Κρίση και Αριστερά

Μέσα στον κυκεώνα ενός εξαντλητικού δημόσιου διάλογου, καταγράφω βιαστικά κάποιες σκέψεις για την κρίση και την απάντηση της Αριστεράς.

Με έχει εντυπωσιάσει όλη αυτήν την περίοδο η στάση του ΚΚΕ απέναντι στην κρίση. Κυρίως βέβαια μ’ έχει επηρεάσει αρνητικά: δεν προτείνει κανένα συγκεκριμένο μέτρο και στρατηγική απέναντι στην κρίση. Δεν μπορεί έτσι να προβάλλει βραχυπρόθεσμα αιτήματα ικανά να εμπνεύσουν ένα λαϊκό κίνημα, που να είναι συγχρόνως συμβατά με τους μακροπρόθεσμους στόχους του προγράμματός του. Λες και γίνεται, ως δια μαγείας, να φτάσει κανείς απευθείας στον σοσιαλισμό.

Ακόμα πιο σημαντικά, ο αφηρημένος στόχος της λαϊκής εξουσίας που προτείνει, δεν μπορώ παρά να εικάσω ότι σημαίνει την αναβίωση του αποκρουστικού σταλινικού κρατικού καπιταλισμού που ταλαιπώρησε τόσο όσους τον βίωσαν όσο και το αριστερό κίνημα σ’ όλον τον κόσμο. Αυτό μένει να καταλάβουμε από την εξύμνηση του Στάλιν στο τελευταίο συνέδριο του κόμματος και γενικότερα από τα όργανά του (παραδέχονται μόνο κάποια μικρά ασήμαντα λάθη…). Ο κρατικός καπιταλισμός, αυτός που καταχρηστικά ονομάστηκε «σοσιαλισμός» και «κομμουνισμός», δεν είχε μονάχα ένα απάνθρωπο και ολοκληρωτικό πρόσωπο πολιτικά, αλλά ακολούθησε ως έναν βαθμό οικονομικά τις εξελίξεις του διεθνούς καπιταλισμού και σε μεγάλο βαθμό τις κρίσεις του (μάλιστα η κρίση του «κρατικιστικού» μοντέλου καπιταλιστικής ανάπτυξης ήταν κοινή και στα δύο ψυχροπολεμικά μπλοκ).

Υπάρχει όμως και κάτι που παραδέχομαι ότι εκτιμώ στη στάση του ΚΚΕ. Αναγνωρίζει ότι, απέναντι στην κρίση, υπάρχουν συγκρουόμενα συμφέροντα μεταξύ των καπιταλιστών, και όχι μία κοινή γραμμή. Κάθε είδους διαχειριστικό μέτρο μπορεί να ωφελήσει κάποια τμήματα του κεφαλαίου. Υπάρχουν τέτοια τμήματα που κερδίζουν σήμερα από την εφαρμογή του μνημονίου. Και υπάρχουν άλλα τμήματα που θα κερδίσουν από μία χρεοκοπία, στάση πληρωμών, επιστροφή στη δραχμή, και πολλά άλλα μέτρα που προτείνει ως ριζοσπαστικά ένα κομμάτι της Αριστεράς.

Να λοιπόν που το ΚΚΕ κατανοεί ότι υπάρχουν ενδοκαπιταλιστικές συγκρούσεις. Σε άλλες περιπτώσεις βέβαια δεν το κατανοεί. Παράδειγμα είναι ο αφελής αντιαμερικανισμός των αναλύσεών του για τον παγκόσμιο ιμπεριαλισμό και ειδικά για τη μέση ανατολή. Εδώ ακολουθεί όλη σχεδόν η παραδοσιακή Αριστερά και τμήματα της ελευθεριακής. Η εισβολή στο Ιράκ για παράδειγμα αντιμετωπίζεται ως κοινή συνισταμένη των κατά φαντασία κοινών παγκόσμιων καπιταλιστικών συμφερόντων, χωρίς να αναγνωρίζονται οι ανταγωνισμοί μεταξύ Ε.Ε. και Η.Π.Α. που συνέβαλλαν σημαντικά στο ξέσπασμα της εισβολής αυτής. Παράλληλα υποβαθμίζεται ο ρόλος των αρχουσών τάξεων των χωρών που υφίστανται τη βία αυτή.
Έτσι υποβαθμίζεται και η ελληνική αστική τάξη σε κάποιες αναλύσεις. Μάλιστα πολλοί θα την ήθελαν προσωρινή σύμμαχο ενάντια στην ευρωπαϊκή ή παγκόσμια καπιταλιστική τάξη, μέχρι η χώρα να σταθεί υποτίθεται στα πόδια της. Τετριμμένα σλόγκαν δίνουν και παίρνουν: εθνικοποιήσεις τραπεζών, κρατική παρέμβαση, και άλλα πτώματα από τον σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας. Συνθήματα που θυμίζουν τις εποχές ενός «σοσιαλισμού σε μία χώρα», μιας αποτυχημένης περιόδου όπου τα συμφέροντα ενός έθνους-κράτους (ΕΣΣΔ) είχαν ταυτιστεί με τα συμφέροντα σύμπασας της ανθρωπότητας. Ενός κρατικού καπιταλισμού με απάνθρωπο πολιτικό πρόσωπο.

Τα συνθήματα βέβαια της κυρίαρχης πολιτικής δεν είναι λιγότερο αποκρουστικά, μάλλον είναι περισσότερο: συρρίκνωση εισοδημάτων και συντάξεων, ανεργία, ιδιωτικοποιήσεις, πανηγύρι στη ζούγκλα των ιδιωτικών συμφερόντων…
Ρητά τονίζω ότι δεν μπορούμε να ακολουθήσουμε κανέναν από τους κυρίαρχους δρόμους που προτείνονται, ούτε να μείνουμε στην παθητικότητα του ΚΚΕ. Η κρίση είναι καπιταλιστική και πρέπει να θέσουμε βραχυπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους συμβατούς με το ξεπέρασμα του ίδιου του καπιταλισμού από μια κοινωνία οργανωμένη σύμφωνα με τις αρχές της άμεσης δημοκρατίας και του ελευθεριακού σοσιαλισμού.

Σε κάθε γειτονιά πρέπει να δημιουργήσουμε λαϊκές συνελεύσεις στις οποίες να οργανωθεί η πλειοψηφία των πολιτών και να διεκδικήσουμε άμεσα μέτρα απέναντι στην κρίση. Από δίκαια τιμολόγια Δ.Ε.Η μέχρι δημοτικά παντοπωλεία για τους πιο αδύναμους (και σταδιακά για όλους), τα οποία να διαχειρίζονται οι ανοιχτές συνελεύσεις των πολιτών. Από τον έλεγχο του προϋπολογισμού των δήμων στον έλεγχο της απασχόλησης και σταδιακά στο σύνολο της οικονομίας. Πρέπει να επιχειρηθεί μια ανταπάντηση στην αναδιανομή του πλούτου υπέρ του κεφαλαίου, με ριζική αναδιανομή υπέρ της πλειοψηφίας (που ούτε ευθύνεται για την κρίση, ούτε είχε σημαντικά οφέλη από την καπιταλιστική ανάπτυξη που οδήγησε σ’ αυτήν). Για να έχουν ακόμη σημαντικότερα αποτελέσματα, οι κινητοποιήσεις σε συνοικίες και δήμους πρέπει να συντονιστούν πανελλαδικά (και σιγά σιγά πανευρωπαϊκά), προτάσσοντας έναν αγώνα και μία κοινωνική οργάνωση ριζικά διαφορετική απ’ αυτήν που ευθύνεται για τα σημερινά χάλια.

Μ’ αυτήν την έννοια το θέμα του μνημονίου δεν μπορεί να τεθεί από μας μ’ ένα ξερό υπέρ ή κατά. Είμαστε κατά του μνημονίου, αλλά και κατά των αρνητών του, στο μέτρο που μεταξύ τους μπορεί να βρει κανείς από δεξιούς λαϊκιστές τύπου Σαμαρά μέχρι απολογητές του κρατικού καπιταλισμού. Δεν μας ενδιαφέρει να αρνηθούμε μία αστική επιλογή διαχείρισης της κρίσης για να επιβληθεί κάποια άλλη. Μας ενδιαφέρει ωστόσο, και πολύ μάλιστα, οποιαδήποτε τέτοια επιλογή να αγωνιστούμε να μην παρθεί εις βάρος μας. Μ’ αυτήν την έννοια, οποιαδήποτε επιλογή του συστήματος σήμερα, μνημόνιο ή χρεοκοπία, θα χρειαστεί έναν αγώνα αναδιανομής σαν αυτόν που περιγράψαμε παραπάνω. Και μάλιστα, πρέπει ο αγώνας αυτός να τεθεί από τα κάτω ώστε να στοχεύσει και στην κοινωνία που επιθυμούμε (και όχι με το να ψηφίσουμε απλά ΣΥΡΙΖΑ ή ΣΥΝ, αναπαράγοντας μία πολιτική κουλτούρα που ευθύνεται επίσης για την κρίση – κάπου πρέπει να μπει κι ένα όριο στη δημαγωγική χρήση της άμεσης δημοκρατίας από κόμματα που κινούνται στον χώρο του παραδοσιακού κρατισμού).
Δημιουργώντας ένα αμεσοδημοκρατικό κίνημα δημιουργούμε τις προϋποθέσεις για μια άλλη εξουσία και μία ουσιαστική αντιμετώπιση της κρίσης. Εξάλλου, η καπιταλιστική κρίση έχει να κάνει με το σύνολο της κοινωνικής ζωής υπό τον καπιταλισμό, κάτι που ελάχιστα θίγουν όσοι προτείνουν χρεοκοπία.

Επειδή οι προτάσεις των τελευταίων παρουσιάζονται ως επαναστατικές, αξίζει λίγο να τις σχολιάσουμε. Υποτίθεται θα βγούμε από την ΕΕ, θα επαναφέρουμε τη δραχμή, θα την υποτιμήσουμε για να κάνουμε ανταγωνιστικά τα προϊόντα μας και να θεμελιώσουμε μια αυτοδύναμη ανάπτυξη. Καταρχάς: ανάπτυξη για ποιον; Για την εγχώρια αστική τάξη και τα τμήματα του διεθνούς κεφαλαίου που θα χειροκροτούσαν μια τέτοια επιλογή; Ή μήπως για ένα κρατικο-καπιταλιστικό απολίθωμα που θα δημιουργούσε νέες κοινωνικές ακαμψίες με εθνικοποιημένες τράπεζες και γραφειοκρατικά τέρατα; Να κάνουμε θυσίες για παρόμοιους λόγους; (Τώρα με το μνημόνιο βέβαια ήδη κάνουμε θυσίες χωρίς τέλος – και επίσης χωρίς διαφαινόμενο αποτέλεσμα εξόδου από την κρίση!). Επίσης, είναι αυτή η πρότασή μας και για τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες με παρόμοια προβλήματα; Να επιστρέψουν στα εθνικά νομίσματα και να τα υποτιμήσουν; Να στραφούμε δηλαδή όλοι εναντίον όλων;

Γιατί να μην είναι προτιμότερο αίτημα η δημοσιονομική, εκτός από νομισματική, ένωση και ο εκδημοκρατισμός των πολιτικών θεσμών της Ε.Ε.; «Δεν μεταρρυθμίζεται η Ε.Ε.» μας λένε. Ναι αλλά ούτε ο σοσιαλισμός χτίζεται σε μία χώρα, και μάλιστα με τις ανίερες συμμαχίες (μεταξύ κατά φαντασία «προλετάριων» και «αστών») που ήδη ζέχνουν ακόμα και στα χαρτιά. Κι αν δεν μεταρρυθμίζεται η Ε.Ε. ας χτίσουμε μια καινούρια, γιατί να επιστρέψουμε στο καβούκι μας;

Φυσικά κάθε εξέλιξη, όπως ήδη τόνισα, μπορεί να εξυπηρετεί τμήματα του κεφαλαίου. Γι’ αυτό οφείλουμε να στραφούμε σε πολιτική δουλειά που στοχεύει, από μικρά δημοκρατικά βήματα, απευθείας σε μια ελευθεριακή και δίκαιη κοινωνία. Εξάλλου, ο καπιταλισμός σήμερα είναι ένα σύστημα κοινωνικής κυριαρχίας, και η κρίσεις του είναι κρίσεις όλης της κοινωνίας. Πόσο φτωχά φαντάζουν απέναντι σ’ αυτήν την πραγματικότητα τα διάφορα μονοθεματικά σενάρια για κρατικούς καπιταλισμούς ή για απάνθρωπους φιλελευθερισμούς. Όπως απαξιώθηκε το πολιτικό σύστημα από τις πρόσφατες εκλογές, ας απαξιώσουν και οι αγώνες μας τη μονοδιάστατη κοινωνία. Είτε αυτή που υπάρχει και χτίζεται ήδη γύρω μας είτε αυτή που μας πασάρουν ως «ριζοσπαστική λύση», είναι το ίδιο ανυπόφορη.

Θοδωρής Βελισσάρης

Μια πολιτική διέξοδος από την κρίση

…ή από το Χάος των αγορών και του κράτους, στον Κόσμο της δημοκρατίας και του διαφωτισμού.


Η κρίση

Ενάντια στη δύναμη της επικαιρότητας, γνωρίζαμε ότι κρίση υπήρχε ήδη στην Ελλάδα και τον κόσμο. Δεν περιμέναμε τα δελτία ειδήσεων για να αντιληφθούμε την κρίση που συνέτριβε τους ανθρώπους και το φυσικό περιβάλλον. Οι τελευταίες εξελίξεις απλώς κατέστησαν ορατή την κρίση σε περισσότερους ανθρώπους, παράλληλα με την επέκταση των οικονομικών συμπτωμάτων της.

Απέναντι λοιπόν στην πρόσφατη εξάπλωση της συνειδητοποίησης της κρίσης, απλώνεται η απόλυτη ένδεια και ανεπάρκεια των προτάσεων για έξοδο απ’ αυτήν, που προβάλλονται τόσο από το κατεστημένο όσο και από την Αριστερά με την ευρεία έννοια. Στην ολότητά τους, τα σύγχρονα προβλήματα δεν είναι αμιγώς οικονομικά, ούτε απλώς ταξικά. Ένας ολόκληρος αιώνας στοχασμού, ο εικοστός, μένει στο περιθώριο και επιστρέφουμε σε απλοϊκές αναλύσεις και λύσεις. Για να αναφερθούμε σε λίγα μόνο παραδείγματα, οι στοχαστές της Σχολής της Φραγκφούρτης πάσχισαν να δείξουν ότι η σφαίρα του πολιτισμού και της κουλτούρας δεν είναι κομμάτι ενός υποτιθέμενου «εποικοδομήματος» αλλά βασικός πυλώνας για την αναπαραγωγή του σύγχρονου καπιταλισμού. Ο Καστοριάδης αγωνιζόταν να καταδείξει την έλλειψη νοήματος και την άνοδο της ασημαντότητας ως κέντρα της καπιταλιστικής κρίσης, ενώ ο Μπούκτσιν συχνά αποφαινόταν ότι ο καπιταλισμός, από οικονομία, έχει μετατραπεί σε κοινωνία, διαβρώνοντας κάθε πλευρά της κοινωνικής ζωής και τη σχέση της με τη Φύση. Όλα αυτά φαίνεται ότι ήταν για πολλούς που τα αναπαρήγαγαν λόγια του αέρα, κατάλληλα για φιλολογικές βραδιές, και τώρα που ήρθαν τα δύσκολα έπεσαν με τα μούτρα στον οικονομίστικο διάλογο που παρατηρούμε, περιχαρακωμένο από την πολιτική, την κοινωνία, τον πολιτισμό.

Είναι αναγκαίο να επισημάνουμε ότι τα οικονομικά δεινά της σύγχρονης εποχής οφείλονται κατά βάση στην ίδια τη δομή του καπιταλιστικού συστήματος, το οποίο είναι ικανό να αναπτύσσεται όσο αυξάνεται η οικονομική εκμετάλλευση των μισθωτών από το κεφάλαιο. Το ξεπέρασμα ωστόσο αυτών των δεινών δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τον τερματισμό της διαίρεσης κεφαλαίου-εργασίας. Άλλου είδους ιεραρχίες μπορούν να προκαλέσουν νέα δεινά ή ακόμα και να επιτρέψουν ξανά στις τάξεις να αναδυθούν. Επίσης, αυτό που συγκρατεί τις ταξικές διαφορές ως κυρίαρχες, παρόλο τον ανορθολογισμό τους και τον απάνθρωπο χαρακτήρα τους, δεν είναι μονάχα η ίδια η παραγωγική δομή αλλά το σύνολο των κατεστημένων κοινωνικών σχέσεων. Γι’ αυτό ο αγώνας για οικονομική ευημερία είναι αγώνας για κοινωνική ευημερία, για τερματισμό της εκμετάλλευσης αλλά και των υπόλοιπων ιεραρχικών θεσμών, υπέρ της δημοκρατίας. Βεβαίως, αυτή τη ρίζα των προβλημάτων δεν την αγγίζουν ούτε το σκληρό πακέτο των μέτρων, ούτε η στάση πληρωμών και η έξοδος από την ευρωζώνη που προτείνουν κάποιοι.



Η ανεπάρκεια των οικονομικών προτάσεων

Οι οικονομικές λύσεις είναι μέρος των προβλημάτων ενός κοινωνικού συστήματος που διαχώρισε την οικονομία από την πολιτική και την κοινωνία. Εμείς προτείνουμε πολιτικές λύσεις: δημοκρατία και έναν νέο διαφωτισμό. Ας δούμε όμως όλα αυτά λίγο πιο αναλυτικά, αναγκαζόμενοι εκ των συνθηκών να αναμετρηθούμε σε κάποιο βαθμό με το επίπεδο της τρέχουσας επιχειρηματολογίας.

Προς το παρόν στην Ελλάδα παρατηρούμε, σχηματικά, την εξής πόλωση: οι «συντηρητικές» δυνάμεις κατηγορούν για την κρίση το κράτος, τον διογκωμένο «δημόσιο» τομέα και την ευμάρεια που είχε πήλινα πόδια. Ξοδεύαμε περισσότερα απ’ όσα πραγματικά είχαμε. Οι «προοδευτικές» δυνάμεις κατηγορούν τις ανοιχτές αγορές, την ευρωζώνη και το κεφάλαιο που κέρδιζε τη μερίδα του λέοντος της κατ’ επίφαση ανάπτυξης και τώρα ρίχνει το βάρος των ευθυνών σ’ αυτούς που μάζευαν τα ψίχουλα της τεχνητής ευμάρειας, οι οποίοι και καλούνται να πληρώσουν τη νύφη.

Οι πρώτοι συστρατεύονται γύρω από τους σκληρούς όρους της «βοήθειας» από την Ε.Ε. και το Δ.Ν.Τ. Οι δεύτεροι επικεντρώνονται στη στάση πληρωμών, στη χρεοκοπία και την έξοδο από την ευρωζώνη. Έχουν δίκιο από την άποψη ότι η λύση των «συντηρητικών» θίγει κυρίως αυτούς που οφελήθηκαν λιγότερο από την κακοδιαχείριση του παρελθόντος, συχνά όμως παραλείπουν να επισημάνουν ότι και η δική τους λύση θα είναι πολύ επίπονη, ιδιαίτερα για τους αδύνατους, οι οποίοι πάντα υποφέρουν περισσότερο σε δύσκολες περιόδους.

Όπως συνέβαινε πάντα, η πλευρά του κατεστημένου εκφράζει μαζί με τα ολόκληρα ψέματα και μισές αλήθειες. Καλώς ή κακώς, αυτοί που εισηγούνται τα σκληρά μέτρα οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι ομολογούν και κάποιες παρόμοιες αλήθειες. Το τεράστιο χρέος και τα ελλείμματα της χώρας (εν καιρώ μάλιστα οικονομικής ανάπτυξης!) δεν εμφανίστηκαν από το πουθενά. Για πολλά χρόνια οι ελληνικές κυβερνήσεις μέχρι και παραποιούσαν τα στατιστικά στοιχεία της χώρας, μόνες ή με παρέα τύπου Goldman Sachs, για να συνεχίσουν να ξοδεύουν κατά βούληση. Να ξοδεύουν για το καλό της χώρας; Όχι. Για το καλό του κομματικού πελατειακού κράτους που είχαν δημιουργήσει. Βασικό μέλημα ήταν η εξασφάλιση των ψήφων που θα επέτρεπαν την ποθούμενη επανεκλογή, κάτι που αποδεικνύει και η έκρηξη της σπατάλης και της ανευθυνότητας όταν πλησίαζε το τέλος των τετραετιών και οι νέες εκλογές. Κριτήριο των δημοσίων δαπανών και πολιτικών δεν ήταν κάποιος ορθολογικός κοινωνικός στόχος αλλά το εύκολο βόλεμα. Το σύστημα βέβαια δημιουργεί σε όλους τους τομείς κατάλληλους ανθρωπολογικούς τύπους για τη διαιώνισή του. Μεγάλα μέρη του πληθυσμού της χώρας προσκολλήθηκαν στον σάπιο κεντρικό μηχανισμό επειδή αυτό φαινόταν η ευκολότερη λύση.

Όσοι συνεπώς προτείνουν στάση πληρωμών και έξοδο από την ευρωζώνη, εκτός του ότι συνήθως δεν συζητάνε τις άμεσες πολύ σοβαρές συνέπειες της χρεοκοπίας που επιδιώκουν, κάνουν μισή δουλειά και από την άποψη ότι δεν επισημαίνουν τον σημαντικό ρόλο που διαδραμάτισαν οι παραπάνω παράγοντες για την κατάσταση της οικονομίας, δηλαδή η σαπίλα του κομματικού κράτους, μαζί με την απόλυτη ανικανότητά του να υπερνικήσει τη φοροδιαφυγή, την οποία κατά βάση καλλιεργούσε.

Φυσικά, εντελώς υποκριτική είναι η στάση του συρφετού που καταγγέλλει μονόπλευρα αυτούς τους παράγοντες αγνοώντας: πρώτον, ότι τα μέτρα, τα οποία εισηγήθηκαν ευρωπαίοι επαγγελματίες πολιτικοί και υπερατλαντικοί τεχνοκράτες, άσχετοι με την ελληνική πραγματικότητα, είναι πολύ αμφίβολο ότι θα αποτρέψουν τη χρεοκοπία, παρά τις τεράστιες θυσίες που απαιτούν από τα μεσαία και κατώτερα στρώματα της χώρας. Ακόμα κι αν την αποτρέψουν τα μέτρα είναι, το λιγότερο, κοντόφθαλμα. Σ’ ένα παγκόσμιο περιβάλλον παραγωγικής στασιμότητας, με μοναδική διαφυγή για τα κεφάλαια την αδιέξοδη χρηματοπιστωτική σαπουνόφουσκα, ποιο μέλλον μπορεί να έχει η «ισχυρή» Ελλάδα; Όχι ότι το διεθνές σύστημα θα καταρρεύσει από μόνο του [1]. Απλά είναι καταδικασμένο να γεννά ανά τακτά διαστήματα σοβαρά προβλήματα και κρίσεις, τα οποία είναι εξαιρετικά δύσκολο να λυθούν ακόμα και για τους ισχυρότερους παίκτες του, πόσο μάλλον για την Ελλάδα.

Για να το πούμε περιφραστικά: η εφαρμογή των μέτρων μας οδηγεί, είτε σε μία ακόμα πιο επίπονη χρεοκοπία, είτε στη ζούγκλα των παγκόσμιων αγορών. Ο ανορθολογισμός των τελευταίων έγινε καταφανής: το ίδιο το σύστημα μας έσπρωχνε σ’ έναν άνευ προηγουμένου καταναλωτισμό και εύκολο δανεισμό, αναγκαίο για την αναπαραγωγή του, και τώρα έρχεται να μας μαλώσει επειδή αποδεχθήκαμε τον ρόλο που αυτό προωθούσε μέσα από την κουλτούρα της κατανάλωσης και της διαφήμισης!

Από την άλλη, από μόνη της η έμφαση στη στάση πληρωμών, στη χρεοκοπία και την έξοδο από την ευρωζώνη, ειδικά αν συνοδευτεί από κλείσιμο των συνόρων και τις οραματιζόμενες από κάποιους κρατικοποιήσεις τραπεζών, μπορεί να οδηγήσει: είτε σε ένα ακόμα πιο αποκρουστικό πελατειακό κράτος, από το οποίο θα κρέμονται όλο και περισσότερο οι εξαρτημένοι, αποκλειστικά πλέον απ’ αυτό, υπήκοοί του· είτε, στην χειρότερη περίπτωση, δεδομένου και του επιπέδου της ελληνικής κομμουνιστικής Αριστεράς και του σταλινισμού που τη χαρακτηρίζει, σε μία κοινωνία τύπου Βόρειας Κορέας, τηρουμένων των αναλογιών.[2]



Το ουσιαστικό πρόβλημα και η καταλληλότητα των συνθηκών για μια δημοκρατική προοπτική

Τόσο το κράτος όσο και οι αγορές έχουν ένα σοβαρό μειονέκτημα: δεν μπορούν να δουν πέρα από το συμφέρον της αναπαραγωγής τους, τις κοινωνικές και οικολογικές ανάγκες των πολιτών. Βασικός ανορθολογισμός τους είναι ότι θέλουν υποτιθέμενα να φροντίζουν για μας, χωρίς να λαμβάνουν πραγματικά υπόψη εμάς![3] Αυτός ο ανορθολογισμός, στις διάφορες εκδοχές του, οδήγησε, από τη μία, στην κατασπατάληση του δημοσίου πλούτου και σ’ έναν βλακώδη πολιτικό σχεδιασμό και, από την άλλη, στην αποδιάρθρωση της παραγωγικής δομής της χώρας και στη μετατροπή της σε τουριστικό θέρετρο και οικολογική χαβούζα –για να μη μιλήσουμε για την χρόνια ανεργία και φτώχεια. Απέναντι σ’ αυτόν τον ανορθολογισμό, τον οποίο δεν θίγουν ούτε τα νέα μέτρα ούτε και η στάση πληρωμών, προτάσσουμε τον συνειδητό έλεγχο της ζωής μας από μας τους ίδιους, δηλαδή τη δημοκρατία. Η τεράστια σημασία που έχει η αυτοσυνείδηση για τη δημοκρατία καθιστά σαφές ότι παράλληλα με οποιαδήποτε πολιτική λύση είναι αναγκαίος ένας νέος διαφωτισμός. Λύση είναι η συμμετοχή όλων στη δημόσια ζωή της χώρας, ο αληθινός διάλογος, η πλήρης ενημέρωση όλων από μέσα ελεγχόμενα από τους ίδιους τους πολίτες, η διαβούλευση και συναπόφαση σε δημοτικές και συνοικιακές συνελεύσεις που θα συνεργάζονται σε περιφερειακό και εθνικό επίπεδο. Τα αναπτυσσόμενα αντικοινοβουλευτικά αισθήματα που παρατηρούμε να αναπτύσσονται δυναμικά τελευταία μπορούν να γίνουν αφορμή για το πέρασμα στην πραγματική, άμεση δημοκρατία. Παρακάτω θα γίνουμε περισσότερο συγκεκριμένοι, μετά από κάποιες αναγκαίες επισημάνσεις.

Τι πολιτική προοπτική μπορεί να δοθεί στη δικαιολογημένη οργή απέναντι στην άθλια κατάσταση στην οποία έχουμε εισέλθει; Πρέπει να παραδεχθούμε αρχικά την αδυναμία των παραδοσιακών μέσων και αντιδράσεων. Οι μαζικές πορείες, αν και αναγκαίες καθώς διατρανώνουν την αντίθεση στις σχεδιαζόμενες πολιτικές, φουσκώνουν και ξεφουσκώνουν σαν κύματα που σκάνε στην ακτή και χάνονται. Είναι ευκαιρία για μια δημοκρατική, δημοτική και διαδημοτική προοπτική.

Δεν πρέπει να φοβόμαστε να προτείνουμε ριζικές λύσεις, ειδικά σε περιόδους σαν αυτή που διερχόμαστε. Η εξάπλωση της κρίσης κάνει τα άκρα να αναδύονται και τις στατιστικές να κλονίζονται. Για παράδειγμα, πάλαι ποτέ καθώς πρέπει «δημοκράτες» ρίχνουν τις μάσκες τους και προτείνουν αναστολή άρθρων του συντάγματος όσον αφορά τις διαδηλώσεις ή καταστολή της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών μέσω διαδικτύου[4]. Παράλληλα, όλο και περισσότεροι ανοίγουν τα αυτιά και τις καρδιές τους σε προοδευτικές ιδέες για τις οποίες, υπό κανονικές συνθήκες, θα αδιαφορούσαν.

Οι συνθήκες προσφέρονται για μία άλλου είδους στρατηγική. Με το σχέδιο «Καλλικράτης», το κράτος υφαρπάζει την τοπική εξουσία παραχωρώντας την σε ισχυρότερους κεντρικούς δήμους και περιφέρειες. Αυτός είναι ένας τρόπος να διευκολύνει τον κρατικό έλεγχο και τις μεταρρυθμίσεις υπέρ της επέλασης των αγορών. Πολλές τοπικές κοινωνίες δικαιολογημένα διαμαρτύρονται και αρχίζουν στοιχειωδώς να αντιλαμβάνονται το παιχνίδι που παίζεται εις βάρος τους. Ακόμα βέβαια δεν γίνεται συνείδηση (κι αυτό είναι το ζητούμενο) το γεγονός ότι η αναπαραγωγή του συστήματος σχετίζεται με την καταστροφή των υπολειμμάτων δημοσίου χώρου και, ουσιαστικά, με τη διάλυση της κοινωνίας και τη μετάθεση των αρμοδιοτήτων γι’ αυτήν σε ειδικούς και τεχνοκράτες. Το καρότο γι’ αυτήν την πολιτική είναι η ισχυροποίηση των νέων δήμων που διασώζονται, παράλληλα βέβαια με το μαστίγιο της ισχυροποίησης των περιφερειών που θα τους ελέγχουν.

Για να ανακεφαλαιώσουμε ως εδώ: οι «οικονομικές» λύσεις που προτείνονται δεν είναι πραγματικές λύσεις. Η χρεοκοπία πρέπει να αποφευχθεί, αλλά τα μέτρα που προτείνονται δεν το εξασφαλίζουν αυτό και, ακόμα κι αν το καταφέρουν, θα το καταφέρουν προσωρινά, και σύντομα η κοινωνία θα τεθεί αντιμέτωπη με παρόμοιες ή και χειρότερες προκλήσεις. Το πρόβλημα είναι ότι εγκαταλείπουμε τις μοίρες μας στις αγορές ή στους επαγγελματίες πολιτικούς, ζώντας απορροφημένοι στις μικροϋποθέσεις μας. Συνεπώς πρέπει άμεσα να δημιουργήσουμε τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την ανάκτηση του δημόσιου χώρου, και τον συνειδητό έλεγχο των κοινωνικών υποθέσεων από όλους. Οι συνθήκες είναι κατάλληλες λόγω της κρίσης συνείδησης που εξαπλώνεται, την οποία αν δεν εκμεταλλευτούμε εμείς μπορεί να εκμεταλλευτούν απεχθείς ψευτοσωτήρες. Η συγκυρία του «Καλλικράτη» είναι επίσης πρόσφορη, καθώς η αντίθεση σ’ αυτόν μπορεί να συντεθεί με την δημοκρατική προοπτική.



Η δημοκρατική διέξοδος

Η άμεση πολιτική διέξοδος που προτείνουμε για το αναδυόμενο κίνημα ενάντια στην υφιστάμενη κατάσταση, είναι η συμμετοχή στις επερχόμενες δημοτικές εκλογές του Νοέμβρη μ’ ένα συγκεκριμένο πλαίσιο: εάν οι τοπικές κινήσεις νικήσουν, τότε μεταφέρουν την πραγματική εξουσία από τον δήμαρχο και το συμβούλιο, στις νέες δημοτικές και συνοικιακές συνελεύσεις που θεσμίζονται άμεσα. Η εξουσία που κλέβει ο «Καλλικράτης», όχι μόνο αποκαθίσταται αλλά γίνεται πραγματική δημοκρατία αντί για δεσποτισμός μικρής κλίμακας, όπως έχουν καταντήσει οι δήμοι. Οι συνελεύσεις αυτές, μετά από ουσιαστική ενημέρωση και διαβούλευση, παίρνουν όλες τις σημαντικές αποφάσεις, μόνες τους για θέματα που αφορούν τις ίδιες, και σε συνεργασία με τις υπόλοιπες για ευρύτερου ενδιαφέροντος ζητήματα. Για καθαρά διαχειριστικά και διεκπεραιωτικά ζητήματα μπορούν να δημιουργούν υπόλογες και ανακλητές επιτροπές. Οι αποφάσεις των συνελεύσεων όμως, θα δεσμεύονται από το πλαίσιο με το οποίο θα έχει κατέβει στις εκλογές κάθε τοπική κίνηση. Το πλαίσιο αυτό θα έχει εγκριθεί από τις εκλογές, μετατρέποντάς τις τελευταίες σε δημοψήφισμα για την έγκρισή του πλαισίου αυτού, εξ ου και ο απαιτούμενος σεβασμός στα όρια που θέτει (το ότι θα έχει εγκριθεί σε μία δημοκρατική διαδικασία το πρόγραμμα αυτό αναιρεί και τις πιθανές ενστάσεις για τον «τεχνητό» και «από τα πάνω» χαρακτήρα του). Κατά την άποψή μας, σ’ αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να περιέχονται γενικές ελευθεριακές και δημοκρατικές αρχές που θα αντιμάχονται την οικονομική εκμετάλλευση και εξαθλίωση, τον ρατσισμό και τον σεξισμό, ενώ θα δίνουν έμφαση στην ανάπτυξη της τοπικής κοινωνίας και οικονομίας με τον δέοντα σεβασμό στα οικολογικά δεδομένα. Συγχρόνως, για την αποφυγή του τοπικισμού, θα πρέπει να προωθεί τη συνεργασία των δήμων και των συνελεύσεων και να προσβλέπει σε μία διαδημοτική δημοκρατική ένωση. Οι συντελεστές των κινήσεων που θα κατέβουν στις εκλογές θα συμμετέχουν στην πολιτική ζωή όπως όλοι, χωρίς προνόμια. Απλώς, για την τήρηση των προσχημάτων απέναντι στον νόμο, οι αποφάσεις που θα παίρνουν οι συνελεύσεις θα υλοποιούνται με την τυπική υπογραφή των, μονάχα στα χαρτιά, δημάρχων. Ενώ, παράλληλα, θα είναι υπεύθυνοι για τη μη παραβίαση του προαναφερθέντος πλαισίου. Ασφαλιστικές δικλείδες για πιθανά προβλήματα μπορούν να αναζητηθούν στην επιδίωξη εναλλαγής στη θέση του δημάρχου και στο δικαίωμα ανάκλησής του, ανάλογα με το τί επιτρέπει ο νόμος. Πάντα υπάρχει ο κίνδυνος της διαφθοράς, ακόμα και στα πιο αντιεξουσιαστικά κινήματα, αλλά δεν πρέπει μία μικρή πιθανότητα να μας αποτρέπει από το να δοκιμάσουμε κάτι σημαντικό.

Οι νέοι ελεύθεροι δήμοι, θα χρησιμοποιούσουν την οικονομική και πολιτική τους δύναμη για να εγκαινιάσουν μία μακρά επιμορφωτική, για όλους μας, διαδικασία. Μια εκπαιδευτική διαδικασία δημοκρατίας, γνώσης και διαβούλευσης, που θα θέτει η ίδια τους όρους της πραγμάτωσής της. Το κίνητρο για τη συμμετοχή στους νέους δημοκρατικούς θεσμούς θα είναι μεγάλο, καθώς οι αποφάσεις τους θα έχουν κάποιο αντίκρισμα στην πραγματική ζωή των ανθρώπων, ενώ συγχρόνως θα διανοίγουν όλο και σημαντικότερες δυνατότητες, μέσα από τη συνεργασία των απελευθερωμένων δήμων, και την προοπτική του ξεπεράσματος των ανορθολογισμών των αγορών και του κράτους σε μία δημοκρατία αυτοσυνείδησης και συνεργασίας.

Εντός του δημοτικού πεδίου μπορούν να συνυφανθούν συμφέροντα και επιδιώξεις της πλειοψηφίας, και να ξεπεραστούν όχι μόνο αποσπασματικά προβλήματα αλλά προβλήματα σύμφυτα με την κοινωνία και τον πολιτισμό στην ολότητά τους.

Συγχρόνως, μέσα στις δύσκολες οικονομικές συνθήκες που βιώνουμε, τα τοπικά κινήματα θα ενδυναμωθούν και θα σταθούν συμπαραστάτες στα θύματα της κρίσης, προωθώντας ελπίζουμε παράλληλα μία αλληλεγγύη και ηθική στην οικονομία, η οποία θα παραμερίσει τα ατομικά συμφέροντα. Τα τελευταία στρέφονται ενάντια στα ίδια τα άτομα που τα επιδιώκουν, παρ’ όλες τις ασυναρτησίες για το «αόρατο χέρι» της αγοράς, που εξισορροπεί τις ατομικές επιδιώξεις, που κάποιοι παραδόξως ακόμα αναμασούν. Τουλάχιστον, θα έχουν τεθεί οι απαραίτητες συνθήκες για την επικράτηση αυτής της δημοκρατικής και ηθικής νέας οικονομίας [5], που θα ελέγχεται από τους ίδιους τους πολίτες, εντός των κατάλληλων κοινωνικών και οικολογικών παραμέτρων. Κανείς δεν γνωρίζει τις ανάγκες και τις επιθυμίες μας, καθώς και τις αδυναμίες και τα ελαττώματά μας, καλύτερα από μας τους ίδιους. Γι’ αυτό εμείς πρέπει να κρατάμε τα ηνία της ζωής μας, και να είμαστε υπεύθυνοι γι’ αυτήν, ακόμα και για τα λάθη που πιθανώς θα συνοδεύσουν τις προσπάθειές μας.

Αυτό το κείμενο θέλουμε να αποτελέσει βάση συνάντησης και επικοινωνίας για να προσπαθήσουμε άμεσα να υλοποιήσουμε αυτό το πρόγραμμα σε όσο περισσότερους δήμους μπορούμε. Αυτή η συγκυρία αποτελεί άλλη μία ιστορική ευκαιρία για τις ελευθεριακές ιδέες και τη δημοκρατία. Μέσα σ’ ένα μεγάλο δημοκρατικό κίνημα θα τεθούν οι βάσεις για την αντιμετώπιση όλων των προβλημάτων, ακόμα και των οικονομικών, και στην οικοδόμησή του επικεντρώνουμε τις προσπάθειές μας. Μπροστά στον εκβιασμό των γεγονότων και την επιτακτικότητα των άμεσων λύσεων, απαντάμε ψύχραιμα: δημοκρατία και διαφωτισμός.

Κίνηση για τον Ελευθεριακό Δημοτισμό

—————————————————————————————————–

[1] Ακόμα και τα ολοένα σημαντικότερα «εξωτερικά όρια» που θέτει η οικολογική κρίση δεν μπορούν να οδηγήσουν από μόνα τους σε μία κατάρρευση του συστήματος, αλλά ίσως σε μία ολοκληρωτική παραλλαγή του.

[2] Υπάρχει κι ένα ήπιο κομμάτι της Αριστεράς που ζητάει αναδιανομή εισοδήματος υπέρ των εργαζομένων και επιβάρυνση του κεφαλαίου για την έξοδο από την κρίση. Αυτά τα αιτήματα δεν είναι λανθασμένα αλλά δεν είναι επίσης ενταγμένα σε κάποια απελευθερωτική προοπτική. Δεν θίγουν σε καμία περίπτωση το βασικό πρόβλημα ότι ζούμε μ’ έναν τρόπο που μας διαφεύγει, όπως έλεγε ένας γάλλος συγγραφέας. Κατά βάση οι εισηγητές τους μας καλούνε να ψηφίσουμε ένα κόμμα που αυτή τη φορά θα μας σώσει. Ποιοι θα επιβάλλουν αυτή την αναδιανομή και με ποιον τρόπο; Αυτά είναι ερωτήματα που αφήνουν χωρίς σοβαρή απάντηση.

[3] Ένα βασικό χαρακτηριστικό του κεφαλαίου και του κράτους, η ανάλυση του οποίου ξεφεύγει από τα όρια αυτού του κειμένου, είναι ότι τείνουν μακροπρόθεσμα να συνεργάζονται εις βάρος των τοπικών και κοινωνικών αναγκών, όπως καταδεικνύει η ίδια η ιστορία του καπιταλισμού.

[4] Βλ. για παράδειγμα τα σχόλια εδώ.

[5] Μιας οικονομίας δηλαδή που λειτουργεί σύμφωνα με τις αρχές: από τον καθένα σύμφωνα με τις δυνατότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του και που η ανάπτυξη του ενός έχει ως προϋπόθεση την ανάπτυξη όλων. Στόχοι που βέβαια απαιτούν βάθεμα της δημοκρατικής ζωής και ριζοσπαστικοποίησή της.