Λόγος και Ιστορία – Μια κριτική στον Καστοριάδη από τη σκοπιά του διαλεκτικού νατουραλισμού του Μπούκτσιν

Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε το 2007. Σε μία ελαφρώς εκτενέστερη μορφή δημοσιεύτηκε εδώ.

«Ο Λόγος, για τον οποίο είπαμε ότι κυβερνά τον κόσμο, είναι μια λέξη εξίσου αόριστη με την Πρόνοια. Κάποιοι μιλούν διαρκώς για τον Λόγο, δίχως να μπορούν να αναφέρουν τον προσδιορισμό του, το περιεχόμενό του, το κριτήριο βάσει του οποίου μπορούμε να κρίνουμε αν κάτι είναι έλλογο ή άλογο. Το θέμα είναι η σύλληψη του π ρ ο σ δ ι ο ρ ι σ μ ο ύ του Λόγου∙ τα υπόλοιπα, όταν δηλαδή μένει κανείς στον Λόγο εν γένει, είναι μόνο λόγια». [1]

I

Γιατί επιδιώκουμε την κοινωνική απελευθέρωση; Πού βασίζουμε, αν κάτι τέτοιο είναι εφικτό και επιθυμητό, τη σκέψη μας όταν αρνούμαστε την αδικία; Μπορούμε να αξιώσουμε αντικειμενικότητα και ορθολογικότητα για τους αγώνες ενάντια στις τάξεις, στην εκμετάλλευση και στην ιεραρχία, ή μήπως αυτοί συνιστούν απλά υποκειμενικές επιλογές χωρίς αναφορά στην πραγματικότητα;

Η σημασία αυτών των ζητημάτων είναι προφανής: η πάλη ενάντια στην ετερονομία διεξάγεται επίσης στο ιδεολογικό επίπεδο. Τα συμπεράσματα της θεωρίας ακολουθούν δρόμους που διανοίγουν οι κοινωνικοί αγώνες και, συγχρόνως, η κοινωνική πάλη εμπνέεται από τα εν λόγω συμπεράσματα. Αν η ερώτηση: «η επανάσταση δημιούργησε τον Μαρξ ή ο Μαρξ την επανάσταση;» ακούγεται τετριμμένη, μια σοβαρή απόπειρα απάντησης είναι βαθιά σύνθετη.
Στον εικοστό αιώνα, αρκετοί συγγραφείς προσπάθησαν να στοχαστούν συστηματικά τούτα τα ζητήματα. Όσο υποχωρούσαν ωστόσο οι κοινωνικοί αγώνες τόσο υποχωρούσε και η ριζοσπαστική σκέψη που προσπαθούσε να τους διαυγάσει. Το κοινωνικό σύστημα της εκμετάλλευσης θεωρήθηκε δεδομένο και τα υποκείμενα ανίκανα για την καθολική υπέρβασή του.

Έτσι η σκέψη στράφηκε στο περιθωριακό, στο αποσπασματικό, στην ανάδειξη της διαφοράς και στον κομφορμισμό. Σε αντίθεση με αυτήν την τάση, κάποιοι στοχαστές επέμειναν στην προσπάθεια να διασώσουν τις απελευθερωτικές αξίες και την καθολικότητα των αγώνων για την πραγμάτωσή τους: τόσο ο Κορνήλιος Καστοριάδης όσο και ο Murray Bookchin (Μάρρεϋ Μπούκτσιν) υπήρξαν μεταξύ των σημαντικότερων στοχαστών του εικοστού αιώνα της λεγόμενης δημοκρατικής παράδοσης. Δημοκρατικής με τη βαθύτερη έννοια της άμεσης δημοκρατίας και ενός απελευθερωτικού προτάγματος ασύμβατου με την καπιταλιστική πραγματικότητα και κάθε είδος ετερονομίας και ιεραρχίας.

Και οι δύο προσέφεραν με το έργο τους ένα εναλλακτικό στον καπιταλισμό, την ιεραρχία και την ετερονομία πρόταγμα κοινωνικής απελευθέρωσης∙ ο Καστοριάδης ανέπτυξε το πρόταγμα της αυτονομίας και ο Μπούκτσιν το αντίστοιχο του κομμουναλισμού (όπως συνόψισε όψιμα τις θεωρητικές και πρακτικές προσπάθειές του). Η εξέλιξή τους μοιράζεται πολλά κοινά στοιχεία: αμφότεροι αρχικά στρατεύτηκαν στον μαρξισμό (και ιδιαίτερα στις τροτσκιστικές του τάσεις) τον οποίο περίπου την ίδια περίοδο ξεπέρασαν δημιουργικά στο πλαίσιο των νέων κοινωνικών συνθηκών του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα. Συνυπήρξαν για μία περίοδο στη συμβουλευτική επιτροπή του περιοδικού Κοινωνία και Φύση (μετονομασμένου αργότερα ως Δημοκρατία και Φύση), ενώ από τον μεταφραστή και συνεργάτη του Καστοριάδη David Curtis μαθαίνουμε ότι ο Καστοριάδης έστελνε στον Μπούκτσιν τα βιβλία του τις δύο τελευταίες δεκαετίες της ζωής του.

Ο Μπούκτσιν, όπως και ο Καστοριάδης, προσπάθησε να υπερβεί κριτικά τη δυτική φιλοσοφική παράδοση. Δεν ήρθε όμως σε καθολική ρήξη μαζί της. Αποπειράθηκε να ανανεώσει τη φιλοσοφία της φύσης και τη διαλεκτική, διατηρώντας παράλληλα τις έννοιες της διαλεκτικής Προόδου και της αντικειμενικότητας. Ο Καστοριάδης από τη μεριά του, απέρριψε ριζικά τη διαλεκτική παράδοση και άσκησε σφοδρή κριτική σε οποιοδήποτε φιλοσοφικό σύστημα περιστρεφόταν γύρω από την «ψευδο-θεότητα που λέγεται Ιστορία»[2] (κατά τη φράση της Χάννα Άρεντ). Επίσης αποστρεφόταν την έννοια της αντικειμενικότητας ως ασύμβατης με τη δημοκρατία. Μια κάποια σύγκρουση λοιπόν μεταξύ τους ήταν αναμενόμενο να εκδηλωθεί, αργά ή γρήγορα.

Η αφορμή δόθηκε όταν ο Μπούκτσιν παραιτήθηκε από τη συμβουλευτική επιτροπή του περιοδικού Δημοκρατία και Φύση. Στην επιστολή παραίτησής του άσκησε δριμεία κριτική στον Καστοριάδη κατηγορώντας τον για τις «πολύ υποκειμενιστικές, ανιστορικές, σχετικιστικές (…) εκφάνσεις» της θεωρίας του, συνδέοντάς τον άμεσα με τον μεταμοντερνισμό, ο οποίος χρησιμοποιεί εκτενώς τα «κλεισμένα στον εαυτό τους» καστοριαδικά φαντασιακά.[3] Για λόγους που θα αναφέρουμε παρακάτω, ο Μπούκτσιν δεν ανέπτυξε διεξοδικά την παραπάνω κριτική. Την εγκυρότητα των ισχυρισμών του αυτών θα προσπαθήσουμε να εξετάσουμε στη συνέχεια.

Η κριτική του Μπούκτσιν στον Καστοριάδη, σε πρώτη ανάγνωση, δείχνει ανεπαρκώς θεμελιωμένη και ανασκευάσιμη. Σε αντίθεση προς τον μεταμοντερνισμό, στον οποίο έχει ασκήσει ριζική κριτική για τον «κομφορμισμό» του, ο Καστοριάδης διαμορφώνει με το έργο του ένα καθολικό κριτήριο για να κρίνουμε μεταξύ των διαφόρων φαντασιακών θεσμίσεων και δημιουργιών: το πρόταγμα της αυτονομίας.[4] Συγχρόνως, όπως και ο Μπούκτσιν, θέτει στη θεωρία την προβληματική τόσο της κοινωνίας όσο και της ιστορίας, πέρα από τον υποκειμενισμό αλλά ακόμα και από την έννοια της διυποκειμενικότητας.

Μολονότι άσκησε κριτική στην προσπάθεια γνωστικής σύλληψης μιας τελειωτικής και αντικειμενικής αλήθειας, εξίσου σημαντική κριτική άσκησε και στον σχετικισμό που παραιτείται από κάθε διερώτηση σχετικά με την αλήθεια. Ο Καστοριάδης δέχεται πως υπάρχει αλήθεια την οποία όριζε μάλιστα ως την κίνηση που διαρρηγνύει την εκάστοτε κατεστημένη κλειστότητα και αναζητεί, μέσα στην προσπάθεια για λογική συνοχή και λόγον διδόναι, να συναντηθεί μ’ αυτό που υπάρχει.[5] Ρητά για τον Καστοριάδη, «όλες οι γνώμες δεν αξίζουν το ίδιο».[6] Πάσχιζε ακόμα να εξηγήσει γιατί το πρόταγμα της αυτονομίας δεν είναι υποκειμενικό και αυθαίρετο, ότι δεν αποτελεί μια ουτοπία, μέσα από την παρατήρηση ότι τα τελευταία 150 χρόνια έχει τεθεί επανειλημμένα από τεράστια συλλογικά κινήματα που άλλαξαν την όψη του κόσμου.

Μάλιστα, τόπος της καστοριαδικής αλήθειας είναι το κοινωνικο-ιστορικό.[7] Συνεπώς, ούτε η κατηγορία περί υποκειμενισμού μπορεί να γίνει δεκτή αβασάνιστα. Για τον Καστοριάδη η κοινωνία και η ιστορία καθορίζονται από το κοινωνικό φαντασιακό και τις φαντασιακές κοινωνικές σημασίες. Ισχυρίζεται πως «το ανθρώπινο ον υπάρχει μόνο ως κοινωνικό ον».[8]

Επιπρόσθετα, αρνήθηκε τον διαχωρισμό υποκειμένου και αντικειμένου. Για τον Καστοριάδη, σε ό,τι λέμε για τον κόσμο δεν μπορούμε ποτέ να διαχωρίσουμε αυστηρώς και απολύτως, στο έσχατο επίπεδο, την υποκειμενική από την αντικειμενική συνιστώσα. Αντιπάλεψε, τέλος, σθεναρά τις μεταμοντέρνες θεωρίες περί «θανάτου του υποκειμένου» προσπαθώντας να διασώσει την υπεύθυνη συλλογική πολιτική πράξη.

Σε σχέση με τις υποτιθέμενες «ανιστορικές εκφάνσεις» της θεωρίας του, και πάλι στο έργο του βρίσκονται θέσεις που υποδεικνύουν το αντίθετο: τόνιζε πως «κάθε σκέψη πάνω στην κοινωνία και την ιστορία ανήκει η ίδια στην κοινωνία και την ιστορία».[9] Για τον Καστοριάδη, μία κοινωνία δεν μπορεί να κατανοηθεί και να υπάρξει, παρά μόνο ως ιστορικά τεθειμένη κοινωνία που υπόκειται σε ιστορικό αυτο-μετασχηματισμό. Ακόμα, παρότι ισχυριζόταν ότι θα διαβεβαίωνε την αξία της αυτονομίας ανεξάρτητα από τον εκάστοτε ιστορικό ορίζοντα, την ίδια στιγμή παρατηρούσε ότι η βλέψη και το περιεχόμενο της αυτονομίας ανήκουν στην εποχή της.[10]

II

Ωστόσο, ήδη στις θέσεις του Καστοριάδη που αντικρούουν τις κατηγορίες του Μπούκτσιν, ανακύπτουν κάποια προβλήματα. Ακόμα κι αν το πρόταγμα της αυτονομίας δεν είναι υποκειμενικό και αυθαίρετο, για ποιο λόγο να επιλέξουμε να κινητοποιηθούμε για την πραγμάτωσή του; Γιατί να επιλέξουμε την αυτονομία και όχι την ετερονομία; Αν στραφούμε αναλυτικότερα στο έργο του Καστοριάδη, θα δούμε ότι οι απαντήσεις του ενέχουν σημαντικές αμφισημίες.

Καταρχήν, ο Καστοριάδης θεμελιώνει την ανασκευή του σχετικισμού με την αναφορά στις φαντασιακές σημασίες μιας συγκεκριμένης κοινότητας. Γράφει: «Τα αξιώματα δεν έχουν αξία παρά μέσα σε και για μια κοινότητα».[11] Το ίδιο και αλλού: «Η μόνη δυνατή αναίρεση του σκεπτικισμού είναι η ανθρώπινη κοινότητα»[12] και η συναίνεση επί των αξιωμάτων αυτών που έχουν υιοθετηθεί απ’ αυτήν. Γράφει επιπλέον: «Κάθε κοινωνία (όπως και κάθε έμβιο ον ή είδος) εγκαθιδρύει, δημιουργεί τον ιδιόκοσμό της, στον οποίο, προφανώς, αυτοεγκλείεται».[13] Επικαλείται συγχρόνως το «γνωστικό κλείσιμο της θέσμισης», συμπληρώνοντας ότι «η οιονεί-ολότητα των μελών μιας δοσμένης κοινωνίας δεν (…) θα μπορούσε να καταλάβει μια ‘ξένη’ κοινωνία».[14] Ωστόσο, μας λέει, κάποια πρόσωπα μπορούν να καταλάβουν. Όχι επειδή ως ανθρώπινα όντα είναι δυνητικοί φορείς ενός καθολικού Λόγου αλλά επειδή είναι φορείς μίας δημιουργικής φαντασίας. Αν φαντάστηκε κάποιος κάτι, μπορεί να το φανταστεί ξανά κάποιος άλλος.

Εδώ αναγνωρίζουμε τα εξής: υιοθετούμε αξίες επειδή ως τέτοιες έχουν δημιουργηθεί σε μια συγκεκριμένη κοινότητα και αποτελούν μέρος της παράδοσής της. Έτσι συναινούμε π.χ. σήμερα στην ελληνοδυτική κοινότητα και παράδοση για την αξία της λογικής συζήτησης ως προς την επίλυση των διαφορών, σε αντίθεση με άλλες κοινότητες και παραδόσεις. Απέναντι, ωστόσο, στα σχετικιστικά ερωτήματα που θέλουν να αποδώσουν ίση αξία σε κάθε παράδοση, όπως: «γιατί να φανταστούν οι υπόλοιπες κοινωνίες αυτές τις αξίες και όχι κάποιες άλλες;», ή «γιατί να θέλουμε να γίνουν οικουμενικές οι αξίες της δικής μας παράδοσης και να μη γίνουν οικουμενικές οι αξίες των ετερόνομων κοινωνιών;», η επικέντρωση στη δημιουργικότητα της εκάστοτε κοινότητας δεν μας παρέχει καμία ουσιαστική απάντηση. Το κριτήριο της αλήθειας σχετικοποιείται γιατί συνδέεται με κλειστές στην κατανόηση κοινωνικές και ιστορικές μορφές. Οι αναφορές στο έργο του, για τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του «είναι» κάθε κοινωνίας, για τον τρόπο που κάθε συγκεκριμένη κοινωνία αναφέρεται στον εαυτό της και για τον τρόπο που οι άλλες υπάρχουν γι’ αυτή, είναι πλείστες και χαρακτηριστικές.

Τα παραπάνω καθιστούν δύσκολη, έως ανέφικτη, την ανάδειξη της ανωτερότητας κάποιων αξιών έναντι άλλων, τόσο εντός μίας κοινότητας ή κοινωνίας όσο μάλλον και μεταξύ διαφορετικών κοινωνιών, τόσο γεωγραφικά όσο και χρονικά. Το φαντασιακό για τον Καστοριάδη δρα εντός ενός πεδίου απροσδιοριστίας όπου τα ιστορικά νοήματα δεν είναι ούτε αληθή ούτε ψευδή.[15] Ανακύπτει έτσι ένα ζήτημα σχετικισμού, το οποίο καθίσταται έκδηλο π.χ. όταν πραγματεύεται ο Καστοριάδης το θέμα της ηθικής. Γράφει: «Πάντα θα πρέπει να φτιάχνουμε τη ζωή μας μέσα στις τραγικές συνθήκες που τη χαρακτηρίζουν, δεδομένου ότι δεν γνωρίζουμε πάντοτε ποιο είναι το καλό και ποιο το κακό, ούτε στο ατομικό ούτε στο συλλογικό επίπεδο».[16]

Αρνείται βέβαια ο Καστοριάδης ότι είναι σχετικιστής ή αγνωστικιστής βεβαιώνοντας επί παραδείγματι «ότι θεοί δεν υπάρχουν, ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να ‘είναι’ κοράκια, και δεν μπορούμε [αυτό] να το ξεχάσουμε επίτηδες, όταν εξετάζουμε μια κοινωνία άλλου χρόνου ή χώρου». Αμφιβάλλει όμως για τη δυνατότητα απάντησης στο ερώτημα «αν το ορθολογικό δεν είναι παρά μια στιγμή του φαντασιακού ή αν εκφράζει τη συνάντηση του ανθρώπου με μια υπερβατική τάξη».[17] Όντως, δεν έχει άδικο όταν παρατηρεί πως το νόημα για τους Ασσύριους ή τους Μπορορό δεν μπορεί να γίνει, με απόλυτη ακρίβεια, νόημα για μας. Όμως, θα αντιτείναμε, συγκεκριμένες πλευρές του σύμπαντος σημασιών των Ασσυρίων ή των Μπορορό, καίριες για μας, πρέπει να μπορούν να έχουν νόημα και για μας, και να είναι συγκρίσιμες με πλευρές δικές μας, ειδάλλως θα έπρεπε να πάψουμε να αναφερόμαστε στον όρο «ανθρωπότητα». Ιδιαίτερα μάλιστα όταν μπορούμε ιστορικά να αναγνωρίσουμε εκπληκτικές παρόμοιες αναπτύξεις μεταξύ πολιτισμών, ακόμα και μεταξύ αυτών που δεν είχαν καμία επαφή μεταξύ τους. Ο Καστοριάδης όμως θεωρεί «χωρίς νόημα» την προσπάθεια να συλλάβουμε την ιστορία σε συνάρτηση με το ζεύγος κατηγοριών φαντασιακό-ορθολογικό. Ωστόσο, γράφει, δεν μπορούμε και να μην το προσπαθούμε, αφού όμως το έχει χαρακτηρίσει ως «α-νόητο», βαθαίνοντας περαιτέρω την αμφισημία των θέσεών του.

Έτσι, ο Καστοριάδης απορρίπτει τις ρασιοναλιστικές (όπως τις αποκαλεί) θεωρίες της Ιστορίας. Η Ιστορία, τονίζει, δεν μπορεί να είναι ορθολογική επειδή δεν μπορεί να ισχύει ότι «τα πάντα διαδραματίστηκαν σύμφωνα με αιτίες τελείως πρόσφορες και προσπελάσιμες από το λογικό μας».[18] Ωστόσο, εδώ απλοποιεί τις διαφορές που μπορεί να υπάρχουν μεταξύ των διαφόρων θεωριών της ιστορίας αγνοώντας τη δυνατότητα μιας ρασιοναλιστικής θεωρίας της ιστορίας που δεν αξιώνει την απόλυτη γνώση επί των πάντων. Κάποιες από τις προσεγγίσεις αυτές εξάγουν ένα έλλογο κριτήριο για τον προσδιορισμό των γεγονότων που συνιστούν ιστορία. Κατ’ επέκταση, σε μια ορθολογική διαλεκτική δεν απαιτείται, όπως ισχυρίζεται ο Καστοριάδης, η «ολότητα να περιλάβει τα πάντα χωρίς ν’ αφήσει κατάλοιπο».[19] Πρέπει μάλλον να εξετάζουμε αν μπορεί η ολότητα να συμπεριλάβει περιοχές της πραγματικότητας που αφορούν στις απελευθερωτικές μας βλέψεις και όχι να εγκαταλείπουμε τις προσπάθειες για κάτι τέτοιο επειδή δεν έχουμε, ούτε θα μπορούσαμε να έχουμε, μια συμπαντική φόρμουλα απόλυτης γνώσης.

Μια συχνή πρόκληση για τον μελετητή του Καστοριάδη είναι επίσης η κριτική του στον Λόγο. Ασκεί κριτική σε κάθε «ορθολογική καθολικότητα» ταυτίζοντάς τη με το τεχνικο-επιστημονικό ορθολογικό.[20] Έτσι και η διαλεκτική δεν είναι για τον Καστοριάδη παρά μια παραλλαγή της ταυτιστικής λογικής. Παραγνωρίζει το γεγονός ότι οι διαλεκτικοί φιλόσοφοι πάσχισαν να επισημάνουν τις τεράστιες διαφορές μεταξύ διαλεκτικής και εργαλειακής, τυπικής ή συμβατικής λογικής. Αγνοεί επιδεικτικά αυτές τις διαφορές, όταν για παράδειγμα γράφει: «Δεν ξέρω γιατί η παραδοχή του ‘2+2=4’ ή της κβαντικής θεωρίας δεν είναι συμβιβαστή με τη διακήρυξη της αναγκαιότητας… να εξολοθρεύσουμε τους Εβραίους».[21] Με τη συμβατική λογική του «2+2=4» εντούτοις μπορούμε να χτίζουμε για παράδειγμα γέφυρες, όμως κανένας διαλεκτικός φιλόσοφος δεν θεμελιώνει σ’ αυτήν και μόνο ηθικές ή πολιτικές αξίες (ο Χέγκελ μάλιστα ασκεί κριτική στη στενότητα της μαθηματικής λογική). Έτσι, η σωστή κριτική που ασκεί ο Καστοριάδης στη συνολοταυτιστική τεχνικο-επιστημονική λογική (επισημαίνοντας ότι αυτή καταστέλλει ό,τι της αντιστέκεται, αξιώνοντας ισχύ για πτυχές της πραγματικότητας που δεν ανήκουν στην αρμοδιότητάς της) δεν τον οδηγεί σε μια πλουσιότερη διαλεκτική σύλληψη της λογικής.

Με αφορμή την κριτική του Καστοριάδη στη διαλεκτική λογική, ας μας επιτραπεί μια μικρή παρέκβαση σχετικά με τις αντλημένες ή εμπνευσμένες από το έργο του κατηγορίες που εξαπολύονται συχνά εναντίον της διαλεκτικής, όσον αφορά την υποτιθέμενη υπερκαθοριστικότητα, τον δογματισμό ή τον αναγωγισμό της. Ο Χέγκελ, για παράδειγμα, σε οξεία αντίθεση με ό,τι τού καταλογίζεται, δεν καθορίζει ούτε προσδιορίζει πουθενά στα λογικά του έργα το Είναι αυθαίρετα. Ο Χέγκελ δεν θα δεχόταν την προϋπόθεση πως «το Είναι είναι Χάος» (όπως ο Καστοριάδης στις οντολογικές του θέσεις), αλλά αντίθετα προσπαθεί να αναγνώσει την αυτοανάπτυξη του Είναι χωρίς να την καθορίσει από πριν. Η αυτοανάπτυξη αυτή έχει έναν εγγενή κριτικό χαρακτήρα, ο οποίος επιτρέπει την προχώρηση της διαλεκτικής θεωρίας (όπως καταδεικνύει η εξέλιξη της διαλεκτικής παράδοσης μετά τον Χέγκελ). Όταν σκεφτόμαστε μέσω της εγελιανής λογικής, πρέπει να είμαστε έτοιμοι να επιτρέψουμε στη ίδια τη σκέψη να προσδιορίσει τον εαυτό της, αντί να επιμένουμε πως εμείς θα ελέγξουμε το μονοπάτι που θα ακολουθήσει η σκέψη. Γι’ αυτό ο Χέγκελ μιλάει για κατηγορίες που προσδιορίζουν τον εαυτό τους, αντί για κατηγορίες που τις προσδιορίζουμε εμείς. Η λογική του δεν χτίζεται πάνω σε «ακλόνητες» προκείμενες και ορισμούς αλλά παρουσιάζει έννοιες που μεταβάλλονται διαλεκτικά ενόσω διαστοχαζόμαστε και καθιστούμε ρητούς τους λανθάνοντες προσδιορισμούς τους. Για τον Χέγκελ, «η αλήθεια είναι η ίδια η κίνηση του εαυτού της».[22] Και η διαλεκτική του Μπούκτσιν, την οποία θα παρουσιάσουμε στοιχειωδώς στο τελευταίο μέρος του κειμένου, αν και διαφοροποιείται από την εγελιανή, υιοθετεί κριτικά τον παραπάνω θεωρητικό προσανατολισμό.[23] Ας επιστρέψουμε όμως στο έργο του Καστοριάδη.

Εν τέλει, η πράξη για τον Καστοριάδη στηρίζεται σε μια γνώση που είναι «πάντοτε αποσπασματική και προσωρινή».[24] Φτάνει στο σημείο να δέχεται ότι κάθε επιλογή είναι αυθαίρετη αλλά η επιλογή της αυτονομίας είναι η λιγότερο αυθαίρετη.[25] Το πρόταγμά του μ’ αυτόν τον τρόπο δεν μπορεί να θεμελιωθεί αλλά μόνο να διαυγαστεί. Καταλήγει έτσι σε μια πράξη που βασίζεται στην απόφαση.[26] Για τον Καστοριάδη, επιδιώκουμε το ξεπέρασμα της αυτοξένωσης και ετερονομίας «γιατί το θέλουμε και γιατί ξέρουμε ότι και άλλοι άνθρωποι το θέλουν».[27] Γράφει χαρακτηριστικά: «Η Ιερά Εξέταση, ο σταλινισμός, ο ναζισμός, είναι επίσης δημιουργίες της ιστορίας μας. Όμως εμείς επιλέγουμε την αυτονομία αντί της ετερονομίας (…). Πρόκειται για επιλογή και σαν τέτοια συνεπάγεται μία κατηγορία που εύκολα την ξεχνούμε κατά τις φιλοσοφικές και πολιτικές συζητήσεις σήμερα: συνεπάγεται τη βούληση».[28]

Εδώ όμως, εστιασμένοι πλέον στη βούληση, σε μια υπεύθυνη επιλογή μεταξύ άλλων, κινδυνεύουμε να αγνοήσουμε έναν κίνδυνο για τον οποίο μας είχαν προειδοποιήσει αρκετοί στοχαστές, όπως ο Μαξ Χορκχάιμερ, όταν τόνιζε ότι η διάλυση της ιδέας του αντικειμενικού Λόγου μπορεί να ωφελήσει περισσότερο την αντίδραση και τον σκοταδισμό: «Αν η υποκειμενιστική άποψη αληθεύει, η σκέψη δεν προσφέρει καμία βοήθεια στον προσδιορισμό της επιθυμητότητας οποιουδήποτε στόχου καθεαυτόν. (…) Όλες οι θεμελιώδεις αποφάσεις μας εξαρτώνται πλέον από παράγοντες άλλους από τον Λόγο. Θεωρούνται ότι αποτελούν ζητήματα εκλογής και προτίμησης και έχει γίνει χωρίς νόημα να μιλάμε για αλήθεια στη διαδικασία λήψης πρακτικών, ηθικών και αισθητικών αποφάσεων. […] Τα επενδεδυμένα συμφέροντα εναντιωμένα στις παραδοσιακές ανθρωπιστικές αξίες θα επικαλεστούν τον ουδετεροποιημένο, ανήμπορο Λόγο στο όνομα του ‘κοινού νου’».[29]

Σχετικά με τη σύγχρονη κατάσταση, εύστοχη κρίνουμε και την εξής παρατήρηση του Μπούκτσιν που θα πρέπει να μας προβληματίσει για τη θεώρηση του κοινωνικο-ιστορικού ως φαντασιακά δημιουργημένου: «Αν και το ‘φαντασιακό’ και το υποκειμενικό είναι σίγουρα στοιχεία της κοινωνικής ανάπτυξης, ο σύγχρονος καπιταλισμός διαλύει σταθερά τη μοναδικότητα των ‘φαντασιακών’ που χαρακτήριζαν προγενέστερες, περισσότερο ποικιλόμορφες κουλτούρες. Πράγματι, ο καπιταλισμός, σε ολοένα μεγαλύτερο βαθμό, ισοπεδώνει και ομογενοποιεί την κοινωνία, πολιτισμικά και οικονομικά μέχρι του σημείου όπου τα ίδια εμπορεύματα, οι βιομηχανικές τεχνικές, οι κοινωνικοί θεσμοί, οι αξίες, ακόμη και οι επιθυμίες, ‘καθολικεύονται’ σ’ έναν βαθμό δίχως προηγούμενο στη μακρά σταδιοδρομία της ανθρωπότητας».[30]

IΙΙ

Αναρωτιέται εντούτοις κανείς γιατί ο Μπούκτσιν δεν ανέπτυξε την κριτική του περαιτέρω ώστε να τη θεμελιώσει πιο εμπεριστατωμένα αντί να εξαπολύσει τόσο βαριές κατηγορίες χωρίς επεξήγηση. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Μπούκτσιν ήταν ένας άνθρωπος με βαθιά πολιτική δράση. Οι ιδέες του Καστοριάδη δεν είχαν μεγάλη απήχηση στις πολιτικές ομάδες των Η.Π.Α. κι έτσι ο Μπούκτσιν ανάλωσε τον χρόνο του ασκώντας κριτική σε άλλους θεωρητικούς. Επίσης, προτίμησε προς το τέλος της ζωής του, όντας άρρωστος, να αφοσιωθεί στη συγγραφή ενός μνημειώδους τετράτομου έργου για την ιστορία των επαναστάσεων καθώς και να ξεκαθαρίσει μία σειρά απόψεων υπό το έμβλημα πλέον του κομμουναλισμού. Οι σποραδικές και ολιγόλογες αναφορές (πολεμικού χαρακτήρα) στον Καστοριάδη δεν καταδεικνύουν ότι δεν είχε μελετήσει και κατανοήσει το έργο του (φίλοι που επισκέφτηκαν τον Μπούκτσιν στις Η.Π.Α. μου είπαν ότι είδαν τη «Φαντασιακή θέσμιση…» του Καστοριάδη στη βιβλιοθήκη του διαβασμένη και με πολλές σημειώσεις).

Είδαμε λοιπόν ότι η κριτική του Μπούκτσιν, αν και συνοπτική, αποδεικνύεται βάσιμη. Συχνά ο Καστοριάδης επικαλείται τον Λόγο, όμως στο κύριο μέρος του έργου του, τον αποδυναμώνει σε τέτοιο βαθμό, ώστε καταλήγει να αναιρεί τις ίδιες τις προθέσεις του. Ο Καστοριάδης, στην εύλογη προσπάθειά του να αντιπαρατεθεί σε αυτούς τους εκφραστές του μαρξισμού και της «διαλεκτικής» που ευθύνονταν για τον εκφυλισμό του σοσιαλισμού στις χώρες του «υπαρκτού», αλλά και σ’ αυτούς που τον αναπαρήγαγαν δογματικά στις δυτικές κοινωνίες, κατέληξε να ταυτίσει λανθασμένα την έννοια της αντικειμενικότητας, όπως αυτή παρουσιάζεται στην κοινωνική θεωρία, με τον απαρέγκλιτο ντετερμινισμό και τον ολοκληρωτισμό, και την έννοια της διαλεκτικής ανάγνωσης της ιστορίας με μία προκαθορισμένη τελεολογία. Οδηγήθηκε στις αμφισημίες επειδή από τη μία προσπάθησε να ξεπεράσει τους μεταμοντέρνους αλλά συγχρόνως, από την άλλη, προσπάθησε να αποφύγει κάθε έννοια αντικειμενικότητας λόγω της κριτικής στον μαρξισμό. Στην προσπάθειά του αυτή, παρουσίασε ως υπερβολικά ρηξικέλευθη τη φιλοσοφία του, αποκρύπτοντας συχνά τις οφειλές της στη φιλοσοφική παράδοση που οι μεταμοντέρνοι απεχθάνονται.

Είναι όμως αμφίβολο το αν θα πρέπει να ταυτίζουμε την έννοια της αντικειμενικότητας με τον ολοκληρωτισμό. Τα ιεραρχικά στοιχεία που ενυπάρχουν στον μαρξισμό δεν σχετίζονται με την αξίωσή του για αντικειμενικότητα αλλά με το ιδιαίτερο περιεχόμενό του, το οποίο αναγνωρίζει την αναγκαιότητα ενός εργατικού Κράτους, της δικτατορίας του προλεταριάτου, της κυριαρχίας πάνω στη Φύση κλπ. Θα πρέπει συνεπώς να εξετάζουμε το περιεχόμενο μιας αντικειμενικής θεωρίας προτού την καταδικάσουμε σχεδόν αντανακλαστικά ως ολοκληρωτική απλώς και μόνο επειδή αξιώνει αντικειμενικό χαρακτήρα για τις θέσεις της. Υπό ποία έννοια μπορεί να είναι ολοκληρωτική μια θεωρία που αξιώνει ως αντικειμενικά ορθολογικό τον διάλογο και την άμεση δημοκρατία; Διαφωτιστική θα ήταν εν προκειμένω και η εξέταση ορισμένων παραδειγμάτων ολοκληρωτισμού στην ιστορία. Ο Χίτλερ δεν διακατεχόταν από αντικειμενικές ιδέες όταν κατέσφαζε, τη «νύχτα των μεγάλων μαχαιριών», πολλούς ιδεολογικούς του συνoδοιπόρους και τους πιο πιστούς συντρόφους του, για να ενισχύσει την εξουσία του και την επιρροή του στην αστική τάξη. Ακόμα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι σημαντικοί αναρχικοί στοχαστές επικαλούνται στο έργο τους ακόμα και την ύπαρξη κοινωνικών νόμων, επιδιδόμενοι σ’ έναν «επιστημονισμό» που ξεπερνά κατά πολύ τις αξιώσεις για αντικειμενικότητα του Μπούκτσιν. Αυτό όμως δεν οδήγησε το αναρχικό κίνημα στον ολοκληρωτισμό, παρόλη την ανεπάρκειά του, τις λίγες φορές που αναδύθηκε στο ιστορικό προσκήνιο. Ολοκληρωτική τουναντίον μπορεί να είναι η δαιμονοποίηση της έννοιας της αντικειμενικότητας. Χαρακτηριστική είναι η αποστροφή του Μαρκούζε: «το να επιμένει κανείς ότι το γενικό συμφέρον δεν είναι γενικά προσδιορίσιμο αποτελεί (…) και πάλι μια μορφή καταστολής».[31]

Από την άλλη, ο διαλεκτικός νατουραλισμός του Μπούκτσιν προσπαθεί να διασώσει, αφενός, την αντικειμενικότητα της απελευθερωτικής ηθικής έναντι του σύγχρονου υποκειμενισμού και, αφετέρου, την έννοια της προόδου έναντι του τρέχοντος πεσιμισμού («τέλος της ιστορίας»), χωρίς να υποπίπτει σε δογματικές συλλήψεις που στηρίζονται σε απαράβατους και αιώνιους νόμους της ιστορικής κίνησης. Η φιλοσοφία του θεμελιώνεται στις ίδιες τις δυνητικότητες [potentialities] που διανοίγει η φυσική και κοινωνική εξέλιξη. Ο Μπούκτσιν εδραιώνει έννοιες όπως πολίτης, κοινότητα κλπ, ανάγοντάς τες στο ιστορικό τους υπόβαθρο. Εκεί αναζητά το νόημά τους. Δεν τις αντιπαραβάλλει με ιστορικούς νόμους ή τάσεις, αλλά προσπαθεί να εξετάσει πως συνδέονται με θεμελιώδεις «κατευθυντικότητες» [directionalities] που εξάγει παρατηρώντας τη φυσική και κοινωνική εξέλιξη. Υπάρχει στη Φύση μια εξέλιξη από στοιχειώδεις μορφές ζωής σε περισσότερο σύνθετες μορφές ζωής με ανεπτυγμένο νευρικό σύστημα. Η ίδια η φυσική εξέλιξη παρέχει έτσι τη βάση για αυξανόμενη δυνατότητα υποκειμενικότητας και επιλογής. Η κοινωνική εξέλιξη αναδύεται από τη φυσική και επίσης χαρακτηρίζεται από μία διαλεκτική εξέλιξη που αναδεικνύει δυνατότητες για ελευθερία μέσα από μία σειρά ιστορικών μορφωμάτων.

Χαρακτηρίζεται βέβαια η κοινωνική εξέλιξη κυρίως από μεγάλες περιόδους βαρβαρότητας. Ωστόσο, οι εκτυλισσόμενες δυνατότητες για ελευθερία δεν μπορούν να συγκριθούν με τις στιγμιαίες ικανότητες για καταστροφή.[32] Οι πρώτες απαιτούν φυσική και κοινωνική ανάπτυξη και πραγματικό ιστορικό μόχθο, ενώ οι δεύτερες μια απλή καθήλωση στη «ζωική» λογική της εργαλειακότητας των μέσων και σκοπών. Η Ρώσικη Επανάσταση, για παράδειγμα, με τα νέα ποιοτικά στοιχεία που έφερε, με τη διεκδίκηση του τερματισμού της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, είχε ως υπόβαθρο μία μακρά ιστορική διαδικασία που περιλάμβανε αμέτρητους υλικούς και πνευματικούς αγώνες για την κατάργηση της δουλείας ή της κληρονομικής βασιλείας, αγώνες οικονομικής ισότητας κλπ. Από την άλλη, ο Χίτλερ και ο κάθε Χίτλερ αναπαρήγαγαν αυτό που έκανε ο κάθε τύραννος, απλώς με πλουσιότερα τεχνολογικά μέσα. Και ακόμα περισσότερο, ο ναζισμός ως ιδεολογία απαρνήθηκε τις μοναδικές εκτυλισσόμενες δυνητικότητες που διανοίγει η κοινωνική εξέλιξη, για να μας κατακρημνίσει σε μια άβυσσο βαρβαρότητας.

Όπως το θέτει ο Μπούκτσιν: «Η κοινωνία που αποτυγχάνει να πραγματώσει ενεργά τις λανθάνουσες δυνατότητές της για ανθρώπινη ευτυχία και πρόοδο, είναι μεν αρκετά ‘πραγματική’, με την έννοια ότι υπάρχει, αλλά δεν είναι αληθινά κοινωνική. Παραμένει ημιτελής και διαστρεβλωμένη, εφόσον απλά διατηρείται ως τέτοια, και κατά συνέπεια είναι ανορθολογική. Υπολείπεται αυτού που θα όφειλε να είναι από κοινωνική άποψη, όπως ακριβώς ένα γενικά καχεκτικό ζώο υπολείπεται αυτού που θα όφειλε να είναι από βιολογική άποψη. Μολονότι αυτή η κοινωνία είναι ‘πραγματική’, υπό μία υπαρκτική έννοια, ωστόσο είναι ανολοκλήρωτη και άρα ‘μη πραγματική’ από την άποψη των λανθανουσών δυνατοτήτων της».[33]

Για τον Μπούκτσιν, το έρεισμα για τα «ακατάστατα δοκίμια» (όπως τα χαρακτηρίζει) του Καστοριάδη (αλλά και για τον μηδενισμό π.χ. του Αντόρνο) ήταν το γεγονός ότι οι αναγκαίες και επαρκείς συνθήκες για την απελευθέρωση δεν υπήρξαν ποτέ στην ιστορία σε μία σχέση αυστηρής ακολουθίας. Δέχεται κι ο ίδιος ότι η εφεύρεση π.χ. του δόρατος δεν συνεπάγεται αυτομάτως το πέρασμα από τη μητριαρχία στην πατριαρχία, ούτε το αλέτρι στην ιδιωτική ιδιοκτησία. Όντως η κοινωνική εξέλιξη παράγει «τεράστια διαφορετικότητα» και ποικιλία κοινωνικών μορφών και πολιτισμών. Όμως, οι περιορισμοί που τίθενται από τον Καστοριάδης σ’ αυτό που αποκαλεί «ορθολογική διαλεκτική της ιστορίας» αλλά και στον ίδιο τον Λόγο, ισχύουν μόνο στον βαθμό που εξαίρουμε αυτές τις μεγάλες διαφορές αντί να «αναγνωρίσουμε το νήμα των ομοιοτήτων που οδηγούν την ανθρωπότητα στο σημείο μιας δημιουργικής ανάπτυξης».[34]

Δεν θα διαφωνούσε ο Μπούκτσιν ότι είναι ανοησία να συμφύρονται οι πολιτισμοί χωρίς ιδιαίτερη αναφορά στη θέση τους στον χρόνο και στις κοινωνικές καταβολές τους. Αυτό που αντιμάχεται είναι η αποκλειστική προσήλωση στις ιδιαιτερότητες των μεμονωμένων πολιτισμών «σε τέτοιο βαθμό ώστε ακόμα και η αυτονομία που τόσο εκτιμά ο Καστοριάδης να μπορεί να απορριφθεί ως υποκειμενική νόρμα που δεν έχει μεγαλύτερη αξία από τη νόρμα της ιεραρχίας».[35]

Γιατί, αντιτείνει ο Μπούκτσιν, υπάρχει προς αφήγηση μια «ιστορία έλλογων προόδων».[36] Τόσο η ανάπτυξη της γεωργίας όσο και αυτή της τεχνολογίας υπήρξαν σημαντικότατες για την ανθρώπινη χειραφέτηση. Τη μεγαλύτερη ωστόσο σπουδαιότητα είχε η λεγόμενη αστεακή (urban) επανάσταση, η ανάδυση της πόλης σε οικουμενικό επίπεδο και η διάλυση της κοινωνικής συμβίωσης που στηρίζονταν στους συγγενικούς δεσμούς ή τους δεσμούς της ηλικίας και του φύλου. Η ανάδυση της πόλης (χάρη στην οποία μπόρεσαν να φανταστούν οι Αθηναίοι τη δημοκρατία), έδωσε τη δυνατότητα για τη συγκρότηση του ελεύθερου πολίτη.

Συνεπώς η ιστορία για τον Μπούκτσιν είναι κάτι παραπάνω από ένα, όπως γράφει χαρακτηριστικά, «αρχιπέλαγος διασκορπισμένων και κλεισμένων στον εαυτό τους ‘κοινωνικών φαντασιακών’». Η Ιστορία είναι, γράφει, «το ορθολογικό περιεχόμενο και η συνέχεια των γεγονότων (με τον δέοντα σεβασμό στα ‘ποιοτικά’ άλματα) που εδράζονται στις δυνατότητες της ανθρωπότητας για ελευθερία, αυτοσυνείδηση και συνεργασία, στην αυτο-διαμορφωνόμενη ανάπτυξη ολοένα και πιο ελευθεριακών μορφών κοινωνικής συμβίωσης (consociation). Είναι η, τρόπος του λέγειν, ορθολογική ‘υποδομή’ που συνέχει τις ανθρώπινες πράξεις και τους θεσμούς, πάνω από το παρελθόν και το παρόν, προς την κατεύθυνση μιας χειραφετητικής κοινωνίας και του χειραφετημένου ατόμου. Δηλαδή, η Ιστορία είναι ακριβώς ό,τι είναι ορθολογικό στην ανθρώπινη ανάπτυξη. Επιπλέον, είναι ό,τι είναι ορθολογικό με τη διαλεκτική έννοια του λανθάνοντος που εκτυλίσσεται, διευρύνεται και αρχίζει μέσω αυξανόμενης διαφοροποίησης και με διακυμάνσεις να πραγματώνει ενεργά τις ίδιες τις πραγματικές δυνατότητες της ανθρωπότητας για ελευθερία, αυτοσυνείδηση και συνεργασία». Και συμπληρώνει παρακάτω: «Δεν ισχύει ότι η κοινωνική ανάπτυξη είναι διαλεκτική επειδή είναι αναγκαία ορθολογική όπως ένας παραδοσιακός εγελιανός θα υπέθετε, αλλά μάλλον πως όπου η κοινωνική ανάπτυξη είναι ορθολογική, αυτή είναι διαλεκτική ή ιστορική. Διαβεβαιώνουμε, εν ολίγοις, πως μπορούμε να συνάγουμε από μία μοναδικά ανθρώπινη δυνατότητα μία ορθολογική ανάπτυξη που προάγει την ανθρώπινη αυτοπραγμάτωση σε μια ελεύθερη, αυτοσυνειδητή και συνεργατική κοινωνία. Ο θεωρησιακός λόγος προτάσσει επί τούτου τον ισχυρισμό ότι διαβλέπει την ορθολογική ανάπτυξη (με κανέναν τρόπο ανοσοποιημένη απέναντι σε ανορθολογικές μεταστροφές) της κοινωνίας όπως θα όφειλε να είναι, δεδομένης της ανθρώπινης δυνατότητας όπως τη γνωρίζουμε στη πραγματική ζωή, να μεταβαίνει από μία φυλετική ομάδωση σε ένα δημοκρατικό σώμα πολιτών, από τη μυθοποιητική στον ορθό λόγο, από την υποταγή της εαυτότητας εντός μιας δημώδους συλλογικότητας στην ατομικότητα εντός μιας ορθολογικής κοινότητας – όλες αυτές οι μεταβάσεις προκύπτουν ως αμφότερα ορθολογικοί σκοποί και υπαρξιακές πραγματικότητες. Ο θεωρησιακός λόγος πρέπει πάντοτε να εγκαλείται ώστε να κατανοήσει και να εξηγήσει όχι μόνο τι έχει διαδραματισθεί αναφορικά με αυτές τις προβληματικές, αλλά και γιατί επανέρχονται με ποικιλόμορφη ένταση και πως μπορούν να επιλυθούν».[37]

Η civitas για παράδειγμα, η ιδιότητα του πολίτη, αποτελεί προϋπόθεση της πιο πλούσια humanitas, της ιδιότητας του ανθρώπου. Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Μπούκτσιν, η civitas, σε ανθρώπινο μέγεθος και δημοκρατικά δομημένη, μιλά σε μας διαμέσου των αιώνων, από τον Επιτάφιο του Περικλή μέχρι τις εκπληκτικά οικείες και ακλόνητα εγκόσμιες κωμωδίες του Αριστοφάνη, «τα έργα του οποίου γκρεμίζουν την έμφαση του Καστοριάδη στον ‘μυστήριο’ και στον ‘κλειστό’ χαρακτήρα της αθηναϊκής πόλης για το σύγχρονο πνεύμα».[38]

Βέβαια, ο χώρος δεν μας επιτρέπει να καταδείξουμε επαρκώς γιατί ο Μπούκτσιν δεν είναι οπαδός μίας απλοϊκής έννοιας προόδου σε όλες τις ιστορικές περιόδους. Μπορούμε μόνο να σημειώσουμε ότι στο, αμετάφραστο ακόμα στα ελληνικά, έργο του Η Οικολογία της Ελευθερίας παρουσιάζει και αναλύει τη συσχέτιση και την ανάπτυξη, σε όλη τους την πολυπλοκότητα, και των δύο πλευρών της ανθρώπινης ιστορίας: την «κληρονομιά της ελευθερίας» και την «κληρονομιά της κυριαρχίας». Αυτές οι δύο παραδόσεις, η μία ως η ιστορία των διευρυνόμενων χειραφετητικών αγώνων, και η άλλη ως το χρονικό της ιεραρχίας σ’ όλη της τη βαρβαρότητα, διαπλέκονται, ανταγωνίζονται, αλληλεπιδρούν και επηρεάζουν διαλεκτικά η μία την άλλη κατά την ιστορική εξέλιξη.

IV

Ενώ λοιπόν η σημαντική και πρωτότυπη φιλοσοφική προσπάθεια του Καστοριάδη θέλησε να στραφεί ενάντια στον υποκειμενισμό και σχετικισμό που δικαιώνουν την καπιταλιστική βαρβαρότητα που βιώνουμε, στο έργο του συνυπάρχουν μ’ αυτές τις τάσεις αμφισημίες οι οποίες λειτουργούν ανασχετικά στην ίδια αυτή προσπάθεια. Ένα κίνημα που θέλει να ξεπεράσει τον καπιταλισμό και την ιεραρχία για την ελευθερία και την αυτονομία, θα πρέπει να συγκρατήσει τα γόνιμα στοιχεία της σκέψης του, αλλά να μη φοβηθεί να διεκδικήσει αντικειμενικότητα για τις αξιώσεις και τους στόχους που θέτει. Σ’ αυτήν την προσπάθεια πολύτιμη κρίνουμε τη φιλοσοφική συμβολή του Μπούκτσιν.

Σπουδαία πλευρά της φιλοσοφίας του Καστοριάδη, μεταξύ άλλων, που οφείλουμε να συγκρατήσουμε είναι ότι η αλήθεια συναρτάται και διαπλέκεται με την ιστορική συλλογική πράξη και τους κοινωνικούς αγώνες.[39] Όμως, απ’ αυτό το γεγονός και μόνο, προκύπτει ότι ως τέτοια, η αλήθεια, ξεπερνά το επίπεδο της βούλησης και της απόφασης. Απέναντι στη βαρβαρότητα του καπιταλιστικού συστήματος, απέναντι στην ιεραρχία και τον φασισμό θα πρέπει να διατηρούμε ακέραια τη δυνατότητα να εκφράζουμε κάτι παραπάνω από τη γνώμη μας. Ειδικά σ’ αυτήν την εργαλειακή εποχή, όπου εξατομικευόμαστε ως απλά γρανάζια στην αναπαραγωγή του καπιταλιστικού κόσμου, είναι σημαντικό να καταδείξουμε ότι το ανθρώπινο πνεύμα ως τέτοιο δεσμεύεται, όχι απλά από διυποκειμενικούς αλλά από αντικειμενικούς όρους. Ότι μπορούμε να αξιώνουμε αντικειμενικότητα διότι είμαστε φορείς ενός Λόγου και μιας Ιστορίας.

Επιπρόσθετα, απέναντι στο τέλμα του υποτιθέμενου «τέλους της Ιστορίας», θα πρέπει να αναδείξουμε τα ιστορικά εκείνα κύματα και τις επαναστάσεις που έδωσαν συνοχή στην κοινωνική εξέλιξη προς την πραγμάτωση της ελευθερίας, και να επιδιώξουμε μαζικά παγκόσμια επαναστατικά κινήματα για περισσότερες παρόμοιες κατακτήσεις. Ο Μπούκτσιν τόνιζε ορθά, κατά τη γνώμη μου, έχοντας στον νου του και τον Καστοριάδη, ότι «με την απουσία ορθολογικών αντικειμενικών κριτηρίων συμπεριφοράς, η φαντασία μπορεί να καταστεί τόσο δαιμονική, όσο απελευθερωτική μπορεί να είναι όταν υφίστανται τέτοια κριτήρια∙ εξ ου και η ανάγκη για διαπαιδαγωγημένη αυθορμησία – και μια στοχαζόμενη φαντασία».[40]

Δεν μπορούμε να αρκεστούμε στο σχόλιο του Καστοριάδη απέναντι στον Hans Jonas, ο οποίος στεναχωριόταν επειδή θα ήταν ικανός να πει στον Χίτλερ «θα σας σκοτώσω» αλλά όχι «έχετε άδικο!». Ο Καστοριάδης απαντά: «Κατά πρώτο λόγο, ο Χίτλερ θα είχε δίκιο να απαντήσει: ‘Δεν μπορείτε να μου αποδείξετε την εγκυρότητα των αξιωμάτων σας’ (…)».[41] Εντούτοις, κατά τη γνώμη μου, θα πρέπει να μπορούμε να καταδείξουμε γιατί ο εκάστοτε Χίτλερ έχει άδικο, και αυτή η κατάδειξη να συναρμοστεί με έναν οικουμενικό αγώνα εναντίον του.

Θοδωρής Βελισσάρης

[1] Χέγκελ, Ο Λόγος στην ιστορία: Εισαγωγή στη φιλοσοφία της ιστορίας, μτφρ: Παναγιώτης Θανασάς (Αθήνα: Μεταίχμιο, 2006), σ. 123.
[2] Hannah Arendt, The Life of the Mind, ed. Mary McCarthy (New York: Harcourt, 1978), vol. 1: Thinking, σ. 216.
[3] Murray Bookchin, Επιστολή παραίτησης, Δημοκρατία και Φύση, τ.2, (Αθήνα: Στάχυ & Τόπος, Οκτώβριος 1996), σσ. 200-203.
[4] Σύμφωνα με τον Καστοριάδη, το κοινωνικό φαντασιακό είναι η δημιουργική ικανότητα και πράξη του ανώνυμου συλλογικού από τις οποίες πηγάζουν οι θεσμοί που ρυθμίζουν τη ζωή των ανθρώπων.
[5] Κορνήλιος Καστοριάδης, Χώροι του Ανθρώπου, μτφρ: Ζήσης Σαρίκας (Αθήνα: Ύψιλον, 1995), σ. 160.
[6] Κορνήλιος Καστοριάδης, Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, μτφρ: Σωτήρης Χαλικιάς, Γιούλη Σπαντιδάκη και Κώστας Σπαντιδάκης (Αθήνα: Ράππα, 1985), σ. 53.
[7] Κορνήλιος Καστοριάδης, Η άνοδος της ασημαντότητας, μτφρ: Κώστας Κουρεμένος (Αθήνα: Ύψιλον, 2000), σ. 160.
[8] Τέτα Παπαδοπούλου (επιμ.), Του Κορνήλιου Καστοριάδη: Είμαστε υπεύθυνοι για την ιστορία μας, (Αθήνα: Πόλις, Απρίλιος 2001), σ. 65.
[9] Κορνήλιος Καστοριάδης, Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, σ. 14.
[10] Ό.π., σσ. 148-149.
[11] Κορνήλιος Καστοριάδης, Χώροι του Ανθρώπου, σ. 171.
[12] Ό.π., σσ. 337-338.
[13] Ό.π., σ. 119.
[14] Ό.π. σσ. 163-164.
[15] Κορνήλιος Καστοριάδης, Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, σ. 238.
[16] Κορνήλιος Καστοριάδης, Η άνοδος της ασημαντότητας, σ. 259.
[17] Κορνήλιος Καστοριάδης, Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, σσ. 240-241.
[18] Ό.π., σ. 64.
[19] Ό.π., σ. 82.
[20] Κορνήλιος Καστοριάδης, Ο θρυμματισμένος κόσμος, μτφρ: Ζήσης Σαρίκας και Κώστας Σπαντιδάκης (Αθήνα: Ύψιλον, 1992), σ. 71.
[21] Κορνήλιος Καστοριάδης, Χώροι του Ανθρώπου, σ. 71.
[22] Παραπέμπω ενδεικτικά στην εισαγωγή της «μικρής» Λογικής, G.W.F. Hegel, The Encyclopaedia Logic: Part I of the Encyclopaedia of Philosophical Sciences, μτφρ: T.F.Geraets, W.A.Suchting, H.S.Harris (Indianapolis: Hackett, 1991). Επίσης, βλ. Stephen Houlgate, An introduction to Hegel: Freedom, Truth and History, (Blackwell, 2005), σσ. 26-47.
[23] Βλ. Murray Bookchin, The philosophy of social ecology: essays on dialectical naturalism, (Black Rose Books, 1996), σσ. 13-16.
[24] Κορνήλιος Καστοριάδης, Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, σ. 115.
[25] Ό.π., σ. 148.
[26] Κορνήλιος Καστοριάδης, Ο θρυμματισμένος κόσμος, σ. 78.
[27] Κορνήλιος Καστοριάδης, Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, σ. 516.
[28] Κορνήλιος Καστοριάδης, «Η κρίση του μαρξισμού και η κρίση της πολιτικής», Κοινωνίας και Φύση, τ. 2, (Αθήνα: Κοινωνία και Φύση, Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 1992), σσ. 235-236.
[29] Μαξ Χορκχάιμερ, Η έκλειψη του Λόγου, μτφρ: Θέμις Μίνογλου (Αθήνα: Κριτική, 1987), σ. 18 και σ. 37.
[30] Murray Bookchin, Ιστορία, Πολιτισμός και Πρόοδος: Περίγραμμα μιας Κριτικής του Σύγχρονου Σχετικισμού, μτφρ: Θοδωρής Βελισσάρης και Γεώργιος Δαρεμάς (Ιωάννινα: Ισνάφι, 2005), σσ. 67-68.
[31] Γ.Ι. Μανιάτης, Γ. Σαγκριώτης, Α.Α. Χρύσης (επιμ.): Herbert Marcuse: Κριτική, ουτοπία, απελευθέρωση, (Αθήνα: Στάχυ, 1999), σ. 290.
[32] Σε αντίθεση με τον Καστοριάδη που θεωρεί ισάξιες ως ανθρώπινες δυνατότητες, αυτή του να είναι κανείς Σωκράτης και την αντίστοιχη του να είναι κανείς Χάιντριχ. Βλ. Κορνήλιος Καστοριάδης, Η άνοδος της ασημαντότητας, σ. 143.
[33] Murray Bookchin, The philosophy of social ecology, σ. 21. Δική μου μετάφραση.
[34] Murray Bookchin, «Σχόλια για τη συνάντηση του Διεθνούς Δικτύου Κοινωνικής Οικολογίας και τη ‘βαθιά κοινωνική οικολογία’ του John Clark», Δημοκρατία και Φύση, τ.2, (Αθήνα: Στάχυ & Τόπος, Οκτώβριος 1996), σ.192.
[35] Ό.π.
[36] Οι οποίες πρόοδοι δεν ήταν φυσικά τελεολογικά προκαθορισμένες αλλά παρατηρήσιμες κατά την ιστορική τους ανάπτυξη. Μπορούμε σύμφωνα με τον Μπούκτσιν να δώσουμε στους υλικούς παράγοντες τη σημασία που τους αρμόζει χωρίς «να υποβιβάζουμε τις πολιτισμικές αλλαγές σε αυτόματα, και χωρίς να μιλούμε για μυστικιστικά ‘στάδια ανάπτυξης’».
[37] Murray Bookchin, Ιστορία, Πολιτισμός και Πρόοδος, σσ. 45-46 και σσ. 65-66.
[38] Murray Bookchin, «Σχόλια για τη συνάντηση του Διεθνούς Δικτύου Κοινωνικής Οικολογίας και τη ‘βαθιά κοινωνική οικολογία’ του John Clark», σ. 195.
[39] Εδώ βέβαια ο Καστοριάδης ακολουθεί μία συγκεκριμένη φιλοσοφική παράδοση: για την αλήθεια ως πρακτικό και όχι σχολαστικό ζήτημα δεν μπορούμε να μη στραφούμε στον Μαρξ – ή στον Καντ και τον συνακόλουθο γερμανικό ιδεαλισμό, για να πάμε ακόμα νωρίτερα.
[40] Murray Bookchin, Ιστορία, Πολιτισμός και Πρόοδος, σ. 70.
[41] Κορνήλιος Καστοριάδης, Χώροι του Ανθρώπου, σσ. 170-1.

Μια πολιτική διέξοδος από την κρίση

…ή από το Χάος των αγορών και του κράτους, στον Κόσμο της δημοκρατίας και του διαφωτισμού.


Η κρίση

Ενάντια στη δύναμη της επικαιρότητας, γνωρίζαμε ότι κρίση υπήρχε ήδη στην Ελλάδα και τον κόσμο. Δεν περιμέναμε τα δελτία ειδήσεων για να αντιληφθούμε την κρίση που συνέτριβε τους ανθρώπους και το φυσικό περιβάλλον. Οι τελευταίες εξελίξεις απλώς κατέστησαν ορατή την κρίση σε περισσότερους ανθρώπους, παράλληλα με την επέκταση των οικονομικών συμπτωμάτων της.

Απέναντι λοιπόν στην πρόσφατη εξάπλωση της συνειδητοποίησης της κρίσης, απλώνεται η απόλυτη ένδεια και ανεπάρκεια των προτάσεων για έξοδο απ’ αυτήν, που προβάλλονται τόσο από το κατεστημένο όσο και από την Αριστερά με την ευρεία έννοια. Στην ολότητά τους, τα σύγχρονα προβλήματα δεν είναι αμιγώς οικονομικά, ούτε απλώς ταξικά. Ένας ολόκληρος αιώνας στοχασμού, ο εικοστός, μένει στο περιθώριο και επιστρέφουμε σε απλοϊκές αναλύσεις και λύσεις. Για να αναφερθούμε σε λίγα μόνο παραδείγματα, οι στοχαστές της Σχολής της Φραγκφούρτης πάσχισαν να δείξουν ότι η σφαίρα του πολιτισμού και της κουλτούρας δεν είναι κομμάτι ενός υποτιθέμενου «εποικοδομήματος» αλλά βασικός πυλώνας για την αναπαραγωγή του σύγχρονου καπιταλισμού. Ο Καστοριάδης αγωνιζόταν να καταδείξει την έλλειψη νοήματος και την άνοδο της ασημαντότητας ως κέντρα της καπιταλιστικής κρίσης, ενώ ο Μπούκτσιν συχνά αποφαινόταν ότι ο καπιταλισμός, από οικονομία, έχει μετατραπεί σε κοινωνία, διαβρώνοντας κάθε πλευρά της κοινωνικής ζωής και τη σχέση της με τη Φύση. Όλα αυτά φαίνεται ότι ήταν για πολλούς που τα αναπαρήγαγαν λόγια του αέρα, κατάλληλα για φιλολογικές βραδιές, και τώρα που ήρθαν τα δύσκολα έπεσαν με τα μούτρα στον οικονομίστικο διάλογο που παρατηρούμε, περιχαρακωμένο από την πολιτική, την κοινωνία, τον πολιτισμό.

Είναι αναγκαίο να επισημάνουμε ότι τα οικονομικά δεινά της σύγχρονης εποχής οφείλονται κατά βάση στην ίδια τη δομή του καπιταλιστικού συστήματος, το οποίο είναι ικανό να αναπτύσσεται όσο αυξάνεται η οικονομική εκμετάλλευση των μισθωτών από το κεφάλαιο. Το ξεπέρασμα ωστόσο αυτών των δεινών δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τον τερματισμό της διαίρεσης κεφαλαίου-εργασίας. Άλλου είδους ιεραρχίες μπορούν να προκαλέσουν νέα δεινά ή ακόμα και να επιτρέψουν ξανά στις τάξεις να αναδυθούν. Επίσης, αυτό που συγκρατεί τις ταξικές διαφορές ως κυρίαρχες, παρόλο τον ανορθολογισμό τους και τον απάνθρωπο χαρακτήρα τους, δεν είναι μονάχα η ίδια η παραγωγική δομή αλλά το σύνολο των κατεστημένων κοινωνικών σχέσεων. Γι’ αυτό ο αγώνας για οικονομική ευημερία είναι αγώνας για κοινωνική ευημερία, για τερματισμό της εκμετάλλευσης αλλά και των υπόλοιπων ιεραρχικών θεσμών, υπέρ της δημοκρατίας. Βεβαίως, αυτή τη ρίζα των προβλημάτων δεν την αγγίζουν ούτε το σκληρό πακέτο των μέτρων, ούτε η στάση πληρωμών και η έξοδος από την ευρωζώνη που προτείνουν κάποιοι.



Η ανεπάρκεια των οικονομικών προτάσεων

Οι οικονομικές λύσεις είναι μέρος των προβλημάτων ενός κοινωνικού συστήματος που διαχώρισε την οικονομία από την πολιτική και την κοινωνία. Εμείς προτείνουμε πολιτικές λύσεις: δημοκρατία και έναν νέο διαφωτισμό. Ας δούμε όμως όλα αυτά λίγο πιο αναλυτικά, αναγκαζόμενοι εκ των συνθηκών να αναμετρηθούμε σε κάποιο βαθμό με το επίπεδο της τρέχουσας επιχειρηματολογίας.

Προς το παρόν στην Ελλάδα παρατηρούμε, σχηματικά, την εξής πόλωση: οι «συντηρητικές» δυνάμεις κατηγορούν για την κρίση το κράτος, τον διογκωμένο «δημόσιο» τομέα και την ευμάρεια που είχε πήλινα πόδια. Ξοδεύαμε περισσότερα απ’ όσα πραγματικά είχαμε. Οι «προοδευτικές» δυνάμεις κατηγορούν τις ανοιχτές αγορές, την ευρωζώνη και το κεφάλαιο που κέρδιζε τη μερίδα του λέοντος της κατ’ επίφαση ανάπτυξης και τώρα ρίχνει το βάρος των ευθυνών σ’ αυτούς που μάζευαν τα ψίχουλα της τεχνητής ευμάρειας, οι οποίοι και καλούνται να πληρώσουν τη νύφη.

Οι πρώτοι συστρατεύονται γύρω από τους σκληρούς όρους της «βοήθειας» από την Ε.Ε. και το Δ.Ν.Τ. Οι δεύτεροι επικεντρώνονται στη στάση πληρωμών, στη χρεοκοπία και την έξοδο από την ευρωζώνη. Έχουν δίκιο από την άποψη ότι η λύση των «συντηρητικών» θίγει κυρίως αυτούς που οφελήθηκαν λιγότερο από την κακοδιαχείριση του παρελθόντος, συχνά όμως παραλείπουν να επισημάνουν ότι και η δική τους λύση θα είναι πολύ επίπονη, ιδιαίτερα για τους αδύνατους, οι οποίοι πάντα υποφέρουν περισσότερο σε δύσκολες περιόδους.

Όπως συνέβαινε πάντα, η πλευρά του κατεστημένου εκφράζει μαζί με τα ολόκληρα ψέματα και μισές αλήθειες. Καλώς ή κακώς, αυτοί που εισηγούνται τα σκληρά μέτρα οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι ομολογούν και κάποιες παρόμοιες αλήθειες. Το τεράστιο χρέος και τα ελλείμματα της χώρας (εν καιρώ μάλιστα οικονομικής ανάπτυξης!) δεν εμφανίστηκαν από το πουθενά. Για πολλά χρόνια οι ελληνικές κυβερνήσεις μέχρι και παραποιούσαν τα στατιστικά στοιχεία της χώρας, μόνες ή με παρέα τύπου Goldman Sachs, για να συνεχίσουν να ξοδεύουν κατά βούληση. Να ξοδεύουν για το καλό της χώρας; Όχι. Για το καλό του κομματικού πελατειακού κράτους που είχαν δημιουργήσει. Βασικό μέλημα ήταν η εξασφάλιση των ψήφων που θα επέτρεπαν την ποθούμενη επανεκλογή, κάτι που αποδεικνύει και η έκρηξη της σπατάλης και της ανευθυνότητας όταν πλησίαζε το τέλος των τετραετιών και οι νέες εκλογές. Κριτήριο των δημοσίων δαπανών και πολιτικών δεν ήταν κάποιος ορθολογικός κοινωνικός στόχος αλλά το εύκολο βόλεμα. Το σύστημα βέβαια δημιουργεί σε όλους τους τομείς κατάλληλους ανθρωπολογικούς τύπους για τη διαιώνισή του. Μεγάλα μέρη του πληθυσμού της χώρας προσκολλήθηκαν στον σάπιο κεντρικό μηχανισμό επειδή αυτό φαινόταν η ευκολότερη λύση.

Όσοι συνεπώς προτείνουν στάση πληρωμών και έξοδο από την ευρωζώνη, εκτός του ότι συνήθως δεν συζητάνε τις άμεσες πολύ σοβαρές συνέπειες της χρεοκοπίας που επιδιώκουν, κάνουν μισή δουλειά και από την άποψη ότι δεν επισημαίνουν τον σημαντικό ρόλο που διαδραμάτισαν οι παραπάνω παράγοντες για την κατάσταση της οικονομίας, δηλαδή η σαπίλα του κομματικού κράτους, μαζί με την απόλυτη ανικανότητά του να υπερνικήσει τη φοροδιαφυγή, την οποία κατά βάση καλλιεργούσε.

Φυσικά, εντελώς υποκριτική είναι η στάση του συρφετού που καταγγέλλει μονόπλευρα αυτούς τους παράγοντες αγνοώντας: πρώτον, ότι τα μέτρα, τα οποία εισηγήθηκαν ευρωπαίοι επαγγελματίες πολιτικοί και υπερατλαντικοί τεχνοκράτες, άσχετοι με την ελληνική πραγματικότητα, είναι πολύ αμφίβολο ότι θα αποτρέψουν τη χρεοκοπία, παρά τις τεράστιες θυσίες που απαιτούν από τα μεσαία και κατώτερα στρώματα της χώρας. Ακόμα κι αν την αποτρέψουν τα μέτρα είναι, το λιγότερο, κοντόφθαλμα. Σ’ ένα παγκόσμιο περιβάλλον παραγωγικής στασιμότητας, με μοναδική διαφυγή για τα κεφάλαια την αδιέξοδη χρηματοπιστωτική σαπουνόφουσκα, ποιο μέλλον μπορεί να έχει η «ισχυρή» Ελλάδα; Όχι ότι το διεθνές σύστημα θα καταρρεύσει από μόνο του [1]. Απλά είναι καταδικασμένο να γεννά ανά τακτά διαστήματα σοβαρά προβλήματα και κρίσεις, τα οποία είναι εξαιρετικά δύσκολο να λυθούν ακόμα και για τους ισχυρότερους παίκτες του, πόσο μάλλον για την Ελλάδα.

Για να το πούμε περιφραστικά: η εφαρμογή των μέτρων μας οδηγεί, είτε σε μία ακόμα πιο επίπονη χρεοκοπία, είτε στη ζούγκλα των παγκόσμιων αγορών. Ο ανορθολογισμός των τελευταίων έγινε καταφανής: το ίδιο το σύστημα μας έσπρωχνε σ’ έναν άνευ προηγουμένου καταναλωτισμό και εύκολο δανεισμό, αναγκαίο για την αναπαραγωγή του, και τώρα έρχεται να μας μαλώσει επειδή αποδεχθήκαμε τον ρόλο που αυτό προωθούσε μέσα από την κουλτούρα της κατανάλωσης και της διαφήμισης!

Από την άλλη, από μόνη της η έμφαση στη στάση πληρωμών, στη χρεοκοπία και την έξοδο από την ευρωζώνη, ειδικά αν συνοδευτεί από κλείσιμο των συνόρων και τις οραματιζόμενες από κάποιους κρατικοποιήσεις τραπεζών, μπορεί να οδηγήσει: είτε σε ένα ακόμα πιο αποκρουστικό πελατειακό κράτος, από το οποίο θα κρέμονται όλο και περισσότερο οι εξαρτημένοι, αποκλειστικά πλέον απ’ αυτό, υπήκοοί του· είτε, στην χειρότερη περίπτωση, δεδομένου και του επιπέδου της ελληνικής κομμουνιστικής Αριστεράς και του σταλινισμού που τη χαρακτηρίζει, σε μία κοινωνία τύπου Βόρειας Κορέας, τηρουμένων των αναλογιών.[2]



Το ουσιαστικό πρόβλημα και η καταλληλότητα των συνθηκών για μια δημοκρατική προοπτική

Τόσο το κράτος όσο και οι αγορές έχουν ένα σοβαρό μειονέκτημα: δεν μπορούν να δουν πέρα από το συμφέρον της αναπαραγωγής τους, τις κοινωνικές και οικολογικές ανάγκες των πολιτών. Βασικός ανορθολογισμός τους είναι ότι θέλουν υποτιθέμενα να φροντίζουν για μας, χωρίς να λαμβάνουν πραγματικά υπόψη εμάς![3] Αυτός ο ανορθολογισμός, στις διάφορες εκδοχές του, οδήγησε, από τη μία, στην κατασπατάληση του δημοσίου πλούτου και σ’ έναν βλακώδη πολιτικό σχεδιασμό και, από την άλλη, στην αποδιάρθρωση της παραγωγικής δομής της χώρας και στη μετατροπή της σε τουριστικό θέρετρο και οικολογική χαβούζα –για να μη μιλήσουμε για την χρόνια ανεργία και φτώχεια. Απέναντι σ’ αυτόν τον ανορθολογισμό, τον οποίο δεν θίγουν ούτε τα νέα μέτρα ούτε και η στάση πληρωμών, προτάσσουμε τον συνειδητό έλεγχο της ζωής μας από μας τους ίδιους, δηλαδή τη δημοκρατία. Η τεράστια σημασία που έχει η αυτοσυνείδηση για τη δημοκρατία καθιστά σαφές ότι παράλληλα με οποιαδήποτε πολιτική λύση είναι αναγκαίος ένας νέος διαφωτισμός. Λύση είναι η συμμετοχή όλων στη δημόσια ζωή της χώρας, ο αληθινός διάλογος, η πλήρης ενημέρωση όλων από μέσα ελεγχόμενα από τους ίδιους τους πολίτες, η διαβούλευση και συναπόφαση σε δημοτικές και συνοικιακές συνελεύσεις που θα συνεργάζονται σε περιφερειακό και εθνικό επίπεδο. Τα αναπτυσσόμενα αντικοινοβουλευτικά αισθήματα που παρατηρούμε να αναπτύσσονται δυναμικά τελευταία μπορούν να γίνουν αφορμή για το πέρασμα στην πραγματική, άμεση δημοκρατία. Παρακάτω θα γίνουμε περισσότερο συγκεκριμένοι, μετά από κάποιες αναγκαίες επισημάνσεις.

Τι πολιτική προοπτική μπορεί να δοθεί στη δικαιολογημένη οργή απέναντι στην άθλια κατάσταση στην οποία έχουμε εισέλθει; Πρέπει να παραδεχθούμε αρχικά την αδυναμία των παραδοσιακών μέσων και αντιδράσεων. Οι μαζικές πορείες, αν και αναγκαίες καθώς διατρανώνουν την αντίθεση στις σχεδιαζόμενες πολιτικές, φουσκώνουν και ξεφουσκώνουν σαν κύματα που σκάνε στην ακτή και χάνονται. Είναι ευκαιρία για μια δημοκρατική, δημοτική και διαδημοτική προοπτική.

Δεν πρέπει να φοβόμαστε να προτείνουμε ριζικές λύσεις, ειδικά σε περιόδους σαν αυτή που διερχόμαστε. Η εξάπλωση της κρίσης κάνει τα άκρα να αναδύονται και τις στατιστικές να κλονίζονται. Για παράδειγμα, πάλαι ποτέ καθώς πρέπει «δημοκράτες» ρίχνουν τις μάσκες τους και προτείνουν αναστολή άρθρων του συντάγματος όσον αφορά τις διαδηλώσεις ή καταστολή της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών μέσω διαδικτύου[4]. Παράλληλα, όλο και περισσότεροι ανοίγουν τα αυτιά και τις καρδιές τους σε προοδευτικές ιδέες για τις οποίες, υπό κανονικές συνθήκες, θα αδιαφορούσαν.

Οι συνθήκες προσφέρονται για μία άλλου είδους στρατηγική. Με το σχέδιο «Καλλικράτης», το κράτος υφαρπάζει την τοπική εξουσία παραχωρώντας την σε ισχυρότερους κεντρικούς δήμους και περιφέρειες. Αυτός είναι ένας τρόπος να διευκολύνει τον κρατικό έλεγχο και τις μεταρρυθμίσεις υπέρ της επέλασης των αγορών. Πολλές τοπικές κοινωνίες δικαιολογημένα διαμαρτύρονται και αρχίζουν στοιχειωδώς να αντιλαμβάνονται το παιχνίδι που παίζεται εις βάρος τους. Ακόμα βέβαια δεν γίνεται συνείδηση (κι αυτό είναι το ζητούμενο) το γεγονός ότι η αναπαραγωγή του συστήματος σχετίζεται με την καταστροφή των υπολειμμάτων δημοσίου χώρου και, ουσιαστικά, με τη διάλυση της κοινωνίας και τη μετάθεση των αρμοδιοτήτων γι’ αυτήν σε ειδικούς και τεχνοκράτες. Το καρότο γι’ αυτήν την πολιτική είναι η ισχυροποίηση των νέων δήμων που διασώζονται, παράλληλα βέβαια με το μαστίγιο της ισχυροποίησης των περιφερειών που θα τους ελέγχουν.

Για να ανακεφαλαιώσουμε ως εδώ: οι «οικονομικές» λύσεις που προτείνονται δεν είναι πραγματικές λύσεις. Η χρεοκοπία πρέπει να αποφευχθεί, αλλά τα μέτρα που προτείνονται δεν το εξασφαλίζουν αυτό και, ακόμα κι αν το καταφέρουν, θα το καταφέρουν προσωρινά, και σύντομα η κοινωνία θα τεθεί αντιμέτωπη με παρόμοιες ή και χειρότερες προκλήσεις. Το πρόβλημα είναι ότι εγκαταλείπουμε τις μοίρες μας στις αγορές ή στους επαγγελματίες πολιτικούς, ζώντας απορροφημένοι στις μικροϋποθέσεις μας. Συνεπώς πρέπει άμεσα να δημιουργήσουμε τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την ανάκτηση του δημόσιου χώρου, και τον συνειδητό έλεγχο των κοινωνικών υποθέσεων από όλους. Οι συνθήκες είναι κατάλληλες λόγω της κρίσης συνείδησης που εξαπλώνεται, την οποία αν δεν εκμεταλλευτούμε εμείς μπορεί να εκμεταλλευτούν απεχθείς ψευτοσωτήρες. Η συγκυρία του «Καλλικράτη» είναι επίσης πρόσφορη, καθώς η αντίθεση σ’ αυτόν μπορεί να συντεθεί με την δημοκρατική προοπτική.



Η δημοκρατική διέξοδος

Η άμεση πολιτική διέξοδος που προτείνουμε για το αναδυόμενο κίνημα ενάντια στην υφιστάμενη κατάσταση, είναι η συμμετοχή στις επερχόμενες δημοτικές εκλογές του Νοέμβρη μ’ ένα συγκεκριμένο πλαίσιο: εάν οι τοπικές κινήσεις νικήσουν, τότε μεταφέρουν την πραγματική εξουσία από τον δήμαρχο και το συμβούλιο, στις νέες δημοτικές και συνοικιακές συνελεύσεις που θεσμίζονται άμεσα. Η εξουσία που κλέβει ο «Καλλικράτης», όχι μόνο αποκαθίσταται αλλά γίνεται πραγματική δημοκρατία αντί για δεσποτισμός μικρής κλίμακας, όπως έχουν καταντήσει οι δήμοι. Οι συνελεύσεις αυτές, μετά από ουσιαστική ενημέρωση και διαβούλευση, παίρνουν όλες τις σημαντικές αποφάσεις, μόνες τους για θέματα που αφορούν τις ίδιες, και σε συνεργασία με τις υπόλοιπες για ευρύτερου ενδιαφέροντος ζητήματα. Για καθαρά διαχειριστικά και διεκπεραιωτικά ζητήματα μπορούν να δημιουργούν υπόλογες και ανακλητές επιτροπές. Οι αποφάσεις των συνελεύσεων όμως, θα δεσμεύονται από το πλαίσιο με το οποίο θα έχει κατέβει στις εκλογές κάθε τοπική κίνηση. Το πλαίσιο αυτό θα έχει εγκριθεί από τις εκλογές, μετατρέποντάς τις τελευταίες σε δημοψήφισμα για την έγκρισή του πλαισίου αυτού, εξ ου και ο απαιτούμενος σεβασμός στα όρια που θέτει (το ότι θα έχει εγκριθεί σε μία δημοκρατική διαδικασία το πρόγραμμα αυτό αναιρεί και τις πιθανές ενστάσεις για τον «τεχνητό» και «από τα πάνω» χαρακτήρα του). Κατά την άποψή μας, σ’ αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να περιέχονται γενικές ελευθεριακές και δημοκρατικές αρχές που θα αντιμάχονται την οικονομική εκμετάλλευση και εξαθλίωση, τον ρατσισμό και τον σεξισμό, ενώ θα δίνουν έμφαση στην ανάπτυξη της τοπικής κοινωνίας και οικονομίας με τον δέοντα σεβασμό στα οικολογικά δεδομένα. Συγχρόνως, για την αποφυγή του τοπικισμού, θα πρέπει να προωθεί τη συνεργασία των δήμων και των συνελεύσεων και να προσβλέπει σε μία διαδημοτική δημοκρατική ένωση. Οι συντελεστές των κινήσεων που θα κατέβουν στις εκλογές θα συμμετέχουν στην πολιτική ζωή όπως όλοι, χωρίς προνόμια. Απλώς, για την τήρηση των προσχημάτων απέναντι στον νόμο, οι αποφάσεις που θα παίρνουν οι συνελεύσεις θα υλοποιούνται με την τυπική υπογραφή των, μονάχα στα χαρτιά, δημάρχων. Ενώ, παράλληλα, θα είναι υπεύθυνοι για τη μη παραβίαση του προαναφερθέντος πλαισίου. Ασφαλιστικές δικλείδες για πιθανά προβλήματα μπορούν να αναζητηθούν στην επιδίωξη εναλλαγής στη θέση του δημάρχου και στο δικαίωμα ανάκλησής του, ανάλογα με το τί επιτρέπει ο νόμος. Πάντα υπάρχει ο κίνδυνος της διαφθοράς, ακόμα και στα πιο αντιεξουσιαστικά κινήματα, αλλά δεν πρέπει μία μικρή πιθανότητα να μας αποτρέπει από το να δοκιμάσουμε κάτι σημαντικό.

Οι νέοι ελεύθεροι δήμοι, θα χρησιμοποιούσουν την οικονομική και πολιτική τους δύναμη για να εγκαινιάσουν μία μακρά επιμορφωτική, για όλους μας, διαδικασία. Μια εκπαιδευτική διαδικασία δημοκρατίας, γνώσης και διαβούλευσης, που θα θέτει η ίδια τους όρους της πραγμάτωσής της. Το κίνητρο για τη συμμετοχή στους νέους δημοκρατικούς θεσμούς θα είναι μεγάλο, καθώς οι αποφάσεις τους θα έχουν κάποιο αντίκρισμα στην πραγματική ζωή των ανθρώπων, ενώ συγχρόνως θα διανοίγουν όλο και σημαντικότερες δυνατότητες, μέσα από τη συνεργασία των απελευθερωμένων δήμων, και την προοπτική του ξεπεράσματος των ανορθολογισμών των αγορών και του κράτους σε μία δημοκρατία αυτοσυνείδησης και συνεργασίας.

Εντός του δημοτικού πεδίου μπορούν να συνυφανθούν συμφέροντα και επιδιώξεις της πλειοψηφίας, και να ξεπεραστούν όχι μόνο αποσπασματικά προβλήματα αλλά προβλήματα σύμφυτα με την κοινωνία και τον πολιτισμό στην ολότητά τους.

Συγχρόνως, μέσα στις δύσκολες οικονομικές συνθήκες που βιώνουμε, τα τοπικά κινήματα θα ενδυναμωθούν και θα σταθούν συμπαραστάτες στα θύματα της κρίσης, προωθώντας ελπίζουμε παράλληλα μία αλληλεγγύη και ηθική στην οικονομία, η οποία θα παραμερίσει τα ατομικά συμφέροντα. Τα τελευταία στρέφονται ενάντια στα ίδια τα άτομα που τα επιδιώκουν, παρ’ όλες τις ασυναρτησίες για το «αόρατο χέρι» της αγοράς, που εξισορροπεί τις ατομικές επιδιώξεις, που κάποιοι παραδόξως ακόμα αναμασούν. Τουλάχιστον, θα έχουν τεθεί οι απαραίτητες συνθήκες για την επικράτηση αυτής της δημοκρατικής και ηθικής νέας οικονομίας [5], που θα ελέγχεται από τους ίδιους τους πολίτες, εντός των κατάλληλων κοινωνικών και οικολογικών παραμέτρων. Κανείς δεν γνωρίζει τις ανάγκες και τις επιθυμίες μας, καθώς και τις αδυναμίες και τα ελαττώματά μας, καλύτερα από μας τους ίδιους. Γι’ αυτό εμείς πρέπει να κρατάμε τα ηνία της ζωής μας, και να είμαστε υπεύθυνοι γι’ αυτήν, ακόμα και για τα λάθη που πιθανώς θα συνοδεύσουν τις προσπάθειές μας.

Αυτό το κείμενο θέλουμε να αποτελέσει βάση συνάντησης και επικοινωνίας για να προσπαθήσουμε άμεσα να υλοποιήσουμε αυτό το πρόγραμμα σε όσο περισσότερους δήμους μπορούμε. Αυτή η συγκυρία αποτελεί άλλη μία ιστορική ευκαιρία για τις ελευθεριακές ιδέες και τη δημοκρατία. Μέσα σ’ ένα μεγάλο δημοκρατικό κίνημα θα τεθούν οι βάσεις για την αντιμετώπιση όλων των προβλημάτων, ακόμα και των οικονομικών, και στην οικοδόμησή του επικεντρώνουμε τις προσπάθειές μας. Μπροστά στον εκβιασμό των γεγονότων και την επιτακτικότητα των άμεσων λύσεων, απαντάμε ψύχραιμα: δημοκρατία και διαφωτισμός.

Κίνηση για τον Ελευθεριακό Δημοτισμό

—————————————————————————————————–

[1] Ακόμα και τα ολοένα σημαντικότερα «εξωτερικά όρια» που θέτει η οικολογική κρίση δεν μπορούν να οδηγήσουν από μόνα τους σε μία κατάρρευση του συστήματος, αλλά ίσως σε μία ολοκληρωτική παραλλαγή του.

[2] Υπάρχει κι ένα ήπιο κομμάτι της Αριστεράς που ζητάει αναδιανομή εισοδήματος υπέρ των εργαζομένων και επιβάρυνση του κεφαλαίου για την έξοδο από την κρίση. Αυτά τα αιτήματα δεν είναι λανθασμένα αλλά δεν είναι επίσης ενταγμένα σε κάποια απελευθερωτική προοπτική. Δεν θίγουν σε καμία περίπτωση το βασικό πρόβλημα ότι ζούμε μ’ έναν τρόπο που μας διαφεύγει, όπως έλεγε ένας γάλλος συγγραφέας. Κατά βάση οι εισηγητές τους μας καλούνε να ψηφίσουμε ένα κόμμα που αυτή τη φορά θα μας σώσει. Ποιοι θα επιβάλλουν αυτή την αναδιανομή και με ποιον τρόπο; Αυτά είναι ερωτήματα που αφήνουν χωρίς σοβαρή απάντηση.

[3] Ένα βασικό χαρακτηριστικό του κεφαλαίου και του κράτους, η ανάλυση του οποίου ξεφεύγει από τα όρια αυτού του κειμένου, είναι ότι τείνουν μακροπρόθεσμα να συνεργάζονται εις βάρος των τοπικών και κοινωνικών αναγκών, όπως καταδεικνύει η ίδια η ιστορία του καπιταλισμού.

[4] Βλ. για παράδειγμα τα σχόλια εδώ.

[5] Μιας οικονομίας δηλαδή που λειτουργεί σύμφωνα με τις αρχές: από τον καθένα σύμφωνα με τις δυνατότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του και που η ανάπτυξη του ενός έχει ως προϋπόθεση την ανάπτυξη όλων. Στόχοι που βέβαια απαιτούν βάθεμα της δημοκρατικής ζωής και ριζοσπαστικοποίησή της.

Νταντάδες αμέσου δράσεως με λίγη κόκα κόλα

Στο πρόγραμμα του τηλεοπτικού σταθμού «Σκάι», υπάρχουν δύο ριάλιτι εισαγόμενες εκπομπές που προβάλλονται η μία μετά την άλλη. Η «Νταντά
πρώτων βοηθειών»
και το «Εγώ ή ο Σκύλος». Και στις δύο εκπομπές, ειδικές «νταντάδες» επισκέπτονται οικογένειες που έχουν, στην μεν
πρώτη εκπομπή, πρόβλημα με την ανατροφή των παιδιών, στη δε δεύτερη, πρόβλημα με τη συνύπαρξη με τα κατοικίδια (κυρίως σκυλιά).

Αυτό που είναι σοκαριστικό είναι ότι οι δύο πρωταγωνίστριες νταντάδες χρησιμοποιούν εκπληκτικά παρόμοιες μεθόδους με αξιοσημείωτη επιτυχία, παρότι στην μεν πρώτη εκπομπή έχουμε να κάνουμε με παιδιά, ενώ στην
άλλη με σκυλιά. Βασικά ακολουθείται ένα μονοδιάστατο αυστηρό πρόγραμμα αμοιβών και τιμωριών, ανάλογα με τις συμπεριφορές που επιδιώκουμε ή θέλουμε να αποφύγουμε αντίστοιχα από τα παιδιά και τα σκυλιά.

Η Χάννα Άρεντ έλεγε ότι το πρόβλημα με τον συμπεριφορισμό (στον οποίο εντάσσονται οι τακτικές αυτών των νταντάδων) δεν είναι η εγκυρότητα των θεωρητικών προκείμενών του, αλλά το γεγονός ότι οι σύγχρονοι άνθρωποι έχουν καταντήσει κατάλληλοι για την εφαρμογή των μεθόδων του.

Δεν μπορώ να φανταστώ κοινωνία, στα χιλιάδες χρόνια σταδιοδρομίας της ανθρωπότητας, στην οποία οι άνθρωποι να χρειάζονται ειδικές οδηγίες σχετικά με το πώς να φερθούν στα παιδιά και στα κατοικίδιά τους. Η ίδια η κοινωνικοποίησή τους φρόντιζε αυτονόητα για κάτι τέτοιο.

Αυτό επιβεβαιώνει τις απόψεις του Καστοριάδη, που τόνιζε ως βαθύ σύμπτωμα της καπιταλιστικής κρίσης την ανικανότητα και έλλειψη νοήματος που χαρακτηρίζουν τη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου. Οι θεσμοί δηλαδή έχουν διαβρωθεί και η τρέχουσα κοινωνικοποίηση μάς εγκαταλείπει σ’ έναν κόσμο χωρίς συνοχή. Αυτό δεν σημαίνει ότι λύση θα ήταν η επιστροφή σε ιεραρχικές νοοτροπίες τύπου θρησκευτικής πίστης, οι οποίες προσέφεραν μία επιφανειακή συνοχή αλλά ταυτόχρονα και αλλοτρίωση. Όπως θα το έθετε ο Μπούκτσιν, άλλο πράγμα είναι η ατομική ηθικότητα, η οποία παίρνει συνήθως τη θρησκευτική αποξενωτική μορφή των δέκα εντολών, κι άλλο ο ηθικός κοινωνικός βίος, η ηθική συνυφασμένη με την πολιτική σ’ ένα κόσμο κοινωνικής ελευθερίας και δημοκρατίας.

Επιβεβαιώνουν οι εκπομπές αυτές και τις εκτιμήσεις του Μπούκτσιν για τον καπιταλισμό, όταν συμπέραινε ότι ο τελευταίος δεν είναι απλά μία «οικονομία», αλλά έχει γίνει «κοινωνία», διεισδύοντας διαβρωτικά σ’ όλες τις πτυχές του κοινωνικού βίου. Εξάλλου, δεν μαθαίνουμε απ’ αυτές ότι η αγάπη και ο σεβασμός είναι κάτι που «κερδίζουμε», κατά βάση «επενδύοντας» σε συναισθήματα και κανόνες;

Δεν θέλω να αμφισβητήσω τη βελτίωση της ζωής των οικογενειών αυτών από τις παρεμβάσεις των νταντάδων, όπως μας παρουσιάζεται μετά το απαραίτητο μοντάζ. Θυμίζω μόνο ότι, παρά το τί θα πίστευε η εκάστοτε Θάτσερ και οι όμοιοί της, η κοινωνία δεν αποτελείται από άτομα και οικογένειες. Ο κομφορμισμός και η τεχνητή προσαρμογή στο οποιοδήποτε μικροεπίπεδο, μεταθέτει συχνά τις συγκρούσεις και τις παθογένειες σε άλλα επίπεδα.

Για παράδειγμα, τα πειθήνια χαμόγελα και οι αγκαλιές μπροστά στην κάμερα δεν είναι άσχετα με τα πειθήνια χαμόγελα και τις υποκλίσεις μπροστά στις αγορές, στους επαγγελματίες πολιτικούς ή τους αξιωματικούς και στους κατεστημένους θεσμούς, ακόμα κι όταν αυτοί είναι εξόφθαλμα ανορθολογικοί.

Το μάθημα που μας προσφέρουν αυτές οι εκπομπές είναι η ιδεολογία μίας ελαστικής προσαρμογής σε οτιδήποτε υπάρχει, και όχι η αναζήτηση του έλλογου και η κοινωνική ελευθερία. Προσαρμογή σε οτιδήποτε εμπειρικό, και στους επιφανειακούς κανόνες του, καθώς αυτό που απλά υπάρχει μπροστά μας ντύνεται με τον μανδύα της αναγκαιότητας. Αυτός ο κόσμος είναι ο καλύτερος δυνατός, δεν αλλάζει, κοιτάξτε να προσαρμοστείτε.

Ακόμα και το επιτυχημένο σύμβολο του καπιταλιστικού κόσμου, η Κόκα Κόλα, μας το καταδεικνύει εμμέσως πλην σαφώς, όταν το πιο πρόσφατο διαφημιστικό της σλόγκαν λέει: «χρειαζόμαστε να απολαμβάνουμε
περισσότερο». Ακόμα και η ηδονή και η απόλαυση, εμβληματικές μεταξύ των ελευθέριων και των καλών, απορροφήθηκαν, σε πείσμα του Αριστοτέλη, από τα αναγκαία και τα χρήσιμα.

Θοδωρής Βελισσάρης