Χέρμπερτ Μαρκούζε: Σοβιετικός Μαρξισμός – Μία κριτική ανάλυση




[Δημοσιεύουμε την εισαγωγή του σημαντικού βιβλίου του Χέρμπερτ Μαρκούζε “Σοβιετικός Μαρξισμός”, σε καινούρια μετάφραση του Γιώργου Στεφανίδη. Μπορεί σήμερα να μην υπάρχει πια σοβιετικός, υπάρχει όμως ακόμα φιλοσοβιετικός μαρξισμός. Το κείμενο του Μαρκούζε αποτελεί παράδειγμα μίας γόνιμης αντιπαράθεσης με τον Μαρξ και τον μαρξισμό. Παρά τα 50 και πλέον χρόνια από την αρχική του δημοσίευση, αμφισβητεί πολλές προκείμενες του παραδοσιακού μαρξισμού και μπορεί να συμβάλλει στο έργο της ανανέωσης της ριζοσπαστικής σκέψης. Για μας, σήμερα, η τελευταία δεν μπορεί παρά να προχωρά μαζί με την μαρξική σκέψη και, συχρόνως, πέρα από αυτήν.]





Αυτή η μελέτη επιχειρεί να αξιολογήσει ορισμένες κύριες τάσεις του σοβιετικού μαρξισμού υπό την έννοια μίας “εμμενούς κριτικής”˙ με άλλα λόγια, αυτή η μελέτη εκκινεί από τις θεωρητικές προκείμενες του σοβιετικού μαρξισμού, αναπτύσσει τις ιδεολογικές και κοινωνιολογικές τους συνέπειες και επανεξετάζει τις προκείμενες υπό το φως αυτών των συνεπειών. Έτσι, η κριτική χρησιμοποιεί τα εννοιολογικά εργαλεία του αντικειμένου της, ήτοι του μαρξισμού, προκειμένου να διασαφηνίσει την πραγματική λειτουργία του μαρξισμού στη σοβιετική κοινωνία και την ιστορική του κατεύθυνση. Αυτή η προσέγγιση συνεπάγεται μία διπλή υπόθεση:

(1) ότι ο σοβιετικός μαρξισμός (τουτέστιν ο λενινισμός, ο σταλινισμός, οι μετα-σταλινικές τάσεις) δεν είναι απλώς μία ιδεολογία που διαδίδεται από το Κρεμλίνο προκειμένου να εξορθολογίσει και να δικαιολογήσει τις πολιτικές του, αλλά εκφράζει με ποικίλους τρόπους την πραγματικότητα των σοβιετικών εξελίξεων. Σε αυτήν την περίπτωση, η έσχατη ένδεια ή ακόμη και δολιότητα της σοβιετικής θεωρίας δεν στρεβλώνει τη βασική της σημασία, αλλά παραπέμπει στους παράγοντες που προκάλεσαν τις καταφανείς θεωρητικές ανεπάρκειες˙

(2) ότι οι αναγνωρίσιμες αντικειμενικές τάσεις και ροπές ενεργοποιούνται στην ιστορία και συνιστούν την ενδιάθετη ορθολογικότητα της ιστορικής διαδικασίας. Επειδή αυτή η υπόθεση παρερμηνεύεται εύκολα ως αποδοχή της εγελιανής μεταφυσικής, επιτρέπεται να πούμε λίγα λόγια εν είδει υπεράσπισης και εξήγησης.

Η πίστη σε αντικειμενικούς ιστορικούς “νόμους” ανήκει πράγματι στον σκληρό πυρήνα της εγελιανής φιλοσοφίας. Σύμφωνα με τον Χέγκελ, αυτοί οι νόμοι είναι η αποκάλυψη του Λόγου – μία υποκειμενική και αντικειμενική δύναμη που ενεργοποιείται στην ιστορική δράση των ανθρώπων και στην υλική και διανοητική κουλτούρα. Έτσι, η ιστορία είναι συγχρόνως μία λογική και τελεολογική διαδικασία, ήτοι η πρόοδος (παρά τις υποτροπές και τις οπισθοχωρήσεις) στη συνείδηση και την πραγματοποίηση της ελευθερίας. Η διαδοχή των κυριότερων σταδίων του πολιτισμού είναι, ως εκ τούτου, ανάβαση σε υψηλότερες μορφές της ανθρωπότητας – ποσοτική και ποιοτική ανάπτυξη. Ο Μαρξ έχει διατηρήσει αυτήν τη βασική έννοια, τροποποιώντας την με αποφασιστικό τρόπο: η ιστορία προοδεύει διαμέσου της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, η οποία συνιστά πρόοδο, όχι στην πραγματοποίηση της ελευθερίας, αλλά στη δημιουργία των αναγκαίων συνθηκών της ελευθερίας˙ οι παραγωγικές δυνάμεις παραμένουν απλώς αναγκαίες συνθήκες στην προοπτική της ταξικής κοινωνίας. Έτσι, σύμφωνα με τον Μαρξ, η ιστορία δεν αποτελεί, βεβαίως, την αποκάλυψη του Λόγου αλλά, πολύ περισσότερο, το αντίθετο˙ ο Λόγος προσιδιάζει μόνο στη μελλοντική αταξική κοινωνία ως μία κοινωνική οργάνωση που προσαρμόζεται στην ελεύθερη ανάπτυξη των ανθρώπινων αναγκών και ικανοτήτων. Ό,τι είναι ιστορία για τον Χέγκελ είναι ακόμη προϊστορία για τον Μαρξ.

Η υπόθεση των ιστορικών νόμων μπορεί να διαχωρισθεί από κάθε τελεολογία. Αυτή η υπόθεση, λοιπόν, σημαίνει ότι η ανάπτυξη ενός συγκεκριμένου κοινωνικού συστήματος, όπως και οι αλλαγές που οδηγούν από ένα κοινωνικό σύστημα στο επόμενο, καθορίζονται από τη δομή την οποία χορηγεί στον εαυτό της η σχετική κοινωνία˙ με άλλα λόγια, καθορίζονται από τη βασική διαίρεση και οργάνωση της κοινωνικής εργασίας. Επίσης, αυτή η υπόθεση σημαίνει ότι οι πολιτικοί και πολιτιστικοί θεσμοί γεννιούνται από τη βασική διαίρεση και οργάνωση και αντιστοιχούν σε αυτήν. Οι πολλαπλές διαστάσεις και απόψεις της κοινωνικής ζωής δεν αποτελούν ένα απλό άθροισμα γεγονότων και δυνάμεων, αλλά συστήνουν μία σαφώς αναγνωρίσιμη συνάφεια, έτσι ώστε οι μακροπρόθεσμες εξελίξεις σε οποιαδήποτε διάσταση πρέπει να συλληφθούν στη σχέση τους προς τη “βάση”. Υπό την προϋπόθεση αυτής της δομικής ενότητας, τα διαδοχικά κοινωνικά συστήματα μπορούν να διακριθούν μεταξύ τους ως ουσιωδώς διαφορετικές μορφές κοινωνίας, της οποίας η γενική κατεύθυνση ανάπτυξης είναι με ευαπόδεικτο τρόπο “προκαθορισμένη” από τη δημιουργία της. Η χαρακτηριστική αδυναμία να προσδιορισθεί η ακριβής ημερομηνία (ακόμη και εντός ενός αιώνα ή περισσότερο) στην οποία ολοκληρώνεται ένα κοινωνικό σύστημα και εκκινεί το επόμενο καταδεικνύει την υποκείμενη τάση που μετασχηματίζει ένα σύστημα σε κάποιο άλλο. Η καινούργια κοινωνία εμφανίζεται εντός του πλαισίου της παλαιάς διαμέσου προσδιορίσιμων αλλαγών στη δομή της – αλλαγές που συντελούνται σωρευτικά μέχρι να παρουσιασθεί η ουσιωδώς διαφορετική δομή. Σε τελευταία ανάλυση, δεν υπάρχουν “εξωγενείς” αιτίες σε αυτήν την αλυσίδα, καθ’ ότι όλοι οι φαινομενικά εξωτερικοί παράγοντες και γεγονότα (όπως οι ανακαλύψεις, οι επεμβάσεις, ο αντίκτυπος απομακρυσμένων δυνάμεων) θα επηρεάσουν την κοινωνική δομή στον βαθμό που το έδαφος έχει προετοιμασθεί για αυτούς, π.χ., αν “συναντήσουν” αντίστοιχες εξελίξεις εντός της σχετικής κοινωνίας ή αν συναντήσουν κοινωνικές επιθυμίες και ανάγκες (όπως η βαρβαρική εισροή στην αποδυναμωμένη ρωμαϊκή αυτοκρατορία ή όπως η επίδραση των διεθνών συναλλαγών και του εμπορίου και οι ανακαλύψεις στις εσωτερικά μεταβαλλόμενες φεουδαρχικές κοινωνίες από τον δέκατο τρίτο στο δέκατο έκτο αιώνα).

Η βασική μορφή της κοινωνικής αναπαραγωγής, μόλις αποκτήσει θεσμική μορφή, δεν καθορίζει την κατεύθυνση της ανάπτυξης μόνον εντός της σχετικής κοινωνίας αλλά και πέρα από αυτήν. Υπό αυτήν την έννοια, η ιστορική διαδικασία είναι ορθολογική και μη αναστρέψιμη. Ως παράδειγμα της ανάπτυξης εντός της κοινωνίας: το παρόν στάδιο της δυτικής βιομηχανικής κοινωνίας, με την αυξανόμενη ιδιωτική και κυβερνητική ρύθμιση της οικονομίας (με άλλα λόγια, με την αυξανόμενη πολιτική οικονομία και κουλτούρα), φαίνεται ως το “λογικό”, τουτέστιν ενδιάθετο, αποτέλεσμα της ελεύθερης πρωτοβουλίας και του ελεύθερου ανταγωνισμού που κυριαρχούσαν στο προηγούμενο στάδιο. Δεν χρειάζονται μαρξιστικές κατηγορίες προκειμένου να διευκρινισθεί, από τη μία πλευρά, η σύνδεση μεταξύ της συγκέντρωσης της οικονομικής δύναμης και των αντίστοιχων πολιτικών και πολιτιστικών αλλαγών και, από την άλλη πλευρά, της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης της αυξανόμενης παραγωγικότητας της εργασίας και της τεχνολογικής προόδου. Ως ένα παράδειγμα της ανάπτυξης πέρα από την κοινωνία: η ανάδυση του φεουδαρχικού συστήματος από τους βασικούς θεσμούς της αγροτικής οικονομίας στην ύστερη ρωμαϊκή αυτοκρατορία υπό την επίδραση της βαρβαρικής φυλετικο-στρατιωτικής οργάνωσης προσφέρει ίσως το σαφέστερο παράδειγμα ενδιάθετης ιστορικής ορθολογικότητας και μη αναστρεψιμότητας. Για τους ίδιους λόγους, οποιοδήποτε και αν είναι το επόμενο στάδιο του βιομηχανικού πολιτισμού, αποτελεί εύλογη πρόβλεψη ότι οι βασικοί θεσμοί της εκτεταμένα εκμηχανισμένης βιομηχανίας και η εκρηκτική αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας που οφείλεται σε αυτήν θα δημιουργήσουν πολιτικούς και πολιτιστικούς θεσμούς, οι οποίοι είναι ανέκκλητα διαφορετικοί από τους αντίστοιχους θεσμούς της φιλελεύθερης περιόδου – μία ιστορική τάση η οποία πιθανόν να υπερβεί ορισμένες από τις τρέχουσες εξόφθαλμες διαφορές μεταξύ του δυτικού και του σοβιετικού συστήματος.

Η σύντομη περιγραφή της έννοιας των αντικειμενικών ιστορικών νόμων μπορεί να συμβάλει στην έκθεση του μη τελεολογικού χαρακτήρα της υπόθεσης. Αυτή η υπόθεση δεν συνεπάγεται κανέναν σκοπό, κανένα “τέλος” προς το οποίο κινείται η ιστορία, κανέναν μεταφυσικό ή πνευματικό Λόγο που διατρέχει τη διαδικασία – μόνον τον θεσμικό προσδιορισμό της˙ επιπροσθέτως, [αυτή η υπόθεση] είναι ένας ιστορικός προσδιορισμός, με άλλα λόγια, δεν είναι με κανέναν τρόπο “αυτόματη”. Εντός του θεσμικού πλαισίου που οι άνθρωποι έχουν χορηγήσει στον εαυτό τους κατά την αλληλεπίδραση με τις κυρίαρχες φυσικές και ιστορικές συνθήκες, η ανάπτυξη προχωρά διαμέσου της δράσης των ανθρώπων – οι άνθρωποι είναι οι ιστορικοί φορείς, ενώ οι επιλογές και οι αποφάσεις ανήκουν σε αυτούς.

Εφαρμόζοντας την υπόθεση στην ερμηνεία του σοβιετικού μαρξισμού, ένας περιορισμός επιβάλλεται εξαρχής. Φαίνεται ότι η καθοριστική τάση δεν μπορεί να ορισθεί απλώς υπό την έννοια της δομής της σοβιετικής κοινωνίας, αλλά πρέπει να ορισθεί υπό την έννοια της αλληλεπίδρασης μεταξύ σοβιετικής και δυτικής κοινωνίας. Ακόμη και η βιαστικότερη έρευνα του σοβιετικού μαρξισμού αντιπαρατίθεται με το γεγονός ότι σχεδόν σε κάθε καμπή της εξέλιξης η σοβιετική θεωρία (και η σοβιετική πολιτική) αντιδρά σε μία αντίστοιχη δυτική εξέλιξη και αντιστρόφως. Αυτή η παραδοχή είναι τόσο προφανής, ώστε δεν θα άξιζε τον κόπο να αναφερθούμε σε αυτήν˙ όμως, είναι γεγονός ότι εξετάζεται με επιπολαιότητα, ότι διερευνάται απλώς αναφορικά προς τη διπλωματία και την προπαγάνδα ή ότι γίνεται αντιληπτή ως διευθετήσεις σκοπιμοτήτων, ως βραχυπρόθεσμες προσαρμογές, κοκ. Ωστόσο, η αλληλεπίδραση φαίνεται ότι έχει μεγαλύτερη σημασία και ότι εκφράζει έναν ουσιώδη δεσμό μεταξύ των δύο συγκρουόμενων συστημάτων, επηρεάζοντας την ίδια τη δομή της σοβιετικής κοινωνίας. Στην πλέον ορατή μορφή του, ο δεσμός φανερώνεται στην κοινή τεχνικο-οικονομική βάση των δύο συστημάτων, τουτέστιν στην εκμηχανισμένη (και αυξανόμενα εκμηχανισμένη) βιομηχανία ως την κινητήρια δύναμη της κοινωνικής οργάνωσης σε όλες τις σφαίρες της ζωής. Απέναντι σε αυτόν τον κοινό τεχνικο-οικονομικό παρανομαστή βρίσκεται η άκρως διαφορετική θεσμική δομή – από τη μία πλευρά, ιδιωτική πρωτοβουλία, από την άλλη πλευρά, κρατικοποιημένη πρωτοβουλία. Θα κατισχύσει τελικά η κοινή τεχνικο-οικονομική βάση πάνω και ενάντια στους διαφορετικούς κοινωνικούς θεσμούς ή θα εξακολουθήσουν οι τελευταίοι να διευρύνουν τη διαφορά στην εκμετάλλευση των παραγωγικών δυνάμεων στα δύο κοινωνικά συστήματα; (Σύμφωνα με τη μαρξική θεωρία, η τεχνικο-οικονομική βάση είναι ουδέτερη καθ’ εαυτήν και επιδεκτική τόσο της καπιταλιστικής όσο και της σοσιαλιστικής εκμετάλλευσης, καθώς η απόφαση εξαρτάται από την έκβαση της ταξικής πάλης – μία έννοια που φωτίζει καθαρά τα όρια του μαρξικού “ντετερμινισμού”.) Η ερώτηση παίζει έναν αποφασιστικό ρόλο στην αξιολόγηση μίας διεθνούς δυναμικής και των προοπτικών ενός παγκόσμιου “κρατικού καπιταλισμού” ή σοσιαλισμού˙ η πραγμάτευση του παραπάνω ερωτήματος υπερβαίνει την εμβέλεια αυτής της μελέτης, η οποία, ωστόσο, μπορεί να παράσχει αρκετό προκαταρκτικό υλικό.

Η αλληλεπίδραση μεταξύ των δυτικών και των σοβιετικών εξελίξεων, η οποία δεν αποτελεί διόλου έναν εξωτερικό παράγοντα, προσιδιάζει στην καθοριστική ιστορική τάση – τόσο στον ιστορικό “νόμο” που κυβερνά τον σοβιετικό μαρξισμό όσο και στην πραγματικότητα που αντανακλάται στον σοβιετικό μαρξισμό. Εξαρχής, η συγκεκριμένη διεθνής δυναμική που απελευθερώθηκε από τη μεταμόρφωση του “κλασικού” καπιταλισμού σε οργανωμένο καπιταλισμό (με μαρξικούς όρους, μονοπωλιακό καπιταλισμό) καθορίζει τον σοβιετικό μαρξισμό – στο λενινικό δόγμα της πρωτοπορίας, στην έννοια του “σοσιαλισμού σε μία χώρα”, στον θρίαμβο του σταλινισμού πάνω στον τροτσκισμό και τους παλαιούς μπολσεβίκους, στην παρατεταμένη προτεραιότητα της βαριάς βιομηχανίας, στη συνέχιση της οπισθοδρομικής ολοκληρωτικής συγκεντροποίησης. Όσα αναφέρθηκαν αποτελούν υπό αυστηρή έννοια αντιδράσεις στην (με μαρξικούς όρους, “ανώμαλη”) ανάπτυξη και αναπροσαρμογή της δυτικής βιομηχανικής κοινωνίας, όπως και στην παρακμή της επαναστατικής δυναμικής του δυτικού κόσμου που προκλήθηκε από την παραπάνω αναπροσαρμογή. Ο βαθμός στον οποίο αυτές οι εξελίξεις έχουν διαμορφώσει τον σοβιετικό μαρξισμό μπορεί να φωτισθεί από τη λειτουργία του όρου “συνύπαρξη”. Η έννοια της συνύπαρξης έχει λάβει πολύ διαφορετικές σημασίες στον σοβιετικό μαρξισμό – οι οποίες εκτείνονται από μία βραχυπρόθεσμη ανάγκη τακτικής έως έναν μακροπρόθεσμο στόχο. Ωστόσο, η ίδια η διάκριση μεταξύ “βραχυπρόθεσμου” και “μακροπρόθεσμου” στερείται σημασίας, αν δεν χρησιμοποιηθούν αναγνωρίσιμα κριτήρια μέτρησης, τα οποία με τη σειρά τους προϋποθέτουν μία ευαπόδεικτη θεωρητική αξιολόγηση της ιστορικής κατεύθυνσης των σοβιετικών εξελίξεων. Στη γλώσσα του σοβιετικού μαρξισμού καθετί είναι βραχυπρόθεσμο, αν συγκριθεί με το έσχατο γεγονός του παγκόσμιου κομμουνισμού. Πέρα από την επικράτεια αυτής της γλώσσας, δεν είναι λογικό να αποκαλούνται “βραχυπρόθεσμες” πολιτικές, οι οποίες μπορεί να διαρκέσουν δεκαετίες και οι οποίες επιβάλλονται, όχι από τις πολιτικές διακυμάνσεις, αλλά από τη δομή της διεθνούς κατάστασης. Καθώς εξετάζεται σε αυτό το πλαίσιο, η συνύπαρξη είναι ίσως το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα της σύγχρονης περιόδου, ήτοι η συνάντηση δύο ανταγωνιστικών μορφών του βιομηχανικού πολιτισμού, οι οποίες διαγκωνίζονται στην ίδια διεθνή αρένα, χωρίς κάποια εκ των δύο να είναι τόσο ισχυρή ώστε να αντικαταστήσει την άλλη. Αυτή η σχετική αδυναμία των δύο συστημάτων είναι χαρακτηριστική των σχετικών δομών τους και, συνεπώς, ενός μακροπρόθεσμου παράγοντα˙ το τέλος της αποτελεσματικότητας ενός συστήματος θα ήταν ισοδύναμο με το τέλος του συστήματος. Στη δυτική βιομηχανική κοινωνία, η αδυναμία εκπηγάζει από τον σταθερό κίνδυνο της υπερπαραγωγής σε μία παγκόσμια αγορά που συρρικνώνεται και των σοβαρών κοινωνικών και οικονομικών αποδιαρθρώσεων˙ αυτός ο κίνδυνος απαιτεί σταθερά πολιτικά αντίμετρα, τα οποία με τη σειρά τους περιορίζουν την οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη του συστήματος. Από την άλλη πλευρά, το σοβιετικό σύστημα εξακολουθεί να υποφέρει από τη μάστιγα της υποπαραγωγής, η οποία διαιωνίζεται από τις στρατιωτικές και πολιτικές δεσμεύσεις απέναντι στον αναπτυγμένο δυτικό κόσμο. Οι επιπτώσεις αυτής της δυναμικής θα ερευνηθούν στα επόμενα κεφάλαια.

Η εξέλιξη από τον λενινισμό στον σταλινισμό και εκείθεν θα εξετασθεί ως το αποτέλεσμα, στα κύρια στάδια και γνωρίσματά του, ενός “ανώμαλου” αστερισμού, στον οποίο θα οικοδομούνταν μία σοσιαλιστική[1] κοινωνία που περισσότερο συνυπάρχει παρά διαδέχεται την καπιταλιστική κοινωνία, ως ο ανταγωνιστής παρά ως ο κληρονόμος της. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι πολιτικές (όπως η σταλινική εκβιομηχάνιση) που καθόρισαν τη θεμελιώδη τάση της σοβιετικής κοινωνίας ήταν μία αδυσώπητη αναγκαιότητα. Υπήρχαν εναλλακτικές δυνατότητες, αλλά συνιστούσαν με εμφατικό τρόπο ιστορικές εναλλακτικές δυνατότητες – “επιλογές” που παρουσιάσθηκαν στις τάξεις οι οποίες έδωσαν τους μεγάλους κοινωνικούς αγώνες του μεσοπολέμου παρά επιλογές που ήταν στη διακριτική ευχέρεια της σοβιετικής ηγεσίας. Η έκβαση αποφασίσθηκε σε αυτόν τον αγώνα˙ αποφασίσθηκε στην Ευρώπη έως το 1923. Η σοβιετική ηγεσία δεν πήρε αυτήν την απόφαση, μολονότι συνέβαλε σε αυτήν (εκείνη την περίοδο συνέβαλε πιθανότατα σε μικρότερο βαθμό από αυτόν που συνήθως υποτίθεται).

Αν αυτές οι προτάσεις μπορούν να επιβεβαιωθούν, το ερώτημα αν η σοβιετική ηγεσία καθοδηγείται ή όχι από μαρξιστικές αρχές στερείται σημασίας˙ μόλις ενσωματωθεί στους θεμελιώδεις θεσμούς και στόχους της καινούργιας κοινωνίας, ο μαρξισμός υπόκειται σε μία ιστορική δυναμική που υπερβαίνει τις προθέσεις της ηγεσίας και στην οποία υποτάσσονται οι ίδιοι οι εκμεταλλευτές. Η εμμενής εξέταση του σοβιετικού μαρξισμού μπορεί να συντελέσει στην αναγνώριση αυτής της δυναμικής, στην οποία υπόκειται η ίδια η ηγεσία – όσο αυτόνομη ή ολοκληρωτική και αν είναι. Έτσι, εξετάζοντας τον σοβιετικό μαρξισμό και την (θεωρητική) κατάσταση από την οποία γεννήθηκε, δεν ασχολούμαστε με την αφηρημένη, δογματική εγκυρότητα αλλά με τις συγκεκριμένες πολιτικές και οικονομικές τάσεις, οι οποίες μπορεί να φωτίσουν επικείμενες πιθανές εξελίξεις.

Πρέπει να πούμε λίγα λόγια προκειμένου να δικαιολογήσουμε μία τέτοια προσέγγιση. Η μαρξική θεωρία διατείνεται ότι είναι μία ουσιωδώς καινούργια φιλοσοφία, ουσιαστικά διαφορετική από την κύρια παράδοση της δυτικής φιλοσοφίας. Ο μαρξισμός αξιώνει να εκπληρώσει αυτήν την παράδοση μεταβαίνοντας από την ιδεολογία στην πραγματικότητα, από τη φιλοσοφική ερμηνεία στην πολιτική δράση. Για αυτόν τον σκοπό, ο μαρξισμός δεν επανακαθορίζει απλώς τις κύριες κατηγορίες και τρόπους της σκέψης, αλλά επανακαθορίζει τη διάσταση της επαλήθευσής τους˙ η εγκυρότητά τους πρέπει να καθορισθεί από την ιστορική κατάσταση και τη δράση του προλεταριάτου. Υπάρχει θεωρητική συνέχεια μεταξύ της πρώιμης μαρξικής έννοιας του προλεταριάτου ως της εξαντικειμενικευμένης αλήθειας της καπιταλιστικής κοινωνίας και της σοβιετικο-μαρξιστικής έννοιας της partinost (της αφοσίωσης στο κόμμα).

Υπό αυτές τις συνθήκες, η κριτική που απλώς εφαρμόζει τα παραδοσιακά κριτήρια της φιλοσοφικής αλήθειας στον σοβιετικό μαρξισμό δεν επιτυγχάνει, υπό αυστηρή έννοια, τον στόχο της. Αυτή η κριτική, όσο ισχυρή και γερά θεμελιωμένη και αν είναι, αδρανοποιείται από το επιχείρημα ότι τα εννοιολογικά της θεμέλια έχουν κλονισθεί από τη μαρξιστική μετάβαση σε μία διαφορετική περιοχή της ιστορικής και θεωρητικής επαλήθευσης. Έτσι, η ίδια η μαρξιστική διάσταση φαίνεται να μένει ανέπαφη, διότι μένει εκτός του επιχειρήματος. Όμως, αν η κριτική εισέλθει σε αυτήν τη διάσταση, εξετάζοντας την ανάπτυξη και τη χρήση των μαρξιστικών κατηγοριών υπό τους όρους του οικείου τους ισχυρισμού και περιεχομένου, δύναται να εισχωρήσει στο πραγματικό περιεχόμενο κάτω από την ιδεολογική και πολιτική μορφή με την οποία παρουσιάζεται.
Η κριτική του σοβιετικού μαρξισμού “από έξω” πρέπει είτε να απορρίπτει τις θεωρητικές του απόπειρες ως “προπαγάνδα” είτε να τις εκλαμβάνει κατ’ όνομα, ήτοι ως φιλοσοφία ή κοινωνιολογία με την παραδοσιακή έννοια αυτών των επιστημονικών κλάδων. Η πρώτη εκδοχή φαίνεται να αποφεύγει την ερώτηση αναφορικά με την πραγματική σημασία του σοβιετικού μαρξισμού και τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η διάκριση[2]. Η δεύτερη εκδοχή εμπλέκεται σε φιλοσοφικές και κοινωνιολογικές αντιπαραθέσεις εκτός του πλαισίου στο οποίο παρουσιάζονται οι σοβιετικο-μαρξιστικές θεωρίες και το οποίο είναι ουσιώδες για τη σημασία τους. Καθώς αντιμετωπίζονται με αυτόν τον τρόπο, ως αντικείμενα στην ιστορία της φιλοσοφικής ή κοινωνιολογικής σκέψης, τα άρθρα του Σύντομου Φιλοσοφικού Λεξικού, π.χ., ή η συζήτηση περί λογικής του 1950-51, στερούνται εντελώς σημασίας – τα φιλοσοφικά τους σφάλματα είναι καταφανή σε κάθε μορφωμένο άνθρωπο˙ η λειτουργία τους δεν είναι η ακαδημαϊκή διατύπωση καθολικά έγκυρων κατηγοριών και τεχνικών σκέψης αλλά ο καθορισμός της σχέσης τους προς την πολιτική πραγματικότητα[3]. Αντιθέτως, μία εμμενής κριτική, η οποία δεν εξετάζει διόλου αυτές τις θεωρίες κατ’ όνομα, θα μπορούσε να αποκαλύψει την πολιτική απόβλεψη που συνιστά το πραγματικό τους περιεχόμενο. Η προσέγγιση που προτείνεται εδώ μετατοπίζει την έμφαση της κριτικής από τις θεαματικές δημόσιες αντιπαραθέσεις, όπως η δημόσια συζήτηση σχετικά με την υπόθεση Aleksandrov ή η συζήτηση περί λογικής και γλώσσας, σε βασικές τάσεις στον σοβιετικό μαρξισμό και χρησιμοποιεί τις πρώτες μόνον ως παράδειγμα των τελευταίων.

Η εμμενής κριτική συντελείται υπό την προϋπόθεση ότι η μαρξική θεωρία παίζει αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση και την εκτέλεση της σοβιετικής πολιτικής και ότι από τη σοβιετική χρήση της μαρξικής θεωρίας μπορούν να συναχθούν συμπεράσματα για την εθνική και διεθνή ανάπτυξη του σοβιετικού κράτους. Το γεγονός είναι ότι το μπολσεβίκικο κόμμα και η μπολσεβίκικη επανάσταση εξελίχθηκαν, σε σημαντικό βαθμό, σύμφωνα με μαρξιστικές αρχές και ότι η σταλινική ανασυγκρότηση της σοβιετικής κοινωνίας βασίσθηκε στον λενινισμό, ο οποίος ήταν μία συγκεκριμένη ερμηνεία της μαρξικής θεωρίας και πράξης. Έτσι, η ιδεολογία γίνεται αποφασιστικό κομμάτι της πραγματικότητας, παρά το γεγονός ότι χρησιμοποιήθηκε ως όργανο κυριάρχησης και προπαγάνδας. Για αυτόν τον λόγο, η επαναλαμβανόμενη σύγκριση του σοβιετικού μαρξισμού με την προ-σοβιετική μαρξική θεωρία θα είναι αναγκαία. Το πρόβλημα των σοβιετικών “αναθεωρήσεων” της μαρξικής θεωρίας δεν θα εξετασθεί ως πρόβλημα του μαρξικού δογματισμού˙ πολύ περισσότερο, η σχέση μεταξύ των διαφόρων μορφών και σταδίων του μαρξισμού θα χρησιμοποιηθεί ως ένδειξη του τρόπου με τον οποίο η σοβιετική ηγεσία ερμηνεύει και αξιολογεί τη μεταβαλλόμενη ιστορική κατάσταση ως το πλαίσιο για τις πολιτικές της αποφάσεις.

Ο σοβιετικός μαρξισμός έχει προσλάβει τον χαρακτήρα μίας “συμπεριφορικής επιστήμης”. Οι περισσότερες από τις θεωρητικές του διακηρύξεις έχουν μία πραγματιστική, εργαλειακή απόβλεψη˙ χρησιμεύουν στην εξήγηση, δικαιολόγηση, προαγωγή και καθοδήγηση ορισμένων δράσεων και συμπεριφορών, οι οποίες είναι πραγματικά “δεδομένα” για αυτές τις διακηρύξεις. Αυτές οι δράσεις και συμπεριφορές (για παράδειγμα, η επιταχυμένη κολεκτιβοποίηση της οικονομίας, ο σταχανοφισμός, η αναπόσπαστη αντι-δυτική ιδεολογία, η εμμονή στον αντικειμενικό καθορισμό των βασικών οικονομικών νόμων υπό τον σοσιαλισμό) εξορθολογίζονται και δικαιολογούνται υπό το πρίσμα του κληρονομημένου σώματος του “μαρξισμού-λενινισμού”, το οποίο η σοβιετική ηγεσία εφαρμόζει στη μεταβαλλόμενη ιστορική κατάσταση. Όμως, είναι ακριβώς ο πραγματιστικός, συμπεριφορικός χαρακτήρας του σοβιετικού μαρξισμού που τον μετατρέπει σε αναντικατάστατο εργαλείο για την κατανόηση των σοβιετικών εξελίξεων. Οι θεωρητικές διακηρύξεις του σοβιετικού μαρξισμού, στην πραγματιστική τους λειτουργία, καθορίζουν την τάση των σοβιετικών εξελίξεων.

Κατ’ επέκταση, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της εξωτερικής διατύπωσης και της πραγματικής σημασίας των σοβιετικο-μαρξιστικών δηλώσεων. Αυτή η διάκριση δεν διεξάγεται υπό τον βολικό όρο “αισώπεια γλώσσα”, ο οποίος συγκαλύπτει παρά υπογραμμίζει την πραγματική διάκριση. Βεβαίως, στη σοβιετική τους χρήση η σημασία των όρων “δημοκρατία”, “ειρήνη”, “ελευθερία”, κοκ. διαφέρει πολύ από τη σημασία που γίνεται κατανοητή στον δυτικό κόσμο – όμως, το ίδιο ισχύει με τη σημασία των όρων “επανάσταση” και “δικτατορία του προλεταριάτου”. Η σοβιετική χρήση επανακαθορίζει, επίσης, τη σημασία συγκεκριμένων μαρξικών εννοιών. Οι τελευταίες μεταμορφώνονται, καθ’ όσον ο σοβιετικός μαρξισμός ισχυρίζεται ότι είναι μαρξισμός εντός και προς όφελος μίας καινούργιας ιστορικής κατάστασης˙ σχηματίζουν τη μαρξιστική απάντηση στις θεμελιώδεις οικονομικές και πολιτικές αλλαγές κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του αιώνα.

Από αυτήν την οπτική γωνία, ο σοβιετικός μαρξισμός εμφανίζεται ως η απόπειρα να συμφιλιωθεί το κληρονομημένο σώμα της μαρξικής θεωρίας με την ιστορική κατάσταση, η οποία φάνηκε να στρεβλώνει την κεντρική έννοια της ίδιας της θεωρίας, ήτοι τη μαρξική έννοια της μετάβασης από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό. Πριν από τη συζήτηση του σοβιετικού μαρξισμού, πρέπει, κατ’ επέκταση, να περιγράψουμε τόσο την ιστορική όσο και τη θεωρητική κατάσταση από την οποία εκπήγασε ο σοβιετικός μαρξισμός. Πρέπει να προσπαθήσουμε να αναγνωρίσουμε το σημείο κατά το οποίο η ιστορική ανάπτυξη φάνηκε να καταρρίπτει τη μαρξική ανάλυση. Αυτό είναι το κρίσιμο σημείο για την κατανόηση του σοβιετικού μαρξισμού.

Το πρώτο τμήμα αυτής της μελέτης επιδιώκει να αναλύσει τις βασικές έννοιες χάριν των οποίων ο σοβιετικός μαρξισμός εμφανίζεται ως μία ενοποιημένη θεωρία της σύγχρονης ιστορίας και κοινωνίας. Λαμβάνουμε αυτές τις έννοιες στη δογματική τους μορφή απλώς και μόνο για να τις αναπτύξουμε στο πλαίσιο των κοινωνικών και πολιτικών διαδικασιών, τις οποίες ερμηνεύουν και από τις οποίες μονάχα αντλούν τη σημασία τους. Η έμφαση δίδεται ολωσδιόλου στις ροπές που ο σοβιετικός μαρξισμός φαίνεται να αντανακλά και να προλαμβάνει. Έτσι, ενώ το πρώτο τμήμα εστιάζει πάνω στους αντικειμενικούς παράγοντες που υπόκεινται στον σοβιετικό μαρξισμό, το δεύτερο τμήμα πραγματεύεται τον υποκειμενικό παράγοντα, δηλαδή το “ανθρώπινο υλικό” που υποτίθεται ότι ακολουθεί την ηγεσία και πετυχαίνει τους τεθειμένους από τον σοβιετικό μαρξισμό σκοπούς. Το υλικό για αυτό το τμήμα έχει ληφθεί από τη σοβιετική ηθική [ethical] φιλοσοφία.

—————————————————————————————————–

[1] Σε αυτήν τη μελέτη η χρήση του όρου “σοσιαλιστικός, -ή, -ό” για τη σοβιετική κοινωνία δεν συνεπάγεται σε κανένα σημείο ότι αυτή η κοινωνία είναι σοσιαλιστική με την έννοια που την οραματίσθηκε ο Μαρξ και ο Ένγκελς. Ωστόσο, υποτίθεται ότι η αρχική πρόθεση και στόχος της μπολσεβίκικης επανάστασης ήταν η οικοδόμηση μίας σοσιαλιστικής κοινωνίας.
[2] Βλέπε παρακάτω σελ. 39 κ.έ.
[3] Βλέπε Κεφάλαιο 5.