμως, ταυτόχρονα, αυτή η άναρχη αγορά παρουσιάζεται ως η εξουσία που καταστρέφει τον Λόγο. Η ανάπτυξη του οικονομικού συστήματος, προϊόν η ίδια του Λόγου, καθιστά τώρα τον Λόγο άλογο. Σ’ όλο το βιβλίο, συγκεκριμένα φαινόμενα, όπως η μαζική κουλτούρα, ο αντισημιτισμός, η καταναλωτική κοινωνία, η κυριαρχία επί της Φύσης κ.α. εξετάζονται εντός της ιδιαιτερότητάς τους, η οποία ιδιαιτερότητα αναδεικνύει σταδιακά την εικόνα μιας κοινωνίας που ξεκινώντας να εκπληρώσει τις επιταγές του Λόγου από τον διαφωτισμό κι έπειτα έπεσε στις παγίδες που η πίστη στην ύπαρξη ενός τέτοιου απόλυτου Λόγου έφερε μαζί της. Ο Λόγος που θέλησε να εξολοθρεύσει τον μύθο μετατράπηκε ο ίδιος σε μύθο.

Ο Λόγος του Διαφωτισμού θα απάλλασσε την ανθρωπότητα από τα δεινά της με την επιστήμη, η οποία χάρη στις εργαλειακές και τυπικά λογικές ικανότητές της να ταξινομεί, να τυποποιεί, να διακρίνει, να μετρά και να υπολογίζει θα υπέτασσε τη Φύση και θα χάριζε στους ανθρώπους πλούτη από την εκμετάλλευσή της και απαλλαγή από τις αρρώστιες του ανθρώπου, είτε τις σωματικές είτε τις ψυχικές, οι οποίες υποτιθέμενα εμπόδιζαν την πραγμάτωση του Λόγου στην κοινωνική πραγματικότητα. Ωστόσο, «ό,τι δεν θέλει να συμμορφωθεί με το κριτήριο της υπολογισιμότητας και της χρησιμότητας είναι για το διαφωτισμό ύποπτο».[9] Αντικείμενα της ικανότητας για χειραγώγηση που διαθέτει η επιστήμη έγιναν οι ίδιοι οι άνθρωποι ενώ η επικυριαρχία επί της Φύσης μετέτρεψε το λογικό εργαλείο του Διαφωτισμού, την αφαίρεση, σε αυτοεξόντωση. Η κυριαρχία του αφηρημένου εξοντώνει κάθε ιδιαιτερότητα των πραγμάτων και των ανθρώπων καθιστώντας τόσο τα πράγματα όσο και τους ανθρώπους χειραγωγήσιμα.

Αυτή η τυφλή εμπιστοσύνη στον Λόγο και στις τυπικές πλευρές του, όχι μόνο τον καθιστά όργανο των εξουσιαστών, αλλά απομακρύνει και τη δυνατότητα της σκέψης να επιστρέψει στην επίγνωση της πραγματικότητας που θα τη βοηθούσε να αποτινάξει την εξαπάτηση από πάνω της. «Ο εαυτός, που έμαθε την τάξη και την υποταγή υποτάσσοντας τον κόσμο, δεν άργησε να ταυτίσει την αλήθεια εν γένει με τη διευθετούσα σκέψη (…). Μαζί με τη μιμητική μαγεία κήρυξε ταμπού και τη γνώση που αγγίζει πραγματικά το αντικείμενό της».[10] Ο διαφωτιστικός Λόγος γίνεται θετικιστικός ολοκληρωτισμός που δεν επιτρέπει να παρεισδύουν στη γνώση μη τυποποιήσιμες αξίες, όπως αυτές π.χ. που διεκδικούν την ανθρώπινη χειραφέτηση. Σ’ αυτό το πλαίσιο καταγγελίας του τυποποιημένου Λόγου πρέπει να εντάξουμε κάποιους γριφώδεις αφορισμούς του Αντόρνο όπως αυτόν: «Αληθινές είναι μόνο οι σκέψεις που δεν αυτοκατανοούνται».[11]

Ο τυποποιημένος λόγος αναπαράγει το κατεστημένο γιατί βαπτίζει ως έγκυρη μόνο την απλή αμεσότητα που του προσφέρεται για τις εργαλειακές επιδιώξεις του. Η γνώση όμως για τους Αντόρνο και Χορκχάιμερ συνίσταται ακριβώς στην «καθορίζουσα άρνηση του εκάστοτε άμεσου».[12] Γι’ αυτό μπορούν να προσφέρουν τον παρακάτω εκπληκτικό ορισμό της αλήθειας: «υπάρχει μόνο μια έκφραση για την αλήθεια: η σκέψη που αρνείται την αδικία».[13] Η γνώση είναι κριτική και ανάδειξη των αντιφάσεων της πραγματικότητας. Η γνώση, αν και μπορεί να χρησιμοποιήσει ως προϋπόθεσή της την ταξινόμηση, τελικά τη διαλύει. Συνεπώς, μας προτρέπουν οι Αντόρνο και Χορκχάιμερ, όταν ο Λόγος στρέφεται εναντίον της ανθρωπότητας θα πρέπει να τον περιφρονούμε.

Βέβαια, ο κυρίαρχος λόγος αντανακλά την κυρίαρχη εκμεταλλευτική και καπιταλιστική κοινωνία. Η τυποποίηση του Λόγου εκφράζει τον κατεστημένο μηχανοποιημένο τρόπο παραγωγής. Έργο του Λόγου δεν μπορεί παρά να είναι η κριτική αυτής της κοινωνίας και η ανάδειξη των αντιφάσεων που φέρει εντός της. Ο Αντόρνο παραμένει πιστός σ’ αυτό το πλαίσιο της κριτικής και επιμένοντας στο συγκεκριμένο και το επιμέρους ασχολείται με την κοινωνία και τη γνώση μέσω μοντέλων. Αυτό καταδεικνύει θεωρητικά στην Αρνητική Διαλεκτική και εξασκεί πρακτικά σε έργα όπως το Κριτικά Μοντέλα.

2. M. Bookchin

Το έργο του Αντόρνο έδωσε πλούσια τροφή για σκέψη στη γενιά που επηρεάστηκε από τα γραπτά του. Μια γενιά που έζησε τα μεγάλα πολιτικά κινήματα αμφισβήτησης της δεκαετίας του 1960, τα οποία επανέφεραν τρόπον τινά τις ελπίδες για την εκπλήρωση των αξιώσεων του Λόγου. Ο Αντόρνο, αν και δεν απαρνήθηκε τον Λόγο, καθώς οι αντινομίες της εξουσιαστικής κοινωνίας που ανέδειξε έδειχναν τη δυνατότητα ξεπεράσματός της, απέφευγε κάθε είδους πολιτική δραστηριότητα, πιστεύοντας ότι η πιο συνεπής μορφή πράξης σε μια κοινωνία βυθισμένη στη βαρβαρότητα και τις αντιφάσεις είναι η θεωρία. Έμενε απλώς στην παρουσίαση της πραγματικότητας ως κόλασης, αλλά θεωρούσε ύποπτο «το κάλεσμα ρουτίνας για απόδραση απ’ αυτή».[14] Οι νέοι διανοούμενοι που είχαν επαφή με το έργο του Αντόρνο και της Σχολής της Φραγκφούρτης και οι οποίοι ανδρώθηκαν μέσα στο επαναστατικό κλίμα που ξεκίνησε από την ουγγρική επανάσταση το 1956 και κορυφώθηκε με τα γεγονότα του Μάη του έτους 1968 στο Παρίσι, δεν μπορούσαν να αρκεστούν σ’ αυτήν τη θεώρηση της πράξης ως θεωρίας. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο Μάρρεϊ Μπούκτσιν, ο οποίος, ενώ κρατά σημαντικά στοιχεία από το έργο του Αντόρνο (π.χ. την κριτική της ολότητας) τελικά απορρίπτει κεντρικές θέσεις του και εκκινεί για μια νέα θεώρηση του Λόγου που υποσχόταν πολλά περισσότερα για την δυνατότητα κοινωνικής αλλαγής μέσα από την πολιτική πράξη.

Προτού περάσουμε στην παρουσίαση κάποιων κεντρικών ιδεών του, ας δούμε πως παρουσιάζει ο ίδιος τη στάση του απέναντι στον Αντόρνο (στάση που θα γινόταν σταδιακά πιο επικριτική), επιβεβαιώνοντας όσα αναφέραμε στην παραπάνω παράγραφο. «Το αληθινό θέμα της ‘Διαλεκτικής του Διαφωτισμού’ απλά δεν είναι αναγώγιμο στην αυτοαναίρεση του Λόγου εντός της εργαλειακής ορθολογικότητας. Ήταν, πάνω απ’ όλα, η κριτική της ‘προόδου’ του Λόγου ο οποίος, αποτυγχάνοντας να προκαλέσει μια επανάσταση στην κοινωνικο-οικονομική δομή, άρχισε να αντιγράφει τα χαρακτηριστικά αυτής της δομής και υποχώρησε πίσω στον μύθο»[15] (έμφαση του Μπούκτσιν).

Συνεπώς, αυτό που απέφυγε να στοχαστεί αλλά και να επιδιώξει ο Αντόρνο, την επανάσταση στην κοινωνικο-οικονομική δομή, αρχίζει να το στοχάζεται και να το επιδιώκει ο Μπούκτσιν. Το θεωρητικό του έργο δεν συναρτάται απλά με την κοινωνικο-ιστορική πραγματικότητα και τις ιδιαιτερότητές της, όπως αυτό του Αντόρνο: εδώ δίνεται πλέον έμφαση στις επαναστατικές στιγμές της ιστορικής εξέλιξης και της κοινωνικής πραγματικότητας. Είναι χαρακτηριστικό και διόλου τυχαίο πως, όταν ο Μπούκτσιν επιχειρεί σ’ ένα εκλαϊκευτικό βιβλίο του να συνοψίσει την ιδέα του για τον Λόγο,[16] αρχικά εκκινεί από τον Μύθο και τονίζει την αλληλεπίδρασή του με την ανάπτυξη του Λόγου (θυμίζοντας σαφώς το έργο του Αντόρνο). Στη συνέχεια όμως, αντιπαραβάλει την ανάπτυξη της λογικής, από την τυπική λογική και την οργανική λογική του Αριστοτέλη μέχρι τη διαλεκτική, με ιστορικά κινήματα (θρησκευτικά, επιστημονικά, κοινωνικά και αισθητικά) που συνέβαλλαν, ως τμήματα ενός ιστορικώς «διαρκώς διαφοροποιούμενου όλου»[17] στην οικοδόμηση της αξίωσης του Λόγου να τερματιστούν οι εξουσιαστικές κοινωνικές σχέσεις, τόσο μεταξύ ανθρώπων όσο και αυτές επί της Φύσης.

Οι θεωρητικές προκείμενες του μπουκτσινικού εγχειρήματος είναι πολύ ενδιαφέρουσες. Οφείλουμε εξαρχής να τονίσουμε ότι προτάσσει τη δυνατότητα μιας αντικειμενικής ηθικής, την οποία προσπαθεί να καταστήσει έλλογη και όχι σχετικιστική, αλλά χωρίς συγχρόνως να καταντά αυθαίρετη, απολυταρχική και ντετερμινιστική. Για τον Μπούκτσιν, ο ακραίος ηθικός απολυταρχισμός είναι δυνάμει ολοκληρωτικός, όσο δυνάμει αποχαυνωτικός είναι ο ηθικός σχετικισμός. Εδώ προς το παρόν η κριτική της ολότητας αλλά και του σχετικισμού ομοιάζει στην κριτική της Σχολής της Φραγκφούρτης. Όμως, όσον αφορά την αντικειμενική ηθική, ο Μπούκτσιν πρωτοτυπεί και αναδεικνύει τη συμβατότητα της ιδέας του αντικειμενικού Λόγου, ο οποίος προτάσσει μία σύστοιχή του ηθική, με την κριτική στα φιλοσοφικά συστήματα της ταυτότητας.

Αυτό που μοχθεί ο Μπούκτσιν αρχικά να καταδείξει είναι ότι ο Λόγος δεν μπορεί να ταυτίζεται μόνο με τις εργαλειακές και αναλυτικές πτυχές του. Χωρίς να αγνοεί την ύπαρξη των πτυχών αυτών, δεν παύει να τονίζει τον κίνδυνο να αγνοήσουμε άλλες μορφές του λόγου, οργανικές, αναπτυξιακές και ηθικές, οι οποίες θα μας βοηθήσουν να δούμε την πραγματικότητα ως αναπτυξιακή. Ο συμβατικός λόγος αναλύει τα φαινόμενα ως σταθερές, με ακρίβεια ορισμένες και σαφώς καθορίσιμες οντότητες, αρκούντως δεκτικές εκμετάλλευσης. Ο διαλεκτικός λόγος, τουναντίον, αναιρεί την αρχή της ταυτότητας και παρατηρεί τα φαινόμενα στη δυναμική τους ανάπτυξη και εξέλιξη. Με τα ίδια τα λόγια του Μπούκτσιν, «ο διαλεκτικός λόγος δεν βλέπει μόνο πως οργανώνεται η τάδε οντότητα σε μια συγκεκριμένη στιγμή αλλά και πως οργανώνεται για να υπερβεί ένα δεδομένο επίπεδο ανάπτυξης και να γίνει άλλο από αυτό που είναι (…). Η αντιφατική φύση της ταυτότητας (…) θα μπορούσε μετά ταύτα να γίνεται αντιληπτή ως εγγενές γνώρισμα της ίδιας της ταυτότητας».[18]

Ισχυρή από τις παραπάνω διατυπώσεις φαίνεται η επίδραση του Χέγκελ. Όμως ο Μπούκτσιν δεν είναι εγελιανός παρά απλά διαλεκτικός. Ασκεί κριτική στον Χέγκελ για την ταύτιση υποκειμένου και αντικειμένου και την κορύφωσή της στην ολότητα ενός «Απολύτου» σχεδόν θεϊκού, αλλά και για την τελεολογική έννοια του Geist. Ασκεί συγχρόνως σκληρή κριτική στην κινητική και μηχανική θεώρηση της υλιστικής διαλεκτικής του Ένγκελς. Ο ίδιος συγκρατεί από τη διαλεκτική κυρίως την εξαγωγή των λογικών κατηγοριών από την ίδια την αυτο-εξέλιξη της πραγματικότητας και τη σύλληψη αυτών των κατηγοριών ως λανθανουσών δυνητικοτήτων που εκδιπλώνονται έλλογα προς την «ενεργό πραγματικότητά» τους. Υιοθετεί την κριτική στις στατικές ιεραρχίες του όντος και αρκείται στην παρατήρηση της αυτοαναπτυσσόμενης πραγματικότητας για την εξαγωγή των συμπερασμών του. Γι’ αυτό αποκαλεί τη φιλοσοφία του διαλεκτικό νατουραλισμό. Είναι διαλεκτική για τους προαναφερθέντες λόγους αλλά και νατουραλιστική γιατί παραμένει εγκόσμια.

Η διαλεκτική του καταλήγει σε τρεις υποθέσεις:[19] ότι υπάρχει τάξη στον κόσμο, ότι υπάρχουν διαδικασίες ώθησης που οδηγούν στη διαφοροποίηση και, τέλος, ότι υπάρχει ένα είδος κατευθυντικότητας προς ολοένα μεγαλύτερη διαφοροποίηση ή ολικότητα, εφόσον η δυνητικότητα εκτυλίσσεται προς την ενεργό πραγματικότητά της. Και οι λογικές αυτές υποθέσεις εφαρμόζονται από τον Μπούκτσιν, mutatis mutandis, τόσο στη φυσική όσο και στην κοινωνική πραγματικότητα.

Πως ωστόσο αποφεύγει ο Μπούκτσιν τις ντετερμινιστικές συνεπαγωγές των παραπάνω υποθέσεων; Σύμφωνα με τον ίδιο, «ο διαλεκτικός νατουραλισμός δεν καταλήγει σε κάποιο Εγελιανό Απόλυτο, στο τέρμα της κοσμικής αναπτυξιακής πορείας, αλλά αντίθετα προβάλλει το όραμα μιας ολοένα και μεγαλύτερης ολικότητας, πληρότητας και ποικιλίας, ως προς τη διαφοροποίηση και την υποκειμενικότητα».[20] Ο Λόγος είναι η ιστορία του Λόγου (όπως και η Φύση είναι η ιστορία της Φύσης και η κοινωνία είναι η ιστορία της κοινωνίας). Σε κάθε ιστορική περίοδο ο Λόγος μπορεί να είναι όντως έλλογος μόνο αν είναι σύστοιχος των δυνατοτήτων που διανοίγει η Φύση, η Κοινωνία αλλά και η ίδια η φιλοσοφική σκέψη. Η ιστορία δεν δύναται να σταματήσει εντούτοις και συνεπώς ο Λόγος (όπως και η ελευθερία) μπορεί να εμπλουτίζεται εσαεί. Έτσι, παρότι ένας απόλυτος υπεριστορικός Λόγος είναι αδύνατο να αποκαλυφθεί, μπορούμε να αντλούμε έλλογα κριτήρια που αρμόζουν στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο και δεν ανακόπτουν ούτε αγνοούν τις δυνατότητες και την πραγματικότητα του ίδιου του Λόγου, ως πεδίου κοινωνικο-ιστορικού. Το σύνολο του έργου του Μπούκτσιν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, σύμφωνα με τα παραπάνω, ως μια συνεχής και γεμάτη ένταση προσπάθεια, να διατηρηθεί ο Λόγος και η αντικειμενικότητα χωρίς να εκπέσουν οι επιταγές της θεωρίας στον υποκειμενισμό και τον σχετικισμό. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα όπου ασκείται εκ μέρους του κριτική στους σύγχρονους σχετικιστές:

«Όταν οι σύγχρονοι σχετικιστές κάνουν τον κόπο να προσφέρουν ορισμούς των εννοιών στις οποίες αντιτίθενται, τότε συστηματικά τους υπερδιαστέλλουν καθ’ υπερβολή. Αποκηρύσσουν την αναζήτηση θεμελιώσεων –μια κοπιώδη προσπάθεια που την έχουν εμφαντικά διαστρέψει σε ‘-ισμό’, στον λεγόμενο ‘θεμελιωτισμό’– ως ‘ολιστική’, χωρίς καμιά έγνοια για την πρόδηλη ανάγκη κατοχύρωσης βασικών αρχών. Ότι υφίστανται θεμέλια τα οποία συναρτώνται με περιοχές της πραγματικότητας στις οποίες η ύπαρξή τους είναι έγκυρη και γνωρίσιμη φαίνεται να διαφεύγει απ’ αυτούς τους αντι-θεμελιωτιστές, για τους οποίους τα θεμέλια πρέπει ή να περικλείουν ολόκληρο το σύμπαν ή να μην υφίστανται καθόλου. Η πραγματικότητα θα ήταν πράγματι ένα μυστήριο αν μερικές αρχές ή θεμέλια μπορούσαν να συμπεριλάβουν την ολότητα του υπαρκτού είναι, από τις καινοτομίες που εκδηλώνονται στο υποατομικό πεδίο μέχρι την ανόργανη ύλη, από τις απλούστατες μέχρι τις πιο πολύπλοκες μορφές ζωής και, τελικά, μέχρι το βασίλειο της αστροφυσικής».[21]

Οι λογικές κατηγορίες του διαλεκτικού νατουραλισμού βαδίζουν χέρι-χέρι με τις οντολογικές του κατηγορίες. Μια κοσμολογική συνοχή φαίνεται να συνοδεύει κάθε θεωρητική του όψη.[22] Οι πτυχές της πραγματικότητας τις οποίες διερευνά δεν απορροφώνται σε μια αδιαφοροποίητη κοσμική ολότητα. Οι δυϊσμοί αίρονται χωρίς ισοπεδωτικές αφαιρέσεις, με τον δέοντα σεβασμό στο «συγκεκριμένο καθέκαστο». Για παράδειγμα, σύμφωνα με τον Μπούκτσιν, η κοινωνία αναδύεται από τη φυσική εξέλιξη. Η αυτο-αλλοτρίωση της κοινωνίας δεν είναι αποκομμένη από την κυριάρχηση της φύσης, εφόσον και τα ανθρώπινα όντα άλλά και οι κοινωνικοί θεσμοί έχουν μια φυσική ιστορία η οποία κάποια στιγμή γνώρισε ποιοτική εξέλιξη. Η κοινωνία προκύπτει από τη φύση, χωρίς όμως να διαλύονται η μία εντός της άλλης, όπως ακριβώς και ο νους προκύπτει από το σώμα χωρίς να ταυτίζεται μ’ αυτό.

Δεδομένων των παραπάνω, θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε συνοπτικά το μπουκτσινικό κοσμοείδωλο και τη σύλληψη της ορθολογικότητας που αναδύεται από αυτό. Ο Μπούκτσιν, βασιζόμενος στα τελευταία πορίσματα της βιολογίας, παρατηρεί τη φυσική εξέλιξη, από την πρώτη αρχέγονη και ανόργανη κατάσταση του πλανήτη μας, στη δημιουργία της ζωής. Η ζωή αρχικά αποτελείται από μονοκύτταρους οργανισμούς οι οποίοι σταδιακά διαφοροποιούνται και γίνονται όλο και πιο σύνθετοι. Από τα πρώτα ασπόνδυλα μέχρι τα πρωτεύοντα θηλαστικά η φυσική ιστορία χαρακτηρίζεται από μία εξέλιξη όσον αφορά τη συνθετότητα και υποκειμενικότητα των οργανισμών. Η λεγόμενη πρώτη φύση, χωρίς να είναι έλλογη και ηθική, παραχωρεί ένα πρωταρχικό στοιχειώδες θεμέλιο για τον Λόγο και την ηθική. Από την τυφλή αμοιβάδα που αντιδρά απλώς σε ερεθίσματα μέχρι τα θηλαστικά που χρησιμοποιούν εργαλεία και συμβιώνουν με ποικίλους τρόπους εντός του οικοσυστήματός τους, παρατηρούμε πως σταδιακά αναδύεται η δυνατότητα μιας υποτυπώδους «επιλογής» αλλά και συνεργασίας των ειδών εντός των οικοσυστημάτων.

Σ’ αυτό το πλαίσιο, η εμφάνιση του ανθρώπου και της κοινωνίας, μολονότι σηματοδοτεί την ανάδυση μιας «δεύτερης φύσης», δεν έρχεται σε οξεία αντίθεση με τη φύση. Ανάμεσα στο ζεύγος κοινωνία και φύση, υπάρχει συνέχεια, κι εδώ ανατρέπεται η παραδοσιακή φιλοσοφία της φύσης που ενείχε την ιδέα της κυριαρχίας πάνω στην υποτιθέμενα τυφλή φύση (το ίδιο ισχύει για τον Μπούκτσιν και για τους δυϊσμούς σώματος και ψυχής, ανδρός και γυναικός κ.λπ.).

Η κοινωνική εξέλιξη συνεχίζει τρόπον τινά τη φυσική εξέλιξη αλλά ταυτόχρονα την υπερβαίνει. Οι άνθρωποι έχουν τη μοναδική ικανότητα να καινοτομούν και να ζουν εντός κοινωνικών θεσμών ολοένα και πιο εκλεπτυσμένων και ελεύθερων. Ακόμα, με την ανάδυση των κοινωνιών, η φύση καθίσταται αυτοσυνειδητή και για πρώτη φορά ένα ζωικό είδος μπορεί να εργαστεί έλλογα είτε θεραπεύοντας τα οικοσυστήματα είτε ενθαρρύνοντας την ανάπτυξή τους. Βέβαια, απέναντι σ’ αυτές τις δυνατότητες μπορούμε να αντιπαρατάξουμε και τις μοναδικές ικανότητες του ανθρώπου να καταστρέφει τη φύση και να κυριαρχεί στους συνανθρώπους του μέσω οργανωμένων συστημάτων ιεραρχίας. Για τον Μπούκτσιν ωστόσο, οι δυνατότητες για ελευθερία δεν μπορούν να συγκριθούν με τις ικανότητες για καταστροφή. Οι πρώτες απαιτούν φυσική ανάπτυξη και πραγματικό κοινωνικο-ιστορικό μόχθο, ενώ οι δεύτερες μια απλή στασιμότητα στη ‘ζωική’ λογική της εργαλειακότητας των μέσων και σκοπών (την κυρίαρχη λογική εντός του καπιταλιστικού κόσμου).

Οι άνθρωποι επιλέγουν, για πρώτη φορά στη φυσική ιστορία, συνειδητά και αυτή η συνείδηση ενσαρκώνεται σε επινοημένους κοινωνικούς θεσμούς. Αυτή η ενσάρκωση βέβαια δεν αποτελεί παρά ένα συνεχές γίγνεσθαι και απαιτεί μια ιστορία. Όντως ο Μπούκτσιν υποστηρίζει ότι υπάρχει μια ιστορία έλλογων προόδων, μια κατευθυντικότητα ή ώθηση ή τάση προς πλουσιότερες μορφές ελευθερίας και υποκειμενικότητας. Ενδεικτικές είναι οι περιπτώσεις της αστεακής επανάστασης, η οποία συνέβαλλε καθοριστικά στον τερματισμό του καθορισμού της κοινωνικής ζωής από τους δεσμούς συγγένειας, η επινόηση της δημοκρατίας, η κατάργηση της δουλείας, οι κοινωνικές επαναστάσεις κλπ. Αυτές οι πρόοδοι εκτυλίσσονται άνισα, όπως π.χ. η γεωργική επανάσταση η οποία έγινε σχεδόν σε ολόκληρο τον πλανήτη αλλά όχι την ίδια αναγκαστικά χρονική περίοδο.[23]

Δεν καθορίζει ο Μπούκτσιν το περιεχόμενο και την κατεύθυνση της ιστορίας ούτε εικάζει εγγενείς κατευθύνσεις σ΄αυτήν. Παρατηρεί την αυτο-ανάπτυξη της κοινωνίας και εξάγει συμπερασμούς απ’ αυτήν και μόνο. Αυτή η αυτο-ανάπτυξη υπερέχει κάθε υπόθεσης εγγενών χαρακτηριστικών. Και αναρωτιέται τι απ’ ό,τι παρατηρεί είναι ριζικά καινοτόμο σε σχέση με τη φυσική ιστορία, από την ανόργανη ύλη μέχρι την εμφάνιση της ζωής, και από τους μονοκύτταρους οργανισμούς μέχρι τα πρωτεύοντα θηλαστικά. Και τι είναι ριζικά καινοτόμο μεταξύ των ιστορικών περιόδων. Εξάγει κατ’ αυτόν τον τρόπο τις μοναδικές δυνατότητες για τη θέσμιση μιας ελεύθερης κοινωνίας που έχει ο άνθρωπος και η κοινωνία, αντικρίζοντας την αληθινή και κοπιώδη πραγμάτωση αυτών των δυνητικοτήτων στην ιστορία, ή την πρόοδο όσον αφορά τις δυνατότητες να πραγματωθούν αυτές οι δυνητικότητες. Αυτές τις αντιπαραθέτει με την ικανότητα των ανθρώπων να προκαλούν το κακό, οι οποίες είναι πολύ πιο φτωχές καθώς υπηρετούν πάντα την εργαλειακή λογική των μέσων και σκοπών, μια λογική καθήλωσης στο πεδίο της επιβίωσης, μια «λογική» ευρισκόμενη σε ποικιλία πριν την εμφάνιση των ανθρώπινων κοινωνιών.

Εν τέλει εξάγει και την αντικειμενική απελευθερωτική ηθική και το περιεχόμενο της ελευθερίας που είναι προϊόντα της κατευθυντικότητας που διέγνωσε στην πραγματικότητα και άρα ιστορικά περιορισμένα. Γιατί αναγνωρίζει μορφές σκέψης και πράξης που είναι σύστοιχες μαζί τους και επιτείνουν την εκτύλιξη αυτών των δυνητικοτήτων, και μορφές σκέψης και πράξης που τις αναστέλλουν ή ακόμα και τις καταστρέφουν. Και όσο συνεχίζεται η ιστορία, αν δεν κατακρημνιστούμε στη βαρβαρότητα, τόσο το περιεχόμενο αυτής της ελευθερίας και της αντικειμενικής αυτής ηθικής μπορεί να εμπλουτίζεται και να διαφοροποιείται.

Εδώ πολύτιμο κρίνω ένα παράθεμα από το δοκίμιο του Μπούκτσιν Ιστορία, Πολιτισμός και Πρόοδος:

Η Ιστορία είναι «το ορθολογικό περιεχόμενο και η συνέχεια των γεγονότων (με τον δέοντα σεβασμό στα ‘ποιοτικά’ άλματα) που εδράζονται στις δυνατότητες της ανθρωπότητας για ελευθερία, αυτοσυνείδηση και συνεργασία, στην αυτο-διαμορφωνόμενη ανάπτυξη ολοένα και πιο ελευθεριακών μορφών κοινωνικής συμβίωσης (consociation). Είναι η, τρόπος του λέγειν, ορθολογική ‘υποδομή’ που συνέχει τις ανθρώπινες πράξεις και τους θεσμούς, πάνω από το παρελθόν και το παρόν, προς την κατεύθυνση μιας χειραφετητικής κοινωνίας και του χειραφετημένου ατόμου. Δηλαδή, η Ιστορία είναι ακριβώς ό,τι είναι ορθολογικό στην ανθρώπινη ανάπτυξη. Επιπλέον, είναι ό,τι είναι ορθολογικό με τη διαλεκτική έννοια του λανθάνοντος που εκτυλίσσεται, διευρύνεται και αρχίζει μέσω αυξανόμενης διαφοροποίησης και με διακυμάνσεις να πραγματώνει ενεργά τις ίδιες τις πραγματικές δυνατότητες της ανθρωπότητας για ελευθερία, αυτοσυνείδηση και συνεργασία».[24]

Και συμπληρώνει παρακάτω: «Δεν ισχύει ότι η κοινωνική ανάπτυξη είναι διαλεκτική επειδή είναι αναγκαία ορθολογική όπως ένας παραδοσιακός εγελιανός θα υπέθετε, αλλά μάλλον πως όπου η κοινωνική ανάπτυξη είναι ορθολογική, αυτή είναι διαλεκτική ή ιστορική. Διαβεβαιώνουμε, εν ολίγοις, πως μπορούμε να συνάγουμε από μια μοναδικά ανθρώπινη δυνατότητα, μια ορθολογική ανάπτυξη που προάγει την ανθρώπινη αυτοπραγμάτωση σε μια ελεύθερη, αυτοσυνειδητή και συνεργατική κοινωνία. Ο θεωρησιακός λόγος προτάσσει επί τούτου τον ισχυρισμό ότι διαβλέπει την ορθολογική ανάπτυξη (με κανέναν τρόπο ανοσοποιημένη απέναντι σε ανορθολογικές μεταστροφές) της κοινωνίας όπως θα όφειλε να είναι, δεδομένης της ανθρώπινης δυνατότητας όπως τη γνωρίζουμε στη πραγματική ζωή, να μεταβαίνει από μία φυλετική ομάδωση σε ένα δημοκρατικό σώμα πολιτών, από τη μυθοποιητική στον ορθό λόγο, από την υποταγή της εαυτότητας εντός μιας δημώδους συλλογικότητας στην ατομικότητα εντός μιας ορθολογικής κοινότητας – όλες αυτές οι μεταβάσεις προκύπτουν ως αμφότερα ορθολογικοί σκοποί και υπαρξιακές πραγματικότητες. Ο θεωρησιακός λόγος πρέπει πάντοτε να εγκαλείται ώστε να κατανοήσει και να εξηγήσει όχι μόνο τι έχει διαδραματισθεί αναφορικά με αυτές τις προβληματικές, αλλά και γιατί επανέρχονται με ποικιλόμορφη ένταση και πως μπορούν να επιλυθούν».[25]

Εν τέλει, για τον Μπούκτσιν, έλλογη είναι η σκέψη που εξάγει διαλεκτικά αυτό που αντικειμενικά θα όφειλε να υπάρχει (αντάξιο των δυνατοτήτων για ελευθερία) απέναντι σ’ ό,τι απλώς υπάρχει (ανάξιο απέναντι στις μοναδικές ανθρώπινες δυνατότητες).

Θοδωρής Βελισσάρης

——————————————————————————–
[1] Αντόρνο, Αρνητική Διαλεκτική, σ.13

[2] Αντόρνο, Η ιδέα της φυσικής ιστορίας, σ.13

[3] Fabrini & Zima, Κρίση του Λόγου και μεταμόρφωση του υποκειμένου, σ.128

[4] Jay, Η έννοια της ολότητα στον Λούκατς και τον Αντόρνο, σ.35

[5] Αντόρνο, Η ιδέα της φυσικής ιστορίας, σ.40

[6] Αντόρνο, Αρνητική Διαλεκτική, σ.52

[7] Αντόρνο & Χορκχάιμερ, Διαλεκτική του Διαφωτισμού, σ.419

[8] Ό.π., σ.156

[9] Ό.π., σ.34

[10] Ό.π., σ.45

[11] Αντόρνο, Minima Moralia, σ.290

[12] Αντόρνο, Διαλεκτική του Διαφωτισμού, σ.64

[13] Ό.π. σ.353

[14] Ό.π., σ.407

[15] Μπούκτσιν, «Finding the subject: notes on Whitebook and ‘Habermas Ltd’», Telos, no. 50 (Χειμώνας 1981-82). Αναδημοσιευμένο εδώ: http://dwardmac.pitzer.edu/anarchist_archives/bookchin/finding.html

[16] Μπούκτσιν, Ξαναφτιάχνοντας την κοινωνία, σ.155-165

[17] Ό.π., σ.159

[18] Μπούκτσιν, «Ένας φιλοσοφικός νατουραλισμός», Κοινωνία και Φύση, τ.2, Σεπτέμβριος – Δεκέμβριος 1992, σ. 79

[19] Ό.π., σ.88

[20] Ό.π., σ. 90

[21] Μπούκτσιν, Ιστορία, Πολιτισμός και Πρόοδος, Ισνάφι, Ιωάννινα 2005, σσ. 37-38

[22] Διαφωτιστικό ως προς αυτήν την οπτική αλλά και εξαιρετικό ως εισαγωγικό στη φιλοσοφία του Μπούκτσιν είναι το δοκίμιο της Janet Biehl με τίτλο “Dialectics in the ethics of social ecology”. Βλ. Biehl, Rethinking ecofeminist politics, South End Press, 1991, σσ. 105-129

[23] Πρέπει να επισημάνουμε ότι για τον Μπούκτσιν, η κοινωνία, ως δεύτερη φύση παραμένει απλώς «άρνηση» της πρώτης φύσης, και η αναίρεση και των δύο σε μία «ελεύθερη φύση» προϋποθέτει την έλλογη κοινωνική χειραφέτηση.

[24] Μπούκτσιν, Ιστορία, Πολιτισμός και Πρόοδος, Ισνάφι, Ιωάννινα 2005, σσ. 45-46

[25] Ό.π., σσ. 65-66


——————————————————————
Βιβλιογραφία:
Adorno, T.Wh., Αρνητική Διαλεκτική, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2006.
― Minima Moralia, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1990.
― Critical Models, Columbia University Press, Νέα Υόρκη 1998.
― Διαλεκτική του Διαφωτισμού (από κοινού με τον M. Horkheimer), Νήσος, Αθήνα 1996.
― Η ιδέα της φυσικής ιστορίας, Πρίσμα, Αθήνα 1992.

Fabrini, S. & Zima, P.V., Κρίση του Λόγου και μεταμόρφωση του υποκειμένου, Λεβιάθαν, Αθήνα 1992.

Jay, M., Η έννοια της ολότητας στον Λούκατς και τον Αντόρνο, Έρασμος, Αθήνα 1992.

Bookchin, M., The philosophy of social ecology, Black Rose books, Μόντρεαλ 1996.
― The ecology of freedom, Silver Brook Press, Γουόρνερ 2003.
― Ξαναφτιάχνοντας την κοινωνία, Εξάντας, Αθήνα 1993.
― Η σύγχρονη οικολογική κρίση, Βιβλιόπολις, Αθήνα 1993.
― Ιστορία, Πολιτισμός και Πρόοδος, Ισνάφι, Ιωάννινα 2005.
― «Ένας φιλοσοφικός νατουραλισμός», Κοινωνία και Φύση, τ.2, Σεπτέμβριος – Δεκέμβριος 1992, σσ. 74-102.
― «Finding the subject: notes on Whitebook and ‘Habermas Ltd’», Telos, no. 50 (Χειμώνας 1981-82). Αναδημοσιευμένο εδώ: http://dwardmac.pitzer.edu/anarchist_archives/bookchin/finding.html

Biehl, J., Rethinking ecofeminist politics, South End Press, 1991.

Η διορατικότητα και τα προβλήματα του Κομμουνιστικού Μανιφέστου


του Murray Bookchin (Μάρεϊ Μπούκτσιν)

[Μεταφράσαμε αυτό το δοκίμιο του Μάρεϊ Μπούκτσιν επειδή το βρήκαμε πολύ ενδιαφέρον ως προς την κριτική αντιμετώπιση του μαρξισμού, η επικαιρότητα του οποίου είναι όλο και πιο εμφανής τελευταία].

Είναι πολιτικά τονωτικό να κοιτάζει κανείς με νέο βλέμμα το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος (για να χρησιμοποιήσουμε τον αυθεντικό του τίτλο), που γράφτηκε προτού ο Μαρξισμός επικαλυφθεί από ρεφορμιστικούς, μεταμοντέρνους, πνευματικούς και ψυχολογικούς σχολιασμούς. Από την εξέταση αυτού του έργου με τους δικούς του όρους, προκύπτει πως δεν πρόκειται για κάποιο «κείμενο» προορισμένο να εξυπηρετήσει κάποια ακαδημαϊκή αποδόμηση και περίπλοκη ερμηνεία, αλλά μάλλον πως πρόκειται για το μανιφέστο ενός κόμματος που αμφισβήτησε την ύπαρξη των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων και τη βαθύτερη ταξική βάση τους. Το Μανιφέστο αντιμετώπιζε ευθέως το εκμεταλλευτικό κοινωνικό σύστημα της εποχής του και στόχευε στην παρακίνηση μιας τάξης –του προλεταριάτου– σε επαναστατική δράση εναντίον του.

Οι Μαρξ και Ένγκελς έθεσαν τη θεωρία στην υπηρεσία της οικοδόμησης ενός κινήματος –πράγματι, συνύφαναν με οξύνοια βασικές αναλυτικές ιδέες με προγραμματικά και οργανωτικά ζητήματα. Κάτι τέτοιο ακούγεται εξωπραγματικό στη σημερινή εποχή, η οποία διχοτομεί αυστηρά αυτά τα δύο στοιχεία. Είναι σίγουρο πως, σήμερα, η ύπαρξη μιας «Μαρξολογίας» ως πανεπιστημιακού επιστημονικού κλάδου με το δικό της σώμα καθηγητών και τα δικά της περιοδικά, διαχωρισμένης από μια ζωντανή πρακτική, δεν είναι ένα εντελώς πρωτόγνωρο φαινόμενο. Ο Κάουτσκυ, μεταξύ άλλων, ήδη εγκαινίασε αυτή τη διχοτόμηση ως υπεύθυνος σύνταξης του Die Neue Zeit τη δεκαετία του 1890. Αλλά το Die Neue Zeit, τουλάχιστον, ήταν το θεωρητικό όργανο ενός μαζικού κινήματος που κινητοποιούσε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων στη Γερμανική πολιτική σκηνή. Μόνο κατά τις πρόσφατες δεκαετίες εμφανίστηκαν αυστηρά ακαδημαϊκά μαρξικά περιοδικά που επιδείκνυαν ελάχιστες ή και μηδαμινές πολιτικές προθέσεις και, γι’ αυτόν τον λόγο, δεν παρείχαν καμία βάση για μια πρακτική προσηλωμένη στον μετασχηματισμό της κοινωνίας. Το διαζύγιο μεταξύ θεωρίας και πράξης –και η αποτυχία των δεδηλωμένων αριστεριστών να χτίσουν μια επαναστατική δημόσια σφαίρα στις πρόσφατες δεκαετίες– οδήγησε στην αποδυνάμωση της ίδιας της θεωρίας, όπως μαρτυρεί η τρέχουσα αποδοχή από μια μερίδα αυτοαποκαλούμενων μαρξιστών, του μεταμοντέρνου μηδενισμού, του καταστασιακού αισθητισμού και αρκετά πρόσφατα, ακόμα και του ανατολικού πνευματισμού.

Αντιθέτως, το πιο αναζωογονητικό στοιχείο του Μανιφέστου ως θεωρητικού κειμένου είναι πως ανυπόκριτα και θαρραλέα καταπιάνεται με ζωντανές κοινωνικές σχέσεις και όχι απλώς με τις πολιτιστικές παραφυάδες τους. Ο υφολογικός μαγνητισμός του, που το καθιέρωσε ως αμίμητο πρότυπο για τόσες πολλές προγραμματικές διακηρύξεις επαναστατικών κινημάτων, βρίσκεται ακριβώς στην άφοβη ευθυκρισία του σχετικά με τους υλικούς παράγοντες που διέπουν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Ο Μαρξ (ο οποίος φαίνεται πως συνέγραψε το μεγαλύτερο μέρος του Μανιφέστου), πολύ περισσότερο από τον Νίτσε, έγραψε με σφυρί για τις πραγματικότητες του καπιταλιστικού συστήματος που αναδυόταν εκείνη την εποχή. Η περίφημη εναρκτήρια πρόταση –«Η ιστορία όλων των ως τώρα κοινωνιών, είναι η ιστορία ταξικών αγώνων»– είναι εντυπωσιακά δηλωτική, μη επιτρέποντας καμία αμφισημία [1].

Δημοσιευμένο σε μια περιορισμένη γερμανική έκδοση 800 αντιτύπων την παραμονή της Επανάστασης του Φεβρουαρίου του 1848 στη Γαλλία, το Μανιφέστο συνέθετε γενιές στοχασμού πάνω στις ριζικές αιτίες της κοινωνικής αδικίας και σύγκρουσης. Όπως παραδέχτηκε ανοικτά και ο ίδιος ο Μαρξ, η σημασία που προσδίδει στην πάλη των τάξεων δεν ήταν πρωτοφανής στην επαναστατική σκέψη. Μπορεί να ανιχνευθεί πίσω στους Ισοπεδωτές [Levellers] της Αγγλικής Επανάστασης ή ακόμα και σε Λολλάρδους [Lollards] όπως ο John Ball στον αγγλικό «Πόλεμο των Χωρικών» τον 14ο αιώνα. Χωρίς να έχει άμεσο αντίκτυπο στα γεγονότα που σημάδεψαν το θυελλώδες έτος του 1848, εντούτοις, το Μανιφέστο άφησε ένα μόνιμο αποτύπωμα στα μεταγενέστερα κινήματα της εργατικής τάξης, παρέχοντας ένα αποφασιστικό κριτήριο για να κρίνονται οι επαναστατικές προθέσεις τους. Και έθεσε σε κάθε μεταγενέστερο επαναστατικό κίνημα την υποχρέωση να καταστήσει τους καταπιεσμένους ικανούς να συνειδητοποιήσουν την κατάστασή τους –δηλαδή να εμφυσήσει στους εκμεταλλευόμενους μια βαθιά αίσθηση ταξικής συνείδησης και να τους εξωθήσει στην κατάργηση της ταξικής κοινωνίας ως τέτοιας.

Έτσι σφυρηλατημένη καθώς ήταν, η εναρκτήρια πρόταση του Μανιφέστου –απέριττη και κατηγορηματική– καθιέρωσε άμεσα την «Ένωση των Κομμουνιστών» (για την οποία γράφτηκε) ως ένα καταφανώς επαναστατικό κίνημα. Μετέπειτα, οι σοσιαλιστικές οργανώσεις και τα κινήματα που δήλωναν πως αξίωναν δικαιοσύνη για τους καταπιεσμένους έπρεπε να επικυρώσουν τη συμπαράταξη τους με την αναδυόμενη εργατική τάξη, στη σύγκρουσή της με την αστική τάξη. Μετά την έκδοση του Μανιφέστου, η ταξική πάλη θεωρούνταν δεδομένη από παρόμοια κινήματα, ακόμα κι αν επιχειρούσαν να φθάσουν στον σοσιαλισμό με ειρηνικά και σταδιακά μέσα, κάνοντας συμβιβασμούς μεταξύ των εργατών και των καπιταλιστών.

Επιπλέον, η εναρκτήρια πρόταση του Μαρξ ανήγγειλε πως το Μανιφέστο δεν θα συσκότιζε τις πραγματικές κοινωνικές σχέσεις που συγκροτούν τον καπιταλισμό. Το Μανιφέστο τόνιζε με έμφαση ότι ο καπιταλισμός είναι μια αδυσώπητα εκμεταλλευτική οικονομία που οδηγείται από τις ανταγωνιστικές σχέσεις της στον αποικισμό ολόκληρου του πλανήτη και στην τοποθέτηση της κοινωνικής ζωής, ως τέτοιας, αντιμέτωπης πρόσωπο με πρόσωπο με τον προβληματισμό για την ίδια την ικανότητά της για επιβίωση, δεδομένης της απουσίας μιας κομμουνιστικής κοινωνίας. Σήμερα, τη στιγμή που ο ρεφορμισμός διεισδύει στο μεγαλύτερο μέρος της πολιτικής σκέψης η οποία πλασάρεται με το όνομα του αριστερισμού, θα κάναμε καλά να θυμηθούμε ξανά τις προειδοποιήσεις των Μαρξ και Ένγκελς, ενάμιση αιώνα νωρίτερα, ότι η «αστική τάξη είναι ανίκανη να συνεχίσει να αποτελεί την κυρίαρχη τάξη στην κοινωνία, και να επιβάλλει τις δικές της συνθήκες ύπαρξης επί της κοινωνίας ως ακατάλυτο νόμο», πράγματι, ότι «η ύπαρξή της δεν είναι πια συμβατή με την κοινωνία» (σσ. 495, 497) [2].

Τα μέρη I («Αστοί και Προλετάριοι») και II («Προλετάριοι και Κομμουνιστές») του Μανιφέστου εκθέτουν το κύριο επιχείρημα του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου, σε ζωντανή, ξεκάθαρη πρόζα που είναι συναρπαστικά προγραμματική όσο και λαμπρά θεωρητική. Οι μεστές διατυπώσεις είναι αδύνατο να συνοψισθούν χωρίς να αδικηθούν, ενώ είναι αδύνατο να συλληφθεί η οξύνοια με την οποία οι Μαρξ και Ένγκελς κατέδειξαν ότι ο καπιταλισμός δημιουργεί τις συνθήκες της αναπόδραστης καταστροφής του. Στο αποκορύφωμα του πρώτου μέρους περιέχονται ιδέες που είναι προκλητικές και διορατικές ακόμα και για τον 21ο αιώνα:

«Η αστική τάξη δεν μπορεί να υπάρχει αν δεν επαναστατικοποιεί συνεχώς τα μέσα παραγωγής, και συνεπώς τις σχέσεις παραγωγής και, μαζί μ’ αυτές, όλες γενικά τις κοινωνικές σχέσεις (…). Την αστική εποχή διακρίνουν απ’ όλες τις προηγούμενες η συνεχής επαναστατικοποίηση της παραγωγής, ο αδιάκοπος κλονισμός όλων των κοινωνικών συνθηκών και για η αιώνια αβεβαιότητα και κινητικότητα. Όλες οι σταθερές, σκουριασμένες σχέσεις και η ακολουθία τους από αρχαίες σεβάσμιες προκαταλήψεις και αντιλήψεις διαλύονται, κι όλες οι νεοσχηματισμένες παλιώνουν αμέσως, πριν προφτάσουν να οστεοποιηθούν. Καθετί σταθερό και ακλόνητο κλονίζεται, καθετί ιερό βεβηλώνεται, και οι άνθρωποι αναγκάζονται επιτέλους να δουν με καθαρό μάτι τις πραγματικές συνθήκες της ζωής τους και τις μεταξύ τους σχέσεις.»

Η ανάγκη για μία συνεχώς επεκτεινόμενη αγορά των προϊόντων της κυνηγά την αστική τάξη σ’ όλη την υδρόγειο. Είναι αναγκασμένη να φωλιάζει παντού, να εγκαθίσταται παντού, να δημιουργεί σχέσεις παντού (…). Η σύγχρονη αστική κοινωνία με τις σχέσεις παραγωγής, ανταλλαγής και ιδιοκτησίας, που δημιούργησε σαν από θαύμα τόσο ισχυρά μέσα παραγωγής και συναλλαγής, μοιάζει με το μαθητευόμενο μάγο, που δεν μπορεί πια να κυριαρχήσει στις υποχθόνιες δυνάμεις που ο ίδιος προσκάλεσε». (σσ. 487, 489).

Αυτές οι γραμμές γράφτηκαν ενάμιση αιώνα πριν, όταν ο καπιταλισμός μετά βίας αποτελούσε το κυρίαρχο κοινωνικό σύστημα στην Ευρωπαϊκή ήπειρο, μολονότι είχε εισβάλλει για τα καλά στη Βρετανία και η τελική επικράτησή του στη Γαλλία και τη Γερμανία ήταν επικείμενη. Ο βιομηχανικός καπιταλισμός στην Ευρωπαϊκή ήπειρο αποτελούσε ακόμη μέρος μιας μεικτής οικονομίας – μερικώς αστικής, μερικώς φεουδαρχικής και κατά κύριο μέρος αγροτικής. Σχεδόν όλες οι πόλεις ήταν ακόμα συμπαγείς οντότητες, πλημμυρισμένες από ελικοειδείς μεσαιωνικούς δρόμους και περιστοιχισμένες με τείχη, ενώ τα καθημερινά αγαθά φτιάχνονταν από τα χέρια επιδέξιων τεχνιτών. Ο χειμώνας του 1847-48 δεν ήταν ακόμη παρά η απαρχή της αστικής εποχής, όχι το απόγειό της, πόσο μάλλον το τέλος της, και λέξεις όπως παγκοσμιοποίηση και πολυεθνισμός [multinationalism] ήταν τότε ανήκουστες, παρότι το Μανιφέστο περιέγραφε παρόμοια φαινόμενα. Οι προβλέψεις του παραπάνω παραθέματος θα μπορούσαν κάλλιστα να απορριφθούν ως ευφάνταστα οράματα εάν δεν τοποθετούνταν στο πλαίσιο του Μανιφέστου που προσέδωσε σ’ αυτές ένα, τόσο ιστορικό όσο και εκπαιδευτικό, νόημα το οποίο έλλειπε από πρότερες αποτιμήσεις του καπιταλισμού (λέξη που ήταν ακόμα καινούρια).

Αυτές οι γραμμές καταδεικνύουν τη δύναμη της θεωρίας να προεκτείνεται στο μέλλον, πέρα από τις δεδομένες συνθήκες – και οι θεωρητικές προβλέψεις των Μαρξ και Ένγκελς έγιναν ολοφάνερες πραγματικότητες πολλές γενιές αργότερα, μολονότι παραμένουν ανεκπλήρωτες ακόμα και στη νέα χιλιετία. Αξεπέραστη είναι η θεμελιώδης πραγματικότητα πως ο καπιταλισμός είναι ένα ανεξέλεγκτο προϊόν ιστορικής «μαγγανείας» –ένα σύστημα παραγωγής για την παραγωγή ως αυτοσκοπό– το οποίο, όσο υπάρχει, πρέπει να καταβροχθίζει τον φυσικό κόσμο και να αναμορφώνει δραστικά τον πλανήτη, πιθανώς μέχρι την εξολόθρευση όλων των μορφών ζωής, των ανθρώπων συμπεριλαμβανομένων. Χωρίς την επαναστατική αλλαγή, η ορμή του ως μετασχηματιστικό σύστημα –ως κοινωνία που λειτουργεί από μόνη της, πέρα ακόμα κι απ’ τον έλεγχο της ίδιας της αστικής τάξης– μπορεί να μετριαστεί αλλά δεν μπορεί να αναχαιτιστεί.

Η συζήτηση επί των θεωρητικών και προγραμματικών ζητημάτων του Μανιφέστου δεν μπορεί να έχει νόημα αν δεν καταπιαστεί με την ανάγκη για τη δημιουργία ενός «επαναστατικού κινήματος ενάντια στην υφιστάμενη κοινωνική και την πολιτική τάξη πραγμάτων» (σελ. 519). «Η θεωρία των κομμουνιστών», όπως διακηρύσσει το Μανιφέστο, «μπορεί να συνοψιστεί στην εξής πρόταση: κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας» (σελ. 498) ή ισοδύναμα, κατάργηση του καπιταλισμού χωρίς οποιεσδήποτε επιφυλάξεις. Η αποτυχία ενός κομμουνιστικού κινήματος ως προς αυτόν τον στόχο, σύμφωνα με τους Μαρξ και Ένγκελς, δεν θα ήταν η «κατά προσέγγιση επίτευξή» του ή η «ρεαλιστική» τροποποίησή του, αλλά η καθολική εγκατάλειψή του [3]. Όπως έγραψαν οι συντάκτες του Μανιφέστου στην εισήγησή τους στην «Ένωση των Κομμουνιστών» μετά από τα γεγονότα των 1848-49, μεταρρυθμίσεις θα μπορούσαν δικαίως να απαιτηθούν, αλλά μόνο ως μέσα κλιμάκωσης μεγαλύτερων διεκδικήσεων που θα ήταν αδύνατο να ικανοποιηθούν από την υφιστάμενη κοινωνική τάξη πραγμάτων, και έτσι θα οδηγούσαν σε μια ένοπλη αντιπαράθεση με την αστική τάξη για την ίδια τη δομή της κοινωνίας.

Και δεν ήταν βέβαια οι αναγνώστες του Μανιφέστου εκείνη την εποχή –αλλά και μία γενιά αργότερα– μέλη του βιομηχανικού προλεταριάτου, στο οποίο απευθυνόταν το κείμενο. Μακράν, η συντριπτική πλειοψηφία των εργατών που θα μπορούσαν να καταλάβουν το μήνυμά του ήταν τεχνίτες που προσέβλεπαν στο δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι (σε αδελφότητες αλληλοβοήθειας συντεχνιακού τύπου ή βιομηχανικά συνδικάτα) και, μεταξύ των πιο προηγμένων εργατών, που προσέβλεπαν στο δικαίωμα της συνεταιριστικής «οργάνωσης της εργασίας». Αυτός ο συντεχνιακός [artisanal] ή συνεργατικός [associative] σοσιαλισμός, όπως τον έχουν ονομάσει οι ιστορικοί, ήταν περισσότερο συνεταιριστικός [cooperative] παρά κομμουνιστικός, ανταμείβοντας τα μέλη των ενώσεων σύμφωνα με την εργασία τους και όχι σύμφωνα με τις ανάγκες τους.

Σε αντίθεση, το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος έκανε ένα μεγάλο άλμα, απαράμιλλο σε σχέση με κάθε σύγχρονό του σοσιαλιστικό κείμενο. Έδειξε ότι ο κομμουνισμός δεν ήταν μόνο ένα ηθικό ζητούμενο για κοινωνική δικαιοσύνη αλλά μια ακαταμάχητη ιστορική αναγκαιότητα η οποία προέκυπτε από την ίδια την ανάπτυξη του καπιταλισμού. Αυτό το άλμα πήρε μορφή στο μίνιμουμ πρόγραμμα των δέκα σημείων, το οποίο αποτελεί ως επί το πλείστον συμβολή του Ένγκελς. Με τις συγκρατημένες διεκδικήσεις του, φαίνεται να είχε σχεδιαστεί για το γερμανικό εργατικό κίνημα, το οποίο ακόμη συμμαχούσε με τις μεσαίες τάξεις ενάντια στην αριστοκρατία. Έτσι, ακόμα και η πιο σοσιαλιστική διεκδίκηση από τις δέκα, η έβδομη, προέτρεπε μετριοπαθώς για «διεύρυνση της κρατικής ιδιοκτησίας των εργοστασίων και των μέσων παραγωγής», παρά για κολλεκτιβοποίηση της οικονομίας (σελ. 505). Μακρόπνοα, το δεύτερο μέρος του Μανιφέστου προέβλεπε τη συγκέντρωση όλων των παραγωγικών λειτουργιών, συμπεριλαμβανομένης της γης, στα «χέρια μιας ευρείας ένωσης [association] ολόκληρου του έθνους» (σελ. 505). Στην πραγματικότητα, αυτή η τελευταία φράση, «ευρεία ένωση ολόκληρου του έθνους» υπήρχε μόνο στην αγγλική μετάφραση∙ το γερμανικό κείμενο μιλούσε για «συνεταιρισμένα άτομα», χρησιμοποιώντας μια κάπως πιο προυντονιστική διατύπωση που θα καθιστούσε το έγγραφο πιο αποδεκτό στη Γερμανία της εποχής.

Αφού εξαφανιστούν οι τάξεις και κοινωνικοποιηθεί η ιδιοκτησία, λέει το Μανιφέστο, «η δημόσια εξουσία θα χάσει τον πολιτικό χαρακτήρα της», δηλαδή την κρατική της μορφή:

«Η πολιτική εξουσία (το κράτος), όπως δεόντως αποκαλείται, είναι απλά η οργανωμένη εξουσία μιας τάξης για την καταπίεση μιας άλλης. Εάν το προλεταριάτο αναγκασθεί λόγω των περιστάσεων κατά τον αγώνα του με την αστική τάξη να οργανωθεί το ίδιο ως τάξη, και εάν μέσω μιας επανάστασης γίνει το ίδιο η άρχουσα τάξη και ως τέτοια καταστρέψει δια της βίας τις παλιές συνθήκες παραγωγής, τότε θα έχει καταστρέψει μαζί με αυτές τις συνθήκες και τις προϋποθέσεις ύπαρξης των ταξικών ανταγωνισμών και των τάξεων γενικότερα, και με αυτόν τον τρόπο θα έχει καταργήσει την ίδια την κυριαρχία του ως τάξη».

«Αντί της παλαιάς αστικής κοινωνίας με τις τάξεις και τους ταξικούς ανταγωνισμούς, θα έχουμε μια ένωση, στην οποία η ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός θα είναι η προϋπόθεση για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων». (σσ. 505-6)

Οι κομμουνιστές που προσπαθούν να επιτύχουν αυτούς τους στόχους, λέει το Μανιφέστο, δεν έχουν συμφέροντα «πέραν αυτών του προλεταριάτου ως συνόλου» (σελ. 496). Αποτελούν τον πιο αποφασιστικό παράγοντα στον αγώνα για την προώθηση της ευημερίας του προλεταριάτου αλλά, πάντα βλέποντας τα χαρακτηριστικά του αγώνα συνολικά, «υποστηρίζουν παντού κάθε επαναστατικό κίνημα ενάντια στην υφιστάμενη κοινωνική και πολιτική τάξη πραγμάτων». Πράγματι, φέρνουν πάντα στο προσκήνιο «σαν κύριο διακύβευμα (κάθε αγώνα), το ζήτημα της ιδιοκτησίας, ασχέτως του βαθμού ανάπτυξής του τη δεδομένη στιγμή» (σελ. 519).

Λαμβάνοντας υπόψη: την ανάλυση του Μανιφέστου για τον καπιταλισμού ως μία καταδικασμένη κοινωνική τάξη πραγμάτων, μέσα στην οποία οι μεταρρυθμίσεις πρέπει πάντα να τίθενται στην υπηρεσία της επανάστασης∙ την αποφασιστική δέσμευσή του για τη (γενικά βίαια) επανάσταση∙ τη θεώρηση του κομμουνισμού ως συνεργατικό παρά κρατικό σύστημα «στο οποίο η ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός θα είναι η προϋπόθεση για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων», είναι λογικό να αναρωτιόμαστε τι ακριβώς εννοούσαν οι Μαρξ και Ένγκελς ως «πολιτική εξουσία» το 1847-48. Η απάντηση –η οποία έχει ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά λαμβάνοντας υπόψη αυτά που επρόκειτο να γράψουν αργότερα– είναι αναπάντεχα ελευθεριακή.

Στο Μανιφέστο, το προλεταριακό «κράτος» που θα αντικαταστήσει την αστική «πολιτική εξουσία» και αρχικά θα επιχειρήσει τις πιο «δεσποτικές επιδρομές στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας», θα αποτελείται από το προλεταριάτο που θα έχει ανέλθει στη «θέση της κυρίαρχης τάξης». Πιο συγκεκριμένα:

«Το προλεταριάτο θα χρησιμοποιήσει την πολιτική υπεροχή του για να αποσπάσει βαθμιαία όλο το κεφάλαιο από την αστική τάξη, έτσι ώστε να συγκεντρώσει όλα τα μέσα παραγωγής στα χέρια του κράτους, δηλαδή του προλεταριάτου οργανωμένου ως άρχουσα τάξη, αλλά και να αυξήσει το σύνολο των παραγωγικών δυνάμεων όσο το δυνατόν γρηγορότερα» (έμφαση του Μπούκτσιν). (σελ. 504)

Μόλις μετά βίας θα μπορούσε κάτι τέτοιο να αποκληθεί κράτος, είτε με τη συνηθισμένη Μαρξική έννοια της λέξης, είτε με την έννοια του κοινωνικού αναρχισμού. Στην πραγματικότητα, οι επιπτώσεις αυτής της ασυνήθιστης διατύπωσης έχουν συγχύσει τους ικανότερους των σοσιαλιστών θεωρητικών, τόσο του αναρχικού όσο και του μαρξιστικού χώρου, και ακολούθησαν τον Μαρξ και τον Ένγκελς ως πρόβλημα μέχρι το τέλος της ζωής τους. Πώς θα μπορούσε μια ολόκληρη τάξη, το προλεταριάτο οργανωμένο ως «κίνημα» που θα εκπροσωπούσε τελικά την κοινωνία συνολικά, να θεσμοποιήσει τον εαυτό του σε μία «πολιτική» (ή κρατική) εξουσία; Με ποιες συγκεκριμένες θεσμικές μορφές αυτή η τάξη, της οποίας η επανάσταση –σε αντίθεση με όλες τις προηγούμενες– θα αντιπροσώπευε «το συμφέρον της συντριπτικής πλειοψηφίας» (σελ. 495), θα ασκούσε την οικονομική και πολιτική ηγεμονία της;

Μέχρι την Κομμούνα του Παρισιού το 1871, οι Μαρξ και Ένγκελς πιθανώς στόχευαν σε μία εγκαθιδρυμένη από το προλεταριάτο «πολιτική εξουσία» που δεν θα ήταν τίποτα περισσότερο από μια έμμεση δημοκρατία [republic], δηλαδή μια αντιπροσωπευτική μορφή διακυβέρνησης, εδραιωμένη όμως σε πολιτικά δικαιώματα όπως η ανακλητότητα. Αναρχικοί κριτικοί του Μαρξ επισήμαναν πολύ εύστοχα πως οποιοδήποτε σύστημα αντιπροσώπευσης θα μετεξελισσόταν σε ένα κρατικό σύστημα που θα εξυπηρετούσε μόνο τα δικά του συμφέροντα και που, στην καλύτερη περίπτωση, θα λειτουργούσε ενάντια στα συμφέροντα των εργατικών τάξεων (συμπεριλαμβανομένης της αγροτιάς) ενώ, στη χειρότερη περίπτωση, θα ήταν μια δικτατορική δύναμη τόσο κακοήθης όσο οι χειρότερες αστικές κρατικές μηχανές. Πράγματι, με την πολιτική εξουσία ενισχυμένη από την οικονομική εξουσία, με τη μορφή μιας εθνικοποιημένης οικονομίας, μία «δημοκρατία των εργατών» θα μπορούσε να αποδειχθεί ένας δεσποτισμός (για να χρησιμοποιήσουμε έναν από τους αγαπημένους όρους του Μπακούνιν) αμείλικτης καταπίεσης.

Οι Μαρξ και Ένγκελς δεν είχαν καμία αποτελεσματική απάντηση σε αυτή την κριτική, όπως μπορούμε να συνάγουμε από την αλληλογραφία με τους γερμανούς υποστηρικτές τους. Τίποτα στα γραπτά τους δεν δείχνει ότι έδωσαν κάποια ιδιαίτερη σημασία στην παράδοση των συνελεύσεων που καθιερώθηκε από τους παρισινούς τομείς [sections] κατά τη διάρκεια της μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης. Σ’ αυτήν, οι «αβράκωτοι», συμπεριλαμβανομένων των φτωχότερων και πιο εξαθλιωμένων κατοίκων της Γαλλικής πρωτεύουσας, άσκησαν πραγματικά τη συλλογική εξουσία μέσω των συνελεύσεων γειτονιάς κατά τη διάρκεια της θυελλώδους περιόδου μεταξύ της εξέγερσης [journée] του Αυγούστου του 1792 που ανέτρεψε τη μοναρχία, και της εξέγερσης του Ιουνίου του 1793 που σχεδόν πέτυχε την αντικατάσταση της Εθνοσυνέλευσης από ένα κομμουναλιστικό σύστημα διοίκησης υπό τον έλεγχο των τομέων. Αυτή η παράδοση, που παρέμεινε εν ισχύ στη Γαλλία για το μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα, δεν βρήκε καμία απήχηση στα μαρξιστικά κείμενα.

Αλλά η Κομμούνα του Παρισιού του 1871 ήρθε ως ανάσα καθαρού αέρα για τον Μαρξ και τον Ένγκελς οι οποίοι, μια γενιά μετά τη δημοσίευση του Μανιφέστου, αγκάλιασαν την Κομμούνα ως τη θεσμική δομή που θα δημιουργούνταν από το προλεταριάτο μεταξύ της καπιταλιστικής και της κομμουνιστικής κοινωνίας ή, όπως το έθεσε ο Μαρξ στην Κριτική του προγράμματος της Γκότα, ως την «επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου» [4]. Ο Μαρξ εγκωμίασε την Κομμούνα για την καθιέρωση του δικαιώματος να ανακαλούνται οι εκπρόσωποι στο Συμβούλιο της Κομμούνας (το αντίστοιχο του δημοτικού συμβουλίου του Παρισιού), για την υιοθέτηση της αμοιβής ενός ειδικευμένου εργάτη ως αποζημίωση για τη συμμετοχή στο Συμβούλιο, για τον εξοπλισμό του λαού, και ιδιαίτερα σημαντικά, για την εισαγωγή ενός «λειτουργικού, μη κοινοβουλευτικού σώματος, το οποίο είναι εκτελεστικό και νομοθετικό συγχρόνως» [5].

Tα οικονομικά επιτεύγματα της Κομμούνας ήταν πολύ περιορισμένα. Όχι μόνο απέτυχε να κοινωνικοποιήσει την οικονομία, αλλά επέφερε τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για την εργατική τάξη μόνο επειδή οι πιο ριζοσπάστες Διεθνιστές, οι οποίοι αποτελούσαν τη μειοψηφία του Συμβουλίου της Κομμούνας, έπρεπε να υπερνικήσουν τα εμπόδια που έθεταν οι νεογιακωβίνοι, οι οποίοι υποστήριζαν τις αστικές νομικές αξιώσεις (Βλ. Murray Bookchin, Third revolution, Volume 2). Όσον αφορά στους πολιτικούς θεσμούς της, η Κομμούνα ήταν πολύ περισσότερο μια δημοτιστική [municipalist] οντότητα με ισχυρή συγγένεια με τις αναρχικές ιδέες μιας συνομοσπονδίας από κομμούνες. Αμφισβήτησε ουσιαστικά την ύπαρξη του Γαλλικού έθνους-κράτους, ζητώντας από τις χιλιάδες κομμούνες που ήταν διάσπαρτες στη Γαλλία, να ενωθούν σε ένα προυντονικό δίκτυο από αυτόνομες κομμούνες, στα πρότυπα ενός κοινωνικού συμβολαίου [contractual], παρά να υπαχθούν σε ένα συγκεντρωτικό κράτος.

Ο Μαρξ αγκάλιασε αυτή τη δημοτιστική Κομμούνα και ουσιαστικά το κάλεσμά της για μια συνομοσπονδία από κομμούνες (χωρίς να χρησιμοποιεί την ενοχοποιητική λέξη συνομοσπονδία που υιοθετούσαν οι αναρχικοί αντίπαλοί του), ως πολιτική δομή στην οποία «η παλαιά συγκεντρωτική κυβέρνηση των επαρχιών», ακολουθώντας το πρότυπο του Παρισιού, θα «υποχωρούσε μπροστά στην αυτοκυβέρνηση των παραγωγών», προφανώς δηλαδή σε μια δικτατορία του προλεταριάτου. Κάθε εκπρόσωπος από τις διάφορες κομμούνες θα ήταν δεσμευμένος «από τις επίσημες οδηγίες [mandat impératif] των μελών τους», μια αυστηρά αναρχική ιδέα η οποία υποβίβαζε τον εκπρόσωπο, από κοινοβουλευτικό αντιπρόσωπο ή απεσταλμένο, σε έναν απλό εντολοδόχο του λαού, εκ μέρους του οποίου αναμενόταν να μιλά και να ψηφίζει [6].

Ο ισχυρισμός του Μαρξ πως η κεντρική κυβέρνηση θα διατηρούσε «λίγες αλλά σημαντικές λειτουργίες» ήταν τολμηρός αλλά μετά βίας πιστευτός – ακόμη και ο James Guillaume, ένας από τους πιο στενούς συνεργάτες του Μπακούνιν, θεώρησε την ευνοϊκή αξιολόγηση των ελευθεριακών χαρακτηριστικών της Κομμούνας από τον Μαρξ ως βάση για μια συμφιλίωση μεταξύ των μαρξιστών και των αναρχικών στην Πρώτη Διεθνή. Ο Ένγκελς μάλιστα, σε μια επιστολή του 1875 στον August Bebel στην οποία ασκεί κριτική στο πρόγραμμα της Γκότα (που είχε μόλις υιοθετηθεί από τους Γερμανούς Σοσιαλδημοκράτες), προέτρεψε αντί του «λαϊκού κράτους», το πρόγραμμα να χρησιμοποιήσει την «παλιά καλή γερμανική λέξη» Gemeinwesen η οποία «μπορεί να κάνει την δουλεία αντί του γαλλικού ‘Κομμούνα’», αν και είπε λίγα ουσιαστικά για αυτήν [7].

Κάποια στιγμή, αν και αμφιταλαντευόμενος, ο Μαρξ επέστρεψε στον ευνοϊκό απολογισμό του για την Κομμούνα [8]. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι επέστρεψε στην υποστήριξη του για τους ρεπουμπλικανικούς [republican] θεσμούς που είχαν χαρακτηρίσει τις πολιτικές του ιδέες μετά τις επαναστάσεις του 1848. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, χωρίς να λέει πολλά σχετικά με το θέμα της Κομμούνας, ήταν ακόμα σαφώς ευνοϊκά διακείμενος απέναντι στην ενσωμάτωση πολλών χαρακτηριστικών της σε μια έμμεση δημοκρατία [republic] –της κλίμακας αμοιβών για τους εκπροσώπους, του δικαιώματος της ανακλητότητας, της ανάγκης να οπλιστεί η εργατική τάξη, και το mandat impératif– τα οποία είχε εγκωμιάσει στο έργο του «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία». Αλλά ο βαθμός στον οποίο εκτιμούσε πως ένα εργατικό κράτος πρέπει να είναι συγκεντρωτικό και το μέγεθος της εξουσίας [authority] που πρέπει να απολαμβάνει, είναι ερωτήματα που παρέμειναν αναπάντητα μέχρι τον θάνατό του.

Οι ρεπουμπλικανικοί θεσμοί, όσο κι αν προορίζονται να εκφράζουν τα συμφέροντα των εργατών, τοποθετούν απαραιτήτως τη χάραξη πολιτικής στα χέρια των εκπροσώπων και, κατηγορηματικά, δεν αποτελούν ένα «προλεταριάτο που οργανώθηκε σε κυρίαρχη τάξη». Δημοκρατία, υπό την ακριβή σημασία του όρου, δεν υπάρχει εάν η δημόσια πολιτική, όπως διακρίνεται από τις διοικητικές δραστηριότητες, δεν ασκείται από τον λαό που κινητοποιείται στις συνελεύσεις και που συντονίζεται συνομοσπονδιακά από εντολοδόχους [agents] σε τοπική, περιφερειακή και εθνική κλίμακα. Οι εξουσίες που απολαμβάνει ο λαός κάτω από τέτοιες περιστάσεις μπορούν να υφαρπαχθούν χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Κάποιοι αναρχικοί θα βρίσκουν πάντα ελαττώματα σε κάθε μορφή θεσμικής κοινωνικής οργάνωσης αλλά, εάν οι άνθρωποι πρόκειται να αποκτήσουν πραγματική εξουσία πάνω στις ζωές τους και την κοινωνία, πρέπει να εγκαθιδρύσουν –και το έχουν κάνει για μικρές χρονικές περιόδους στο παρελθόν– καλά οργανωμένους θεσμούς. Θεσμούς στους οποίους οι ίδιοι διαμορφώνουν άμεσα τις πολιτικές των κοινοτήτων τους και, στην περίπτωση των περιφερειών τους, εκλέγουν τους συνομοσπονδιακούς λειτουργούς, ανακλήσιμους και αυστηρά ελέγξιμους, οι οποίοι θα τις εκτελέσουν. Μόνο υπό αυτή την έννοια μπορεί μία τάξη, ιδιαίτερα μια τάξη δεσμευμένη στην κατάργηση των τάξεων, να κινητοποιηθεί ως τάξη για να διαχειριστεί την κοινωνία.

Εκτός από τα παλιότερα γραπτά τους που υποστήριζαν την Κομμούνα του Παρισιού, ούτε ο Μαρξ ούτε ο Ένγκελς επίλυσαν ποτέ το πρόβλημα των πολιτικών θεσμών για την προλεταριακή εξουσία, όπως το έθεσαν στο Μανιφέστο: το πρόβλημα του πώς μια τάξη, πόσο μάλλον η μάζα των ανθρώπων της αστικής κοινωνίας, θα αναλάβει τα ηνία της εξουσίας ως τάξη ή λαός. Το 1905 οι ρώσοι εργάτες βρήκαν με το σοβιέτ της Πετρούπολης τη δική τους λύση στο πρόβλημα των πολιτικών θεσμών για την ταξική εξουσία. Αυτό το σοβιέτ πόλης που αναδύθηκε στην ρωσική πρωτεύουσα κατά την επανάσταση του 1905, ήταν μια επαναπροσέγγιση των συνελεύσεων που είχαν εμφανιστεί κατά τη μεγάλη Γαλλική Επανάσταση. Εάν είχε παραμείνει απλά ένα δημοτικό συμβούλιο, θα διέφερε ελάχιστα από την Κομμούνα του Παρισιού, αν και ο χαρακτήρας του ήταν πολύ περισσότερο εργατικός.

Αλλά το σοβιέτ της Πετρούπολης είχε επίσης βαθιές ρίζες στα εργοστάσια της πόλης και καθοδηγούνταν άμεσα, μέσω απεργιακών επιτροπών και των επιτροπών καταστημάτων, από τους ίδιους τους εργαζομένους. Περισσότερο από τον Λένιν ήταν ο Λέων Τρότσκι, ένας από τους τελευταίους και αναμφισβήτητα ο πιο εξέχων πρόεδρός του, ο οποίος διείδε στο σοβιέτ αυτό, όχι μόνο τον θεσμό που θα μπορούσε να κινητοποιήσει το προλεταριάτο ως τάξη, αλλά και αυτόν που θα μπορούσε να παρέχει τη μεταβατική πολιτική και οικονομική γέφυρα από μία καπιταλιστική σε μια σοσιαλιστική κοινωνία. Ο Λένιν είχε μία πιο εργαλειακή άποψη για το σοβιέτ: το θεώρησε απλά ως μέσο εκπαίδευσης της εργατικής τάξης και το έθεσε στην υπηρεσία του Μπολσεβικικού κόμματος.

Έπρεπε να έρθει το 1917 για να αλλάξει ριζικά ο Λένιν την άποψή του για τα σοβιέτ και να αρχίσει να τα θεωρεί θεσμούς εξουσίας της εργατικής τάξης. Ακόμα κι έτσι όμως, αμφιταλαντεύτηκε κατά τη διάρκεια των γεγονότων του Ιουλίου όταν οι Μπολσεβίκοι ηγέτες φυλακίστηκαν ως αποτέλεσμα μιας πρόωρης αυθόρμητης εξέγερσης και, μέχρι το φθινόπωρο του 1917, είχε επανέλθει στον στόχο μιας σοβιετικής κυβέρνησης. Για ένα διάστημα πρότεινε μια σοβιετική κυβέρνηση που θα μπορούσε να συμπεριλάβει όλα τα σοβιετικά κόμματα –Μενσεβίκους και Σοσιαλεπαναστάτες όλων των ειδών, όπως επίσης και Μπολσεβίκους– αλλά μέχρι το τέλος του 1918 οι Μπολσεβίκοι εξουσίαζαν εξ ολοκλήρου το νεοϊδρυθέν σοβιετικό κράτος και μετέτρεψαν τελικά τα σοβιέτ σε υπάκουα όργανα του κομματικού μηχανισμού τους.

Το ζήτημα των θεσμών της πολιτικής και κοινωνικής διαχείρισης από μια τάξη ως σύνολο –και τελικά από τους πολίτες σε μια αταξική κοινωνία– δεν έχει εύκολη λύση. Πολύ απλά, δεν αντιμετωπίζεται επαρκώς από το ομοσπονδιακό σύστημα του Προυντόν, το οποίο είναι πολύ ασυνάρτητο και ασαφές αλλά και διατηρεί πολλά αστικά χαρακτηριστικά –όπως η ιδιοκτησία μέσω συμβολαίου ή η ατομική ιδιοκτησία– για να μπορεί να παρέχει μια αληθινά επαναστατική λύση. Οι λύσεις που πρότειναν μεταγενέστεροι –περισσότερο κολεκτιβιστές από τους προυντονιστές– αναρχικοί, είναι γεμάτες δυνατότητες αλλά πάσχουν εξίσου από έλλειψη σαφήνειας.

Από τη μεριά τους, οι αναρχοσυνδικαλιστές πρότειναν τον εργατικό έλεγχο της βιομηχανίας ως την πιο βιώσιμη επαναστατική εναλλακτική λύση στο κράτος, επικαλούμενοι την κατάληψη των εργοστασίων και της αγροτικής γης ως αποδεικτικά στοιχεία για το εφικτό της πρότασής τους. Μία επαρκής συζήτηση των δυνατοτήτων και των περιορισμών αυτής της πρότασης, θα απαιτούσε ένα ξεχωριστό άρθρο [9]. Όσον αφορά όμως τα κοινωνικά στοιχεία για μια απελευθερωτική κοινωνία, ο εργατικός έλεγχος έχει βασικά προβλήματα∙ όχι μόνο το τοπικιστικό πνεύμα και την ιδιαίτερα εμφανή μείωση στο μέγεθος της εργατικής τάξης στον κλάδο της μεταποίησης αλλά, ιδιαίτερα, την τάση να οδηγεί σε ανταγωνιστικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις υπό συλλογική ιδιοκτησία. Απλά και μόνο ο οικονομικός έλεγχος των εγκαταστάσεων και των εργοστασίων είναι μόνο μια πλευρά του νομίσματος ενός επαναστατικού μετασχηματισμού, κάτι το οποίο οι Ισπανοί αναρχοσυνδικαλιστές έμαθαν με πολύ δραματικό τρόπο την περίοδο 1936-37 όταν, παρά το μεγαλύτερο πείραμα κολεκτιβοποίησης στην ιστορία, απέτυχαν να εξαλείψουν το αστικό κράτος, το οποίο επέστρεψε δριμύτερο τον Μάιο του 1937 συντρίβοντας βίαια τους θύλακες των αναρχικών στην Καταλονία και την Αραγονία.

Αυτό που φαίνεται απαραίτητο είναι οι θεσμοί μιας δημοκρατικής πολιτικής – για να χρησιμοποιήσουμε τη λέξη πολιτική με την αρχαία ελληνική σημασία της και όχι ως ευφημισμό για τη σύγχρονη ρεπουμπλικανική κρατική διαχείριση. Αναφέρομαι σε μια πολιτική που θα δημιουργούσε τοπικές συνελεύσεις ανθρώπων και θα τις συνομοσπονδιοποιούσε σε αμιγώς διαχειριστικά συμβούλια προκειμένου να αποτελέσει μία αντίρροπη εξουσία στο έθνος-κράτος. Το πώς μία τέτοια αντίρροπη εξουσία θα μπορούσε να εγκαθιδρυθεί και να λειτουργήσει, είναι πέρα από τα όρια αυτού του άρθρου. Πολλές σημαντικές λεπτομέρειες, ιστορικές και οργανωτικές, θα χάνονταν σε μια συνοπτική περίληψη αυτής της «συνελευσιακής» πρότασης [10].

Και μόνο το γεγονός πως το ζήτημα των θεσμών την ταξικής εξουσίας θίχτηκε στο Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, είναι μια πτυχή του κειμένου που το κάνει τόσο ζωντανό το 1998, όσο και το 1848. Το γεγονός πως οι Μαρξ και Ένγκελς, με το θεωρητικό βάθος της σκέψης τους, πρόβλεψαν την εξέλιξη της καπιταλιστικής ανάπτυξης με όρους που είναι πιο σχετικοί σήμερα απ’ όσο ήταν στην εποχή τους, θα ήταν αρκετό να καταστήσει αυτό το κείμενο ανυπέρβλητο κατόρθωμα [tour de force] στη σφαίρα της πολιτικής σκέψης. Τόσο η μεγάλη διορατικότητά του όσο και τα ενοχλητικά προβλήματά του, συνεχίζουν να μας συντροφεύουν μέχρι και σήμερα. Η τραγωδία του μαρξισμού είναι πως ήταν τυφλός στις ιδέες του κοινωνικού αναρχισμού, ενώ και οι μεταγενέστεροι επαναστάτες απέτυχαν στις κρίσιμες στιγμές της ιστορίας να συγκεράσουν τη διορατικότητα και των δύο αυτών μορφών του σοσιαλισμού αλλά και να τις υπερβούν.

—————————————————————————————

[1] Karl Marx and Friedrich Engels, Manifesto of the Communist Party, Collected Works, τ. 6 (Moscow: Progress Publishers, 1976), σελ. 482. Όλες οι παραπομπές του Μπούκτσιν αντλούνται από αυτή την αγγλική μετάφραση και σε αυτήν αντιστοιχούν οι σελίδες που αναφέρει.
[2] Το επιχείρημα του Μανιφέστου για τη θεμελιώδη ανικανότητα της αστικής τάξης να επιληφθεί της κοινωνικής ζωής βασιζόταν στην «εκπτώχευση» [pauperization] του προλεταριάτου – η περίφημη θέση περί «εξαθλίωσης» [immiseration] στην οποία θα κατέληγε ο πρώτος τόμος του Κεφαλαίου. Με την κατοπινή εμφάνιση των κρατών κοινωνικής πρόνοιας και της ικανότητάς τους να διαχειριστούν τις κρίσεις, ο καπιταλισμός φάνηκε ικανός να αποτρέπει την καταβύθισή του σε μια βαθιά εδραιωμένη οικονομική κρίση, καθιστώντας την ιδέα της «εξαθλίωσης» αμφισβητήσιμη. Αλλά η αστάθεια του σύγχρονου «νεοφιλελεύθερου» καπιταλισμού και η διάβρωση των μεθόδων του για διαχείριση κρίσεων έχουν αμφισβητήσει στην πράξη την ικανότητα του καπιταλισμού να αυτοθεραπεύεται. Δεν είναι καθόλου σίγουρο πως, κατά τα προσεχή έτη, η οικονομική κατάρρευση (όπως και οι οικολογικές καταστροφές) θα αποφευχθούν. Ο καπιταλισμός είναι ακόμα πάρα πολύ ρευστός, και οι προειδοποιήσεις του Μανιφέστου για «αναρχία στην παραγωγή» δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να αποκλειστούν ως πηγή μαζικής κοινωνικής αναταραχής.
[3] Στο πρωτότυπο: “For a communist movement to fall short of this goal, as Marx and Engels understood, would be, not to “approximate” it or to “realistically” modify it, but to abandon it altogether.”
[4] Karl Marx, Critique of the Gotha Programme, Marx and Engels, Collected Works, τ. 24, σελ. 95. Η έμφαση στο πρωτότυπο.
[5] Karl Marx, The Civil War in France, Collected Works, τ. 22, 331.
[6] ‘Ο.π., σελ. 332.
[7] Engels, “Letter to August Bebel, March 18-28, 1875», Collected Works, τ. 24, σελ. 71.
[8] Βλ. την επιστολή του Μαρξ προς τον Ferdinand Domela Nieuwenhuis, 22 Φεβρουαρίου 1881, Collected Works, τ. 46, σσ. 65-66.
[9] Η πλήρης αποτίμησή μου υπάρχει στο “The Ghost of Anarcho-Syndicalism», Anarchist Studies, τ. 1 (1993), σσ. 3-24.
[10] Για μία επαναστατική πολιτική με την οποία ο λαός μπορεί να διαχειρίζεται τις υποθέσεις του μέσω συνομοσπονδιοποιημένων αμεσοδημοκρατικών λαϊκών συνελεύσεων –την έχω ονομάσει ελευθεριακό δημοτισμό– ίσως θα επιθυμούσε ο αναγνώστης να συμβουλευτεί το βιβλίο μου From Urbanization to Cities (1987; London and New York: Cassell, 1996) όπως επίσης και το βιβλίο της Janet Biehl, The Politics of Social Ecology: Libertarian Municipalism (Montreal: Black Rose Books, 1997). Πρόσφατες θεωρίες «ισχυρής δημοκρατίας», και άλλες παρόμοιες, προϋποθέτουν την ύπαρξη του κράτους και τείνουν να παραπέμπουν στην ιδέα πως η σημερινή κοινωνία είναι πολύ «πολύπλοκη» για να επιτρέψει την άμεση δημοκρατία και επομένως δεν συνεισφέρουν σε κάποια σοβαρή αμφισβήτηση της υφιστάμενης κοινωνικής τάξης πραγμάτων.

Τι είναι η Κοινωνική Οικολογία;


Η Κοινωνική Οικολογία αναπτύχθηκε ως θεωρία κυρίως από τον Murray Bookchin (1921-2006)[1]. Κεντρική της πεποίθηση είναι πως όλα τα οικολογικά προβλήματα ανάγονται σε κοινωνικά προβλήματα. Η ιδέα της «κυριαρχίας» επί της Φύσης και όλα τα οικολογικά προβλήματα που συνδέονται μ’ αυτή, πηγάζουν από τον τρόπο που οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλο μέσω της κυριαρχικής νοοτροπίας και των ταξικών και ιεραρχικών θεσμών. Για τα οικολογικά προβλήματα δεν ευθύνεται γενικά και αόριστα η «ανθρωπότητα» αλλά τα συγκεκριμένα κοινωνικο-οικονομικά συστήματα, όπως ο καπιταλισμός, που όχι μόνο οδηγούν στην καταστροφή της Φύσης αλλά υπονομεύουν και την ίδια την κοινωνική ζωή. Το ξεπέρασμα της οικολογικής κρίσης προϋποθέτει, σύμφωνα με την Κοινωνική Οικολογία, μία ελεύθερη κοινωνία χωρίς ταξικές και ιεραρχικές διακρίσεις.

Φυσικά, η ιδέα της «κυριαρχίας επί της Φύσης» είναι εντελώς παράλογη εάν εκληφθεί κυριολεκτικά∙ ένας τέτοιος στόχος είναι στην πραγματικότητα ανέφικτος. Oι άνθρωποι αποτελούν μέρος της Φύσης. Αυτό το παράλογο ιδεολόγημα είναι όμως χρήσιμο στην καπιταλιστική ανάπτυξη που απαιτεί την εργαλειοποίηση των πάντων για τη δική της πραγμάτωση. Τα πάντα μπορούν να μετατραπούν σε «μέσα» με σκοπό την αέναη οικονομική μεγέθυνση, η οποία είναι αναγκαία για την επιβίωση των ισχυρότερων καπιταλιστών στον ασταμάτητο και σκληρό ανταγωνισμό μεταξύ τους. Έτσι η Φύση παρουσιάζεται συχνά ως «τυφλή», σκληρή και βίαια, σε τέτοιο βαθμό που η συσχέτιση μαζί της να απαιτεί δήθεν την «υποταγή» της.

Η Κοινωνική Οικολογία αντιλαμβάνεται τη Φύση ως μία αναπτυξιακή (developmental) διαδικασία και όχι σαν μία στατική πραγματικότητα. Η φύση δεν είναι απλά κάτι που μοιάζει με τη «θέα απ’ το παράθυρο» ή με το τοπίο ενός πίνακα. Ούτε είναι μία αναλλοίωτη ουσία σύμφωνα με την οποία πρέπει να προσαρμοζόμαστε (είναι εξίσου λάθος να ισχυριζόμαστε ότι υπάρχει «φύση» του ανθρώπου, καλή ή κακή∙ αυτού του είδους η μεταφυσική γίνεται λάστιχο για να ικανοποιεί αυθαίρετα κάθε επιδίωξη). Η Φύση είναι η ίδια η ιστορία της φυσικής εξέλιξης. Αυτή η ίδια η εξέλιξη μέχρι σήμερα χαρακτηρίστηκε από δημιουργία συνθετότερων μορφών ύπαρξης, από την ανόργανη ύλη στους πρώτους έμβιους οργανισμούς και από εκεί στα ανώτερα θηλαστικά. Τα ανθρώπινα όντα ανήκουν κι αυτά στο φυσικό συνεχές, όχι λιγότερο απ’ όσο ανήκουν τα υπόλοιπα θηλαστικά αλλά και οι υπόλοιποι οργανισμοί.

Η εξέλιξη του φυσικού κόσμου χαρακτηρίζεται από αυξανόμενη διαφοροποίηση και, όσο περίεργο κι αν ακούγεται, από μία ιστορία «υποκειμενικότητας». Από τις στοιχειώδεις «επιλογές» μίας αμοιβάδας που μπορεί να αισθάνεται κάποιες ιδιότητες του περιβάλλοντός της, την «επιλογή» μίας λευκής αλεπούς να κρύβεται στο χιόνι, τις «επιλογές» κάποιων πιθήκων να χρησιμοποιούν εργαλεία όπως κλαδιά για να αποσπούν μυρμήγκια από τις φωλιές τους, μέχρι τη δυνατότητα των ανθρώπων να δημιουργούν θεσμούς και να ζουν κοινωνικά στοχεύοντας μάλιστα και σε μία «ελεύθερη κοινωνία», διαγράφεται η ίδια η ιστορία της «υποκειμενικότητας» και η διαδικασία πραγμάτωσής της. Η φυσική εξέλιξη συνεπώς δεν είναι μόνο η διαδικασία που καθιστά τους οργανισμούς ικανούς να προσαρμόζονται σε νέες περιβαλλοντικές αλλαγές και προκλήσεις και τους εφοδιάζει με την ικανότητα να τροποποιούν το περιβάλλον τους με σκοπό να το προσαρμόσουν στις ανάγκες τους∙ με την εμφάνιση της ανθρώπινης κοινωνίας, αναδύεται και η δυνατότητα να ενθαρρύνεται και να εμπλουτίζεται η ίδια η βιοποικιλότητα και η περαιτέρω διαφοροποιημένη εξέλιξη του περιβάλλοντος. Αυτός ο πλούτος και η ποικιλία των μορφών ζωής δίνει τη δυνατότητα σε ολοένα πιο σύνθετες μορφές να αναδυθούν.

Η Κοινωνική Οικολογία είναι αντίθετη σε κάθε μορφή ανθρωποκεντρισμού, ο οποίος αντιλαμβάνεται τον κόσμο «φτιαγμένο» για ανθρώπινη χρήση, αλλά και σε κάθε μορφή βιοκεντρισμού, ο οποίος παραβλέπει την μοναδική θέση του ανθρώπου στην διαδικασία της βιολογικής εξέλιξης και αποδίδει την ίδια ακριβώς «εγγενή αξία» σε ανθρώπους και μικρόβια. Πράγματι, η εμφάνιση της ανθρωπότητας σηματοδοτεί ένα, τρόπον τινά, πέρασμα σε μία «δεύτερη φύση». Οι περιβαλλοντικές αλλαγές που προκαλούνται από τα ανθρώπινα όντα είναι γενικά διαφορετικές από αυτές που προκαλούνται από τα μη-ανθρώπινα, μιας και τα ανθρώπινα όντα χαρακτηρίζονται από μία τεχνική προνοητικότητα (άσχετα με το γεγονός ότι ορισμένες τεχνολογικές συνεπαγωγές αυτής της προνοητικότητας, οι οποίες οφείλονται κατά βάση στο κυρίαρχο εκμεταλλευτικό σύστημα, θεωρούμε πως είναι τελικά ασύμβατες με τα οικολογικά ιδανικά). Προικισμένοι με νοημοσύνη, επινοητικότητα, μεγάλες δυνατότητες επικοινωνίας και οργάνωσης θεσμών αλλά και σχετική ελευθερία από την ενστικτώδη συμπεριφορά, οι άνθρωποι μπορούν να τροποποιούν συνειδητά το περιβάλλον τους αλλά και να ενθαρρύνουν την ανάπτυξη του, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους οργανισμούς που λειτουργούν κατά βάση ενστικτωδώς και χωρίς «συνείδηση», κυρίως προσαρμοζόμενοι στις περιβαλλοντικές αλλαγές. Αυτό τους το επιτρέπουν οι βιολογικές ικανότητες που τους κληρονόμησε η ίδια η φυσική εξέλιξη. Εξάλλου, η ίδια η κοινωνική ζωή βασίστηκε για τη δημιουργία της σε φυσικά, βιολογικά δεδομένα, πέρα από τα χαρακτηριστικά του νευρικού συστήματος, όπως στη μακρά περίοδο που απαιτεί το ανθρώπινο νεογέννητο για την ενηλικίωσή του, σε αντίθεση με τους περισσότερους άλλους οργανισμούς.

Ο πλούτος της φυσικής εξέλιξης οδήγησε στην εμφάνιση στον άνθρωπο μιας μορφής αυτοσυνείδησης η οποία παρέχει μοναδικές δυνατότητες για την περαιτέρω ενθάρρυνση της βιοποικιλότητας και της φυσικής εξέλιξης. Αυτές οι βιολογικές ικανότητες ήταν που κατέστησαν δυνατή την εμφάνιση της κοινωνικής ζωής και την εξέλιξη της κοινωνίας. Και η εξέλιξη της κοινωνίας επιτρέπει τη συνειδητή ανθρώπινη παρέμβαση στη φυσική εξέλιξη για την ενθάρρυνση και τον εμπλουτισμό της ίδιας αυτής εξέλιξης. Η Κοινωνική Οικολογία αποκλείει κάθε μεταφυσική τύπου «Γαίας» η οποία αυθαίρετα υποθέτει ότι η γη ως υποτιθέμενος ζωντανός οργανισμός «ξέρει» και «καθοδηγεί» αυτόματα και καλύτερα τη φυσική εξέλιξη έτσι ώστε ακόμα και μία καταστροφή από φυσικά αίτια να θεωρείται θεμιτή και να μη γίνεται προσπάθεια αναίρεσης των συνεπειών της.

Η κοινωνία δεν διαχωρίζεται από τη φύση παρά είναι η ίδια δυνάμει αυτοσυνειδητή φύση. Επομένως, δεν είναι τα ανθρώπινα όντα εγγενώς εχθρικά απέναντι στη Φύση, ούτε αποτελούν «παράσιτα», όπως θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε διάφοροι μισάνθρωποι[2]. Η πολύπλοκη κοινωνική τους ανάπτυξη ωστόσο βρίθει αντιφάσεων, ανταγωνισμών, αντικρουόμενων συμφερόντων, που παραμορφώνουν και αναστέλλουν τις μοναδικές ικανότητες της ανθρωπότητας για έναν ενεργό ρόλο στην ενθάρρυνση της βιοποικιλότητας και την εξέλιξη των οικοσυστημάτων. Η κοινωνική απελευθέρωση από τους ιεραρχικούς θεσμούς και τον ιεραρχικό τρόπο του σκέπτεσθαι αποτελεί προϋπόθεση για να εκπληρώσει η ανθρωπότητα και η κοινωνική εξέλιξη (ως συνέχεια της φυσικής εξέλιξης αλλά και ποιοτικά διαφορετική) αυτές τις δυνατότητες. Σήμερα η ανθρωπότητα ως «δεύτερη» φύση, παραμένει κυρίως μία «άρνηση», μία αντίθεση απέναντι στην πρώτη φύση. Μία ελεύθερη και οικολογική κοινωνία, με συνείδηση των μοναδικών δυνατοτήτων της και του ρόλου της εντός των οικοσυστημάτων, θα αποτελούσε μία τρίτη, ελεύθερη φύση.

Ας δούμε τώρα συνοπτικά κάποια χαρακτηριστικά της ίδιας της κοινωνίας μέσα από την ιστορική εξέλιξή της. Η κοινωνική συμβίωση μέχρι σήμερα χαρακτηρίστηκε σε μεγάλο βαθμό από κοινωνικές δομές και θεσμούς με ιεραρχικό χαρακτήρα, βασισμένες στην κυριαρχία και την υποταγή. Η ιεραρχία αναφέρεται σε θεσμισμένες δομές κυριαρχίας, όχι μονάχα οικονομικού χαρακτήρα. Η ανάδυση της ιεραρχίας προηγήθηκε της ανάδυσης των τάξεων και μπορεί να επιβιώσει ακόμα και μετά την πιθανή κατάργηση τους. Εκτείνεται σε σχέσεις που ενυπάρχουν σε χώρους όπως η οικογένεια, οι διάφορες κοινωνικές ομάδες, η εκπαίδευση, η θρησκεία, οι χώροι εργασίας, η τεχνολογία και γενικότερα στους τρόπους που βλέπουμε τον κόσμο (συμπεριλαμβανομένου του φυσικού). Είναι ενδεικτικό ότι κάποιες από τις πρώτες θεσμισμένες ιεραρχίες βασιζόντουσαν, όχι στη συσσώρευση πλούτου, όπως θα μας έκανε να πιστέψουμε η σύγχρονη καπιταλιστική ιδεολογία, αλλά στην αποσυσσώρευση και στην προσφορά δώρων.

Εντούτοις, όπως καταδεικνύουν ανθρωπολογικές μελέτες[3], οι πρώτες κοινωνίες κατά την ανάδυσή τους είχαν ποικίλα εξισωτικά χαρακτηριστικά (ενδεικτικά αναφέρουμε το, μη αναγώγιμο, ελάχιστο αγαθών που είχαν όλα τα μέλη της κοινωνίας ασχέτως με την προσφορά τους στην κοινότητα, την επικαρπία, δηλαδή την κοινή ιδιοκτησία όλων των αγαθών, και την αλληλοβοήθεια). Όμως, ποικίλοι παράγοντες, τους οποίους δεν μπορούμε να συζητήσουμε σ’ αυτό το πολύ συνοπτικό κείμενο, επέτρεψαν σε κάποιες απλές βιολογικές διαφορές (ηλικίας και φύλου) να λάβουν μία παγιωμένη ιεραρχική θεσμική μορφή. Από τις πρώιμες γεροντοκρατίες μέχρι την άνοδο των πολεμιστών και την πατριαρχία[4], μία σειρά εξελίξεων υποβοήθησαν και συνέτειναν στην ανάδυση ιεραρχικών θεσμών και κατά συνέπεια μίας ιεραρχικής κοσμοαντίληψης η οποία επέτρεψε και την ανάδυση της ιδέας για την κυριαρχία επί της φύσης. Σ’ αυτές τις ιεραρχίες θεμελιώνεται και η μεταγενέστερη ανάδυση των τάξεων αλλά και του Κράτους.

Η κυριαρχία επί του ανθρώπου προηγείται της «κυριαρχίας» επί της φύσης και επομένως η τελευταία μπορεί να ξεπεραστεί σήμερα μονάχα σε μία κοινωνία χωρίς ταξικές και ιεραρχικές δομές. Σίγουρα υπήρξαν στο παρελθόν και κάποιες ιεραρχικές κοινωνίες, οι οποίες ήταν εντούτοις οικολογικές[5]. Σήμερα όμως, με την καπιταλιστική ανάπτυξη, η ιεραρχία έχει σε τέτοιο βαθμό συνδεθεί με την ιδέα τη κυριαρχίας πάνω στη φύση, ώστε είναι αδύνατο να ξεριζωθούν οριστικά τα οικολογικά προβλήματα χωρίς ένα οριστικό ξερίζωμα των θεσμισμένων ιεραρχιών. Οι αλλαγές στις αξίες και τη συμπεριφορά μας είναι σήμερα απαραίτητες για να επιλυθεί το οικολογικό και το κοινωνικό ζήτημα, όμως μπορούν να πραγματωθούν ουσιαστικά μόνο παράλληλα με αλλαγές στους κοινωνικούς θεσμούς σε κάθε τομέα της ζωής.

Ο καπιταλισμός, ως πραγματικός καρκίνος για την κοινωνία, βασίζεται στο δόγμα «ανάπτυξη ή θάνατος»: Η αδιάκοπη οικονομική μεγέθυνση συμβαίνει λόγω αντικειμενικών συνθηκών και είναι άτρωτη σε ηθικιστικές επικλήσεις και κριτικές. Ο σύγχρονος καπιταλισμός είναι δομικά ανήθικος και μία οικολογική κοινωνία προϋποθέτει την ανατροπή του, καθώς και την ανατροπή όλων των ιεραρχικών σχέσεων και αντιλήψεων. Η επιβίωση άλλων ιεραρχιών, μετά από μία πιθανή κατάργηση των τάξεων, όχι μόνο αφήνει περιθώριο στην ιεραρχική κοσμοαντίληψη (όπως αυτή επί της φύσης) να επιβιώσει, αλλά και οι ιεραρχικοί θεσμοί ως τέτοιοι μπορούν να επιτρέψουν ξανά στις τάξεις (με ποικίλες μορφές) να αναδυθούν.

Φυσικά, η ιστορική ανάπτυξη της κοινωνίας δεν ήταν μονομερής, κυριευμένη μονάχα από το «φάντασμα» της ιεραρχίας. Η ιεραρχία επανερχόταν με ποικίλες μορφές αλλά χωρίς ουσιώδεις διαφορές στο περιεχόμενο της. Μπορούμε να πούμε ότι κατά κάποιο τρόπο οι σύγχρονοι δυνάστες μοιάζουν υπερβολικά με τους ιστορικούς δυνάστες, μόνο που διαθέτουν σύγχρονα και διαφορετικά μέσα για την επιβολή της κυριαρχίας τους. Η λογική της κυριαρχίας ήταν πάντα η εργαλειακή λογική του μέσου και του σκοπού. Τα πάντα θεωρούνταν μέσα για την αναπαραγωγή της κυριαρχίας.

Παράλληλα ωστόσο μ’ αυτή την πλειοψηφούσα κληρονομιά της κυριαρχίας αναπτύχθηκε μία, μειοψηφούσα, αλλά πολύ πιο πλούσια «κληρονομιά ελευθερίας». Τεράστια ιστορικά κύματα δημιούργησαν δυνατότητες για κοινωνικές μορφές συμβίωσης που χαρακτηρίζονταν από μία άνευ προηγουμένου διεύρυνση της ελευθερίας και της ίδιας της λογικής.

Η γεωργική «επανάσταση» κατέστησε δυνατή τη σταθερότητα που απαιτεί η κοινωνική ζωή. Η «αστεακή επανάσταση», κατέστησε δυνατό το ξεπέρασμα της κοινωνικής ζωής που βασιζόταν στους συγγενικούς δεσμούς του αίματος, και επέτρεψε την υποτυπώδη δημιουργία της πολιτικής ζωής. Είναι χαρακτηριστικό ότι πριν από την «αστεακή» αυτή επανάσταση, κανείς δεν ενδιαφερόταν για την τύχη του διπλανού του, όσο φρικτή κι αν ήταν, εκτός αν αυτός ήταν συγγενής του. Ακόμα και τα πρώτα ιστορικά Κράτη είχαν ένα διφορούμενο ρόλο. Ήταν φυσικά βίαια, συγκεντρωτικά και καταδυνάστευαν φρικτά τους υπηκόους τους, ωστόσο ενοποιούσαν τους τελευταίους έστω στο επίπεδο της υποταγής, συμβάλλοντας στη σταδιακή δημιουργία της ιδιότητας του «πολίτη». Αυτό δεν σημαίνει ότι η ανάδυση των Κρατών ήταν αναγκαία ιστορικά. Η Κοινωνική Οικολογία δεν δέχεται κανενός είδους ιστορικό ντετερμινισμό. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αρνείται τη δυνατότητα να φωτίσει διαλεκτικά ιστορικές διαδικασίες που δεν μπόρεσαν τελικά να αποφευχθούν.

Αυτές οι μεγάλες «επαναστάσεις» ήταν που επέτρεψαν την ανάδυση της δημοκρατίας και την πρώτη προσπάθεια να ξεπεραστεί η ιεραρχική οργάνωση της κοινωνίας. Ακολούθησε μία διαχρονική διεύρυνση των δημοκρατικών ιδανικών και της ελευθερίας, μέσα από επαναστάσεις ή κοινωνικές αλλαγές που οδήγησαν επιτακτικά το αίτημα για δημοκρατία σε όλες τις πλευρές της κοινωνικής ζωής. Οι μεγάλες επαναστάσεις για παράδειγμα σε Αγγλία, Αμερική και Γαλλία έδωσαν στην ελευθερία έναν οικουμενικό χαρακτήρα, ενώ με τη γαλλική επανάσταση ξεκίνησε σε σημαντικό βαθμό η συμμετοχή των γυναικών στην πολιτική ζωή. Οι επαναστάσεις του 19ου αιώνα και των αρχών του εικοστού διεύρυναν τα ιδανικά της ελευθερίας με την απαίτηση για τον τερματισμό της ταξικής κυριαρχίας ενώ στον εικοστό αιώνα αναδύθηκαν και τα προβλήματα της ιεραρχίας γενικότερα, από την Ισπανία του 1936 μέχρι τον Μάη του 1968 στο Παρίσι.

Σηματοδοτώντας άλλη μία ιστορική αμφισημία, η ίδια η τεχνολογική πρόοδος που συνέβη παράλληλα με την καπιταλιστική ανάπτυξη, διευρύνει σήμερα σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό τις δυνατότητες για ελευθερία, καθιστώντας το αίτημα γι’ αυτήν ακόμα πιο ρεαλιστικό. Η εντυπωσιακή δυνατότητα ριζικής ελάττωσης του μόχθου που απαιτείται από τα ανθρώπινα όντα για την επιβίωσή τους, βελτιώνει τις συνθήκες για τη διεύρυνση της πολιτικής συμμετοχής και την άνθηση της δημοκρατίας.

Έχοντας υπόψη τις ιστορικές αυτές δυνατότητες, η Κοινωνική Οικολογία αμφισβητεί το ίδιο το σύστημα της κυριαρχίας και όχι απλά τις ιεραρχικές και οικοκαταστροφικές ατομικές συμπεριφορές. Ασκεί εντούτοις κριτική και στην κατεστημένη ηθική, ιδιαίτερα στην αντίληψη: ό,τι είναι καλό για «εμένα» δεν μπορεί να είναι καλό για «εσένα» οπότε ο καθένας έχει το ατομικό συμφέρον του. Αμφισβητεί δηλαδή τον ηθικό σχετικισμό, ασκώντας ταυτόχρονα κριτική στον ηθικό απολυταρχισμό των θρησκευτικών εντολών και συστημάτων, ενώ διερευνά τη δυνατότητα μίας ελευθεριακής αντικειμενικής ηθικής.

Έμφαση δίνεται σε μία ηθική της συμπληρωματικότητας, τόσο όσον αφορά στους κοινωνικούς θεσμούς, όσο και στον τρόπο του σκέπτεσθαι και τη συσχέτιση με τη Φύση. Η Κοινωνική Οικολογία βλέπει τη φύση ως την «εν τω γίγνεσθαι επικράτεια της ελευθερίας, της ατομικότητας και της συνείδησης». Αυτό δεν το προϋποθέτει αυθαίρετα, το βλέπει στην ίδια τη φυσική ιστορία, με τον ίδιο τρόπο που βλέπουμε ένα απολίθωμα αποτυπωμένο στην πέτρα. Ο φυσικός κόσμος δεν είναι μία πραγματικότητα εχθρική στον άνθρωπο. Οι φυσικοί νόμοι και οι αιτιοκρατικές σχέσεις είναι αναμφισβήτητα χαρακτηριστικά του κόσμου που καθιστούν δυνατή την -πολύτιμη για την κοινωνική ζωή- επιστήμη. Συγχρόνως όμως, η Κοινωνική Οικολογία μας υπενθυμίζει ότι η ατομικότητα, η λογική και η ελευθερία αναδύθηκαν μαζί με την κοινωνία μέσω της φυσικής εξέλιξης και δεν βρίσκονται σε οξεία αντίθεση μαζί της.

Προβάλλεται έτσι το αίτημα για μία «συγκομιδή» των δυνατοτήτων που μας δίνει τόσο η «πρώτη φύση» όσο και η «δεύτερη φύση» (κοινωνία) και η αναίρεσή τους σε μία «τρίτη φύση» όπου η κοινωνία με τη φύση, διατηρώντας τις διαφορά τους, δεν θα υπάρχουν αντιθετικά αλλά συμπληρωματικά η μία για την άλλη. Η Κοινωνική Οικολογία στέκεται ενάντια στους κληρονομημένους δυϊσμούς ανθρωπότητας και ζωικότητας, κοινωνίας και φύσης, ατόμου και κοινωνίας, ελευθερίας και αναγκαιότητας. Δεν προτάσσει την ταυτότητα αυτών των ζευγών αλλά τη συνέχεια μεταξύ τους, την ταυτόχρονη ενότητα και διαφορά τους.

Η Κοινωνική Οικολογία ευαισθητοποιείται απέναντι στις δυνατότητες που ενυπάρχουν σε έναν δεδομένο αστερισμό φαινομένων. Ο οργανικός και διαλεκτικός τρόπος σκέψης που προκρίνει, αναζητά τη δυνατότητα ύπαρξης μίας μεταγενέστερης μορφής στην προγενέστερή της. Δίπλα στη συμβατική λογική αναπτύσσει και μία διαλεκτική λογική η οποία παρακολουθεί την αναπτυξιαξή διάσταση της πραγματικότητας.

Όραμα και ηθική της Κοινωνικής Οικολογίας αποτελούν έτσι (συνοπτικά) η συμμετοχή, η συμπληρωματικότητα αλλά και η διαφοροποίηση, πρακτικές που οι κρατικοί και ιεραρχικοί θεσμοί υπονομεύουν, όταν προωθούν μία ισοπεδωτική ομοιομορφία παράλληλα με την κατάρρευση των οικοσυστημάτων.

Η προσπάθεια για την πολιτική πραγμάτωση των ιδανικών της Κοινωνικής Οικολογίας εκβάλλει στο πρόταγμα του κομμουναλισμού[6]. Το πρόταγμα αυτό αγκαλιάζει, εκτός από τους ταξικούς, και αγώνες οικολογικούς, φεμινιστικούς, και γενικότερα αντι-ιεραρχικούς. Η ανατροπή των ιεραρχικών θεσμών, του κράτους και των τάξεων, δεν έχει νόημα αν δεν συμπληρωθεί με μία μη ιεραρχική και οικολογική κοινωνία που θα λειτουργεί με τις αρχές της άμεσης δημοκρατίας και μίας ηθικής οικονομίας (σε συμφωνία με την αρχή «από τον καθένα σύμφωνα με τις δυνατότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του»). Σ’ αυτό το πλαίσιο, όλη η εξουσία ασκείται από τις ανοιχτές σε όλους αμεσοδημοκρατικές συνελεύσεις, στο επίπεδο της γειτονιάς και του δήμου.

Ο ελευθεριακός δημοτισμός (όπως αποκαλείται το πολιτικό σκέλος της Κοινωνικής Οικολογίας), δεν επιζητά κάποιες «νησίδες» ελευθερίας, οι οποίες είναι μάλιστα εν πολλοίς ανέφικτο να επιβιώσουν. Επιζητά μία συνομοσπονδία κοινοτήτων και δήμων (μία «κομμούνα από κομμούνες»), η οποία θα αμφισβητήσει συνολικά το έθνος-κράτος και το καπιταλιστικό σύστημα και θα αντιπαλέψει κάθε ιεραρχικό θεσμό. Καθώς δηλαδή δεν πρόκειται και περί τοπικιστικού ιδεώδους, στοχεύει σε μία συνομοσπονδιακή οργάνωση η οποία μπορεί να απαιτεί δίκτυα συνομοσπονδιακών συμβουλίων, που απαρτίζονται από ανακλητούς εντολοδόχους με καθαρά διαχειριστικό και συντονιστικό ρόλο. Η πολιτική, η οποία θα αγκαλιάσει ξανά το σύνολο της κοινωνικής ζωής, θα ασκείται μόνο στις συνελεύσεις και δια μέσου αυτών.

———————————————————————–

[1] Μία καλή συνοπτική εισαγωγή για την Κοινωνική Οικολογία στα ελληνικά, αποτελεί το «Ξαναφτιάχνοντας την κοινωνία» του Μάρεϊ Μπούκτσιν (sic),  μτφ. Τάσος Κυπριανίδης, Εκδόσεις Εξάντας.

[2] Αξίζει να σημειωθεί πως η κοινωνική οπτική και κριτική που προτάσσει η κοινωνική οικολογία αναιρεί και τις αντιδραστικές σύγχρονες μυθολογίες που αποδίδουν την οικολογική κρίση πρωτίστως στην αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού.

[3] Π.χ. οι γλωσσολογικές αναλύσεις της Dorothy Lee για τους Ινδιάνους Wintu στη δυτική ακτή των ΗΠΑ αλλά και οι μελέτες του Paul Radin

[4] Δηλαδή βασικά την κυριαρχία του άντρα επί της γυναίκας, αλλά και επί των κατώτερών του ανδρών. Η υποταγή της γυναίκας έγινε εφικτή μονάχα όταν είχε ολοκληρωθεί η υποταγή της πλειοψηφίας των ανδρών στον «μεγάλο πολεμιστή». Αυτό βέβαια δεν αναιρεί το γεγονός ότι η θέση της υποταγμένης γυναίκας ήταν πολύ χειρότερη απ’ αυτή των υποταγμένων ανδρών.

[5] Ως τέτοια αναφέρεται συνηθέστερα η Αιγυπτιακή κοινωνία, της εποχής των δυναστειών των Φαραώ.

[6] Αυτά τα θέματα θέλουμε να πραγματευτούμε φυσικά σ’ αυτό το ιστολόγιο, χωρίς να θεωρούμε αναγκαστικά «ευαγγέλιο» τις απόψεις του Bookchin ή οποιουδήποτε άλλου στοχαστή. Παρουσιάσαμε εδώ τις βασικές ιδέες της Kοινωνικής Oικολογίας για έμπνευση και προσανατολισμό, όχι για να γίνουν άκριτα αποδεκτές. Μία καλή εκλαϊκευτική εισαγωγή πάντως στα ελληνικά για το «τι εστί» κομμουναλισμός μπορεί να βρει ο αναγνώστης στο δοκίμιο του Bookchin «Το πρόταγμα του κομμουναλισμού», μτφ. Αλέξανδρος Γκεζερλής, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια.