Μια πολιτική διέξοδος από την κρίση

…ή από το Χάος των αγορών και του κράτους, στον Κόσμο της δημοκρατίας και του διαφωτισμού.


Η κρίση

Ενάντια στη δύναμη της επικαιρότητας, γνωρίζαμε ότι κρίση υπήρχε ήδη στην Ελλάδα και τον κόσμο. Δεν περιμέναμε τα δελτία ειδήσεων για να αντιληφθούμε την κρίση που συνέτριβε τους ανθρώπους και το φυσικό περιβάλλον. Οι τελευταίες εξελίξεις απλώς κατέστησαν ορατή την κρίση σε περισσότερους ανθρώπους, παράλληλα με την επέκταση των οικονομικών συμπτωμάτων της.

Απέναντι λοιπόν στην πρόσφατη εξάπλωση της συνειδητοποίησης της κρίσης, απλώνεται η απόλυτη ένδεια και ανεπάρκεια των προτάσεων για έξοδο απ’ αυτήν, που προβάλλονται τόσο από το κατεστημένο όσο και από την Αριστερά με την ευρεία έννοια. Στην ολότητά τους, τα σύγχρονα προβλήματα δεν είναι αμιγώς οικονομικά, ούτε απλώς ταξικά. Ένας ολόκληρος αιώνας στοχασμού, ο εικοστός, μένει στο περιθώριο και επιστρέφουμε σε απλοϊκές αναλύσεις και λύσεις. Για να αναφερθούμε σε λίγα μόνο παραδείγματα, οι στοχαστές της Σχολής της Φραγκφούρτης πάσχισαν να δείξουν ότι η σφαίρα του πολιτισμού και της κουλτούρας δεν είναι κομμάτι ενός υποτιθέμενου «εποικοδομήματος» αλλά βασικός πυλώνας για την αναπαραγωγή του σύγχρονου καπιταλισμού. Ο Καστοριάδης αγωνιζόταν να καταδείξει την έλλειψη νοήματος και την άνοδο της ασημαντότητας ως κέντρα της καπιταλιστικής κρίσης, ενώ ο Μπούκτσιν συχνά αποφαινόταν ότι ο καπιταλισμός, από οικονομία, έχει μετατραπεί σε κοινωνία, διαβρώνοντας κάθε πλευρά της κοινωνικής ζωής και τη σχέση της με τη Φύση. Όλα αυτά φαίνεται ότι ήταν για πολλούς που τα αναπαρήγαγαν λόγια του αέρα, κατάλληλα για φιλολογικές βραδιές, και τώρα που ήρθαν τα δύσκολα έπεσαν με τα μούτρα στον οικονομίστικο διάλογο που παρατηρούμε, περιχαρακωμένο από την πολιτική, την κοινωνία, τον πολιτισμό.

Είναι αναγκαίο να επισημάνουμε ότι τα οικονομικά δεινά της σύγχρονης εποχής οφείλονται κατά βάση στην ίδια τη δομή του καπιταλιστικού συστήματος, το οποίο είναι ικανό να αναπτύσσεται όσο αυξάνεται η οικονομική εκμετάλλευση των μισθωτών από το κεφάλαιο. Το ξεπέρασμα ωστόσο αυτών των δεινών δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τον τερματισμό της διαίρεσης κεφαλαίου-εργασίας. Άλλου είδους ιεραρχίες μπορούν να προκαλέσουν νέα δεινά ή ακόμα και να επιτρέψουν ξανά στις τάξεις να αναδυθούν. Επίσης, αυτό που συγκρατεί τις ταξικές διαφορές ως κυρίαρχες, παρόλο τον ανορθολογισμό τους και τον απάνθρωπο χαρακτήρα τους, δεν είναι μονάχα η ίδια η παραγωγική δομή αλλά το σύνολο των κατεστημένων κοινωνικών σχέσεων. Γι’ αυτό ο αγώνας για οικονομική ευημερία είναι αγώνας για κοινωνική ευημερία, για τερματισμό της εκμετάλλευσης αλλά και των υπόλοιπων ιεραρχικών θεσμών, υπέρ της δημοκρατίας. Βεβαίως, αυτή τη ρίζα των προβλημάτων δεν την αγγίζουν ούτε το σκληρό πακέτο των μέτρων, ούτε η στάση πληρωμών και η έξοδος από την ευρωζώνη που προτείνουν κάποιοι.


Η ανεπάρκεια των οικονομικών προτάσεων

Οι οικονομικές λύσεις είναι μέρος των προβλημάτων ενός κοινωνικού συστήματος που διαχώρισε την οικονομία από την πολιτική και την κοινωνία. Εμείς προτείνουμε πολιτικές λύσεις: δημοκρατία και έναν νέο διαφωτισμό. Ας δούμε όμως όλα αυτά λίγο πιο αναλυτικά, αναγκαζόμενοι εκ των συνθηκών να αναμετρηθούμε σε κάποιο βαθμό με το επίπεδο της τρέχουσας επιχειρηματολογίας.

Προς το παρόν στην Ελλάδα παρατηρούμε, σχηματικά, την εξής πόλωση: οι «συντηρητικές» δυνάμεις κατηγορούν για την κρίση το κράτος, τον διογκωμένο «δημόσιο» τομέα και την ευμάρεια που είχε πήλινα πόδια. Ξοδεύαμε περισσότερα απ’ όσα πραγματικά είχαμε. Οι «προοδευτικές» δυνάμεις κατηγορούν τις ανοιχτές αγορές, την ευρωζώνη και το κεφάλαιο που κέρδιζε τη μερίδα του λέοντος της κατ’ επίφαση ανάπτυξης και τώρα ρίχνει το βάρος των ευθυνών σ’ αυτούς που μάζευαν τα ψίχουλα της τεχνητής ευμάρειας, οι οποίοι και καλούνται να πληρώσουν τη νύφη.

Οι πρώτοι συστρατεύονται γύρω από τους σκληρούς όρους της «βοήθειας» από την Ε.Ε. και το Δ.Ν.Τ. Οι δεύτεροι επικεντρώνονται στη στάση πληρωμών, στη χρεοκοπία και την έξοδο από την ευρωζώνη. Έχουν δίκιο από την άποψη ότι η λύση των «συντηρητικών» θίγει κυρίως αυτούς που οφελήθηκαν λιγότερο από την κακοδιαχείριση του παρελθόντος, συχνά όμως παραλείπουν να επισημάνουν ότι και η δική τους λύση θα είναι πολύ επίπονη, ιδιαίτερα για τους αδύνατους, οι οποίοι πάντα υποφέρουν περισσότερο σε δύσκολες περιόδους.

Όπως συνέβαινε πάντα, η πλευρά του κατεστημένου εκφράζει μαζί με τα ολόκληρα ψέματα και μισές αλήθειες. Καλώς ή κακώς, αυτοί που εισηγούνται τα σκληρά μέτρα οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι ομολογούν και κάποιες παρόμοιες αλήθειες. Το τεράστιο χρέος και τα ελλείμματα της χώρας (εν καιρώ μάλιστα οικονομικής ανάπτυξης!) δεν εμφανίστηκαν από το πουθενά. Για πολλά χρόνια οι ελληνικές κυβερνήσεις μέχρι και παραποιούσαν τα στατιστικά στοιχεία της χώρας, μόνες ή με παρέα τύπου Goldman Sachs, για να συνεχίσουν να ξοδεύουν κατά βούληση. Να ξοδεύουν για το καλό της χώρας; Όχι. Για το καλό του κομματικού πελατειακού κράτους που είχαν δημιουργήσει. Βασικό μέλημα ήταν η εξασφάλιση των ψήφων που θα επέτρεπαν την ποθούμενη επανεκλογή, κάτι που αποδεικνύει και η έκρηξη της σπατάλης και της ανευθυνότητας όταν πλησίαζε το τέλος των τετραετιών και οι νέες εκλογές. Κριτήριο των δημοσίων δαπανών και πολιτικών δεν ήταν κάποιος ορθολογικός κοινωνικός στόχος αλλά το εύκολο βόλεμα. Το σύστημα βέβαια δημιουργεί σε όλους τους τομείς κατάλληλους ανθρωπολογικούς τύπους για τη διαιώνισή του. Μεγάλα μέρη του πληθυσμού της χώρας προσκολλήθηκαν στον σάπιο κεντρικό μηχανισμό επειδή αυτό φαινόταν η ευκολότερη λύση.

Όσοι συνεπώς προτείνουν στάση πληρωμών και έξοδο από την ευρωζώνη, εκτός του ότι συνήθως δεν συζητάνε τις άμεσες πολύ σοβαρές συνέπειες της χρεοκοπίας που επιδιώκουν, κάνουν μισή δουλειά και από την άποψη ότι δεν επισημαίνουν τον σημαντικό ρόλο που διαδραμάτισαν οι παραπάνω παράγοντες για την κατάσταση της οικονομίας, δηλαδή η σαπίλα του κομματικού κράτους, μαζί με την απόλυτη ανικανότητά του να υπερνικήσει τη φοροδιαφυγή, την οποία κατά βάση καλλιεργούσε.

Φυσικά, εντελώς υποκριτική είναι η στάση του συρφετού που καταγγέλλει μονόπλευρα αυτούς τους παράγοντες αγνοώντας: πρώτον, ότι τα μέτρα, τα οποία εισηγήθηκαν ευρωπαίοι επαγγελματίες πολιτικοί και υπερατλαντικοί τεχνοκράτες, άσχετοι με την ελληνική πραγματικότητα, είναι πολύ αμφίβολο ότι θα αποτρέψουν τη χρεοκοπία, παρά τις τεράστιες θυσίες που απαιτούν από τα μεσαία και κατώτερα στρώματα της χώρας. Ακόμα κι αν την αποτρέψουν τα μέτρα είναι, το λιγότερο, κοντόφθαλμα. Σ’ ένα παγκόσμιο περιβάλλον παραγωγικής στασιμότητας, με μοναδική διαφυγή για τα κεφάλαια την αδιέξοδη χρηματοπιστωτική σαπουνόφουσκα, ποιο μέλλον μπορεί να έχει η «ισχυρή» Ελλάδα; Όχι ότι το διεθνές σύστημα θα καταρρεύσει από μόνο του [1]. Απλά είναι καταδικασμένο να γεννά ανά τακτά διαστήματα σοβαρά προβλήματα και κρίσεις, τα οποία είναι εξαιρετικά δύσκολο να λυθούν ακόμα και για τους ισχυρότερους παίκτες του, πόσο μάλλον για την Ελλάδα.

Για να το πούμε περιφραστικά: η εφαρμογή των μέτρων μας οδηγεί, είτε σε μία ακόμα πιο επίπονη χρεοκοπία, είτε στη ζούγκλα των παγκόσμιων αγορών. Ο ανορθολογισμός των τελευταίων έγινε καταφανής: το ίδιο το σύστημα μας έσπρωχνε σ’ έναν άνευ προηγουμένου καταναλωτισμό και εύκολο δανεισμό, αναγκαίο για την αναπαραγωγή του, και τώρα έρχεται να μας μαλώσει επειδή αποδεχθήκαμε τον ρόλο που αυτό προωθούσε μέσα από την κουλτούρα της κατανάλωσης και της διαφήμισης!

Από την άλλη, από μόνη της η έμφαση στη στάση πληρωμών, στη χρεοκοπία και την έξοδο από την ευρωζώνη, ειδικά αν συνοδευτεί από κλείσιμο των συνόρων και τις οραματιζόμενες από κάποιους κρατικοποιήσεις τραπεζών, μπορεί να οδηγήσει: είτε σε ένα ακόμα πιο αποκρουστικό πελατειακό κράτος, από το οποίο θα κρέμονται όλο και περισσότερο οι εξαρτημένοι, αποκλειστικά πλέον απ’ αυτό, υπήκοοί του· είτε, στην χειρότερη περίπτωση, δεδομένου και του επιπέδου της ελληνικής κομμουνιστικής Αριστεράς και του σταλινισμού που τη χαρακτηρίζει, σε μία κοινωνία τύπου Βόρειας Κορέας, τηρουμένων των αναλογιών.[2]


Το ουσιαστικό πρόβλημα και η καταλληλότητα των συνθηκών για μια δημοκρατική προοπτική

Τόσο το κράτος όσο και οι αγορές έχουν ένα σοβαρό μειονέκτημα: δεν μπορούν να δουν πέρα από το συμφέρον της αναπαραγωγής τους, τις κοινωνικές και οικολογικές ανάγκες των πολιτών. Βασικός ανορθολογισμός τους είναι ότι θέλουν υποτιθέμενα να φροντίζουν για μας, χωρίς να λαμβάνουν πραγματικά υπόψη εμάς![3] Αυτός ο ανορθολογισμός, στις διάφορες εκδοχές του, οδήγησε, από τη μία, στην κατασπατάληση του δημοσίου πλούτου και σ’ έναν βλακώδη πολιτικό σχεδιασμό και, από την άλλη, στην αποδιάρθρωση της παραγωγικής δομής της χώρας και στη μετατροπή της σε τουριστικό θέρετρο και οικολογική χαβούζα –για να μη μιλήσουμε για την χρόνια ανεργία και φτώχεια. Απέναντι σ’ αυτόν τον ανορθολογισμό, τον οποίο δεν θίγουν ούτε τα νέα μέτρα ούτε και η στάση πληρωμών, προτάσσουμε τον συνειδητό έλεγχο της ζωής μας από μας τους ίδιους, δηλαδή τη δημοκρατία. Η τεράστια σημασία που έχει η αυτοσυνείδηση για τη δημοκρατία καθιστά σαφές ότι παράλληλα με οποιαδήποτε πολιτική λύση είναι αναγκαίος ένας νέος διαφωτισμός. Λύση είναι η συμμετοχή όλων στη δημόσια ζωή της χώρας, ο αληθινός διάλογος, η πλήρης ενημέρωση όλων από μέσα ελεγχόμενα από τους ίδιους τους πολίτες, η διαβούλευση και συναπόφαση σε δημοτικές και συνοικιακές συνελεύσεις που θα συνεργάζονται σε περιφερειακό και εθνικό επίπεδο. Τα αναπτυσσόμενα αντικοινοβουλευτικά αισθήματα που παρατηρούμε να αναπτύσσονται δυναμικά τελευταία μπορούν να γίνουν αφορμή για το πέρασμα στην πραγματική, άμεση δημοκρατία. Παρακάτω θα γίνουμε περισσότερο συγκεκριμένοι, μετά από κάποιες αναγκαίες επισημάνσεις.

Τι πολιτική προοπτική μπορεί να δοθεί στη δικαιολογημένη οργή απέναντι στην άθλια κατάσταση στην οποία έχουμε εισέλθει; Πρέπει να παραδεχθούμε αρχικά την αδυναμία των παραδοσιακών μέσων και αντιδράσεων. Οι μαζικές πορείες, αν και αναγκαίες καθώς διατρανώνουν την αντίθεση στις σχεδιαζόμενες πολιτικές, φουσκώνουν και ξεφουσκώνουν σαν κύματα που σκάνε στην ακτή και χάνονται. Είναι ευκαιρία για μια δημοκρατική, δημοτική και διαδημοτική προοπτική.

Δεν πρέπει να φοβόμαστε να προτείνουμε ριζικές λύσεις, ειδικά σε περιόδους σαν αυτή που διερχόμαστε. Η εξάπλωση της κρίσης κάνει τα άκρα να αναδύονται και τις στατιστικές να κλονίζονται. Για παράδειγμα, πάλαι ποτέ καθώς πρέπει «δημοκράτες» ρίχνουν τις μάσκες τους και προτείνουν αναστολή άρθρων του συντάγματος όσον αφορά τις διαδηλώσεις ή καταστολή της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών μέσω διαδικτύου[4]. Παράλληλα, όλο και περισσότεροι ανοίγουν τα αυτιά και τις καρδιές τους σε προοδευτικές ιδέες για τις οποίες, υπό κανονικές συνθήκες, θα αδιαφορούσαν.

Οι συνθήκες προσφέρονται για μία άλλου είδους στρατηγική. Με το σχέδιο «Καλλικράτης», το κράτος υφαρπάζει την τοπική εξουσία παραχωρώντας την σε ισχυρότερους κεντρικούς δήμους και περιφέρειες. Αυτός είναι ένας τρόπος να διευκολύνει τον κρατικό έλεγχο και τις μεταρρυθμίσεις υπέρ της επέλασης των αγορών. Πολλές τοπικές κοινωνίες δικαιολογημένα διαμαρτύρονται και αρχίζουν στοιχειωδώς να αντιλαμβάνονται το παιχνίδι που παίζεται εις βάρος τους. Ακόμα βέβαια δεν γίνεται συνείδηση (κι αυτό είναι το ζητούμενο) το γεγονός ότι η αναπαραγωγή του συστήματος σχετίζεται με την καταστροφή των υπολειμμάτων δημοσίου χώρου και, ουσιαστικά, με τη διάλυση της κοινωνίας και τη μετάθεση των αρμοδιοτήτων γι’ αυτήν σε ειδικούς και τεχνοκράτες. Το καρότο γι’ αυτήν την πολιτική είναι η ισχυροποίηση των νέων δήμων που διασώζονται, παράλληλα βέβαια με το μαστίγιο της ισχυροποίησης των περιφερειών που θα τους ελέγχουν.

Για να ανακεφαλαιώσουμε ως εδώ: οι «οικονομικές» λύσεις που προτείνονται δεν είναι πραγματικές λύσεις. Η χρεοκοπία πρέπει να αποφευχθεί, αλλά τα μέτρα που προτείνονται δεν το εξασφαλίζουν αυτό και, ακόμα κι αν το καταφέρουν, θα το καταφέρουν προσωρινά, και σύντομα η κοινωνία θα τεθεί αντιμέτωπη με παρόμοιες ή και χειρότερες προκλήσεις. Το πρόβλημα είναι ότι εγκαταλείπουμε τις μοίρες μας στις αγορές ή στους επαγγελματίες πολιτικούς, ζώντας απορροφημένοι στις μικροϋποθέσεις μας. Συνεπώς πρέπει άμεσα να δημιουργήσουμε τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την ανάκτηση του δημόσιου χώρου, και τον συνειδητό έλεγχο των κοινωνικών υποθέσεων από όλους. Οι συνθήκες είναι κατάλληλες λόγω της κρίσης συνείδησης που εξαπλώνεται, την οποία αν δεν εκμεταλλευτούμε εμείς μπορεί να εκμεταλλευτούν απεχθείς ψευτοσωτήρες. Η συγκυρία του «Καλλικράτη» είναι επίσης πρόσφορη, καθώς η αντίθεση σ’ αυτόν μπορεί να συντεθεί με την δημοκρατική προοπτική.


Η δημοκρατική διέξοδος

Η άμεση πολιτική διέξοδος που προτείνουμε για το αναδυόμενο κίνημα ενάντια στην υφιστάμενη κατάσταση, είναι η συμμετοχή στις επερχόμενες δημοτικές εκλογές του Νοέμβρη μ’ ένα συγκεκριμένο πλαίσιο: εάν οι τοπικές κινήσεις νικήσουν, τότε μεταφέρουν την πραγματική εξουσία από τον δήμαρχο και το συμβούλιο, στις νέες δημοτικές και συνοικιακές συνελεύσεις που θεσμίζονται άμεσα. Η εξουσία που κλέβει ο «Καλλικράτης», όχι μόνο αποκαθίσταται αλλά γίνεται πραγματική δημοκρατία αντί για δεσποτισμός μικρής κλίμακας, όπως έχουν καταντήσει οι δήμοι. Οι συνελεύσεις αυτές, μετά από ουσιαστική ενημέρωση και διαβούλευση, παίρνουν όλες τις σημαντικές αποφάσεις, μόνες τους για θέματα που αφορούν τις ίδιες, και σε συνεργασία με τις υπόλοιπες για ευρύτερου ενδιαφέροντος ζητήματα. Για καθαρά διαχειριστικά και διεκπεραιωτικά ζητήματα μπορούν να δημιουργούν υπόλογες και ανακλητές επιτροπές. Οι αποφάσεις των συνελεύσεων όμως, θα δεσμεύονται από το πλαίσιο με το οποίο θα έχει κατέβει στις εκλογές κάθε τοπική κίνηση. Το πλαίσιο αυτό θα έχει εγκριθεί από τις εκλογές, μετατρέποντάς τις τελευταίες σε δημοψήφισμα για την έγκρισή του πλαισίου αυτού, εξ ου και ο απαιτούμενος σεβασμός στα όρια που θέτει (το ότι θα έχει εγκριθεί σε μία δημοκρατική διαδικασία το πρόγραμμα αυτό αναιρεί και τις πιθανές ενστάσεις για τον «τεχνητό» και «από τα πάνω» χαρακτήρα του). Κατά την άποψή μας, σ’ αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να περιέχονται γενικές ελευθεριακές και δημοκρατικές αρχές που θα αντιμάχονται την οικονομική εκμετάλλευση και εξαθλίωση, τον ρατσισμό και τον σεξισμό, ενώ θα δίνουν έμφαση στην ανάπτυξη της τοπικής κοινωνίας και οικονομίας με τον δέοντα σεβασμό στα οικολογικά δεδομένα. Συγχρόνως, για την αποφυγή του τοπικισμού, θα πρέπει να προωθεί τη συνεργασία των δήμων και των συνελεύσεων και να προσβλέπει σε μία διαδημοτική δημοκρατική ένωση. Οι συντελεστές των κινήσεων που θα κατέβουν στις εκλογές θα συμμετέχουν στην πολιτική ζωή όπως όλοι, χωρίς προνόμια. Απλώς, για την τήρηση των προσχημάτων απέναντι στον νόμο, οι αποφάσεις που θα παίρνουν οι συνελεύσεις θα υλοποιούνται με την τυπική υπογραφή των, μονάχα στα χαρτιά, δημάρχων. Ενώ, παράλληλα, θα είναι υπεύθυνοι για τη μη παραβίαση του προαναφερθέντος πλαισίου. Ασφαλιστικές δικλείδες για πιθανά προβλήματα μπορούν να αναζητηθούν στην επιδίωξη εναλλαγής στη θέση του δημάρχου και στο δικαίωμα ανάκλησής του, ανάλογα με το τί επιτρέπει ο νόμος. Πάντα υπάρχει ο κίνδυνος της διαφθοράς, ακόμα και στα πιο αντιεξουσιαστικά κινήματα, αλλά δεν πρέπει μία μικρή πιθανότητα να μας αποτρέπει από το να δοκιμάσουμε κάτι σημαντικό.

Οι νέοι ελεύθεροι δήμοι, θα χρησιμοποιούσουν την οικονομική και πολιτική τους δύναμη για να εγκαινιάσουν μία μακρά επιμορφωτική, για όλους μας, διαδικασία. Μια εκπαιδευτική διαδικασία δημοκρατίας, γνώσης και διαβούλευσης, που θα θέτει η ίδια τους όρους της πραγμάτωσής της. Το κίνητρο για τη συμμετοχή στους νέους δημοκρατικούς θεσμούς θα είναι μεγάλο, καθώς οι αποφάσεις τους θα έχουν κάποιο αντίκρισμα στην πραγματική ζωή των ανθρώπων, ενώ συγχρόνως θα διανοίγουν όλο και σημαντικότερες δυνατότητες, μέσα από τη συνεργασία των απελευθερωμένων δήμων, και την προοπτική του ξεπεράσματος των ανορθολογισμών των αγορών και του κράτους σε μία δημοκρατία αυτοσυνείδησης και συνεργασίας.

Εντός του δημοτικού πεδίου μπορούν να συνυφανθούν συμφέροντα και επιδιώξεις της πλειοψηφίας, και να ξεπεραστούν όχι μόνο αποσπασματικά προβλήματα αλλά προβλήματα σύμφυτα με την κοινωνία και τον πολιτισμό στην ολότητά τους.

Συγχρόνως, μέσα στις δύσκολες οικονομικές συνθήκες που βιώνουμε, τα τοπικά κινήματα θα ενδυναμωθούν και θα σταθούν συμπαραστάτες στα θύματα της κρίσης, προωθώντας ελπίζουμε παράλληλα μία αλληλεγγύη και ηθική στην οικονομία, η οποία θα παραμερίσει τα ατομικά συμφέροντα. Τα τελευταία στρέφονται ενάντια στα ίδια τα άτομα που τα επιδιώκουν, παρ’ όλες τις ασυναρτησίες για το «αόρατο χέρι» της αγοράς, που εξισορροπεί τις ατομικές επιδιώξεις, που κάποιοι παραδόξως ακόμα αναμασούν. Τουλάχιστον, θα έχουν τεθεί οι απαραίτητες συνθήκες για την επικράτηση αυτής της δημοκρατικής και ηθικής νέας οικονομίας [5], που θα ελέγχεται από τους ίδιους τους πολίτες, εντός των κατάλληλων κοινωνικών και οικολογικών παραμέτρων. Κανείς δεν γνωρίζει τις ανάγκες και τις επιθυμίες μας, καθώς και τις αδυναμίες και τα ελαττώματά μας, καλύτερα από μας τους ίδιους. Γι’ αυτό εμείς πρέπει να κρατάμε τα ηνία της ζωής μας, και να είμαστε υπεύθυνοι γι’ αυτήν, ακόμα και για τα λάθη που πιθανώς θα συνοδεύσουν τις προσπάθειές μας.

Αυτό το κείμενο θέλουμε να αποτελέσει βάση συνάντησης και επικοινωνίας για να προσπαθήσουμε άμεσα να υλοποιήσουμε αυτό το πρόγραμμα σε όσο περισσότερους δήμους μπορούμε. Αυτή η συγκυρία αποτελεί άλλη μία ιστορική ευκαιρία για τις ελευθεριακές ιδέες και τη δημοκρατία. Μέσα σ’ ένα μεγάλο δημοκρατικό κίνημα θα τεθούν οι βάσεις για την αντιμετώπιση όλων των προβλημάτων, ακόμα και των οικονομικών, και στην οικοδόμησή του επικεντρώνουμε τις προσπάθειές μας. Μπροστά στον εκβιασμό των γεγονότων και την επιτακτικότητα των άμεσων λύσεων, απαντάμε ψύχραιμα: δημοκρατία και διαφωτισμός.

Κίνηση για τον Ελευθεριακό Δημοτισμό

—————————————————————————————————–

[1] Ακόμα και τα ολοένα σημαντικότερα «εξωτερικά όρια» που θέτει η οικολογική κρίση δεν μπορούν να οδηγήσουν από μόνα τους σε μία κατάρρευση του συστήματος, αλλά ίσως σε μία ολοκληρωτική παραλλαγή του.

[2] Υπάρχει κι ένα ήπιο κομμάτι της Αριστεράς που ζητάει αναδιανομή εισοδήματος υπέρ των εργαζομένων και επιβάρυνση του κεφαλαίου για την έξοδο από την κρίση. Αυτά τα αιτήματα δεν είναι λανθασμένα αλλά δεν είναι επίσης ενταγμένα σε κάποια απελευθερωτική προοπτική. Δεν θίγουν σε καμία περίπτωση το βασικό πρόβλημα ότι ζούμε μ’ έναν τρόπο που μας διαφεύγει, όπως έλεγε ένας γάλλος συγγραφέας. Κατά βάση οι εισηγητές τους μας καλούνε να ψηφίσουμε ένα κόμμα που αυτή τη φορά θα μας σώσει. Ποιοι θα επιβάλλουν αυτή την αναδιανομή και με ποιον τρόπο; Αυτά είναι ερωτήματα που αφήνουν χωρίς σοβαρή απάντηση.

[3] Ένα βασικό χαρακτηριστικό του κεφαλαίου και του κράτους, η ανάλυση του οποίου ξεφεύγει από τα όρια αυτού του κειμένου, είναι ότι τείνουν μακροπρόθεσμα να συνεργάζονται εις βάρος των τοπικών και κοινωνικών αναγκών, όπως καταδεικνύει η ίδια η ιστορία του καπιταλισμού.

[4] Βλ. για παράδειγμα τα σχόλια εδώ.

[5] Μιας οικονομίας δηλαδή που λειτουργεί σύμφωνα με τις αρχές: από τον καθένα σύμφωνα με τις δυνατότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του και που η ανάπτυξη του ενός έχει ως προϋπόθεση την ανάπτυξη όλων. Στόχοι που βέβαια απαιτούν βάθεμα της δημοκρατικής ζωής και ριζοσπαστικοποίησή της.

Τι είναι η Κοινωνική Οικολογία;


Η Κοινωνική Οικολογία αναπτύχθηκε ως θεωρία κυρίως από τον Murray Bookchin (1921-2006)[1]. Κεντρική της πεποίθηση είναι πως όλα τα οικολογικά προβλήματα ανάγονται σε κοινωνικά προβλήματα. Η ιδέα της «κυριαρχίας» επί της Φύσης και όλα τα οικολογικά προβλήματα που συνδέονται μ’ αυτή, πηγάζουν από τον τρόπο που οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλο μέσω της κυριαρχικής νοοτροπίας και των ταξικών και ιεραρχικών θεσμών. Για τα οικολογικά προβλήματα δεν ευθύνεται γενικά και αόριστα η «ανθρωπότητα» αλλά τα συγκεκριμένα κοινωνικο-οικονομικά συστήματα, όπως ο καπιταλισμός, που όχι μόνο οδηγούν στην καταστροφή της Φύσης αλλά υπονομεύουν και την ίδια την κοινωνική ζωή. Το ξεπέρασμα της οικολογικής κρίσης προϋποθέτει, σύμφωνα με την Κοινωνική Οικολογία, μία ελεύθερη κοινωνία χωρίς ταξικές και ιεραρχικές διακρίσεις.

Φυσικά, η ιδέα της «κυριαρχίας επί της Φύσης» είναι εντελώς παράλογη εάν εκληφθεί κυριολεκτικά∙ ένας τέτοιος στόχος είναι στην πραγματικότητα ανέφικτος. Oι άνθρωποι αποτελούν μέρος της Φύσης. Αυτό το παράλογο ιδεολόγημα είναι όμως χρήσιμο στην καπιταλιστική ανάπτυξη που απαιτεί την εργαλειοποίηση των πάντων για τη δική της πραγμάτωση. Τα πάντα μπορούν να μετατραπούν σε «μέσα» με σκοπό την αέναη οικονομική μεγέθυνση, η οποία είναι αναγκαία για την επιβίωση των ισχυρότερων καπιταλιστών στον ασταμάτητο και σκληρό ανταγωνισμό μεταξύ τους. Έτσι η Φύση παρουσιάζεται συχνά ως «τυφλή», σκληρή και βίαια, σε τέτοιο βαθμό που η συσχέτιση μαζί της να απαιτεί δήθεν την «υποταγή» της.

Η Κοινωνική Οικολογία αντιλαμβάνεται τη Φύση ως μία αναπτυξιακή (developmental) διαδικασία και όχι σαν μία στατική πραγματικότητα. Η φύση δεν είναι απλά κάτι που μοιάζει με τη «θέα απ’ το παράθυρο» ή με το τοπίο ενός πίνακα. Ούτε είναι μία αναλλοίωτη ουσία σύμφωνα με την οποία πρέπει να προσαρμοζόμαστε (είναι εξίσου λάθος να ισχυριζόμαστε ότι υπάρχει «φύση» του ανθρώπου, καλή ή κακή∙ αυτού του είδους η μεταφυσική γίνεται λάστιχο για να ικανοποιεί αυθαίρετα κάθε επιδίωξη). Η Φύση είναι η ίδια η ιστορία της φυσικής εξέλιξης. Αυτή η ίδια η εξέλιξη μέχρι σήμερα χαρακτηρίστηκε από δημιουργία συνθετότερων μορφών ύπαρξης, από την ανόργανη ύλη στους πρώτους έμβιους οργανισμούς και από εκεί στα ανώτερα θηλαστικά. Τα ανθρώπινα όντα ανήκουν κι αυτά στο φυσικό συνεχές, όχι λιγότερο απ’ όσο ανήκουν τα υπόλοιπα θηλαστικά αλλά και οι υπόλοιποι οργανισμοί.

Η εξέλιξη του φυσικού κόσμου χαρακτηρίζεται από αυξανόμενη διαφοροποίηση και, όσο περίεργο κι αν ακούγεται, από μία ιστορία «υποκειμενικότητας». Από τις στοιχειώδεις «επιλογές» μίας αμοιβάδας που μπορεί να αισθάνεται κάποιες ιδιότητες του περιβάλλοντός της, την «επιλογή» μίας λευκής αλεπούς να κρύβεται στο χιόνι, τις «επιλογές» κάποιων πιθήκων να χρησιμοποιούν εργαλεία όπως κλαδιά για να αποσπούν μυρμήγκια από τις φωλιές τους, μέχρι τη δυνατότητα των ανθρώπων να δημιουργούν θεσμούς και να ζουν κοινωνικά στοχεύοντας μάλιστα και σε μία «ελεύθερη κοινωνία», διαγράφεται η ίδια η ιστορία της «υποκειμενικότητας» και η διαδικασία πραγμάτωσής της. Η φυσική εξέλιξη συνεπώς δεν είναι μόνο η διαδικασία που καθιστά τους οργανισμούς ικανούς να προσαρμόζονται σε νέες περιβαλλοντικές αλλαγές και προκλήσεις και τους εφοδιάζει με την ικανότητα να τροποποιούν το περιβάλλον τους με σκοπό να το προσαρμόσουν στις ανάγκες τους∙ με την εμφάνιση της ανθρώπινης κοινωνίας, αναδύεται και η δυνατότητα να ενθαρρύνεται και να εμπλουτίζεται η ίδια η βιοποικιλότητα και η περαιτέρω διαφοροποιημένη εξέλιξη του περιβάλλοντος. Αυτός ο πλούτος και η ποικιλία των μορφών ζωής δίνει τη δυνατότητα σε ολοένα πιο σύνθετες μορφές να αναδυθούν.

Η Κοινωνική Οικολογία είναι αντίθετη σε κάθε μορφή ανθρωποκεντρισμού, ο οποίος αντιλαμβάνεται τον κόσμο «φτιαγμένο» για ανθρώπινη χρήση, αλλά και σε κάθε μορφή βιοκεντρισμού, ο οποίος παραβλέπει την μοναδική θέση του ανθρώπου στην διαδικασία της βιολογικής εξέλιξης και αποδίδει την ίδια ακριβώς «εγγενή αξία» σε ανθρώπους και μικρόβια. Πράγματι, η εμφάνιση της ανθρωπότητας σηματοδοτεί ένα, τρόπον τινά, πέρασμα σε μία «δεύτερη φύση». Οι περιβαλλοντικές αλλαγές που προκαλούνται από τα ανθρώπινα όντα είναι γενικά διαφορετικές από αυτές που προκαλούνται από τα μη-ανθρώπινα, μιας και τα ανθρώπινα όντα χαρακτηρίζονται από μία τεχνική προνοητικότητα (άσχετα με το γεγονός ότι ορισμένες τεχνολογικές συνεπαγωγές αυτής της προνοητικότητας, οι οποίες οφείλονται κατά βάση στο κυρίαρχο εκμεταλλευτικό σύστημα, θεωρούμε πως είναι τελικά ασύμβατες με τα οικολογικά ιδανικά). Προικισμένοι με νοημοσύνη, επινοητικότητα, μεγάλες δυνατότητες επικοινωνίας και οργάνωσης θεσμών αλλά και σχετική ελευθερία από την ενστικτώδη συμπεριφορά, οι άνθρωποι μπορούν να τροποποιούν συνειδητά το περιβάλλον τους αλλά και να ενθαρρύνουν την ανάπτυξη του, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους οργανισμούς που λειτουργούν κατά βάση ενστικτωδώς και χωρίς «συνείδηση», κυρίως προσαρμοζόμενοι στις περιβαλλοντικές αλλαγές. Αυτό τους το επιτρέπουν οι βιολογικές ικανότητες που τους κληρονόμησε η ίδια η φυσική εξέλιξη. Εξάλλου, η ίδια η κοινωνική ζωή βασίστηκε για τη δημιουργία της σε φυσικά, βιολογικά δεδομένα, πέρα από τα χαρακτηριστικά του νευρικού συστήματος, όπως στη μακρά περίοδο που απαιτεί το ανθρώπινο νεογέννητο για την ενηλικίωσή του, σε αντίθεση με τους περισσότερους άλλους οργανισμούς.

Ο πλούτος της φυσικής εξέλιξης οδήγησε στην εμφάνιση στον άνθρωπο μιας μορφής αυτοσυνείδησης η οποία παρέχει μοναδικές δυνατότητες για την περαιτέρω ενθάρρυνση της βιοποικιλότητας και της φυσικής εξέλιξης. Αυτές οι βιολογικές ικανότητες ήταν που κατέστησαν δυνατή την εμφάνιση της κοινωνικής ζωής και την εξέλιξη της κοινωνίας. Και η εξέλιξη της κοινωνίας επιτρέπει τη συνειδητή ανθρώπινη παρέμβαση στη φυσική εξέλιξη για την ενθάρρυνση και τον εμπλουτισμό της ίδιας αυτής εξέλιξης. Η Κοινωνική Οικολογία αποκλείει κάθε μεταφυσική τύπου «Γαίας» η οποία αυθαίρετα υποθέτει ότι η γη ως υποτιθέμενος ζωντανός οργανισμός «ξέρει» και «καθοδηγεί» αυτόματα και καλύτερα τη φυσική εξέλιξη έτσι ώστε ακόμα και μία καταστροφή από φυσικά αίτια να θεωρείται θεμιτή και να μη γίνεται προσπάθεια αναίρεσης των συνεπειών της.

Η κοινωνία δεν διαχωρίζεται από τη φύση παρά είναι η ίδια δυνάμει αυτοσυνειδητή φύση. Επομένως, δεν είναι τα ανθρώπινα όντα εγγενώς εχθρικά απέναντι στη Φύση, ούτε αποτελούν «παράσιτα», όπως θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε διάφοροι μισάνθρωποι[2]. Η πολύπλοκη κοινωνική τους ανάπτυξη ωστόσο βρίθει αντιφάσεων, ανταγωνισμών, αντικρουόμενων συμφερόντων, που παραμορφώνουν και αναστέλλουν τις μοναδικές ικανότητες της ανθρωπότητας για έναν ενεργό ρόλο στην ενθάρρυνση της βιοποικιλότητας και την εξέλιξη των οικοσυστημάτων. Η κοινωνική απελευθέρωση από τους ιεραρχικούς θεσμούς και τον ιεραρχικό τρόπο του σκέπτεσθαι αποτελεί προϋπόθεση για να εκπληρώσει η ανθρωπότητα και η κοινωνική εξέλιξη (ως συνέχεια της φυσικής εξέλιξης αλλά και ποιοτικά διαφορετική) αυτές τις δυνατότητες. Σήμερα η ανθρωπότητα ως «δεύτερη» φύση, παραμένει κυρίως μία «άρνηση», μία αντίθεση απέναντι στην πρώτη φύση. Μία ελεύθερη και οικολογική κοινωνία, με συνείδηση των μοναδικών δυνατοτήτων της και του ρόλου της εντός των οικοσυστημάτων, θα αποτελούσε μία τρίτη, ελεύθερη φύση.

Ας δούμε τώρα συνοπτικά κάποια χαρακτηριστικά της ίδιας της κοινωνίας μέσα από την ιστορική εξέλιξή της. Η κοινωνική συμβίωση μέχρι σήμερα χαρακτηρίστηκε σε μεγάλο βαθμό από κοινωνικές δομές και θεσμούς με ιεραρχικό χαρακτήρα, βασισμένες στην κυριαρχία και την υποταγή. Η ιεραρχία αναφέρεται σε θεσμισμένες δομές κυριαρχίας, όχι μονάχα οικονομικού χαρακτήρα. Η ανάδυση της ιεραρχίας προηγήθηκε της ανάδυσης των τάξεων και μπορεί να επιβιώσει ακόμα και μετά την πιθανή κατάργηση τους. Εκτείνεται σε σχέσεις που ενυπάρχουν σε χώρους όπως η οικογένεια, οι διάφορες κοινωνικές ομάδες, η εκπαίδευση, η θρησκεία, οι χώροι εργασίας, η τεχνολογία και γενικότερα στους τρόπους που βλέπουμε τον κόσμο (συμπεριλαμβανομένου του φυσικού). Είναι ενδεικτικό ότι κάποιες από τις πρώτες θεσμισμένες ιεραρχίες βασιζόντουσαν, όχι στη συσσώρευση πλούτου, όπως θα μας έκανε να πιστέψουμε η σύγχρονη καπιταλιστική ιδεολογία, αλλά στην αποσυσσώρευση και στην προσφορά δώρων.

Εντούτοις, όπως καταδεικνύουν ανθρωπολογικές μελέτες[3], οι πρώτες κοινωνίες κατά την ανάδυσή τους είχαν ποικίλα εξισωτικά χαρακτηριστικά (ενδεικτικά αναφέρουμε το, μη αναγώγιμο, ελάχιστο αγαθών που είχαν όλα τα μέλη της κοινωνίας ασχέτως με την προσφορά τους στην κοινότητα, την επικαρπία, δηλαδή την κοινή ιδιοκτησία όλων των αγαθών, και την αλληλοβοήθεια). Όμως, ποικίλοι παράγοντες, τους οποίους δεν μπορούμε να συζητήσουμε σ’ αυτό το πολύ συνοπτικό κείμενο, επέτρεψαν σε κάποιες απλές βιολογικές διαφορές (ηλικίας και φύλου) να λάβουν μία παγιωμένη ιεραρχική θεσμική μορφή. Από τις πρώιμες γεροντοκρατίες μέχρι την άνοδο των πολεμιστών και την πατριαρχία[4], μία σειρά εξελίξεων υποβοήθησαν και συνέτειναν στην ανάδυση ιεραρχικών θεσμών και κατά συνέπεια μίας ιεραρχικής κοσμοαντίληψης η οποία επέτρεψε και την ανάδυση της ιδέας για την κυριαρχία επί της φύσης. Σ’ αυτές τις ιεραρχίες θεμελιώνεται και η μεταγενέστερη ανάδυση των τάξεων αλλά και του Κράτους.

Η κυριαρχία επί του ανθρώπου προηγείται της «κυριαρχίας» επί της φύσης και επομένως η τελευταία μπορεί να ξεπεραστεί σήμερα μονάχα σε μία κοινωνία χωρίς ταξικές και ιεραρχικές δομές. Σίγουρα υπήρξαν στο παρελθόν και κάποιες ιεραρχικές κοινωνίες, οι οποίες ήταν εντούτοις οικολογικές[5]. Σήμερα όμως, με την καπιταλιστική ανάπτυξη, η ιεραρχία έχει σε τέτοιο βαθμό συνδεθεί με την ιδέα τη κυριαρχίας πάνω στη φύση, ώστε είναι αδύνατο να ξεριζωθούν οριστικά τα οικολογικά προβλήματα χωρίς ένα οριστικό ξερίζωμα των θεσμισμένων ιεραρχιών. Οι αλλαγές στις αξίες και τη συμπεριφορά μας είναι σήμερα απαραίτητες για να επιλυθεί το οικολογικό και το κοινωνικό ζήτημα, όμως μπορούν να πραγματωθούν ουσιαστικά μόνο παράλληλα με αλλαγές στους κοινωνικούς θεσμούς σε κάθε τομέα της ζωής.

Ο καπιταλισμός, ως πραγματικός καρκίνος για την κοινωνία, βασίζεται στο δόγμα «ανάπτυξη ή θάνατος»: Η αδιάκοπη οικονομική μεγέθυνση συμβαίνει λόγω αντικειμενικών συνθηκών και είναι άτρωτη σε ηθικιστικές επικλήσεις και κριτικές. Ο σύγχρονος καπιταλισμός είναι δομικά ανήθικος και μία οικολογική κοινωνία προϋποθέτει την ανατροπή του, καθώς και την ανατροπή όλων των ιεραρχικών σχέσεων και αντιλήψεων. Η επιβίωση άλλων ιεραρχιών, μετά από μία πιθανή κατάργηση των τάξεων, όχι μόνο αφήνει περιθώριο στην ιεραρχική κοσμοαντίληψη (όπως αυτή επί της φύσης) να επιβιώσει, αλλά και οι ιεραρχικοί θεσμοί ως τέτοιοι μπορούν να επιτρέψουν ξανά στις τάξεις (με ποικίλες μορφές) να αναδυθούν.

Φυσικά, η ιστορική ανάπτυξη της κοινωνίας δεν ήταν μονομερής, κυριευμένη μονάχα από το «φάντασμα» της ιεραρχίας. Η ιεραρχία επανερχόταν με ποικίλες μορφές αλλά χωρίς ουσιώδεις διαφορές στο περιεχόμενο της. Μπορούμε να πούμε ότι κατά κάποιο τρόπο οι σύγχρονοι δυνάστες μοιάζουν υπερβολικά με τους ιστορικούς δυνάστες, μόνο που διαθέτουν σύγχρονα και διαφορετικά μέσα για την επιβολή της κυριαρχίας τους. Η λογική της κυριαρχίας ήταν πάντα η εργαλειακή λογική του μέσου και του σκοπού. Τα πάντα θεωρούνταν μέσα για την αναπαραγωγή της κυριαρχίας.

Παράλληλα ωστόσο μ’ αυτή την πλειοψηφούσα κληρονομιά της κυριαρχίας αναπτύχθηκε μία, μειοψηφούσα, αλλά πολύ πιο πλούσια «κληρονομιά ελευθερίας». Τεράστια ιστορικά κύματα δημιούργησαν δυνατότητες για κοινωνικές μορφές συμβίωσης που χαρακτηρίζονταν από μία άνευ προηγουμένου διεύρυνση της ελευθερίας και της ίδιας της λογικής.

Η γεωργική «επανάσταση» κατέστησε δυνατή τη σταθερότητα που απαιτεί η κοινωνική ζωή. Η «αστεακή επανάσταση», κατέστησε δυνατό το ξεπέρασμα της κοινωνικής ζωής που βασιζόταν στους συγγενικούς δεσμούς του αίματος, και επέτρεψε την υποτυπώδη δημιουργία της πολιτικής ζωής. Είναι χαρακτηριστικό ότι πριν από την «αστεακή» αυτή επανάσταση, κανείς δεν ενδιαφερόταν για την τύχη του διπλανού του, όσο φρικτή κι αν ήταν, εκτός αν αυτός ήταν συγγενής του. Ακόμα και τα πρώτα ιστορικά Κράτη είχαν ένα διφορούμενο ρόλο. Ήταν φυσικά βίαια, συγκεντρωτικά και καταδυνάστευαν φρικτά τους υπηκόους τους, ωστόσο ενοποιούσαν τους τελευταίους έστω στο επίπεδο της υποταγής, συμβάλλοντας στη σταδιακή δημιουργία της ιδιότητας του «πολίτη». Αυτό δεν σημαίνει ότι η ανάδυση των Κρατών ήταν αναγκαία ιστορικά. Η Κοινωνική Οικολογία δεν δέχεται κανενός είδους ιστορικό ντετερμινισμό. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αρνείται τη δυνατότητα να φωτίσει διαλεκτικά ιστορικές διαδικασίες που δεν μπόρεσαν τελικά να αποφευχθούν.

Αυτές οι μεγάλες «επαναστάσεις» ήταν που επέτρεψαν την ανάδυση της δημοκρατίας και την πρώτη προσπάθεια να ξεπεραστεί η ιεραρχική οργάνωση της κοινωνίας. Ακολούθησε μία διαχρονική διεύρυνση των δημοκρατικών ιδανικών και της ελευθερίας, μέσα από επαναστάσεις ή κοινωνικές αλλαγές που οδήγησαν επιτακτικά το αίτημα για δημοκρατία σε όλες τις πλευρές της κοινωνικής ζωής. Οι μεγάλες επαναστάσεις για παράδειγμα σε Αγγλία, Αμερική και Γαλλία έδωσαν στην ελευθερία έναν οικουμενικό χαρακτήρα, ενώ με τη γαλλική επανάσταση ξεκίνησε σε σημαντικό βαθμό η συμμετοχή των γυναικών στην πολιτική ζωή. Οι επαναστάσεις του 19ου αιώνα και των αρχών του εικοστού διεύρυναν τα ιδανικά της ελευθερίας με την απαίτηση για τον τερματισμό της ταξικής κυριαρχίας ενώ στον εικοστό αιώνα αναδύθηκαν και τα προβλήματα της ιεραρχίας γενικότερα, από την Ισπανία του 1936 μέχρι τον Μάη του 1968 στο Παρίσι.

Σηματοδοτώντας άλλη μία ιστορική αμφισημία, η ίδια η τεχνολογική πρόοδος που συνέβη παράλληλα με την καπιταλιστική ανάπτυξη, διευρύνει σήμερα σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό τις δυνατότητες για ελευθερία, καθιστώντας το αίτημα γι’ αυτήν ακόμα πιο ρεαλιστικό. Η εντυπωσιακή δυνατότητα ριζικής ελάττωσης του μόχθου που απαιτείται από τα ανθρώπινα όντα για την επιβίωσή τους, βελτιώνει τις συνθήκες για τη διεύρυνση της πολιτικής συμμετοχής και την άνθηση της δημοκρατίας.

Έχοντας υπόψη τις ιστορικές αυτές δυνατότητες, η Κοινωνική Οικολογία αμφισβητεί το ίδιο το σύστημα της κυριαρχίας και όχι απλά τις ιεραρχικές και οικοκαταστροφικές ατομικές συμπεριφορές. Ασκεί εντούτοις κριτική και στην κατεστημένη ηθική, ιδιαίτερα στην αντίληψη: ό,τι είναι καλό για «εμένα» δεν μπορεί να είναι καλό για «εσένα» οπότε ο καθένας έχει το ατομικό συμφέρον του. Αμφισβητεί δηλαδή τον ηθικό σχετικισμό, ασκώντας ταυτόχρονα κριτική στον ηθικό απολυταρχισμό των θρησκευτικών εντολών και συστημάτων, ενώ διερευνά τη δυνατότητα μίας ελευθεριακής αντικειμενικής ηθικής.

Έμφαση δίνεται σε μία ηθική της συμπληρωματικότητας, τόσο όσον αφορά στους κοινωνικούς θεσμούς, όσο και στον τρόπο του σκέπτεσθαι και τη συσχέτιση με τη Φύση. Η Κοινωνική Οικολογία βλέπει τη φύση ως την «εν τω γίγνεσθαι επικράτεια της ελευθερίας, της ατομικότητας και της συνείδησης». Αυτό δεν το προϋποθέτει αυθαίρετα, το βλέπει στην ίδια τη φυσική ιστορία, με τον ίδιο τρόπο που βλέπουμε ένα απολίθωμα αποτυπωμένο στην πέτρα. Ο φυσικός κόσμος δεν είναι μία πραγματικότητα εχθρική στον άνθρωπο. Οι φυσικοί νόμοι και οι αιτιοκρατικές σχέσεις είναι αναμφισβήτητα χαρακτηριστικά του κόσμου που καθιστούν δυνατή την -πολύτιμη για την κοινωνική ζωή- επιστήμη. Συγχρόνως όμως, η Κοινωνική Οικολογία μας υπενθυμίζει ότι η ατομικότητα, η λογική και η ελευθερία αναδύθηκαν μαζί με την κοινωνία μέσω της φυσικής εξέλιξης και δεν βρίσκονται σε οξεία αντίθεση μαζί της.

Προβάλλεται έτσι το αίτημα για μία «συγκομιδή» των δυνατοτήτων που μας δίνει τόσο η «πρώτη φύση» όσο και η «δεύτερη φύση» (κοινωνία) και η αναίρεσή τους σε μία «τρίτη φύση» όπου η κοινωνία με τη φύση, διατηρώντας τις διαφορά τους, δεν θα υπάρχουν αντιθετικά αλλά συμπληρωματικά η μία για την άλλη. Η Κοινωνική Οικολογία στέκεται ενάντια στους κληρονομημένους δυϊσμούς ανθρωπότητας και ζωικότητας, κοινωνίας και φύσης, ατόμου και κοινωνίας, ελευθερίας και αναγκαιότητας. Δεν προτάσσει την ταυτότητα αυτών των ζευγών αλλά τη συνέχεια μεταξύ τους, την ταυτόχρονη ενότητα και διαφορά τους.

Η Κοινωνική Οικολογία ευαισθητοποιείται απέναντι στις δυνατότητες που ενυπάρχουν σε έναν δεδομένο αστερισμό φαινομένων. Ο οργανικός και διαλεκτικός τρόπος σκέψης που προκρίνει, αναζητά τη δυνατότητα ύπαρξης μίας μεταγενέστερης μορφής στην προγενέστερή της. Δίπλα στη συμβατική λογική αναπτύσσει και μία διαλεκτική λογική η οποία παρακολουθεί την αναπτυξιαξή διάσταση της πραγματικότητας.

Όραμα και ηθική της Κοινωνικής Οικολογίας αποτελούν έτσι (συνοπτικά) η συμμετοχή, η συμπληρωματικότητα αλλά και η διαφοροποίηση, πρακτικές που οι κρατικοί και ιεραρχικοί θεσμοί υπονομεύουν, όταν προωθούν μία ισοπεδωτική ομοιομορφία παράλληλα με την κατάρρευση των οικοσυστημάτων.

Η προσπάθεια για την πολιτική πραγμάτωση των ιδανικών της Κοινωνικής Οικολογίας εκβάλλει στο πρόταγμα του κομμουναλισμού[6]. Το πρόταγμα αυτό αγκαλιάζει, εκτός από τους ταξικούς, και αγώνες οικολογικούς, φεμινιστικούς, και γενικότερα αντι-ιεραρχικούς. Η ανατροπή των ιεραρχικών θεσμών, του κράτους και των τάξεων, δεν έχει νόημα αν δεν συμπληρωθεί με μία μη ιεραρχική και οικολογική κοινωνία που θα λειτουργεί με τις αρχές της άμεσης δημοκρατίας και μίας ηθικής οικονομίας (σε συμφωνία με την αρχή «από τον καθένα σύμφωνα με τις δυνατότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του»). Σ’ αυτό το πλαίσιο, όλη η εξουσία ασκείται από τις ανοιχτές σε όλους αμεσοδημοκρατικές συνελεύσεις, στο επίπεδο της γειτονιάς και του δήμου.

Ο ελευθεριακός δημοτισμός (όπως αποκαλείται το πολιτικό σκέλος της Κοινωνικής Οικολογίας), δεν επιζητά κάποιες «νησίδες» ελευθερίας, οι οποίες είναι μάλιστα εν πολλοίς ανέφικτο να επιβιώσουν. Επιζητά μία συνομοσπονδία κοινοτήτων και δήμων (μία «κομμούνα από κομμούνες»), η οποία θα αμφισβητήσει συνολικά το έθνος-κράτος και το καπιταλιστικό σύστημα και θα αντιπαλέψει κάθε ιεραρχικό θεσμό. Καθώς δηλαδή δεν πρόκειται και περί τοπικιστικού ιδεώδους, στοχεύει σε μία συνομοσπονδιακή οργάνωση η οποία μπορεί να απαιτεί δίκτυα συνομοσπονδιακών συμβουλίων, που απαρτίζονται από ανακλητούς εντολοδόχους με καθαρά διαχειριστικό και συντονιστικό ρόλο. Η πολιτική, η οποία θα αγκαλιάσει ξανά το σύνολο της κοινωνικής ζωής, θα ασκείται μόνο στις συνελεύσεις και δια μέσου αυτών.

———————————————————————–

[1] Μία καλή συνοπτική εισαγωγή για την Κοινωνική Οικολογία στα ελληνικά, αποτελεί το «Ξαναφτιάχνοντας την κοινωνία» του Μάρεϊ Μπούκτσιν (sic),  μτφ. Τάσος Κυπριανίδης, Εκδόσεις Εξάντας.

[2] Αξίζει να σημειωθεί πως η κοινωνική οπτική και κριτική που προτάσσει η κοινωνική οικολογία αναιρεί και τις αντιδραστικές σύγχρονες μυθολογίες που αποδίδουν την οικολογική κρίση πρωτίστως στην αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού.

[3] Π.χ. οι γλωσσολογικές αναλύσεις της Dorothy Lee για τους Ινδιάνους Wintu στη δυτική ακτή των ΗΠΑ αλλά και οι μελέτες του Paul Radin

[4] Δηλαδή βασικά την κυριαρχία του άντρα επί της γυναίκας, αλλά και επί των κατώτερών του ανδρών. Η υποταγή της γυναίκας έγινε εφικτή μονάχα όταν είχε ολοκληρωθεί η υποταγή της πλειοψηφίας των ανδρών στον «μεγάλο πολεμιστή». Αυτό βέβαια δεν αναιρεί το γεγονός ότι η θέση της υποταγμένης γυναίκας ήταν πολύ χειρότερη απ’ αυτή των υποταγμένων ανδρών.

[5] Ως τέτοια αναφέρεται συνηθέστερα η Αιγυπτιακή κοινωνία, της εποχής των δυναστειών των Φαραώ.

[6] Αυτά τα θέματα θέλουμε να πραγματευτούμε φυσικά σ’ αυτό το ιστολόγιο, χωρίς να θεωρούμε αναγκαστικά «ευαγγέλιο» τις απόψεις του Bookchin ή οποιουδήποτε άλλου στοχαστή. Παρουσιάσαμε εδώ τις βασικές ιδέες της Kοινωνικής Oικολογίας για έμπνευση και προσανατολισμό, όχι για να γίνουν άκριτα αποδεκτές. Μία καλή εκλαϊκευτική εισαγωγή πάντως στα ελληνικά για το «τι εστί» κομμουναλισμός μπορεί να βρει ο αναγνώστης στο δοκίμιο του Bookchin «Το πρόταγμα του κομμουναλισμού», μτφ. Αλέξανδρος Γκεζερλής, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια.