Τι είναι η Κοινωνική Οικολογία;


Η Κοινωνική Οικολογία αναπτύχθηκε ως θεωρία κυρίως από τον Murray Bookchin (1921-2006)[1]. Κεντρική της πεποίθηση είναι πως όλα τα οικολογικά προβλήματα ανάγονται σε κοινωνικά προβλήματα. Η ιδέα της «κυριαρχίας» επί της Φύσης και όλα τα οικολογικά προβλήματα που συνδέονται μ’ αυτή, πηγάζουν από τον τρόπο που οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλο μέσω της κυριαρχικής νοοτροπίας και των ταξικών και ιεραρχικών θεσμών. Για τα οικολογικά προβλήματα δεν ευθύνεται γενικά και αόριστα η «ανθρωπότητα» αλλά τα συγκεκριμένα κοινωνικο-οικονομικά συστήματα, όπως ο καπιταλισμός, που όχι μόνο οδηγούν στην καταστροφή της Φύσης αλλά υπονομεύουν και την ίδια την κοινωνική ζωή. Το ξεπέρασμα της οικολογικής κρίσης προϋποθέτει, σύμφωνα με την Κοινωνική Οικολογία, μία ελεύθερη κοινωνία χωρίς ταξικές και ιεραρχικές διακρίσεις.

Φυσικά, η ιδέα της «κυριαρχίας επί της Φύσης» είναι εντελώς παράλογη εάν εκληφθεί κυριολεκτικά∙ ένας τέτοιος στόχος είναι στην πραγματικότητα ανέφικτος. Oι άνθρωποι αποτελούν μέρος της Φύσης. Αυτό το παράλογο ιδεολόγημα είναι όμως χρήσιμο στην καπιταλιστική ανάπτυξη που απαιτεί την εργαλειοποίηση των πάντων για τη δική της πραγμάτωση. Τα πάντα μπορούν να μετατραπούν σε «μέσα» με σκοπό την αέναη οικονομική μεγέθυνση, η οποία είναι αναγκαία για την επιβίωση των ισχυρότερων καπιταλιστών στον ασταμάτητο και σκληρό ανταγωνισμό μεταξύ τους. Έτσι η Φύση παρουσιάζεται συχνά ως «τυφλή», σκληρή και βίαια, σε τέτοιο βαθμό που η συσχέτιση μαζί της να απαιτεί δήθεν την «υποταγή» της.

Η Κοινωνική Οικολογία αντιλαμβάνεται τη Φύση ως μία αναπτυξιακή (developmental) διαδικασία και όχι σαν μία στατική πραγματικότητα. Η φύση δεν είναι απλά κάτι που μοιάζει με τη «θέα απ’ το παράθυρο» ή με το τοπίο ενός πίνακα. Ούτε είναι μία αναλλοίωτη ουσία σύμφωνα με την οποία πρέπει να προσαρμοζόμαστε (είναι εξίσου λάθος να ισχυριζόμαστε ότι υπάρχει «φύση» του ανθρώπου, καλή ή κακή∙ αυτού του είδους η μεταφυσική γίνεται λάστιχο για να ικανοποιεί αυθαίρετα κάθε επιδίωξη). Η Φύση είναι η ίδια η ιστορία της φυσικής εξέλιξης. Αυτή η ίδια η εξέλιξη μέχρι σήμερα χαρακτηρίστηκε από δημιουργία συνθετότερων μορφών ύπαρξης, από την ανόργανη ύλη στους πρώτους έμβιους οργανισμούς και από εκεί στα ανώτερα θηλαστικά. Τα ανθρώπινα όντα ανήκουν κι αυτά στο φυσικό συνεχές, όχι λιγότερο απ’ όσο ανήκουν τα υπόλοιπα θηλαστικά αλλά και οι υπόλοιποι οργανισμοί.

Η εξέλιξη του φυσικού κόσμου χαρακτηρίζεται από αυξανόμενη διαφοροποίηση και, όσο περίεργο κι αν ακούγεται, από μία ιστορία «υποκειμενικότητας». Από τις στοιχειώδεις «επιλογές» μίας αμοιβάδας που μπορεί να αισθάνεται κάποιες ιδιότητες του περιβάλλοντός της, την «επιλογή» μίας λευκής αλεπούς να κρύβεται στο χιόνι, τις «επιλογές» κάποιων πιθήκων να χρησιμοποιούν εργαλεία όπως κλαδιά για να αποσπούν μυρμήγκια από τις φωλιές τους, μέχρι τη δυνατότητα των ανθρώπων να δημιουργούν θεσμούς και να ζουν κοινωνικά στοχεύοντας μάλιστα και σε μία «ελεύθερη κοινωνία», διαγράφεται η ίδια η ιστορία της «υποκειμενικότητας» και η διαδικασία πραγμάτωσής της. Η φυσική εξέλιξη συνεπώς δεν είναι μόνο η διαδικασία που καθιστά τους οργανισμούς ικανούς να προσαρμόζονται σε νέες περιβαλλοντικές αλλαγές και προκλήσεις και τους εφοδιάζει με την ικανότητα να τροποποιούν το περιβάλλον τους με σκοπό να το προσαρμόσουν στις ανάγκες τους∙ με την εμφάνιση της ανθρώπινης κοινωνίας, αναδύεται και η δυνατότητα να ενθαρρύνεται και να εμπλουτίζεται η ίδια η βιοποικιλότητα και η περαιτέρω διαφοροποιημένη εξέλιξη του περιβάλλοντος. Αυτός ο πλούτος και η ποικιλία των μορφών ζωής δίνει τη δυνατότητα σε ολοένα πιο σύνθετες μορφές να αναδυθούν.

Η Κοινωνική Οικολογία είναι αντίθετη σε κάθε μορφή ανθρωποκεντρισμού, ο οποίος αντιλαμβάνεται τον κόσμο «φτιαγμένο» για ανθρώπινη χρήση, αλλά και σε κάθε μορφή βιοκεντρισμού, ο οποίος παραβλέπει την μοναδική θέση του ανθρώπου στην διαδικασία της βιολογικής εξέλιξης και αποδίδει την ίδια ακριβώς «εγγενή αξία» σε ανθρώπους και μικρόβια. Πράγματι, η εμφάνιση της ανθρωπότητας σηματοδοτεί ένα, τρόπον τινά, πέρασμα σε μία «δεύτερη φύση». Οι περιβαλλοντικές αλλαγές που προκαλούνται από τα ανθρώπινα όντα είναι γενικά διαφορετικές από αυτές που προκαλούνται από τα μη-ανθρώπινα, μιας και τα ανθρώπινα όντα χαρακτηρίζονται από μία τεχνική προνοητικότητα (άσχετα με το γεγονός ότι ορισμένες τεχνολογικές συνεπαγωγές αυτής της προνοητικότητας, οι οποίες οφείλονται κατά βάση στο κυρίαρχο εκμεταλλευτικό σύστημα, θεωρούμε πως είναι τελικά ασύμβατες με τα οικολογικά ιδανικά). Προικισμένοι με νοημοσύνη, επινοητικότητα, μεγάλες δυνατότητες επικοινωνίας και οργάνωσης θεσμών αλλά και σχετική ελευθερία από την ενστικτώδη συμπεριφορά, οι άνθρωποι μπορούν να τροποποιούν συνειδητά το περιβάλλον τους αλλά και να ενθαρρύνουν την ανάπτυξη του, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους οργανισμούς που λειτουργούν κατά βάση ενστικτωδώς και χωρίς «συνείδηση», κυρίως προσαρμοζόμενοι στις περιβαλλοντικές αλλαγές. Αυτό τους το επιτρέπουν οι βιολογικές ικανότητες που τους κληρονόμησε η ίδια η φυσική εξέλιξη. Εξάλλου, η ίδια η κοινωνική ζωή βασίστηκε για τη δημιουργία της σε φυσικά, βιολογικά δεδομένα, πέρα από τα χαρακτηριστικά του νευρικού συστήματος, όπως στη μακρά περίοδο που απαιτεί το ανθρώπινο νεογέννητο για την ενηλικίωσή του, σε αντίθεση με τους περισσότερους άλλους οργανισμούς.

Ο πλούτος της φυσικής εξέλιξης οδήγησε στην εμφάνιση στον άνθρωπο μιας μορφής αυτοσυνείδησης η οποία παρέχει μοναδικές δυνατότητες για την περαιτέρω ενθάρρυνση της βιοποικιλότητας και της φυσικής εξέλιξης. Αυτές οι βιολογικές ικανότητες ήταν που κατέστησαν δυνατή την εμφάνιση της κοινωνικής ζωής και την εξέλιξη της κοινωνίας. Και η εξέλιξη της κοινωνίας επιτρέπει τη συνειδητή ανθρώπινη παρέμβαση στη φυσική εξέλιξη για την ενθάρρυνση και τον εμπλουτισμό της ίδιας αυτής εξέλιξης. Η Κοινωνική Οικολογία αποκλείει κάθε μεταφυσική τύπου «Γαίας» η οποία αυθαίρετα υποθέτει ότι η γη ως υποτιθέμενος ζωντανός οργανισμός «ξέρει» και «καθοδηγεί» αυτόματα και καλύτερα τη φυσική εξέλιξη έτσι ώστε ακόμα και μία καταστροφή από φυσικά αίτια να θεωρείται θεμιτή και να μη γίνεται προσπάθεια αναίρεσης των συνεπειών της.

Η κοινωνία δεν διαχωρίζεται από τη φύση παρά είναι η ίδια δυνάμει αυτοσυνειδητή φύση. Επομένως, δεν είναι τα ανθρώπινα όντα εγγενώς εχθρικά απέναντι στη Φύση, ούτε αποτελούν «παράσιτα», όπως θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε διάφοροι μισάνθρωποι[2]. Η πολύπλοκη κοινωνική τους ανάπτυξη ωστόσο βρίθει αντιφάσεων, ανταγωνισμών, αντικρουόμενων συμφερόντων, που παραμορφώνουν και αναστέλλουν τις μοναδικές ικανότητες της ανθρωπότητας για έναν ενεργό ρόλο στην ενθάρρυνση της βιοποικιλότητας και την εξέλιξη των οικοσυστημάτων. Η κοινωνική απελευθέρωση από τους ιεραρχικούς θεσμούς και τον ιεραρχικό τρόπο του σκέπτεσθαι αποτελεί προϋπόθεση για να εκπληρώσει η ανθρωπότητα και η κοινωνική εξέλιξη (ως συνέχεια της φυσικής εξέλιξης αλλά και ποιοτικά διαφορετική) αυτές τις δυνατότητες. Σήμερα η ανθρωπότητα ως «δεύτερη» φύση, παραμένει κυρίως μία «άρνηση», μία αντίθεση απέναντι στην πρώτη φύση. Μία ελεύθερη και οικολογική κοινωνία, με συνείδηση των μοναδικών δυνατοτήτων της και του ρόλου της εντός των οικοσυστημάτων, θα αποτελούσε μία τρίτη, ελεύθερη φύση.

Ας δούμε τώρα συνοπτικά κάποια χαρακτηριστικά της ίδιας της κοινωνίας μέσα από την ιστορική εξέλιξή της. Η κοινωνική συμβίωση μέχρι σήμερα χαρακτηρίστηκε σε μεγάλο βαθμό από κοινωνικές δομές και θεσμούς με ιεραρχικό χαρακτήρα, βασισμένες στην κυριαρχία και την υποταγή. Η ιεραρχία αναφέρεται σε θεσμισμένες δομές κυριαρχίας, όχι μονάχα οικονομικού χαρακτήρα. Η ανάδυση της ιεραρχίας προηγήθηκε της ανάδυσης των τάξεων και μπορεί να επιβιώσει ακόμα και μετά την πιθανή κατάργηση τους. Εκτείνεται σε σχέσεις που ενυπάρχουν σε χώρους όπως η οικογένεια, οι διάφορες κοινωνικές ομάδες, η εκπαίδευση, η θρησκεία, οι χώροι εργασίας, η τεχνολογία και γενικότερα στους τρόπους που βλέπουμε τον κόσμο (συμπεριλαμβανομένου του φυσικού). Είναι ενδεικτικό ότι κάποιες από τις πρώτες θεσμισμένες ιεραρχίες βασιζόντουσαν, όχι στη συσσώρευση πλούτου, όπως θα μας έκανε να πιστέψουμε η σύγχρονη καπιταλιστική ιδεολογία, αλλά στην αποσυσσώρευση και στην προσφορά δώρων.

Εντούτοις, όπως καταδεικνύουν ανθρωπολογικές μελέτες[3], οι πρώτες κοινωνίες κατά την ανάδυσή τους είχαν ποικίλα εξισωτικά χαρακτηριστικά (ενδεικτικά αναφέρουμε το, μη αναγώγιμο, ελάχιστο αγαθών που είχαν όλα τα μέλη της κοινωνίας ασχέτως με την προσφορά τους στην κοινότητα, την επικαρπία, δηλαδή την κοινή ιδιοκτησία όλων των αγαθών, και την αλληλοβοήθεια). Όμως, ποικίλοι παράγοντες, τους οποίους δεν μπορούμε να συζητήσουμε σ’ αυτό το πολύ συνοπτικό κείμενο, επέτρεψαν σε κάποιες απλές βιολογικές διαφορές (ηλικίας και φύλου) να λάβουν μία παγιωμένη ιεραρχική θεσμική μορφή. Από τις πρώιμες γεροντοκρατίες μέχρι την άνοδο των πολεμιστών και την πατριαρχία[4], μία σειρά εξελίξεων υποβοήθησαν και συνέτειναν στην ανάδυση ιεραρχικών θεσμών και κατά συνέπεια μίας ιεραρχικής κοσμοαντίληψης η οποία επέτρεψε και την ανάδυση της ιδέας για την κυριαρχία επί της φύσης. Σ’ αυτές τις ιεραρχίες θεμελιώνεται και η μεταγενέστερη ανάδυση των τάξεων αλλά και του Κράτους.

Η κυριαρχία επί του ανθρώπου προηγείται της «κυριαρχίας» επί της φύσης και επομένως η τελευταία μπορεί να ξεπεραστεί σήμερα μονάχα σε μία κοινωνία χωρίς ταξικές και ιεραρχικές δομές. Σίγουρα υπήρξαν στο παρελθόν και κάποιες ιεραρχικές κοινωνίες, οι οποίες ήταν εντούτοις οικολογικές[5]. Σήμερα όμως, με την καπιταλιστική ανάπτυξη, η ιεραρχία έχει σε τέτοιο βαθμό συνδεθεί με την ιδέα τη κυριαρχίας πάνω στη φύση, ώστε είναι αδύνατο να ξεριζωθούν οριστικά τα οικολογικά προβλήματα χωρίς ένα οριστικό ξερίζωμα των θεσμισμένων ιεραρχιών. Οι αλλαγές στις αξίες και τη συμπεριφορά μας είναι σήμερα απαραίτητες για να επιλυθεί το οικολογικό και το κοινωνικό ζήτημα, όμως μπορούν να πραγματωθούν ουσιαστικά μόνο παράλληλα με αλλαγές στους κοινωνικούς θεσμούς σε κάθε τομέα της ζωής.

Ο καπιταλισμός, ως πραγματικός καρκίνος για την κοινωνία, βασίζεται στο δόγμα «ανάπτυξη ή θάνατος»: Η αδιάκοπη οικονομική μεγέθυνση συμβαίνει λόγω αντικειμενικών συνθηκών και είναι άτρωτη σε ηθικιστικές επικλήσεις και κριτικές. Ο σύγχρονος καπιταλισμός είναι δομικά ανήθικος και μία οικολογική κοινωνία προϋποθέτει την ανατροπή του, καθώς και την ανατροπή όλων των ιεραρχικών σχέσεων και αντιλήψεων. Η επιβίωση άλλων ιεραρχιών, μετά από μία πιθανή κατάργηση των τάξεων, όχι μόνο αφήνει περιθώριο στην ιεραρχική κοσμοαντίληψη (όπως αυτή επί της φύσης) να επιβιώσει, αλλά και οι ιεραρχικοί θεσμοί ως τέτοιοι μπορούν να επιτρέψουν ξανά στις τάξεις (με ποικίλες μορφές) να αναδυθούν.

Φυσικά, η ιστορική ανάπτυξη της κοινωνίας δεν ήταν μονομερής, κυριευμένη μονάχα από το «φάντασμα» της ιεραρχίας. Η ιεραρχία επανερχόταν με ποικίλες μορφές αλλά χωρίς ουσιώδεις διαφορές στο περιεχόμενο της. Μπορούμε να πούμε ότι κατά κάποιο τρόπο οι σύγχρονοι δυνάστες μοιάζουν υπερβολικά με τους ιστορικούς δυνάστες, μόνο που διαθέτουν σύγχρονα και διαφορετικά μέσα για την επιβολή της κυριαρχίας τους. Η λογική της κυριαρχίας ήταν πάντα η εργαλειακή λογική του μέσου και του σκοπού. Τα πάντα θεωρούνταν μέσα για την αναπαραγωγή της κυριαρχίας.

Παράλληλα ωστόσο μ’ αυτή την πλειοψηφούσα κληρονομιά της κυριαρχίας αναπτύχθηκε μία, μειοψηφούσα, αλλά πολύ πιο πλούσια «κληρονομιά ελευθερίας». Τεράστια ιστορικά κύματα δημιούργησαν δυνατότητες για κοινωνικές μορφές συμβίωσης που χαρακτηρίζονταν από μία άνευ προηγουμένου διεύρυνση της ελευθερίας και της ίδιας της λογικής.

Η γεωργική «επανάσταση» κατέστησε δυνατή τη σταθερότητα που απαιτεί η κοινωνική ζωή. Η «αστεακή επανάσταση», κατέστησε δυνατό το ξεπέρασμα της κοινωνικής ζωής που βασιζόταν στους συγγενικούς δεσμούς του αίματος, και επέτρεψε την υποτυπώδη δημιουργία της πολιτικής ζωής. Είναι χαρακτηριστικό ότι πριν από την «αστεακή» αυτή επανάσταση, κανείς δεν ενδιαφερόταν για την τύχη του διπλανού του, όσο φρικτή κι αν ήταν, εκτός αν αυτός ήταν συγγενής του. Ακόμα και τα πρώτα ιστορικά Κράτη είχαν ένα διφορούμενο ρόλο. Ήταν φυσικά βίαια, συγκεντρωτικά και καταδυνάστευαν φρικτά τους υπηκόους τους, ωστόσο ενοποιούσαν τους τελευταίους έστω στο επίπεδο της υποταγής, συμβάλλοντας στη σταδιακή δημιουργία της ιδιότητας του «πολίτη». Αυτό δεν σημαίνει ότι η ανάδυση των Κρατών ήταν αναγκαία ιστορικά. Η Κοινωνική Οικολογία δεν δέχεται κανενός είδους ιστορικό ντετερμινισμό. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αρνείται τη δυνατότητα να φωτίσει διαλεκτικά ιστορικές διαδικασίες που δεν μπόρεσαν τελικά να αποφευχθούν.

Αυτές οι μεγάλες «επαναστάσεις» ήταν που επέτρεψαν την ανάδυση της δημοκρατίας και την πρώτη προσπάθεια να ξεπεραστεί η ιεραρχική οργάνωση της κοινωνίας. Ακολούθησε μία διαχρονική διεύρυνση των δημοκρατικών ιδανικών και της ελευθερίας, μέσα από επαναστάσεις ή κοινωνικές αλλαγές που οδήγησαν επιτακτικά το αίτημα για δημοκρατία σε όλες τις πλευρές της κοινωνικής ζωής. Οι μεγάλες επαναστάσεις για παράδειγμα σε Αγγλία, Αμερική και Γαλλία έδωσαν στην ελευθερία έναν οικουμενικό χαρακτήρα, ενώ με τη γαλλική επανάσταση ξεκίνησε σε σημαντικό βαθμό η συμμετοχή των γυναικών στην πολιτική ζωή. Οι επαναστάσεις του 19ου αιώνα και των αρχών του εικοστού διεύρυναν τα ιδανικά της ελευθερίας με την απαίτηση για τον τερματισμό της ταξικής κυριαρχίας ενώ στον εικοστό αιώνα αναδύθηκαν και τα προβλήματα της ιεραρχίας γενικότερα, από την Ισπανία του 1936 μέχρι τον Μάη του 1968 στο Παρίσι.

Σηματοδοτώντας άλλη μία ιστορική αμφισημία, η ίδια η τεχνολογική πρόοδος που συνέβη παράλληλα με την καπιταλιστική ανάπτυξη, διευρύνει σήμερα σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό τις δυνατότητες για ελευθερία, καθιστώντας το αίτημα γι’ αυτήν ακόμα πιο ρεαλιστικό. Η εντυπωσιακή δυνατότητα ριζικής ελάττωσης του μόχθου που απαιτείται από τα ανθρώπινα όντα για την επιβίωσή τους, βελτιώνει τις συνθήκες για τη διεύρυνση της πολιτικής συμμετοχής και την άνθηση της δημοκρατίας.

Έχοντας υπόψη τις ιστορικές αυτές δυνατότητες, η Κοινωνική Οικολογία αμφισβητεί το ίδιο το σύστημα της κυριαρχίας και όχι απλά τις ιεραρχικές και οικοκαταστροφικές ατομικές συμπεριφορές. Ασκεί εντούτοις κριτική και στην κατεστημένη ηθική, ιδιαίτερα στην αντίληψη: ό,τι είναι καλό για «εμένα» δεν μπορεί να είναι καλό για «εσένα» οπότε ο καθένας έχει το ατομικό συμφέρον του. Αμφισβητεί δηλαδή τον ηθικό σχετικισμό, ασκώντας ταυτόχρονα κριτική στον ηθικό απολυταρχισμό των θρησκευτικών εντολών και συστημάτων, ενώ διερευνά τη δυνατότητα μίας ελευθεριακής αντικειμενικής ηθικής.

Έμφαση δίνεται σε μία ηθική της συμπληρωματικότητας, τόσο όσον αφορά στους κοινωνικούς θεσμούς, όσο και στον τρόπο του σκέπτεσθαι και τη συσχέτιση με τη Φύση. Η Κοινωνική Οικολογία βλέπει τη φύση ως την «εν τω γίγνεσθαι επικράτεια της ελευθερίας, της ατομικότητας και της συνείδησης». Αυτό δεν το προϋποθέτει αυθαίρετα, το βλέπει στην ίδια τη φυσική ιστορία, με τον ίδιο τρόπο που βλέπουμε ένα απολίθωμα αποτυπωμένο στην πέτρα. Ο φυσικός κόσμος δεν είναι μία πραγματικότητα εχθρική στον άνθρωπο. Οι φυσικοί νόμοι και οι αιτιοκρατικές σχέσεις είναι αναμφισβήτητα χαρακτηριστικά του κόσμου που καθιστούν δυνατή την -πολύτιμη για την κοινωνική ζωή- επιστήμη. Συγχρόνως όμως, η Κοινωνική Οικολογία μας υπενθυμίζει ότι η ατομικότητα, η λογική και η ελευθερία αναδύθηκαν μαζί με την κοινωνία μέσω της φυσικής εξέλιξης και δεν βρίσκονται σε οξεία αντίθεση μαζί της.

Προβάλλεται έτσι το αίτημα για μία «συγκομιδή» των δυνατοτήτων που μας δίνει τόσο η «πρώτη φύση» όσο και η «δεύτερη φύση» (κοινωνία) και η αναίρεσή τους σε μία «τρίτη φύση» όπου η κοινωνία με τη φύση, διατηρώντας τις διαφορά τους, δεν θα υπάρχουν αντιθετικά αλλά συμπληρωματικά η μία για την άλλη. Η Κοινωνική Οικολογία στέκεται ενάντια στους κληρονομημένους δυϊσμούς ανθρωπότητας και ζωικότητας, κοινωνίας και φύσης, ατόμου και κοινωνίας, ελευθερίας και αναγκαιότητας. Δεν προτάσσει την ταυτότητα αυτών των ζευγών αλλά τη συνέχεια μεταξύ τους, την ταυτόχρονη ενότητα και διαφορά τους.

Η Κοινωνική Οικολογία ευαισθητοποιείται απέναντι στις δυνατότητες που ενυπάρχουν σε έναν δεδομένο αστερισμό φαινομένων. Ο οργανικός και διαλεκτικός τρόπος σκέψης που προκρίνει, αναζητά τη δυνατότητα ύπαρξης μίας μεταγενέστερης μορφής στην προγενέστερή της. Δίπλα στη συμβατική λογική αναπτύσσει και μία διαλεκτική λογική η οποία παρακολουθεί την αναπτυξιαξή διάσταση της πραγματικότητας.

Όραμα και ηθική της Κοινωνικής Οικολογίας αποτελούν έτσι (συνοπτικά) η συμμετοχή, η συμπληρωματικότητα αλλά και η διαφοροποίηση, πρακτικές που οι κρατικοί και ιεραρχικοί θεσμοί υπονομεύουν, όταν προωθούν μία ισοπεδωτική ομοιομορφία παράλληλα με την κατάρρευση των οικοσυστημάτων.

Η προσπάθεια για την πολιτική πραγμάτωση των ιδανικών της Κοινωνικής Οικολογίας εκβάλλει στο πρόταγμα του κομμουναλισμού[6]. Το πρόταγμα αυτό αγκαλιάζει, εκτός από τους ταξικούς, και αγώνες οικολογικούς, φεμινιστικούς, και γενικότερα αντι-ιεραρχικούς. Η ανατροπή των ιεραρχικών θεσμών, του κράτους και των τάξεων, δεν έχει νόημα αν δεν συμπληρωθεί με μία μη ιεραρχική και οικολογική κοινωνία που θα λειτουργεί με τις αρχές της άμεσης δημοκρατίας και μίας ηθικής οικονομίας (σε συμφωνία με την αρχή «από τον καθένα σύμφωνα με τις δυνατότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του»). Σ’ αυτό το πλαίσιο, όλη η εξουσία ασκείται από τις ανοιχτές σε όλους αμεσοδημοκρατικές συνελεύσεις, στο επίπεδο της γειτονιάς και του δήμου.

Ο ελευθεριακός δημοτισμός (όπως αποκαλείται το πολιτικό σκέλος της Κοινωνικής Οικολογίας), δεν επιζητά κάποιες «νησίδες» ελευθερίας, οι οποίες είναι μάλιστα εν πολλοίς ανέφικτο να επιβιώσουν. Επιζητά μία συνομοσπονδία κοινοτήτων και δήμων (μία «κομμούνα από κομμούνες»), η οποία θα αμφισβητήσει συνολικά το έθνος-κράτος και το καπιταλιστικό σύστημα και θα αντιπαλέψει κάθε ιεραρχικό θεσμό. Καθώς δηλαδή δεν πρόκειται και περί τοπικιστικού ιδεώδους, στοχεύει σε μία συνομοσπονδιακή οργάνωση η οποία μπορεί να απαιτεί δίκτυα συνομοσπονδιακών συμβουλίων, που απαρτίζονται από ανακλητούς εντολοδόχους με καθαρά διαχειριστικό και συντονιστικό ρόλο. Η πολιτική, η οποία θα αγκαλιάσει ξανά το σύνολο της κοινωνικής ζωής, θα ασκείται μόνο στις συνελεύσεις και δια μέσου αυτών.

———————————————————————–

[1] Μία καλή συνοπτική εισαγωγή για την Κοινωνική Οικολογία στα ελληνικά, αποτελεί το «Ξαναφτιάχνοντας την κοινωνία» του Μάρεϊ Μπούκτσιν (sic),  μτφ. Τάσος Κυπριανίδης, Εκδόσεις Εξάντας.

[2] Αξίζει να σημειωθεί πως η κοινωνική οπτική και κριτική που προτάσσει η κοινωνική οικολογία αναιρεί και τις αντιδραστικές σύγχρονες μυθολογίες που αποδίδουν την οικολογική κρίση πρωτίστως στην αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού.

[3] Π.χ. οι γλωσσολογικές αναλύσεις της Dorothy Lee για τους Ινδιάνους Wintu στη δυτική ακτή των ΗΠΑ αλλά και οι μελέτες του Paul Radin

[4] Δηλαδή βασικά την κυριαρχία του άντρα επί της γυναίκας, αλλά και επί των κατώτερών του ανδρών. Η υποταγή της γυναίκας έγινε εφικτή μονάχα όταν είχε ολοκληρωθεί η υποταγή της πλειοψηφίας των ανδρών στον «μεγάλο πολεμιστή». Αυτό βέβαια δεν αναιρεί το γεγονός ότι η θέση της υποταγμένης γυναίκας ήταν πολύ χειρότερη απ’ αυτή των υποταγμένων ανδρών.

[5] Ως τέτοια αναφέρεται συνηθέστερα η Αιγυπτιακή κοινωνία, της εποχής των δυναστειών των Φαραώ.

[6] Αυτά τα θέματα θέλουμε να πραγματευτούμε φυσικά σ’ αυτό το ιστολόγιο, χωρίς να θεωρούμε αναγκαστικά «ευαγγέλιο» τις απόψεις του Bookchin ή οποιουδήποτε άλλου στοχαστή. Παρουσιάσαμε εδώ τις βασικές ιδέες της Kοινωνικής Oικολογίας για έμπνευση και προσανατολισμό, όχι για να γίνουν άκριτα αποδεκτές. Μία καλή εκλαϊκευτική εισαγωγή πάντως στα ελληνικά για το «τι εστί» κομμουναλισμός μπορεί να βρει ο αναγνώστης στο δοκίμιο του Bookchin «Το πρόταγμα του κομμουναλισμού», μτφ. Αλέξανδρος Γκεζερλής, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια.

Μια ψυχαναλυτική θεώρηση του αντισημιτισμού


Ως μικρή συμβολή στον αγώνα ενάντια στον αντισημιτισμό παρουσιάζουμε εδώ μία περίληψη, σχεδόν μετάφραση, κάποιων τμημάτων ενός σπουδαίου άρθρου του ψυχαναλυτή Otto Fenichel με τίτλο “Elements of a Psychoanalytic Theory of Anti-Semitism”. [1] Δεν χρειάζεται κανείς να αποδέχεται όλες τις βασικές ψυχαναλυτικές θέσεις για να κατανοήσει τη σημαντικότητα των ιδεών του Fenichel, όχι μόνο για τον αντισημιτισμό αλλά και για τον ρατσισμό γενικότερα. Ο Fenichel ήταν ένα παράδειγμα επιστήμονα με βαθιά κοινωνική ριζοσπαστική σκέψη και συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πιο εκλεκτούς ψυχαναλυτές με επαναστατικό προσανατολισμό. Δεν ξεχνά ότι ο αντισημιτισμός είναι ένα συγκεκριμένο κοινωνικό φαινόμενο και ότι δεν αρκεί η ψυχανάλυση των αντισημιτών για να τον εξηγήσεις. Μπορεί όμως να φωτίσει σημαντικές πτυχές του.

§§§

Το 1925 στη Γερμανία ο αντισημιτισμός δεν είχε γίνει ακόμη σημαντική πολιτική δύναμη, παρότι η ψυχολογική μαζική βάση για την ανάδυσή του ήταν υπαρκτή. Δέκα χρόνια μετά, το 1935, είχε γίνει σημαντική πολιτική δύναμη. Προφανώς, κοινωνικές εξελίξεις είχαν στρέψει τις μάζες προς την αντισημιτική κατεύθυνση. Πέρα όμως απ’ αυτές τις εξελίξεις, είναι σημαντικό να φωτιστεί το στοιχείο αυτό που αντιδρά έναντι αυτών των εξελίξεων, δηλαδή η ατομική ψυχή, γι’ αυτό είναι καίριος ο ρόλος της ψυχανάλυσης.

Η βασική εξέλιξη μέσα σ’ αυτή τη δεκαετία που επηρέασε τους γερμανούς ήταν η μεγάλων διαστάσεων αντισημιτική προπαγάνδα. Τι ενυπήρχε ωστόσο στη συνείδηση των μαζών που τις κατέστησε ικανές να πιστέψουν αυτή την προπαγάνδα; Μια επιφανειακή προσέγγιση υποδηλώνει ότι οι άνθρωποι δέχονται απόψεις που προοιωνίζουν κάποιο πλεονέκτημα γι’ αυτούς. Για παράδειγμα, η αφελής προοπτική ότι μπορεί να αποκτήσουν μία δουλειά στην οποία απασχολούνταν πριν ένας εβραίος. Ποιο σκοπό ωστόσο εξυπηρετούσε εξαρχής η αντισημιτική προπαγάνδα;

Ο Fenichel, για να δώσει μία απάντηση, στρέφεται στο παράδειγμα της τσαρικής Ρωσίας. Η αστυνομία κατασκεύασε και διέδωσε το πλαστογράφημα των «Πρωτόκολλων των σοφών της Σιών» σε μία εποχή επαναστατική δραστηριότητας εναντίον του τσαρικού καθεστώτος, με σκοπό να στρέψουν την οργή των ανθρώπων για τις άθλιες συνθήκες της ζωής τους από τον Τσάρο στους εβραίους. Ο ρώσικος λαός βρισκόταν εν συγχύσει μεταξύ της επαναστατικής διάθεσης ενάντια στο καθεστώς και του σεβασμού προς την εξουσία, την οποία είχε εκπαιδευτεί να σέβεται. Ο αντισημιτισμός επέτρεψε και στις δύο αυτές τάσεις να ικανοποιηθούν συγχρόνως. Η επαναστατική διάθεση, με καταστροφικές πράξεις εναντίον ανυπεράσπιστων ατόμων, και η διάθεση σεβασμού, με την υπάκουα ανταπόκριση στο κατασκεύασμα και κάλεσμα των αρχών. Οι άνθρωποι πίστεψαν ότι οι εχθροί τους ταυτίζονταν με τους υποτιθέμενους εχθρούς του καθεστώτος που τους καταπίεζε.

Ωστόσο αυτή η θεωρία του «αποδιοπομπαίου τράγου» θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε κάθε μειονότητα, όχι μόνο στους εβραίους. Γιατί οι εβραίοι ήταν κατάλληλοι για να υποστούν αυτόν τον «αποδιοπομπαίο» ρόλο και όχι για παράδειγμα οι κοκκινομάλληδες; Καταρχήν, οι εβραίοι ήταν πάντα πιο ανυπεράσπιστοι από τους κοκκινομάλληδες. Κατά δεύτερον, όταν η κοινωνική τάξη, ή μάλλον αταξία, παράγει μαζική εξαθλίωση, τα θύματά της δεν μπορούν να εξακριβώσουν την αιτία αυτής της εξαθλίωσης, εν μέρει επειδή οι υποβόσκουσες αιτίες είναι πολύπλοκες και εν μέρει επειδή οι κυρίαρχες κοινωνικές τάξεις κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να συγκαλύψουν τις πραγματικές αιτίες. Η επιδίωξή τους είναι να βρεθεί κάποιος που να μπορεί να εμφανιστεί στα θύματα ως η αιτία της εξαθλίωσής τους.

Για αιώνες οι εβραίοι, ως δανειστές ή έμποροι [2] παρουσιάζοντας σ’ όσους είχαν οικονομικές δυσκολίες ως αντιπρόσωποι του χρήματος, ασχέτως του ότι την ίδια εποχή υπήρχε τεράστια φτώχια και για τους ίδιους τους εβραίους. Πρέπει να σημειωθεί ότι και οι αρμένιοι, που διώχθηκαν από τους τούρκους όπως οι εβραίοι από τους γερμανούς, είχαν εμπορικές δραστηριότητες. Από την άλλη, αυτή η εξήγηση δεν εξηγεί κάθε ρατσισμό, όπως για παράδειγμα τον αμερικάνικο εναντίων των νέγρων, που απαιτεί ενδελεχή μελέτη του θεσμού της δουλείας.

Όμως οι νέγροι έχουν ένα χαρακτηριστικό που τους καθιστά κατάλληλους για «αποδιοπομπαίους τράγους»: είναι μαύροι. Οι εβραίοι έχουν επίσης διασυρθεί από τους αντισημίτες εξαιτίας των πολιτιστικών ή σωματικών ιδιαιτεροτήτων τους. Τα μαλλιά τους είναι συνήθως μαύρα [3], μοιάζουν απόμακροι με τα έθιμα και τις συνήθειές τους, με τη γλώσσα τους, με τις θρησκευτικές τους συνήθειες και την καθημερινότητά τους που διαπλέκεται μ’ αυτές. Αυτή την «ξενότητα» (foreignness) τη μοιράζονται με τους αρμένιους, τους νέγρους ή τους τσιγγάνους και αυτή επιτρέπει στους ανθρώπους να υποψιάζονται ότι εφόσον μοιάζουν ή μιλούν διαφορετικά μπορούν να είναι ύποπτοι κακού.

Εδώ γίνεται σημαντική η ψυχολογία των εβραίων. Είναι πολύ δύσκολο να εξηγηθεί το πείσμα με το οποίο οι εβραίοι αντιστάθηκαν στην αφομοίωση διαμέσου των αιώνων, ενώ άλλοι λαοί στις ίδιες περιόδους απορροφήθηκαν από τους πολυπληθέστερους λαούς με τους οποίους συμβίωναν. Αυτό οφειλόταν προφανώς στο σύστημα γκέτο που επιβαλλόταν ανέκαθεν στους εβραίους αλλά και στην επίμονη αποδοχή αυτού του συστήματος γκέτο από τους ίδιους τους εβραίους. Οι εβραίοι διατηρούσαν ιδιαιτερότητες τις οποίες οι πολυπληθέστεροι λαοί που συμβίωναν μαζί τους είχαν εγκαταλείψει από καιρό. Η «αλλοκοτιά» (strangeness) τους προκαλούσε μία αρχαϊκή εντύπωση ενός στοιχείου που διατηρούνταν από αρχαίους καιρούς, παρόμοια με την εντύπωση που προκαλούσε η νομαδική ζωή των τσιγγάνων στους λαούς που είχαν σταματήσει από καιρό να είναι νομάδες.

Τι υποβόσκει αυτής της εξίσωσης: Ξένος = Εχθρός; Το κύριο χαρακτηριστικό των ξένων είναι ότι δεν τους γνωρίζει κανείς ακόμα, και δεν ξέρει τι να περιμένει απ’ αυτούς. Στον αρχαίο κόσμο, οι ξένοι μπορούσαν να επιφέρουν πλεονεκτήματα και προόδους μέσω των καινοτομιών και ανακαλύψεών τους, αλλά μπορεί να θεωρούνταν και επικίνδυνοι εάν ήταν πιο προηγμένοι στην τεχνική των όπλων. Στον αρχαίο κόσμο οι ξένοι ήταν sacer, δηλαδή ταυτόχρονα ιεροί και καταραμένοι. Η «ξενότητα» των εβραίων ήταν ενός ιδιαίτερου είδους λόγω του αρχαϊκού της χαρακτήρα, ο οποίος συνδυαζόταν με μία αδιαμφισβήτητη διανοητική υπεροχή σε συγκεκριμένα ζητήματα, την οποία πιθανώς εκμεταλλεύονταν και οι εβραίοι έμποροι. Οι εβραίοι ήταν έξυπνοι και, την ίδια στιγμή, έμοιαζαν συνδεδεμένοι με παλιές αρχέγονες δυνάμεις που οι υπόλοιποι είχαν χάσει. Όταν οι αρχές κατηγόρησαν αυτόν τον «απόκοσμο» λαό ως σατανικό, δημιουργώντας αυτήν την αντισημιτική φιλολογία, οι άλλοι τις πίστεψαν πρόθυμα λόγω της δικής τους προφανούς εξαθλίωσης. Τους κατηγόρησαν ως δολοφόνους, βρωμερούς και ακόλαστους.

Δεν υπάρχει καμία έλλογη δικαιολόγηση αυτών των κατηγοριών εναντίον των εβραίων. Κάποιοι εβραίο έμποροι μπορεί να ήταν απατεώνες ή καταχραστές όσο και οι έμποροι άλλης εθνικότητας. Ωστόσο, στατιστικές καταδεικνύουν ότι οι εβραίοι δολοφόνοι είναι οι λιγότεροι κάθε άλλης φυλής. Από την άλλη, οι θρησκευτικοί κανόνες των εβραίων επιβάλλουν ιδιαίτερη καθαριότητα, ενώ οι πολύ φτωχοί εβραίοι είναι τόσο βρώμικοι όσο και οι φτωχοί κάθε άλλης φυλής. Τέλος, η σεξουαλικότητά τους είναι παρόμοια με οποιαδήποτε άλλη εθνική ή θρησκευτική ομάδα.

Αυτές οι κατηγορίες είναι δημιουργήματα της ανθρώπινης φαντασίας και πρέπει να συσχετισθούν με την αρχαϊκή «ξενότητα» που απέδιδαν οι άνθρωποι στους εβραίους. Για την ψυχανάλυση, ακόμα και το πιο παράλογο νευρωτικό φαινόμενο έχει ένα κρυφό νόημα. Οι εβραίοι είναι τόσο δολοφονικοί, βρωμεροί ή ακόλαστοι όσο κάθε άλλη ομάδα ανθρώπων. Το λανθάνον νόημα αυτών των κατηγοριών είναι ότι φονικές, βρωμερές και ακόλαστες τάσεις υπάρχουν στ’ αλήθεια κάπου κρυμμένες και οι εβραίοι αποτελούν για άλλη μια φορά «αποδιοπομπαίους τράγους», υποκατάστατα για μετάθεση.

Ο Φρόιντ έχει καταδείξει ότι όλοι μας παλεύουμε καθημερινά, για όλη μας τη ζωή, με καταπιεσμένα ένστικτα που συνεχίζουν να υπάρχουν στο ασυνείδητο. Δολοφονικές τάσεις και σεξουαλικές ορμές, κυρίως όσες θεωρούνται κατώτερες και «βρώμικες», υπάρχουν στο ασυνείδητο και επιδιώκουν την εκδήλωσή τους. Ένα μέσο άμυνας ενάντια σ’ αυτές τις ασυνείδητες τάσεις είναι η προβολή, δηλαδή το να παρατηρεί κανείς στους άλλους αυτό που δεν επιθυμεί να συνειδητοποιήσει ότι υπάρχει και μέσα του. Για τον αντισημίτη, ο εβραίος μοιάζει δολοφονικός, βρωμερός και ακόλαστος, αποφεύγοντας έτσι να συνειδητοποιήσει ότι αυτές οι τάσεις υπάρχουν εντός του.

Αρχίζει έτσι να γίνεται κατανοητός ο λόγος για τον οποίο οι άγριες διαθέσεις του όχλου εκτρέπονται συχνά ενάντια στους εβραίους. Στο ασυνείδητο των ανθρώπων του εξαγριωμένου όχλου, ο εβραίος αντιπροσωπεύει όχι μόνο τις αρχές εξουσίας, ενάντια στις οποίες φοβούνται να επιτεθούν, αλλά επίσης τα ίδια τα καταπιεσμένα ένστικτά τους, τα οποία μισούν και τα οποία απαγορεύουν οι ίδιες αρχές εξουσίας εναντίον των οποίων μπορεί να κατευθύνονται. Ασυνείδητα, για τον αντισημίτη, ο εβραίος εκφράζει ταυτόχρονα αυτόν εναντίον του οποίου θέλει να εξεγερθεί και τις ίδιες τις εξεγερτκές τάσεις εντός του. Σ’ αυτή την προβολή συμβάλλει η αρχαϊκή και εμφατική «ξενότητα» των εβραίων.

Αυτήν την «ξενότητα» μοιράζονται οι εβραίοι μαζί με το ασυνείδητο όλων μας. Ένα αίσθημα «απόκοσμο» (uncanny) μας καταλαμβάνει όποτε κάτι, το οποίο θεωρούσαμε κάποτε αληθινό αλλά κατόπιν το απορρίψαμε, αποδεικνύεται τελικά ότι ήταν αληθινό. Για τον μέσο άνθρωπο ένας δολοφόνος, ιδιαίτερα ένας πατροκτόνος, ή κάποιος ένοχος για αιμομιξία, μοιάζει απόκοσμος, επειδή όλοι έχουμε αισθανθεί παρόμοιες ορμές τις οποίες αργότερα καταπιέσαμε. Αντιστρόφως, κάποιο μέλος οποιασδήποτε φυλής η οποία μπορεί να μοιάζει απόκοσμη, θεωρείται ότι μπορεί να είναι ικανό για φόνο και αιμομιξία. Ο εβραίος, με την ακατάληπτη γλώσσα του και τον ακατανόητο θεό του μοιάζει απόκοσμος στους μη-εβραίους, όχι μόνο επειδή δεν μπορούν να τον καταλάβουν και, επομένως, τον φαντάζονται ικανό για όλες τις αμαρτίες, αλλά ακόμα περισσότερο επειδή, στο βάθος, μπορούν να τον καταλάβουν πολύ καλά, εφόσον τα έθιμά του είναι αρχαϊκά, δηλαδή εμφανίζουν στοιχεία που οι μη-εβραίοι κάποτε είχαν αλλά τα έχασαν αργότερα.

Υπάρχει ακόμα και μία ορθολογική αντίδραση η οποία ενδυναμώνει την ανορθολογική πλευρά του αντισημιτισμού. Οι εβραίοι, ως φυλετική μειονότητα, ήταν παντού και πάντοτε καταπιεσμένοι. Είναι ξεκάθαρο ότι οι κυρίαρχοι λαοί πρέπει να φοβούνται την πιθανή εκδίκηση των καταπιεσμένων λαών, ιδιαίτερα όταν η καταπίεση είναι αποτυχημένη και οι καταπιεσμένοι αντιστέκονται ξανά και ξανά, πιστεύοντας μάλιστα ότι είναι ο «εκλεκτός λαός»[4] και απαρνούμενοι να παρατήσουν τις ιδιαιτερότητές τους παρόλα τα μαρτύρια. Για τους περισσότερους ανθρώπους, ο εβραϊκός θεός είναι ένας εκδικητικός και άγριος θεός, παρότι στην Παλαιά Διαθήκη παρουσιάζεται εξίσου, αν όχι περισσότερες φορές, ως πλήρης αγάπης και ελέους. Γιατί υπερτονίζονται αυτές οι πλευρές και οι εβραίοι θεωρούνται μοχθηροί και εκδικητικοί; Είναι πασίγνωστο ότι κάθε αντισημίτης έχει γνωρίσει έστω έναν εβραίο που δεν έχει κανένα παρόμοιο χαρακτηριστικό, και παρά την εμπειρία αυτή, ο αντισημιτισμός του μένει άθικτος.

Αυτή η υποτιθέμενη εκδικητικότητα των μοχθηρών εβραίων είναι και πάλι μία προβολή. Οι κυρίαρχοι δεν μπορούν να φανταστούν ότι οι καταπιεσμένοι δεν είναι εκδικητικοί, γνωρίζοντας πόσο εκδικητικοί θα ήταν οι ίδιοι σε παρόμοιες συνθήκες. Απορριπτόμενα ένστικτα και απορριπτόμενοι αρχαίοι καιροί ξαναζούν σ’ αυτόν τον ακατανόητο, γι’ αυτούς, λαό που ζει ως ξένος ανάμεσά τους. Αυτό το οποίο πίστευαν ότι ξεπέρασαν αναδύεται ξανά και ξανά σαν Ύδρα, και προσπαθούν να κόψουν όλα τα κεφάλια της. Συγχρόνως, το απεχθάνονται με τον ίδιο τρόπο που απεχθάνονται τα δικά τους αποκηρυγμένα ένστικτα. Η περιφρόνηση και η αδιαφορία χρησιμοποιούνται για να τους βοηθήσουν να ξεπεράσουν τον φόβο τους. Προσπαθούν να τον ξορκίσουν αποδεικνύοντας στον εαυτό τους πόσο εύκολο είναι να επιτεθούν στους ανυπεράσπιστους. Αλλά η απόδειξη δεν είναι ποτέ οριστική. Με μία περίεργη περηφάνια, ακόμα και έπαρση, οι ανυπεράσπιστοι επανέρχονται ξανά και ξανά. Ο φόβος δεν ξορκίζεται, και συνεπώς η περιφρόνηση και ο εξευτελισμός πρέπει να επανέλθουν για να αναιρεθεί ο μη αναιρέσιμος φόβος.

Για να συνοψίσουμε: ο αντισημίτης φτάνει στο μίσος για τους εβραίους από μία διαδικασία μετάθεσης, η οποία διεγείρεται εξωτερικά. Βλέπει στον εβραίο ό,τι του προκαλεί δυστυχία, όχι μόνο τον κοινωνικό καταπιεστή του αλλά επίσης τα δικά του ασυνείδητα ένστικτα, τα οποία έχουν αποκτήσει έναν αιμοχαρή, βρωμερό και επονείδιστο χαρακτήρα από την κοινωνική καταπίεσή τους.[5] Μπορεί να προβάλλει στους εβραίους ό,τι προβάλλει λόγω των πραγματικών ιδιαιτεροτήτων της εβραϊκής ζωής, την «ξενότητα» της διανοητικής τους κουλτούρας, των σωματικών (μαύρα μαλλιά) και θρησκευτικών (Θεός του καταπιεσμένου λαού) ιδιαιτεροτήτων τους και των παλαιών εθίμων τους.

Δύο προϋποθέσεις συνεπώς πρέπει να εκπληρωθούν προκειμένου ο αντισημιτισμός να γίνει μαζικό κίνημα. Πρώτον, μία επαναστατική διάθεση, ή τουλάχιστον μία έντονη δυσαρέσκεια των μαζών ενάντια στην υπάρχουσα κατάσταση, μία δυσαρέσκεια που μπορεί να στραφεί ενάντια στους εβραίους ως αποδιοπομπαίους τράγους. Δεύτερον, μία διακριτή εβραϊκή πολιτιστική ζωή εν μέσω της πολιτιστική ζωής του λαού που φιλοξενεί τους εβραίους, χωρίς να υπάρχει σημαντική συσχέτιση και επαφή μεταξύ των δύο αυτών μορφών πολιτιστικής ζωής.

Και οι δύο παραπάνω συνθήκες εκπληρώνονταν στην τσαρική Ρωσία αλλά και ευρύτερα στον αντισημιτισμό του Μεσαίωνα. Όμως δεν φαίνονται να εκπληρώνονται στον σύγχρονο αντισημιτισμό, στην εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία και στις Ηνωμένες Πολιτείας.

Στη Γερμανία, η χειραφέτηση των εβραίων είχε προχωρήσει σημαντικά. Η πλειοψηφία των βερολινέζων εβραίων ακολουθούσε ελάχιστα, αν όχι καθόλου, την εβραϊκή ζωή και τις παραδόσεις, θεωρώντας τους εαυτούς τους γερμανούς. Δεν υπήρχε αρχαϊκή «ξενότητα» κατάλληλη για την προαναφερθείσα προβολή. Παρόλα αυτά, η χρησιμοποίηση των εβραίων και όχι π.χ. των κοκκινομάλληδων ως «αποδιοπομπαίων τράγων» αποδεικνύει ότι η «ξενότητα», ή έστω η ανάμνησή της, ήταν ακόμα παρούσα.

Μπορούμε να υποθέσουμε ότι η δυσαρέσκεια των μαζών και η εβραϊκή διακριτότητα σχηματίζουν μία συμπληρωματική ενότητα για την παραγωγή αντισημιτισμού. Στη Γερμανία, πριν από τον εθνικοσοσιαλισμό, η δυσαρέσκεια των μαζών ήταν τόσο τεράστια ώστε χρειάστηκε ελάχιστη εβραϊκή διακριτότητα. Η εβραϊκή χειραφέτηση από τα παλαιά έθιμα ήταν ακόμα πρώιμη ενώ ο Μεσαίωνας υπήρξε μακρύς. Οι ιστορικές αλλαγές εξάλλου συμβαίνουν αργά και οι μνήμες της «εβραϊκής διακριτότητας» ήταν ακόμα ισχυρές.

Στις ΗΠΑ η κατάσταση μοιάζει αντίστροφη. Δεν υπάρχει καμία επαναστατική διάθεση ενώ, τουλάχιστον σε κάποια μέρη, η παραδοσιακή εβραϊκή ζωή ασκείται από πολλούς. Εντούτοις, οι εβραϊκές ιδιαιτερότητες σίγουρα δεν έχουν αυξηθεί, ενώ ο αντισημιτισμός έχει αυξηθεί. Η θεωρία οδηγεί εδώ στην υπόθεση ότι, αν και δεν είναι έκδηλη, μία μαζική δυσαρέσκεια πρέπει να είναι υπαρκτή στις ΗΠΑ.

Όλα αυτά τα ζητήματα καταδεικνύουν τα όρια της ψυχολογικής εξήγησης. Η πλήρης και αποτελεσματική χρησιμοποίηση από τους κυρίαρχους των ψυχολογικών δεδομένων που παραθέσαμε είναι δυνατή μονάχα υπό συγκεκριμένες οικονομικές και πολιτικές περιστάσεις, οι οποίες δεν είναι σε καμία περίπτωση δευτερεύουσας σημασίας.

[1] The Collected Papers of Otto Fenichel: second series, Norton, New York, 1954, σσ. 335-348. Είχε δημοσιευθεί αρχικά το 1946.

[2] Σχετικά με τους εβραίους που έγιναν δανειστές παραθέτουμε την άποψη του George M. Fredrickson: «Κάποτε ευπρόσδεκτοι ως διεθνείς έμποροι, οι εβραίοι εξαναγκάζονταν, σε ολοένα μεγαλύτερο βαθμό, λόγω του εμπορικού ανταγωνισμού που δέχονταν από χριστιανικές συντεχνίες εμπόρων, να στραφούν στη μη δημοφιλή, και θεωρούμενη τότε αμαρτωλή, ενασχόληση του δανεισμού με τόκο». Racism, A short history, Princeton University Press, 2003, σ. 19

[3] Δεν είμαστε καθόλου βέβαιοι γι’ αυτήν την παρατήρηση του Fenichel. Δεν γνωρίζουμε αν συνήθως τα μαλλιά των εβραίων είναι μαύρα, με τον ίδιο τρόπο για παράδειγμα που τα μαλλιά των σουηδών είναι συνήθως ξανθά.

[4] Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι πολλοί αμφισβητούν και σχετικοποιούν την ιδιαίτερη έμφαση που δίδεται συνήθως στην πίστη των εβραίων ότι είναι ο «περιούσιος λαός». Καταρχήν, παρόμοια σχέση με τη θρησκεία τους έχουν πολλοί λαοί (βλ. π.χ. την υποτιθέμενη ιδιαίτερη σχέση ελληνισμού και ορθοδοξίας). Και περαιτέρω, υπάρχουν τάσεις εντός της εβραϊκής θρησκείας που ερμηνεύουν εντελώς διαφορετικά αυτόν τον χαρακτηρισμό του «περιούσιου λαού» για τους εβραίους.

[5] Για να μη δημιουργηθούν παρεξηγήσεις, σημειώνουμε ότι για τον Fenichel η καταπίεση των ενστίκτων δεν είναι κάτι κακό από μόνη της. Ο συγκεκριμένος τρόπος καταπίεσής τους που επιβάλλεται από την καπιταλιστική κοινωνία δημιουργεί μία προβληματική σχέση μ’ αυτά.
</font