Οι μεταμορφώσεις της έννοιας του Λόγου στο έργο των Αντόρνο και Μπούκτσιν

Παρουσιάζουμε μια παλαιότερη, πολύ εισαγωγική, παρουσίαση κεντρικών σημασιών του Λόγου (reason) στο έργο των Αντόρνο και Μπούκτσιν, για να μη μένει στο συρτάρι. Στο μέλλον θα προσπαθήσουμε να επιδοθούμε στο πιο ουσιώδες ζήτημα, να συσχετίσουμε δηλαδή τους δύο στοχαστές και να τους εντάξουμε στο διαλεκτικό ιστορικό και θεωρητικό συνεχές, από τον Χέγκελ και τον Μαρξ μέχρι σήμερα, που στοχεύει στο ξεπέρασμα του καπιταλισμού, και της «προϊστορίας» εν γένει, προς της κοινωνική ελευθερία [εδώ οι σχέσεις ιστορίας και θεωρίας δίνονται απροσδιόριστα, παραθετικά]. Μόνο μια νύξη: η πιο εμμενής κριτική του καπιταλισμού ως ταξικής κοινωνίας, η μαρξιστική, μπόρεσε να αρθρώσει το επιχείρημά της στο όνομα της κοινωνίας γενικά, όταν προέταξε ως στόχο του περάσματος από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό το τέλος σύνολης της προϊστορίας, για ν’ αρχίσει επιτέλους η ιστορία. Η εμμενής, αυστηρά εγγενής ανάλυση του καπιταλισμού ενείχε εξαρχής διϊστορική έκταση. Αυτή η διαλεκτική εμμενούς και δι-ιστορικού επιτρέπει την ανάδειξη θεμάτων όχι μόνο ταξικών αλλά και διαταξικών. Η διαλεκτική της κυριαρχίας του Αντόρνο είναι μια εκπληκτική διεύρυνση του μαρξισμού, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που οι κοινωνικές σχέσεις είχαν (έχουν) πραγμοποιηθεί σε σημείο να μοιάζουν με «φυσικές» – όπως ο καπιταλισμός βλέπει τη φύση βέβαια (ας αναλογιστούμε λίγο εδώ την πρόσληψη της κρίσης ως φαινομένου από την ελληνική κοινωνία). Η κυριαρχία διευρύνεται σε ιεραρχία στις αναλύσεις του Μπούκτσιν, και η δεύτερη φύση αποκτά έννοια δυνάμει, όχι μόνο άρνησης. Ας μείνουμε εδώ όμως προς το παρόν.

1. Th. W. Adorno

Ο εξέχων στοχαστής της Σχολής της Φραγκφούρτης, Τέοντορ Β. Αντόρνο, υπήρξε βαθύς γνώστης της φιλοσοφικής παράδοσης και ρηξικέλευθος ανανεωτής της. Ως διαλεκτικός στοχαστής που συνεξέταζε τις φιλοσοφικές έννοιες με την κοινωνικοϊστορική πραγματικότητα στην οποία είναι εμβαπτισμένες, δεν μπορούσε να επαναπαυτεί στις δάφνες των φιλοσοφικών συστημάτων του παρελθόντος. Γιατί η κοινωνική πραγματικότητα τις είχε διαψεύσει. Αυτό ωστόσο δεν αναιρούσε τη δυνατότητα της φιλοσοφίας. Αντιθέτως, της επέτρεπε να αποφενακιστεί και να αναπτυχθεί απροκατάληπτα.

Διόλου τυχαία, το σημαντικότερο φιλοσοφικό έργο του Αντόρνο (Αρνητική Διαλεκτική) ξεκινούσε με τη διαπίστωση ότι η στιγμή της πραγματοποίησης της φιλοσοφίας πέρασε και χάθηκε (με την αποτυχία των σοσιαλιστικών επαναστάσεων). Ωστόσο, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο αποφαίνεται ότι διατηρείται στη ζωή, ενώ κάποτε φαινόταν ξεπερασμένη.[1]

Η σύγχρονη τού Αντόρνο κοινωνική πραγματικότητα περιλάμβανε γεγονότα που είχαν κλονίσει την παραδοσιακή σκέψη, και δη τη μαρξιστική, από την οποία εκκινούσε ο Αντόρνο και η Σχολή της Φραγκφούρτης. Τα επαναστατικά κινήματα που υποτιθέμενα θα ακολουθούσαν τη Σοβιετική επανάσταση απέτυχαν και αντ’ αυτών αναδύθηκε ο ναζισμός και ο φασισμός, ενώ ακόμα και στις χώρες του ανατολικού μπλοκ ένα αυταρχικό Κράτος είχε εδραιωθεί. Δύο παγκόσμιοι πόλεμοι αλληλοσφαγής, και το Ολοκαύτωμα που είχε συνοδεύσει τον δεύτερο, είχαν επιβεβαιώσει την επικράτηση των εκμεταλλευτικών σχέσεων επί του ανθρώπου και επί της Φύσης. Στο όνομα ολοκληρωτικών θεωριών και συστημάτων η αδικία και η βαρβαρότητα εξάπλωναν την κυριαρχία τους. Ο Λόγος, όχι μόνο δεν είχε εκπληρώσει τις διαφωτιστικές υποσχέσεις του αλλά συνεπικουρούσε το κακό με τις εργαλειακές του ιδιότητες. Η φιλοσοφία, για τον Αντόρνο, δεν θα μπορούσε να μη διαστοχαστεί όλες αυτές τις εξελίξεις και να μη διερωτηθεί για τη νέα θέση της, προσαρμοσμένη στη νέα πραγματικότητα.

Η αυτοκριτική της φιλοσοφίας έπρεπε να στραφεί στις αξιώσεις της για την ύπαρξη ενός Λόγου που υποτιθέμενα μπορεί να περιλαμβάνει την ολότητα του πραγματικού, αξιώσεις οι οποίες είχαν προσβληθεί όπως είδαμε ανεπανόρθωτα από την κοινωνική κατάσταση. Σχετικά πρώιμα, στο δοκίμιό του «Η επικαιρότητα της φιλοσοφίας» (1931), ο Αντόρνο διακήρυττε ότι η φιλοσοφία πρέπει «να παραιτηθεί απ’ την ψευδαίσθηση (…) ότι είναι εφικτή με τη δύναμη του σκέπτεσθαι η σύλληψη της ολότητας του Πραγματικού».[2]

Η στροφή αυτή δεν μπορεί παρά να συνοδευτεί από μία κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας. Ο Χέγκελ, ως εκφραστής της αναδυόμενης αστικής κοινωνίας ταυτίζει το υποκείμενο με το αντικείμενο. Αυτό παραλληλίζεται στη σκέψη του Αντόρνο με την ταύτιση, αφενός του ξεχωριστού ατόμου με την αστική κοινωνία, η οποία το έχει απορροφήσει στους θεσμούς της, και αφετέρου της αστικής κοινωνίας με τη Φύση υπό την έννοια φυσικά της καθυπόταξης της Φύσης (και εδώ ως Φύση εννοούμε και τον εξωτερικό φυσικό κόσμο αλλά και τη φύση του ανθρώπου, τα ένστικτα και τις ορμές του: και οι δύο αυτές πτυχές πρέπει να τιθασευτούν από την αστική εμπορευματική κοινωνία). Η ταυτότητα υποκειμένου και αντικειμένου στον Χέγκελ θεμελιώνεται με την επίκληση του Κράτους, το οποίο αφανίζει εντός του εγελιανού συστήματος το ξεχωριστό άτομο και τις ιδιαιτερότητές του. Κατά την εύστοχη διατύπωση του Zima, η εγελιανή ολότητα δεν είναι ουσιαστική για τον Αντόρνο καθώς «φέρει το σημάδι της ανταλλακτικής αξίας που τείνει να εξαφανίσει τις ποιοτικές διαφορές και μαζί μ’ αυτές ό,τι είναι ξεχωριστό και επομένως ‘μερικό’».[3]

Ωστόσο, εμφατικά πρέπει να τονίσουμε ότι η κριτική αυτή δεν στρέφει τον Αντόρνο κατά του ίδιου του Λόγου, σε μια ανορθολογική άρνηση της δυνατότητας της φιλοσοφίας να αναφέρεται στον αντικειμενικό κόσμο. Ουσιωδώς, αυτό που επιδιώκει ο Αντόρνο είναι η μετατροπή της ολότητας από καταφατική κατηγορία σε μια κατηγορία «αενάως κριτική» (κατά τη φράση του Martin Jay).[4] Όλα όσα η φιλοσοφία της ταυτότητας άφηνε έξω από το σύστημά της φιλοδοξεί να τα συμπεριλάβει στη νέα ολότητά της η φιλοσοφία που προτάσσει ο Αντόρνο. Σύμφωνα με τα ίδια τα λόγια του, «το πνεύμα ίσως να μην μπορεί να παραγάγει ή να συλλάβει το μείζον, την Ολότητα του Πραγματικού, μπορεί όμως να συλλάβει το ελάσσον (…)».[5]

Τα παραπάνω σημαίνουν ότι ο ορθός λόγος μπορεί να παραμένει τέτοιος μόνο στο μέτρο που η σκέψη που τον εξασκεί είναι σκέψη πάνω σε κάτι συγκεκριμένο. Ο ανορθολογισμός αναδύεται όταν η σκέψη υποστασιοποιεί τα προϊόντα της και τα προβάλλει ως υπεριστορικές αμετάβλητες αλήθειες. Αναδύεται εντούτοις εδώ ο φόβος να διολισθήσει η ανοιχτή αυτή σκέψη στο τυχαίο και στην αυθαιρεσία. Ο Αντόρνο παραδέχεται ότι δεν υπάρχει εγγύηση έναντι αυτού του κινδύνου. Ωστόσο, δεν παραιτείται. Προβάλλει το επιχείρημα ότι «η συνεπής ανάπτυξη [της ανοιχτής σκέψης], η πυκνότητα του ιστού, συμβάλλει ώστε να βρει [η σκέψη] αυτό που πρέπει».[6] Παρότι η φιλοσοφία δεν μπορεί να επικαλείται μια σκέψη ανοσοποιημένη από την πιθανότητα να χαθεί η αλήθεια, η συνεπής και επίμονη προσήλωση στο συγκεκριμένο μπορεί να φέρει τη γνώση. Αναδύεται εδώ ένα «συγκεκριμένο καθέκαστο» το οποίο ευρισκόμενο σε διαλεκτική αντίθεση με την έννοια βοηθά στην ανάδυση της αντικειμενικής πραγματικότητας, στο μέτρο που θέλουμε να αποφύγουμε την πρόσδεσή της στην προκρούστεια κλίνη των σχολαστικών κατηγοριοποιήσεων. Αποκηρύσσει λοιπόν ο Αντόρνο τον εννοιακό αναγωγισμό που τείνει να αφανίσει το συγκεκριμένο, και κατά συνέπεια τείνει να εξασθενήσει και τον ορθό λόγο αλλά και τη γνώση (δεν μπορώ παρά να επισημάνω εδώ πόσο ακριβώς έχει επανέλθει σ’ αυτού του είδους τον αναγωγισμό ο Χάμπερμας, προδίδοντας το έργο της πρώτης γενιάς στοχαστών της Σχολής της Φραγκφούρτης).

Κατεξοχήν δείγμα αυτής της φιλοσοφικής προσπάθειας είναι η Διαλεκτική του Διαφωτισμού (έργο που συνέγραψαν κυριολεκτικά μαζί ο Αντόρνο με τον Χορκχάιμερ, και γι’ αυτό θα πρέπει να θεωρείται «κτήμα» και των δύο). Στο έργο αυτό καταβάλλεται προσπάθεια να εξηγηθεί η προσχώρηση της ανθρωπότητας στη βαρβαρότητα, παρά τις δυνατότητες και τις υποσχέσεις του Λόγου, από τον Διαφωτισμό κι έπειτα, για μια κοινωνία χωρίς αδικία. Εξαρχής οι Αντόρνο και Χορκχάιμερ αναδεικνύουν την αμφισημία του ίδιου του Λόγου, ο οποίος μαζί με τις υποσχέσεις έφερε εξαρχής τα σημεία της αυτοκαταστροφής του. Πρέπει όμως να τονίσουμε, προς αποφυγή παρεξηγήσεων, ότι δεν εκπίπτουν στον ανορθολογισμό. Όπως επισημαίνει και ο Κοσμάς Ψυχοπαίδης στο επίμετρο της ελληνικής έκδοσης της Διαλεκτικής του Διαφωτισμού, εκ μέρους των Αντόρνο και Χορκχάιμερ «επιχειρείται να αποκατασταθεί αρνητικά [το έλλογο θεμελιωτικό πλαίσιο της κριτικής τους] με αναφορά στον ανθρώπινο πόνο, στη στέρηση και την αδικία, μέσα από τις οποίες συγκροτήθηκαν οι σύγχρονες εξορθολογισμένες δομές κατεξουσιασμού και διαχείρισης των κοινωνιών και της φύσης».[7] Δεν εφησυχάζουν σε μια καταφατική ολότητα που μπορεί να ερμηνεύει διϊστορικά την πραγματικότητα αλλά αναφέρονται στο συγκεκριμένο το οποίο αντιπαραθέτουν στις καθολικές αξιώσεις του Λόγου, ανασύροντας, μέσα από την αντίφασή τους, την αληθινή όψη της πραγματικότητας.

Πράγματι, ανιχνεύουν τον διφυή χαρακτήρα του Λόγου. Για παράδειγμα,[8] παρουσιάζουν ως μορφή του Λόγου τη σύγχρονή τους (και σύγχρονή μας βέβαια) οικονομία της αγοράς. Όμως, ταυτόχρονα, αυτή η άναρχη αγορά παρουσιάζεται ως η εξουσία που καταστρέφει τον Λόγο. Η ανάπτυξη του οικονομικού συστήματος, προϊόν η ίδια του Λόγου, καθιστά τώρα τον Λόγο άλογο. Σ’ όλο το βιβλίο, συγκεκριμένα φαινόμενα, όπως η μαζική κουλτούρα, ο αντισημιτισμός, η καταναλωτική κοινωνία, η κυριαρχία επί της Φύσης κ.α. εξετάζονται εντός της ιδιαιτερότητάς τους, η οποία ιδιαιτερότητα αναδεικνύει σταδιακά την εικόνα μιας κοινωνίας που ξεκινώντας να εκπληρώσει τις επιταγές του Λόγου από τον διαφωτισμό κι έπειτα έπεσε στις παγίδες που η πίστη στην ύπαρξη ενός τέτοιου απόλυτου Λόγου έφερε μαζί της. Ο Λόγος που θέλησε να εξολοθρεύσει τον μύθο μετατράπηκε ο ίδιος σε μύθο.

Ο Λόγος του Διαφωτισμού θα απάλλασσε την ανθρωπότητα από τα δεινά της με την επιστήμη, η οποία χάρη στις εργαλειακές και τυπικά λογικές ικανότητές της να ταξινομεί, να τυποποιεί, να διακρίνει, να μετρά και να υπολογίζει θα υπέτασσε τη Φύση και θα χάριζε στους ανθρώπους πλούτη από την εκμετάλλευσή της και απαλλαγή από τις αρρώστιες του ανθρώπου, είτε τις σωματικές είτε τις ψυχικές, οι οποίες υποτιθέμενα εμπόδιζαν την πραγμάτωση του Λόγου στην κοινωνική πραγματικότητα. Ωστόσο, «ό,τι δεν θέλει να συμμορφωθεί με το κριτήριο της υπολογισιμότητας και της χρησιμότητας είναι για το διαφωτισμό ύποπτο».[9] Αντικείμενα της ικανότητας για χειραγώγηση που διαθέτει η επιστήμη έγιναν οι ίδιοι οι άνθρωποι ενώ η επικυριαρχία επί της Φύσης μετέτρεψε το λογικό εργαλείο του Διαφωτισμού, την αφαίρεση, σε αυτοεξόντωση. Η κυριαρχία του αφηρημένου εξοντώνει κάθε ιδιαιτερότητα των πραγμάτων και των ανθρώπων καθιστώντας τόσο τα πράγματα όσο και τους ανθρώπους χειραγωγήσιμα.

Αυτή η τυφλή εμπιστοσύνη στον Λόγο και στις τυπικές πλευρές του, όχι μόνο τον καθιστά όργανο των εξουσιαστών, αλλά απομακρύνει και τη δυνατότητα της σκέψης να επιστρέψει στην επίγνωση της πραγματικότητας που θα τη βοηθούσε να αποτινάξει την εξαπάτηση από πάνω της. «Ο εαυτός, που έμαθε την τάξη και την υποταγή υποτάσσοντας τον κόσμο, δεν άργησε να ταυτίσει την αλήθεια εν γένει με τη διευθετούσα σκέψη (…). Μαζί με τη μιμητική μαγεία κήρυξε ταμπού και τη γνώση που αγγίζει πραγματικά το αντικείμενό της».[10] Ο διαφωτιστικός Λόγος γίνεται θετικιστικός ολοκληρωτισμός που δεν επιτρέπει να παρεισδύουν στη γνώση μη τυποποιήσιμες αξίες, όπως αυτές π.χ. που διεκδικούν την ανθρώπινη χειραφέτηση. Σ’ αυτό το πλαίσιο καταγγελίας του τυποποιημένου Λόγου πρέπει να εντάξουμε κάποιους γριφώδεις αφορισμούς του Αντόρνο όπως αυτόν: «Αληθινές είναι μόνο οι σκέψεις που δεν αυτοκατανοούνται».[11]

Ο τυποποιημένος λόγος αναπαράγει το κατεστημένο γιατί βαπτίζει ως έγκυρη μόνο την απλή αμεσότητα που του προσφέρεται για τις εργαλειακές επιδιώξεις του. Η γνώση όμως για τους Αντόρνο και Χορκχάιμερ συνίσταται ακριβώς στην «καθορίζουσα άρνηση του εκάστοτε άμεσου».[12] Γι’ αυτό μπορούν να προσφέρουν τον παρακάτω εκπληκτικό ορισμό της αλήθειας: «υπάρχει μόνο μια έκφραση για την αλήθεια: η σκέψη που αρνείται την αδικία».[13] Η γνώση είναι κριτική και ανάδειξη των αντιφάσεων της πραγματικότητας. Η γνώση, αν και μπορεί να χρησιμοποιήσει ως προϋπόθεσή της την ταξινόμηση, τελικά τη διαλύει. Συνεπώς, μας προτρέπουν οι Αντόρνο και Χορκχάιμερ, όταν ο Λόγος στρέφεται εναντίον της ανθρωπότητας θα πρέπει να τον περιφρονούμε.

Βέβαια, ο κυρίαρχος λόγος αντανακλά την κυρίαρχη εκμεταλλευτική και καπιταλιστική κοινωνία. Η τυποποίηση του Λόγου εκφράζει τον κατεστημένο μηχανοποιημένο τρόπο παραγωγής. Έργο του Λόγου δεν μπορεί παρά να είναι η κριτική αυτής της κοινωνίας και η ανάδειξη των αντιφάσεων που φέρει εντός της. Ο Αντόρνο παραμένει πιστός σ’ αυτό το πλαίσιο της κριτικής και επιμένοντας στο συγκεκριμένο και το επιμέρους ασχολείται με την κοινωνία και τη γνώση μέσω μοντέλων. Αυτό καταδεικνύει θεωρητικά στην Αρνητική Διαλεκτική και εξασκεί πρακτικά σε έργα όπως το Κριτικά Μοντέλα.

2. M. Bookchin

Το έργο του Αντόρνο έδωσε πλούσια τροφή για σκέψη στη γενιά που επηρεάστηκε από τα γραπτά του. Μια γενιά που έζησε τα μεγάλα πολιτικά κινήματα αμφισβήτησης της δεκαετίας του 1960, τα οποία επανέφεραν τρόπον τινά τις ελπίδες για την εκπλήρωση των αξιώσεων του Λόγου. Ο Αντόρνο, αν και δεν απαρνήθηκε τον Λόγο, καθώς οι αντινομίες της εξουσιαστικής κοινωνίας που ανέδειξε έδειχναν τη δυνατότητα ξεπεράσματός της, απέφευγε κάθε είδους πολιτική δραστηριότητα, πιστεύοντας ότι η πιο συνεπής μορφή πράξης σε μια κοινωνία βυθισμένη στη βαρβαρότητα και τις αντιφάσεις είναι η θεωρία. Έμενε απλώς στην παρουσίαση της πραγματικότητας ως κόλασης, αλλά θεωρούσε ύποπτο «το κάλεσμα ρουτίνας για απόδραση απ’ αυτή».[14] Οι νέοι διανοούμενοι που είχαν επαφή με το έργο του Αντόρνο και της Σχολής της Φραγκφούρτης και οι οποίοι ανδρώθηκαν μέσα στο επαναστατικό κλίμα που ξεκίνησε από την ουγγρική επανάσταση το 1956 και κορυφώθηκε με τα γεγονότα του Μάη του έτους 1968 στο Παρίσι, δεν μπορούσαν να αρκεστούν σ’ αυτήν τη θεώρηση της πράξης ως θεωρίας. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο Μάρρεϊ Μπούκτσιν, ο οποίος, ενώ κρατά σημαντικά στοιχεία από το έργο του Αντόρνο (π.χ. την κριτική της ολότητας) τελικά απορρίπτει κεντρικές θέσεις του και εκκινεί για μια νέα θεώρηση του Λόγου που υποσχόταν πολλά περισσότερα για την δυνατότητα κοινωνικής αλλαγής μέσα από την πολιτική πράξη.

Προτού περάσουμε στην παρουσίαση κάποιων κεντρικών ιδεών του, ας δούμε πως παρουσιάζει ο ίδιος τη στάση του απέναντι στον Αντόρνο (στάση που θα γινόταν σταδιακά πιο επικριτική), επιβεβαιώνοντας όσα αναφέραμε στην παραπάνω παράγραφο. «Το αληθινό θέμα της ‘Διαλεκτικής του Διαφωτισμού’ απλά δεν είναι αναγώγιμο στην αυτοαναίρεση του Λόγου εντός της εργαλειακής ορθολογικότητας. Ήταν, πάνω απ’ όλα, η κριτική της ‘προόδου’ του Λόγου ο οποίος, αποτυγχάνοντας να προκαλέσει μια επανάσταση στην κοινωνικο-οικονομική δομή, άρχισε να αντιγράφει τα χαρακτηριστικά αυτής της δομής και υποχώρησε πίσω στον μύθο»[15] (έμφαση του Μπούκτσιν).

Συνεπώς, αυτό που απέφυγε να στοχαστεί αλλά και να επιδιώξει ο Αντόρνο, την επανάσταση στην κοινωνικο-οικονομική δομή, αρχίζει να το στοχάζεται και να το επιδιώκει ο Μπούκτσιν. Το θεωρητικό του έργο δεν συναρτάται απλά με την κοινωνικο-ιστορική πραγματικότητα και τις ιδιαιτερότητές της, όπως αυτό του Αντόρνο: εδώ δίνεται πλέον έμφαση στις επαναστατικές στιγμές της ιστορικής εξέλιξης και της κοινωνικής πραγματικότητας. Είναι χαρακτηριστικό και διόλου τυχαίο πως, όταν ο Μπούκτσιν επιχειρεί σ’ ένα εκλαϊκευτικό βιβλίο του να συνοψίσει την ιδέα του για τον Λόγο,[16] αρχικά εκκινεί από τον Μύθο και τονίζει την αλληλεπίδρασή του με την ανάπτυξη του Λόγου (θυμίζοντας σαφώς το έργο του Αντόρνο). Στη συνέχεια όμως, αντιπαραβάλει την ανάπτυξη της λογικής, από την τυπική λογική και την οργανική λογική του Αριστοτέλη μέχρι τη διαλεκτική, με ιστορικά κινήματα (θρησκευτικά, επιστημονικά, κοινωνικά και αισθητικά) που συνέβαλλαν, ως τμήματα ενός ιστορικώς «διαρκώς διαφοροποιούμενου όλου»[17] στην οικοδόμηση της αξίωσης του Λόγου να τερματιστούν οι εξουσιαστικές κοινωνικές σχέσεις, τόσο μεταξύ ανθρώπων όσο και αυτές επί της Φύσης.

Οι θεωρητικές προκείμενες του μπουκτσινικού εγχειρήματος είναι πολύ ενδιαφέρουσες. Οφείλουμε εξαρχής να τονίσουμε ότι προτάσσει τη δυνατότητα μιας αντικειμενικής ηθικής, την οποία προσπαθεί να καταστήσει έλλογη και όχι σχετικιστική, αλλά χωρίς συγχρόνως να καταντά αυθαίρετη, απολυταρχική και ντετερμινιστική. Για τον Μπούκτσιν, ο ακραίος ηθικός απολυταρχισμός είναι δυνάμει ολοκληρωτικός, όσο δυνάμει αποχαυνωτικός είναι ο ηθικός σχετικισμός. Εδώ προς το παρόν η κριτική της ολότητας αλλά και του σχετικισμού ομοιάζει στην κριτική της Σχολής της Φραγκφούρτης. Όμως, όσον αφορά την αντικειμενική ηθική, ο Μπούκτσιν πρωτοτυπεί και αναδεικνύει τη συμβατότητα της ιδέας του αντικειμενικού Λόγου, ο οποίος προτάσσει μία σύστοιχή του ηθική, με την κριτική στα φιλοσοφικά συστήματα της ταυτότητας.

Αυτό που μοχθεί ο Μπούκτσιν αρχικά να καταδείξει είναι ότι ο Λόγος δεν μπορεί να ταυτίζεται μόνο με τις εργαλειακές και αναλυτικές πτυχές του. Χωρίς να αγνοεί την ύπαρξη των πτυχών αυτών, δεν παύει να τονίζει τον κίνδυνο να αγνοήσουμε άλλες μορφές του λόγου, οργανικές, αναπτυξιακές και ηθικές, οι οποίες θα μας βοηθήσουν να δούμε την πραγματικότητα ως αναπτυξιακή. Ο συμβατικός λόγος αναλύει τα φαινόμενα ως σταθερές, με ακρίβεια ορισμένες και σαφώς καθορίσιμες οντότητες, αρκούντως δεκτικές εκμετάλλευσης. Ο διαλεκτικός λόγος, τουναντίον, αναιρεί την αρχή της ταυτότητας και παρατηρεί τα φαινόμενα στη δυναμική τους ανάπτυξη και εξέλιξη. Με τα ίδια τα λόγια του Μπούκτσιν, «ο διαλεκτικός λόγος δεν βλέπει μόνο πως οργανώνεται η τάδε οντότητα σε μια συγκεκριμένη στιγμή αλλά και πως οργανώνεται για να υπερβεί ένα δεδομένο επίπεδο ανάπτυξης και να γίνει άλλο από αυτό που είναι (…). Η αντιφατική φύση της ταυτότητας (…) θα μπορούσε μετά ταύτα να γίνεται αντιληπτή ως εγγενές γνώρισμα της ίδιας της ταυτότητας».[18]

Ισχυρή από τις παραπάνω διατυπώσεις φαίνεται η επίδραση του Χέγκελ. Όμως ο Μπούκτσιν δεν είναι εγελιανός παρά απλά διαλεκτικός. Ασκεί κριτική στον Χέγκελ για την ταύτιση υποκειμένου και αντικειμένου και την κορύφωσή της στην ολότητα ενός «Απολύτου» σχεδόν θεϊκού, αλλά και για την τελεολογική έννοια του Geist. Ασκεί συγχρόνως σκληρή κριτική στην κινητική και μηχανική θεώρηση της υλιστικής διαλεκτικής του Ένγκελς. Ο ίδιος συγκρατεί από τη διαλεκτική κυρίως την εξαγωγή των λογικών κατηγοριών από την ίδια την αυτο-εξέλιξη της πραγματικότητας και τη σύλληψη αυτών των κατηγοριών ως λανθανουσών δυνητικοτήτων που εκδιπλώνονται έλλογα προς την «ενεργό πραγματικότητά» τους. Υιοθετεί την κριτική στις στατικές ιεραρχίες του όντος και αρκείται στην παρατήρηση της αυτοαναπτυσσόμενης πραγματικότητας για την εξαγωγή των συμπερασμών του. Γι’ αυτό αποκαλεί τη φιλοσοφία του διαλεκτικό νατουραλισμό. Είναι διαλεκτική για τους προαναφερθέντες λόγους αλλά και νατουραλιστική γιατί παραμένει εγκόσμια.

Η διαλεκτική του καταλήγει σε τρεις υποθέσεις:[19] ότι υπάρχει τάξη στον κόσμο, ότι υπάρχουν διαδικασίες ώθησης που οδηγούν στη διαφοροποίηση και, τέλος, ότι υπάρχει ένα είδος κατευθυντικότητας προς ολοένα μεγαλύτερη διαφοροποίηση ή ολικότητα, εφόσον η δυνητικότητα εκτυλίσσεται προς την ενεργό πραγματικότητά της. Και οι λογικές αυτές υποθέσεις εφαρμόζονται από τον Μπούκτσιν, mutatis mutandis, τόσο στη φυσική όσο και στην κοινωνική πραγματικότητα.

Πως ωστόσο αποφεύγει ο Μπούκτσιν τις ντετερμινιστικές συνεπαγωγές των παραπάνω υποθέσεων; Σύμφωνα με τον ίδιο, «ο διαλεκτικός νατουραλισμός δεν καταλήγει σε κάποιο Εγελιανό Απόλυτο, στο τέρμα της κοσμικής αναπτυξιακής πορείας, αλλά αντίθετα προβάλλει το όραμα μιας ολοένα και μεγαλύτερης ολικότητας, πληρότητας και ποικιλίας, ως προς τη διαφοροποίηση και την υποκειμενικότητα».[20] Ο Λόγος είναι η ιστορία του Λόγου (όπως και η Φύση είναι η ιστορία της Φύσης και η κοινωνία είναι η ιστορία της κοινωνίας). Σε κάθε ιστορική περίοδο ο Λόγος μπορεί να είναι όντως έλλογος μόνο αν είναι σύστοιχος των δυνατοτήτων που διανοίγει η Φύση, η Κοινωνία αλλά και η ίδια η φιλοσοφική σκέψη. Η ιστορία δεν δύναται να σταματήσει εντούτοις και συνεπώς ο Λόγος (όπως και η ελευθερία) μπορεί να εμπλουτίζεται εσαεί. Έτσι, παρότι ένας απόλυτος υπεριστορικός Λόγος είναι αδύνατο να αποκαλυφθεί, μπορούμε να αντλούμε έλλογα κριτήρια που αρμόζουν στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο και δεν ανακόπτουν ούτε αγνοούν τις δυνατότητες και την πραγματικότητα του ίδιου του Λόγου, ως πεδίου κοινωνικο-ιστορικού. Το σύνολο του έργου του Μπούκτσιν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, σύμφωνα με τα παραπάνω, ως μια συνεχής και γεμάτη ένταση προσπάθεια, να διατηρηθεί ο Λόγος και η αντικειμενικότητα χωρίς να εκπέσουν οι επιταγές της θεωρίας στον υποκειμενισμό και τον σχετικισμό. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα όπου ασκείται εκ μέρους του κριτική στους σύγχρονους σχετικιστές:

«Όταν οι σύγχρονοι σχετικιστές κάνουν τον κόπο να προσφέρουν ορισμούς των εννοιών στις οποίες αντιτίθενται, τότε συστηματικά τους υπερδιαστέλλουν καθ’ υπερβολή. Αποκηρύσσουν την αναζήτηση θεμελιώσεων –μια κοπιώδη προσπάθεια που την έχουν εμφαντικά διαστρέψει σε ‘-ισμό’, στον λεγόμενο ‘θεμελιωτισμό’– ως ‘ολιστική’, χωρίς καμιά έγνοια για την πρόδηλη ανάγκη κατοχύρωσης βασικών αρχών. Ότι υφίστανται θεμέλια τα οποία συναρτώνται με περιοχές της πραγματικότητας στις οποίες η ύπαρξή τους είναι έγκυρη και γνωρίσιμη φαίνεται να διαφεύγει απ’ αυτούς τους αντι-θεμελιωτιστές, για τους οποίους τα θεμέλια πρέπει ή να περικλείουν ολόκληρο το σύμπαν ή να μην υφίστανται καθόλου. Η πραγματικότητα θα ήταν πράγματι ένα μυστήριο αν μερικές αρχές ή θεμέλια μπορούσαν να συμπεριλάβουν την ολότητα του υπαρκτού είναι, από τις καινοτομίες που εκδηλώνονται στο υποατομικό πεδίο μέχρι την ανόργανη ύλη, από τις απλούστατες μέχρι τις πιο πολύπλοκες μορφές ζωής και, τελικά, μέχρι το βασίλειο της αστροφυσικής».[21]

Οι λογικές κατηγορίες του διαλεκτικού νατουραλισμού βαδίζουν χέρι-χέρι με τις οντολογικές του κατηγορίες. Μια κοσμολογική συνοχή φαίνεται να συνοδεύει κάθε θεωρητική του όψη.[22] Οι πτυχές της πραγματικότητας τις οποίες διερευνά δεν απορροφώνται σε μια αδιαφοροποίητη κοσμική ολότητα. Οι δυϊσμοί αίρονται χωρίς ισοπεδωτικές αφαιρέσεις, με τον δέοντα σεβασμό στο «συγκεκριμένο καθέκαστο». Για παράδειγμα, σύμφωνα με τον Μπούκτσιν, η κοινωνία αναδύεται από τη φυσική εξέλιξη. Η αυτο-αλλοτρίωση της κοινωνίας δεν είναι αποκομμένη από την κυριάρχηση της φύσης, εφόσον και τα ανθρώπινα όντα άλλά και οι κοινωνικοί θεσμοί έχουν μια φυσική ιστορία η οποία κάποια στιγμή γνώρισε ποιοτική εξέλιξη. Η κοινωνία προκύπτει από τη φύση, χωρίς όμως να διαλύονται η μία εντός της άλλης, όπως ακριβώς και ο νους προκύπτει από το σώμα χωρίς να ταυτίζεται μ’ αυτό.

Δεδομένων των παραπάνω, θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε συνοπτικά το μπουκτσινικό κοσμοείδωλο και τη σύλληψη της ορθολογικότητας που αναδύεται από αυτό. Ο Μπούκτσιν, βασιζόμενος στα τελευταία πορίσματα της βιολογίας, παρατηρεί τη φυσική εξέλιξη, από την πρώτη αρχέγονη και ανόργανη κατάσταση του πλανήτη μας, στη δημιουργία της ζωής. Η ζωή αρχικά αποτελείται από μονοκύτταρους οργανισμούς οι οποίοι σταδιακά διαφοροποιούνται και γίνονται όλο και πιο σύνθετοι. Από τα πρώτα ασπόνδυλα μέχρι τα πρωτεύοντα θηλαστικά η φυσική ιστορία χαρακτηρίζεται από μία εξέλιξη όσον αφορά τη συνθετότητα και υποκειμενικότητα των οργανισμών. Η λεγόμενη πρώτη φύση, χωρίς να είναι έλλογη και ηθική, παραχωρεί ένα πρωταρχικό στοιχειώδες θεμέλιο για τον Λόγο και την ηθική. Από την τυφλή αμοιβάδα που αντιδρά απλώς σε ερεθίσματα μέχρι τα θηλαστικά που χρησιμοποιούν εργαλεία και συμβιώνουν με ποικίλους τρόπους εντός του οικοσυστήματός τους, παρατηρούμε πως σταδιακά αναδύεται η δυνατότητα μιας υποτυπώδους «επιλογής» αλλά και συνεργασίας των ειδών εντός των οικοσυστημάτων.

Σ’ αυτό το πλαίσιο, η εμφάνιση του ανθρώπου και της κοινωνίας, μολονότι σηματοδοτεί την ανάδυση μιας «δεύτερης φύσης», δεν έρχεται σε οξεία αντίθεση με τη φύση. Ανάμεσα στο ζεύγος κοινωνία και φύση, υπάρχει συνέχεια, κι εδώ ανατρέπεται η παραδοσιακή φιλοσοφία της φύσης που ενείχε την ιδέα της κυριαρχίας πάνω στην υποτιθέμενα τυφλή φύση (το ίδιο ισχύει για τον Μπούκτσιν και για τους δυϊσμούς σώματος και ψυχής, ανδρός και γυναικός κ.λπ.).

Η κοινωνική εξέλιξη συνεχίζει τρόπον τινά τη φυσική εξέλιξη αλλά ταυτόχρονα την υπερβαίνει. Οι άνθρωποι έχουν τη μοναδική ικανότητα να καινοτομούν και να ζουν εντός κοινωνικών θεσμών ολοένα και πιο εκλεπτυσμένων και ελεύθερων. Ακόμα, με την ανάδυση των κοινωνιών, η φύση καθίσταται αυτοσυνειδητή και για πρώτη φορά ένα ζωικό είδος μπορεί να εργαστεί έλλογα είτε θεραπεύοντας τα οικοσυστήματα είτε ενθαρρύνοντας την ανάπτυξή τους. Βέβαια, απέναντι σ’ αυτές τις δυνατότητες μπορούμε να αντιπαρατάξουμε και τις μοναδικές ικανότητες του ανθρώπου να καταστρέφει τη φύση και να κυριαρχεί στους συνανθρώπους του μέσω οργανωμένων συστημάτων ιεραρχίας. Για τον Μπούκτσιν ωστόσο, οι δυνατότητες για ελευθερία δεν μπορούν να συγκριθούν με τις ικανότητες για καταστροφή. Οι πρώτες απαιτούν φυσική ανάπτυξη και πραγματικό κοινωνικο-ιστορικό μόχθο, ενώ οι δεύτερες μια απλή στασιμότητα στη ‘ζωική’ λογική της εργαλειακότητας των μέσων και σκοπών (την κυρίαρχη λογική εντός του καπιταλιστικού κόσμου).

Οι άνθρωποι επιλέγουν, για πρώτη φορά στη φυσική ιστορία, συνειδητά και αυτή η συνείδηση ενσαρκώνεται σε επινοημένους κοινωνικούς θεσμούς. Αυτή η ενσάρκωση βέβαια δεν αποτελεί παρά ένα συνεχές γίγνεσθαι και απαιτεί μια ιστορία. Όντως ο Μπούκτσιν υποστηρίζει ότι υπάρχει μια ιστορία έλλογων προόδων, μια κατευθυντικότητα ή ώθηση ή τάση προς πλουσιότερες μορφές ελευθερίας και υποκειμενικότητας. Ενδεικτικές είναι οι περιπτώσεις της αστεακής επανάστασης, η οποία συνέβαλλε καθοριστικά στον τερματισμό του καθορισμού της κοινωνικής ζωής από τους δεσμούς συγγένειας, η επινόηση της δημοκρατίας, η κατάργηση της δουλείας, οι κοινωνικές επαναστάσεις κλπ. Αυτές οι πρόοδοι εκτυλίσσονται άνισα, όπως π.χ. η γεωργική επανάσταση η οποία έγινε σχεδόν σε ολόκληρο τον πλανήτη αλλά όχι την ίδια αναγκαστικά χρονική περίοδο.[23]

Δεν καθορίζει ο Μπούκτσιν το περιεχόμενο και την κατεύθυνση της ιστορίας ούτε εικάζει εγγενείς κατευθύνσεις σ΄αυτήν. Παρατηρεί την αυτο-ανάπτυξη της κοινωνίας και εξάγει συμπερασμούς απ’ αυτήν και μόνο. Αυτή η αυτο-ανάπτυξη υπερέχει κάθε υπόθεσης εγγενών χαρακτηριστικών. Και αναρωτιέται τι απ’ ό,τι παρατηρεί είναι ριζικά καινοτόμο σε σχέση με τη φυσική ιστορία, από την ανόργανη ύλη μέχρι την εμφάνιση της ζωής, και από τους μονοκύτταρους οργανισμούς μέχρι τα πρωτεύοντα θηλαστικά. Και τι είναι ριζικά καινοτόμο μεταξύ των ιστορικών περιόδων. Εξάγει κατ’ αυτόν τον τρόπο τις μοναδικές δυνατότητες για τη θέσμιση μιας ελεύθερης κοινωνίας που έχει ο άνθρωπος και η κοινωνία, αντικρίζοντας την αληθινή και κοπιώδη πραγμάτωση αυτών των δυνητικοτήτων στην ιστορία, ή την πρόοδο όσον αφορά τις δυνατότητες να πραγματωθούν αυτές οι δυνητικότητες. Αυτές τις αντιπαραθέτει με την ικανότητα των ανθρώπων να προκαλούν το κακό, οι οποίες είναι πολύ πιο φτωχές καθώς υπηρετούν πάντα την εργαλειακή λογική των μέσων και σκοπών, μια λογική καθήλωσης στο πεδίο της επιβίωσης, μια «λογική» ευρισκόμενη σε ποικιλία πριν την εμφάνιση των ανθρώπινων κοινωνιών.

Εν τέλει εξάγει και την αντικειμενική απελευθερωτική ηθική και το περιεχόμενο της ελευθερίας που είναι προϊόντα της κατευθυντικότητας που διέγνωσε στην πραγματικότητα και άρα ιστορικά περιορισμένα. Γιατί αναγνωρίζει μορφές σκέψης και πράξης που είναι σύστοιχες μαζί τους και επιτείνουν την εκτύλιξη αυτών των δυνητικοτήτων, και μορφές σκέψης και πράξης που τις αναστέλλουν ή ακόμα και τις καταστρέφουν. Και όσο συνεχίζεται η ιστορία, αν δεν κατακρημνιστούμε στη βαρβαρότητα, τόσο το περιεχόμενο αυτής της ελευθερίας και της αντικειμενικής αυτής ηθικής μπορεί να εμπλουτίζεται και να διαφοροποιείται.

Εδώ πολύτιμο κρίνω ένα παράθεμα από το δοκίμιο του Μπούκτσιν Ιστορία, Πολιτισμός και Πρόοδος:

Η Ιστορία είναι «το ορθολογικό περιεχόμενο και η συνέχεια των γεγονότων (με τον δέοντα σεβασμό στα ‘ποιοτικά’ άλματα) που εδράζονται στις δυνατότητες της ανθρωπότητας για ελευθερία, αυτοσυνείδηση και συνεργασία, στην αυτο-διαμορφωνόμενη ανάπτυξη ολοένα και πιο ελευθεριακών μορφών κοινωνικής συμβίωσης (consociation). Είναι η, τρόπος του λέγειν, ορθολογική ‘υποδομή’ που συνέχει τις ανθρώπινες πράξεις και τους θεσμούς, πάνω από το παρελθόν και το παρόν, προς την κατεύθυνση μιας χειραφετητικής κοινωνίας και του χειραφετημένου ατόμου. Δηλαδή, η Ιστορία είναι ακριβώς ό,τι είναι ορθολογικό στην ανθρώπινη ανάπτυξη. Επιπλέον, είναι ό,τι είναι ορθολογικό με τη διαλεκτική έννοια του λανθάνοντος που εκτυλίσσεται, διευρύνεται και αρχίζει μέσω αυξανόμενης διαφοροποίησης και με διακυμάνσεις να πραγματώνει ενεργά τις ίδιες τις πραγματικές δυνατότητες της ανθρωπότητας για ελευθερία, αυτοσυνείδηση και συνεργασία».[24]

Και συμπληρώνει παρακάτω: «Δεν ισχύει ότι η κοινωνική ανάπτυξη είναι διαλεκτική επειδή είναι αναγκαία ορθολογική όπως ένας παραδοσιακός εγελιανός θα υπέθετε, αλλά μάλλον πως όπου η κοινωνική ανάπτυξη είναι ορθολογική, αυτή είναι διαλεκτική ή ιστορική. Διαβεβαιώνουμε, εν ολίγοις, πως μπορούμε να συνάγουμε από μια μοναδικά ανθρώπινη δυνατότητα, μια ορθολογική ανάπτυξη που προάγει την ανθρώπινη αυτοπραγμάτωση σε μια ελεύθερη, αυτοσυνειδητή και συνεργατική κοινωνία. Ο θεωρησιακός λόγος προτάσσει επί τούτου τον ισχυρισμό ότι διαβλέπει την ορθολογική ανάπτυξη (με κανέναν τρόπο ανοσοποιημένη απέναντι σε ανορθολογικές μεταστροφές) της κοινωνίας όπως θα όφειλε να είναι, δεδομένης της ανθρώπινης δυνατότητας όπως τη γνωρίζουμε στη πραγματική ζωή, να μεταβαίνει από μία φυλετική ομάδωση σε ένα δημοκρατικό σώμα πολιτών, από τη μυθοποιητική στον ορθό λόγο, από την υποταγή της εαυτότητας εντός μιας δημώδους συλλογικότητας στην ατομικότητα εντός μιας ορθολογικής κοινότητας – όλες αυτές οι μεταβάσεις προκύπτουν ως αμφότερα ορθολογικοί σκοποί και υπαρξιακές πραγματικότητες. Ο θεωρησιακός λόγος πρέπει πάντοτε να εγκαλείται ώστε να κατανοήσει και να εξηγήσει όχι μόνο τι έχει διαδραματισθεί αναφορικά με αυτές τις προβληματικές, αλλά και γιατί επανέρχονται με ποικιλόμορφη ένταση και πως μπορούν να επιλυθούν».[25]

Εν τέλει, για τον Μπούκτσιν, έλλογη είναι η σκέψη που εξάγει διαλεκτικά αυτό που αντικειμενικά θα όφειλε να υπάρχει (αντάξιο των δυνατοτήτων για ελευθερία) απέναντι σ’ ό,τι απλώς υπάρχει (ανάξιο απέναντι στις μοναδικές ανθρώπινες δυνατότητες).

Θοδωρής Βελισσάρης

——————————————————————————–
[1] Αντόρνο, Αρνητική Διαλεκτική, σ.13

[2] Αντόρνο, Η ιδέα της φυσικής ιστορίας, σ.13

[3] Fabrini & Zima, Κρίση του Λόγου και μεταμόρφωση του υποκειμένου, σ.128

[4] Jay, Η έννοια της ολότητα στον Λούκατς και τον Αντόρνο, σ.35

[5] Αντόρνο, Η ιδέα της φυσικής ιστορίας, σ.40

[6] Αντόρνο, Αρνητική Διαλεκτική, σ.52

[7] Αντόρνο & Χορκχάιμερ, Διαλεκτική του Διαφωτισμού, σ.419

[8] Ό.π., σ.156

[9] Ό.π., σ.34

[10] Ό.π., σ.45

[11] Αντόρνο, Minima Moralia, σ.290

[12] Αντόρνο, Διαλεκτική του Διαφωτισμού, σ.64

[13] Ό.π. σ.353

[14] Ό.π., σ.407

[15] Μπούκτσιν, «Finding the subject: notes on Whitebook and ‘Habermas Ltd’», Telos, no. 50 (Χειμώνας 1981-82). Αναδημοσιευμένο εδώ: http://dwardmac.pitzer.edu/anarchist_archives/bookchin/finding.html

[16] Μπούκτσιν, Ξαναφτιάχνοντας την κοινωνία, σ.155-165

[17] Ό.π., σ.159

[18] Μπούκτσιν, «Ένας φιλοσοφικός νατουραλισμός», Κοινωνία και Φύση, τ.2, Σεπτέμβριος – Δεκέμβριος 1992, σ. 79

[19] Ό.π., σ.88

[20] Ό.π., σ. 90

[21] Μπούκτσιν, Ιστορία, Πολιτισμός και Πρόοδος, Ισνάφι, Ιωάννινα 2005, σσ. 37-38

[22] Διαφωτιστικό ως προς αυτήν την οπτική αλλά και εξαιρετικό ως εισαγωγικό στη φιλοσοφία του Μπούκτσιν είναι το δοκίμιο της Janet Biehl με τίτλο “Dialectics in the ethics of social ecology”. Βλ. Biehl, Rethinking ecofeminist politics, South End Press, 1991, σσ. 105-129

[23] Πρέπει να επισημάνουμε ότι για τον Μπούκτσιν, η κοινωνία, ως δεύτερη φύση παραμένει απλώς «άρνηση» της πρώτης φύσης, και η αναίρεση και των δύο σε μία «ελεύθερη φύση» προϋποθέτει την έλλογη κοινωνική χειραφέτηση.

[24] Μπούκτσιν, Ιστορία, Πολιτισμός και Πρόοδος, Ισνάφι, Ιωάννινα 2005, σσ. 45-46

[25] Ό.π., σσ. 65-66


——————————————————————
Βιβλιογραφία:
Adorno, T.Wh., Αρνητική Διαλεκτική, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2006.
― Minima Moralia, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1990.
― Critical Models, Columbia University Press, Νέα Υόρκη 1998.
― Διαλεκτική του Διαφωτισμού (από κοινού με τον M. Horkheimer), Νήσος, Αθήνα 1996.
― Η ιδέα της φυσικής ιστορίας, Πρίσμα, Αθήνα 1992.

Fabrini, S. & Zima, P.V., Κρίση του Λόγου και μεταμόρφωση του υποκειμένου, Λεβιάθαν, Αθήνα 1992.

Jay, M., Η έννοια της ολότητας στον Λούκατς και τον Αντόρνο, Έρασμος, Αθήνα 1992.

Bookchin, M., The philosophy of social ecology, Black Rose books, Μόντρεαλ 1996.
― The ecology of freedom, Silver Brook Press, Γουόρνερ 2003.
― Ξαναφτιάχνοντας την κοινωνία, Εξάντας, Αθήνα 1993.
― Η σύγχρονη οικολογική κρίση, Βιβλιόπολις, Αθήνα 1993.
― Ιστορία, Πολιτισμός και Πρόοδος, Ισνάφι, Ιωάννινα 2005.
― «Ένας φιλοσοφικός νατουραλισμός», Κοινωνία και Φύση, τ.2, Σεπτέμβριος – Δεκέμβριος 1992, σσ. 74-102.
― «Finding the subject: notes on Whitebook and ‘Habermas Ltd’», Telos, no. 50 (Χειμώνας 1981-82). Αναδημοσιευμένο εδώ: http://dwardmac.pitzer.edu/anarchist_archives/bookchin/finding.html

Biehl, J., Rethinking ecofeminist politics, South End Press, 1991.

Ένας ξεχασμένος της ιστορίας



Ξαναδιάβαζα πρόσφατα τα κείμενα ενός “αποτυχημένου” μαρξιστή, ενός πολύ σημαντικού διανοούμενου που όμως ποτέ δεν απόκτησε τη φήμη άλλων ούτε επιβεβαιώθηκαν ποτέ πανηγυρικά οι απόψεις του από την ιστορία. Όπως τον διαβάζω όμως βλέπω ότι έχει πάρα πολλά να πει, σημαντικά για μας σήμερα. Μιλάω για τον Josef Weber. Απ’ ό,τι έχω διαπιστώσει δεν υπάρχει τίποτα δικό του στα ελληνικά, κι αυτό είναι σημαντικό κενό.

Ο Weber υπήρξε μέντορας για μια περίοδο του Μπούκτσιν (ίσως όπως ο Στίνας για τον Καστοριάδη;), στον οποίο συνέστησε και το έργο των Αντόρνο και Χορκχάιμερ. Τροτσκιστής αρχικά, πήρε στη συνέχεια σοβαρά τα λόγια του Τρότσκι περί ριζικής αναθεώρησης του μαρξισμού σε περίπτωση που ο Β’ παγκόσμιος πόλεμος δεν συνοδευόταν από
προλεταριακές επαναστάσεις. Υπήρξε, παρόλες τις αδυναμίες του, σπουδαίος ανανεωτής του μαρξισμού με παράλληλη πολιτική δράση στο “κίνημα για μια δημοκρατία περιεχομένου”.

Στο διαδίκτυο υπάρχουν δύο εξαιρετικά δοκίμιά του, το The Great Utopia και το The Problem of Social Consciousness in Our Time (το δεύτερο κομμάτι εδώ). Δυστυχώς δεν βρήκα στο διαδίκτυο το Capitalist Barbarism or Socialism, στο οποίο αναπτύσει την περίφημη “retrogression thesis”.

Ένα πληροφοριακό κείμενο υπάρχει και εδώ.

Για τη σχέση Weber-Bookchin έχει γράψει κάτι ο Van der Linden. Και έχει απαντήσει επισταμένως και αναλυτικά η Janet Biehl εδώ (αν και νομίζω ότι διορθώνοντας με το δίκιο της τα λάθη και τις ανεπάρκειες του Linden, υποτιμά κάπως τους σοβαρούς δεσμούς Βέμπερ και Μπούκτσιν, ιδιαίτερα στο θέμα της παρουσίασης των κοινωνικών σχέσεων ως “φυσικών” από τον πρώτο εξαιτίας του σύγχρονου καπιταλισμού)

Επειδή ήταν γερμανός και τα κείμενά του στα οποία παραπέμπω είναι στα αγγλικά, δεν ξέρω κατά πόσο είχε εγκρίνει τις μεταφράσεις των δοκιμίων του στα αγγλικά από τους συνεργάτες του στο περιοδικό Contemporary Issues.

Έτσι πληροφοριακά όλα αυτά σε περίπτωση που δεν τον ξέρατε, και ως υπενθύμιση σε όσους τον γνωρίζανε.

Θοδωρής Βελισσάρης

————————————————————————————
ΥΓ: Μελανότερο σημείο ο αντισημιτισμός του στα τελευταία χρόνια της ζωής του, τον οποίο ωστόσο δεν ανίχνευσα στα κείμενά του που παραπέμπω.

Χέρμπερτ Μαρκούζε: Σοβιετικός Μαρξισμός – Μία κριτική ανάλυση




[Δημοσιεύουμε την εισαγωγή του σημαντικού βιβλίου του Χέρμπερτ Μαρκούζε “Σοβιετικός Μαρξισμός”, σε καινούρια μετάφραση του Γιώργου Στεφανίδη. Μπορεί σήμερα να μην υπάρχει πια σοβιετικός, υπάρχει όμως ακόμα φιλοσοβιετικός μαρξισμός. Το κείμενο του Μαρκούζε αποτελεί παράδειγμα μίας γόνιμης αντιπαράθεσης με τον Μαρξ και τον μαρξισμό. Παρά τα 50 και πλέον χρόνια από την αρχική του δημοσίευση, αμφισβητεί πολλές προκείμενες του παραδοσιακού μαρξισμού και μπορεί να συμβάλλει στο έργο της ανανέωσης της ριζοσπαστικής σκέψης. Για μας, σήμερα, η τελευταία δεν μπορεί παρά να προχωρά μαζί με την μαρξική σκέψη και, συχρόνως, πέρα από αυτήν.]





Αυτή η μελέτη επιχειρεί να αξιολογήσει ορισμένες κύριες τάσεις του σοβιετικού μαρξισμού υπό την έννοια μίας “εμμενούς κριτικής”˙ με άλλα λόγια, αυτή η μελέτη εκκινεί από τις θεωρητικές προκείμενες του σοβιετικού μαρξισμού, αναπτύσσει τις ιδεολογικές και κοινωνιολογικές τους συνέπειες και επανεξετάζει τις προκείμενες υπό το φως αυτών των συνεπειών. Έτσι, η κριτική χρησιμοποιεί τα εννοιολογικά εργαλεία του αντικειμένου της, ήτοι του μαρξισμού, προκειμένου να διασαφηνίσει την πραγματική λειτουργία του μαρξισμού στη σοβιετική κοινωνία και την ιστορική του κατεύθυνση. Αυτή η προσέγγιση συνεπάγεται μία διπλή υπόθεση:

(1) ότι ο σοβιετικός μαρξισμός (τουτέστιν ο λενινισμός, ο σταλινισμός, οι μετα-σταλινικές τάσεις) δεν είναι απλώς μία ιδεολογία που διαδίδεται από το Κρεμλίνο προκειμένου να εξορθολογίσει και να δικαιολογήσει τις πολιτικές του, αλλά εκφράζει με ποικίλους τρόπους την πραγματικότητα των σοβιετικών εξελίξεων. Σε αυτήν την περίπτωση, η έσχατη ένδεια ή ακόμη και δολιότητα της σοβιετικής θεωρίας δεν στρεβλώνει τη βασική της σημασία, αλλά παραπέμπει στους παράγοντες που προκάλεσαν τις καταφανείς θεωρητικές ανεπάρκειες˙

(2) ότι οι αναγνωρίσιμες αντικειμενικές τάσεις και ροπές ενεργοποιούνται στην ιστορία και συνιστούν την ενδιάθετη ορθολογικότητα της ιστορικής διαδικασίας. Επειδή αυτή η υπόθεση παρερμηνεύεται εύκολα ως αποδοχή της εγελιανής μεταφυσικής, επιτρέπεται να πούμε λίγα λόγια εν είδει υπεράσπισης και εξήγησης.

Η πίστη σε αντικειμενικούς ιστορικούς “νόμους” ανήκει πράγματι στον σκληρό πυρήνα της εγελιανής φιλοσοφίας. Σύμφωνα με τον Χέγκελ, αυτοί οι νόμοι είναι η αποκάλυψη του Λόγου – μία υποκειμενική και αντικειμενική δύναμη που ενεργοποιείται στην ιστορική δράση των ανθρώπων και στην υλική και διανοητική κουλτούρα. Έτσι, η ιστορία είναι συγχρόνως μία λογική και τελεολογική διαδικασία, ήτοι η πρόοδος (παρά τις υποτροπές και τις οπισθοχωρήσεις) στη συνείδηση και την πραγματοποίηση της ελευθερίας. Η διαδοχή των κυριότερων σταδίων του πολιτισμού είναι, ως εκ τούτου, ανάβαση σε υψηλότερες μορφές της ανθρωπότητας – ποσοτική και ποιοτική ανάπτυξη. Ο Μαρξ έχει διατηρήσει αυτήν τη βασική έννοια, τροποποιώντας την με αποφασιστικό τρόπο: η ιστορία προοδεύει διαμέσου της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, η οποία συνιστά πρόοδο, όχι στην πραγματοποίηση της ελευθερίας, αλλά στη δημιουργία των αναγκαίων συνθηκών της ελευθερίας˙ οι παραγωγικές δυνάμεις παραμένουν απλώς αναγκαίες συνθήκες στην προοπτική της ταξικής κοινωνίας. Έτσι, σύμφωνα με τον Μαρξ, η ιστορία δεν αποτελεί, βεβαίως, την αποκάλυψη του Λόγου αλλά, πολύ περισσότερο, το αντίθετο˙ ο Λόγος προσιδιάζει μόνο στη μελλοντική αταξική κοινωνία ως μία κοινωνική οργάνωση που προσαρμόζεται στην ελεύθερη ανάπτυξη των ανθρώπινων αναγκών και ικανοτήτων. Ό,τι είναι ιστορία για τον Χέγκελ είναι ακόμη προϊστορία για τον Μαρξ.

Η υπόθεση των ιστορικών νόμων μπορεί να διαχωρισθεί από κάθε τελεολογία. Αυτή η υπόθεση, λοιπόν, σημαίνει ότι η ανάπτυξη ενός συγκεκριμένου κοινωνικού συστήματος, όπως και οι αλλαγές που οδηγούν από ένα κοινωνικό σύστημα στο επόμενο, καθορίζονται από τη δομή την οποία χορηγεί στον εαυτό της η σχετική κοινωνία˙ με άλλα λόγια, καθορίζονται από τη βασική διαίρεση και οργάνωση της κοινωνικής εργασίας. Επίσης, αυτή η υπόθεση σημαίνει ότι οι πολιτικοί και πολιτιστικοί θεσμοί γεννιούνται από τη βασική διαίρεση και οργάνωση και αντιστοιχούν σε αυτήν. Οι πολλαπλές διαστάσεις και απόψεις της κοινωνικής ζωής δεν αποτελούν ένα απλό άθροισμα γεγονότων και δυνάμεων, αλλά συστήνουν μία σαφώς αναγνωρίσιμη συνάφεια, έτσι ώστε οι μακροπρόθεσμες εξελίξεις σε οποιαδήποτε διάσταση πρέπει να συλληφθούν στη σχέση τους προς τη “βάση”. Υπό την προϋπόθεση αυτής της δομικής ενότητας, τα διαδοχικά κοινωνικά συστήματα μπορούν να διακριθούν μεταξύ τους ως ουσιωδώς διαφορετικές μορφές κοινωνίας, της οποίας η γενική κατεύθυνση ανάπτυξης είναι με ευαπόδεικτο τρόπο “προκαθορισμένη” από τη δημιουργία της. Η χαρακτηριστική αδυναμία να προσδιορισθεί η ακριβής ημερομηνία (ακόμη και εντός ενός αιώνα ή περισσότερο) στην οποία ολοκληρώνεται ένα κοινωνικό σύστημα και εκκινεί το επόμενο καταδεικνύει την υποκείμενη τάση που μετασχηματίζει ένα σύστημα σε κάποιο άλλο. Η καινούργια κοινωνία εμφανίζεται εντός του πλαισίου της παλαιάς διαμέσου προσδιορίσιμων αλλαγών στη δομή της – αλλαγές που συντελούνται σωρευτικά μέχρι να παρουσιασθεί η ουσιωδώς διαφορετική δομή. Σε τελευταία ανάλυση, δεν υπάρχουν “εξωγενείς” αιτίες σε αυτήν την αλυσίδα, καθ’ ότι όλοι οι φαινομενικά εξωτερικοί παράγοντες και γεγονότα (όπως οι ανακαλύψεις, οι επεμβάσεις, ο αντίκτυπος απομακρυσμένων δυνάμεων) θα επηρεάσουν την κοινωνική δομή στον βαθμό που το έδαφος έχει προετοιμασθεί για αυτούς, π.χ., αν “συναντήσουν” αντίστοιχες εξελίξεις εντός της σχετικής κοινωνίας ή αν συναντήσουν κοινωνικές επιθυμίες και ανάγκες (όπως η βαρβαρική εισροή στην αποδυναμωμένη ρωμαϊκή αυτοκρατορία ή όπως η επίδραση των διεθνών συναλλαγών και του εμπορίου και οι ανακαλύψεις στις εσωτερικά μεταβαλλόμενες φεουδαρχικές κοινωνίες από τον δέκατο τρίτο στο δέκατο έκτο αιώνα).

Η βασική μορφή της κοινωνικής αναπαραγωγής, μόλις αποκτήσει θεσμική μορφή, δεν καθορίζει την κατεύθυνση της ανάπτυξης μόνον εντός της σχετικής κοινωνίας αλλά και πέρα από αυτήν. Υπό αυτήν την έννοια, η ιστορική διαδικασία είναι ορθολογική και μη αναστρέψιμη. Ως παράδειγμα της ανάπτυξης εντός της κοινωνίας: το παρόν στάδιο της δυτικής βιομηχανικής κοινωνίας, με την αυξανόμενη ιδιωτική και κυβερνητική ρύθμιση της οικονομίας (με άλλα λόγια, με την αυξανόμενη πολιτική οικονομία και κουλτούρα), φαίνεται ως το “λογικό”, τουτέστιν ενδιάθετο, αποτέλεσμα της ελεύθερης πρωτοβουλίας και του ελεύθερου ανταγωνισμού που κυριαρχούσαν στο προηγούμενο στάδιο. Δεν χρειάζονται μαρξιστικές κατηγορίες προκειμένου να διευκρινισθεί, από τη μία πλευρά, η σύνδεση μεταξύ της συγκέντρωσης της οικονομικής δύναμης και των αντίστοιχων πολιτικών και πολιτιστικών αλλαγών και, από την άλλη πλευρά, της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης της αυξανόμενης παραγωγικότητας της εργασίας και της τεχνολογικής προόδου. Ως ένα παράδειγμα της ανάπτυξης πέρα από την κοινωνία: η ανάδυση του φεουδαρχικού συστήματος από τους βασικούς θεσμούς της αγροτικής οικονομίας στην ύστερη ρωμαϊκή αυτοκρατορία υπό την επίδραση της βαρβαρικής φυλετικο-στρατιωτικής οργάνωσης προσφέρει ίσως το σαφέστερο παράδειγμα ενδιάθετης ιστορικής ορθολογικότητας και μη αναστρεψιμότητας. Για τους ίδιους λόγους, οποιοδήποτε και αν είναι το επόμενο στάδιο του βιομηχανικού πολιτισμού, αποτελεί εύλογη πρόβλεψη ότι οι βασικοί θεσμοί της εκτεταμένα εκμηχανισμένης βιομηχανίας και η εκρηκτική αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας που οφείλεται σε αυτήν θα δημιουργήσουν πολιτικούς και πολιτιστικούς θεσμούς, οι οποίοι είναι ανέκκλητα διαφορετικοί από τους αντίστοιχους θεσμούς της φιλελεύθερης περιόδου – μία ιστορική τάση η οποία πιθανόν να υπερβεί ορισμένες από τις τρέχουσες εξόφθαλμες διαφορές μεταξύ του δυτικού και του σοβιετικού συστήματος.

Η σύντομη περιγραφή της έννοιας των αντικειμενικών ιστορικών νόμων μπορεί να συμβάλει στην έκθεση του μη τελεολογικού χαρακτήρα της υπόθεσης. Αυτή η υπόθεση δεν συνεπάγεται κανέναν σκοπό, κανένα “τέλος” προς το οποίο κινείται η ιστορία, κανέναν μεταφυσικό ή πνευματικό Λόγο που διατρέχει τη διαδικασία – μόνον τον θεσμικό προσδιορισμό της˙ επιπροσθέτως, [αυτή η υπόθεση] είναι ένας ιστορικός προσδιορισμός, με άλλα λόγια, δεν είναι με κανέναν τρόπο “αυτόματη”. Εντός του θεσμικού πλαισίου που οι άνθρωποι έχουν χορηγήσει στον εαυτό τους κατά την αλληλεπίδραση με τις κυρίαρχες φυσικές και ιστορικές συνθήκες, η ανάπτυξη προχωρά διαμέσου της δράσης των ανθρώπων – οι άνθρωποι είναι οι ιστορικοί φορείς, ενώ οι επιλογές και οι αποφάσεις ανήκουν σε αυτούς.

Εφαρμόζοντας την υπόθεση στην ερμηνεία του σοβιετικού μαρξισμού, ένας περιορισμός επιβάλλεται εξαρχής. Φαίνεται ότι η καθοριστική τάση δεν μπορεί να ορισθεί απλώς υπό την έννοια της δομής της σοβιετικής κοινωνίας, αλλά πρέπει να ορισθεί υπό την έννοια της αλληλεπίδρασης μεταξύ σοβιετικής και δυτικής κοινωνίας. Ακόμη και η βιαστικότερη έρευνα του σοβιετικού μαρξισμού αντιπαρατίθεται με το γεγονός ότι σχεδόν σε κάθε καμπή της εξέλιξης η σοβιετική θεωρία (και η σοβιετική πολιτική) αντιδρά σε μία αντίστοιχη δυτική εξέλιξη και αντιστρόφως. Αυτή η παραδοχή είναι τόσο προφανής, ώστε δεν θα άξιζε τον κόπο να αναφερθούμε σε αυτήν˙ όμως, είναι γεγονός ότι εξετάζεται με επιπολαιότητα, ότι διερευνάται απλώς αναφορικά προς τη διπλωματία και την προπαγάνδα ή ότι γίνεται αντιληπτή ως διευθετήσεις σκοπιμοτήτων, ως βραχυπρόθεσμες προσαρμογές, κοκ. Ωστόσο, η αλληλεπίδραση φαίνεται ότι έχει μεγαλύτερη σημασία και ότι εκφράζει έναν ουσιώδη δεσμό μεταξύ των δύο συγκρουόμενων συστημάτων, επηρεάζοντας την ίδια τη δομή της σοβιετικής κοινωνίας. Στην πλέον ορατή μορφή του, ο δεσμός φανερώνεται στην κοινή τεχνικο-οικονομική βάση των δύο συστημάτων, τουτέστιν στην εκμηχανισμένη (και αυξανόμενα εκμηχανισμένη) βιομηχανία ως την κινητήρια δύναμη της κοινωνικής οργάνωσης σε όλες τις σφαίρες της ζωής. Απέναντι σε αυτόν τον κοινό τεχνικο-οικονομικό παρανομαστή βρίσκεται η άκρως διαφορετική θεσμική δομή – από τη μία πλευρά, ιδιωτική πρωτοβουλία, από την άλλη πλευρά, κρατικοποιημένη πρωτοβουλία. Θα κατισχύσει τελικά η κοινή τεχνικο-οικονομική βάση πάνω και ενάντια στους διαφορετικούς κοινωνικούς θεσμούς ή θα εξακολουθήσουν οι τελευταίοι να διευρύνουν τη διαφορά στην εκμετάλλευση των παραγωγικών δυνάμεων στα δύο κοινωνικά συστήματα; (Σύμφωνα με τη μαρξική θεωρία, η τεχνικο-οικονομική βάση είναι ουδέτερη καθ’ εαυτήν και επιδεκτική τόσο της καπιταλιστικής όσο και της σοσιαλιστικής εκμετάλλευσης, καθώς η απόφαση εξαρτάται από την έκβαση της ταξικής πάλης – μία έννοια που φωτίζει καθαρά τα όρια του μαρξικού “ντετερμινισμού”.) Η ερώτηση παίζει έναν αποφασιστικό ρόλο στην αξιολόγηση μίας διεθνούς δυναμικής και των προοπτικών ενός παγκόσμιου “κρατικού καπιταλισμού” ή σοσιαλισμού˙ η πραγμάτευση του παραπάνω ερωτήματος υπερβαίνει την εμβέλεια αυτής της μελέτης, η οποία, ωστόσο, μπορεί να παράσχει αρκετό προκαταρκτικό υλικό.

Η αλληλεπίδραση μεταξύ των δυτικών και των σοβιετικών εξελίξεων, η οποία δεν αποτελεί διόλου έναν εξωτερικό παράγοντα, προσιδιάζει στην καθοριστική ιστορική τάση – τόσο στον ιστορικό “νόμο” που κυβερνά τον σοβιετικό μαρξισμό όσο και στην πραγματικότητα που αντανακλάται στον σοβιετικό μαρξισμό. Εξαρχής, η συγκεκριμένη διεθνής δυναμική που απελευθερώθηκε από τη μεταμόρφωση του “κλασικού” καπιταλισμού σε οργανωμένο καπιταλισμό (με μαρξικούς όρους, μονοπωλιακό καπιταλισμό) καθορίζει τον σοβιετικό μαρξισμό – στο λενινικό δόγμα της πρωτοπορίας, στην έννοια του “σοσιαλισμού σε μία χώρα”, στον θρίαμβο του σταλινισμού πάνω στον τροτσκισμό και τους παλαιούς μπολσεβίκους, στην παρατεταμένη προτεραιότητα της βαριάς βιομηχανίας, στη συνέχιση της οπισθοδρομικής ολοκληρωτικής συγκεντροποίησης. Όσα αναφέρθηκαν αποτελούν υπό αυστηρή έννοια αντιδράσεις στην (με μαρξικούς όρους, “ανώμαλη”) ανάπτυξη και αναπροσαρμογή της δυτικής βιομηχανικής κοινωνίας, όπως και στην παρακμή της επαναστατικής δυναμικής του δυτικού κόσμου που προκλήθηκε από την παραπάνω αναπροσαρμογή. Ο βαθμός στον οποίο αυτές οι εξελίξεις έχουν διαμορφώσει τον σοβιετικό μαρξισμό μπορεί να φωτισθεί από τη λειτουργία του όρου “συνύπαρξη”. Η έννοια της συνύπαρξης έχει λάβει πολύ διαφορετικές σημασίες στον σοβιετικό μαρξισμό – οι οποίες εκτείνονται από μία βραχυπρόθεσμη ανάγκη τακτικής έως έναν μακροπρόθεσμο στόχο. Ωστόσο, η ίδια η διάκριση μεταξύ “βραχυπρόθεσμου” και “μακροπρόθεσμου” στερείται σημασίας, αν δεν χρησιμοποιηθούν αναγνωρίσιμα κριτήρια μέτρησης, τα οποία με τη σειρά τους προϋποθέτουν μία ευαπόδεικτη θεωρητική αξιολόγηση της ιστορικής κατεύθυνσης των σοβιετικών εξελίξεων. Στη γλώσσα του σοβιετικού μαρξισμού καθετί είναι βραχυπρόθεσμο, αν συγκριθεί με το έσχατο γεγονός του παγκόσμιου κομμουνισμού. Πέρα από την επικράτεια αυτής της γλώσσας, δεν είναι λογικό να αποκαλούνται “βραχυπρόθεσμες” πολιτικές, οι οποίες μπορεί να διαρκέσουν δεκαετίες και οι οποίες επιβάλλονται, όχι από τις πολιτικές διακυμάνσεις, αλλά από τη δομή της διεθνούς κατάστασης. Καθώς εξετάζεται σε αυτό το πλαίσιο, η συνύπαρξη είναι ίσως το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα της σύγχρονης περιόδου, ήτοι η συνάντηση δύο ανταγωνιστικών μορφών του βιομηχανικού πολιτισμού, οι οποίες διαγκωνίζονται στην ίδια διεθνή αρένα, χωρίς κάποια εκ των δύο να είναι τόσο ισχυρή ώστε να αντικαταστήσει την άλλη. Αυτή η σχετική αδυναμία των δύο συστημάτων είναι χαρακτηριστική των σχετικών δομών τους και, συνεπώς, ενός μακροπρόθεσμου παράγοντα˙ το τέλος της αποτελεσματικότητας ενός συστήματος θα ήταν ισοδύναμο με το τέλος του συστήματος. Στη δυτική βιομηχανική κοινωνία, η αδυναμία εκπηγάζει από τον σταθερό κίνδυνο της υπερπαραγωγής σε μία παγκόσμια αγορά που συρρικνώνεται και των σοβαρών κοινωνικών και οικονομικών αποδιαρθρώσεων˙ αυτός ο κίνδυνος απαιτεί σταθερά πολιτικά αντίμετρα, τα οποία με τη σειρά τους περιορίζουν την οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη του συστήματος. Από την άλλη πλευρά, το σοβιετικό σύστημα εξακολουθεί να υποφέρει από τη μάστιγα της υποπαραγωγής, η οποία διαιωνίζεται από τις στρατιωτικές και πολιτικές δεσμεύσεις απέναντι στον αναπτυγμένο δυτικό κόσμο. Οι επιπτώσεις αυτής της δυναμικής θα ερευνηθούν στα επόμενα κεφάλαια.

Η εξέλιξη από τον λενινισμό στον σταλινισμό και εκείθεν θα εξετασθεί ως το αποτέλεσμα, στα κύρια στάδια και γνωρίσματά του, ενός “ανώμαλου” αστερισμού, στον οποίο θα οικοδομούνταν μία σοσιαλιστική[1] κοινωνία που περισσότερο συνυπάρχει παρά διαδέχεται την καπιταλιστική κοινωνία, ως ο ανταγωνιστής παρά ως ο κληρονόμος της. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι πολιτικές (όπως η σταλινική εκβιομηχάνιση) που καθόρισαν τη θεμελιώδη τάση της σοβιετικής κοινωνίας ήταν μία αδυσώπητη αναγκαιότητα. Υπήρχαν εναλλακτικές δυνατότητες, αλλά συνιστούσαν με εμφατικό τρόπο ιστορικές εναλλακτικές δυνατότητες – “επιλογές” που παρουσιάσθηκαν στις τάξεις οι οποίες έδωσαν τους μεγάλους κοινωνικούς αγώνες του μεσοπολέμου παρά επιλογές που ήταν στη διακριτική ευχέρεια της σοβιετικής ηγεσίας. Η έκβαση αποφασίσθηκε σε αυτόν τον αγώνα˙ αποφασίσθηκε στην Ευρώπη έως το 1923. Η σοβιετική ηγεσία δεν πήρε αυτήν την απόφαση, μολονότι συνέβαλε σε αυτήν (εκείνη την περίοδο συνέβαλε πιθανότατα σε μικρότερο βαθμό από αυτόν που συνήθως υποτίθεται).

Αν αυτές οι προτάσεις μπορούν να επιβεβαιωθούν, το ερώτημα αν η σοβιετική ηγεσία καθοδηγείται ή όχι από μαρξιστικές αρχές στερείται σημασίας˙ μόλις ενσωματωθεί στους θεμελιώδεις θεσμούς και στόχους της καινούργιας κοινωνίας, ο μαρξισμός υπόκειται σε μία ιστορική δυναμική που υπερβαίνει τις προθέσεις της ηγεσίας και στην οποία υποτάσσονται οι ίδιοι οι εκμεταλλευτές. Η εμμενής εξέταση του σοβιετικού μαρξισμού μπορεί να συντελέσει στην αναγνώριση αυτής της δυναμικής, στην οποία υπόκειται η ίδια η ηγεσία – όσο αυτόνομη ή ολοκληρωτική και αν είναι. Έτσι, εξετάζοντας τον σοβιετικό μαρξισμό και την (θεωρητική) κατάσταση από την οποία γεννήθηκε, δεν ασχολούμαστε με την αφηρημένη, δογματική εγκυρότητα αλλά με τις συγκεκριμένες πολιτικές και οικονομικές τάσεις, οι οποίες μπορεί να φωτίσουν επικείμενες πιθανές εξελίξεις.

Πρέπει να πούμε λίγα λόγια προκειμένου να δικαιολογήσουμε μία τέτοια προσέγγιση. Η μαρξική θεωρία διατείνεται ότι είναι μία ουσιωδώς καινούργια φιλοσοφία, ουσιαστικά διαφορετική από την κύρια παράδοση της δυτικής φιλοσοφίας. Ο μαρξισμός αξιώνει να εκπληρώσει αυτήν την παράδοση μεταβαίνοντας από την ιδεολογία στην πραγματικότητα, από τη φιλοσοφική ερμηνεία στην πολιτική δράση. Για αυτόν τον σκοπό, ο μαρξισμός δεν επανακαθορίζει απλώς τις κύριες κατηγορίες και τρόπους της σκέψης, αλλά επανακαθορίζει τη διάσταση της επαλήθευσής τους˙ η εγκυρότητά τους πρέπει να καθορισθεί από την ιστορική κατάσταση και τη δράση του προλεταριάτου. Υπάρχει θεωρητική συνέχεια μεταξύ της πρώιμης μαρξικής έννοιας του προλεταριάτου ως της εξαντικειμενικευμένης αλήθειας της καπιταλιστικής κοινωνίας και της σοβιετικο-μαρξιστικής έννοιας της partinost (της αφοσίωσης στο κόμμα).

Υπό αυτές τις συνθήκες, η κριτική που απλώς εφαρμόζει τα παραδοσιακά κριτήρια της φιλοσοφικής αλήθειας στον σοβιετικό μαρξισμό δεν επιτυγχάνει, υπό αυστηρή έννοια, τον στόχο της. Αυτή η κριτική, όσο ισχυρή και γερά θεμελιωμένη και αν είναι, αδρανοποιείται από το επιχείρημα ότι τα εννοιολογικά της θεμέλια έχουν κλονισθεί από τη μαρξιστική μετάβαση σε μία διαφορετική περιοχή της ιστορικής και θεωρητικής επαλήθευσης. Έτσι, η ίδια η μαρξιστική διάσταση φαίνεται να μένει ανέπαφη, διότι μένει εκτός του επιχειρήματος. Όμως, αν η κριτική εισέλθει σε αυτήν τη διάσταση, εξετάζοντας την ανάπτυξη και τη χρήση των μαρξιστικών κατηγοριών υπό τους όρους του οικείου τους ισχυρισμού και περιεχομένου, δύναται να εισχωρήσει στο πραγματικό περιεχόμενο κάτω από την ιδεολογική και πολιτική μορφή με την οποία παρουσιάζεται.
Η κριτική του σοβιετικού μαρξισμού “από έξω” πρέπει είτε να απορρίπτει τις θεωρητικές του απόπειρες ως “προπαγάνδα” είτε να τις εκλαμβάνει κατ’ όνομα, ήτοι ως φιλοσοφία ή κοινωνιολογία με την παραδοσιακή έννοια αυτών των επιστημονικών κλάδων. Η πρώτη εκδοχή φαίνεται να αποφεύγει την ερώτηση αναφορικά με την πραγματική σημασία του σοβιετικού μαρξισμού και τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η διάκριση[2]. Η δεύτερη εκδοχή εμπλέκεται σε φιλοσοφικές και κοινωνιολογικές αντιπαραθέσεις εκτός του πλαισίου στο οποίο παρουσιάζονται οι σοβιετικο-μαρξιστικές θεωρίες και το οποίο είναι ουσιώδες για τη σημασία τους. Καθώς αντιμετωπίζονται με αυτόν τον τρόπο, ως αντικείμενα στην ιστορία της φιλοσοφικής ή κοινωνιολογικής σκέψης, τα άρθρα του Σύντομου Φιλοσοφικού Λεξικού, π.χ., ή η συζήτηση περί λογικής του 1950-51, στερούνται εντελώς σημασίας – τα φιλοσοφικά τους σφάλματα είναι καταφανή σε κάθε μορφωμένο άνθρωπο˙ η λειτουργία τους δεν είναι η ακαδημαϊκή διατύπωση καθολικά έγκυρων κατηγοριών και τεχνικών σκέψης αλλά ο καθορισμός της σχέσης τους προς την πολιτική πραγματικότητα[3]. Αντιθέτως, μία εμμενής κριτική, η οποία δεν εξετάζει διόλου αυτές τις θεωρίες κατ’ όνομα, θα μπορούσε να αποκαλύψει την πολιτική απόβλεψη που συνιστά το πραγματικό τους περιεχόμενο. Η προσέγγιση που προτείνεται εδώ μετατοπίζει την έμφαση της κριτικής από τις θεαματικές δημόσιες αντιπαραθέσεις, όπως η δημόσια συζήτηση σχετικά με την υπόθεση Aleksandrov ή η συζήτηση περί λογικής και γλώσσας, σε βασικές τάσεις στον σοβιετικό μαρξισμό και χρησιμοποιεί τις πρώτες μόνον ως παράδειγμα των τελευταίων.

Η εμμενής κριτική συντελείται υπό την προϋπόθεση ότι η μαρξική θεωρία παίζει αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση και την εκτέλεση της σοβιετικής πολιτικής και ότι από τη σοβιετική χρήση της μαρξικής θεωρίας μπορούν να συναχθούν συμπεράσματα για την εθνική και διεθνή ανάπτυξη του σοβιετικού κράτους. Το γεγονός είναι ότι το μπολσεβίκικο κόμμα και η μπολσεβίκικη επανάσταση εξελίχθηκαν, σε σημαντικό βαθμό, σύμφωνα με μαρξιστικές αρχές και ότι η σταλινική ανασυγκρότηση της σοβιετικής κοινωνίας βασίσθηκε στον λενινισμό, ο οποίος ήταν μία συγκεκριμένη ερμηνεία της μαρξικής θεωρίας και πράξης. Έτσι, η ιδεολογία γίνεται αποφασιστικό κομμάτι της πραγματικότητας, παρά το γεγονός ότι χρησιμοποιήθηκε ως όργανο κυριάρχησης και προπαγάνδας. Για αυτόν τον λόγο, η επαναλαμβανόμενη σύγκριση του σοβιετικού μαρξισμού με την προ-σοβιετική μαρξική θεωρία θα είναι αναγκαία. Το πρόβλημα των σοβιετικών “αναθεωρήσεων” της μαρξικής θεωρίας δεν θα εξετασθεί ως πρόβλημα του μαρξικού δογματισμού˙ πολύ περισσότερο, η σχέση μεταξύ των διαφόρων μορφών και σταδίων του μαρξισμού θα χρησιμοποιηθεί ως ένδειξη του τρόπου με τον οποίο η σοβιετική ηγεσία ερμηνεύει και αξιολογεί τη μεταβαλλόμενη ιστορική κατάσταση ως το πλαίσιο για τις πολιτικές της αποφάσεις.

Ο σοβιετικός μαρξισμός έχει προσλάβει τον χαρακτήρα μίας “συμπεριφορικής επιστήμης”. Οι περισσότερες από τις θεωρητικές του διακηρύξεις έχουν μία πραγματιστική, εργαλειακή απόβλεψη˙ χρησιμεύουν στην εξήγηση, δικαιολόγηση, προαγωγή και καθοδήγηση ορισμένων δράσεων και συμπεριφορών, οι οποίες είναι πραγματικά “δεδομένα” για αυτές τις διακηρύξεις. Αυτές οι δράσεις και συμπεριφορές (για παράδειγμα, η επιταχυμένη κολεκτιβοποίηση της οικονομίας, ο σταχανοφισμός, η αναπόσπαστη αντι-δυτική ιδεολογία, η εμμονή στον αντικειμενικό καθορισμό των βασικών οικονομικών νόμων υπό τον σοσιαλισμό) εξορθολογίζονται και δικαιολογούνται υπό το πρίσμα του κληρονομημένου σώματος του “μαρξισμού-λενινισμού”, το οποίο η σοβιετική ηγεσία εφαρμόζει στη μεταβαλλόμενη ιστορική κατάσταση. Όμως, είναι ακριβώς ο πραγματιστικός, συμπεριφορικός χαρακτήρας του σοβιετικού μαρξισμού που τον μετατρέπει σε αναντικατάστατο εργαλείο για την κατανόηση των σοβιετικών εξελίξεων. Οι θεωρητικές διακηρύξεις του σοβιετικού μαρξισμού, στην πραγματιστική τους λειτουργία, καθορίζουν την τάση των σοβιετικών εξελίξεων.

Κατ’ επέκταση, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της εξωτερικής διατύπωσης και της πραγματικής σημασίας των σοβιετικο-μαρξιστικών δηλώσεων. Αυτή η διάκριση δεν διεξάγεται υπό τον βολικό όρο “αισώπεια γλώσσα”, ο οποίος συγκαλύπτει παρά υπογραμμίζει την πραγματική διάκριση. Βεβαίως, στη σοβιετική τους χρήση η σημασία των όρων “δημοκρατία”, “ειρήνη”, “ελευθερία”, κοκ. διαφέρει πολύ από τη σημασία που γίνεται κατανοητή στον δυτικό κόσμο – όμως, το ίδιο ισχύει με τη σημασία των όρων “επανάσταση” και “δικτατορία του προλεταριάτου”. Η σοβιετική χρήση επανακαθορίζει, επίσης, τη σημασία συγκεκριμένων μαρξικών εννοιών. Οι τελευταίες μεταμορφώνονται, καθ’ όσον ο σοβιετικός μαρξισμός ισχυρίζεται ότι είναι μαρξισμός εντός και προς όφελος μίας καινούργιας ιστορικής κατάστασης˙ σχηματίζουν τη μαρξιστική απάντηση στις θεμελιώδεις οικονομικές και πολιτικές αλλαγές κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του αιώνα.

Από αυτήν την οπτική γωνία, ο σοβιετικός μαρξισμός εμφανίζεται ως η απόπειρα να συμφιλιωθεί το κληρονομημένο σώμα της μαρξικής θεωρίας με την ιστορική κατάσταση, η οποία φάνηκε να στρεβλώνει την κεντρική έννοια της ίδιας της θεωρίας, ήτοι τη μαρξική έννοια της μετάβασης από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό. Πριν από τη συζήτηση του σοβιετικού μαρξισμού, πρέπει, κατ’ επέκταση, να περιγράψουμε τόσο την ιστορική όσο και τη θεωρητική κατάσταση από την οποία εκπήγασε ο σοβιετικός μαρξισμός. Πρέπει να προσπαθήσουμε να αναγνωρίσουμε το σημείο κατά το οποίο η ιστορική ανάπτυξη φάνηκε να καταρρίπτει τη μαρξική ανάλυση. Αυτό είναι το κρίσιμο σημείο για την κατανόηση του σοβιετικού μαρξισμού.

Το πρώτο τμήμα αυτής της μελέτης επιδιώκει να αναλύσει τις βασικές έννοιες χάριν των οποίων ο σοβιετικός μαρξισμός εμφανίζεται ως μία ενοποιημένη θεωρία της σύγχρονης ιστορίας και κοινωνίας. Λαμβάνουμε αυτές τις έννοιες στη δογματική τους μορφή απλώς και μόνο για να τις αναπτύξουμε στο πλαίσιο των κοινωνικών και πολιτικών διαδικασιών, τις οποίες ερμηνεύουν και από τις οποίες μονάχα αντλούν τη σημασία τους. Η έμφαση δίδεται ολωσδιόλου στις ροπές που ο σοβιετικός μαρξισμός φαίνεται να αντανακλά και να προλαμβάνει. Έτσι, ενώ το πρώτο τμήμα εστιάζει πάνω στους αντικειμενικούς παράγοντες που υπόκεινται στον σοβιετικό μαρξισμό, το δεύτερο τμήμα πραγματεύεται τον υποκειμενικό παράγοντα, δηλαδή το “ανθρώπινο υλικό” που υποτίθεται ότι ακολουθεί την ηγεσία και πετυχαίνει τους τεθειμένους από τον σοβιετικό μαρξισμό σκοπούς. Το υλικό για αυτό το τμήμα έχει ληφθεί από τη σοβιετική ηθική [ethical] φιλοσοφία.

—————————————————————————————————–

[1] Σε αυτήν τη μελέτη η χρήση του όρου “σοσιαλιστικός, -ή, -ό” για τη σοβιετική κοινωνία δεν συνεπάγεται σε κανένα σημείο ότι αυτή η κοινωνία είναι σοσιαλιστική με την έννοια που την οραματίσθηκε ο Μαρξ και ο Ένγκελς. Ωστόσο, υποτίθεται ότι η αρχική πρόθεση και στόχος της μπολσεβίκικης επανάστασης ήταν η οικοδόμηση μίας σοσιαλιστικής κοινωνίας.
[2] Βλέπε παρακάτω σελ. 39 κ.έ.
[3] Βλέπε Κεφάλαιο 5.