Ο Φώτης Τερζάκης για τη Φύση και την Κοινωνία

Παρακολούθησα στο Μικρόπολις στη Θεσσαλονίκη, στις 12/10 μία διάλεξη του Φώτη Τερζάκη με θέμα «Φύση και Κοινωνία».

Εντυπωσιάστηκα από τη διάλεξη αυτή για διάφορους λόγους. Όχι μόνο κατέδειξε την πολυμάθεια του ανθρώπου, αλλά επίσης και την ικανότητά του να τη χειρίζεται γόνιμα, καθώς μιλούσε από στήθους χωρίς να διαβάζει κείμενο. Συγχρόνως ο τρόπος παρουσίασης των ιδεών ήταν τέτοιος ώστε προκαλούσε συνεχώς την κριτική σκέψη του ακροατή.

Όλες αυτές τις γνώσεις και ικανότητες συνέχει και ένα γνήσιο απελευθερωτικό ενδιαφέρον, ελευθεριακών και ριζοσπαστικών διαθέσεων. Οι όποιες διαφωνίες λοιπόν που αναδείχθηκαν στη συζήτηση που ακολούθησε τη διάλεξη ήταν για μένα πολύ γόνιμες.

Σ’ αυτό το κείμενο θα καταγράψω κάποιους προβληματισμούς, πολύ σημαντικούς από τη σκοπιά της κοινωνικής οικολογίας, με αφορμή την εισήγηση και την εκδήλωση. Δεν είναι ο αρχικός σκοπός μου ούτε η πλήρης παρουσίαση όσων ειπώθηκαν ούτε η σύνολη κριτική των ιδεών του Τερζάκη επί του θέματος.

Η γυναικεία χειραφέτηση

Για το θέμα του φεμινισμού, νομίζω ότι ο Τερζάκης ήταν πολύ εύστοχος σε όλα τα σχόλιά του. Έκανε ριζική κριτική σε μεταμοντέρνες απόψεις (κονστρουκτιβιστικές) οι οποίες θεωρούν στην ουσία ότι δεν υπάρχουν φύλα παρά μόνο αυθαίρετοι κοινωνικοί ρόλοι, κι αυτοί ακόμα χωρίς αντικειμενική διάσταση. Πολύ ορθά επισήμανε ότι αν ακολουθήσουμε αυτή τη λογική στις ακραίες της συνέπειες, τότε θα χάσουμε από τα μάτια μας τις ίδιες τις γυναίκες οι οποίες αγωνίζονται για μια μη-πατριαρχική κοινωνία. Από πού θα εξαπολύσουμε την κριτική και για ποιον;

Ακόμα κι αν τα φύλα ήταν αμιγώς κοινωνικά (που δεν είναι), η διαφορά μεταξύ τους παραμένει ως τέτοια. Η ισοπέδωση που διαδίδουν οι μεταμοντέρνες αυτές απόψεις δεν είναι άσχετες με τη φιλελεύθερη ισοπέδωση που θεώρησε πως το άπαν της απελευθέρωσης των γυναικών είναι η ισότιμη υιοθέτηση παραδοσιακών πατριαρχικών ρόλων.

Φύση, Αντόρνο και φροϋδισμός

Θα περάσω τώρα σε κάποια θέματα που ενείχαν περισσότερες αμφισημίες από τη σκοπιά της κοινωνικής οικολογίας. Ας με συγχωρήσει ο αναγνώστης που ως πέρασμα θα χρησιμοποιήσω μια κάπως πιο θεωρητική συζήτηση για τον Αντόρνο.

Ο Τερζάκης στην εισήγησή του έδωσε έμφαση στη θεώρηση της φύσης από τον Αντόρνο και τη Σχολή της Φραγκφούρτη, ως ενός απερίσταλτου είναι που όχι μόνο δεν μπορεί να κατακτήσει πλήρως η κοινωνία, αλλά και η ίδια η ιδέα αυτής της κατάκτησης είναι άνευ νοήματος. Κατά την ερμηνεία που πρόκρινε ο Τερζάκης, σύμφωνα με τους φραγκφουρτέζους, σ’ αυτή την «ανέγγιχτη» φύση (η οποία βρίσκεται και εντός του ανθρώπου) μπορεί να βασιστεί σε κάποιο βαθμό και η ελπίδα της χειραφέτησης σήμερα. Επ’ αυτού δόθηκε και το παράδειγμα του Αντόρνο όταν υποστήριζε τον «βιολογισμό» του Φρόιντ έναντι των μεταφροϋδικών ρεβιζιονιστών (Φρομ, Χόρνεϋ κ.α.) οι οποίοι έδιναν έμφαση στην κοινωνική πλευρά των ψυχικών συγκρούσεων.

Κατά την άποψή μου, πράγματι υπάρχουν αυτά τα στοιχεία στους φραγκφουρτέζους, αλλά δεν είναι κεντρικά ως τέτοια. Υπάρχουν, γιατί ο αστικός καπιταλιστικός εξορθολογισμός, όπως μας δίδαξαν, δεν θέλησε να κατακτήσει μόνο την εξωτερική φύση αλλά και την εσωτερική φύση του ανθρώπου. Έπνιξε τη ζωντάνια των ορμών του στην αλυσίδα συναρμολόγησης και στην ιδεολογία της απόδοσης. Αυτή η παρουσίαση όμως χάνει το νόημά της χωρίς την αναφορά σε μία άλλη εξίσου σημαντική διάσταση.

Ο Αντόρνο υποστήριξε τον βιολογισμό του Φρόιντ πρωτίστως για άλλους λόγους. Μία εμπορευματική κοινωνία στην οποία οι ανθρώπινες σχέσεις γίνονται πράγματα, αρχίζει να χάνει τον κοινωνικό της χαρακτήρα. Γίνεται σαν φύση, μία δεύτερη φύση. Μ’ αυτήν την έννοια, ο Φρόιντ με τον βιολογισμό του είναι καταλληλότερος να περιγράψει τι γίνεται σ’ αυτήν την κοινωνία από τους νεοφροϋδικούς που βαυκαλίζονται πιστεύοντας ακόμα στην καινοτόμο δύναμη της κοινωνίας και στη δύναμη του ανθρώπου μέσα στον πιο ακραίο φετιχισμό.

Η φύση του Αντόρνο λοιπόν δεν είναι κάτι μη κοινωνικό αλλά κοινωνία που έχει παγώσει, και έχει πάρει τη μορφή που ο ίδιος ο αστικός εξορθολογισμός προσέδωσε στη φύση. Αυτή η θεώρηση έχει διττή σημασία: η ιστορία φυσικοποιείται, αλλά συγχρόνως η φύση ιστορικοποιείται. Δεν υπάρχει ούτε αμιγής κοινωνία ούτε αμιγής φύση.

Κοινωνία και Φύση

Για να μη γίνω εντελώς βαρετός, σταματάω εδώ τη συζήτηση του Αντόρνο, γιατί θα μπορούσα να συνεχίσω καταδεικνύοντας γιατί αυτή η θεώρηση της φύσης ενέχει κάτι επαναστατικό αλλά και κάτι βαθιά απαισιόδοξο γι’ αυτόν. Επιστρέφω στο θέμα μας.

Ο Τερζάκης διευκρίνισε ότι προκρίνει μία διαλεκτική σχέση κοινωνίας και φύσης αλλά νομίζω ότι δόθηκε περισσότερη έμφαση στη μία διάσταση της φύσης, ως του μη τεχνητού και ανθρώπινου, το οποίο μπορεί να μείνει έξω από τον έλεγχο του ανθρώπου και συνεπώς είναι δυνάμει απελευθερωτικό. Εδώ μου έρχεται για παράδειγμα η θεώρηση του ασυνείδητου ως πηγή απελευθερωτικών δυνάμεων.

Νομίζω η απελευθέρωση θα είναι περισσότερο έργο ιστορικών δυνάμεων παρά «φυσικών» με την παραπάνω έννοια. Αλλά ιστορικό δεν σημαίνει αποκλειστικά κοινωνικό. Πρέπει να δούμε την ενότητα φύσης και κοινωνίας και όχι μόνο τη διαφορά τους. Για την ακρίβεια, την ενότητα στη διαφορά τους.

Εδώ υπάρχει μία πλούσια παράδοση στην οποία δεν αναφέρθηκε κανείς στην εκδήλωση. Μπορεί να εντάξει κανείς σ’ αυτήν τον Ντιντερό με την έννοια της «αισθητικότητας» της ύλης που ανέπτυξε, αλλά και τη φιλοσοφία της φύσης του Χέγκελ. Ακόμα, σημαντικό μέρος του μαρξισμού (ειδικά αυτό που αποκρυσταλλώθηκε στη Σχολή της Φραγκφούρτης), και βεβαίως τις ιδέες του Μάρεϊ Μπούκτσιν για την κοινωνική οικολογία.

Εδώ η φύση θεωρείται δυνάμει υποκειμενική, έμφορτη δυνατοτήτων για επιλογή και συνείδηση, ενώ η κοινωνία θεωρείται δυνάμει αυτοσυνειδητή φύση. Ως τέτοιες στέκουν η μία απέναντι στην άλλη ως αλληλοαρνήσεις αλλά η ενεργός και έλλογη σκέψη και πράξη μπορεί να άρει την άρνηση σε μία αληθινή ενότητα στη διαφορά. Δεν θα μπορούσε να υπάρξει κοινωνία χωρίς τη φύση, αλλά και χωρίς την κοινωνία η φύση δεν θα μπορούσε να αποκτήσει συνείδησή του εαυτού της.

Η έμφαση στον «άγριο» χαρακτήρα της φύσης, με την έννοια του αχαρτογράφητου, χάνει αυτή τη διαλεκτική, παρότι βλέπει την απελευθερωτική διάσταση στο «φυσικό». Επίσης, η έμφαση στον αχαρτογράφητο αυτό χαρακτήρα νομίζω αναδεικνύει περισσότερο μία διαφορά που δεν δικαιολογείται πια, και καλεί εμμέσως σε μία νέα χαρτογράφηση, η οποία στον αστικό πολιτισμό σημαίνει κατάκτηση, δηλαδή ιδεολογία κυριαρχίας. Διατηρεί τον δυισμό. Η φύση όμως είναι τόσο το αχαρτογράφητο όσο και το οικείο.

Επίσης, δεν πρέπει να καλλιεργείται η εντύπωση ότι κάτι απλώς φυσικό ανθίσταται στην κυριαρχία. Μία τέτοια θεώρηση του αμιγώς φυσικού μπορεί να οδηγήσει σε μία ανορθολογική και συντηρητική αντίσταση, όπως έχει φανεί από διάφορες σκοτεινές πλευρές του οικολογικού κινήματος.

Επιστήμη

Έχοντας απομυθοποιήσει τη φύση και την κοινωνία, μπορούμε να δούμε ψύχραιμα και το θέμα της επιστήμης. Όταν η φυσική επιστήμη διατείνεται ότι μπορεί να γνωρίσει πραγματικά πτυχές της φύσης καλύτερα από ανταγωνιστικά παραδείγματα, αυτό δεν σημαίνει αυτόματα ότι καθιστά τη φύση δεδομένο προς εκμετάλλευση. Όταν διατείνεται με τις μεθόδους της ότι μπορεί να εξαντλήσει κάθε πτυχή του φυσικού και κοινωνικού κόσμου, τότε γίνεται επικίνδυνη, αλλά τότε δεν είναι πια επιστήμη αλλά επιστημονισμός.

Η σύγκρουση της φυσικής επιστήμης με πολλές προαιώνιες προκαταλήψεις για τα φυσικά φαινόμενα, δεν είναι αναγκαστικά μέρος της ιδεολογίας της κυριάρχησης της φύσης. Όταν συμβαίνει αυτό συμβαίνει επειδή η επιστήμη αναπτύσσεται μέσα σε ιεραρχικές κοινωνικές σχέσεις. Η κυριαρχία της φυσικής επί των παλαιών προκαταλήψεων ήταν αγώνας όχι μόνο για τη συνείδηση της κοινωνίας αλλά και την αυτοσυνείδηση της φύσης. Αγώνας με αμφισημίες, ίσως όχι γραμμικά προοδευτικός, αλλά σίγουρα απελευθερωτικός από πολλές απόψεις.

Σίγουρα λοιπόν, τόσο οι σαμάνοι και οι οιωνοσκόποι, όσο και οι σημερινοί επιστήμονες, εξυπηρετούν και εξυπηρετούσαν κοινωνικές ανάγκες. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τα πορίσματά τους μπορούν να αξιώσουν εξίσου την αλήθεια.

Είναι μεγάλο κέρδος να διερευνούμε τον κοινωνικό χαρακτήρα της γνώσης, τον τρόπο με τον οποίο η γνώση αναπτύσσεται εντός και επηρεάζεται από τις ταξικές και ιεραρχικές σχέσεις. Αλλά αυτό δεν μπορεί να μας κάνει να ξεχνάμε και τον φυσικό χαρακτήρα της γνώσης. Νομίζω στην εισήγηση και συζήτηση δόθηκε μεγάλο βάρος μόνο στον πρώτο. Όμως, για να δώσω ένα παράδειγμα, το να πούμε ότι η αποφασιστική επικράτηση του ηλιοκεντρικού συστήματος ήταν αποτέλεσμα του αγώνα της αστικής τάξης ενάντια στο παλαιό καθεστώς, δεν σημαίνει ότι δεν είναι αλήθεια ότι όντως το ηλιακό σύστημα είναι ηλιοκεντρικό και όχι γαιοκεντρικό.

Κάθε απόφανση και κάθε πράξη συσχετίζεται με την κοινωνία στην οποία αναπτύσσεται. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μπορεί να σταθεί αυτόματα στο ύψος του Λόγου. Κι αυτό αφορά τόσο τη βουντού ιατρική όσο και ένα ναζιστικό καθεστώς. Η λειτουργικότητά τους σε μία κοινωνία δεν είναι επιχείρημα για την αλήθεια τους.

Αλλά ας μην ανοίξω το θέμα γενικά στη γνώση και ας επικεντρωθώ στην επιστήμη. Στην προσπάθειά μας να ασκήσουμε, πολύ σωστά, κριτική στον σύγχρονο επιστημονισμό και στη θεοποίηση των ειδικών, δεν μπορούμε να εξιδανικεύουμε αντιεπιστημονικές οπτικές και κοσμοθεωρήσεις. Όσα κι αν έχουμε διαβάσει κατά καιρούς από τον Φεγεράμπεντ και τους υποστηρικτές τού «όλα επιτρέπονται», στην καθημερινή μας πρακτική θα κατεβαίναμε από την ταράτσα ενός ψηλού κτιρίου με τις σκάλες ή το ασανσέρ, κι ας μας συμβούλευαν διάφοροι σύγχρονοι σαμάνοι να πηδήξουμε από την ταράτσα, σύμφωνα με κάποιο νέο τους όραμα.

Βέβαια ο Τερζάκης δεν είναι ακραίος, ούτε υποστήριξε τα παραπάνω. Δεν λέει ότι σήμερα θα είχε νόημα να εμπιστευόμαστε εξίσου τους σαμάνους και τους φυσικούς επιστήμονες. Αυτό που υποστήριξε ήταν ότι ο καθένας στην κοινωνία του εκπληρώνει έναν κοινωνικό ρόλο, που δεν μπορεί να μετρηθεί σε βαθμούς αλήθειας. Ή, τουλάχιστον, αυτό δεν είναι το σημαντικό. Εγώ αυτό κατάλαβα.

Ακόμα κι αυτή η στάση όμως σχετικοποιεί εμμέσως αυτές τις πρακτικές. Ο Μαρξ έλεγε ότι δεν υπάρχει βασιλική οδός για την επιστήμη. Όλοι είναι ικανοί γι’ αυτήν. Για να την κατακτήσει όμως κανείς πρέπει να μοχθήσει, να βάλει σε λειτουργία τον έλλογο εξοπλισμό και την κριτική του δύναμη (και φυσικά να υπάρχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις). Οι σαμάνοι σχετίζονταν και σχετίζονται με μυστικές δυνάμεις, κληρονομημένες ιδιότητες, συναρτημένες ακόμα και θεωρητικά με προνόμια λίγων εκλεκτών. Για την τέχνη τους υπάρχει σίγουρα βασιλική οδός.

Η επιστήμη είναι από τη φύση της δημοκρατική. Προχωράει μέσα από την αμείλικτη κριτική και το λόγον διδόναι. Μπορεί ωστόσο, οι εφαρμογές της σε μία συγκεκριμένη κοινωνία να είναι αντιδημοκρατικές, είτε με την κακή χρήση της είτε με την αξίωσή της να έχει τον τελευταίο λόγο για το σύνολο της ύπαρξης (ερμηνεύοντας π.χ. την ηθική με τα γονίδια) πέρα από τις εργαλειακές πλευρές της πραγματικότητας. Η μέθοδος των σαμάνων και των οιωνοσκόπων είναι πάντα αντιδημοκρατική, όπως κι αν είναι το κοινωνικό περιβάλλον εντός του οποίου αναπτύσσεται.

Υπάρχει βέβαια το αντεπιχείρημα ότι οι κοινωνίες των σαμάνων δεν ήταν ιεραρχικές. Θα έλεγα αρχικά ότι δεν ήταν και δημοκρατικές ή ελευθεριακά κομμουνιστικές. Αλλά και πέρα απ’ αυτό, ο σαμάνος είναι μια μεταβατική φιγούρα που συνέβαλλε στην μετατροπή των απλών διαφορών κύρους σε θεσμικές μορφές ιεραρχίας, οι οποίες οδήγησαν στη συνέχεια και στην ανάδυση των τάξεων.

Το ότι η στάση που επικεντρώνει μονάχα στον κοινωνικό χαρακτήρα της επιστήμης δεν είναι αρκετή, φάνηκε στην εκδήλωση και από την ευνοϊκή στάση απέναντι σε πρακτικές όπως η ομοιοπαθητική και ο βελονισμός. Το να αποδεχθεί κανείς αυτές τις μεθόδους χωρίς την έγκριση της επιστήμης (η οποία π.χ. δέχεται και εξηγεί κάποιες λειτουργίες του βελονισμού, χωρίς βέβαια να αναφέρεται σε ενεργειακά πεδία και γιν και γιανγκ) σημαίνει ότι ανοίγει την πόρτα σε οποιαδήποτε μέθοδο που δεν μπορεί να σταθεί στο ύψος του λόγου και της κριτικής σκέψης. Επόμενο βήμα μπορεί να είναι η αποδοχή της βουντού ιατρικής και ακόμα πιο μετά δεν ξέρω.

Δυτικές προκαταλήψεις;

Αυτά δεν είναι ευρωκεντρικές και φιλοδυτικές προκαταλήψεις. Η ιστορική ανάπτυξη ήταν και είναι άνιση. Τα οφέλη της όμως είναι παγκόσμια. Μπορεί έξω από τη δύση να μην αναπτύχθηκαν για παράδειγμα ποτέ τόσο πολλά επαναστατικά κινήματα αλλά σπέρματα και τάσεις αυτών των κινημάτων υπήρχαν πολλά. Πρέπει να δούμε τι εμπόδισε εν τέλει παρόμοια κινήματα να εμφανιστούν, όπως τα εμπόδισε και στη δύση να ανθίσουν πλήρως. Το ίδιο και με την επιστήμη. Οι καταβολές της προέρχονται απ’ όλες τις άκρες της υφηλίου.

Ακόμα πατάμε πάνω στα μεγάλα οικουμενικά ιστορικά κύματα που δημιούργησαν το αλφάβητο, τη γεωργία, την πόλη, τους αριθμούς και πολλές ακόμα καθολικές ανθρώπινες επαναστάσεις.

Η υπεράσπιση της αλήθειας και της ελευθερίας όπως αποκρυσταλλώνεται στις μεγάλες ιδέες και τις μεγάλες επαναστάσεις είναι ένας αγώνας τον οποίο, με όλες τις αμφισημίες του, δεν μπορούμε παρά να συνεχίσουμε στην καθολικότητά του. Μπορεί οι δεσμοί αίματος να δέχθηκαν μεγάλο πλήγμα από την ανάδυση του πολίτη, αλλά ακόμα μένει το βήμα της ανάδυσης του ανθρώπου και, μαζί του, της φύσης και της ιστορίας.

Θοδωρής Βελισσάρης

Μια πολιτική διέξοδος από την κρίση

…ή από το Χάος των αγορών και του κράτους, στον Κόσμο της δημοκρατίας και του διαφωτισμού.


Η κρίση

Ενάντια στη δύναμη της επικαιρότητας, γνωρίζαμε ότι κρίση υπήρχε ήδη στην Ελλάδα και τον κόσμο. Δεν περιμέναμε τα δελτία ειδήσεων για να αντιληφθούμε την κρίση που συνέτριβε τους ανθρώπους και το φυσικό περιβάλλον. Οι τελευταίες εξελίξεις απλώς κατέστησαν ορατή την κρίση σε περισσότερους ανθρώπους, παράλληλα με την επέκταση των οικονομικών συμπτωμάτων της.

Απέναντι λοιπόν στην πρόσφατη εξάπλωση της συνειδητοποίησης της κρίσης, απλώνεται η απόλυτη ένδεια και ανεπάρκεια των προτάσεων για έξοδο απ’ αυτήν, που προβάλλονται τόσο από το κατεστημένο όσο και από την Αριστερά με την ευρεία έννοια. Στην ολότητά τους, τα σύγχρονα προβλήματα δεν είναι αμιγώς οικονομικά, ούτε απλώς ταξικά. Ένας ολόκληρος αιώνας στοχασμού, ο εικοστός, μένει στο περιθώριο και επιστρέφουμε σε απλοϊκές αναλύσεις και λύσεις. Για να αναφερθούμε σε λίγα μόνο παραδείγματα, οι στοχαστές της Σχολής της Φραγκφούρτης πάσχισαν να δείξουν ότι η σφαίρα του πολιτισμού και της κουλτούρας δεν είναι κομμάτι ενός υποτιθέμενου «εποικοδομήματος» αλλά βασικός πυλώνας για την αναπαραγωγή του σύγχρονου καπιταλισμού. Ο Καστοριάδης αγωνιζόταν να καταδείξει την έλλειψη νοήματος και την άνοδο της ασημαντότητας ως κέντρα της καπιταλιστικής κρίσης, ενώ ο Μπούκτσιν συχνά αποφαινόταν ότι ο καπιταλισμός, από οικονομία, έχει μετατραπεί σε κοινωνία, διαβρώνοντας κάθε πλευρά της κοινωνικής ζωής και τη σχέση της με τη Φύση. Όλα αυτά φαίνεται ότι ήταν για πολλούς που τα αναπαρήγαγαν λόγια του αέρα, κατάλληλα για φιλολογικές βραδιές, και τώρα που ήρθαν τα δύσκολα έπεσαν με τα μούτρα στον οικονομίστικο διάλογο που παρατηρούμε, περιχαρακωμένο από την πολιτική, την κοινωνία, τον πολιτισμό.

Είναι αναγκαίο να επισημάνουμε ότι τα οικονομικά δεινά της σύγχρονης εποχής οφείλονται κατά βάση στην ίδια τη δομή του καπιταλιστικού συστήματος, το οποίο είναι ικανό να αναπτύσσεται όσο αυξάνεται η οικονομική εκμετάλλευση των μισθωτών από το κεφάλαιο. Το ξεπέρασμα ωστόσο αυτών των δεινών δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τον τερματισμό της διαίρεσης κεφαλαίου-εργασίας. Άλλου είδους ιεραρχίες μπορούν να προκαλέσουν νέα δεινά ή ακόμα και να επιτρέψουν ξανά στις τάξεις να αναδυθούν. Επίσης, αυτό που συγκρατεί τις ταξικές διαφορές ως κυρίαρχες, παρόλο τον ανορθολογισμό τους και τον απάνθρωπο χαρακτήρα τους, δεν είναι μονάχα η ίδια η παραγωγική δομή αλλά το σύνολο των κατεστημένων κοινωνικών σχέσεων. Γι’ αυτό ο αγώνας για οικονομική ευημερία είναι αγώνας για κοινωνική ευημερία, για τερματισμό της εκμετάλλευσης αλλά και των υπόλοιπων ιεραρχικών θεσμών, υπέρ της δημοκρατίας. Βεβαίως, αυτή τη ρίζα των προβλημάτων δεν την αγγίζουν ούτε το σκληρό πακέτο των μέτρων, ούτε η στάση πληρωμών και η έξοδος από την ευρωζώνη που προτείνουν κάποιοι.


Η ανεπάρκεια των οικονομικών προτάσεων

Οι οικονομικές λύσεις είναι μέρος των προβλημάτων ενός κοινωνικού συστήματος που διαχώρισε την οικονομία από την πολιτική και την κοινωνία. Εμείς προτείνουμε πολιτικές λύσεις: δημοκρατία και έναν νέο διαφωτισμό. Ας δούμε όμως όλα αυτά λίγο πιο αναλυτικά, αναγκαζόμενοι εκ των συνθηκών να αναμετρηθούμε σε κάποιο βαθμό με το επίπεδο της τρέχουσας επιχειρηματολογίας.

Προς το παρόν στην Ελλάδα παρατηρούμε, σχηματικά, την εξής πόλωση: οι «συντηρητικές» δυνάμεις κατηγορούν για την κρίση το κράτος, τον διογκωμένο «δημόσιο» τομέα και την ευμάρεια που είχε πήλινα πόδια. Ξοδεύαμε περισσότερα απ’ όσα πραγματικά είχαμε. Οι «προοδευτικές» δυνάμεις κατηγορούν τις ανοιχτές αγορές, την ευρωζώνη και το κεφάλαιο που κέρδιζε τη μερίδα του λέοντος της κατ’ επίφαση ανάπτυξης και τώρα ρίχνει το βάρος των ευθυνών σ’ αυτούς που μάζευαν τα ψίχουλα της τεχνητής ευμάρειας, οι οποίοι και καλούνται να πληρώσουν τη νύφη.

Οι πρώτοι συστρατεύονται γύρω από τους σκληρούς όρους της «βοήθειας» από την Ε.Ε. και το Δ.Ν.Τ. Οι δεύτεροι επικεντρώνονται στη στάση πληρωμών, στη χρεοκοπία και την έξοδο από την ευρωζώνη. Έχουν δίκιο από την άποψη ότι η λύση των «συντηρητικών» θίγει κυρίως αυτούς που οφελήθηκαν λιγότερο από την κακοδιαχείριση του παρελθόντος, συχνά όμως παραλείπουν να επισημάνουν ότι και η δική τους λύση θα είναι πολύ επίπονη, ιδιαίτερα για τους αδύνατους, οι οποίοι πάντα υποφέρουν περισσότερο σε δύσκολες περιόδους.

Όπως συνέβαινε πάντα, η πλευρά του κατεστημένου εκφράζει μαζί με τα ολόκληρα ψέματα και μισές αλήθειες. Καλώς ή κακώς, αυτοί που εισηγούνται τα σκληρά μέτρα οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι ομολογούν και κάποιες παρόμοιες αλήθειες. Το τεράστιο χρέος και τα ελλείμματα της χώρας (εν καιρώ μάλιστα οικονομικής ανάπτυξης!) δεν εμφανίστηκαν από το πουθενά. Για πολλά χρόνια οι ελληνικές κυβερνήσεις μέχρι και παραποιούσαν τα στατιστικά στοιχεία της χώρας, μόνες ή με παρέα τύπου Goldman Sachs, για να συνεχίσουν να ξοδεύουν κατά βούληση. Να ξοδεύουν για το καλό της χώρας; Όχι. Για το καλό του κομματικού πελατειακού κράτους που είχαν δημιουργήσει. Βασικό μέλημα ήταν η εξασφάλιση των ψήφων που θα επέτρεπαν την ποθούμενη επανεκλογή, κάτι που αποδεικνύει και η έκρηξη της σπατάλης και της ανευθυνότητας όταν πλησίαζε το τέλος των τετραετιών και οι νέες εκλογές. Κριτήριο των δημοσίων δαπανών και πολιτικών δεν ήταν κάποιος ορθολογικός κοινωνικός στόχος αλλά το εύκολο βόλεμα. Το σύστημα βέβαια δημιουργεί σε όλους τους τομείς κατάλληλους ανθρωπολογικούς τύπους για τη διαιώνισή του. Μεγάλα μέρη του πληθυσμού της χώρας προσκολλήθηκαν στον σάπιο κεντρικό μηχανισμό επειδή αυτό φαινόταν η ευκολότερη λύση.

Όσοι συνεπώς προτείνουν στάση πληρωμών και έξοδο από την ευρωζώνη, εκτός του ότι συνήθως δεν συζητάνε τις άμεσες πολύ σοβαρές συνέπειες της χρεοκοπίας που επιδιώκουν, κάνουν μισή δουλειά και από την άποψη ότι δεν επισημαίνουν τον σημαντικό ρόλο που διαδραμάτισαν οι παραπάνω παράγοντες για την κατάσταση της οικονομίας, δηλαδή η σαπίλα του κομματικού κράτους, μαζί με την απόλυτη ανικανότητά του να υπερνικήσει τη φοροδιαφυγή, την οποία κατά βάση καλλιεργούσε.

Φυσικά, εντελώς υποκριτική είναι η στάση του συρφετού που καταγγέλλει μονόπλευρα αυτούς τους παράγοντες αγνοώντας: πρώτον, ότι τα μέτρα, τα οποία εισηγήθηκαν ευρωπαίοι επαγγελματίες πολιτικοί και υπερατλαντικοί τεχνοκράτες, άσχετοι με την ελληνική πραγματικότητα, είναι πολύ αμφίβολο ότι θα αποτρέψουν τη χρεοκοπία, παρά τις τεράστιες θυσίες που απαιτούν από τα μεσαία και κατώτερα στρώματα της χώρας. Ακόμα κι αν την αποτρέψουν τα μέτρα είναι, το λιγότερο, κοντόφθαλμα. Σ’ ένα παγκόσμιο περιβάλλον παραγωγικής στασιμότητας, με μοναδική διαφυγή για τα κεφάλαια την αδιέξοδη χρηματοπιστωτική σαπουνόφουσκα, ποιο μέλλον μπορεί να έχει η «ισχυρή» Ελλάδα; Όχι ότι το διεθνές σύστημα θα καταρρεύσει από μόνο του [1]. Απλά είναι καταδικασμένο να γεννά ανά τακτά διαστήματα σοβαρά προβλήματα και κρίσεις, τα οποία είναι εξαιρετικά δύσκολο να λυθούν ακόμα και για τους ισχυρότερους παίκτες του, πόσο μάλλον για την Ελλάδα.

Για να το πούμε περιφραστικά: η εφαρμογή των μέτρων μας οδηγεί, είτε σε μία ακόμα πιο επίπονη χρεοκοπία, είτε στη ζούγκλα των παγκόσμιων αγορών. Ο ανορθολογισμός των τελευταίων έγινε καταφανής: το ίδιο το σύστημα μας έσπρωχνε σ’ έναν άνευ προηγουμένου καταναλωτισμό και εύκολο δανεισμό, αναγκαίο για την αναπαραγωγή του, και τώρα έρχεται να μας μαλώσει επειδή αποδεχθήκαμε τον ρόλο που αυτό προωθούσε μέσα από την κουλτούρα της κατανάλωσης και της διαφήμισης!

Από την άλλη, από μόνη της η έμφαση στη στάση πληρωμών, στη χρεοκοπία και την έξοδο από την ευρωζώνη, ειδικά αν συνοδευτεί από κλείσιμο των συνόρων και τις οραματιζόμενες από κάποιους κρατικοποιήσεις τραπεζών, μπορεί να οδηγήσει: είτε σε ένα ακόμα πιο αποκρουστικό πελατειακό κράτος, από το οποίο θα κρέμονται όλο και περισσότερο οι εξαρτημένοι, αποκλειστικά πλέον απ’ αυτό, υπήκοοί του· είτε, στην χειρότερη περίπτωση, δεδομένου και του επιπέδου της ελληνικής κομμουνιστικής Αριστεράς και του σταλινισμού που τη χαρακτηρίζει, σε μία κοινωνία τύπου Βόρειας Κορέας, τηρουμένων των αναλογιών.[2]


Το ουσιαστικό πρόβλημα και η καταλληλότητα των συνθηκών για μια δημοκρατική προοπτική

Τόσο το κράτος όσο και οι αγορές έχουν ένα σοβαρό μειονέκτημα: δεν μπορούν να δουν πέρα από το συμφέρον της αναπαραγωγής τους, τις κοινωνικές και οικολογικές ανάγκες των πολιτών. Βασικός ανορθολογισμός τους είναι ότι θέλουν υποτιθέμενα να φροντίζουν για μας, χωρίς να λαμβάνουν πραγματικά υπόψη εμάς![3] Αυτός ο ανορθολογισμός, στις διάφορες εκδοχές του, οδήγησε, από τη μία, στην κατασπατάληση του δημοσίου πλούτου και σ’ έναν βλακώδη πολιτικό σχεδιασμό και, από την άλλη, στην αποδιάρθρωση της παραγωγικής δομής της χώρας και στη μετατροπή της σε τουριστικό θέρετρο και οικολογική χαβούζα –για να μη μιλήσουμε για την χρόνια ανεργία και φτώχεια. Απέναντι σ’ αυτόν τον ανορθολογισμό, τον οποίο δεν θίγουν ούτε τα νέα μέτρα ούτε και η στάση πληρωμών, προτάσσουμε τον συνειδητό έλεγχο της ζωής μας από μας τους ίδιους, δηλαδή τη δημοκρατία. Η τεράστια σημασία που έχει η αυτοσυνείδηση για τη δημοκρατία καθιστά σαφές ότι παράλληλα με οποιαδήποτε πολιτική λύση είναι αναγκαίος ένας νέος διαφωτισμός. Λύση είναι η συμμετοχή όλων στη δημόσια ζωή της χώρας, ο αληθινός διάλογος, η πλήρης ενημέρωση όλων από μέσα ελεγχόμενα από τους ίδιους τους πολίτες, η διαβούλευση και συναπόφαση σε δημοτικές και συνοικιακές συνελεύσεις που θα συνεργάζονται σε περιφερειακό και εθνικό επίπεδο. Τα αναπτυσσόμενα αντικοινοβουλευτικά αισθήματα που παρατηρούμε να αναπτύσσονται δυναμικά τελευταία μπορούν να γίνουν αφορμή για το πέρασμα στην πραγματική, άμεση δημοκρατία. Παρακάτω θα γίνουμε περισσότερο συγκεκριμένοι, μετά από κάποιες αναγκαίες επισημάνσεις.

Τι πολιτική προοπτική μπορεί να δοθεί στη δικαιολογημένη οργή απέναντι στην άθλια κατάσταση στην οποία έχουμε εισέλθει; Πρέπει να παραδεχθούμε αρχικά την αδυναμία των παραδοσιακών μέσων και αντιδράσεων. Οι μαζικές πορείες, αν και αναγκαίες καθώς διατρανώνουν την αντίθεση στις σχεδιαζόμενες πολιτικές, φουσκώνουν και ξεφουσκώνουν σαν κύματα που σκάνε στην ακτή και χάνονται. Είναι ευκαιρία για μια δημοκρατική, δημοτική και διαδημοτική προοπτική.

Δεν πρέπει να φοβόμαστε να προτείνουμε ριζικές λύσεις, ειδικά σε περιόδους σαν αυτή που διερχόμαστε. Η εξάπλωση της κρίσης κάνει τα άκρα να αναδύονται και τις στατιστικές να κλονίζονται. Για παράδειγμα, πάλαι ποτέ καθώς πρέπει «δημοκράτες» ρίχνουν τις μάσκες τους και προτείνουν αναστολή άρθρων του συντάγματος όσον αφορά τις διαδηλώσεις ή καταστολή της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών μέσω διαδικτύου[4]. Παράλληλα, όλο και περισσότεροι ανοίγουν τα αυτιά και τις καρδιές τους σε προοδευτικές ιδέες για τις οποίες, υπό κανονικές συνθήκες, θα αδιαφορούσαν.

Οι συνθήκες προσφέρονται για μία άλλου είδους στρατηγική. Με το σχέδιο «Καλλικράτης», το κράτος υφαρπάζει την τοπική εξουσία παραχωρώντας την σε ισχυρότερους κεντρικούς δήμους και περιφέρειες. Αυτός είναι ένας τρόπος να διευκολύνει τον κρατικό έλεγχο και τις μεταρρυθμίσεις υπέρ της επέλασης των αγορών. Πολλές τοπικές κοινωνίες δικαιολογημένα διαμαρτύρονται και αρχίζουν στοιχειωδώς να αντιλαμβάνονται το παιχνίδι που παίζεται εις βάρος τους. Ακόμα βέβαια δεν γίνεται συνείδηση (κι αυτό είναι το ζητούμενο) το γεγονός ότι η αναπαραγωγή του συστήματος σχετίζεται με την καταστροφή των υπολειμμάτων δημοσίου χώρου και, ουσιαστικά, με τη διάλυση της κοινωνίας και τη μετάθεση των αρμοδιοτήτων γι’ αυτήν σε ειδικούς και τεχνοκράτες. Το καρότο γι’ αυτήν την πολιτική είναι η ισχυροποίηση των νέων δήμων που διασώζονται, παράλληλα βέβαια με το μαστίγιο της ισχυροποίησης των περιφερειών που θα τους ελέγχουν.

Για να ανακεφαλαιώσουμε ως εδώ: οι «οικονομικές» λύσεις που προτείνονται δεν είναι πραγματικές λύσεις. Η χρεοκοπία πρέπει να αποφευχθεί, αλλά τα μέτρα που προτείνονται δεν το εξασφαλίζουν αυτό και, ακόμα κι αν το καταφέρουν, θα το καταφέρουν προσωρινά, και σύντομα η κοινωνία θα τεθεί αντιμέτωπη με παρόμοιες ή και χειρότερες προκλήσεις. Το πρόβλημα είναι ότι εγκαταλείπουμε τις μοίρες μας στις αγορές ή στους επαγγελματίες πολιτικούς, ζώντας απορροφημένοι στις μικροϋποθέσεις μας. Συνεπώς πρέπει άμεσα να δημιουργήσουμε τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την ανάκτηση του δημόσιου χώρου, και τον συνειδητό έλεγχο των κοινωνικών υποθέσεων από όλους. Οι συνθήκες είναι κατάλληλες λόγω της κρίσης συνείδησης που εξαπλώνεται, την οποία αν δεν εκμεταλλευτούμε εμείς μπορεί να εκμεταλλευτούν απεχθείς ψευτοσωτήρες. Η συγκυρία του «Καλλικράτη» είναι επίσης πρόσφορη, καθώς η αντίθεση σ’ αυτόν μπορεί να συντεθεί με την δημοκρατική προοπτική.


Η δημοκρατική διέξοδος

Η άμεση πολιτική διέξοδος που προτείνουμε για το αναδυόμενο κίνημα ενάντια στην υφιστάμενη κατάσταση, είναι η συμμετοχή στις επερχόμενες δημοτικές εκλογές του Νοέμβρη μ’ ένα συγκεκριμένο πλαίσιο: εάν οι τοπικές κινήσεις νικήσουν, τότε μεταφέρουν την πραγματική εξουσία από τον δήμαρχο και το συμβούλιο, στις νέες δημοτικές και συνοικιακές συνελεύσεις που θεσμίζονται άμεσα. Η εξουσία που κλέβει ο «Καλλικράτης», όχι μόνο αποκαθίσταται αλλά γίνεται πραγματική δημοκρατία αντί για δεσποτισμός μικρής κλίμακας, όπως έχουν καταντήσει οι δήμοι. Οι συνελεύσεις αυτές, μετά από ουσιαστική ενημέρωση και διαβούλευση, παίρνουν όλες τις σημαντικές αποφάσεις, μόνες τους για θέματα που αφορούν τις ίδιες, και σε συνεργασία με τις υπόλοιπες για ευρύτερου ενδιαφέροντος ζητήματα. Για καθαρά διαχειριστικά και διεκπεραιωτικά ζητήματα μπορούν να δημιουργούν υπόλογες και ανακλητές επιτροπές. Οι αποφάσεις των συνελεύσεων όμως, θα δεσμεύονται από το πλαίσιο με το οποίο θα έχει κατέβει στις εκλογές κάθε τοπική κίνηση. Το πλαίσιο αυτό θα έχει εγκριθεί από τις εκλογές, μετατρέποντάς τις τελευταίες σε δημοψήφισμα για την έγκρισή του πλαισίου αυτού, εξ ου και ο απαιτούμενος σεβασμός στα όρια που θέτει (το ότι θα έχει εγκριθεί σε μία δημοκρατική διαδικασία το πρόγραμμα αυτό αναιρεί και τις πιθανές ενστάσεις για τον «τεχνητό» και «από τα πάνω» χαρακτήρα του). Κατά την άποψή μας, σ’ αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να περιέχονται γενικές ελευθεριακές και δημοκρατικές αρχές που θα αντιμάχονται την οικονομική εκμετάλλευση και εξαθλίωση, τον ρατσισμό και τον σεξισμό, ενώ θα δίνουν έμφαση στην ανάπτυξη της τοπικής κοινωνίας και οικονομίας με τον δέοντα σεβασμό στα οικολογικά δεδομένα. Συγχρόνως, για την αποφυγή του τοπικισμού, θα πρέπει να προωθεί τη συνεργασία των δήμων και των συνελεύσεων και να προσβλέπει σε μία διαδημοτική δημοκρατική ένωση. Οι συντελεστές των κινήσεων που θα κατέβουν στις εκλογές θα συμμετέχουν στην πολιτική ζωή όπως όλοι, χωρίς προνόμια. Απλώς, για την τήρηση των προσχημάτων απέναντι στον νόμο, οι αποφάσεις που θα παίρνουν οι συνελεύσεις θα υλοποιούνται με την τυπική υπογραφή των, μονάχα στα χαρτιά, δημάρχων. Ενώ, παράλληλα, θα είναι υπεύθυνοι για τη μη παραβίαση του προαναφερθέντος πλαισίου. Ασφαλιστικές δικλείδες για πιθανά προβλήματα μπορούν να αναζητηθούν στην επιδίωξη εναλλαγής στη θέση του δημάρχου και στο δικαίωμα ανάκλησής του, ανάλογα με το τί επιτρέπει ο νόμος. Πάντα υπάρχει ο κίνδυνος της διαφθοράς, ακόμα και στα πιο αντιεξουσιαστικά κινήματα, αλλά δεν πρέπει μία μικρή πιθανότητα να μας αποτρέπει από το να δοκιμάσουμε κάτι σημαντικό.

Οι νέοι ελεύθεροι δήμοι, θα χρησιμοποιούσουν την οικονομική και πολιτική τους δύναμη για να εγκαινιάσουν μία μακρά επιμορφωτική, για όλους μας, διαδικασία. Μια εκπαιδευτική διαδικασία δημοκρατίας, γνώσης και διαβούλευσης, που θα θέτει η ίδια τους όρους της πραγμάτωσής της. Το κίνητρο για τη συμμετοχή στους νέους δημοκρατικούς θεσμούς θα είναι μεγάλο, καθώς οι αποφάσεις τους θα έχουν κάποιο αντίκρισμα στην πραγματική ζωή των ανθρώπων, ενώ συγχρόνως θα διανοίγουν όλο και σημαντικότερες δυνατότητες, μέσα από τη συνεργασία των απελευθερωμένων δήμων, και την προοπτική του ξεπεράσματος των ανορθολογισμών των αγορών και του κράτους σε μία δημοκρατία αυτοσυνείδησης και συνεργασίας.

Εντός του δημοτικού πεδίου μπορούν να συνυφανθούν συμφέροντα και επιδιώξεις της πλειοψηφίας, και να ξεπεραστούν όχι μόνο αποσπασματικά προβλήματα αλλά προβλήματα σύμφυτα με την κοινωνία και τον πολιτισμό στην ολότητά τους.

Συγχρόνως, μέσα στις δύσκολες οικονομικές συνθήκες που βιώνουμε, τα τοπικά κινήματα θα ενδυναμωθούν και θα σταθούν συμπαραστάτες στα θύματα της κρίσης, προωθώντας ελπίζουμε παράλληλα μία αλληλεγγύη και ηθική στην οικονομία, η οποία θα παραμερίσει τα ατομικά συμφέροντα. Τα τελευταία στρέφονται ενάντια στα ίδια τα άτομα που τα επιδιώκουν, παρ’ όλες τις ασυναρτησίες για το «αόρατο χέρι» της αγοράς, που εξισορροπεί τις ατομικές επιδιώξεις, που κάποιοι παραδόξως ακόμα αναμασούν. Τουλάχιστον, θα έχουν τεθεί οι απαραίτητες συνθήκες για την επικράτηση αυτής της δημοκρατικής και ηθικής νέας οικονομίας [5], που θα ελέγχεται από τους ίδιους τους πολίτες, εντός των κατάλληλων κοινωνικών και οικολογικών παραμέτρων. Κανείς δεν γνωρίζει τις ανάγκες και τις επιθυμίες μας, καθώς και τις αδυναμίες και τα ελαττώματά μας, καλύτερα από μας τους ίδιους. Γι’ αυτό εμείς πρέπει να κρατάμε τα ηνία της ζωής μας, και να είμαστε υπεύθυνοι γι’ αυτήν, ακόμα και για τα λάθη που πιθανώς θα συνοδεύσουν τις προσπάθειές μας.

Αυτό το κείμενο θέλουμε να αποτελέσει βάση συνάντησης και επικοινωνίας για να προσπαθήσουμε άμεσα να υλοποιήσουμε αυτό το πρόγραμμα σε όσο περισσότερους δήμους μπορούμε. Αυτή η συγκυρία αποτελεί άλλη μία ιστορική ευκαιρία για τις ελευθεριακές ιδέες και τη δημοκρατία. Μέσα σ’ ένα μεγάλο δημοκρατικό κίνημα θα τεθούν οι βάσεις για την αντιμετώπιση όλων των προβλημάτων, ακόμα και των οικονομικών, και στην οικοδόμησή του επικεντρώνουμε τις προσπάθειές μας. Μπροστά στον εκβιασμό των γεγονότων και την επιτακτικότητα των άμεσων λύσεων, απαντάμε ψύχραιμα: δημοκρατία και διαφωτισμός.

Κίνηση για τον Ελευθεριακό Δημοτισμό

—————————————————————————————————–

[1] Ακόμα και τα ολοένα σημαντικότερα «εξωτερικά όρια» που θέτει η οικολογική κρίση δεν μπορούν να οδηγήσουν από μόνα τους σε μία κατάρρευση του συστήματος, αλλά ίσως σε μία ολοκληρωτική παραλλαγή του.

[2] Υπάρχει κι ένα ήπιο κομμάτι της Αριστεράς που ζητάει αναδιανομή εισοδήματος υπέρ των εργαζομένων και επιβάρυνση του κεφαλαίου για την έξοδο από την κρίση. Αυτά τα αιτήματα δεν είναι λανθασμένα αλλά δεν είναι επίσης ενταγμένα σε κάποια απελευθερωτική προοπτική. Δεν θίγουν σε καμία περίπτωση το βασικό πρόβλημα ότι ζούμε μ’ έναν τρόπο που μας διαφεύγει, όπως έλεγε ένας γάλλος συγγραφέας. Κατά βάση οι εισηγητές τους μας καλούνε να ψηφίσουμε ένα κόμμα που αυτή τη φορά θα μας σώσει. Ποιοι θα επιβάλλουν αυτή την αναδιανομή και με ποιον τρόπο; Αυτά είναι ερωτήματα που αφήνουν χωρίς σοβαρή απάντηση.

[3] Ένα βασικό χαρακτηριστικό του κεφαλαίου και του κράτους, η ανάλυση του οποίου ξεφεύγει από τα όρια αυτού του κειμένου, είναι ότι τείνουν μακροπρόθεσμα να συνεργάζονται εις βάρος των τοπικών και κοινωνικών αναγκών, όπως καταδεικνύει η ίδια η ιστορία του καπιταλισμού.

[4] Βλ. για παράδειγμα τα σχόλια εδώ.

[5] Μιας οικονομίας δηλαδή που λειτουργεί σύμφωνα με τις αρχές: από τον καθένα σύμφωνα με τις δυνατότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του και που η ανάπτυξη του ενός έχει ως προϋπόθεση την ανάπτυξη όλων. Στόχοι που βέβαια απαιτούν βάθεμα της δημοκρατικής ζωής και ριζοσπαστικοποίησή της.