Η αναγκαιότητα μιας στρατηγικής αναδιάρθρωσης τού Δημοσίου Χρέους


του Γ. Δαρεμά*

Η οικονομική και κοινωνική πολιτική που ακολουθεί η Ελληνική κυβέρνηση δεν είναι προϊόν αυθαιρεσίας ούτε η πραγμάτωση των προ-εκλογικά υπεσχημένων αλλά η κατά γράμμα υλοποίηση των συμφωνηθέντων με την Ευρωπαϊκή Ένωση, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο βάσει των μνημονίων που έχουν συνυπογραφεί.

Η ενδελεχής μελέτη των ντοκουμέντων αποτελεί πρώτιστο πολιτικό καθήκον καθώς παρουσιάζει ανάγλυφα το τι μέλλει γενέσθαι τα επόμενα χρόνια. Προστατεύει επίσης τον σκεπτόμενο πολίτη από βεβιασμένες και ατεκμηρίωτες απόψεις που απορρέουν από την ευρεία παραπληροφόρηση που διαχέεται από το κομματικά μεροληπτικό ιδιωτικό και δημόσιο σύστημα μαζικής επικοινωνίας. Παρέχει επίσης ένα χρονοδιάγραμμα υιοθέτησης των συμφωνηθέντων μέτρων και των δομικών μεταρρυθμίσεων, η χρονική αλληλουχία των οποίων είναι ανεξάρτητη από τον πολιτικό κύκλο, και συνεπώς των κρίσιμων περιόδων κατά τις οποίες θα έχουμε συμπύκνωση των κοινωνικών επιπτώσεων και των συνακόλουθων αντιδράσεων και κινητοποιήσεων.

Στο παρόν κείμενο θα αναφερθούμε στη δυναμική του Ελληνικού δημοσίου χρέους όπως αυτή αξιολογείται από τους μελετητές του ΔΝΤ ενόψει της έγκρισης του δανείου (30 δις ευρώ καταβαλλόμενο σε δόσεις) που αιτήθηκε η Ελληνική κυβέρνηση[1]. ‘Όπως θα δειχθεί παρακάτω, το συμπέρασμα που συνάγεται από την ανάλυση και αποτίμηση της διάρθρωσης του εξελισσόμενου δημοσίου εξωτερικού χρέους της χώρας οδηγεί μετά βεβαιότητας στην ανάγκη καταφυγής στη ‘τεχνική χρεοκοπία’ ή, πιο εύσχημα διατυπωμένο, στην αναδιάρθρωση ή αναδιαπραγμάτευση της αποπληρωμής του χρέους με τους διεθνείς πιστωτές. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος και να αποφευχθεί η χρεοκοπία της χώρας χρειάζεται η εκπόνηση μιας στρατηγικής ήδη από τώρα ώστε να προετοιμασθεί το έδαφος κατάλληλα κατά την ώρα της ύστατης κρίσης.

Ο δανεισμός των 110 δις ευρώ από την Ε.Ε. (που ουσιαστικά συντονίζει τα διμερή διακρατικά δάνεια που μας παρέχουν τα άλλα δεκαπέντε κράτη-μέλη της ευρωζώνης αναλογικά με το μερίδιο που διαθέτουν στην ΕΚΤ) και το ΔΝΤ αποσκοπεί ρητά στην αποφυγή καταφυγής στις διεθνείς χρηματαγορές για την κάλυψη των δανειακών αναγκών της χώρας. Το τριετές πρόγραμμα δανεισμού παρέχεται προκειμένου η χώρα να αντιμετωπίσει το χρονίζον πρόβλημα του δημοσιονομικού ελλείμματος ώστε με την επιτυχή συρρίκνωσή του κάτω από το 3% (όπως ορίζει το Σύμφωνο Δημοσιονομικής Σταθερότητας της ΕΕ.) και την παραγωγή πρωτογενούς πλεονάσματος (δηλαδή περισσότερα δημόσια έσοδα από ότι δαπάνες εξαιρουμένης της πληρωμής χρεολυσίων και τόκων) να καταστεί το Ελληνικό κράτος αξιόπιστο έναντι των διεθνών χρηματαγορών. Ας το κάνουμε αυτό σαφέστερο. Η ομοβροντία μέτρων που λαμβάνονται, η συμπίεση της ενεργού ζήτησης και κατανάλωσης και η σχετική εξαθλίωση που επικρέμεται πάνω σε ευρεία κοινωνικά στρώματα αποσκοπεί στην ανάκτηση της διεθνούς επενδυτικής εμπιστοσύνης προκειμένου να βγει μόνη της η χώρα από το 2013 και μετά για να δανειστεί από τις κεφαλαιαγορές τα ποσά που χρειάζεται για να ανακυλήσει (roll over) το τότε απαιτητό χρέος[2]. Το συνολικό δημόσιο χρέος τότε θα είναι σημαντικά υψηλότερο από το σημερινό 115% του ΑΕΠ (ακαθάριστο εγχώριο προϊόν)[3] καθώς θα προστίθενται εντωμεταξύ τα παραγόμενα δημοσιονομικά ελλείμματα των ετών 2010-11-12-13 κοκ.

Πρέπει να επισημανθεί το ακόλουθο. Η κατηγορία της επενδυτικής εμπιστοσύνης είναι μια σφόδρα υποκειμενική εννοιακή κατηγορία. Τίποτα δεν μπορεί να προδικάσει, προεξοφλήσει, ή να προσδιορίσει αντικειμενικά την έκφραση της. Ένα χαμηλό δημοσιονομικό έλλειμμα γύρω στο -2.6% (όπως προβλέπει το βέλτιστο σενάριο δημοσιονομικής προσαρμογής) δεν συνεπάγεται ότι υπερνικείται η επενδυτική ανησυχία που νοιώθει ο υποψήφιος δανειστής όταν συνυπολογίζει στην αποτίμηση ρίσκου το 150% του χρέους προς ΑΕΠ που θα κουβαλά η χώρα στην πλάτη την ίδια αυτή περίοδο. Και φυσικά ούτε μπορεί να προεξοφληθεί η κατάσταση στις διεθνείς χρηματαγορές το 2014 και μετέπειτα καθόσον εμπεριστατωμένες απόψεις πιθανολογούν ότι εισερχόμεθα σε μια νέα ‘Ιαπωνική δεκαετία’ τεταμένου αποπληθωρισμού και διηνεκούς ύφεσης.

Ο έωλος χαρακτήρας της ‘επενδυτικής εμπιστοσύνης’ γίνεται εμπειρικά σαφής στη πρόσφατη αποτίμηση της διεθνούς οικονομικής συγκυρίας από τον νομπελίστα οικονομολόγο Paul Krugman (Κρούγκμαν) ο οποίος χρησιμοποιώντας το παράδειγμα της Ελλάδος διαπιστώνει τον ανορθολογισμό που διέπει την συλλογιστική της νέο-φιλελεύθερης ορθοδοξίας. Μεταξύ άλλων τονίζει ότι «[ο]ι σκληροπυρηνικοί συχνά επικαλούνται τις δυσχέρειες που αντιμετωπίζει η Ελλάδα και άλλα έθνη στις παρυφές της Ευρώπης για να δικαιολογήσουν τις ενέργειες τους. Και είναι αλήθεια ότι οι επενδυτές ομολόγων αποστρέφονται τις κυβερνήσεις με εκτροχιασμένα ελλείμματα. Αλλά δεν υφίσταται το παραμικρό πειστήριο ότι η βραχυπρόθεσμη δημοσιονομική λιτότητα εντός μιας βαθειάς υφεσιακής οικονομίας προάγει το αίσθημα εφησυχασμού στους επενδυτές. Τουναντίον, ενώ η Ελλάδα έχει συμφωνήσει σε μια σκληρή λιτότητα, έρχεται αντιμέτωπη με ολοένα διευρυνόμενα επιτοκιακά περιθώρια ανάληψης ρίσκου [risk spreads]»[4] Και για του λόγου το αληθές, παρά την επιδοκιμασία για την επιτυχή μείωση του ελλείμματος στο πρώτο εξάμηνο του 2010 το ‘κόστος ασφάλισης των ελληνικών ομολόγων’ ανήλθε σε ιστορικό ρεκόρ στις 1117,74 μονάδες βάσης (11+%) ενώ η εκτιμώμενη πιθανότητα χρεοκοπίας της χώρας σκαρφάλωσε στο 68,39%, το υψηλότερο ποσοστό στον πλανήτη[5]. Είναι ολοφάνερο ότι μια κυβέρνηση που προσβλέπει στην ανάκτηση της ‘εμπιστοσύνης των επενδυτών’ μέσω μιας σκληρότατης πολιτικής λιτότητας ενώ υποβαστάζει ένα αβάσταχτο κρατικό χρέος είναι, για να χρησιμοποιήσουμε μια παροιμιώδη φράση του φιλοσόφου Χέγκελ (Hegel), σαν τον αγρότη που σπέρνει την θάλασσα και θερίζει τους βράχους.

Η Ελληνική κοινωνία καλείται να αντιμετωπίσει μια τριάδα προβλημάτων. Το υπέρογκο κρατικό χρέος, το χρόνιο δημοσιονομικό έλλειμμα και την απισχνασμένη ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Αυτό που αποσιωπάται στη δημόσια σφαίρα είναι ότι η τριάδα αυτών των προβλημάτων δεν είναι ισοσθενής αλλά ιεραρχημένη, με το κρατικό χρέος να αποτελεί το υπέρτατο μακροοικονομικό (και κοινωνιολογικό, καθώς η ενδεχόμενη χρεοκοπία συνιστά τον θεμελιώδη καθοριστικό παράγοντα κατάλυσης της κοινωνικής συνοχής) πρόβλημα ενώ τα άλλα δύο προβλήματα συνιστούν ενδιάμεσους σκοπούς, η αντιμετώπιση των οποίων συνιστά το εργαλείο ποδηγέτησης του εκτροχιασμένου δημόσιου χρέους. Η ιεράρχηση αυτή εξηγεί γιατί έχει βαλθεί η κυβέρνηση να παίρνει τόσο άγρια μέτρα περικοπής δαπανών και αύξησης εμμέσων φόρων, δηλαδή ακραίας δημοσιονομικής πειθαρχίας εν μέσω ύφεσης, όταν η επιστημονική συναίνεση της οικονομολογίας είναι ότι σε περιόδους ύφεσης τα ενδεικνυόμενα μέτρα συνηγορούν υπέρ της δημοσιονομικής επέκτασης και όχι συρρίκνωσης καθώς η τελευταία επιτείνει την ύφεση αντί να την μετριάζει. Η δε ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας (η οποία αφορά πρωτίστως την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και την μείωση των τιμών αγαθών και υπηρεσιών) αφορά τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, τομέα στον οποίο το κράτος δεν μπορεί να παρέμβει άμεσα, ούτε να εφαρμόσει τα αυταρχικά διοικητικά μέτρα που αφορούν στα του ‘οίκου του’. Επιπλέον οι πολιτικές ‘ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας’ είναι μέσο-μακροχρόνιας αποτελεσματικότητας και ανυπολόγιστου πολιτικού κόστους καθώς φέρνουν σε σύγκρουση την κυβέρνηση με το σύνολο σχεδόν των κοινωνικών τάξεων (απελευθέρωση των ‘κλειστών επαγγελμάτων’, τιθάσευση των καρτέλ και των ολιγοπωλίων, απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και συμπίεση του εργατικού μισθού, αδρανοποίηση ή και κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, πάταξη της φοροδιαφυγής και άρα του αθέμιτου ανταγωνισμού κ.α.). Μόνο η απτότητα των χρηματικών εισροών από τα δημοσιονομικά μέτρα εγγυάται την απρόσκοπτη συνέχιση της δανειοδότησης αφενός και η πραγμάτωση του βέλτιστου σεναρίου που έχει σχεδιάσει η κυβέρνηση αφετέρου. Πρέπει να διευκρινισθεί ότι όλα τα υιοθετούμενα μέτρα από την κυβέρνηση είναι δικής της έμπνευσης και όχι επιβληθέντα μέτρα από το ΔΝΤ. Η κυβέρνηση πρότεινε και το ΔΝΤ συναίνεσε σε αυτά (με την επιφύλαξη μάλιστα ότι κάποια είναι ακραία και θα εγείρουν έντονες κοινωνικές αντιδράσεις).

Τι προβλέπει το βέλτιστο σενάριο για την δυναμική του δημοσίου χρέους; Ότι θα κορυφωθεί στο 149% το 2013 και μετά θα αποκλιμακώνεται σταδιακά ώστε να κατέλθει στο 120% του ΑΕΠ το 2020 (Πίνακας Α.2, σ. 39). Η αναλογία χρέους/ΑΕΠ και η τάση αποκλιμάκωσής του στηρίζονται στις ακόλουθες παραδοχές. 1) Ότι το 2012 θα έχουμε αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ (κατά 1.1%) η οποία θα συνεχισθεί τα επόμενα χρόνια ξεπερνώντας το 2% ετησίως. 2) Ότι από φέτος (2010) και όλα τα επόμενα χρόνια θα έχουμε αύξηση των εξαγωγών που θα ξεπερνά ετησίως το 5%. 3) Ότι το 2011 θα ισοσκελισθεί το εμπορικό ισοζύγιο (εξαγωγές μείον εισαγωγές) και τα επόμενα χρόνια θα είναι θετικό. (!) (Πίνακας 1, σ. 26). 4) Ότι το 2011 θα έχουμε αποπληθωρισμό και τα επόμενα χρόνια πληθωρισμό κάτω από το 1% ετησίως (και συστηματικά χαμηλότερο από το μέσο όρο της Ευρωζώνης). Ο επιδιωκόμενος χαμηλότερος του Ευρωπαϊκού πληθωρισμός αποσκοπεί στην επίτευξη ‘εσωτερικής υποτίμησης’ δηλαδή μιας στρατηγικής ενδυνάμωσης της ανταγωνιστικότητας όντας μέσα στο ευρώ καθώς δεν μπορεί να υποτιμηθεί το νόμισμα. Ταυτόχρονα προσπαθεί να μειώσει την εσωτερική ανατίμηση του νομίσματος μέσω του υπερβάλλοντος πληθωρισμού που είχαμε τα προηγούμενα χρόνια (υπολογίζεται μεταξύ 20-30%, σ.4), ο οποίος μεταφράζεται σε υπερκέρδη του κεφαλαίου (αυξημένη χρηματική εισροή μέσω μεταβίβασης πληθωριστικού χρήματος αποτιμώμενο σε σταθερό νόμισμα από την εθνική αποταμίευση και τις εμπορευματικές εισροές της Ευρωζώνης, συνθήκη που εξηγεί και την ένταση των εμπορευματικών εισαγωγών από οικονομίες του ευρώ) χωρίς όμως αυτή η χρηματική ιδιοποίηση κοινωνικών πόρων να μεταφρασθεί σε αύξηση παραγωγικών επενδύσεων ή εκσυγχρονισμό των παραγωγικών δραστηριοτήτων.

Πριν προχωρήσουμε στο επιχείρημα που τεκμηριώνει την αναγκαιότητα μιας στρατηγικής αναδιάρθρωσης του χρέους πρέπει να τονίσουμε ότι όλα τα εναλλακτικά σενάρια (εκτός ενός) για την δυναμική του χρέους υποθέτουν μια επιδείνωση του αναλογικά προς το ΑΕΠ σε σχέση με το εφαρμοζόμενο ‘βέλτιστο σενάριο’. Αν τυχόν η οικονομία κινηθεί βάσει κάποιου από αυτά τότε θα χρειασθούν επιπλέον ακραία, απροσδιόριστα προς το παρόν μέτρα όπως πιθανότατα άρση της μονιμότητας της δημοσιοϋπαλληλίας με απόλυση ενός σημαντικού τμήματος αυτής, βιαστικό ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας (το μνημόνιο ευελπιστεί στην άντληση ενός δις ευρώ ετησίως από το 2011 και μετά από ιδιωτικοποιήσεις στην ‘καλή’ εκδοχή του) και ανελέητη φόρο-επιδρομή ενώ η ανεργία θα ξεπεράσει δραματικά το 14% που προγιγνώσκεται από το παρόν μνημόνιο.

Τα εναλλακτικά σενάρια κατασκευάζονται βάσει έξη μεταβλητών που λαμβάνονται υπόψη με όρους ceteris paribus (χωρίς να συνδυάζονται μεταξύ τους ως προς την ενδεχόμενη αλληλο-τροφοδοτούμενη επενέργεια τους) . Το πρώτο υποθέτει μεγαλύτερη ανάπτυξη κατά 1% ετησίως από το βασικό σενάριο και οδηγεί σε κλιμάκωση του χρέους το 2013 στο ύψος του 139% του ΑΕΠ. Το σενάριο αυτό υποθέτει μια δυναμικά αναπτυσσόμενη διεθνή οικονομία τα επόμενα χρόνια.

Το δεύτερο σενάριο υποθέτει μικρότερη ανάπτυξη κατά 1% από το βασικό σενάριο (ρεαλιστική εκδοχή) και προβλέπει ύψος χρέους στο 160% κατά το 2013 και 166% το 2020. Το τρίτο σενάριο υποθέτει 3% χαμηλότερο πληθωρισμό (κατά τα έτη 2010-12) από το βασικό σενάριο δηλαδή αρνητικό πληθωρισμό, ως απόρροια μιας έντονης ύφεσης και ραγδαίας πτώσης των τιμών. Μπορούμε να ισχυρισθούμε εύλογα ότι με τον πληθωρισμό κατά το πρώτο εξάμηνο του 2010 να κινείται σε επίπεδα ελαφρώς άνω του 4.1% σε ετησιοποιημένη βάση και χωρίς να έχει συνυπολογισθεί η επίπτωση της δεύτερης αύξησης του ΦΠΑ ακόμα, είναι πρακτικώς αδύνατον να κλείσει το έτος με αρνητικό πληθωρισμό και εξίσου δύσκολο να κατέλθει στο 1.9% που προβλέπει το βασικό σενάριο[6]. Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε όμως τη δραστική συρρίκνωση της ζήτησης το 2011 και 2012 που δυνητικά θα αποφέρει αποπληθωρισμό. Το σενάριο αυτό προβλέπει αύξηση του χρέους το 2013 στο 176% και διατήρηση του σε αυτό το ύψος μέχρι το 2020. Αυτή η υψηλή μεταβολή στην αναλογία χρέους/ΑΕΠ οφείλεται στο γεγονός ότι σε συνθήκες αποπληθωρισμού μειώνεται αναλογικά το συνολικό ΑΕΠ δηλαδή ο παρονομαστής του κλάσματος χρέους/ΑΕΠ χωρίς να εκτινάσσεται το απόλυτο μέγεθος του χρέους. Όμως η μείωση του απόλυτου μεγέθους του ΑΕΠ είναι ένας κρίσιμος παράγοντας καθώς ενδεικνύει τις πραγματικές δυνατότητες ανταπόκρισης στην αποπληρωμή χρέους της εθνικής οικονομίας.

Το τέταρτο σενάριο υποθέτει ότι θα έχουμε μικρότερο πρωτογενές πλεόνασμα στον δημόσιο προϋπολογισμό κατά 1% ετησίως, συνθήκη που θα οδηγήσει σε ύψος χρέους 154% κατά το 2013. Το πέμπτο σενάριο κατασκευάζεται βάσει της υπόθεσης ότι υφίστανται ‘μαύρες τρύπες’ δηλαδή χρέη δημοσίων οργανισμών που δεν έχουν καταγραφεί επίσημα, εγγυήσεις του δημοσίου που θα καταπέσουν και χρεία επιπρόσθετου δανεισμού. Η υπόθεση αυτή ανεβάζει το χρέος στο ύψος του 164% το 2013. Τέλος, στο έκτο σενάριο υιοθετείται η εκτίμηση ότι ο δανεισμός της χώρας θα λαμβάνει χώρα με επιτόκιο 200 μονάδες βάσης (2%) πάνω από το επιτοκιακό ύψος του Γερμανικού ομολόγου αναφοράς. Εδώ να επισημάνουμε ότι το δάνειο από την ‘τρόικα’ δεν καλύπτει την πλήρη ανάγκη δανεισμού της χώρας αλλά το 57% του συνόλου που θα χρειασθεί η Ελλάδα μέχρι τον Ιούνιο του 2013[7]. Ως προς το ύψος του χρέους αυτό θα ανέλθει στο 149% το 2013, δηλαδή ισο-υψές με αυτό του βασικού σεναρίου. Υποδηλώνει όμως υπόρρητα ποιο είναι το ύψος του επιτοκιακού ανύσματος επιπλέον του Γερμανικού που προσβλέπει η κυβέρνηση ότι θα μπορεί να δανείζεται στο προσεχές μέλλον.

Όλα τα σενάρια (με την εξαίρεση αυτού περί μεγαλύτερης ανάπτυξης βραχυπρόθεσμα) καταλήγουν στην επίταση του προβλήματος του διογκωμένου κρατικού χρέους που καλείται να αποπληρώσει η χώρα. Το πρόβλημα του χρέους όμως δεν εξαντλείται στο επικείμενο ύψος του αλλά αφορά καίρια και την εσωτερική διάρθρωση του σε συνάρτηση με την ωρίμανση του δηλαδή την περίοδο λήξης των ομολόγων που το συναποτελούν.

Ως πέμπτο Προσάρτημα του Μνημονίου παρατίθεται η μελέτη αποτίμησης του προγράμματος δανεισμού που αιτείται η Ελλάδα και η αξιολόγηση της διακινδύνευσης που επωμίζεται το ΔΝΤ αν αποδεχθεί το αίτημα. Οι μελετητές του ΔΝΤ εξετάζουν το πρόγραμμα από την οπτική του στενού συμφέροντος του ΔΝΤ και αυτό τους καθιστά αρκούντως ειλικρινείς ως προς τις δυνητικές επιπτώσεις και μάλλον σαφείς στις εκτιμήσεις τους παρά την ουδετεροφανή και συσκοτίζουσα τεχνοκρατική γλώσσα που χρησιμοποιούν οι διεθνείς οργανισμοί[8]. Δεν μπορεί να διαφύγει από κανένα προσεκτικό αναγνώστη η αρνητική αξιολόγηση που αποπνέει η μελέτη η οποία επισημαίνει μια σειρά από κινδύνους που διατρέχει το ΔΝΤ αν προχωρήσει στη σύναψη του δανείου. Παρά τις επιφυλάξεις και τον εντοπισμό υπερβολικά αυξημένων κινδύνων (high substantial risks)[9] , η καταληκτική παράγραφος, με εμφανή αμηχανία, συνηγορεί στην αποδοχή της αίτησης δανεισμού, μάλλον με άνωθεν πολιτική εντολή. Το γεγονός αυτό είναι ενδεικτικό της σημασίας της πολιτικής διπλωματίας για μια στρατηγική ενδεχόμενης αναδιάρθρωσης του χρέους.

Τρεις είναι οι λόγοι που σκιαγραφούν ένα εξαιρετικά δυσοίωνο μέλλον και θα φέρουν την χώρα στο χείλος της χρεοκοπίας, δηλαδή την αναγκαστική στάση πληρωμών κατά την διετία 2014-15. Η παρούσα σύνθεση του δημοσίου χρέους είναι ήδη υπερβολικά εξαρτημένη από τον εξωτερικό δανεισμό, η καταφυγή στον οποίο εκτινάχθηκε κατά την εξαετία 2004-2009 από το 71% του ΑΕΠ στο 111% του ΑΕΠ το 2009 και υπολογίζεται να ανέλθει στο 142.7% του ΑΕΠ στο τέλος του 2010. Αυτό το μέγεθος αφορά αποκλειστικά το συνολικό (βραχυπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο) εξωτερικό δημόσιο χρέος, του οποίου το απόλυτο μέγεθος υπολογίζεται σε 329 δισεκατομμύρια ευρώ (σ.125)[10]. Ένα σημαντικό ποσοστό του τεράστιου εξωτερικού δημοσίου χρέους που όφειλε το κράτος στα τέλη του 2009 (γύρω στα 150 δις ευρώ) οφείλεται σε ξένους πιστωτές ήτοι 36% σε Γαλλικές τράπεζες, 21% σε Γερμανικές τράπεζες, 32% σε άλλες Ευρωπαϊκές τράπεζες και το υπόλοιπο 11% σε μη-Ευρωπαϊκές τράπεζες (σ. 127 και πίνακας 2). Γίνεται εμφανής ο βαθμός έντασης της εξάρτησης από τον Γάλλο-γερμανικό άξονα και ευρύτερα από την Ευρωπαϊκή κεφαλαιαγορά, η οποία διαιωνίζεται με το καινούργιο δάνειο, αν και εν μέρει μετατοπίζεται σε άμεση οφειλή προς τις δανείστριες χώρες που εγγυώνται την παροχή του.

Ο πρώτος λόγος της υψηλής πιθανότητας χρεοκοπίας είναι ότι η χώρα θα επωμίζεται ένα δυσθεώρητο εξωτερικό δημόσιο χρέος που θα κυμαίνεται γύρω στο 150%, για την ακρίβεια 150.3% το 2013, 148.7% το 2014 και 147.7% το 2015 (σ.29). Σε αυτό πρέπει να προστεθεί και ένα επιπλέον 20% του ΑΕΠ στα τέλη του 2009 χρεωμένο στη Τράπεζα της Ελλάδος που δεν προσμετράται στο εξωτερικό δημόσιο χρέος σύμφωνα με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ τον ορισμό της οποίας ακολουθεί η Eurostat που καταγράφει το δημόσιο χρέος των κρατών-μελών (σ. 127 υπ. 13), το οποίο υπολογίζεται σε 84 δις ευρώ με τη λήξη του 2010 (36.5% του ΑΕΠ) και το οποίο φυσικά μπορεί να αυξηθεί τα επόμενα χρόνια.

Οι δείκτες αυτοί προκύπτουν βάσει του ‘βέλτιστου σεναρίου’ όπου όλα θα έχουν εξελιχθεί χωρίς απρόβλεπτες και αντίξοες εξελίξεις. Σε ποια ανάκτηση της ‘εμπιστοσύνης των διεθνών επενδυτών’ για να μας δανείσουν απρόσκοπτα θα μπορούμε να προσβλέπουμε τότε όταν τώρα με 115% χρέος έχουν εκτοξευθεί τα επιτόκια στην στρατόσφαιρα;

Ο δεύτερος λόγος και σημαντικότερος είναι η χρονική διάρθρωση του χρέους. Ο μέσος χρόνος λήξης του χρέους της γενικής κυβέρνησης είναι οκτώ έτη. Όμως περισσότερο από το ένα τρίτο του συνόλου λήγει τα επόμενα τρία χρόνια, ενώ σχεδόν το ήμισυ του συνόλου λήγει σε μια πενταετία, δηλαδή το 2014-15 (σ.35). Δηλαδή όχι μόνο πρέπει να πληρώσουμε τεράστια ποσά αλλά πρέπει να τα πληρώσουμε και μαζεμένα.

Ο τρίτος λόγος συνίσταται ότι την περίοδο αυτή ξεκινά και η αποπληρωμή του δανείου που θα έχει λάβει η Ελλάδα από ΔΝΤ και ΕΕ. Καθώς αυτό δεν είναι μακροπρόθεσμο αλλά βραχυπρόθεσμα απαιτητό. Με ποσοτικούς όρους, η ετήσια αποπληρωμή χρέους και τοκοχρεολυσίων είναι η ακόλουθη. Το 2014 η εξυπηρέτηση του χρέους (κεφάλαιο συν τόκοι) θα απαιτήσει το 62% των συνολικών κρατικών εσόδων του προϋπολογισμού, το δε 2015 το 70% (σ. 132). Το ποσό αυτό αντιστοιχεί σε 22.9% του ΑΕΠ για το 2014, και σε 25.2% για το 2015. Αντιστοιχεί δε στο 85.6% του συνόλου των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών της χώρας για το 2014 και στο 91.3% για το 2015. Μόνο η εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους που αναλογεί στα δάνεια της ΕΕ. και του ΔΝΤ που πρέπει να αποπληρωθούν ταυτόχρονα, αντιστοιχεί στο 17% του ΑΕΠ, γύρω στο 46% των γενικών κρατικών εσόδων και πλέον του 60% των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών (σ. 129).

Τα μεγέθη αποπληρωμής του δημοσίου χρέους που θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε το 2014 (έτος που συμπίπτει με τον εκλογικό κύκλο) και το 2015 είναι τρομακτικά και δεν υπάρχει η παραμικρή δυνατότητα η Ελλάδα να μπορέσει να ανταποκριθεί εξ ιδίων. Ούτε μπορούμε να ευελπιστούμε στη προθυμία των ποικιλώνυμων κερδοσκοπικών, ιδιωτικών ή/και κρατικών επενδυτικών ταμείων να καλύψουν αυτή την τεράστια ανάγκη άμεσου δανεισμού (και αν καλύψουν ένα ελάχιστο μέρος αυτό θα γίνει με υπέρογκα επιτόκια πλέον της πιθανολογούμενης αύξησης του βασικού επιτοκίου που θα έχει επέλθει τότε. Φαίνεται λοιπόν ότι πρέπει ως κοινωνία, κυβέρνηση, πολιτικά κόμματα, κοινωνικά κινήματα να αρχίσουμε να προβληματιζόμαστε για τον σχεδιασμό μιας στρατηγικής ‘τεχνικής επιμήκυνσης’ του χρέους σε πρώτη φάση ή και σε συνδυασμό με ένα ‘κούρεμα’ (haircut), δηλαδή μια μερική διαγραφή του χρέους (ήδη στα αναγγελθέντα ‘τεστ κοπώσεως’ των Ευρωπαϊκών τραπεζών ένα κριτήριο αποτίμησης είναι η δυνητική απώλεια του 17% της αξίας όσων κατέχουν Ελληνικά ομόλογα) αν στοχεύουμε ως χώρα την αποφυγή της άμεσης κατάρρευσης με την λήξη του δανείου.

Το ΔΝΤ σε περιπτώσεις σαν της Ελλάδας, σύμφωνα με τη μέχρι τώρα πρακτική του, οργανώνει την επαναδιαπραγμάτευση του χρέους. Δεδομένου ότι ένα μεγάλο (όχι όμως το μεγαλύτερο) μέρος του εξωτερικού μας χρέους είναι στα χέρια Ευρωπαϊκών τραπεζών, των οποίων όμως είναι σχετικά μικρό μέρος των στοιχείων ενεργητικού τους, μια τέτοια διαπραγμάτευση θα ήταν ίσως πολιτικά και οικονομικά εφικτή. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει προηγμένη πολιτική ενοποίηση, ισχυρή διακρατική αλληλεγγύη και μετριασμό της ανεξαρτησίας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ώστε να μπορεί να αναλάβει την απευθείας στήριξη των κρατικών χρεών των χωρών-μελών της Ευρωζώνης. Πέρα από την αλλαγή της Συνθήκης της Λισαβόνας (όρος τυπικά μη δυνάμενος να πραγματοποιηθεί) που απαιτεί η θέσπιση καινοφανών θεσμών δανειοδότησης κρατικού χρέους, πρέπει να ληφθεί υπόψη η ισχυρή τάση εθνικής αναδίπλωσης που εκδιπλώνεται τα τελευταία χρόνια στην ΕΕ. η οποία ενισχύεται από την χρηματοπιστωτική κρίση και την συνακόλουθη οικονομική κρίση που επιτάσσουν μια λογική ο ‘σώζων εαυτόν σωθήτω’.

Μια πολιτική Ευρωπαϊκής διακρατικής αλληλεγγύης για την αναδιάρθρωση του Ελληνικού χρέους από το 2014 και μετά συναρτάται με δύο καθοριστικούς παράγοντες. Πρώτον την δυνατότητα άλλων Ευρωπαϊκών χωρών (Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ιταλία, Βέλγιο κ.α.) να εξυπηρετούν απρόσκοπτα το δικό τους κρατικό χρέος μέσω των κεφαλαιαγορών. Ειδάλλως φαντάζει αδιανόητο ότι η ΕΕ. θα μπορέσει να ανταποκριθεί (ακόμα και αν το ήθελε) σε μια γενικευμένη κρίση κρατικών χρεών (και παρά την φημολογούμενη άτυπη θέσπιση ενός Ευρωπαϊκού διακρατικού ταμείου ανάληψης χρεών του οποίου όμως οι χρηματικοί πόροι και οι πηγές χρηματοδότησης είναι προς το παρόν άφαντοι) . Αντίστροφα όμως, η πιθανότητα γενίκευσης της δυσκολίας άντλησης δανειοδότησης ανοίγει την πόρτα σε μια δυνητική συμμαχία ενόψει του διαμοιραζόμενου δυσοίωνου πεπρωμένου. Τέτοιου τύπου συμμαχίες για να σταθούν προαπαιτούν προεργασία, προετοιμασία και εκπόνηση κοινών θέσεων βάσει του ομοειδούς συμφέροντος με ικανότητα επίτευξης συμβιβασμών, υποχωρήσεων και εξομάλυνσης των τριβών.

Ο δεύτερος παράγοντας αφορά στην ευμενή διάθεση της Ευρωπαϊκής κοινής γνώμης και δη της κοινής γνώμης των ηγεμονικών χωρών της ΕΕ. Ειδάλλως γιατί να συνδράμουν σε μια υποστήριξη που επιβαρύνει τους δικούς τους κρατικούς προϋπολογισμούς ενώ υφίστανται ήδη μια συμπίεση του κοινωνικού κράτους ένεκα της δημοσιονομικής πειθαρχίας που επιβάλλεται από τις κυβερνήσεις τους; Το ελάχιστο που απαιτείται είναι μια συντονισμένη επικοινωνιακή εκστρατεία που να αποδομεί την στερεότυπη εικόνα της Ελλάδος που έχει οικοδομηθεί ως ένα είδος Ευρωπαϊκού παρία η αποβολή του οποίου θα αποφέρει περισσότερα οφέλη παρά κάποια απώλεια.

Ως έχουν τα πράγματα τώρα, η επίσημη θέση του μνημονίου είναι σαφής ότι το δάνειο των 110 δις δίνεται μόνο και μόνο για να αντέξει η Ελλάδα μέχρι να επιλύσει το δημοσιονομικό πρόβλημά της για να ξαναβγεί μόνη της να δανεισθεί από τις κεφαλαιαγορές. Προς το παρόν δεν φαίνεται ότι την χρονική στιγμή της ύστατης κρίσης του δημοσίου χρέους θα υπάρξει η αναγκαία συνδρομή για την αποφυγή της χρεοκοπίας. Χωρίς βοήθεια και προ-συνεννόηση με τους πιστωτές την ώρα της αδυναμίας αποπληρωμής οι δανείστριες τράπεζες θα δημεύουν ό,τι προλάβουν να αρπάξουν από τον γενικό εκπλειστηριασμό της δημόσιας περιουσίας. Το δε ΔΝΤ που δεν το αφορά το χρέος προς άλλους (ούτε συνεγγυάται το πολυμερές δάνειο της ΕΕ.) έχει έτοιμη την εκδοχή αναδιάρθρωσης (για τα δικά του 30 δις ευρώ) η οποία συνίσταται σε επιμήκυνση του δανείου με επιτόκιο ίσο με το τότε υφιστάμενο τρίμηνο Euribor συν 4%. Η ίδια ρήτρα ισχύει και για το Ευρωπαϊκό δάνειο (σ. 5)[11]. Μια τέτοια εξέλιξη μειώνει μεν κατά τι το μέγεθος των δανείων που θα πρέπει να αποπληρώσει η χώρα άμεσα, αυτή όμως συνεχίζει να παραμένει βαρύτατα υπόχρεη έναντι της ΕΕ. της ΕΚΤ, του ΔΝΤ και κυρίως προς τους ιδιώτες πιστωτές. Αν επιτευχθεί μια συμφωνία αναδιαπραγμάτευσης με τους Ευρωπαίους εταίρους και το ΔΝΤ αυτό θα χρησίμευε και ως μοχλός πίεσης προς τους ιδιώτες δανειστές. Σύσσωμη η κοινωνία πρέπει να εγκαταλείψει την παραδοσιακή και εν πολλοίς βολική στάση τού ‘βλέποντας και κάνοντας’ και αντί να χορέψει αναπόδραστα την μεταμοντέρνα εκδοχή του ‘χορού του Ζαλόγγου’ να προετοιμασθεί από τώρα με περισυλλογή και εγκράτεια για την αποφυγή της ‘ελεύθερης’ πτώσης από τον γκρεμό.

—————————————————————————————

* Δημοσιεύουμε το πολύ ενδιαφέρον αυτό άρθρο του Γιώργου Δαρεμά, μέλους της εκτελεστικής επιτροπής του ATTAC-Ελλάδος (Κίνημα Πολιτών για την Φορολόγηση των Χρηματιστικών Συναλλαγών), χωρίς αναγκαστικά να υιοθετούμε στο ακέραιο τα συμπεράσματά του. Από την πλευρά μας, καταθέσαμε μία πρώτη άποψη επί του θέματος στο κείμενο “Μια πολιτική διέξοδος από την κρίση“, και ελπίζουμε να επανέλθουμε σύντομα. Θεωρούμε πως αμεσότερη από οποιαδήποτε διαχειριστική επιλογή για αναδιάρθρωση του χρέους εντός του καπιταλιστικού πλαισίου, είναι η ανάγκη οικοδόμησης ενός δημοκρατικού κινήματος από τα κάτω, το οποίο θα προτάσσει την αναδιανομή του βάρους της εξόδου από την κρίση εις βάρος του κεφαλαίου και όχι των ανθρώπων. Οποιαδήποτε άποψη βέβαια, θα πρέπει να λάβει υπόψη της τα δεδομένα και τον προβληματισμό που πολύ ωραία παρουσιάζει το άρθρο, με την απαιτούμενη ψυχραιμία και τη δέουσα αναφορά στα στοιχεία.

[1] Greece: Staff Report on Request for Stand-By Arrangement, IMF Country Report No. 10/110, May 2010.

[2] Στην πραγματικότητα, κατά την τριετία του δανειστικού προγράμματος δεν καλύπτεται η πλήρης ανάγκη δανεισμού της χώρας. Επί παραδείγματι το 2012 το κράτος θα χρειασθεί 66.8 δις ευρώ ενώ το δάνειο καλύπτει μόνο τα 24 δις ευρώ (Πίνακας 4, σ. 90).

[3] Επειδή ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ ύψους 115% στα τέλη του 2009 δεν έχει επισημοποιηθεί από την Γιούροστατ, ενδέχεται αυτός να ανέλθει περαιτέρω κατά 5 με 7 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ (σ.6).

[4] Paul Krugman, ‘The Third Depression’, Op-ed Column, The New York Times, 27/6/2010.

[5] Ελευθεροτυπία, Οικονομική, σ. 49, 25/6/2010.

[6] Έθνος, Οικονομία, σ. 33, 8/7/2010

[7] Ελευθεροτυπία, Οικονομική, σ.28, 3/7/2010

[8] Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της εξωραϊστικής νεοφιλελεύθερης ορολογίας αποτελεί το σημείο της εισηγητικής έκθεσης της κυβέρνησης που ομιλεί για ‘ολιγοπωλιακό έλεγχο’ ορισμένων τομέων της οικονομίας (και προτείνει να αντιμετωπίσει με την ενδυνάμωση και νομοθετική ανεξαρτητοποίηση της Αρχής Ανταγωνισμού) το οποίο μεταγράφεται στην έκθεση αξιολόγησης ως ‘ύπαρξη ακλόνητων αγορών’ (uncontested markets) έτσι ώστε να απαλείφεται οριστικά ο όρος ‘ολιγοπώλιο’ που αναδίδει χροιά σοσιαλδημοκρατικού ή αριστερού λόγου.

[9] Finance & Strategy, Policy & Review Depts., Greece- Assessment of the Risks to the Fund’s Liquidity Position, p. 129, IMF. Η αναλογία του ύψους του Ελληνικού δανείου ως προς το πολλαπλάσιο της ποσόστωσης που δικαιούται η χώρα (το οποίο παραβιάζεται ασύστολα) ανέρχεται σε 3,200% της ποσόστωσης αν δοθεί το συνολικό δάνειο. Όπως επισημαίνουν οι συντάκτες «[μ]ε όρους ποσόστωσης, η προβλεπόμενη κορυφή της [δανειοδοτικής] έκθεσης θα αποτελεί την μέγιστη [που υπήρξε ποτέ] στην ιστορία του Ταμείου.» (έμφαση δική μου), σ. 128. Γράψαμε (διεθνή) ιστορία ως χώρα.

[10] Το συνολικό εξωτερικό χρέος, δηλαδή συμπεριλαμβανομένου του ιδιωτικού χρέους αναμένεται να ανέλθει σε 427 δις ευρώ το 2010 (σ. 125).

[11] Επίσης μια έξτρα χρέωση 0.5% για κάθε δόση του δανείου επιπροστίθεται στα τοκοχρεολύσια του δανείου (σ.5).

Όψεις της μαζικής κουλτούρας

Ο καπιταλισμός γνωρίζει δραματικές μεταμορφώσεις τα τελευταία χρόνια, οι οποίες μπορούν να ανιχνευθούν εξίσου στη σφαίρα της μαζικής κουλτούρας, και κυρίως στα ηλεκτρονικά μέσα, με κυρίαρχη την τηλεόραση που παραμένει κεντρική ιδιαίτερα στην ελληνική πραγματικότητα.

Παρατηρείται καταρχήν μία κατακόρυφη αύξηση των εκπομπών μαγειρικής. Δημοφιλείς εκπομπές περιέχουν οπωσδήποτε εκτενή θέματα μαγειρικής. Αλλά, το κυριότερο, εκπομπές αποκλειστικά μαγειρικής πληθαίνουν. Συγχρόνως, αυξάνονται και οι εκπομπές που έχουν ως θέμα έναν συνδυασμό της μαγειρικής με άλλα θέματα (π.χ. ταξίδια) ή με ριάλιτι διαγωνισμούς πάσης φύσεως.

Εφόσον φθίνει ολοένα η πολιτική ζωή, και η υπόσχεση ελευθερίας που τη συνοδεύει, το έδαφος κερδίζει η αναγκαιότητα που διέπει παραδοσιακά τη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής. Στο μέτρο που το πεπρωμένο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής αποξενώνεται συνεχώς από τους ίδιους της τους φορείς, αυτοί μπορούν να στραφούν μονάχα στις μικροϋποθέσεις τους. Τι θα φάμε, τι θα πιούμε… Οδηγούμαστε σε μία απολιτική κατάσταση, στην οποία τον κεντρικό ρόλο καταλαμβάνει η επιβίωση, δηλαδή η αναγκαιότητα. Όλα τα άλλα δυσφημούνται ως παροδικά ή φαντασιοκοπίες. Όμως, πρέπει να φάμε. Αυτό δεν αλλάζει. Αυτή η βιαιότητα βαραίνει στη συνείδηση των ανθρώπων στο μέτρο που συνοδεύεται από την πλήρη υποτίμησή τους ως πολιτικών όντων. Συνεπώς, η αναγκαιότητα πρέπει να αποκτήσει ένα ωραίο ιδεολογικό περιτύλιγμα (δεν μπορεί να πει κανείς ότι δεν είναι συμπαθητικοί οι διάφοροι μαμαλάκηδες και βέφες).

Στο μέτρο που επιτείνονται οι καπιταλιστικές απαιτήσεις για υπακοή και προσαρμογή, οτιδήποτε διέπεται από ακριβείς κανόνες θεωρείται σύστοιχο της καθώς πρέπει ζωής. Στις συνταγές όλα είναι μετρημένα. Ακολουθούνται τυφλά κανόνες. Οι άνθρωποι βρίσκουμε τον εαυτό που η κοινωνία απαιτεί, μιμούμενοι τις συνταγές που μας υποδεικνύουν στο γυαλί. Αναπαράγεται έτσι ο ποθητός ανθρωπολογικός τύπος, χωρίς πολλές τύψεις. Η υπακοή είναι εύκολη, μαζί με το τέλος κάθε ενεργού διαμεσολάβησης. Από τη μία η ανάγκη να φας, από την άλλη το μέτρο και οι κανόνες που επιβάλλονται για ένα σωστό φαγητό, και ο ανήμπορος άνθρωπος έχει βρει μπροστά του το αυτόματο που αγωνίζεται να γίνει αν θέλει να λάβει την καθολική αναγνώριση.

Οι διαδικασίες στον σύγχρονο καπιταλισμό είναι αστραπιαίες. Απλά μπορεί να δει κανείς με τι ταχύτητα αυξάνεται το εθνικό χρέος των Η.Π.Α. Η διάρκεια δεν έχει θέση σε μία ζωή στην οποία μπορεί ξαφνικά να χάσεις το σπίτι σου μαζί με τους κόπους μιας ζωής (στο χρηματιστήριο, σε μία χρεοκοπημένη τράπεζα ή ασφαλιστική εταιρία). «Έσω έτοιμος» είναι το μόνιμο σύνθημα. Μπορεί εν τέλει να έρθει εκείνη η αναμενόμενη ευκαιρία. Πάντως είσαι μόνος σου και δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει. Τι πιο συμβατό μ’ αυτή την αλλοτριωτική σύλληψη του χρόνου από την προσωρινότητα του φαγητού. Όλα γίνονται με μία καταραμένη ομορφιά που προορίζεται σε λίγο να αφανισθεί. Η κάθε ενέργεια σηματοδοτεί απόγνωση. Πριν ολοκληρωθεί πρέπει να επαναληφθεί. Μετά το μεσημεριανό ακολουθεί το βραδινό.

Το φαγητό επίσης απευθύνεται στις αισθήσεις και μόνο. Δεν χωρούν εκεί κριτική δύναμη και έννοιες. Σ’ εμένα αρέσουν τα φασολάκια, και κάποιος άλλος τα μισεί. Τέλος της συζήτησης. Ο πιο ακραίος σχετικισμός και υποκειμενισμός αναδύεται μαζί με τη μυρωδιά που ευχαριστιόμαστε ή απεχθανόμαστε. Ο έλλογος εξοπλισμός των ανθρώπων υποβαθμίζεται, όπως θα έπρεπε εξάλλου σ’ έναν κόσμο που αποζητά συμβιβασμό και προσαρμογή. Μαζί εξατμίζεται η κοινωνικότητά τους, στη αυξανόμενη θερμότητα της ατομικής αρέσκειας. Κάτι βρίσκετα για όλα τα κατακερματισμένα γούστα.

Όμως χρειάζεται και η κατάλληλη ιδεολογία. Το μαγείρεμα είναι τέχνη σου λένε. Μπορείς να χαροποιείς τους γύρω σου ανθρώπους. Κάνει τη ζωή μας ομορφότερη η ενασχόληση μ’ αυτές τις εκπομπές γιατί το φαγητό είναι τόσο πολύ μέρος της ζωής μας. Το ίδιο με την καπιταλιστική ιδεολογία: οι παραγωγικές σχέσεις παρουσιάζονται ως αναγκαίες ή ως ενδεδυμένες τον μανδύα της ισότητας, ενώ οι παραγωγικές δυνάμεις είναι βουτηγμένες στη μεγαλύτερη ανισότητα. Παραγωγικές σχέσεις εδώ εννοούνται ως η βιτρίνα της κοινωνικής ζωής, και παραγωγικές δυνάμεις ως η πραγματικότητά της. Βεβαίως το μαγείρεμα δεν μπορεί να είναι τέχνη. Η τέχνη επικαλείται τόσο την έννοια όσο και τις αισθήσεις, σ’ ένα ελεύθερο παιχνίδι υπό την καθοδήγηση της φαντασίας. Η τέχνη έχει διάρκεια και μία απόσταση από την εμπειρική πραγματικότητα. Καμία σχέση με το μαγείρεμα. Αλλά αν και δεν είναι τέχνη, η μαγειρική μπορεί όντως να είναι όμορφη και δημιουργική, όπως τυπικά υπάρχει και ισότητα στον τρόπο συνάντησης των καπιταλιστικών ανθρώπων στην αγορά. Αυτό όμως στο κατάλληλο περιβάλλον δεν λειτουργεί παρά ως συγκαλύπτουσα ιδεολογία που συγχέει ολοφάνερα ψέματα με δυνητικές αλήθειες.

Στην ίδια επικράτηση του ιδιώτη ανθρώπου έναντι του πολιτικού, εδράζεται και η κυριαρχία των μεσημεριανών κουτσομπολίστικων εκπομπών. Όλη η κοινωνία παρουσιάζεται ως νοικοκυριό που πρέπει να αντιμετωπίσει τις καθημερινές υποθέσεις του. Διαζύγια, πτωχεύσεις, θάνατοι, γεννήσεις, επαγγελματική ανέλιξη και τραγωδίες, όλα υπό το έμβλημα μίας καθολικότητας που είναι το κουφάρι της ατομικότητας σε μία βάρκα ναυαγών.

Την ίδια στιγμή, τεράστια επιτυχία γνωρίζουν οι εκπομπές που δεν παράγουν κάτι πρωτογενές αλλά βασικά παρουσιάζουν βιντεάκια τηλεοπτικής κορύφωσης. Εδώ εντάσσονται, σε διαφορετικό βαθμό έκαστος, οι κάθε λαζόπουλοι, θέμοι, και κανάκηδες. Δεν ενδιαφέρει εδώ το ότι περιβάλλονται αυτά τα βιντεάκια με λιγότερα ή περισσότερα σχόλια (εύστοχα ή, τις περισσότερες φορές, άστοχα) αλλά ότι αποτελούν τον βασικό κορμό των εκπομπών αυτών (πολλές φορές με το πρόσχημα ότι κεντρικότερος είναι ο σχολιασμός τους ̶ κι όμως, το συνδετικό νήμα σ’ αυτές είναι η παρουσίαση των βίντεο). Εδώ βρίσκει το σύστοιχό της η καπιταλιστική παραγωγική στασιμότητα που αναζητά διέξοδο στη χρηματοπιστωτική σφαίρα, αναπαραγόμενη τρώγοντας τις σάρκες της. Τα «τοξικά» χρηματοπιστωτικά προϊόντα δεν είναι παρά συμπυκνώσεις της καπιταλιστικής λογικής της ανάπτυξης και εκμετάλλευσης στην εποχή των σύγχρονων κοινωνικών και οικολογικών αδιεξόδων. Η λύση για το σύστημα είναι η βαθύτερη καταβύθιση στις ίδιες διαδικασίες που καταστρέφουν κοινωνία και βιόσφαιρα. Έτσι και για τους τηλεοπτικούς ήρωες, η εποχή της δημιουργικής μηδαμινότητας, τούς οδηγεί στην αναπαραγωγή του τηλεοπτικού τέλματος σε απαστράπτον περιτύλιγμα.

Η αναπαραγωγή ως τέτοια, ως αυτοσκοπός, γίνεται τόσο σημαντική κοινωνικά (σε σημείο να τείνει να μετατρέψει την κοινωνία σε βιολογικό οργανισμό, σε μία άνευ προηγουμένου οπισθοδρόμηση), ώστε διακινούνται σήμερα μέσω διαδικτύου άπειρα ηλεκτρονικά αρχεία ταινιών και μουσικής, με προεξάρχον το youtube ή τα διάφορα torrents, χωρίς να διαμαρτύρεται κανείς για την, κατά κανόνα, κάκιστη μετάδοση και ποιότητά τους. Η διαδικασία χρήμα-εμπόρευμα-χρήμα απογειώνεται με τον μανδύα και πάλι της ισότητας όσον αφορά την υποτιθέμενη δυνατότητα κατοχής. Όλοι μπορούν να έχουν άλμπουμ και ταινίες, αυτό θεωρείται σημαντικό, όχι το περιεχόμενο αυτών των προϊόντων.

Όσον αφορά τις ακόμα πιο πρόσφατες εξελίξεις, παρατηρείται μία στροφή στις εκπομπές ριάλιτι. Σ’ αυτές παραδοσιακά συμμετείχαν άγνωστοι που αποτελούσαν ευκρινή αποκρυστάλλωση του απεγνωσμένου που δεν μπορεί να πουλήσει παρά μόνο την εργατική του δύναμη. Τώρα παρατηρούμε ότι στα ίδια ριάλιτι, ή σε καινούργια, παρουσιάζονται διάσημοι σε ολοένα μεγαλύτερο βαθμό (μια ακόμα εισαγόμενη μόδα). Εδώ επαναλαμβάνεται το μοτίβο της κενής αναπαραγωγής και του συστήματος που τρέφεται από τις σάρκες του. Δεν τρέφεται όμως, όπως θα υπέθετε κανείς, με τις καλύτερες, τις πιο άριστες πλευρές του. Δεν είναι ότι στρατολογεί τους πιο εκλεκτούς εκπροσώπους του για την καλύτερη ανάπτυξή του. Απλώς ακόμα και οι υποτιθέμενα ξεχωριστοί ισοπεδώνονται καθώς ο κυκεώνας της καπιταλιστικής ανάπτυξης γιγαντώνεται. Δεν υπάρχει πια, εδώ και καιρό, ο μορφωμένος αστός, ούτε ο αυστηρός πατέρας, για να κρατήσουν μερικά μέτρα εδάφους μακριά από τον κυκεώνα αυτό. Οι περίλαμπροι αστέρες αυτογελοιοποιούνται. Εκεί που όριζαν τους κανόνες με τις κριτικές τους επιτροπές για να προσαρμοστούν οι άλλοι, τώρα υποχρεώνονται να υπαχθούν πλήρως στους κανόνες που τείνουν να αυτονομηθούν ως περιεχόμενο. Ο κανόνας λέει: υπάγονται όλοι με αυστηρότητα στον κανόνα. Όλοι υποτάσσονται σ’ έναν κενό χρόνο και σε μία αποξενωμένη εργασία που πηγάζει από την κοινωνική κυριαρχία. Η ταξική πάλη υποβαθμίζεται σταθερά. Η κινητικότητα αυξάνεται αλλά βασικά προς τα κάτω. Ο καπιταλισμός ως κοινωνία σπάει όλες τις διαχωριστικές γραμμές.

Η αντίφαση εντούτοις παραμένει. Η ανισότητα πρέπει να έχει τον μανδύα της ισότητας. Τη μοναξιά και ανημπόρια πρέπει να καλύπτουν τα τηλεοπτικά λούσα και το κλάμα να καλύπτεται από το πιο αποκρουστικό γέλιο. Την επανάσταση δεν θα επιφέρουν ούτε οι απόλυτα εξαθλιωμένοι ούτε και οι συνειδητοποιημένοι λίγοι. Κοινωνικοί χώροι διανοίγονται και περιμένουν ένα πολιτικό κίνημα που να μη φοβάται να σκεφτεί την, και να υπαχθεί στην, αντίφαση.

Θοδωρής Βελισσάρης

Μια πολιτική διέξοδος από την κρίση

…ή από το Χάος των αγορών και του κράτους, στον Κόσμο της δημοκρατίας και του διαφωτισμού.


Η κρίση

Ενάντια στη δύναμη της επικαιρότητας, γνωρίζαμε ότι κρίση υπήρχε ήδη στην Ελλάδα και τον κόσμο. Δεν περιμέναμε τα δελτία ειδήσεων για να αντιληφθούμε την κρίση που συνέτριβε τους ανθρώπους και το φυσικό περιβάλλον. Οι τελευταίες εξελίξεις απλώς κατέστησαν ορατή την κρίση σε περισσότερους ανθρώπους, παράλληλα με την επέκταση των οικονομικών συμπτωμάτων της.

Απέναντι λοιπόν στην πρόσφατη εξάπλωση της συνειδητοποίησης της κρίσης, απλώνεται η απόλυτη ένδεια και ανεπάρκεια των προτάσεων για έξοδο απ’ αυτήν, που προβάλλονται τόσο από το κατεστημένο όσο και από την Αριστερά με την ευρεία έννοια. Στην ολότητά τους, τα σύγχρονα προβλήματα δεν είναι αμιγώς οικονομικά, ούτε απλώς ταξικά. Ένας ολόκληρος αιώνας στοχασμού, ο εικοστός, μένει στο περιθώριο και επιστρέφουμε σε απλοϊκές αναλύσεις και λύσεις. Για να αναφερθούμε σε λίγα μόνο παραδείγματα, οι στοχαστές της Σχολής της Φραγκφούρτης πάσχισαν να δείξουν ότι η σφαίρα του πολιτισμού και της κουλτούρας δεν είναι κομμάτι ενός υποτιθέμενου «εποικοδομήματος» αλλά βασικός πυλώνας για την αναπαραγωγή του σύγχρονου καπιταλισμού. Ο Καστοριάδης αγωνιζόταν να καταδείξει την έλλειψη νοήματος και την άνοδο της ασημαντότητας ως κέντρα της καπιταλιστικής κρίσης, ενώ ο Μπούκτσιν συχνά αποφαινόταν ότι ο καπιταλισμός, από οικονομία, έχει μετατραπεί σε κοινωνία, διαβρώνοντας κάθε πλευρά της κοινωνικής ζωής και τη σχέση της με τη Φύση. Όλα αυτά φαίνεται ότι ήταν για πολλούς που τα αναπαρήγαγαν λόγια του αέρα, κατάλληλα για φιλολογικές βραδιές, και τώρα που ήρθαν τα δύσκολα έπεσαν με τα μούτρα στον οικονομίστικο διάλογο που παρατηρούμε, περιχαρακωμένο από την πολιτική, την κοινωνία, τον πολιτισμό.

Είναι αναγκαίο να επισημάνουμε ότι τα οικονομικά δεινά της σύγχρονης εποχής οφείλονται κατά βάση στην ίδια τη δομή του καπιταλιστικού συστήματος, το οποίο είναι ικανό να αναπτύσσεται όσο αυξάνεται η οικονομική εκμετάλλευση των μισθωτών από το κεφάλαιο. Το ξεπέρασμα ωστόσο αυτών των δεινών δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τον τερματισμό της διαίρεσης κεφαλαίου-εργασίας. Άλλου είδους ιεραρχίες μπορούν να προκαλέσουν νέα δεινά ή ακόμα και να επιτρέψουν ξανά στις τάξεις να αναδυθούν. Επίσης, αυτό που συγκρατεί τις ταξικές διαφορές ως κυρίαρχες, παρόλο τον ανορθολογισμό τους και τον απάνθρωπο χαρακτήρα τους, δεν είναι μονάχα η ίδια η παραγωγική δομή αλλά το σύνολο των κατεστημένων κοινωνικών σχέσεων. Γι’ αυτό ο αγώνας για οικονομική ευημερία είναι αγώνας για κοινωνική ευημερία, για τερματισμό της εκμετάλλευσης αλλά και των υπόλοιπων ιεραρχικών θεσμών, υπέρ της δημοκρατίας. Βεβαίως, αυτή τη ρίζα των προβλημάτων δεν την αγγίζουν ούτε το σκληρό πακέτο των μέτρων, ούτε η στάση πληρωμών και η έξοδος από την ευρωζώνη που προτείνουν κάποιοι.



Η ανεπάρκεια των οικονομικών προτάσεων

Οι οικονομικές λύσεις είναι μέρος των προβλημάτων ενός κοινωνικού συστήματος που διαχώρισε την οικονομία από την πολιτική και την κοινωνία. Εμείς προτείνουμε πολιτικές λύσεις: δημοκρατία και έναν νέο διαφωτισμό. Ας δούμε όμως όλα αυτά λίγο πιο αναλυτικά, αναγκαζόμενοι εκ των συνθηκών να αναμετρηθούμε σε κάποιο βαθμό με το επίπεδο της τρέχουσας επιχειρηματολογίας.

Προς το παρόν στην Ελλάδα παρατηρούμε, σχηματικά, την εξής πόλωση: οι «συντηρητικές» δυνάμεις κατηγορούν για την κρίση το κράτος, τον διογκωμένο «δημόσιο» τομέα και την ευμάρεια που είχε πήλινα πόδια. Ξοδεύαμε περισσότερα απ’ όσα πραγματικά είχαμε. Οι «προοδευτικές» δυνάμεις κατηγορούν τις ανοιχτές αγορές, την ευρωζώνη και το κεφάλαιο που κέρδιζε τη μερίδα του λέοντος της κατ’ επίφαση ανάπτυξης και τώρα ρίχνει το βάρος των ευθυνών σ’ αυτούς που μάζευαν τα ψίχουλα της τεχνητής ευμάρειας, οι οποίοι και καλούνται να πληρώσουν τη νύφη.

Οι πρώτοι συστρατεύονται γύρω από τους σκληρούς όρους της «βοήθειας» από την Ε.Ε. και το Δ.Ν.Τ. Οι δεύτεροι επικεντρώνονται στη στάση πληρωμών, στη χρεοκοπία και την έξοδο από την ευρωζώνη. Έχουν δίκιο από την άποψη ότι η λύση των «συντηρητικών» θίγει κυρίως αυτούς που οφελήθηκαν λιγότερο από την κακοδιαχείριση του παρελθόντος, συχνά όμως παραλείπουν να επισημάνουν ότι και η δική τους λύση θα είναι πολύ επίπονη, ιδιαίτερα για τους αδύνατους, οι οποίοι πάντα υποφέρουν περισσότερο σε δύσκολες περιόδους.

Όπως συνέβαινε πάντα, η πλευρά του κατεστημένου εκφράζει μαζί με τα ολόκληρα ψέματα και μισές αλήθειες. Καλώς ή κακώς, αυτοί που εισηγούνται τα σκληρά μέτρα οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι ομολογούν και κάποιες παρόμοιες αλήθειες. Το τεράστιο χρέος και τα ελλείμματα της χώρας (εν καιρώ μάλιστα οικονομικής ανάπτυξης!) δεν εμφανίστηκαν από το πουθενά. Για πολλά χρόνια οι ελληνικές κυβερνήσεις μέχρι και παραποιούσαν τα στατιστικά στοιχεία της χώρας, μόνες ή με παρέα τύπου Goldman Sachs, για να συνεχίσουν να ξοδεύουν κατά βούληση. Να ξοδεύουν για το καλό της χώρας; Όχι. Για το καλό του κομματικού πελατειακού κράτους που είχαν δημιουργήσει. Βασικό μέλημα ήταν η εξασφάλιση των ψήφων που θα επέτρεπαν την ποθούμενη επανεκλογή, κάτι που αποδεικνύει και η έκρηξη της σπατάλης και της ανευθυνότητας όταν πλησίαζε το τέλος των τετραετιών και οι νέες εκλογές. Κριτήριο των δημοσίων δαπανών και πολιτικών δεν ήταν κάποιος ορθολογικός κοινωνικός στόχος αλλά το εύκολο βόλεμα. Το σύστημα βέβαια δημιουργεί σε όλους τους τομείς κατάλληλους ανθρωπολογικούς τύπους για τη διαιώνισή του. Μεγάλα μέρη του πληθυσμού της χώρας προσκολλήθηκαν στον σάπιο κεντρικό μηχανισμό επειδή αυτό φαινόταν η ευκολότερη λύση.

Όσοι συνεπώς προτείνουν στάση πληρωμών και έξοδο από την ευρωζώνη, εκτός του ότι συνήθως δεν συζητάνε τις άμεσες πολύ σοβαρές συνέπειες της χρεοκοπίας που επιδιώκουν, κάνουν μισή δουλειά και από την άποψη ότι δεν επισημαίνουν τον σημαντικό ρόλο που διαδραμάτισαν οι παραπάνω παράγοντες για την κατάσταση της οικονομίας, δηλαδή η σαπίλα του κομματικού κράτους, μαζί με την απόλυτη ανικανότητά του να υπερνικήσει τη φοροδιαφυγή, την οποία κατά βάση καλλιεργούσε.

Φυσικά, εντελώς υποκριτική είναι η στάση του συρφετού που καταγγέλλει μονόπλευρα αυτούς τους παράγοντες αγνοώντας: πρώτον, ότι τα μέτρα, τα οποία εισηγήθηκαν ευρωπαίοι επαγγελματίες πολιτικοί και υπερατλαντικοί τεχνοκράτες, άσχετοι με την ελληνική πραγματικότητα, είναι πολύ αμφίβολο ότι θα αποτρέψουν τη χρεοκοπία, παρά τις τεράστιες θυσίες που απαιτούν από τα μεσαία και κατώτερα στρώματα της χώρας. Ακόμα κι αν την αποτρέψουν τα μέτρα είναι, το λιγότερο, κοντόφθαλμα. Σ’ ένα παγκόσμιο περιβάλλον παραγωγικής στασιμότητας, με μοναδική διαφυγή για τα κεφάλαια την αδιέξοδη χρηματοπιστωτική σαπουνόφουσκα, ποιο μέλλον μπορεί να έχει η «ισχυρή» Ελλάδα; Όχι ότι το διεθνές σύστημα θα καταρρεύσει από μόνο του [1]. Απλά είναι καταδικασμένο να γεννά ανά τακτά διαστήματα σοβαρά προβλήματα και κρίσεις, τα οποία είναι εξαιρετικά δύσκολο να λυθούν ακόμα και για τους ισχυρότερους παίκτες του, πόσο μάλλον για την Ελλάδα.

Για να το πούμε περιφραστικά: η εφαρμογή των μέτρων μας οδηγεί, είτε σε μία ακόμα πιο επίπονη χρεοκοπία, είτε στη ζούγκλα των παγκόσμιων αγορών. Ο ανορθολογισμός των τελευταίων έγινε καταφανής: το ίδιο το σύστημα μας έσπρωχνε σ’ έναν άνευ προηγουμένου καταναλωτισμό και εύκολο δανεισμό, αναγκαίο για την αναπαραγωγή του, και τώρα έρχεται να μας μαλώσει επειδή αποδεχθήκαμε τον ρόλο που αυτό προωθούσε μέσα από την κουλτούρα της κατανάλωσης και της διαφήμισης!

Από την άλλη, από μόνη της η έμφαση στη στάση πληρωμών, στη χρεοκοπία και την έξοδο από την ευρωζώνη, ειδικά αν συνοδευτεί από κλείσιμο των συνόρων και τις οραματιζόμενες από κάποιους κρατικοποιήσεις τραπεζών, μπορεί να οδηγήσει: είτε σε ένα ακόμα πιο αποκρουστικό πελατειακό κράτος, από το οποίο θα κρέμονται όλο και περισσότερο οι εξαρτημένοι, αποκλειστικά πλέον απ’ αυτό, υπήκοοί του· είτε, στην χειρότερη περίπτωση, δεδομένου και του επιπέδου της ελληνικής κομμουνιστικής Αριστεράς και του σταλινισμού που τη χαρακτηρίζει, σε μία κοινωνία τύπου Βόρειας Κορέας, τηρουμένων των αναλογιών.[2]



Το ουσιαστικό πρόβλημα και η καταλληλότητα των συνθηκών για μια δημοκρατική προοπτική

Τόσο το κράτος όσο και οι αγορές έχουν ένα σοβαρό μειονέκτημα: δεν μπορούν να δουν πέρα από το συμφέρον της αναπαραγωγής τους, τις κοινωνικές και οικολογικές ανάγκες των πολιτών. Βασικός ανορθολογισμός τους είναι ότι θέλουν υποτιθέμενα να φροντίζουν για μας, χωρίς να λαμβάνουν πραγματικά υπόψη εμάς![3] Αυτός ο ανορθολογισμός, στις διάφορες εκδοχές του, οδήγησε, από τη μία, στην κατασπατάληση του δημοσίου πλούτου και σ’ έναν βλακώδη πολιτικό σχεδιασμό και, από την άλλη, στην αποδιάρθρωση της παραγωγικής δομής της χώρας και στη μετατροπή της σε τουριστικό θέρετρο και οικολογική χαβούζα –για να μη μιλήσουμε για την χρόνια ανεργία και φτώχεια. Απέναντι σ’ αυτόν τον ανορθολογισμό, τον οποίο δεν θίγουν ούτε τα νέα μέτρα ούτε και η στάση πληρωμών, προτάσσουμε τον συνειδητό έλεγχο της ζωής μας από μας τους ίδιους, δηλαδή τη δημοκρατία. Η τεράστια σημασία που έχει η αυτοσυνείδηση για τη δημοκρατία καθιστά σαφές ότι παράλληλα με οποιαδήποτε πολιτική λύση είναι αναγκαίος ένας νέος διαφωτισμός. Λύση είναι η συμμετοχή όλων στη δημόσια ζωή της χώρας, ο αληθινός διάλογος, η πλήρης ενημέρωση όλων από μέσα ελεγχόμενα από τους ίδιους τους πολίτες, η διαβούλευση και συναπόφαση σε δημοτικές και συνοικιακές συνελεύσεις που θα συνεργάζονται σε περιφερειακό και εθνικό επίπεδο. Τα αναπτυσσόμενα αντικοινοβουλευτικά αισθήματα που παρατηρούμε να αναπτύσσονται δυναμικά τελευταία μπορούν να γίνουν αφορμή για το πέρασμα στην πραγματική, άμεση δημοκρατία. Παρακάτω θα γίνουμε περισσότερο συγκεκριμένοι, μετά από κάποιες αναγκαίες επισημάνσεις.

Τι πολιτική προοπτική μπορεί να δοθεί στη δικαιολογημένη οργή απέναντι στην άθλια κατάσταση στην οποία έχουμε εισέλθει; Πρέπει να παραδεχθούμε αρχικά την αδυναμία των παραδοσιακών μέσων και αντιδράσεων. Οι μαζικές πορείες, αν και αναγκαίες καθώς διατρανώνουν την αντίθεση στις σχεδιαζόμενες πολιτικές, φουσκώνουν και ξεφουσκώνουν σαν κύματα που σκάνε στην ακτή και χάνονται. Είναι ευκαιρία για μια δημοκρατική, δημοτική και διαδημοτική προοπτική.

Δεν πρέπει να φοβόμαστε να προτείνουμε ριζικές λύσεις, ειδικά σε περιόδους σαν αυτή που διερχόμαστε. Η εξάπλωση της κρίσης κάνει τα άκρα να αναδύονται και τις στατιστικές να κλονίζονται. Για παράδειγμα, πάλαι ποτέ καθώς πρέπει «δημοκράτες» ρίχνουν τις μάσκες τους και προτείνουν αναστολή άρθρων του συντάγματος όσον αφορά τις διαδηλώσεις ή καταστολή της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών μέσω διαδικτύου[4]. Παράλληλα, όλο και περισσότεροι ανοίγουν τα αυτιά και τις καρδιές τους σε προοδευτικές ιδέες για τις οποίες, υπό κανονικές συνθήκες, θα αδιαφορούσαν.

Οι συνθήκες προσφέρονται για μία άλλου είδους στρατηγική. Με το σχέδιο «Καλλικράτης», το κράτος υφαρπάζει την τοπική εξουσία παραχωρώντας την σε ισχυρότερους κεντρικούς δήμους και περιφέρειες. Αυτός είναι ένας τρόπος να διευκολύνει τον κρατικό έλεγχο και τις μεταρρυθμίσεις υπέρ της επέλασης των αγορών. Πολλές τοπικές κοινωνίες δικαιολογημένα διαμαρτύρονται και αρχίζουν στοιχειωδώς να αντιλαμβάνονται το παιχνίδι που παίζεται εις βάρος τους. Ακόμα βέβαια δεν γίνεται συνείδηση (κι αυτό είναι το ζητούμενο) το γεγονός ότι η αναπαραγωγή του συστήματος σχετίζεται με την καταστροφή των υπολειμμάτων δημοσίου χώρου και, ουσιαστικά, με τη διάλυση της κοινωνίας και τη μετάθεση των αρμοδιοτήτων γι’ αυτήν σε ειδικούς και τεχνοκράτες. Το καρότο γι’ αυτήν την πολιτική είναι η ισχυροποίηση των νέων δήμων που διασώζονται, παράλληλα βέβαια με το μαστίγιο της ισχυροποίησης των περιφερειών που θα τους ελέγχουν.

Για να ανακεφαλαιώσουμε ως εδώ: οι «οικονομικές» λύσεις που προτείνονται δεν είναι πραγματικές λύσεις. Η χρεοκοπία πρέπει να αποφευχθεί, αλλά τα μέτρα που προτείνονται δεν το εξασφαλίζουν αυτό και, ακόμα κι αν το καταφέρουν, θα το καταφέρουν προσωρινά, και σύντομα η κοινωνία θα τεθεί αντιμέτωπη με παρόμοιες ή και χειρότερες προκλήσεις. Το πρόβλημα είναι ότι εγκαταλείπουμε τις μοίρες μας στις αγορές ή στους επαγγελματίες πολιτικούς, ζώντας απορροφημένοι στις μικροϋποθέσεις μας. Συνεπώς πρέπει άμεσα να δημιουργήσουμε τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την ανάκτηση του δημόσιου χώρου, και τον συνειδητό έλεγχο των κοινωνικών υποθέσεων από όλους. Οι συνθήκες είναι κατάλληλες λόγω της κρίσης συνείδησης που εξαπλώνεται, την οποία αν δεν εκμεταλλευτούμε εμείς μπορεί να εκμεταλλευτούν απεχθείς ψευτοσωτήρες. Η συγκυρία του «Καλλικράτη» είναι επίσης πρόσφορη, καθώς η αντίθεση σ’ αυτόν μπορεί να συντεθεί με την δημοκρατική προοπτική.



Η δημοκρατική διέξοδος

Η άμεση πολιτική διέξοδος που προτείνουμε για το αναδυόμενο κίνημα ενάντια στην υφιστάμενη κατάσταση, είναι η συμμετοχή στις επερχόμενες δημοτικές εκλογές του Νοέμβρη μ’ ένα συγκεκριμένο πλαίσιο: εάν οι τοπικές κινήσεις νικήσουν, τότε μεταφέρουν την πραγματική εξουσία από τον δήμαρχο και το συμβούλιο, στις νέες δημοτικές και συνοικιακές συνελεύσεις που θεσμίζονται άμεσα. Η εξουσία που κλέβει ο «Καλλικράτης», όχι μόνο αποκαθίσταται αλλά γίνεται πραγματική δημοκρατία αντί για δεσποτισμός μικρής κλίμακας, όπως έχουν καταντήσει οι δήμοι. Οι συνελεύσεις αυτές, μετά από ουσιαστική ενημέρωση και διαβούλευση, παίρνουν όλες τις σημαντικές αποφάσεις, μόνες τους για θέματα που αφορούν τις ίδιες, και σε συνεργασία με τις υπόλοιπες για ευρύτερου ενδιαφέροντος ζητήματα. Για καθαρά διαχειριστικά και διεκπεραιωτικά ζητήματα μπορούν να δημιουργούν υπόλογες και ανακλητές επιτροπές. Οι αποφάσεις των συνελεύσεων όμως, θα δεσμεύονται από το πλαίσιο με το οποίο θα έχει κατέβει στις εκλογές κάθε τοπική κίνηση. Το πλαίσιο αυτό θα έχει εγκριθεί από τις εκλογές, μετατρέποντάς τις τελευταίες σε δημοψήφισμα για την έγκρισή του πλαισίου αυτού, εξ ου και ο απαιτούμενος σεβασμός στα όρια που θέτει (το ότι θα έχει εγκριθεί σε μία δημοκρατική διαδικασία το πρόγραμμα αυτό αναιρεί και τις πιθανές ενστάσεις για τον «τεχνητό» και «από τα πάνω» χαρακτήρα του). Κατά την άποψή μας, σ’ αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να περιέχονται γενικές ελευθεριακές και δημοκρατικές αρχές που θα αντιμάχονται την οικονομική εκμετάλλευση και εξαθλίωση, τον ρατσισμό και τον σεξισμό, ενώ θα δίνουν έμφαση στην ανάπτυξη της τοπικής κοινωνίας και οικονομίας με τον δέοντα σεβασμό στα οικολογικά δεδομένα. Συγχρόνως, για την αποφυγή του τοπικισμού, θα πρέπει να προωθεί τη συνεργασία των δήμων και των συνελεύσεων και να προσβλέπει σε μία διαδημοτική δημοκρατική ένωση. Οι συντελεστές των κινήσεων που θα κατέβουν στις εκλογές θα συμμετέχουν στην πολιτική ζωή όπως όλοι, χωρίς προνόμια. Απλώς, για την τήρηση των προσχημάτων απέναντι στον νόμο, οι αποφάσεις που θα παίρνουν οι συνελεύσεις θα υλοποιούνται με την τυπική υπογραφή των, μονάχα στα χαρτιά, δημάρχων. Ενώ, παράλληλα, θα είναι υπεύθυνοι για τη μη παραβίαση του προαναφερθέντος πλαισίου. Ασφαλιστικές δικλείδες για πιθανά προβλήματα μπορούν να αναζητηθούν στην επιδίωξη εναλλαγής στη θέση του δημάρχου και στο δικαίωμα ανάκλησής του, ανάλογα με το τί επιτρέπει ο νόμος. Πάντα υπάρχει ο κίνδυνος της διαφθοράς, ακόμα και στα πιο αντιεξουσιαστικά κινήματα, αλλά δεν πρέπει μία μικρή πιθανότητα να μας αποτρέπει από το να δοκιμάσουμε κάτι σημαντικό.

Οι νέοι ελεύθεροι δήμοι, θα χρησιμοποιούσουν την οικονομική και πολιτική τους δύναμη για να εγκαινιάσουν μία μακρά επιμορφωτική, για όλους μας, διαδικασία. Μια εκπαιδευτική διαδικασία δημοκρατίας, γνώσης και διαβούλευσης, που θα θέτει η ίδια τους όρους της πραγμάτωσής της. Το κίνητρο για τη συμμετοχή στους νέους δημοκρατικούς θεσμούς θα είναι μεγάλο, καθώς οι αποφάσεις τους θα έχουν κάποιο αντίκρισμα στην πραγματική ζωή των ανθρώπων, ενώ συγχρόνως θα διανοίγουν όλο και σημαντικότερες δυνατότητες, μέσα από τη συνεργασία των απελευθερωμένων δήμων, και την προοπτική του ξεπεράσματος των ανορθολογισμών των αγορών και του κράτους σε μία δημοκρατία αυτοσυνείδησης και συνεργασίας.

Εντός του δημοτικού πεδίου μπορούν να συνυφανθούν συμφέροντα και επιδιώξεις της πλειοψηφίας, και να ξεπεραστούν όχι μόνο αποσπασματικά προβλήματα αλλά προβλήματα σύμφυτα με την κοινωνία και τον πολιτισμό στην ολότητά τους.

Συγχρόνως, μέσα στις δύσκολες οικονομικές συνθήκες που βιώνουμε, τα τοπικά κινήματα θα ενδυναμωθούν και θα σταθούν συμπαραστάτες στα θύματα της κρίσης, προωθώντας ελπίζουμε παράλληλα μία αλληλεγγύη και ηθική στην οικονομία, η οποία θα παραμερίσει τα ατομικά συμφέροντα. Τα τελευταία στρέφονται ενάντια στα ίδια τα άτομα που τα επιδιώκουν, παρ’ όλες τις ασυναρτησίες για το «αόρατο χέρι» της αγοράς, που εξισορροπεί τις ατομικές επιδιώξεις, που κάποιοι παραδόξως ακόμα αναμασούν. Τουλάχιστον, θα έχουν τεθεί οι απαραίτητες συνθήκες για την επικράτηση αυτής της δημοκρατικής και ηθικής νέας οικονομίας [5], που θα ελέγχεται από τους ίδιους τους πολίτες, εντός των κατάλληλων κοινωνικών και οικολογικών παραμέτρων. Κανείς δεν γνωρίζει τις ανάγκες και τις επιθυμίες μας, καθώς και τις αδυναμίες και τα ελαττώματά μας, καλύτερα από μας τους ίδιους. Γι’ αυτό εμείς πρέπει να κρατάμε τα ηνία της ζωής μας, και να είμαστε υπεύθυνοι γι’ αυτήν, ακόμα και για τα λάθη που πιθανώς θα συνοδεύσουν τις προσπάθειές μας.

Αυτό το κείμενο θέλουμε να αποτελέσει βάση συνάντησης και επικοινωνίας για να προσπαθήσουμε άμεσα να υλοποιήσουμε αυτό το πρόγραμμα σε όσο περισσότερους δήμους μπορούμε. Αυτή η συγκυρία αποτελεί άλλη μία ιστορική ευκαιρία για τις ελευθεριακές ιδέες και τη δημοκρατία. Μέσα σ’ ένα μεγάλο δημοκρατικό κίνημα θα τεθούν οι βάσεις για την αντιμετώπιση όλων των προβλημάτων, ακόμα και των οικονομικών, και στην οικοδόμησή του επικεντρώνουμε τις προσπάθειές μας. Μπροστά στον εκβιασμό των γεγονότων και την επιτακτικότητα των άμεσων λύσεων, απαντάμε ψύχραιμα: δημοκρατία και διαφωτισμός.

Κίνηση για τον Ελευθεριακό Δημοτισμό

—————————————————————————————————–

[1] Ακόμα και τα ολοένα σημαντικότερα «εξωτερικά όρια» που θέτει η οικολογική κρίση δεν μπορούν να οδηγήσουν από μόνα τους σε μία κατάρρευση του συστήματος, αλλά ίσως σε μία ολοκληρωτική παραλλαγή του.

[2] Υπάρχει κι ένα ήπιο κομμάτι της Αριστεράς που ζητάει αναδιανομή εισοδήματος υπέρ των εργαζομένων και επιβάρυνση του κεφαλαίου για την έξοδο από την κρίση. Αυτά τα αιτήματα δεν είναι λανθασμένα αλλά δεν είναι επίσης ενταγμένα σε κάποια απελευθερωτική προοπτική. Δεν θίγουν σε καμία περίπτωση το βασικό πρόβλημα ότι ζούμε μ’ έναν τρόπο που μας διαφεύγει, όπως έλεγε ένας γάλλος συγγραφέας. Κατά βάση οι εισηγητές τους μας καλούνε να ψηφίσουμε ένα κόμμα που αυτή τη φορά θα μας σώσει. Ποιοι θα επιβάλλουν αυτή την αναδιανομή και με ποιον τρόπο; Αυτά είναι ερωτήματα που αφήνουν χωρίς σοβαρή απάντηση.

[3] Ένα βασικό χαρακτηριστικό του κεφαλαίου και του κράτους, η ανάλυση του οποίου ξεφεύγει από τα όρια αυτού του κειμένου, είναι ότι τείνουν μακροπρόθεσμα να συνεργάζονται εις βάρος των τοπικών και κοινωνικών αναγκών, όπως καταδεικνύει η ίδια η ιστορία του καπιταλισμού.

[4] Βλ. για παράδειγμα τα σχόλια εδώ.

[5] Μιας οικονομίας δηλαδή που λειτουργεί σύμφωνα με τις αρχές: από τον καθένα σύμφωνα με τις δυνατότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του και που η ανάπτυξη του ενός έχει ως προϋπόθεση την ανάπτυξη όλων. Στόχοι που βέβαια απαιτούν βάθεμα της δημοκρατικής ζωής και ριζοσπαστικοποίησή της.