Ο Μπούκτσιν για τις επιθέσεις στο Ισραήλ

[Παρουσιάζουμε ένα άρθρο που δημοσίευσε ο Μπούκτσιν στην εφημερίδα «Burlington Free Press» την Κυριακή, 4/5/1986. Από τότε πέρασαν πάρα πολλά χρόνια αλλά το άρθρο έχει ακόμα να πει πολλά. Προωθεί μια ελευθεριακή και διεθνιστική αντίληψη του παλαιστινιακού ζητήματος η οποία σπανίζει σήμερα ενώ ο αναγνώστης μπορεί να εντυπωσιαστεί από τις αναλογίες και ομοιότητες των γεγονότων, τότε και τώρα. Ο Μπούκτσιν υπενθυμίζει συμβάντα που σπάνια συζητιούνται σήμερα μεταξύ των «ειδικών» επί του θέματος. Θεωρήσαμε κρίσιμο να αναρτήσουμε αυτό το άρθρο επειδή τα νέα λάθη της ισραηλινής κυβέρνησης, όσον αφορά την αντιμετώπιση του «στολίσκου της ελευθερίας», αντί να αποτελέσουν αφορμή έλλογης κριτικής και προβληματισμού, γίνονται αφορμή για το κλασικό μονόπλευρο μίσος κατά του Ισραήλ. Αυτό το μίσος εκτρέπει συχνά τον αγώνα για μία δημοκρατική διέξοδο στο παλαιστινιακό σε ρητό ή άρρητο ρατσισμό. Η ισραηλινή κυβέρνηση, με την αποτρόπαια αυτή επιλογή, μεταξύ πολλών άλλων ακόμα, έχασε κάθε έρεισμα γιατί απομακρύνει όλο και περισσότερο την προοπτική της ειρήνης. Η οργή, που είναι διάχυτη στην ελληνική κοινωνία αυτήν την περίοδο με αφορμή την κρίση, οφείλουμε να παλέψουμε να μη στραφεί σε αποδιοπομπαίους τράγους, γιατί εκεί οδηγεί το μονόπλευρο μίσος για το Ισραήλ και τον σιωνισμό. Ήδη στην Ελλάδα αυξάνονται τελευταία οι αντισημιτικές επιθέσεις σε εβραϊκούς στόχους. Ενώ το «μορφωμένο» δικαστικό σώμα υπερασπίστηκε και αθώωσε έναν δεδηλωμένο ναζιστή και αντισημίτη όπως ο Πλεύρης σε ένα ρεσιτάλ βλακείας, κυνισμού και μίσους. Σ’ αυτούς που αγωνίστηκαν για την καταδίκη του Πλεύρη αφιερώνουμε αυτή τη μετάφραση].

Οι επιθέσεις ενάντια στο Ισραήλ αγνοούν τη μακρά ιστορία της αραβικής σύρραξης

του Murray Bookchin

Υπάρχουν οπωσδήποτε πολλά στοιχεία της ισραηλινής πολιτικής στα οποία μπορεί κανείς να ασκήσει κριτική, ιδιαίτερα υπό τη διακυβέρνηση του Λικούντ, το οποίο ενορχήστρωσε την εισβολή στον Λίβανο. Αλλά ο χείμαρρος των αντι-ισραηλινών αισθημάτων που αναδύθηκαν στον τοπικό τύπο, και η κυριολεκτική εξίσωση του σιωνισμού με τον αντιαραβικό ρατσισμό, με υποχρεώνουν να απαντήσω δυναμικά.

Για χρόνια ήλπιζα ότι το Ισραήλ ή η Παλαιστίνη θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε μία συνομοσπονδία εβραίων και αράβων, ελβετικού τύπου, μία συνομοσπονδία στην οποία και οι δύο λαοί θα μπορούσαν να ζήσουν ειρηνικά μεταξύ τους και να αναπτύξουν τον πνευματικό πολιτισμό τους δημιουργικά και αρμονικά.

Με τραγικό τρόπο, αυτό δεν έμελλε να συμβεί. Μετά το ψήφισμα των Ηνωμένων Εθνών το 1947, που διαχώρισε την Παλαιστίνη σε εβραϊκό και παλαιστινιακό κράτος, ακολούθησε η εισβολή αραβικών στρατών στη χώρα: κυρίως του αιγυπτιακού και του συριακού, μαζί με την πολύ ικανή ιορδανική «αραβική λεγεώνα», με άμεση ή έμμεση υποστήριξη από το Ιράκ και άλλα αραβικά έθνη.

Σε κάποιες περιπτώσεις αυτοί οι στρατοί, και ιδιαίτερα οι άραβες μη τακτικοί στρατιώτες που τους συνόδευαν, δεν έπαιρναν αιχμαλώτους κατά τις επιθέσεις τους στις εβραϊκές κοινότητες. Γενικά, προσπάθησαν συστηματικά στο διάβα τους να εξαλείψουν όλους τους εβραϊκούς οικισμούς, μέχρι να τους σταματήσει η λυσσώδης και ακριβοπληρωμένη εβραϊκή αντίσταση.

Η εισβολή, και η ολέθρια μάχη που δημιούργησε, έστησαν ένα τρομακτικό μοτίβο φόβου και πικρίας, το οποίο δεν είναι εύκολο να σβήσει από τον νου των ισραηλινών εβραίων. Το γεγονός ότι απεγνωσμένα και παρανοϊκά στοιχεία εβραίων ζηλωτών φέρθηκαν με παρόμοιο τρόπο μέχρι να τους σταματήσουν οι νεοσχηματισμένες ισραηλινές στρατιωτικές δυνάμεις, δεν μπορεί να μας επιτρέψει να ξεχάσουμε τους άντρες και τις γυναίκες του εβραϊκού λαού που σφαγιάστηκαν από τα πιστά πρωτοπαλίκαρα του αραβικού εθνικισμού, ακόμα κι όταν ύψωσαν λευκές σημαίες για να παραδοθούν.

Έχω παρατηρήσει ελάχιστη αναφορά αυτού του φοβερού μοτίβου «διαμάχης», το οποίο στιγμάτισε τις αραβικές εισβολές στην Παλαιστίνη και τόσο βαθιά επηρέασε την εβραϊκή εμπιστοσύνη στην αξία των «διαπραγματεύσεων ανακωχής», και την προβλεψιμότητα των συμφωνιών ειρήνης με τους άραβες νοσταλγούς των χαμένων πάτριων εδαφών. Πράγματι, οι διαχωριστικές γραμμές που καθιερώθηκαν τελικά μετά τις εισβολές του 1948 ήταν προϊόντα αιματηρών εχθροπραξιών –κυριολεκτικά του πάρε-δώσε της μάχης– και όχι «ιμπεριαλιστικών» ή «σιωνιστών οικοπεδοφάγων», για να χρησιμοποιήσουμε και τη γλώσσα που είναι της μόδας αυτές τις μέρες.

Ούτε ακούω πια για τις ένθερμες προσπάθειες της Haganah –της εβραϊκής πολιτοφυλακής την εποχή του διαμελισμού– που ενθάρρυνε τους άραβες να παραμείνουν στις γειτονιές και τις πόλεις τους, για τα ισραηλινά οχήματα με τα μεγάφωνα που διέσχιζαν τους δρόμους της Τζάφα, για παράδειγμα, παρακινώντας τους άραβες να μην υποκύψουν στα συναισθήματα πανικού που δημιουργούνταν από τις εμπόλεμες συνθήκες και από εξτρεμιστές και των δύο πλευρών.

Το γεγονός ότι πολλοί άραβες παρέμειναν στο Ισραήλ αμφισβητεί ξεκάθαρα τον μύθο ότι οι ισραηλινοί εβραίοι προσπάθησαν να απαλλάξουν την χώρα από τους μουσουλμάνους κατοίκους της. Αυτό που φαίνεται να αγνοείται ολοκληρωτικά είναι η βεβαιότητα ότι θα υπήρχε ένα αραβικό κράτος στην Παλαιστίνη, δίπλα στο εβραϊκό, εάν ο αιγυπτιακός στρατός στον νότο, ο συριακός στον βορρά, και ο ιορδανικός στην ανατολή, για δικά τους ιμπεριαλιστικά συμφέροντα, δεν είχαν προσπαθήσει να καταλάβουν και τα δύο κομμάτια γης που χώρισε ο Ο.Η.Ε. Ενώ όταν η προσπάθειά τους απέτυχε, χρησιμοποίησαν τους παλαιστίνιους πρόσφυγες σαν πιόνια για τις μελλοντικές διαπραγματεύσεις με τους ισραηλινούς και τους δυτικούς υποστηρικτές τους.

Υπάρχει κι ένας ακόμα μύθος που πρέπει να ξεριζωθεί: ότι η παρούσα εκρηκτική κατάσταση στη Μέση Ανατολή πηγάζει από τη διαμάχη ισραηλινών και παλαιστινίων• πράγματι, ότι δήθεν η σχέση μεταξύ εβραίων και αράβων ήταν «αγγελική» μέχρι να δηλητηριαστεί από τις «σιωνιστικές φιλοδοξίες». Αφήνοντας κατά μέρος την απλουστευτική εικόνα της Μέσης Ανατολής που αυτή η σύλληψη καλλιεργεί, η έκταση κατά την οποία αποτελεί ολοσχερή διαστρέβλωση των αραβο-εβραϊκών σχέσεων του παρελθόντος, αγγίζει τα όρια του απερίγραπτου.

Επιτρέπεται να ξεχάσουμε ότι οι αραβικές διώξεις εναντίον των εβραίων, παρότι ήταν λιγότερο γενοκτονικές από τις ευρωπαϊκές, έχουν μία ιστορία αιώνων, με την εξαίρεση της μουσουλμανικής Ισπανίας και της οθωμανικής Τουρκίας; Ότι αραβικά πογκρόμ εναντίον των εβραίων συνόδευσαν τους εβραϊκούς οικισμούς της Παλαιστίνης, όπως υπήρχαν πριν τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, με κορύφωση την εξολόθρευση της παμπάλαιας κοινότητας της Χεβρώνας (κάποτε έδρα της εβραϊκής φυλετικής συνομοσπονδίας) στα τέλη της δεκαετίας του 1920; Ότι ο μεγάλος μουφτής της Ιερουσαλήμ τη δεκαετία του 1930 (ο προκάτοχος του Γιάσερ Αραφάτ δύο γενιές πριν) ήταν δεδηλωμένος θαυμαστής του Χίτλερ και καλούσε σε έναν «ιερό πόλεμο» εξόντωσης των εβραίων της Παλαιστίνης μέχρι τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, αλλά και κατά τη διάρκεια του; Ότι η ιορδανική «αραβική λεγεώνα» συστηματικά ισοπέδωσε την παλαιά εβραϊκή συνοικία της Ιερουσαλήμ το 1948 και στάβλισε άλογα στο Δυτικό Τοίχος του ναού του Ηρώδη, βεβηλώνοντας το πιο ιερό μέρος του παγκόσμιου ιουδαϊσμού;

Επιτρέπεται να ξεχάσουμε ότι ο στρατηγός Χαφέζ Άσαντ (Hafez Assad), ο αποκαλούμενος «πρόεδρος» της Συρίας (εκλεγμένος από μία «πλειοψηφία» 99,97% του συριακού «εκλογικού σώματος») έσφαξε 6.000-10.000 ανθρώπους στην Κάμα, τον Φλεβάρη του 1982. επειδή τόλμησαν να αμφισβητήσουν την ηγεσία του επί της χώρας;

Αναρωτιέται κανείς, γιατί δεν ακολούθησε μία καταιγίδα διαμαρτυρίας όταν η Διεθνής Αμνηστία το 1983 δήλωσε ότι «οι συριακές δυνάμεις ασφαλείας άσκησαν συστηματικά παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων βασανιστηρίων και πολιτικών δολοφονιών, λειτουργώντας υπό καθεστώς ατιμωρησίας υπό τη σκέπη των νόμων εκτάκτου ανάγκης για τη χώρα»; Γιατί δεν υπάρχει ανησυχία για τον συριακό ιμπεριαλισμό –ιδιαίτερα για τη φαντασίωση του Άσαντ να απορροφήσει τον Λίβανο και την Παλαιστίνη, μαζί με το Ισραήλ παρακαλώ, σε μία συριακή αυτοκρατορία–, ενός στόχου για τον οποίο κάθε αντικειμενικός ειδήμονας της Μέσης Ανατολής γνωρίζει ότι είναι η αραβική εκδοχή του Άσαντ παράλληλα με την παρανοϊκή εκδοχή του «Μεγάλου Ισραήλ» του Rabbie Kahane – μία έννοια που έχουν με ζήλο αποκηρύξει υπεύθυνες εβραϊκές και σιωνιστικές οργανώσεις στο Ισραήλ και διεθνώς;

Εάν το «θεμελιώδες πρόβλημα» στη Μέση Ανατολή, όπως το θέτει η Miriam Ward στο άρθρο της στις 27 Απριλίου, είναι η υφαρπαγή της παλαιστινιακής γης από το Ισραήλ, πως θα έμοιαζε όλη η περιοχή εάν το Ισραήλ και ο εβραϊκός πληθυσμός του εξαφανίζονταν με μαγικό τρόπο από τη σκηνή; Θα ήταν τότε η Συρία αστυνομικό κράτος σε μικρότερο βαθμό απ’ όσο σήμερα, και η σουνιτική μουσουλμανική πλειοψηφία της θα ένιωθε λιγότερο κυριαρχημένη και εκμεταλλευμένη από τον στρατηγό Άσαντ, που τείνει να μιλά εκ μέρους της αλεβίτικης μουσουλμανικής μειοψηφίας της χώρας;

Θα σταματούσαν οι σαουδάραβες πρίγκιπες να σπαταλούν μεγάλο μέρος του πλούτου της χώρας τους σε λιμουζίνες, παλάτια, χρυσαφικά, και ακίνητη περιουσία στο εξωτερικό, πόσο μάλλον να επιτρέψουν ένα ελάχιστο ελευθερίας στον ίδιο τον λαό τους στην πατρίδα τους; Οι αιγύπτιοι μεγαλοκτηματίες, ζώντας σε προκλητική αφθονία ενώ τους περιβάλλει απίστευτη εξαθλίωση, θα επέστρεφαν ένα ποσοστό γαιών στους αιγύπτιους χωρικούς που λιμοκτονούν; Θα απελευθέρωνε το Ιράκ τον κουρδικό πληθυσμό του, για να αναφερθώ μονάχα σε μία από τις πιο ηχηρές και εξεγερμένες μειονότητές του, και θα ικανοποιούσε τα αιτήματά του για αληθινή και ίση αυτονομία;

Θα τελείωνε ο πόλεμος Ιράν και Ιράκ, ένας πόλεμος ο οποίος έχει ήδη αρπάξει εκατομμύρια ζωές τα προηγούμενα χρόνια; Ο συνταγματάρχης Καντάφι θα έπαυε να είναι ένας καμαρωτός μιλιταριστής που προσπαθεί να υφαρπάξει εδάφη πολλών γειτόνων του; Ο μουσουλμανικός φονταμενταλισμός και ο Χομεϊνί, κύρια επιδίωξη των οποίων είναι η εναντίωση σε κάθε μορφή νεωτερικότας και δυτικής κουλτούρας, θα παραχωρούσαν ισότητα στις γυναίκες και ελευθερία στους επικριτές του σημερινού θεοκρατικού καθεστώτος του Ιράν;

Αυτό που προκαλεί τόση ανησυχία σχετικά με τις επίμονες επιθέσεις στο Ισραήλ είναι ότι βοηθούν στην απόλυτη συσκότιση αυτού που είναι το «θεμελιώδες πρόβλημα» του παλαιστινιακού λαού. Αυτός ο εγκαταλελειμμένος λαός χρησιμοποιείται με τον πλέον εξωφρενικό τρόπο από τα αραβικά κράτη ώστε να καλύψουν τα βαθιά εδραιωμένα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά προβλήματα στις χώρες τους και στη Μέση Ανατολή συνολικά. Είναι αυτονόητο ότι οι διαφορές μεταξύ ισραηλινών και παλαιστινίων πρέπει να λυθούν ισότιμα, έτσι ώστε και οι δύο λαοί να ζήσουν με μία αίσθηση ασφάλειας που θα διαλύσει τους φόβους τους για όσα συνέβησαν στο παρελθόν, και να επιτύχουν μία εποικοδομητική αρμονία μεταξύ τους.

Δεν είμαι σίγουρος για το ποια θα είναι αυτή η λύση. Αλλά σίγουρα δεν θα επιτευχθεί από πράξεις τρομοκρατίας συσχετιζόμενης με την ΟΑΠ (PLO), ενάντια σε ανεξάρτητα σκεπτόμενους άραβες δημάρχους που προσπαθούν να διαπραγματευτούν έναν διακανονισμό μεταξύ των δύο λαών, στη μία άκρη του φάσματος, ή εναντίον παρανοϊκών όπως ο Rabbi Kahane, στην άλλη άκρη, οι οποίοι προσπαθούν να απωθήσουν τους παλαιστίνιους από τις εστίες και τις κοινότητές τους.

Αλλά όσο κρίσιμος κι αν είναι ένας διακανονισμός, δεν πρέπει να θάψουμε το πραγματικό «θεμελιώδες πρόβλημα» της Μέσης Ανατολής όπως ενσαρκώνεται στους κυνικούς πολιτικούς, τους μεγαλοκτηματίες, τους βαρόνους του πετρελαίου, τις στρατιωτικές χούντες, τους φανατικούς κληρικούς και τους ιμπεριαλιστικούς άρπαγες, στο σύμφυρμα των τραγικών προβλημάτων που έχουν αναδυθεί μεταξύ των ισραηλινών και των παλαιστινίων.

Δεδομένου αυτού του υποβάθρου, θα ήταν σοφό να θυμηθούμε ότι οι δύο λαοί έχουν περισσότερα κοινά συμφέροντα παρά διαφορές. Θα ήταν ένα σπουδαίο παράδειγμα πολιτικής ανεξαρτησίας εάν οι λαοί που εγείρουν μία δίκαιη κατακραυγή κατά των στρατιωτικών δικτατοριών στη Λατινική Αμερική θύμιζαν στον εαυτό τους ότι αντιμετωπίζουν κάτι ακριβώς ανάλογο στη Μέση Ανατολή – από τον συνταγματάρχη Καντάφι ως τον στρατηγό Άσαντ.

Μια πολιτική διέξοδος από την κρίση

…ή από το Χάος των αγορών και του κράτους, στον Κόσμο της δημοκρατίας και του διαφωτισμού.


Η κρίση

Ενάντια στη δύναμη της επικαιρότητας, γνωρίζαμε ότι κρίση υπήρχε ήδη στην Ελλάδα και τον κόσμο. Δεν περιμέναμε τα δελτία ειδήσεων για να αντιληφθούμε την κρίση που συνέτριβε τους ανθρώπους και το φυσικό περιβάλλον. Οι τελευταίες εξελίξεις απλώς κατέστησαν ορατή την κρίση σε περισσότερους ανθρώπους, παράλληλα με την επέκταση των οικονομικών συμπτωμάτων της.

Απέναντι λοιπόν στην πρόσφατη εξάπλωση της συνειδητοποίησης της κρίσης, απλώνεται η απόλυτη ένδεια και ανεπάρκεια των προτάσεων για έξοδο απ’ αυτήν, που προβάλλονται τόσο από το κατεστημένο όσο και από την Αριστερά με την ευρεία έννοια. Στην ολότητά τους, τα σύγχρονα προβλήματα δεν είναι αμιγώς οικονομικά, ούτε απλώς ταξικά. Ένας ολόκληρος αιώνας στοχασμού, ο εικοστός, μένει στο περιθώριο και επιστρέφουμε σε απλοϊκές αναλύσεις και λύσεις. Για να αναφερθούμε σε λίγα μόνο παραδείγματα, οι στοχαστές της Σχολής της Φραγκφούρτης πάσχισαν να δείξουν ότι η σφαίρα του πολιτισμού και της κουλτούρας δεν είναι κομμάτι ενός υποτιθέμενου «εποικοδομήματος» αλλά βασικός πυλώνας για την αναπαραγωγή του σύγχρονου καπιταλισμού. Ο Καστοριάδης αγωνιζόταν να καταδείξει την έλλειψη νοήματος και την άνοδο της ασημαντότητας ως κέντρα της καπιταλιστικής κρίσης, ενώ ο Μπούκτσιν συχνά αποφαινόταν ότι ο καπιταλισμός, από οικονομία, έχει μετατραπεί σε κοινωνία, διαβρώνοντας κάθε πλευρά της κοινωνικής ζωής και τη σχέση της με τη Φύση. Όλα αυτά φαίνεται ότι ήταν για πολλούς που τα αναπαρήγαγαν λόγια του αέρα, κατάλληλα για φιλολογικές βραδιές, και τώρα που ήρθαν τα δύσκολα έπεσαν με τα μούτρα στον οικονομίστικο διάλογο που παρατηρούμε, περιχαρακωμένο από την πολιτική, την κοινωνία, τον πολιτισμό.

Είναι αναγκαίο να επισημάνουμε ότι τα οικονομικά δεινά της σύγχρονης εποχής οφείλονται κατά βάση στην ίδια τη δομή του καπιταλιστικού συστήματος, το οποίο είναι ικανό να αναπτύσσεται όσο αυξάνεται η οικονομική εκμετάλλευση των μισθωτών από το κεφάλαιο. Το ξεπέρασμα ωστόσο αυτών των δεινών δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τον τερματισμό της διαίρεσης κεφαλαίου-εργασίας. Άλλου είδους ιεραρχίες μπορούν να προκαλέσουν νέα δεινά ή ακόμα και να επιτρέψουν ξανά στις τάξεις να αναδυθούν. Επίσης, αυτό που συγκρατεί τις ταξικές διαφορές ως κυρίαρχες, παρόλο τον ανορθολογισμό τους και τον απάνθρωπο χαρακτήρα τους, δεν είναι μονάχα η ίδια η παραγωγική δομή αλλά το σύνολο των κατεστημένων κοινωνικών σχέσεων. Γι’ αυτό ο αγώνας για οικονομική ευημερία είναι αγώνας για κοινωνική ευημερία, για τερματισμό της εκμετάλλευσης αλλά και των υπόλοιπων ιεραρχικών θεσμών, υπέρ της δημοκρατίας. Βεβαίως, αυτή τη ρίζα των προβλημάτων δεν την αγγίζουν ούτε το σκληρό πακέτο των μέτρων, ούτε η στάση πληρωμών και η έξοδος από την ευρωζώνη που προτείνουν κάποιοι.



Η ανεπάρκεια των οικονομικών προτάσεων

Οι οικονομικές λύσεις είναι μέρος των προβλημάτων ενός κοινωνικού συστήματος που διαχώρισε την οικονομία από την πολιτική και την κοινωνία. Εμείς προτείνουμε πολιτικές λύσεις: δημοκρατία και έναν νέο διαφωτισμό. Ας δούμε όμως όλα αυτά λίγο πιο αναλυτικά, αναγκαζόμενοι εκ των συνθηκών να αναμετρηθούμε σε κάποιο βαθμό με το επίπεδο της τρέχουσας επιχειρηματολογίας.

Προς το παρόν στην Ελλάδα παρατηρούμε, σχηματικά, την εξής πόλωση: οι «συντηρητικές» δυνάμεις κατηγορούν για την κρίση το κράτος, τον διογκωμένο «δημόσιο» τομέα και την ευμάρεια που είχε πήλινα πόδια. Ξοδεύαμε περισσότερα απ’ όσα πραγματικά είχαμε. Οι «προοδευτικές» δυνάμεις κατηγορούν τις ανοιχτές αγορές, την ευρωζώνη και το κεφάλαιο που κέρδιζε τη μερίδα του λέοντος της κατ’ επίφαση ανάπτυξης και τώρα ρίχνει το βάρος των ευθυνών σ’ αυτούς που μάζευαν τα ψίχουλα της τεχνητής ευμάρειας, οι οποίοι και καλούνται να πληρώσουν τη νύφη.

Οι πρώτοι συστρατεύονται γύρω από τους σκληρούς όρους της «βοήθειας» από την Ε.Ε. και το Δ.Ν.Τ. Οι δεύτεροι επικεντρώνονται στη στάση πληρωμών, στη χρεοκοπία και την έξοδο από την ευρωζώνη. Έχουν δίκιο από την άποψη ότι η λύση των «συντηρητικών» θίγει κυρίως αυτούς που οφελήθηκαν λιγότερο από την κακοδιαχείριση του παρελθόντος, συχνά όμως παραλείπουν να επισημάνουν ότι και η δική τους λύση θα είναι πολύ επίπονη, ιδιαίτερα για τους αδύνατους, οι οποίοι πάντα υποφέρουν περισσότερο σε δύσκολες περιόδους.

Όπως συνέβαινε πάντα, η πλευρά του κατεστημένου εκφράζει μαζί με τα ολόκληρα ψέματα και μισές αλήθειες. Καλώς ή κακώς, αυτοί που εισηγούνται τα σκληρά μέτρα οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι ομολογούν και κάποιες παρόμοιες αλήθειες. Το τεράστιο χρέος και τα ελλείμματα της χώρας (εν καιρώ μάλιστα οικονομικής ανάπτυξης!) δεν εμφανίστηκαν από το πουθενά. Για πολλά χρόνια οι ελληνικές κυβερνήσεις μέχρι και παραποιούσαν τα στατιστικά στοιχεία της χώρας, μόνες ή με παρέα τύπου Goldman Sachs, για να συνεχίσουν να ξοδεύουν κατά βούληση. Να ξοδεύουν για το καλό της χώρας; Όχι. Για το καλό του κομματικού πελατειακού κράτους που είχαν δημιουργήσει. Βασικό μέλημα ήταν η εξασφάλιση των ψήφων που θα επέτρεπαν την ποθούμενη επανεκλογή, κάτι που αποδεικνύει και η έκρηξη της σπατάλης και της ανευθυνότητας όταν πλησίαζε το τέλος των τετραετιών και οι νέες εκλογές. Κριτήριο των δημοσίων δαπανών και πολιτικών δεν ήταν κάποιος ορθολογικός κοινωνικός στόχος αλλά το εύκολο βόλεμα. Το σύστημα βέβαια δημιουργεί σε όλους τους τομείς κατάλληλους ανθρωπολογικούς τύπους για τη διαιώνισή του. Μεγάλα μέρη του πληθυσμού της χώρας προσκολλήθηκαν στον σάπιο κεντρικό μηχανισμό επειδή αυτό φαινόταν η ευκολότερη λύση.

Όσοι συνεπώς προτείνουν στάση πληρωμών και έξοδο από την ευρωζώνη, εκτός του ότι συνήθως δεν συζητάνε τις άμεσες πολύ σοβαρές συνέπειες της χρεοκοπίας που επιδιώκουν, κάνουν μισή δουλειά και από την άποψη ότι δεν επισημαίνουν τον σημαντικό ρόλο που διαδραμάτισαν οι παραπάνω παράγοντες για την κατάσταση της οικονομίας, δηλαδή η σαπίλα του κομματικού κράτους, μαζί με την απόλυτη ανικανότητά του να υπερνικήσει τη φοροδιαφυγή, την οποία κατά βάση καλλιεργούσε.

Φυσικά, εντελώς υποκριτική είναι η στάση του συρφετού που καταγγέλλει μονόπλευρα αυτούς τους παράγοντες αγνοώντας: πρώτον, ότι τα μέτρα, τα οποία εισηγήθηκαν ευρωπαίοι επαγγελματίες πολιτικοί και υπερατλαντικοί τεχνοκράτες, άσχετοι με την ελληνική πραγματικότητα, είναι πολύ αμφίβολο ότι θα αποτρέψουν τη χρεοκοπία, παρά τις τεράστιες θυσίες που απαιτούν από τα μεσαία και κατώτερα στρώματα της χώρας. Ακόμα κι αν την αποτρέψουν τα μέτρα είναι, το λιγότερο, κοντόφθαλμα. Σ’ ένα παγκόσμιο περιβάλλον παραγωγικής στασιμότητας, με μοναδική διαφυγή για τα κεφάλαια την αδιέξοδη χρηματοπιστωτική σαπουνόφουσκα, ποιο μέλλον μπορεί να έχει η «ισχυρή» Ελλάδα; Όχι ότι το διεθνές σύστημα θα καταρρεύσει από μόνο του [1]. Απλά είναι καταδικασμένο να γεννά ανά τακτά διαστήματα σοβαρά προβλήματα και κρίσεις, τα οποία είναι εξαιρετικά δύσκολο να λυθούν ακόμα και για τους ισχυρότερους παίκτες του, πόσο μάλλον για την Ελλάδα.

Για να το πούμε περιφραστικά: η εφαρμογή των μέτρων μας οδηγεί, είτε σε μία ακόμα πιο επίπονη χρεοκοπία, είτε στη ζούγκλα των παγκόσμιων αγορών. Ο ανορθολογισμός των τελευταίων έγινε καταφανής: το ίδιο το σύστημα μας έσπρωχνε σ’ έναν άνευ προηγουμένου καταναλωτισμό και εύκολο δανεισμό, αναγκαίο για την αναπαραγωγή του, και τώρα έρχεται να μας μαλώσει επειδή αποδεχθήκαμε τον ρόλο που αυτό προωθούσε μέσα από την κουλτούρα της κατανάλωσης και της διαφήμισης!

Από την άλλη, από μόνη της η έμφαση στη στάση πληρωμών, στη χρεοκοπία και την έξοδο από την ευρωζώνη, ειδικά αν συνοδευτεί από κλείσιμο των συνόρων και τις οραματιζόμενες από κάποιους κρατικοποιήσεις τραπεζών, μπορεί να οδηγήσει: είτε σε ένα ακόμα πιο αποκρουστικό πελατειακό κράτος, από το οποίο θα κρέμονται όλο και περισσότερο οι εξαρτημένοι, αποκλειστικά πλέον απ’ αυτό, υπήκοοί του· είτε, στην χειρότερη περίπτωση, δεδομένου και του επιπέδου της ελληνικής κομμουνιστικής Αριστεράς και του σταλινισμού που τη χαρακτηρίζει, σε μία κοινωνία τύπου Βόρειας Κορέας, τηρουμένων των αναλογιών.[2]



Το ουσιαστικό πρόβλημα και η καταλληλότητα των συνθηκών για μια δημοκρατική προοπτική

Τόσο το κράτος όσο και οι αγορές έχουν ένα σοβαρό μειονέκτημα: δεν μπορούν να δουν πέρα από το συμφέρον της αναπαραγωγής τους, τις κοινωνικές και οικολογικές ανάγκες των πολιτών. Βασικός ανορθολογισμός τους είναι ότι θέλουν υποτιθέμενα να φροντίζουν για μας, χωρίς να λαμβάνουν πραγματικά υπόψη εμάς![3] Αυτός ο ανορθολογισμός, στις διάφορες εκδοχές του, οδήγησε, από τη μία, στην κατασπατάληση του δημοσίου πλούτου και σ’ έναν βλακώδη πολιτικό σχεδιασμό και, από την άλλη, στην αποδιάρθρωση της παραγωγικής δομής της χώρας και στη μετατροπή της σε τουριστικό θέρετρο και οικολογική χαβούζα –για να μη μιλήσουμε για την χρόνια ανεργία και φτώχεια. Απέναντι σ’ αυτόν τον ανορθολογισμό, τον οποίο δεν θίγουν ούτε τα νέα μέτρα ούτε και η στάση πληρωμών, προτάσσουμε τον συνειδητό έλεγχο της ζωής μας από μας τους ίδιους, δηλαδή τη δημοκρατία. Η τεράστια σημασία που έχει η αυτοσυνείδηση για τη δημοκρατία καθιστά σαφές ότι παράλληλα με οποιαδήποτε πολιτική λύση είναι αναγκαίος ένας νέος διαφωτισμός. Λύση είναι η συμμετοχή όλων στη δημόσια ζωή της χώρας, ο αληθινός διάλογος, η πλήρης ενημέρωση όλων από μέσα ελεγχόμενα από τους ίδιους τους πολίτες, η διαβούλευση και συναπόφαση σε δημοτικές και συνοικιακές συνελεύσεις που θα συνεργάζονται σε περιφερειακό και εθνικό επίπεδο. Τα αναπτυσσόμενα αντικοινοβουλευτικά αισθήματα που παρατηρούμε να αναπτύσσονται δυναμικά τελευταία μπορούν να γίνουν αφορμή για το πέρασμα στην πραγματική, άμεση δημοκρατία. Παρακάτω θα γίνουμε περισσότερο συγκεκριμένοι, μετά από κάποιες αναγκαίες επισημάνσεις.

Τι πολιτική προοπτική μπορεί να δοθεί στη δικαιολογημένη οργή απέναντι στην άθλια κατάσταση στην οποία έχουμε εισέλθει; Πρέπει να παραδεχθούμε αρχικά την αδυναμία των παραδοσιακών μέσων και αντιδράσεων. Οι μαζικές πορείες, αν και αναγκαίες καθώς διατρανώνουν την αντίθεση στις σχεδιαζόμενες πολιτικές, φουσκώνουν και ξεφουσκώνουν σαν κύματα που σκάνε στην ακτή και χάνονται. Είναι ευκαιρία για μια δημοκρατική, δημοτική και διαδημοτική προοπτική.

Δεν πρέπει να φοβόμαστε να προτείνουμε ριζικές λύσεις, ειδικά σε περιόδους σαν αυτή που διερχόμαστε. Η εξάπλωση της κρίσης κάνει τα άκρα να αναδύονται και τις στατιστικές να κλονίζονται. Για παράδειγμα, πάλαι ποτέ καθώς πρέπει «δημοκράτες» ρίχνουν τις μάσκες τους και προτείνουν αναστολή άρθρων του συντάγματος όσον αφορά τις διαδηλώσεις ή καταστολή της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών μέσω διαδικτύου[4]. Παράλληλα, όλο και περισσότεροι ανοίγουν τα αυτιά και τις καρδιές τους σε προοδευτικές ιδέες για τις οποίες, υπό κανονικές συνθήκες, θα αδιαφορούσαν.

Οι συνθήκες προσφέρονται για μία άλλου είδους στρατηγική. Με το σχέδιο «Καλλικράτης», το κράτος υφαρπάζει την τοπική εξουσία παραχωρώντας την σε ισχυρότερους κεντρικούς δήμους και περιφέρειες. Αυτός είναι ένας τρόπος να διευκολύνει τον κρατικό έλεγχο και τις μεταρρυθμίσεις υπέρ της επέλασης των αγορών. Πολλές τοπικές κοινωνίες δικαιολογημένα διαμαρτύρονται και αρχίζουν στοιχειωδώς να αντιλαμβάνονται το παιχνίδι που παίζεται εις βάρος τους. Ακόμα βέβαια δεν γίνεται συνείδηση (κι αυτό είναι το ζητούμενο) το γεγονός ότι η αναπαραγωγή του συστήματος σχετίζεται με την καταστροφή των υπολειμμάτων δημοσίου χώρου και, ουσιαστικά, με τη διάλυση της κοινωνίας και τη μετάθεση των αρμοδιοτήτων γι’ αυτήν σε ειδικούς και τεχνοκράτες. Το καρότο γι’ αυτήν την πολιτική είναι η ισχυροποίηση των νέων δήμων που διασώζονται, παράλληλα βέβαια με το μαστίγιο της ισχυροποίησης των περιφερειών που θα τους ελέγχουν.

Για να ανακεφαλαιώσουμε ως εδώ: οι «οικονομικές» λύσεις που προτείνονται δεν είναι πραγματικές λύσεις. Η χρεοκοπία πρέπει να αποφευχθεί, αλλά τα μέτρα που προτείνονται δεν το εξασφαλίζουν αυτό και, ακόμα κι αν το καταφέρουν, θα το καταφέρουν προσωρινά, και σύντομα η κοινωνία θα τεθεί αντιμέτωπη με παρόμοιες ή και χειρότερες προκλήσεις. Το πρόβλημα είναι ότι εγκαταλείπουμε τις μοίρες μας στις αγορές ή στους επαγγελματίες πολιτικούς, ζώντας απορροφημένοι στις μικροϋποθέσεις μας. Συνεπώς πρέπει άμεσα να δημιουργήσουμε τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την ανάκτηση του δημόσιου χώρου, και τον συνειδητό έλεγχο των κοινωνικών υποθέσεων από όλους. Οι συνθήκες είναι κατάλληλες λόγω της κρίσης συνείδησης που εξαπλώνεται, την οποία αν δεν εκμεταλλευτούμε εμείς μπορεί να εκμεταλλευτούν απεχθείς ψευτοσωτήρες. Η συγκυρία του «Καλλικράτη» είναι επίσης πρόσφορη, καθώς η αντίθεση σ’ αυτόν μπορεί να συντεθεί με την δημοκρατική προοπτική.



Η δημοκρατική διέξοδος

Η άμεση πολιτική διέξοδος που προτείνουμε για το αναδυόμενο κίνημα ενάντια στην υφιστάμενη κατάσταση, είναι η συμμετοχή στις επερχόμενες δημοτικές εκλογές του Νοέμβρη μ’ ένα συγκεκριμένο πλαίσιο: εάν οι τοπικές κινήσεις νικήσουν, τότε μεταφέρουν την πραγματική εξουσία από τον δήμαρχο και το συμβούλιο, στις νέες δημοτικές και συνοικιακές συνελεύσεις που θεσμίζονται άμεσα. Η εξουσία που κλέβει ο «Καλλικράτης», όχι μόνο αποκαθίσταται αλλά γίνεται πραγματική δημοκρατία αντί για δεσποτισμός μικρής κλίμακας, όπως έχουν καταντήσει οι δήμοι. Οι συνελεύσεις αυτές, μετά από ουσιαστική ενημέρωση και διαβούλευση, παίρνουν όλες τις σημαντικές αποφάσεις, μόνες τους για θέματα που αφορούν τις ίδιες, και σε συνεργασία με τις υπόλοιπες για ευρύτερου ενδιαφέροντος ζητήματα. Για καθαρά διαχειριστικά και διεκπεραιωτικά ζητήματα μπορούν να δημιουργούν υπόλογες και ανακλητές επιτροπές. Οι αποφάσεις των συνελεύσεων όμως, θα δεσμεύονται από το πλαίσιο με το οποίο θα έχει κατέβει στις εκλογές κάθε τοπική κίνηση. Το πλαίσιο αυτό θα έχει εγκριθεί από τις εκλογές, μετατρέποντάς τις τελευταίες σε δημοψήφισμα για την έγκρισή του πλαισίου αυτού, εξ ου και ο απαιτούμενος σεβασμός στα όρια που θέτει (το ότι θα έχει εγκριθεί σε μία δημοκρατική διαδικασία το πρόγραμμα αυτό αναιρεί και τις πιθανές ενστάσεις για τον «τεχνητό» και «από τα πάνω» χαρακτήρα του). Κατά την άποψή μας, σ’ αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να περιέχονται γενικές ελευθεριακές και δημοκρατικές αρχές που θα αντιμάχονται την οικονομική εκμετάλλευση και εξαθλίωση, τον ρατσισμό και τον σεξισμό, ενώ θα δίνουν έμφαση στην ανάπτυξη της τοπικής κοινωνίας και οικονομίας με τον δέοντα σεβασμό στα οικολογικά δεδομένα. Συγχρόνως, για την αποφυγή του τοπικισμού, θα πρέπει να προωθεί τη συνεργασία των δήμων και των συνελεύσεων και να προσβλέπει σε μία διαδημοτική δημοκρατική ένωση. Οι συντελεστές των κινήσεων που θα κατέβουν στις εκλογές θα συμμετέχουν στην πολιτική ζωή όπως όλοι, χωρίς προνόμια. Απλώς, για την τήρηση των προσχημάτων απέναντι στον νόμο, οι αποφάσεις που θα παίρνουν οι συνελεύσεις θα υλοποιούνται με την τυπική υπογραφή των, μονάχα στα χαρτιά, δημάρχων. Ενώ, παράλληλα, θα είναι υπεύθυνοι για τη μη παραβίαση του προαναφερθέντος πλαισίου. Ασφαλιστικές δικλείδες για πιθανά προβλήματα μπορούν να αναζητηθούν στην επιδίωξη εναλλαγής στη θέση του δημάρχου και στο δικαίωμα ανάκλησής του, ανάλογα με το τί επιτρέπει ο νόμος. Πάντα υπάρχει ο κίνδυνος της διαφθοράς, ακόμα και στα πιο αντιεξουσιαστικά κινήματα, αλλά δεν πρέπει μία μικρή πιθανότητα να μας αποτρέπει από το να δοκιμάσουμε κάτι σημαντικό.

Οι νέοι ελεύθεροι δήμοι, θα χρησιμοποιούσουν την οικονομική και πολιτική τους δύναμη για να εγκαινιάσουν μία μακρά επιμορφωτική, για όλους μας, διαδικασία. Μια εκπαιδευτική διαδικασία δημοκρατίας, γνώσης και διαβούλευσης, που θα θέτει η ίδια τους όρους της πραγμάτωσής της. Το κίνητρο για τη συμμετοχή στους νέους δημοκρατικούς θεσμούς θα είναι μεγάλο, καθώς οι αποφάσεις τους θα έχουν κάποιο αντίκρισμα στην πραγματική ζωή των ανθρώπων, ενώ συγχρόνως θα διανοίγουν όλο και σημαντικότερες δυνατότητες, μέσα από τη συνεργασία των απελευθερωμένων δήμων, και την προοπτική του ξεπεράσματος των ανορθολογισμών των αγορών και του κράτους σε μία δημοκρατία αυτοσυνείδησης και συνεργασίας.

Εντός του δημοτικού πεδίου μπορούν να συνυφανθούν συμφέροντα και επιδιώξεις της πλειοψηφίας, και να ξεπεραστούν όχι μόνο αποσπασματικά προβλήματα αλλά προβλήματα σύμφυτα με την κοινωνία και τον πολιτισμό στην ολότητά τους.

Συγχρόνως, μέσα στις δύσκολες οικονομικές συνθήκες που βιώνουμε, τα τοπικά κινήματα θα ενδυναμωθούν και θα σταθούν συμπαραστάτες στα θύματα της κρίσης, προωθώντας ελπίζουμε παράλληλα μία αλληλεγγύη και ηθική στην οικονομία, η οποία θα παραμερίσει τα ατομικά συμφέροντα. Τα τελευταία στρέφονται ενάντια στα ίδια τα άτομα που τα επιδιώκουν, παρ’ όλες τις ασυναρτησίες για το «αόρατο χέρι» της αγοράς, που εξισορροπεί τις ατομικές επιδιώξεις, που κάποιοι παραδόξως ακόμα αναμασούν. Τουλάχιστον, θα έχουν τεθεί οι απαραίτητες συνθήκες για την επικράτηση αυτής της δημοκρατικής και ηθικής νέας οικονομίας [5], που θα ελέγχεται από τους ίδιους τους πολίτες, εντός των κατάλληλων κοινωνικών και οικολογικών παραμέτρων. Κανείς δεν γνωρίζει τις ανάγκες και τις επιθυμίες μας, καθώς και τις αδυναμίες και τα ελαττώματά μας, καλύτερα από μας τους ίδιους. Γι’ αυτό εμείς πρέπει να κρατάμε τα ηνία της ζωής μας, και να είμαστε υπεύθυνοι γι’ αυτήν, ακόμα και για τα λάθη που πιθανώς θα συνοδεύσουν τις προσπάθειές μας.

Αυτό το κείμενο θέλουμε να αποτελέσει βάση συνάντησης και επικοινωνίας για να προσπαθήσουμε άμεσα να υλοποιήσουμε αυτό το πρόγραμμα σε όσο περισσότερους δήμους μπορούμε. Αυτή η συγκυρία αποτελεί άλλη μία ιστορική ευκαιρία για τις ελευθεριακές ιδέες και τη δημοκρατία. Μέσα σ’ ένα μεγάλο δημοκρατικό κίνημα θα τεθούν οι βάσεις για την αντιμετώπιση όλων των προβλημάτων, ακόμα και των οικονομικών, και στην οικοδόμησή του επικεντρώνουμε τις προσπάθειές μας. Μπροστά στον εκβιασμό των γεγονότων και την επιτακτικότητα των άμεσων λύσεων, απαντάμε ψύχραιμα: δημοκρατία και διαφωτισμός.

Κίνηση για τον Ελευθεριακό Δημοτισμό

—————————————————————————————————–

[1] Ακόμα και τα ολοένα σημαντικότερα «εξωτερικά όρια» που θέτει η οικολογική κρίση δεν μπορούν να οδηγήσουν από μόνα τους σε μία κατάρρευση του συστήματος, αλλά ίσως σε μία ολοκληρωτική παραλλαγή του.

[2] Υπάρχει κι ένα ήπιο κομμάτι της Αριστεράς που ζητάει αναδιανομή εισοδήματος υπέρ των εργαζομένων και επιβάρυνση του κεφαλαίου για την έξοδο από την κρίση. Αυτά τα αιτήματα δεν είναι λανθασμένα αλλά δεν είναι επίσης ενταγμένα σε κάποια απελευθερωτική προοπτική. Δεν θίγουν σε καμία περίπτωση το βασικό πρόβλημα ότι ζούμε μ’ έναν τρόπο που μας διαφεύγει, όπως έλεγε ένας γάλλος συγγραφέας. Κατά βάση οι εισηγητές τους μας καλούνε να ψηφίσουμε ένα κόμμα που αυτή τη φορά θα μας σώσει. Ποιοι θα επιβάλλουν αυτή την αναδιανομή και με ποιον τρόπο; Αυτά είναι ερωτήματα που αφήνουν χωρίς σοβαρή απάντηση.

[3] Ένα βασικό χαρακτηριστικό του κεφαλαίου και του κράτους, η ανάλυση του οποίου ξεφεύγει από τα όρια αυτού του κειμένου, είναι ότι τείνουν μακροπρόθεσμα να συνεργάζονται εις βάρος των τοπικών και κοινωνικών αναγκών, όπως καταδεικνύει η ίδια η ιστορία του καπιταλισμού.

[4] Βλ. για παράδειγμα τα σχόλια εδώ.

[5] Μιας οικονομίας δηλαδή που λειτουργεί σύμφωνα με τις αρχές: από τον καθένα σύμφωνα με τις δυνατότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του και που η ανάπτυξη του ενός έχει ως προϋπόθεση την ανάπτυξη όλων. Στόχοι που βέβαια απαιτούν βάθεμα της δημοκρατικής ζωής και ριζοσπαστικοποίησή της.

Περιοδικό "Communalism" – Τεύχος 2


Kυκλοφόρησε το 2° τεύχος του περιοδικού “Communalism” (Άνοιξη/Καλοκαίρι 2010). Το περιοδικό είναι γραμμένο στην αγγλική γλώσσα. Μπορείτε να το προμηθευτείτε επικοινωνώντας μαζί μας στο email του ιστολογίου.

Περιεχόμενα τεύχους:

Consumed by ethics
Mat Little

Can we buy ourselves a new society
Brian Tokar

Progressive nationalism
Ken Furan

Strangers into citizens
Interview with Julie Camacho

Migration without borders
Teresa Hayter

The legacy of Enlightenment
Atle Hesmyr

National Socialism and Islamism
Mathias Kuentzel

Town meeting advocacy
Ben Grosscup

Change the world by taking power
Sveinung Legard