Τι είναι η Κοινωνική Οικολογία;


Η Κοινωνική Οικολογία αναπτύχθηκε ως θεωρία κυρίως από τον Murray Bookchin (1921-2006)[1]. Κεντρική της πεποίθηση είναι πως όλα τα οικολογικά προβλήματα ανάγονται σε κοινωνικά προβλήματα. Η ιδέα της «κυριαρχίας» επί της Φύσης και όλα τα οικολογικά προβλήματα που συνδέονται μ’ αυτή, πηγάζουν από τον τρόπο που οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλο μέσω της κυριαρχικής νοοτροπίας και των ταξικών και ιεραρχικών θεσμών. Για τα οικολογικά προβλήματα δεν ευθύνεται γενικά και αόριστα η «ανθρωπότητα» αλλά τα συγκεκριμένα κοινωνικο-οικονομικά συστήματα, όπως ο καπιταλισμός, που όχι μόνο οδηγούν στην καταστροφή της Φύσης αλλά υπονομεύουν και την ίδια την κοινωνική ζωή. Το ξεπέρασμα της οικολογικής κρίσης προϋποθέτει, σύμφωνα με την Κοινωνική Οικολογία, μία ελεύθερη κοινωνία χωρίς ταξικές και ιεραρχικές διακρίσεις.

Φυσικά, η ιδέα της «κυριαρχίας επί της Φύσης» είναι εντελώς παράλογη εάν εκληφθεί κυριολεκτικά∙ ένας τέτοιος στόχος είναι στην πραγματικότητα ανέφικτος. Oι άνθρωποι αποτελούν μέρος της Φύσης. Αυτό το παράλογο ιδεολόγημα είναι όμως χρήσιμο στην καπιταλιστική ανάπτυξη που απαιτεί την εργαλειοποίηση των πάντων για τη δική της πραγμάτωση. Τα πάντα μπορούν να μετατραπούν σε «μέσα» με σκοπό την αέναη οικονομική μεγέθυνση, η οποία είναι αναγκαία για την επιβίωση των ισχυρότερων καπιταλιστών στον ασταμάτητο και σκληρό ανταγωνισμό μεταξύ τους. Έτσι η Φύση παρουσιάζεται συχνά ως «τυφλή», σκληρή και βίαια, σε τέτοιο βαθμό που η συσχέτιση μαζί της να απαιτεί δήθεν την «υποταγή» της.

Η Κοινωνική Οικολογία αντιλαμβάνεται τη Φύση ως μία αναπτυξιακή (developmental) διαδικασία και όχι σαν μία στατική πραγματικότητα. Η φύση δεν είναι απλά κάτι που μοιάζει με τη «θέα απ’ το παράθυρο» ή με το τοπίο ενός πίνακα. Ούτε είναι μία αναλλοίωτη ουσία σύμφωνα με την οποία πρέπει να προσαρμοζόμαστε (είναι εξίσου λάθος να ισχυριζόμαστε ότι υπάρχει «φύση» του ανθρώπου, καλή ή κακή∙ αυτού του είδους η μεταφυσική γίνεται λάστιχο για να ικανοποιεί αυθαίρετα κάθε επιδίωξη). Η Φύση είναι η ίδια η ιστορία της φυσικής εξέλιξης. Αυτή η ίδια η εξέλιξη μέχρι σήμερα χαρακτηρίστηκε από δημιουργία συνθετότερων μορφών ύπαρξης, από την ανόργανη ύλη στους πρώτους έμβιους οργανισμούς και από εκεί στα ανώτερα θηλαστικά. Τα ανθρώπινα όντα ανήκουν κι αυτά στο φυσικό συνεχές, όχι λιγότερο απ’ όσο ανήκουν τα υπόλοιπα θηλαστικά αλλά και οι υπόλοιποι οργανισμοί.

Η εξέλιξη του φυσικού κόσμου χαρακτηρίζεται από αυξανόμενη διαφοροποίηση και, όσο περίεργο κι αν ακούγεται, από μία ιστορία «υποκειμενικότητας». Από τις στοιχειώδεις «επιλογές» μίας αμοιβάδας που μπορεί να αισθάνεται κάποιες ιδιότητες του περιβάλλοντός της, την «επιλογή» μίας λευκής αλεπούς να κρύβεται στο χιόνι, τις «επιλογές» κάποιων πιθήκων να χρησιμοποιούν εργαλεία όπως κλαδιά για να αποσπούν μυρμήγκια από τις φωλιές τους, μέχρι τη δυνατότητα των ανθρώπων να δημιουργούν θεσμούς και να ζουν κοινωνικά στοχεύοντας μάλιστα και σε μία «ελεύθερη κοινωνία», διαγράφεται η ίδια η ιστορία της «υποκειμενικότητας» και η διαδικασία πραγμάτωσής της. Η φυσική εξέλιξη συνεπώς δεν είναι μόνο η διαδικασία που καθιστά τους οργανισμούς ικανούς να προσαρμόζονται σε νέες περιβαλλοντικές αλλαγές και προκλήσεις και τους εφοδιάζει με την ικανότητα να τροποποιούν το περιβάλλον τους με σκοπό να το προσαρμόσουν στις ανάγκες τους∙ με την εμφάνιση της ανθρώπινης κοινωνίας, αναδύεται και η δυνατότητα να ενθαρρύνεται και να εμπλουτίζεται η ίδια η βιοποικιλότητα και η περαιτέρω διαφοροποιημένη εξέλιξη του περιβάλλοντος. Αυτός ο πλούτος και η ποικιλία των μορφών ζωής δίνει τη δυνατότητα σε ολοένα πιο σύνθετες μορφές να αναδυθούν.

Η Κοινωνική Οικολογία είναι αντίθετη σε κάθε μορφή ανθρωποκεντρισμού, ο οποίος αντιλαμβάνεται τον κόσμο «φτιαγμένο» για ανθρώπινη χρήση, αλλά και σε κάθε μορφή βιοκεντρισμού, ο οποίος παραβλέπει την μοναδική θέση του ανθρώπου στην διαδικασία της βιολογικής εξέλιξης και αποδίδει την ίδια ακριβώς «εγγενή αξία» σε ανθρώπους και μικρόβια. Πράγματι, η εμφάνιση της ανθρωπότητας σηματοδοτεί ένα, τρόπον τινά, πέρασμα σε μία «δεύτερη φύση». Οι περιβαλλοντικές αλλαγές που προκαλούνται από τα ανθρώπινα όντα είναι γενικά διαφορετικές από αυτές που προκαλούνται από τα μη-ανθρώπινα, μιας και τα ανθρώπινα όντα χαρακτηρίζονται από μία τεχνική προνοητικότητα (άσχετα με το γεγονός ότι ορισμένες τεχνολογικές συνεπαγωγές αυτής της προνοητικότητας, οι οποίες οφείλονται κατά βάση στο κυρίαρχο εκμεταλλευτικό σύστημα, θεωρούμε πως είναι τελικά ασύμβατες με τα οικολογικά ιδανικά). Προικισμένοι με νοημοσύνη, επινοητικότητα, μεγάλες δυνατότητες επικοινωνίας και οργάνωσης θεσμών αλλά και σχετική ελευθερία από την ενστικτώδη συμπεριφορά, οι άνθρωποι μπορούν να τροποποιούν συνειδητά το περιβάλλον τους αλλά και να ενθαρρύνουν την ανάπτυξη του, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους οργανισμούς που λειτουργούν κατά βάση ενστικτωδώς και χωρίς «συνείδηση», κυρίως προσαρμοζόμενοι στις περιβαλλοντικές αλλαγές. Αυτό τους το επιτρέπουν οι βιολογικές ικανότητες που τους κληρονόμησε η ίδια η φυσική εξέλιξη. Εξάλλου, η ίδια η κοινωνική ζωή βασίστηκε για τη δημιουργία της σε φυσικά, βιολογικά δεδομένα, πέρα από τα χαρακτηριστικά του νευρικού συστήματος, όπως στη μακρά περίοδο που απαιτεί το ανθρώπινο νεογέννητο για την ενηλικίωσή του, σε αντίθεση με τους περισσότερους άλλους οργανισμούς.

Ο πλούτος της φυσικής εξέλιξης οδήγησε στην εμφάνιση στον άνθρωπο μιας μορφής αυτοσυνείδησης η οποία παρέχει μοναδικές δυνατότητες για την περαιτέρω ενθάρρυνση της βιοποικιλότητας και της φυσικής εξέλιξης. Αυτές οι βιολογικές ικανότητες ήταν που κατέστησαν δυνατή την εμφάνιση της κοινωνικής ζωής και την εξέλιξη της κοινωνίας. Και η εξέλιξη της κοινωνίας επιτρέπει τη συνειδητή ανθρώπινη παρέμβαση στη φυσική εξέλιξη για την ενθάρρυνση και τον εμπλουτισμό της ίδιας αυτής εξέλιξης. Η Κοινωνική Οικολογία αποκλείει κάθε μεταφυσική τύπου «Γαίας» η οποία αυθαίρετα υποθέτει ότι η γη ως υποτιθέμενος ζωντανός οργανισμός «ξέρει» και «καθοδηγεί» αυτόματα και καλύτερα τη φυσική εξέλιξη έτσι ώστε ακόμα και μία καταστροφή από φυσικά αίτια να θεωρείται θεμιτή και να μη γίνεται προσπάθεια αναίρεσης των συνεπειών της.

Η κοινωνία δεν διαχωρίζεται από τη φύση παρά είναι η ίδια δυνάμει αυτοσυνειδητή φύση. Επομένως, δεν είναι τα ανθρώπινα όντα εγγενώς εχθρικά απέναντι στη Φύση, ούτε αποτελούν «παράσιτα», όπως θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε διάφοροι μισάνθρωποι[2]. Η πολύπλοκη κοινωνική τους ανάπτυξη ωστόσο βρίθει αντιφάσεων, ανταγωνισμών, αντικρουόμενων συμφερόντων, που παραμορφώνουν και αναστέλλουν τις μοναδικές ικανότητες της ανθρωπότητας για έναν ενεργό ρόλο στην ενθάρρυνση της βιοποικιλότητας και την εξέλιξη των οικοσυστημάτων. Η κοινωνική απελευθέρωση από τους ιεραρχικούς θεσμούς και τον ιεραρχικό τρόπο του σκέπτεσθαι αποτελεί προϋπόθεση για να εκπληρώσει η ανθρωπότητα και η κοινωνική εξέλιξη (ως συνέχεια της φυσικής εξέλιξης αλλά και ποιοτικά διαφορετική) αυτές τις δυνατότητες. Σήμερα η ανθρωπότητα ως «δεύτερη» φύση, παραμένει κυρίως μία «άρνηση», μία αντίθεση απέναντι στην πρώτη φύση. Μία ελεύθερη και οικολογική κοινωνία, με συνείδηση των μοναδικών δυνατοτήτων της και του ρόλου της εντός των οικοσυστημάτων, θα αποτελούσε μία τρίτη, ελεύθερη φύση.

Ας δούμε τώρα συνοπτικά κάποια χαρακτηριστικά της ίδιας της κοινωνίας μέσα από την ιστορική εξέλιξή της. Η κοινωνική συμβίωση μέχρι σήμερα χαρακτηρίστηκε σε μεγάλο βαθμό από κοινωνικές δομές και θεσμούς με ιεραρχικό χαρακτήρα, βασισμένες στην κυριαρχία και την υποταγή. Η ιεραρχία αναφέρεται σε θεσμισμένες δομές κυριαρχίας, όχι μονάχα οικονομικού χαρακτήρα. Η ανάδυση της ιεραρχίας προηγήθηκε της ανάδυσης των τάξεων και μπορεί να επιβιώσει ακόμα και μετά την πιθανή κατάργηση τους. Εκτείνεται σε σχέσεις που ενυπάρχουν σε χώρους όπως η οικογένεια, οι διάφορες κοινωνικές ομάδες, η εκπαίδευση, η θρησκεία, οι χώροι εργασίας, η τεχνολογία και γενικότερα στους τρόπους που βλέπουμε τον κόσμο (συμπεριλαμβανομένου του φυσικού). Είναι ενδεικτικό ότι κάποιες από τις πρώτες θεσμισμένες ιεραρχίες βασιζόντουσαν, όχι στη συσσώρευση πλούτου, όπως θα μας έκανε να πιστέψουμε η σύγχρονη καπιταλιστική ιδεολογία, αλλά στην αποσυσσώρευση και στην προσφορά δώρων.

Εντούτοις, όπως καταδεικνύουν ανθρωπολογικές μελέτες[3], οι πρώτες κοινωνίες κατά την ανάδυσή τους είχαν ποικίλα εξισωτικά χαρακτηριστικά (ενδεικτικά αναφέρουμε το, μη αναγώγιμο, ελάχιστο αγαθών που είχαν όλα τα μέλη της κοινωνίας ασχέτως με την προσφορά τους στην κοινότητα, την επικαρπία, δηλαδή την κοινή ιδιοκτησία όλων των αγαθών, και την αλληλοβοήθεια). Όμως, ποικίλοι παράγοντες, τους οποίους δεν μπορούμε να συζητήσουμε σ’ αυτό το πολύ συνοπτικό κείμενο, επέτρεψαν σε κάποιες απλές βιολογικές διαφορές (ηλικίας και φύλου) να λάβουν μία παγιωμένη ιεραρχική θεσμική μορφή. Από τις πρώιμες γεροντοκρατίες μέχρι την άνοδο των πολεμιστών και την πατριαρχία[4], μία σειρά εξελίξεων υποβοήθησαν και συνέτειναν στην ανάδυση ιεραρχικών θεσμών και κατά συνέπεια μίας ιεραρχικής κοσμοαντίληψης η οποία επέτρεψε και την ανάδυση της ιδέας για την κυριαρχία επί της φύσης. Σ’ αυτές τις ιεραρχίες θεμελιώνεται και η μεταγενέστερη ανάδυση των τάξεων αλλά και του Κράτους.

Η κυριαρχία επί του ανθρώπου προηγείται της «κυριαρχίας» επί της φύσης και επομένως η τελευταία μπορεί να ξεπεραστεί σήμερα μονάχα σε μία κοινωνία χωρίς ταξικές και ιεραρχικές δομές. Σίγουρα υπήρξαν στο παρελθόν και κάποιες ιεραρχικές κοινωνίες, οι οποίες ήταν εντούτοις οικολογικές[5]. Σήμερα όμως, με την καπιταλιστική ανάπτυξη, η ιεραρχία έχει σε τέτοιο βαθμό συνδεθεί με την ιδέα τη κυριαρχίας πάνω στη φύση, ώστε είναι αδύνατο να ξεριζωθούν οριστικά τα οικολογικά προβλήματα χωρίς ένα οριστικό ξερίζωμα των θεσμισμένων ιεραρχιών. Οι αλλαγές στις αξίες και τη συμπεριφορά μας είναι σήμερα απαραίτητες για να επιλυθεί το οικολογικό και το κοινωνικό ζήτημα, όμως μπορούν να πραγματωθούν ουσιαστικά μόνο παράλληλα με αλλαγές στους κοινωνικούς θεσμούς σε κάθε τομέα της ζωής.

Ο καπιταλισμός, ως πραγματικός καρκίνος για την κοινωνία, βασίζεται στο δόγμα «ανάπτυξη ή θάνατος»: Η αδιάκοπη οικονομική μεγέθυνση συμβαίνει λόγω αντικειμενικών συνθηκών και είναι άτρωτη σε ηθικιστικές επικλήσεις και κριτικές. Ο σύγχρονος καπιταλισμός είναι δομικά ανήθικος και μία οικολογική κοινωνία προϋποθέτει την ανατροπή του, καθώς και την ανατροπή όλων των ιεραρχικών σχέσεων και αντιλήψεων. Η επιβίωση άλλων ιεραρχιών, μετά από μία πιθανή κατάργηση των τάξεων, όχι μόνο αφήνει περιθώριο στην ιεραρχική κοσμοαντίληψη (όπως αυτή επί της φύσης) να επιβιώσει, αλλά και οι ιεραρχικοί θεσμοί ως τέτοιοι μπορούν να επιτρέψουν ξανά στις τάξεις (με ποικίλες μορφές) να αναδυθούν.

Φυσικά, η ιστορική ανάπτυξη της κοινωνίας δεν ήταν μονομερής, κυριευμένη μονάχα από το «φάντασμα» της ιεραρχίας. Η ιεραρχία επανερχόταν με ποικίλες μορφές αλλά χωρίς ουσιώδεις διαφορές στο περιεχόμενο της. Μπορούμε να πούμε ότι κατά κάποιο τρόπο οι σύγχρονοι δυνάστες μοιάζουν υπερβολικά με τους ιστορικούς δυνάστες, μόνο που διαθέτουν σύγχρονα και διαφορετικά μέσα για την επιβολή της κυριαρχίας τους. Η λογική της κυριαρχίας ήταν πάντα η εργαλειακή λογική του μέσου και του σκοπού. Τα πάντα θεωρούνταν μέσα για την αναπαραγωγή της κυριαρχίας.

Παράλληλα ωστόσο μ’ αυτή την πλειοψηφούσα κληρονομιά της κυριαρχίας αναπτύχθηκε μία, μειοψηφούσα, αλλά πολύ πιο πλούσια «κληρονομιά ελευθερίας». Τεράστια ιστορικά κύματα δημιούργησαν δυνατότητες για κοινωνικές μορφές συμβίωσης που χαρακτηρίζονταν από μία άνευ προηγουμένου διεύρυνση της ελευθερίας και της ίδιας της λογικής.

Η γεωργική «επανάσταση» κατέστησε δυνατή τη σταθερότητα που απαιτεί η κοινωνική ζωή. Η «αστεακή επανάσταση», κατέστησε δυνατό το ξεπέρασμα της κοινωνικής ζωής που βασιζόταν στους συγγενικούς δεσμούς του αίματος, και επέτρεψε την υποτυπώδη δημιουργία της πολιτικής ζωής. Είναι χαρακτηριστικό ότι πριν από την «αστεακή» αυτή επανάσταση, κανείς δεν ενδιαφερόταν για την τύχη του διπλανού του, όσο φρικτή κι αν ήταν, εκτός αν αυτός ήταν συγγενής του. Ακόμα και τα πρώτα ιστορικά Κράτη είχαν ένα διφορούμενο ρόλο. Ήταν φυσικά βίαια, συγκεντρωτικά και καταδυνάστευαν φρικτά τους υπηκόους τους, ωστόσο ενοποιούσαν τους τελευταίους έστω στο επίπεδο της υποταγής, συμβάλλοντας στη σταδιακή δημιουργία της ιδιότητας του «πολίτη». Αυτό δεν σημαίνει ότι η ανάδυση των Κρατών ήταν αναγκαία ιστορικά. Η Κοινωνική Οικολογία δεν δέχεται κανενός είδους ιστορικό ντετερμινισμό. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αρνείται τη δυνατότητα να φωτίσει διαλεκτικά ιστορικές διαδικασίες που δεν μπόρεσαν τελικά να αποφευχθούν.

Αυτές οι μεγάλες «επαναστάσεις» ήταν που επέτρεψαν την ανάδυση της δημοκρατίας και την πρώτη προσπάθεια να ξεπεραστεί η ιεραρχική οργάνωση της κοινωνίας. Ακολούθησε μία διαχρονική διεύρυνση των δημοκρατικών ιδανικών και της ελευθερίας, μέσα από επαναστάσεις ή κοινωνικές αλλαγές που οδήγησαν επιτακτικά το αίτημα για δημοκρατία σε όλες τις πλευρές της κοινωνικής ζωής. Οι μεγάλες επαναστάσεις για παράδειγμα σε Αγγλία, Αμερική και Γαλλία έδωσαν στην ελευθερία έναν οικουμενικό χαρακτήρα, ενώ με τη γαλλική επανάσταση ξεκίνησε σε σημαντικό βαθμό η συμμετοχή των γυναικών στην πολιτική ζωή. Οι επαναστάσεις του 19ου αιώνα και των αρχών του εικοστού διεύρυναν τα ιδανικά της ελευθερίας με την απαίτηση για τον τερματισμό της ταξικής κυριαρχίας ενώ στον εικοστό αιώνα αναδύθηκαν και τα προβλήματα της ιεραρχίας γενικότερα, από την Ισπανία του 1936 μέχρι τον Μάη του 1968 στο Παρίσι.

Σηματοδοτώντας άλλη μία ιστορική αμφισημία, η ίδια η τεχνολογική πρόοδος που συνέβη παράλληλα με την καπιταλιστική ανάπτυξη, διευρύνει σήμερα σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό τις δυνατότητες για ελευθερία, καθιστώντας το αίτημα γι’ αυτήν ακόμα πιο ρεαλιστικό. Η εντυπωσιακή δυνατότητα ριζικής ελάττωσης του μόχθου που απαιτείται από τα ανθρώπινα όντα για την επιβίωσή τους, βελτιώνει τις συνθήκες για τη διεύρυνση της πολιτικής συμμετοχής και την άνθηση της δημοκρατίας.

Έχοντας υπόψη τις ιστορικές αυτές δυνατότητες, η Κοινωνική Οικολογία αμφισβητεί το ίδιο το σύστημα της κυριαρχίας και όχι απλά τις ιεραρχικές και οικοκαταστροφικές ατομικές συμπεριφορές. Ασκεί εντούτοις κριτική και στην κατεστημένη ηθική, ιδιαίτερα στην αντίληψη: ό,τι είναι καλό για «εμένα» δεν μπορεί να είναι καλό για «εσένα» οπότε ο καθένας έχει το ατομικό συμφέρον του. Αμφισβητεί δηλαδή τον ηθικό σχετικισμό, ασκώντας ταυτόχρονα κριτική στον ηθικό απολυταρχισμό των θρησκευτικών εντολών και συστημάτων, ενώ διερευνά τη δυνατότητα μίας ελευθεριακής αντικειμενικής ηθικής.

Έμφαση δίνεται σε μία ηθική της συμπληρωματικότητας, τόσο όσον αφορά στους κοινωνικούς θεσμούς, όσο και στον τρόπο του σκέπτεσθαι και τη συσχέτιση με τη Φύση. Η Κοινωνική Οικολογία βλέπει τη φύση ως την «εν τω γίγνεσθαι επικράτεια της ελευθερίας, της ατομικότητας και της συνείδησης». Αυτό δεν το προϋποθέτει αυθαίρετα, το βλέπει στην ίδια τη φυσική ιστορία, με τον ίδιο τρόπο που βλέπουμε ένα απολίθωμα αποτυπωμένο στην πέτρα. Ο φυσικός κόσμος δεν είναι μία πραγματικότητα εχθρική στον άνθρωπο. Οι φυσικοί νόμοι και οι αιτιοκρατικές σχέσεις είναι αναμφισβήτητα χαρακτηριστικά του κόσμου που καθιστούν δυνατή την -πολύτιμη για την κοινωνική ζωή- επιστήμη. Συγχρόνως όμως, η Κοινωνική Οικολογία μας υπενθυμίζει ότι η ατομικότητα, η λογική και η ελευθερία αναδύθηκαν μαζί με την κοινωνία μέσω της φυσικής εξέλιξης και δεν βρίσκονται σε οξεία αντίθεση μαζί της.

Προβάλλεται έτσι το αίτημα για μία «συγκομιδή» των δυνατοτήτων που μας δίνει τόσο η «πρώτη φύση» όσο και η «δεύτερη φύση» (κοινωνία) και η αναίρεσή τους σε μία «τρίτη φύση» όπου η κοινωνία με τη φύση, διατηρώντας τις διαφορά τους, δεν θα υπάρχουν αντιθετικά αλλά συμπληρωματικά η μία για την άλλη. Η Κοινωνική Οικολογία στέκεται ενάντια στους κληρονομημένους δυϊσμούς ανθρωπότητας και ζωικότητας, κοινωνίας και φύσης, ατόμου και κοινωνίας, ελευθερίας και αναγκαιότητας. Δεν προτάσσει την ταυτότητα αυτών των ζευγών αλλά τη συνέχεια μεταξύ τους, την ταυτόχρονη ενότητα και διαφορά τους.

Η Κοινωνική Οικολογία ευαισθητοποιείται απέναντι στις δυνατότητες που ενυπάρχουν σε έναν δεδομένο αστερισμό φαινομένων. Ο οργανικός και διαλεκτικός τρόπος σκέψης που προκρίνει, αναζητά τη δυνατότητα ύπαρξης μίας μεταγενέστερης μορφής στην προγενέστερή της. Δίπλα στη συμβατική λογική αναπτύσσει και μία διαλεκτική λογική η οποία παρακολουθεί την αναπτυξιαξή διάσταση της πραγματικότητας.

Όραμα και ηθική της Κοινωνικής Οικολογίας αποτελούν έτσι (συνοπτικά) η συμμετοχή, η συμπληρωματικότητα αλλά και η διαφοροποίηση, πρακτικές που οι κρατικοί και ιεραρχικοί θεσμοί υπονομεύουν, όταν προωθούν μία ισοπεδωτική ομοιομορφία παράλληλα με την κατάρρευση των οικοσυστημάτων.

Η προσπάθεια για την πολιτική πραγμάτωση των ιδανικών της Κοινωνικής Οικολογίας εκβάλλει στο πρόταγμα του κομμουναλισμού[6]. Το πρόταγμα αυτό αγκαλιάζει, εκτός από τους ταξικούς, και αγώνες οικολογικούς, φεμινιστικούς, και γενικότερα αντι-ιεραρχικούς. Η ανατροπή των ιεραρχικών θεσμών, του κράτους και των τάξεων, δεν έχει νόημα αν δεν συμπληρωθεί με μία μη ιεραρχική και οικολογική κοινωνία που θα λειτουργεί με τις αρχές της άμεσης δημοκρατίας και μίας ηθικής οικονομίας (σε συμφωνία με την αρχή «από τον καθένα σύμφωνα με τις δυνατότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του»). Σ’ αυτό το πλαίσιο, όλη η εξουσία ασκείται από τις ανοιχτές σε όλους αμεσοδημοκρατικές συνελεύσεις, στο επίπεδο της γειτονιάς και του δήμου.

Ο ελευθεριακός δημοτισμός (όπως αποκαλείται το πολιτικό σκέλος της Κοινωνικής Οικολογίας), δεν επιζητά κάποιες «νησίδες» ελευθερίας, οι οποίες είναι μάλιστα εν πολλοίς ανέφικτο να επιβιώσουν. Επιζητά μία συνομοσπονδία κοινοτήτων και δήμων (μία «κομμούνα από κομμούνες»), η οποία θα αμφισβητήσει συνολικά το έθνος-κράτος και το καπιταλιστικό σύστημα και θα αντιπαλέψει κάθε ιεραρχικό θεσμό. Καθώς δηλαδή δεν πρόκειται και περί τοπικιστικού ιδεώδους, στοχεύει σε μία συνομοσπονδιακή οργάνωση η οποία μπορεί να απαιτεί δίκτυα συνομοσπονδιακών συμβουλίων, που απαρτίζονται από ανακλητούς εντολοδόχους με καθαρά διαχειριστικό και συντονιστικό ρόλο. Η πολιτική, η οποία θα αγκαλιάσει ξανά το σύνολο της κοινωνικής ζωής, θα ασκείται μόνο στις συνελεύσεις και δια μέσου αυτών.

———————————————————————–

[1] Μία καλή συνοπτική εισαγωγή για την Κοινωνική Οικολογία στα ελληνικά, αποτελεί το «Ξαναφτιάχνοντας την κοινωνία» του Μάρεϊ Μπούκτσιν (sic),  μτφ. Τάσος Κυπριανίδης, Εκδόσεις Εξάντας.

[2] Αξίζει να σημειωθεί πως η κοινωνική οπτική και κριτική που προτάσσει η κοινωνική οικολογία αναιρεί και τις αντιδραστικές σύγχρονες μυθολογίες που αποδίδουν την οικολογική κρίση πρωτίστως στην αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού.

[3] Π.χ. οι γλωσσολογικές αναλύσεις της Dorothy Lee για τους Ινδιάνους Wintu στη δυτική ακτή των ΗΠΑ αλλά και οι μελέτες του Paul Radin

[4] Δηλαδή βασικά την κυριαρχία του άντρα επί της γυναίκας, αλλά και επί των κατώτερών του ανδρών. Η υποταγή της γυναίκας έγινε εφικτή μονάχα όταν είχε ολοκληρωθεί η υποταγή της πλειοψηφίας των ανδρών στον «μεγάλο πολεμιστή». Αυτό βέβαια δεν αναιρεί το γεγονός ότι η θέση της υποταγμένης γυναίκας ήταν πολύ χειρότερη απ’ αυτή των υποταγμένων ανδρών.

[5] Ως τέτοια αναφέρεται συνηθέστερα η Αιγυπτιακή κοινωνία, της εποχής των δυναστειών των Φαραώ.

[6] Αυτά τα θέματα θέλουμε να πραγματευτούμε φυσικά σ’ αυτό το ιστολόγιο, χωρίς να θεωρούμε αναγκαστικά «ευαγγέλιο» τις απόψεις του Bookchin ή οποιουδήποτε άλλου στοχαστή. Παρουσιάσαμε εδώ τις βασικές ιδέες της Kοινωνικής Oικολογίας για έμπνευση και προσανατολισμό, όχι για να γίνουν άκριτα αποδεκτές. Μία καλή εκλαϊκευτική εισαγωγή πάντως στα ελληνικά για το «τι εστί» κομμουναλισμός μπορεί να βρει ο αναγνώστης στο δοκίμιο του Bookchin «Το πρόταγμα του κομμουναλισμού», μτφ. Αλέξανδρος Γκεζερλής, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *